Μαθήματα


Οι επόμενες μέρες πέρασαν βασανιστικά αργά. Η Ελίζα προσπαθούσε να ελέγξει τις δυνάμεις της και έτσι άρχισε να ακουμπάει την επιφάνεια ενός κόσμου που τώρα ανακάλυπτε.

Η απειρία της ήταν αιτία πολλών προβλημάτων. Κυρίως διάφορων μικροτραυματισμών του Κρίστιαν. Κάθε μέρα έφευγε με μελανιές και γρατσουνιές, μα κάθε μέρα επέστρεφε πρόθυμος να το ανεχτεί προκειμένου να βοηθήσει την Ελίζα.

Ένιωθε περίεργα. Ο ίδιος αναγνώριζε στον εαυτό του ότι μπορούσε να γίνει ψυχρός και απόμακρος, όμως κάθε πρωί ξυπνούσε με μια ανατριχίλα που έκανε τα νεύρα του να χαλαρώνουν, να αμφιβάλλει για την στάση που κρατούσε όλον αυτόν τον καιρό. Μα δεν το ήθελε, δεν το έκανε επίτηδες. Πλήγωνε για να μην πληγωθείς, έλεγε ξανά και ξανά από μέσα του. Η αδιαφορία είναι ο καλύτερος τρόπος για να προστατευτείς, έτσι έμαθε και έτσι σκόπευε να συνεχίσει να ζει, μα αυτό το σφίξιμο με το οποίο ξυπνούσε κάθε μέρα τον πίεζε να θυμηθεί μια πλευρά του εαυτού του που είχε θάψει μαζί με τους γονείς του.

Ήξερε γιατί γινόταν αυτό, τον λόγο για τον οποίο ένιωθε έτσι. Ο ήλιος και το φεγγάρι θα έλκονται από όταν το πεπρωμένο τους ξεκινήσει μέχρι ο ουρανός σταματήσει να υπάρχει. Είχε αποφασίσει να μην πιστέψει σε κενές λέξεις ενός κειμένου. Ήθελε απλώς να συγκεντρωθεί στο καθήκον του, αλλά το πεπρωμένο του δεν όριζε μόνο τι ήταν γεννημένος να κάνει, αλλά και ποιος ήταν ο δρόμος μέχρι εκεί.

Η Ελίζα ήταν ο δικός του δρόμος.

Εκείνη πάλι σκεφτόταν συχνά τον Όλιβερ. Της περνούσε από τον μυαλό πόσα βλέμματα είχαν αλλάξει μέσα στην τάξη, ότι πλέον είχε αποδείξεις για την ύπαρξη της μαγείας μπροστά στα μάτια της. Ότι όσα πράγματα αρνιόταν να πιστέψει, τώρα στέκονταν μπροστά της.

Το πού ήταν και το πού έπρεπε να βρεθεί ώστε να αναδειχθεί νικήτρια αυτής της μάχης, απείχαν κατά πολύ και την άγχωνε το πόσο λίγο χρόνο θα είχε για να καλύψει το κενό. Κάθε φορά που τέτοιες σκέψεις περνούσαν από τα μυαλό της, τσιτωνόταν, τα δάχτυλά της τινάζονταν, κουνούσε το κεφάλι της προσπαθώντας να τις διώξει. Μα στην τελική πάντα επανεμφανίζονταν, αγχώνοντας την.

Το βασικό μάθημα με το οποίο ξεκινούσαν και τελείωναν κάθε μέρα ήταν η μεταφορά αντικειμένων. Ξεκίνησαν με πιάτα αλλά αυτό δεν κατέληξε πολύ καλά. Εκείνη συνήθιζε να χάνεται στις σκέψεις της, υπεραναλύοντας λεπτομέρειες, δημιουργώντας σενάρια και υπολογίζοντας πιθανότητες.

Σκεφτόταν πως ίσως μια μέρα να τα κατάφερνε. Ίσως όντως να γινόταν αυτό που όλοι περίμεναν να γίνει. Ίσως τελικά να ήταν αρκετά ικανή να φέρει εις πέρας την αποστολή της, να ολοκλήρωνε το πεπρωμένο της. Να έκανε τους δικούς της περήφανους. Ίσως, ίσως, ίσως...

"Άου!" αναφώνησε ο Κρίστιαν.

Η Ελίζα έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια της στο άκουσμα του εκκωφαντικού θορύβου του μεταλλικού δίσκου που συγκρούστηκε με το έδαφος, αφού είχε πρώτα πέσει στο κεφάλι του Κρίστιαν.

"Υποθέτω πως δεν το πέτυχα ε;" ρώτησε ανασηκώνοντας μετανιωμένη τα φρύδια της και ο Κρίστιαν την κοίταξε σοβαρός κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, ενώ έτριβε το σημείο που είχε χτυπήσει ο δίσκος.

"Πού ταξιδεύεις πάλι;" ρώτησε πλέον ήρεμος και σήκωσε τον δίσκο από το πάτωμα ακουμπώντας τον σε ένα τραπέζι λίγο πιο δίπλα.

"Πουθενά" βιάστηκε να απαντήσει, αλλά όταν ο Κρίστιαν σήκωσε δύσπιστος το φρύδι του, ξεφύσησε σχεδόν ενοχλημένη από το πόσο καλά φαίνεται να την ήξερε πλέον.

"Απλά... Σκέφτομαι ότι είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθω και ο χρόνος είναι τόσο λίγος. Και κυριολεκτικά ο κόσμος εξαρτάται από εμένα και καλούμαι να συμμετάσχω σε έναν πόλεμο του οποίου δεν ήξερα καν την ύπαρξη και... Απλά δεν ξέρω πως στο καλό θα τα καταφέρω" απάντησε με φωνή που έδειχνε την αγανάκτησή της και έκατσε κάτω τρίβοντας το μέτωπό της.

Ο Κρίστιαν πήρε μια ανάσα και με διστακτικά βήματα την πλησίασε και έκατσε δίπλα της. Σταύρωσε τα χέρια του και κοίταξε μπροστά του.

"Δεν ξέρω πόσες φορές πρέπει να το πω για να το βάλεις στο κεφάλι σου. Η μαγεία, Ελίζα δεν είναι απλώς μια ιδέα, υπάρχει περισσότερο καιρό από εμάς και δεν θα ανέθετε σε κάποιον αδύναμο ή ανίκανο να φέρει εις πέρας μια τόσο σημαντική αποστολή" της λέει σοβαρά και εκείνη σφίγγει το σαγόνι της, χωρίς να του απαντήσει ή να τον κοιτάξει.

"Το θέμα δεν είναι ότι δεν έχεις την δύναμη να τα καταφέρεις, είναι ότι δεν πιστεύεις ότι μπορείς. Όταν πιστεύεις στον εαυτό σου έχεις ανέβει το πρώτο σκαλί, ακόμα κι αν δεν βλέπεις το τέλος της σκάλας" συνεχίζει μα η Ελίζα απλώς καγχάζει.

"Μα δεν είμαι κανένας Κρίστιαν! Ένα άτομο που δεν μετράει για τίποτα και για κανέναν!" του ανταπάντησε φωνάζοντας σχεδόν, αντιλαμβανόμενη ότι ίσως να ξεστόμισε μόλις την μεγαλύτερη φοβία της.

"Κάποιος είχε πει πως, για τον κόσμο είσαι ένας άνθρωπος, όμως για έναν άνθρωπο είσαι όλος ο κόσμος..." είπε σκοπεύοντας να την ηρεμήσει, μα η αντίδρασή της ήταν ίδια με πριν.

"Χα... Για ποιόν ακριβώς μου λες; Για τους νεκρούς γονείς μου, για τους εργοδότες μου, που παρεμπιπτόντως με μισούν, για τους φίλους που μόλις γνώρισα, ή για εσένα που απλά με ανέχεσαι;" του φώναξε μέσα στα μούτρα του και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει.

"Ξέρεις ότι δεν ισχύει"απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και η Ελίζα ανασηκώνεται.

"Ούτε εσύ δεν το πιστεύεις. Αν δεν είχα αυτές τις δυνάμεις δεν θα με είχες καν προσέξει, κανείς δεν θα έδινε σημασία στο καημένο ορφανό κοριτσάκι" συνέχισε βουρκωμένη και τόσο θυμωμένη που ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της.

Ο Κρίστιαν σηκώνεται απότομα όρθιος, αναγκάζοντάς της να οπισθοχωρήσει έκπληκτη.

"Ίσως και να έχεις δίκιο. Ίσως όλοι να σου έδωσαν σημασία μόνο και μόνο επειδή διαθέτεις αυτές τις δυνάμεις" της απάντησε και εκείνη απογοητευμένη από τα λόγια του γύρισε και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα.

Γιατί να νόμιζε ότι θα της έλεγε κάτι άλλο; Γιατί επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να την καθησυχάσει, να της αλλάξει την γνώμη, να της δείξει πως έστω και μόνο για εκείνον ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που όριζε το πεπρωμένο της;

Τινάζει εξοργισμένη το χέρι της και ακούει τον δίσκο να πέφτει πάλι στο πάτωμα. Δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Την στιγμή που απλώνει το χέρι της για να πιάσει την πόρτα όμως, ο Κρίστιαν την προλαβαίνει αρπάζοντας τον καρπό της.

"Άσε με να φύγω. Δεν σε χρειάζομαι. Θα τα βγάλω πέρα μόνη μου" γρυλίζει γυρνώντας προς το μέρος του, σκουπίζοντας βιαστικά μερικά δάκρυα που της ξέφυγαν.

"Όμως όλοι έμειναν μαζί σου, γι' αυτό που είσαι. Το μόνο που κάνουν οι δυνάμεις σου, είναι να σε κάνουν ακόμα πιο ξεχωριστή" συμπληρώνει τα προηγούμενα λόγια του ο Κρίστιαν και η Ελίζα ασυναίσθητα χαλαρώνει την στάση της.

"Δεν είμαι ξεχωριστή" του απάντησε ήρεμα, με την πικρία να είναι πιο εμφανής από ποτέ στην φωνή της.

Μα τώρα για κάποιον λόγο εκείνος φάνηκε να θυμώνει. Ο Κρίστιαν σταμάτησε να επαναλαμβάνει τα λόγια περί αναισθησίας από μέσα του και βγήκε από την ασφαλή ζώνη του χωρίς δεύτερη σκέψη, γνωρίζοντας πως πλέον δεν θα μπορούσε να επιστρέψει.

"Ελίζα, θα τα πω μια γαμημένη τελευταία φορά και το καλό που σου θέλω να τα χωνέψεις, γιατί δεν θα κάτσω να ανεχτώ την ηττοπάθειά σου" της είπε απότομα κοιτώντας την έντονα μέσα στα μάτια.

Η Ελίζα ένευσε έκπληκτη από την απότομη αλλαγή της συμπεριφοράς του.

"Δεν είμαι περήφανος για την ζωή μου, ούτε για μερικά πράγματα που έχω κάνει, μα το μόνο που μπορώ να μου αναγνωρίσω είναι ότι ξέρω πότε ένας άνθρωπος είναι σκάρτος. Και εσύ Ελίζα δεν είσαι. Γιατί υποτιμάς τον εαυτό σου τόσο πολύ ενώ ξέρεις ότι αν ήσουν οτιδήποτε λιγότερο δεν θα άντεχες όσα έχεις αντέξει; Σκέψου λίγο τι έχεις περάσει και μετά σκέψου τι αποθέματα ψυχικής δύναμης χρειάστηκες για να τα ξεπεράσεις όλα αυτά. Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει αν εσύ θεωρείς πως δεν είναι αρκετό, αλλά μια ολόκληρη μαγική διάσταση το πιστεύει. Για αυτό χώνεψε το και προχώρα! Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος και αξίζεις ό,τι σου δόθηκε. Αξιοποίησε το!" της φώναξε κρατώντας τους ώμους της.

Η Ελίζα έμεινε να τον κοιτάει με γουρλωμένα μάτια και ανοιχτό στόμα. Και εκείνος μπροστά της με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει εξαιτίας της έντασης με την οποία μιλούσε τόσην ώρα. Η Ελίζα στραβοκατάπιε και αναρίγησε συνειδητοποιώντας ξαφνικά την ελάχιστη απόστασή τους. Τα μάτια του Κρίστιαν, άθελά του χάραζαν διαδρομές από τα μάτια μέχρι τα χείλη της και ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει.

"Με κατάλαβες;" ρώτησε ψιθυριστά προσπαθώντας να ελέγξει τις ανάσες του, ενώ εκείνη απλά ένευσε νιώθοντας αδύναμη προς το παρόν να καταπολεμήσει την μέθη που της προκαλούσαν οι επιθυμίες της.

"Συνεχίζουμε;" ρωτάει με φωνή σχεδόν βραχνιασμένη και ο Κρίστιαν τινάχτηκε καθώς επέστρεφε στην πραγματικότητα.

"Ναι, ναι φυσικά" είπε και κούνησε το κεφάλι του γρήγορα πέρα δώθε.

Άφησε τους ώμους της και εκείνη άρχισε να προχωράει προς το σημείο που είχε πέσει ο δίσκος, όταν τον είχε σηκώσει πριν λίγο χωρίς την θέλησή της.

"Μην προσπαθείς μόνο να τον κάνεις να πετάξει. Βάλε την φαντασία σου να δουλέψει χρησιμοποίησε τις γνώσεις σου" της είπε από πίσω της και εκείνη, τοποθετώντας τον δίσκο πίσω στο τραπεζάκι, τον κοίταξε πλαγίως.

Συγκεντρώθηκε. Ένιωσε την σύνδεση με τον χώρο γύρω της, με την ύλη του ίδιου του μεταλλικού δίσκου. Άπλωσε τα χέρια της μπροστά της και με κινήσεις που είχε διδαχτεί τις προηγούμενες μέρες, του έδωσε μορφή. Στο μυαλό της μετατράπηκε σε ένα γεράκι και αυτό έγινε και μπροστά στα μάτια της.

Ένα μεγαλοπρεπές ασημένιο γεράκι στεκόταν πάνω στο τραπέζι σαν διακοσμητικό άγαλμα.

Η Ελίζα έσυρε λίγο το πόδι της, λύγισε τα δάχτυλά της και το γεράκι άπλωσε τα φτερά του, ούρλιαξε και έκανε τον γύρω της αίθουσας. Ο αέρας σφύριξε καθώς το μεταλλικό γεράκι τον έσκιζε. Η Ελίζα γέλασε και με μία κυκλική κίνηση του χεριού της και του ποδιού της το γεράκι προσγειώθηκε στον ώμου του Κρίστιαν, ο οποίος το κοιτούσε εντυπωσιασμένος.

Η Ελίζα χαλάρωσε και το γεράκι πέτρωσε.

"Τώρα έχεις και ένα δωρεάν press papier. Να είσαι ευγνώμων" του είπε χιουμοριστικά μπλέκοντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη της με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.

"Είμαι" απάντησε κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο, κάνοντάς την να κοκκινίσει.

Το μάθημα τέλειωσε και αφού συμμάζεψαν, βγήκαν έξω κλειδώνοντας την αποθήκη. Πέρασαν την πύλη και άρχισαν να προχωρούν προς αντίθετες κατευθύνσεις.

Η Ελίζα γύρισε προς μέρος του και φώναξε το όνομά του κάνοντάς τον να σταματήσει και να γυρίσει προς το μέρος της.

"Τι;" φώναξε γελώντας.

"Ευχαριστώ για όλα!" του απάντησε και εκείνος ένευσε και συνέχισε τον δρόμο του.

Η Ελίζα έμεινε να τον κοιτάει, μέχρι που δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει την φιγούρα του. Σκέφτηκε ότι ίσως πλέον να μην την τρόμαζε τόσο η προφητεία. Ότι ακόμα και αν δεν υπήρχε αυτή, ακόμα κι αν ήταν δύο φυσιολογικοί έφηβοι, αυτή θα ήταν ο εαυτός της και εκείνος ο δικός του και θα ένιωθε ακριβώς όπως ένιωθε και τώρα.

Δεν νιώθει πλέον μόνη της, αλλά ξέρει ότι θα είναι εκείνος εκεί για να μοιραστούν το βάρος που πρέπει να κουβαλήσει. Ακόμα και όταν δεν το θέλει. Ακόμα και αν όλα μια μέρα ξεχαστούν. Ακόμα κι αν είναι πολύ ξεροκέφαλη για να το παραδεχτεί. Αυτές οι αναμνήσεις, εκείνες που αξίζουν, θα μείνουν μέσα της, θυμίζοντάς της πως δεν είναι μόνη. Διότι κάθε χαμόγελο, μένει. Μια έκφραση; Μια συντονισμένη κίνηση κάποιον μυών; Όχι. Συναίσθημα. Χαρά. Αυτό ένιωθε τώρα. Και αν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει, για να συνεχίσει να το νιώθει ήταν να σώσει τον κόσμο, τότε ήταν διατεθειμένη να το κάνει.


[...]

Συνεχίζει και προχωράει μόνη της προς την έπαυλη, μα κάποια στιγμή ακούει βήματα πίσω της. Γυρνάει και δεν βλέπει κανέναν. Αρχίζει να προχωράει πιο γρήγορα, ώσπου ξανακούει ένα πιο δυνατό ήχο από πίσω της. Γυρίζει και πάλι, όμως ο δρόμος είναι άδειος, χωρίς ίχνος δεύτερου ανθρώπου. Στρέφει το βλέμμα της μπροστά μπερδεμένη και τότε βλέπει το μόνο πρόσωπο που δεν περίμενε να συναντήσει.

"Τι κάνεις, γατούλα;" ρώτησε ειρωνικά και ένα σαρδόνιο χαμόγελο πήρε την θέση του στο σκοτεινό πρόσωπό του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top