Ad normalitatis

"Ξέρω πότε είμαι ανεπιθύμητη, κύριε. Και αν δεν το θεωρούσα απαραίτητο, δεν θα ερχόμουν μέχρι εδώ. Αλλά έχω ανάγκη από απαντήσεις και πιστεύω ότι εσείς μπορείτε να μου τις δώσετε" είπε σοβαρά η Ελίζα, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τα μάτια του.

Έκανε τόσο δρόμο μέχρι εκεί, διακινδύνευσε την αξιοπρέπειά της και πρόδωσε κάθε στάλα λογικής που της είχε απομείνει κυνηγώντας έναν άνθρωπο που είχε ξαναδεί μόνο στον ύπνο της και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει από εκεί χωρίς να πάρει μία απάντηση -θετική ή αρνητική.

"Και γιατί εγώ συγκεκριμένα, δεσποινίς;" παρέτεινε εκείνος την τελευταία λέξη, κάνοντάς της νόημα να πει το όνομά της.

"Ελίζα. Λέγομαι Ελίζα" απάντησε και τότε ο Κρίστιαν πέταξε το μπουκάλι στο έδαφος κάνοντάς το να κυλήσει ραγισμένο στην σκοτεινή γωνία του δωματίου.

Σηκώθηκε απότομα όρθιος και ύψωσε το δάχτυλό του στο ύψος του προσώπου της Ελίζας.

"Μην παίζεις με τα νεύρα μου" γρύλισε και εκείνη πισωπάτησε ταραγμένη.

"Για το όνομα, κύριε," άρχισε να λέει μα η φωνή της και τα χέρια της τρέμανε από την ταραχή και την έκπληξη, "ήρθα εδώ απλά για να ρωτήσω αν ξέρετε κάτι για αυτό" συμπλήρωσε και έβγαλε από την τσέπη της το μπουκαλάκι κρατώντας το στην παλάμη της.

Το φως που τώρα έβγαινε από το μικρό αντικείμενο, φώτιζε τα πρόσωπα και των δύο και ο Κρίστιαν κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της. Η Ελίζα αντίκριζε την εικόνα ενός παράλογου ανθρώπου, ενός μεθυσμένου, αλλά εκείνος έβλεπε το κορίτσι που ένα χρόνο πριν γλίστρησε μέσα από τα χέρια του.

"Είσαι όντως εκείνη;" ρώτησε ελάχιστα βουρκωμένος.

"Δεν ξέρω. Εννοώ μπορεί. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν ξέρω ποια είμαι και... Ότι, για κάποιον λόγο, νιώθω ότι έπρεπε να είμαι εδώ" είπε και το άγχος στην φωνή της έσβησε και αντικαταστάθηκε από έναν ψίθυρο που πρόδιδε την τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσά τους.

"Πώς με λένε;" ρώτησε και, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, σήκωσε το χέρι του και με τα ακροδάχτυλα του χάιδεψε απαλά το μάγουλό της.

Την ίδια στιγμή, η Ελίζα ένιωσε το μπουκαλάκι να παίρνει φωτιά στο χέρι της. Με μία κραυγή που διέκοψε την ησυχία και την ένταση της στιγμής, πέταξε το μπουκαλάκι στο έδαφος ραγίζοντας το. Ο Κρίστιαν ασυναίσθητα, ακούγοντας την φωνή της, έκανε ένα βήμα μπροστά και πάτησε άθελά του το μπουκαλάκι.

Για μία στιγμή τίποτα δεν έγινε, μα μετά η Ελίζα ένιωσε έναν τρομερό πόνο στο κεφάλι, σαν κάτι μέσα του να πάλευε να βγει έξω. Έβγαλε μία κραυγή και πίεσε τους κροτάφους της. Το καστανόξανθο χρώμα που είχαν τα μαλλιά της έναν χρόνο πριν, ξεπρόβαλε στις ρίζες τους και χύθηκε μέχρι τις άκρες.

Η κραυγή της διακόπηκε από ένα έντονο χρυσό φως που βγήκε από τα μάτια της, όταν οι λάμψεις από το σπασμένο μπουκαλάκι έφτασαν στο στήθος της.

Η εικόνα που έβλεπε η Ελίζα δεν ήταν πλέον η μικρή, σκοτεινή και σκονισμένη βιβλιοθήκη, αλλά ένα σπίτι. Μέσα του στροβίλιζε μία γυναίκα με ένα πράσινο φόρεμα και καστανόξανθα μαλλιά. Και στην σταθερή γωνία του σπιτιού, δίπλα σε ένα τραπέζι με αναμνήσεις, στεκόταν ένας άνδρας με ένα λαμπερό χαμόγελο, που φώτιζε την σύζυγό του σαν προβολέας, και δύο μεγάλα μπλε μάτια.

Τα ονόματα Μπεθ και Μάρκους αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα σαν μουσική.

Προσπάθησε να τους φωνάξει, μα κανείς τους δεν άκουσε. Με τα δάκρυα να σκάβουν τα μάγουλά της, έπεσε στα γόνατά της. Η εικόνα γύρω της άλλαξε. Βρισκόταν σε μία βιβλιοθήκη, ίσως να ήταν εκείνη στην οποία βρισκόταν προηγουμένως, ίσως και όχι. Το φως που έμπαινε μέσα την ζέσταινε.

Και τότε η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένα αγόρι, ένα αγόρι τόσο οικείο που ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Τα πράσινα μάτια του ήταν φωτεινά και το πρόσωπό του καθαρό -από σημάδια, από γένια, από χρόνο, από πένθος. Κρίστιαν. Το όνομά του εμφανίστηκε στο μυαλό της σαν ιδέα. Φώτισε τα σκοτεινά σημεία της σκέψης της, αποκαλύπτοντας εκείνες τις αναμνήσεις που είχε κρύψει πριν ένα χρόνο.

Η πόρτα πίσω του έκλεισε και σοκαρισμένη τον είδε να προχωράει προς το μέρος της. Άνοιξε το στόμα της για να προφέρει το όνομά του, να το ακούσει δυνατά, αλλά το μόνο που έβγαλε ήταν μία άναρθρη κραυγή, όταν πέρασε από μέσα της σαν μην ήταν εκεί, σαν να ήταν ένα φάντασμα.

Κοίταξε πίσω της, την καστανόξανθη κοπέλα που τον κοιτούσε μαγεμένη και ίσως λίγο τρομαγμένη και την ίδια στιγμή μία μαυρίλα απλώθηκε στο δωμάτιο. Η Ελίζα ήταν πίσω στη σκοτεινή βιβλιοθήκη και το βλέμμα της έπεσε πάνω στο δακρυσμένο αγόρι.

"Κρίστιαν" μουρμούρισε κάτω από την ανάσα της, σαν να φοβόταν μήπως το έλεγε λάθος.

Λες και θα μπορούσε ποτέ να το πει λάθος.

"Είσαι όντως εσύ, επέστρεψες σε εμένα" συνειδητοποίησε εκείνος με  φωνή πνιγμένη.

"Πάντα"

Άφησαν ταυτόχρονα μία ανακουφισμένη ανάσα και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Εκείνη στην προσπάθειά της να θυμηθεί πώς ήταν να τον αγγίζει. Εκείνος για να επιβεβαιώσει ότι δεν θα έφευγε ξανά, ποτέ ξανά.

Είσαι εδώ; ρώτησε στις σκέψεις της.

-Πάντα.

Έπιασε το πρόσωπό της με τα χέρια του κοιτώντας βαθιά μέσα στα μάτια της. Τα τραχιά δάχτυλά του γαργάλησαν τις άκρες του προσώπου της, γδέρνοντας τες ελαφρά.

Όταν τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της, η Ελίζα πήρε μία ανάσα έκπληξης και ανακούφισης. Ήταν πάλι σπίτι. Ήταν εκείνη η στιγμή που ένιωσε ότι αυτός ο χρόνος ήταν τόσο ήρεμος, τόσο ήσυχος και τόσο κενός. Χωρίς τίποτα που να έμοιαζε με πάθος, την αίσθηση που ένιωθε εκείνη την στιγμή που τα χείλη της εφάρμοζαν τέλεια στα δικά του -σαν να ήταν το μέρος στο οποίο άνηκαν, στο οποίο έπρεπε να βρίσκονται πάντα.

"Συγγνώμη, δεν ήθελα να-" άρχισε να του λέει κλαίγοντας μα εκείνος την σταμάτησε ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό της.

"Δεν πειράζει. Νόμιζες ότι θα ήταν το καλύτερο για όλους μας. Αυτό που μετράει -το μόνο που μετράει- είναι ότι είσαι πίσω, ότι είσαι εδώ" μουρμούρισε σε απάντηση ο Κρίστιαν, με τέτοια φωνή και τόση απαλότητα, λες και το υπενθύμιζε στον εαυτό του ότι αυτό δεν ήταν ένα ακόμη όνειρο, ούτε μία παραίσθηση της μέθης.

Ήταν εκεί, ήταν μαζί του, ήταν δίπλα του πάλι και μόνο αυτό μετρούσε. Μόνο αυτό.

Τα χείλη τους ενώθηκαν και πάλι και η Ελίζα ένιωσε την καρδιά της να λιώνει στο στήθος της και τα πόδια της να λυγίζουν. Ο σφυγμός του Κρίστιαν χοροπηδούσε πάνω στο χέρι της που αγκάλιαζε τον λαιμό του.

"Πρέπει να πάμε στους άλλους" της είπε και απομακρύνθηκε από κοντά της.

Στην ζάλη της στιγμής, η Ελίζα μουρμούρισε ένα 'πρέπει;' μα ο Κρίστιαν απλά γέλασε και την τράβηξε από το χέρι για να βγούνε έξω. Τώρα περπατούσε γνωστούς διαδρόμους: θυμόταν το πώς βυθίζονταν τα βήματά της μέσα στα παχιά χαλιά και πώς το τρίτο σκαλοπάτι της δεξιάς πτέρυγας έτριζε και τον πίνακα με τον περίεργο άνδρα με τα μυτερά αυτιά λίγα μέτρα πριν την αίθουσα.

Έφτασαν μπροστά από την πόρτα, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Ο Κρίστιαν της χάρισε ένα χαμόγελο πριν ανοίξει την πόρτα και κάνει όλους εκεί μέσα να γυρίσουν προς το μέρος τους.

Το χαμόγελο του Κρίστιαν, ένα χαμόγελο που κανείς δεν είχε την τύχη να δει τον τελευταίο χρόνο, δεν άφησε περιθώρια για θεωρίες.

"Θυμάσαι;" ρώτησε ο Ντάνιελ, χωρίς να μπορεί να κρύψει την ανακούφιση στην φωνή του.

Η Ελίζα κατένευσε και τότε η Τζάνετ όρμισε πάνω της, αγκαλιάζοντάς την.

"Μα την Λούξινους, αν τολμήσεις έστω και να σκεφτείς κάτι τέτοιο ποτέ ξανά, θα σε σκοτώσω πριν προλάβει ο μάγος!" την απείλησε και γελάσανε συγκινημένες, αφού ήξεραν ότι αυτή η φράση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κούφια λόγια.

Όσα άτομα βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα χαιρέτησαν και καλωσόρισαν την Ελίζα.

"Ξέρω ότι είσαι κουρασμένη, αλλά αυτό θα πρέπει να το ακούσεις" ανακοίνωσε σε σοβαρό τόνο ο Ντάνιελ και έκανε νόημα στην Τζάνετ, η οποία κατευθύνθηκε προς το τραπέζι.

Περνώντας το χέρι της από πάνω του, εμφανίστηκε ο χάρτης του βασιλείου. Η Ελίζα θυμήθηκε την πρώτη φορά που την είδε να το κάνει αυτό. Ένιωσε τα μάτια της να καίνε.

Η εικόνα που εμφανίστηκε δεν φαινόταν ιδιαίτερα ευοίωνη. Ένα μεγάλο κομμάτι του χάρτη ήταν καλυμμένο από σκούρα χρώματα. Η Ελίζα στραβοκατάπιε.

"Όσο έλειπες, ο Ογκάστους δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Άρχισε επιθέσεις, λεηλασίες και γενοκτονίες. Το δάσος των ξωτικών έστειλε για πρώτη φορά αντιπρόσωπο σε εμάς ικετεύοντας για βοήθεια. Τα δύο τρίτα του βασιλείου έχουν πλέον καταληφθεί από το σκοτάδι. Δεν προλάβαμε να σώσουμε όλο το βασίλειο των ξωτικών" την ενημέρωσε η Τζάνετ με φωνή που φανέρωνε τον πόνο και την μετάνοιά της, ίσως και λίγη ενοχή.

"Εγώ φταίω για όλα, είναι δικό μου λάθος. Νόμιζα... Νόμιζα ότι θα βοηθούσα αλλά έκανα μόνο χειρότερα τα πράγματα" είπε μετανιωμένα η Ελίζα.

Κανείς δεν διαφώνησε και ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της. Ο Κρίστιαν στάθηκε δίπλα της πιάνοντας της πάλι το χέρι.

"Θα πάμε σε πόλεμο. Σε έξι μήνες, μέχρι τον τελευταίο επιζώντα. Μαζεύουμε ήδη στρατό από κάθε πλευρά του βασιλείου που είναι διατεθειμένη να μας υποστηρίξει" είπε η Τζάνετ.

"Δεν υπάρχει άλλη λύση;" ρώτησε η Ελίζα.

Είχε ζήσει ήδη έναν πόλεμο. Και είχε χάσει τα πάντα σε εκείνον. Σε έναν πόλεμο πάντα χάνεις κάτι, σε όποια μεριά κι αν είσαι.

"Θα πολεμήσω" ανακοίνωσε και ένιωσε την ατμόσφαιρα να ψυχραίνεται για μία στιγμή.

"Ελίζα..." άρχισε να λέει προειδοποιητικά ο Κρίστιαν, μα η Ελίζα σήκωσε το χέρι της σταματώντας τον.

"Ήταν λάθος μου να φύγω. Έτρεξα μακριά από αυτό το πρόβλημα, ενώ έπρεπε να μείνω εδώ και να το αντιμετωπίσω. Αυτός είναι δικός μου πόλεμος, Κρίστιαν, και δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω μόνο άλλους να πολεμήσουν, ενώ εγώ θα κάθομαι μέσα στην ασφάλεια"

Το κλίμα αποκαταστάθηκε. Πλέον οι σύμμαχοί της δεν έβλεπαν το τρομαγμένο κορίτσι που τα έβαλε στα πόδια έναν χρόνο πριν, αλλά την βασίλισσά τους που ήταν έτοιμη να ηγηθεί του στρατού της. Και να νικήσει.

-Αυτή είσαι. άκουσε τον Κρίστιαν στις σκέψεις της, και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top