🔥2🔥
Μπαίνω στο σπίτι με χαρωπά βήματα.
«Μαμά; Μπαμπά;;» Σταματώ απότομα. Συνήθως με περίμεναν στην κουζίνα ή στο σαλόνι.. μα αυτά τα δωμάτια είναι άδεια..
«Μα που είστε;» Ανεβαίνω τα σκαλιά δύο δυο και ψάχνω τα δωμάτια. Ο χαρτοφύλακας του μπαμπά μου λείπει όπως και το καλό του σακάκι.. η μαμά μου όμως δεν φεύγει συχνά από το σπίτι.
«Μαμά δεν είναι αστείο!» Αρπάζω το κινητό μου. Έχω δέκα κλήσεις από την αδερφή μου. Καλώ πίσω.
«Ειρήνη.. τι.. τι έγινε;» Στο άκουσμα της απάντησης το κινητό μου πέφτει από τα χέρια μου. Κραυγές. Δυνατές κραυγές ξεφεύγουν από τα χείλη μου.
Δάκρυα. Φωνές.. πόνο.. δυστυχία.
«Όχι! Πες μου πως είναι ψέμα! Πες μου το τώρα Ειρήνη!»
«Σοφία ξύπνα! Ξύπνα κοριτσάκι μου» Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την Ειρήνη να με αγκαλιάζει και τον Σωτήρη ντυμένο με κουστούμι.
Πόσες ώρες κοιμάμαι; Ήταν αλήθεια τα χθεσινά γεγονότα; Ο Σωτήρης; Τα λόγια του;
«Είμαι καλά..»
«Πάω να σου φέρω νερό» Η Ειρήνη τρέχει στην κουζίνα.
«Χθες γύρισες μεθυσμένη. Πάλι καλά που σε βρήκα και σε επέστρεψα με ασφάλεια! Μα τι σκεφτόσουν πια;»
«Ορίστε;»
«Ανησυχήσαμε ξέρεις! Όλο το βράδυ φώναζες. Μα γιατί; Μια χαρά ήσουν όταν κοιμήθηκες» Κάνει μία παύση «Παραπάνω από καλά» Μου κλείνει το μάτι.
Δεν έχω καταλάβει τίποτα. Τι στο καλό; Τι από όλα αυτά είναι αλήθεια; Βγήκαμε, ήπιαμε, γυρίσαμε; Ήμουν μόνη μου; Μα.. ακόμη νιώθω το άγγιγμα του, την ανάσα του, το φιλί του..
«Σωτήρη.. έγινε στ αλήθεια;» Ακούγομαι σαν τρελή.
«Ω Σόφι! Θα ήθελες να είναι;» Ξέρει! Ξέρει για πιο πράγμα μιλάω! Άρα ήταν αλήθεια.
«Ίσως να ήθελα»
«Τότε ίσως να ήταν.. ίσως όχι» Βγαίνει από το δωμάτιο και η Ειρήνη γυρνά με δύο ποτήρια νερό, κέικ, μπισκότα και σοκολάτα.
«Θέλεις κάτι άλλο;»
«Ο Σωτήρης;» Τα μάτια μου είναι κολλημένα στην πόρτα.
«Έχει δουλειά βρε. Και εσύ σχολείο»
«Δεν θέλω να πάω Ειρήνη. Δεν έχω δύναμη» Τρώω γρήγορα. Πόσο καιρό έχω να φάω κέικ;
«Δεν ακούω κουβέντα. Θέλω να πας εντάξει; Μην πάρεις πολλές απουσίες εντάξει; Εντάξει;» Κοιτάζει το κινητό της με την προσοχή της στραμμένη εκεί.
«Ναι αλλά με άκουγες έστω και λίγο θα καταλάβαινες γιατί δεν θέλω να πάω!»
«Ναι έχεις δίκαιο» Βγαίνει από το δωμάτιο.
Με τον τοίχο μιλούσα τόση ώρα; Αμάν πια!
Σηκώνομαι και ετοιμάζομαι. Βάζω μια άσπρη μπλούζα και μία ροζ τζάκετ. Επίσης βάζω ένα τζιν με σκισίματα και τα άσπρα παπούτσια μου. Κάνω τα μαλλιά μου μια βιαστική κοτσίδα και παίρνω την τσάντα μου.
Καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, ακούω άθελά μου την συζήτηση του Σωτήρη και της Ειρήνης.
«Έχει ξεφύγει τελείως πια η Σόφι! Χθες ήταν πιωμένη και τώρα δεν θέλει να πάει σχολείο! Κάποιος πρέπει να της βάλει όρια και φοβάμαι πως πια εγώ δεν μπορώ να το κάνω» Μιλάει έντονα με τα χέρια της να τρέμουν.
«Θα μπορούσα να βοηθήσω εγώ. Μπορώ να λείψω από την δουλειά για να προσέξω την Σόφι. Νοιάζομαι Ειρήνη» Αγγίζει το πρόσωπο της και την χαϊδεύει τρυφερά. «Θέλω να σε βοηθήσω» Την φιλάει απαλά.
«Σωτήρη μου κάνει τόσα πολλά για μας. Ιδιαίτερα για την Σόφι. Το χρειάζεται πολύ»
«Και οι δυο σας το χρειάζεστε. Λοιπόν, να έρθω να μείνω μαζί σας;»
Τα μάτια μου γουρλώνουν. Είναι δυνατόν;
«Φυσικά μωράκι μου. Θα φέρεις τα πράγματα σου;»
«Ναι θα πάρω τηλέφωνο σε λίγο. Θα μείνουμε στο ίδιο δωμάτιο;»
«Εγώ δεν έχω ακριβώς δικό μου δωμάτιο αλλά μπορείς να κοιμηθείς στο ίδιο δωμάτιο με την Σόφι»
«Καλώς. Θα ειδοποιήσω» Ο Σωτήρης με δύο βήματα βρίσκεται στην αρχή της σκάλας.
«Συγκάτοικε.. ελπίζω να μην είσαι τόσο ζωηρή όσο χθες. Αν και δεν με χαλάει» Μου χτυπάει τα οπίσθια και ανεβαίνει επάνω.
Τόσο καλά! Ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος.. και δεν θα τελειώσει ήρεμα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Φτάνω στο σχολείο και πηγαίνω στο συνηθισμένο παγκάκι. Τα παιδιά είναι ήδη εκεί και παίζουν με τα κινητά.
«Καλημέρα..»
«Τι κάνει ο Σωτήρης;» Η Σία πετάγεται από την θέση της.
«Καλά μωρέ. Ο λεγάμενος θα κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με μένα.»
«Wow! Θα σε βλέπει γυμνή! Ιδρωμένη, με τα ρούχα κολλημένα στο σώμα σου όταν γυρνάς από το βόλεϊ»
«Βικτόρια σταμάτα» Ο Γιώτης φωνάζει ενοχλημένος. «Πως το δέχεσαι Σόφι; Θα βλέπει το σώμα σου, θα σε ακούει, εισβάλλει στην ζωή σου! Πώς το δέχεσαι;»
«Δεν το δέχομαι» Προσπαθώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.
«Εσένα τι σε νοιάζει τι θα κάνει ο Σωτήρης μωρέ;»
«Βικτόρια είναι δεκαεπτά.. πάνω στην ανάπτυξη, με ορμόνες! Και ο Σωτήρης δεν είναι και άσχημος»
«Ε όχι Γιώτη! Δεν σου το επιτρέπω. Δεν θα έκανα ποτέ κάτι με το αγόρι της αδερφής μου» Αναφωνώ αβέβαια. Δεν ξέρω τον λόγο που η αβεβαιότητα -αλλά και η ζήλια - κατέκλυσαν το μυαλό μου και κατ' επέκταση την φωνή μου.
Δεν θα το έκανα αυτό στην αδερφή μου αλλά ο Σωτήρης είναι πράγματι όμοιος με μοντέλο. Το σώμα του, τα μάτια του, ο τρόπος που φέρεται είναι χαρακτηριστικά που με φέρνουν σε δύσκολη θέση.
«Πάμε μέσα. Γράφουμε έκθεση» Η Σία με αρπάζει από τον αγκώνα και προχωρά προς τα μέσα.
«Μην τον ακούς μωρέ. Όρμα! Ο δρόμος είναι ανοιχτός. Η Ειρήνη δουλεύει.. οπότε ξέρεις» Γελάει κα μπαίνουμε στην τάξη.
Τουλάχιστον είναι έκθεση και όχι μαθηματικά..
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Βγαίνω από το μπάνιο και τρέχω στο δωμάτιο με τον φόβο πως ο Σωτήρης θα με δει. Υπό άλλες συνθήκες θα ντυνόμουν στο μπάνιο εάν είχα θυμηθεί να πάρω τα ρούχα μαζί μου.
Οπότε φτάνω στο δωμάτιο μου και αρχίζω να ντύνομαι γρήγορα. Το βρεγμένο μου σώμα δεν βοηθάει καθόλου επειδή τα ρούχα κολλάνε πάνω μου.
«Πρόσεχε θα σπάσεις το χέρι σου» Ο Σωτήρης γελάει και κατεβάζει την μπλούζα από το κεφάλι μου προς την μέση μου.
«Μην αγχώνεσαι.. δεν τρώω κοριτσάκια, ακόμα» Μου ψιθυρίζει στο αυτί.
«Να ντυθώ;» Βάζω καλύτερα το κολάν.
«Θα κάτσεις να δούμε καμιά ταινία;»
Χαμογελώ «Πάω να φέρω ποπ κορν» Κατεβαίνω σαν σίφουνας και βάζω στον δίσκο τα ποπ κορν, το κρασί και ποτήρια. Ανεβαίνω και βολεύομαι στο κρεβάτι του Σωτήρη. Αυτός είναι ήδη ξαπλωμένος και η ταινία είναι έτοιμη να ξεκινήσει.
«Ποια ταινία έβαλες;» Βάζω κρασί.
«50 αποχρώσεις του γκρι» Γελάει και πίνει από το κρασί μου.
«Ανώμαλε!» Γελάμε και κοιτάζουμε την ταινία.
Αχ δεν έπρεπε. Το κρασί, η ταινία και το σώμα του Σωτήρη λίγα εκατοστά μακριά από το δικό μου με έχουν κάνει να κοκκινίσω.
«Θέλω ν.. να.. π-πάω στο μπάνιο» Κλείνω τα μάτια μου καθώς γελάει σιγανά
«Είσαι ένα μικρό αθώο παιδάκι» Αγγίζει τα μαλλιά μου τρυφερά. «Άντε πάνε» Χαμογελάει πλάγια και εγώ τρέχω στο μπάνιο.
Ενώ βρέχω το πρόσωπο μου το φως σβήνει και τα μάτια μου μαυρίζουν στην προσπάθεια τους να προσαρμοστούν στο σκοτάδι.
Νιώθω μια μορφή να προχωρά πίσω μου και ένα χέρι να υψώνεται λίγο πάνω από το κεφάλι μου.
Ο τρόμος με καταβάλλει και μου είναι αδύνατο να κουνήσω το κεφάλι μου ή να μιλήσω. Πράγματι θα νόμιζα πως ήταν ο Σωτήρης αλλά κάτι στην ατμόσφαιρα δεν μου φαίνεται ίδιο. Έχει χαθεί η οικειότητα και το κλίμα είναι ψυχρό.
Μόλις που μετακινώ το χέρι μου η σκιά εξαφανίζεται και το φως επανέρχεται τόσο απότομα όσο διακόπηκε. Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται και επιτέλους σηκώνω την πλάτη μου. Η ματιά μου στρέφεται στον καθρέφτη.
Νιώθω ναυτία, ζαλάδα αλλά το στομάχι μου δεν συνεργάζεται.
''Μέτρα τους χτύπους της καρδιάς σου. Τόσες ζωές θα χαθούν για σένα'' Αυτή η φράση συνοδευόμενη με μία καρδούλα στολίζουν τον κόκκινο καθρέφτη.
Κόκκινο από κραγιόν αλλά όχι για πολύ. Σύντομα το αίμα αυτό θα είναι το αίμα αθώων ψυχών.
Κοιτάζω από το παραθυράκι του μπάνιου. Μακάρι αυτός να ήταν ο Σωτήρης. Ουσιαστικά αυτός πρέπει να ήταν. Αλλά τον κοιτάζω ξαπλωμένο με τα ποπ κορν στην αγκαλιά και τα μάτια καρφωμένα στην τηλεόραση.
Δεν μπορεί να ήταν η ιδέα μου όλο αυτό. Απλά δεν μπορεί..
*Τέλος κεφαλαίου
Αυτό ήταν το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας, με περισσότερες εξελίξεις.
Πατήστε το αστερακι 🌟 και αφήστε ένα σχόλιο 💬.
30.03.18*
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top