🔥1🔥

Σοφίας Pov

Γυρνάω σπίτι και βγάζω τα παπούτσια μου. Με ένα άλμα βυθίζομαι στον καναπέ και ανοίγω τηλεόραση. Μετά από μία κουραστική μέρα, επιτέλους ξεκουράζομαι. Η ζωή ειλικρινά είναι δύσκολη και δεν υπάρχει κανένας για βοήθεια.

''Βλέπε την ζωή με θετική ματιά'' Αυτή την φράση η μαμά μου μού την έλεγε κάθε φορά που απελπιζόμουν, που στεναχωριόμουν εξαιτίας των φίλων μου. Μα τώρα που δεν είναι εδώ κανείς δεν μου το θυμίζει. Δυστυχώς, δεν θα γυρίσει σύντομα. Βασικά ποτέ. Βέβαια εγώ της μοιάζω. Είμαι ίδια τόσο εμφανισιακά όσο και ψυχικά. Οι γνωστοί μου μού το λένε συχνά.

Βαρέθηκα να με λυπούνται. Τον πρώτο καιρό, το θεωρούσα λογικό διότι ήμουν δεκατρία και η ζωή μου άλλαξε ριζικά.

Καταρχήν όλοι μου οι συγγενείς έδειξαν τα πραγματικά τους πρόσωπα τον επόμενο χρόνο. Καμία από εμάς δεν ήταν ενήλικη και οι γονείς μας σαφώς και δεν έγραψαν διαθήκη. Όλοι τους οι κόποι είναι πια στα δικαστήρια με δύο αντίπαλες ομάδες, μια οικογένεια.

Η αδερφή μου είναι γενικά ηρωίδα. Δουλεύει, μας συντηρεί, σπουδάζει και τρέχει στα δικαστήρια. Είναι μονίμως νευριασμένη και έχει αρχίσει να χάνει κιλά. Ειλικρινά θέλω να την βοηθήσω μα δεν ξέρω τον τρόπο. Βοηθάω στο σπίτι μα είναι αδύνατο να βρω δουλειά χωρίς να τελειώσω το σχολείο, εκτός εάν έχω μέσον. Όπως καταλαβαίνετε η μόνη λύση είναι να βρω κάποιον με λεφτά, δηλαδή αυτό που έκανε η αδερφή μου. Τα ξανθά μαλλιά μας και τα ξεχωριστά μάτια μας βοηθάνε σε όλη αυτή την γνωριμία.

Το έκτακτο δελτίο ειδήσεων με βγάζει από τις σκέψεις μου. Μιλάει για τις διαδηλώσεις των εργατών. Φυσικά και δεν θα δείξουν τα προβλήματα του κόσμου. Αντιπερισπασμός λέγεται.

Η Ειρήνη ξεκλειδώνει και μπαίνει μέσα φορτωμένη με ψώνια. Σακούλες σούπερ μάρκετ, ρούχα, τσάντες.

«Καλέ τι έγινε; Ήρθαν Χριστούγεννα;» Γελάμε και η Ειρήνη μου δίνει μια σοκολάτα.

«Απλά.. ο Σωτήρης μου έδωσε κάποια πράγματα. Δεν ήθελα να τα πάρω.. του χρωστάω τόσα πολλά Σόφι. Ειλικρινά αυτός ο άνθρωπος έχει δώσει μία περιούσια για εμάς. Τα σημερινά ψώνια κόστισαν πεντακόσια ευρώ. Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο. Δεν του προσφέρω κάτι» Το χαμόγελο της χάνεται, η απογοήτευση είναι φανερή.
Απογοήτευση για την ζωή, για τον εαυτό της.

«Μην είσαι χαζή! Στον Σωτήρη προσφέρεις πολλά. Του δίνεις την αγάπη και την αφοσίωση σου. Είμαστε μια οικογένεια γι αυτόν πια. Την μισή μέρα την περνά μαζί μας»
Η Ειρήνη τακτοποιεί τα πράγματα με νευρικές κινήσεις «Ακόμη και αυτό, σε λίγο καιρό θα του το στερήσω»

«Θα τον χωρίσεις;» Αφήνω την σοκολάτα και πηγαίνω εκεί.
«Όχι! Αυτό εννοείται. Απλά δεν προλαβαίνω. Αλλά κάτι θα κάνω μωρέ.. μην αγχώνεσαι» Χαμογελάει «Α! Και για να μην το ξεχάσω, ο Σωτήρης μου έδωσε χρήματα για σένα. Πόσο σε συμπαθεί!» Η φωνή της αντηχεί στον χώρο. Και το πρόσωπο της λάμπει ξαφνικά, σαν να γύρισε χρόνια πίσω. Όταν είμαι χαρούμενη είναι χαρούμενη και το αντίστροφο.

«Γιατί να δώσει χρήματα σε εμένα; Αφού τον βλέπω μια στο τόσο»
«Ω! Μην κάνεις σαν μωρό. Εμείς κατανοούμε πλήρως τις ανάγκες σου» Μου δίνει πενήντα ευρώ, τα οποία κοιτάζω σαν χαζό. «Τώρα μπορείς να βγεις με τους φίλους σου αν και θα προτιμούσα να απομακρυνόσουν από αυτούς»
Πάντα η ίδια ιστορία «Ό,τι πεις. Εγώ θα βγω. Πάω να ετοιμαστώ.»

Πριν προλάβει να μιλήσει κλείνομαι στο δωμάτιο μου και ντύνομαι. Η άνοιξη φέτος μπαίνει νωρίς με αποτέλεσμα η ζέστη να βοηθάει στην επιλογή ρούχων. Βάζω ένα κοντό άσπρο φόρεμα. Η αρχή του είναι με ένα ροζ απαλό στράπλες. Παίρνω την τσάντα μου και αφήνω τα μαλλιά μου κάτω. Λίγο άρωμα και τις αγαπημένες μου ροζ γόβες.

Λίγο πριν βγω η αδερφή μου μού δίνει το κλειδί. «Εγώ σήμερα θα λείπω. Έχω βραδινή βάρδια οπότε είσαι μόνη. Καλά να περάσεις.»

Την χαιρετάω και φεύγω. Το βραδινό αεράκι μου θυμίζει ότι το καλοκαίρι δεν έχει έρθει καθώς και το λάθος μου να μην πάρω έστω ένα ζακετάκι.

«Θες να σε πάω κάπου;» Γυρίζω απότομα το κεφάλι μου στον δρόμο και βλέπω τον Σωτήρη μέσα σε ένα πολυτελές αυτοκίνητο. «Μου φαίνεται πως κρυώνεις. Θέλεις να έρθεις;»
Νεύω θετικά και μπαίνω στο αυτοκίνητο με το φόρεμα να μαζεύεται αρκετά. Το βλέμμα του Σωτήρη πέφτει εκεί και αμέσως κοιτά μπροστά. Μία αμήχανη σιωπή απλώνεται για αρκετά λεπτά.

«Που θες να σε πάω;» Λέει με βραχνή φωνή και ξεκινάει.
«Εμ.. σε μπαρ.. ξέρεις.. εάν θες έλα και εσύ» Το χαμόγελο του εξαπλώνεται στο πρόσωπο του.
«Ούτως ή άλλως αυτό θα έκανα» Μου ρίχνει μια πλάγια ματιά και οδηγάει.

Στην διαδρομή τα λόγια είναι ματιές. Και οι ματιές προκαλούν αμηχανία.
«Ντύθηκες πολύ..»
«Όμορφα;; Το ξέρω. Σε ευχαριστώ κιόλας για τα πενήντα ευρώ»
«Αδερφή της Ειρήνης άρα είσαι και δική μου.. αδερφή»
«Ω όχι! Δεν είμαι αδερφή σου. Φίλη σου είμαι» Γελάμε και παρκάρει το αυτοκίνητο με επιδέξιο τρόπο. Μου ανοίγει την πόρτα και προχωράμε μαζί.
«Θα είναι και η παρέα σου;»
«Με αυτούς είχα σκοπό να βγω, ξέρεις.» Καθόμαστε στο μπαρ.
«Άργησαν;»

«Βασικά.. ήρθαμε αρκετά νωρίς» Χαμογελάω και παραγγέλνουμε ποτό.
«Είσαι πανέμορφη Σόφι»
«Εμ.. ναι. Ευχαριστώ και εσύ το ίδιο» Τα παιδιά έρχονται και κάθονται μαζί μας. Η Σία κάθεται δίπλα ακριβώς στον Σωτήρη.
«Σωτήρη πως και από εδώ;»
«Ήρθα για βόλτα. Πώς να αντισταθεί κανείς σε μια θεότητα του δρόμου;» Τα μάτια του καρφώνονται πάνω μου και ενώ όλοι γελάνε, μένω σοβαρή, να με λούζει κρύος ιδρώτας και το σώμα μου να μην μπορείς να κουνηθεί. Τι περίεργο κρύβεις Σωτήρη; Το σοβαρό στο αστείο, την φυσικότητα και την συγκέντρωση στο πιο ήρεμο πρόσωπο. Μα πάνω από όλα τον έρωτα στα πιο κενά και ψυχρά μάτια του κόσμου. Σωτήρης.

«Είσαι ο πιο αστείος» Λέει η Βικτόρια και όλοι συμφωνούν. Εγώ απλά χαμογελώ και τελειώνω το ποτό μου με μία κίνηση. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και ο καπνός του τσιγάρου με ζαλίζει ευχάριστα. Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει αλλά βλέπω τα παιδιά έτοιμα να φύγουν.

«Να σε πάω σπίτι;» Ο Γιώτης ακουμπά το κεφάλι μου μα δεν προλαβαίνω να απαντήσω.
«Θα την πάω εγώ μην αγχώνεσαι» Ο Σωτήρης πληρώνει και χαμογελάει συγκροτημένα. Έπειτα με παίρνει αγκαλιά και με ξαπλώνει στα πίσω καθίσματα. Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι στα ζεστά καθίσματα.

Μετά από ώρα ξυπνώ και προσπαθώ να καταλάβω που βρίσκομαι. Τα μάτια καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια να προσαρμοστούν και σιγά - σιγά καταλαβαίνω πως βρίσκομαι στο δωμάτιο μου με τον Σωτήρη δίπλα μου. Με τον Σωτήρη; Αλήθεια τώρα πως βρέθηκα εδώ;
«Σωτήρη σήκω» Τον σπρώχνω με αποτέλεσμα να πέσει κάτω. Πετάγεται και με κοιτάζει εξαγριωμένος.
«Τι στο καλό Σόφι;»
«Γιατί είσαι εδώ μαζί μου;»

«Εσύ μου είπες να μείνω μικρή» Χαμογελάει πλάγια και ξαπλώνει δίπλα μου. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με κοιτάζει στα μάτια. «Κοιμήσου, είσαι κουρασμένη ναι;» Με φιλάει στο μέτωπο και τα χέρια του ταξιδεύουν στο σώμα μου.
«Σωτήρη ξέρω ότι την αγαπάς. Μην το χαλάς τώρα ναι; Σε χρειάζεται. Σε χρειαζόμαστε. Ειδικά τώρα»

«Ακριβώς. Επειδή με χρειάζεστε είμαι εδώ. Επειδή με χρειάζεσαι. Και το ξέρω αυτό. Πολύ, πολύ καλά..» Ψιθυρίζει στο αυτί μου και ένας αναστεναγμός μου ξεφεύγει.
«Ναι αλλά..»
«Σσσς ηρέμησε. Κοιμήσου μικρή μου. Κοιμήσου» Μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

Σωτήρη γιατί το κάνεις αυτό; Δεν είμαι τρελή. Με αγγίζεις και όχι φιλικά.

* Εδώ τελειώνει το πρώτο κεφάλαιο που αρχικά θα ανέβαινε τα Χριστούγεννα εξαιτίας όμως κάποιον γεγονότων ανέβηκε τώρα.

Έχω έτοιμα 6 κεφάλαια και ετοιμάζω το έβδομο.

Θα ανεβαίνει κεφάλαιο κάθε Παρασκευή ή Σάββατο αναλόγως με τον χρόνο.

Ελπίζω να σας αρέσει και να τον στηρίξετε ❤

23/3/18 🌟*

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top