κεφάλαιο 15

Τα ονειρα πλεον με ειχαν πνίξει και ολα ειχαν την ιδια αρχη. Την ημερα που την πρωτογνωρισα και με μαγεψε με την ομορφια της, δεν μπορουσε η ψυχη μου να δεχτει πως δεν θα την ξανα εβλεπα και η ιδια σκεψει συνεχως με βασανιζε "γιατι δεν πηρε το χερι μου" προσπαθουσα με  καθε τροπο να καταλαβω το "γιατι" αλλα το το αποτελεσμα ηταν παντα τοσο προφανες αλλα ποτε μου δεν ηθελα να το δεχτω, "δεν μπορουσα να την προστατεψω" το σκοταδι αρχισε να με πνιγει και πλεον ειχα αποδεχτει την κατασταση μου και οτι δεν υπηρχε πλεον ζωη για μενα και το ειχα αποδεχτει, μεχρι που αρχισα να νοιωθω μια ζεστασια και να βλεπω μια μικρη ακτινα φωτος μεσα σε αυτο το απεραντο κενο, και λογια τρυφερα να αγγιζουν την ψυχη μου που να λενε" μην αφηνεις τον εαυτο σου να παρει τον κατω δρομο αγορι μου , η ζωη ειναι μεγαλη και ολο ανατροπες, ανοιξε τα ματακια σου σε παρακαλω και θα βρεθει η λυση" η φωνη αυτη μου φαινοταν γνωριμη και ειχε κατι, αυτο το κατι ηταν η μια δυναμη που σου εδινε το κινητρο να συνεχισεις την ζωη σου και να παλεψεις για  οτι ειναι σημαντικο για σενα, ηξηρα πλεον οτι δεν επρεπε να μεινω σε αυτη την κασταση και οτι η ωρα εφτασε να ξυπνησω, προσπαθουσα πλεον με ολη μου την δυναμη να κουνησω το σωμα μου και ενοιωθα πολλα χερια να με κρατανε και να μου δινουν δυναμη, "επρεπε να τα καταφερω" και απο την πιεσει ειδα επιτελους φως, σηκωθηκα αποτομα και ανοιξα τα ματια μου και εβλεπα πολλες γνωστες φατσες, ηταν ο μαρκος η ναταλια ο θειος η γιαγια μου και τα παιδια απο το σχολειο, τους μιλουσα τους σκοντουσα αλλα για καποιον λογο ολα ηταν "παγωμενα" σα να ειχε παγωσει ο χρονος, σηκωνομαι απο το κρεββατι και νοιωθω μια παρουσια να με κοιταει εξω απο την πορτα, το αιμα μου παγωνει στην αρχη αλλα δεν μπορουσα να μεινω αλλο σε αυτη την κατασταση και λογικα θα μπορουσε να μου εξηγήσει για το τι συμβαινει εδω , παω προς την πορτα και ακουμπαω το χερουλι και ενας μικρος ηλεκτρισμος διαπερναει ολο μου το σωμα, σαν να μην με αφηνε να την ανοιξω, στην αρχη ηθελα να τα παρατησω αλλα η καρδια μου δεν με αφηνε οποτε βαζω και τα δυο μου χερια και χιλιαδες βολτ με χτυπανε, νομιζα στην αρχη οτι ηρθε το τελος που ηθελα μεχρι που ειδα το προσωπο της, ανοιξα τα ματια μου και με αντιστασει την ανοιγω και μπαινω μεσα και βλεπω 4 πιτσιρικια και ενα απο αυτα θυμιζει πολυ εμενα και οι αλλες φατσες ειναι γνωστες, νοιωθω το κεφαλι μου να σπαει και αναμνησεις να ερχονται, αυτα τα ατομα τα εχω ξαναδει σε προηγουμενο ονειρο, νομιζα οτι ηταν απλος ενα ονειρο αλλα αυτα  τα ατομα μου θυμιζουν κατι, τους πλησιαζω δειλά δειλά και τους μιλαω αλλα δεν μου απαντανε παω να τους ακουμπησω και το χερι μου περναει απο μεσα τους,τι γινεται σκεφτομαι και νοιωθω μια παρουσια πισω μου και βλεπω μια μαυρη σκια που με πλησιασε και αρχισε να μου μιλαει, 

σκια- καταφερες να ανοιξεις την πορτα βλεπω

εγω- ποιος εισαι?

σκια- το ερωτημα ειναι, ποιος εισαι εσυ?

εγω- μα ξερ...(με διακοπτει)

σκια- δεν ξερεις και επειδη δεν ξερεις εχεις πληγωσει παραπολλους ανθρωπους

εγω- ποιος εισαι και τι θελεις απο μενα?(λεω με θυμο)

σκια- ολα στην ωρα τους αλλα ας συνεχισουμε μια ιστορια που ειδες σε ονειρο πριν καιρο 

καθομαι στο εδαφος και περιμενω να ξεκινησει και η ιστορια ξεκιναει, 

σκια-"τοτε που ησουν μικρος με τον πατερα σου ειχες ερθει επισκεψη σε αυτο το σπιτι(μου εδειχνε εικονες απο το παρελθον)και επαιξες με μια κοπελα πιανο τοτε και της χάρισες ενα τριανταφυλλο,(το κεφαλι μου αρχιζει παει να ποναει ) ειχατε βγει εξω να παιξετε και συναντησατε δυο αλλα παιδια, αυτα τα παιδια ειναι ο μαρκος και η ιωαννα,

εγω-μα η κοπελα διπλα μου ειπε οτι την λενε ιωαννα αλλα την φωναζουν(αννα)

σκια-σου ειπε ψεματα τοτε γιατι ηθελε να βοηθησει την φιλη της με τον μαρκο αλλα ας ξεκινησουμε απο εκει που βρεθηκατε και οι τεσσερεις ,

εγω-ενταξει θα σε ακουσω με μεγαλη προσοχη και μετα θελω ομως να μου απαντησεις σε ολα,

σκια-εκεινη την ημερα που βρεθηκατε δεν ηταν μια τυχαια συναντηση αλλα  της μοιρας γραφτω αλλα ας ξεκινησω, η αννα(ρια) σε συστήνει στην φιλη της την ρια(ιωαννα) και το αλλο παιδι λεει το ονομα του με καμαρι, με λενε "Μαρκο" χαρηκα παιδια και δινει το χερι του, εσυ τον κοιτας στην αρχη και κοιτας την αννα(ρια) για να σου δωσει το οκ (ηδη απο τοτε σε ειχε κερδισει) και τους δινεις το χερι σου, σε αρπαζει και αρχιζει να τρεχει μαζι σου, χωρις να σκεφτεις και πολυ τον ακολουθησες χωρις να καμια αντισταση.  Οι κοπελες μας κοιτουσν απο αποσταση και ετρεχαν απο πισω μας ο μαρκος της κοιτουσε και αρχισε να γελαει, αρχισες και εσυ και συνεχισες να τρεχεις μαζι του, μεχρι που μπηκατε σε ενα ενας που ητανε το κτημα της  αννα(ρια) , κρυφτηκατε εκει για να τρομάξετε τα κοριτσια, αλλα αυτες αφαντες, καθησατε λιγο στο σημειο μηπως και περασουν αλλα τιποτα ωσπου αρχισε να νυχτωνει σιγα σιγα και αρχισες να πανικοβαλεσε, ο μαρκος τοτε σε αρπαζει και μου λεει να ηρεμησω και σχεδιασε εναν μικρο χαρτι στο δαπεδο με ενα ξυλο για την εκτασει που εχει το κτημα αυτο και μεχρι που μπορω να παω χωρις να τραυματιστώ η να παθω κατι και σου δειχνει ενα μικρο σχεδιο με εναν μικρο καταρράκτη και οτι εκει δεν πρεπει να πας για κανεναν λογο διοτι το δαπεδο δεν ειναι σταθερο και μπορει να βρεθεις στο κενο, κουνας το κεφαλι σου ωστε να δειξεις οτι καταλαβες και δινεται ραντεβου να βρεθειτε σε ενα σημαδι που εκανε τωρα σε εναν δεντρο σε μια ωρα και  αρχιζετε το ψαξιμο ο  μαρκος παει απο την μια πλευρα και εσυ απο την αλλη, εμπαινες ολο και πιο βαθια μεσα στο δασος και βλεπεις ενα μικρο σκυλάκι που αρχιζει να σου γαβγιζει και εσυ το κοιτας φοβισμενα , ησουν μεγαλος φοβιτσιαρης τοτε αλλα οταν σε επιανε το θαρρος σου δεν μπορουσε να σε φτασει κανενας, του απλωσες το χερι σου για να το μυρισει και του εβγαλες ενα κομματι ψωμι που ειδες στην τσεπι σου και αυτο το εφαγε και σου κουνουσε την ουριτσα και εσυ συνεχισες το ψαξιμο αλλα το σκυλακι αρχισε να σε ακολουθει , μεχρι που σε καποια στιγμη σταματαει αποτομα και αρχιζει να γαβγιζει , παω σφαιρα εκει και βλέπω πατημασιές, ευτυχως που το(φεγγάρι εφεγγε τοσο εκεινη την ημερα) και αρχισες να ακολουθεις τα ίχνη και αρχισες να ακους εναν παραξενο ηχο, προσπαθουσες να καταλαβεις τι ειναι και αρχισες να πλησιαζεις και ητανε τελικα ο καταρακτης, μαγευτηκες απο την θεα και εκατσες με το σκυλακι για λιγο να θαυμασεις μεχρι που ακουσες, μια τσιριδα και αρχισες να τρεχεις προς τα εκει, νομιζες οτι της βρηκες και αρχισες να φωναζεις, Α Ν Ν ΑΑΑΑ, Ρ Ι Α Α Α Α Α Α Α  που ειστε, περιεμενες για απαντηση αλλα τιποτα μεχρι που βρηκες ενα κομματι υφασμα και αρχισες να ψαχνεις καλυτερα αλλα το δαπεδο ηταν πολυ ανωμαλο και ειχε αρκετες τρυπες που δεν εβλεπες τελος, λογικα θα ηταν καποια υπογεια σηραγγα σκεφτηκες και ο σκυλος αρχιζει να γαβγίζει παλι σε μια τρυπα αρχζεις να φωναζεις παλι και την τριτη φορα και παιρνεις απαντηση, "εδω ειμαστε φωναζει μια φωνη" πας να ρωτησεις και ενας σεισμος ξεκιναει και κατι πετρες πεφτουν και μια μικρη σε χτυπαει στο κεφαλι και χάνεις της αίσθησης σου 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top