ΧΧΧΙΙΙ Η Ώρα του Θριάμβου

Τη νύχτα εκείνη, όσο οι Αχαιοί κι οι Τρώες αγωνίζονταν να κοιμηθούν κι οι περιπολίες κρατούσαν τις φωτιές αναμμένες στον κάμπο, ο Ολύμπος εξίσου λαγοκοιμόταν, εκτός του Ηφαίστου που στο εργαστήριο του δούλευε ανελλιπώς και των δυο Θεών πρωτεργατών του Πολέμου. Η Ήρα κι η Αθηνά στέκονταν παγωμένες στο παλάτι της τελευταίας, υπό το φως ενός μονάχα κεριού και το υπόκωφο φτερούγισμα του Άργου και της Γλαύκης στον άπνου άνεμο.

«Αύριο, θα κριθεί όλη η εξέλιξη και κατάληξη του Πολέμου,» έσπασε πρώτη τη σιωπή η Ήρα, αδυνατώντας κι εκείνη να προβλέψει τη σπουδαιότητα όσων είχαν συμβεί κι επρόκειτο να ακολουθήσουν. Για αυτό, είχε μιλήσει και τόσο γενικόλογα.

«Είναι άλλη μια μάχη, όπως όλες οι άλλες,» παρέμεινε αγέρωχη η Αθηνά φαινομενικά, παρόλο που η καρδιά της σφυροκοπούσε από αγωνία.

«Ποτέ άλλοτε δεν ξενυχτούσαν τόσο πολυπληθείς φρουρές, ούτε φωτιζόταν το πεδίο από άκρη σε άκρη με φωτιές θεόρατες, ώστε από τον καπνό να χάνουμε την ορατότητα μας,» διαφώνησε η Θεά των Γυναικών. «Η νύχτα είναι σπουδαία, καταλυτική κι η ημέρα που θα φέρει, ακόμα περισσότερο.»

«Πήγαινε να αναπαυθείς, το αξίζεις,» την προέτρεψε η Θεά της Σοφίας. «Σήμερα, ζήσαμε χίλιες ημέρες σε μια· την αγωνία, τον χαμό και την απόγνωση. Ξεκουράσου κι ετοιμάσου, διότι αύριο μας περιμένει το δίχως άλλο μια μοναδική πρόκληση.»

Ένευσε συγκαταβατικά και θέλησε να αποσυρθεί, ακουμπώντας τον πάντοτε στητό ώμο της νεαρότερης, μα το αποφασιστικό γκριζογάλανο βλέμμα, που δεν έφερε καμία διάθεση για δισταγμό, αναμονή ή ύπνο, την εμπόδισε να αποσυρθεί χωρίς να εκφράσει την απορία της.

«Εσύ τι θα κάνεις απόψε;»

Η Αθηνά άφησε τα μάτια της να περιπλανηθούν στον σκοτεινό ορίζοντα, στη νεφελώδη κηλίδα που πλέον φάνταζε η Τροία από τον Όλυμπο.

«Τη Νύχτα, τον Κόσμο εξουσιάζει η μάνα Εκάτη,» εξήγησε αργά και βραχνά, από σκέψη πολύωρη. «Τη Νύχτα, η νέμεσις κι η τίση του πατέρα δε μας αγγίζουν. Τη Νύχτα, θα δράσω και θα φροντίσω οι γιοί του Δαναού απόψε να θριαμβεύσουν. Σε αυτή τη Νύχτα, εγώ δε θα υπακούσω. Δε θα κοιμηθεί κανείς.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κι όσο ο Ύπνος κι ο Μορφέας είχαν κατακλύσει το στρατόπεδο των Αχαιών και την απόρθητη Τροία, σε αμφότερες τις πλευρές διαφαίνονταν ήδη οι ακοίμητοι, οι επιμόνως ξυπνητοί, όσοι δε σκόπευαν να ξοδέψουν στιγμή της μοιραίας εκείνης βραδιάς στην ανάπαυση. Δεν επρόκειτο μονάχα για τους άγρυπνους σκοπούς γύρω από τις λαμπρές φωτιές και τα μαύρα πλοία μα και μέσα στις φαινομενικά ειρηνικές σκηνές ή σπίτια, επικρατούσε ενίοτε ανησυχία.

Οι δυο Ατρείδες αδελφοί, Αγαμέμνων και Μενέλαος, έμεναν στη σκηνή του πρώτου και δεν έκλειναν μάτι, καθήμενοι σε θρονιά, με συντροφιά νερωμένο κρασί και μια αφόρητη, βαριά, αλλόκοτη σιωπή. Είχαν χαθεί στις σκέψεις τους, σαν να αγνοούσαν ο ένας την παρουσία του άλλου. Διαλογιζόταν γεγονότα, πρόσωπα, ενδεχόμενα αμέτρητα ο νους του Αρχιστράτηγου και σαν τον ίδιο τον Δία έμοιαζε, σκεπτόμενος βαθιά, πού και πού με έναν υπόκωφο αναστεναγμό απογοήτευσης, ενώ η καρδιά του λάκτιζε μανιωδώς.

Σε μια στιγμή, σηκώθηκε ορθός κι έτρεξε έξω, τρέχοντας μόνος ως την άκρη του αυτοσχέδιου τείχους, περνώντας από σκηνές και σκοπιές άφοβα. Είδε μέσα από επάλξεις τις πυρές, τον αποπνικτικό καπνό που έπληττε την πεδιάδα, άκουσε πώς γελούσαν κι έπαιζαν μέχρι και μουσική οι Τρώες, εμπαίζοντας τους ανοιχτά, διότι από την πλευρά τους αντηχούσε μια ιεροπρεπής σιγή, όμοια με πενθούντων. Γρύλισε ο Βασιλεύς αγανακτισμένος και τραβούσε τα μαλλιά του, ξεριζώνοντας πυρρόξανθους βόστρυχους από καθαρή απελπισία. Τα μάτια σηκώνονταν στον ουρανό και δάκρυζαν, διότι το αδιέξοδο έμοιαζε ατέρμονο κι απροσπέλαστο.

Μόλις επέστρεψε στη σκηνή του, ο Μενέλαος άφησε ασχολίαστη την αναμαλλιασμένη, συγχυσμένη του μορφή με σωφροσύνη και δεν του μίλησε, αναμένοντας από εκείνον να ξεκινήσει κουβέντα, αν το επιθυμούσε. Ο πρωτότοκος γιος του Ατρέα, στάθηκε στη μέση της σκηνής, σφίγγοντας την ασπίδα του ενστικτωδώς, σαν όλη του η ζωή να εξαρτιόταν από εκείνη, με το πιο αγριεμένο, ανήσυχο, πανικόβλητο βλέμμα. Με το μέτριο ανάστημα, τα πυρρόξανθα μαλλιά και τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα θύμιζε πιότερο τρελό ρίψασπι μα κανείς δεν είχε το θάρρος να εκφράσει αυτή τη σκέψη· ούτε καν ο Μενέλαος, πόσο μάλλον οι φρουροί της βάρδιας.

«Θα πάω να δω τον Νέστορα,» δήλωσε κατηγορηματικά, με τα πράσινα μάτια του να αστράφτουν είτε από αποφασιστικότητα είτε από τον οίνο, ο Μενέλαος δεν ήταν βέβαιος.

«Θα έρθω μαζί σου,» πετάχτηκε ευθύς ο αδελφός, πρόθυμος πάντα. Από μικρό παιδί το είχε μάθει τούτο· να ακολουθεί πιστά τα χνάρια του μεγάλου. Μονάχα μια φορά είχε ζητήσει από εκείνον να τον ακολουθήσει και πάλι απεδείχθη αξιότερος, σωστός, γεννημένος Αρχηγός.

Η πρόταση του απορρίφθηκε με ένα απλό νεύμα. Δεν επέμεινε, αναγνωρίζοντας τον απεγνωσμένο ψυχισμό του αδελφού του που κατέρρεε κι η αϋπνία δυσχέραινε ακόμα περισσότερο. Τον παρακολουθούσε μονάχα, καθώς άλλαζε τα ρούχα του, σε καθαρό χιτώνα και στους ώμους ένα τομάρι λέοντος που ο ίδιος είχε σκοτώσει. Μέχρι να φύγει, με το δόρυ του στο χέρι, ο Μενέλαος είχε φορέσει το δέρμα της λεοπάρδαλης που έφερε υπερήφανα και στάθηκε μπροστά του.

«Πού πας εσύ;» Αναρωτήθηκε ο Αγαμέμνων, σαν να τον παρατηρούσε πρώτη φορά.

«Όλα αυτά που μας ταλανίζουν, προέρχονται από εμένα,» αποκρίθηκε, με όλο το βάρος του κόσμου, ωσάν θνητός Άτλας, ο νεαρότερος των δυο. «Εγώ ξεκίνησα αυτήν την πολεμική παράνοια, σέρνοντας σας όλους εδώ, για την τιμή της άτιμης Ελένης.»

«Μάλλον ο Οδυσσέας ευθύνεται, που σας δέσμευσε με όρκο σεπτό ή Μέγας Δίας, που προσέφερε στον κόσμο την ωραιότερη ύπαρξη ως κόρη του,» απάντησε τραχιά ο Αγαμέμνων, χαμογελώντας βεβιασμένα. Αυθόρμητα, θωρώντας την απογοήτευση του μικρού, έτεινε το ροζιασμένο χέρι κι ανακάτεψε τα μαλλιά του τρυφερά, σαν να ήταν ξανά παιδιά κι ο Μενέλαος βούρκωσε.

«Για όνομα της Ήρας, Αγαμέμνων, δεν είμαι αμούστακος πια,» τον επέπληξε άθελα του, κρύβοντας τη συγκίνηση πίσω από προσποιητή αγανάκτηση. Στο ζωηρά ανασηκωμένο φρύδι του, απάντησε με στρατιωτική πειθαρχία. «Γιατί θα ενοχλήσεις τον γέροντα Νέστορα τέτοια ώρα; Μήπως σκέφτεσαι να αποστείλεις κατάσκοπο στις γραμμές του εχθρού;»

«Παρόλη σου τη σύγχυση, ορθώς μάντεψες,» εξεπλάγη ο Αρχιστράτηγος με την οξύνοια του κι ετοιμάστηκε να φύγει μα ο πιο μεγαλόσωμος και νεαρός, γράπωσε τον ώμο του σταθερά.

«Πολύ αιθεροβάμον για σένα,» σχολίασε με λύπη. «Φοβάμαι πως κανένας δε θα δεχθεί πρόθυμα το καθήκον τούτο τώρα, να ορμήσει μόνος στον εχθρό. Αν το πράξει κάποιος, πράγματι ψυχή λέοντα θα έχει, ατρόμητη, θεόπνευστη.»

«Μονάχα ένα θαύμα μπορεί να μας σώσει πλέον,» ανταπάντησε ο Αγαμέμνων, αδημονώντας να φύγει. «Ο Δίας προτίμησε να ευνοήσει τον Έκτορα και -μα την πίστη μου- ποτέ δεν άκουσα να πέφτουν δεινά περισσότερα σε μια μέρα σε λαό, όπως έπεσαν στον δικό μας από τον διάδοχο της Τροίας, τι κι αν είναι γιος κι εγγονός θνητών. Πάθαμε τόσες συμφορές, που θα θυμόμαστε για χρόνια ολοζώντανες. Δράμε, σε παρακαλώ, εσύ, ξύπνα τους Αίαντες και τον Ιδομενέα, ενώ εγώ θα ζητήσω τη σοφή διαβούλευση του Νέστορα κοντά μας.»

«Επιθυμείς να τους ξυπνήσω και να τους φέρω εδώ σε αναμονή ή να σε βρω, μόλις τους αφυπνίσω;» Αναρωτήθηκε για διευκρίνιση ο Μενέλαος.

«Μείνε μαζί τους εδώ,» ξεκαθάρισε ευθύς ο Αγαμέμνων, «μην τύχει και χαθούμε, ψάχνοντας ο ένας τον άλλον στο στρατόπεδο μέσα στη νύχτα. Γύρισε όλες τις σκηνές των Αρχηγών, αφύπνισε τους πάντες και ζήτα να μείνουν άγρυπνοι. Κάλεσε τους με προσφώνηση πατρώνυμου και γενιάς, τιμητικά για όλους. Μη φερθείς με οίηση μεγαλείου ή έπαρση. Ας κοπιάσουμε τώρα, όπως από τη γέννα μας διόρισε στο βάσανο ο Ζεύς!»

Αγκαλιάστηκαν στρατιωτικά κι αποχαιρετήθηκαν, χωρίς άλλες λέξεις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τη νύχτα εκείνη, άδειασαν οι κλίνες των γυναικών της Τροίας, θαρρείς κι οι χήρες και το πένθος πολλαπλασιάστηκαν, παρόλη τη θριαμβευτική νίκη της ημέρας. Έλειπαν οι πιο ρωμαλέοι άνδρες, φυλάσσοντας τα πατρογονικά εδάφη γύρω από πυρές. Στη σκέψη ότι ο Έκτωρ απουσίαζε, για πρώτη φορά μετά την έναρξη του έγγαμου βίου τους, η Ανδρομάχη δεν έβρισκε ανάπαυλα, τριγυρνώντας στο παλάτι αδιάκοπα, με τον Αστυάνακτα στο στήθος γαντζωμένο.

«Έχω ένα σκοτεινό προαίσθημα για απόψε,» ψιθύρισε, ώστε μονάχα η διπλανή της μπορούσε να την ακούσει. Στέκονταν στο μπαλκόνι της κάμαρης της και ατενίζαν τον ερημωμένο κήπο του παλατιού.

«Δικαίως,» συμφώνησε η Κασσάνδρα δίπλα της, με μάτια πρησμένα από την αϋπνία. «Απόψε, θα συμβούν εκατό νυχτών γεγονότα μα ο Έκτωρ είναι ασφαλής. Δεν είδα τίποτα ανησυχητικό για αυτόν.» Μετά τον αναστεναγμό ανακούφισης της ανδραδελφής της, πρόσθεσε με πικρία: «Βέβαια, αν είχα δει, δε θα με πίστευες.»

Απάντηση στα λόγια της έδωσε ο Αστυάνακτας, που γουργούρισε σαν περιστεράκι και γέλασε, θωρώντας ένα πεφταστέρι στο ξάστερο ουρανό.

«Γιατί δεν ξύπνησες και την Ελένη;» Αναρωτήθηκε η μητέρα του. «Εκείνη πάντοτε έχει έναν λόγο παρηγορητικό.»

«Ας κοιμηθεί απόψε, μετά από δεκαεφτά χρόνια αγρύπνιας,» αποκρίθηκε κρύφια η Κασσάνδρα κι άλλαξε συζήτηση αμέσως. «Εγώ αδυνατώ να αναπαυθώ, διότι με στοιχειώνουν προφητείες ζοφερές. Εσύ, όμως, πήγαινε και ξεκουράσου, το αξίζεις. Ας γαληνεύσει κι ετούτο το νεογνό, που ταλαιπωρείται με την ανησυχία σου. Αύριο, θα κοιμάται ολημερίς και δε θα χαρεί τον πατέρα του.»

«Πώς να κοιμηθώ σε κάμαρη αδειανή, Κασσάνδρα;» Αναστέναξε ξανά η ξεριζωμένη Βασιλοπούλα. «Δεν αντέχω μόνη στην κλίνη, χωρίς αυτόν.» Αυθόρμητα, η μελαγχολική ματιά της χάθηκε στον ορίζοντα, πέρα από τον κάμπο και τη θάλασσα, πέρα κι από τη νήσο της Τενέδου που αχνοφαινόταν στην καταχνιά των καπνών. «Απορώ πώς αντέχουν εκείνες. Μια τόσο απόμακρη, απόκοσμη εικόνα, που απόψε κάθε Τρωαδίτισσα σύζυγος ταυτίζεται μαζί της. Οι γυναίκες τους. Πώς αντέχουν και ζουν χωρίς τους άνδρες τους τόσα χρόνια; Πώς συγκρατούν στους ώμους τους την αγωνία, την ανατροφή των παιδιών τους, τα σπίτια, τα παλάτια τους, τη διακυβέρνηση; Θεοί μεγαλοδύναμοι, θα είχα σίγουρα απωλέσει τον νου μέσα στον πρώτο μήνα! Κι όμως, εκείνες υπομένουν κι επιμένουν, χωρίς να γνωρίζουν αν ζουν ή αν πέθαναν οι άνδρες, οι γιοί, οι αδελφοί τους, αν θα τους ξαναδούν ποτέ και ζουν με μια παλιά ανάμνηση. Η γη τους, τελικά, δε γέννησε μόνο ήρωες μα κι ηρωίδες. Ειδάλλως, είναι χαμένοι· μα οι Θεοί που τους προστατεύουν δε θα το επέτρεπαν αυτό.»

Η Κασσάνδρα αγκάλιασε τους ώμους τους στοργικά, θέλοντας να της προσφέρει έρεισμα και παρηγοριά. Δε σχολίασε τη μεγάλη της ψυχή, που αναλογιζόταν τις γυναίκες των εχθρών τους. Δεν τις θύμισε ότι δεν ήταν όλες όπως αυτή· ερωτευμένες και δεμένες άρρηκτα με τους συζύγους τους. Μονάχα φρόντισε να ανασηκώσει από πάνω της το βάρος της μοναξιάς, το οποίο η Ανδρομάχη αγνοούσε μα εκείνη έφερε ως σύντροφο ζωής.

Τη γλυκιά τους σιωπή διέλυσε αποφασιστικά ο νεογνός πρίγκιπας, που φώλιαζε στο στήθος της μητέρας του και ρουθούνιζε επιδεικτικά, για να τραβήξει την προσοχή. Ευθύς, η Ανδρομάχη τον χόρεψε στην αγκαλιά της μα εκείνος κοιτούσε επίμονα την Κασσάνδρα. Θέλησε να της τον παραδώσει μα η παρθένος κόρη αρνήθηκε έντρομη. Παραξενεύτηκε με την ασυνήθιστη συμπεριφορά της η κόρη του Ηετίωνα μα το λησμόνησε, χάριν στη γαλήνη που είχε αρχίσει επιτέλους να την κυριεύει.

«Έχεις δει μήπως κάτι για τον γιο μου;» Τη ρώτησε με ένα χαμόγελο που άστραφτε μέσα στη σκοτεινιά.

«Όχι,» είπε ψέματα η καταραμένη μάντισσα. «Είναι πολύ μικρός ακόμα.»

Μολονότι ήταν σίγουρη πως δε θα την πίστευε, δε θα είχε ποτέ τόση σκληρότητα ώστε να αποκαλύψει στην Ανδρομάχη το φριχτό όραμα του μωρού που είχε συντριβεί στα βράχια και θρυμματιστεί σαν πήλινο λαΐνι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

O Aγαμέμνων εισήλθε στη σκηνή του Νέστορος, συνοδευόμενος από έναν θεράποντα. Κανείς δεν είχε τολμήσει να αναρωτηθεί τι ζητούσε ο Αρχιστράτηγος στη σκηνή του Άνακτος της Πύλου τόσο προχωρημένα μέσα στη νύχτα. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο γέροντας κοιμόταν, εξαντλημένος από τα γεγονότα της ημέρας. Σε πλήρη αντίθεση με τον πρωτότοκο γιο του, τον Αντίλοχο, που στεκόταν στη γωνία με το πιο στοιχειωμένο, ανήσυχο και γεμάτο έγνοιες βλέμμα που είχε δει ποτέ του ο Αγαμέμνων, έμοιαζε συνομίληκος του πατέρα του. Ευλόγως αγρυπνούσε, διότι ο αμέσως μικρότερος αδελφός του, ο Θρασυμήδης, ηγούταν των επίτιμων σκοπών, μαζί με τον Κρήτη Μηριόνη. Μόλις τον αντίκρισε ο νέος, πλησίασε παρευθύς και σιωπηλά.

«Ένδοξε Ατρείδη, τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα;» Απόρησε ψιθυρίζοντας.

«Τον πατέρα σου, Αντίλοχε,» εξήγησε εκείνος. «Αποζητώ επειγόντως τη συμβουλή του.»

Ο πρίγκιπας αποσύρθηκε στη γωνία του ξανά, αποκαλύπτοντας την κοιμωμένη μορφή του γέροντα Άνακτα. Ο γιος του Νηλέα κοιμόταν σε κλίνη μακρόστενη, διακριτική, στρατιωτική. Τριγύρω του διακρίνονταν αμέσως και σε θέση περίοπτη τα περήφανα άρματα· την περικεφαλαία, δυο ακόντια και τη λαμπρή του ασπίδα, με τα οποία μονίμως παρευρισκόταν σε κάθε μάχη, με ορμή παλικαρίσια, αλώβητος φαινομενικά από το μοχθηρό, ανάλγητο, αμείλικτο γήρας.

Σαν να είχε αντιληφθεί την κίνηση μέσα στη γαλήνια σκηνή του, ο Νέστορας αφυπνίστηκε μόνος κι ανακάθισε βιαστικά στην κλίνη, στηρίζοντας το κεφάλι στον αγκώνα. Μέσα στο ελάχιστο φως, αδυνατούσε να διακρίνει τον συνομιλητή του.

«Για όνομα των Θεών, ποιός είσαι εσύ, που τριγυρίζεις μέσα στη ζοφερή νύχτα κι αναστατώνεις την ησυχία; Θαρρείς δε μας αρκούν οι παιάνες των Τρώων;» Γρίνιαξε δικαίως ο γέροντας, αδυνατώντας να κατανοήσει τι συνέβαινε στη λιτή του κατοικία.

Έσπευσε ευθύς ο Αντίλοχος κι άναψε έναν λύχνο, πλησιάζοντας τον κοντά στον πατέρα του, για να αναγνωρίσει τον Αρχιστράτηγο.

«Ο Αγαμέμνων είμαι μόνο, γιε του Νηλέα, καμάρι της Πύλου,» ξεστόμισε γλυκόπικρα, με θλιμμένο μειδίαμα ο νεοφερμένος. «Τον ίδιο άνδρα που ο Δίας διώκει με συμφορές από τότε που κίνησε πρώτη φορά τα γόνατα. Ύπνο δε δύναμαι να βρω και περιδιαβαίνω στο στρατόπεδο ωσάν χαμένος, αγωνιώντας για τους γιούς που απόψε παραφυλούν. Στάση δεν έχει η ψυχή μου, σπαρταρά η καρδιά από αδημονία, οι αρμοί μου τρέμουν ασυγκράτητοι. Αν θες πράγματι να δράσεις κι εσύ, ακολούθησε με. Θα κατέβουμε στις επάλξεις του τείχους μας, να επισκεφτούμε τους σκοπούς και να επιβλέψουμε τις βάρδιες, μήπως κι από την κόπωση της ημέρας τους κατέβαλε ο λήθαργος και δε φυλάσσουν πια. Εγγύτερα από ποτέ ελλοχεύουν οι εχθροί, απόψε. Φοβάμαι, ειλικρινά, μη μας επιτεθούν ως επιδρομή μέσα στο σκότος.»

Χαμογέλασε καθησυχαστικά, καθώς σηκωνόταν όρθιος ο γέρων Άναξ.

«Εδώ δε θα τολμήσουν να πλησιάσουν ούτε αυτοί, ούτε ο Ζεύς θα τους βοηθήσει. Ξεχνάς πως ακόμη παραμένει ο Αχιλλέας κοντά μας κι όχι μόνο τον τρέμουν οι Τρώες μα κι αναμφίβολα είναι ο μόνος συμπατριώτης μας που ο Παντοκράτωρ στέργει. Έφοδο, λοιπόν, νυχτερινή μην τρέμεις. Όσον αφορά στην πρόταση σου, θα δεχτώ να σε ακολουθήσω με χαρά, ας ξυπνήσουμε κι άλλους κιόλας! Αναντίρρητα, ο Διομήδης, ο δεξιοτέχνης πολεμιστής Οδυσσέας, ο ευλύγιστος Αίας ο Λοκρός κι ο Μέγης ο γιος του Φυλέα, θα ήταν εξαίρετοι. Ίσως και τον Μέγα Αίαντα και τον Ιδομενέα θα μπορούσε κάποιος από αυτούς να φέρει, μιας κι αυτοί διαμένουν μακριά από το κέντρο του στρατοπέδου. Τον αγαπητό αδελφό σου δε θα τον αναφέρω, διότι εμφανώς προτιμά να κοιμάται, αντί να ξυπνά Στρατηγούς με ζωηράδα κι ανησυχία, όπως θα έπρεπε, αν διέθετε έστω και λίγη συνείδηση, ενώ πλανιέται ο ύψιστος κίνδυνος!»

Ο Αγαμέμνων προς στιγμήν θέλησε να ειρωνευτεί την αλλόκοτη, ανυπόμονη και στυφή του διάθεση μετά το αγουροξύπνημα μα διατήρησε την ψυχραιμία του, αναγνωρίζοντας τη σοφή και σώφρονα φύση του Νέστορα, που θα αποδεικνυόταν αναγκαία και πολύτιμη ξανά. Αντιθέτως, χαμογέλασε κι υιοθέτησε ύφος φαιδρό, καθώς οι δυο τους εξέρχονταν της σκηνής, με τον Αντίλοχο να ακολουθεί από ευσεβή απόσταση.

«Πολλάκις στο παρελθόν σου ζήτησα να τον ελέγξεις κι επιπλήξεις αυτοπροσώπως, αφού ενίοτε κωλυσιεργεί κι αποφεύγει την εργασία,» του υπενθύμισε συνωμοτικά. «Τουναντίον, δεν πρόκειται για άνδρα οκνηρό ή ανόητο· μονάχα προσβλέπει σε εμένα, να πράξω πρώτος εγώ κι αυτός να με μιμηθεί.» Συνέχισε, με στήθος που έσφυζε από υπερηφάνεια. «Απόψε, όμως, ο μικρός με εξέπληξε. Έμεινε στη σκηνή μου και δε με άφησε μόνο στιγμή κι ήδη έχει αναλάβει να συγκεντρώσει όσους ανέφερες. Έλα, λοιπόν, πάμε στη σκηνή μου κι αμέσως μετά στις πύλες του τείχους μας, για να συνεδριάσουμε απόκρυφα και τάχιστα.»

«Εύγε στον αδελφό σου, λοιπόν,» ένευσε επιδοκιμαστικά ο γέροντας. «Είμαι βέβαιος πως οι πάντες θα συνειδητοποιήσουν την επείγουσα φύση του καλέσματος του.»

Προχώρησαν γοργά. Ο θαλασσινός αέρας διαπερνούσε ανάλαφρα το πορφυρό πανωφόρι του, που κρεμόταν διπλό από τους ώμους με περόνες κι είχε επενδυθεί με γούνα πυκνή. Σταμάτησαν πρώτα στη σκηνή του Οδυσσέα κι ο Άναξ της Πύλου ζήτησε από τον Αγαμέμνονα να φύγει για το σημείο συνάντησης ήδη και να μην ταλαιπωρηθεί άλλο με περιπάτους μέσα στο στρατόπεδο. Ο Αρχιστράτηγος υπάκουσε, κατανοώντας ότι εκείνες οι επισκέψεις του ανήκαν δικαιωματικά. Οι Αρχηγοί θα φέρονταν στον πρεσβύτερο Άνακτα με σεβασμό, χωρίς ίχνος φόβου ή δυσπιστίας που ίσως επεδείκνυαν σε εκείνον.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σήμερα, λιποτάκτησες. Έφυγες τρέχοντας κι αν πετούσες την ασπίδα, θα σε σκότωνα επιτόπου εγώ η ίδια.

Ο Οδυσσέας ρίγησε έντρομος. Πρώτη φορά στη θνητή ζωή του εμφανιζόταν η Θεά στον ύπνο του και συνταράχτηκε. Ήταν βέβαιος ότι ονειρευόταν, διότι η μορφή της Αθηνάς ήταν υπέρλαμπρη κι ακτινοβολούσε φως τόσο έντονο που αναρωτήθηκε πώς η σκηνή του δεν είχε τυλιχτεί στις φλόγες, όπως το παλάτι του Κάδμου στη Θήβα, όταν είχε παρουσιαστεί ο Δίας ως απόλυτος Θεός στη Σεμέλη. Δεν έβγαλε άχνα, συνειδητοποίησε ότι αδυνατούσε ακόμα και να ανοίξει το στόμα του.

Οδυσσέα, σήκω. Σήκω και καθάρισε το όνειδος σου. Αποδοκίμασες τον ατρόμητο Διομήδη. Τώρα, ήρθε η ώρα να σταθείς δίπλα του. Τόσα χρόνια, έλαμψες κυρίως ως ρήτορας, διπλωμάτης κι ειρηνοποιός. Πλέον, θα αποδείξεις τη στρατιωτική σου μαεστρία. Απόψε, θα θριαμβεύσεις. Σήκω, όπως τότε με τον Φιλομηλείδη. Όταν όλα τείνουν προς τη Δύση τους, εσύ θα ανατείλεις.

Ο γιος του Λαέρτη πετάχτηκε από την κλίνη του κάθιδρος και τρεμάμενος, νιώθοντας ακόμα τη θεϊκή παρουσία γύρω του μα δεν έβλεπε ούτε την Αθηνά ούτε κανέναν άλλον αθάνατο παρά τον Νέστορα, που στεκόταν πάνοπλος, καμαρωτός κοντά στο προσκεφάλι του, παρατηρώντας τον με σαστισμένη περιέργεια. Αν είχε τιναχτεί αγριότερα, θα είχαν συγκρουστεί κατακέφαλα. Μόλις ο Άναξ της Ιθάκης συνειδητοποίησε πόσο άθλιος έπρεπε να φαινόταν, μέσα στην τρομαγμένη, ατημέλητη μορφή με τα γουρλωμένα από φόβο μάτια, κοκκίνισε ολόκληρος από ντροπή και χάρηκε που τον κάλυπτε το σκοτάδι της σκηνής.

«Ξύπνα, Οδυσσέα, παιδί μου, ισάξιε του Δία στη γνώση. Πολύτεχνε, σήκω κι ακολούθησε με, μήπως και μετριάσουμε τη συμφορά που μας έπληξε. Ας εκλέξουμε απόψε αν θα φύγουμε ή παραμείνουμε.»

Προτού ολοκληρώσει τα λόγια του, ο Λαερτιάδης είχε ξεσηκωθεί και ενδυθεί με απλό, ολόλευκο χιτώνα και δέρμα μαύρου αρνιού ως μανδύα.

Επόμενη στάση τους, ήταν η σκηνή του Διομήδη, όπου ο σφριγηλός Άναξ κοιμόταν πάνοπλος σε δέρμα ταύρου, μαζί και πάντες οι φρουροί του λαγοκοιμούνταν. Με το πόδι σκούντηξε ελαφρά τη μέση του ο Νέστωρ.

«Όλη τη νύχτα θα κοιμάσαι, γιε του Τυδέα, πορθητή της Θήβας; Σήκω, μην ξεχνάς ότι παραμονεύουν οι Τρώες, στις όχθες του Ξάνθου ποταμού!»

«Μα τους Θεούς, είσαι αλύγιστος!» Σχολίασε έκθαμβος, καθώς ζωνόταν ρούχα πορφυρά ο Διομήδης. «Τόσοι νεότεροι υπάρχουν Αχαιοί, για να ξυπνούν τους άλλους μα εσύ επωμίστηκες τούτο το έργο. Δεν τα παρατάς, Νέστωρ, σκληρό καρύδι, ανυποχώρητο, αδάμαστο άτι!»

«Φρονίμως μίλησες κι ορθώς,» αποκρίθηκε ο γέροντας, αγκαλιάζοντας τους ώμους του με πατρική αγάπη. «Και γιούς έχω άξιους κι αμέτρητοι λεβέντες συντοπίτες μας θα μπορούσαν να βρίσκονται στη θέση μου. Ωστόσο, μας κατατρώει όλους ανάγκη μέγιστη, επιτακτική, επείγουσα. Τούτη την ώρα, η σωτηρία ή ο χαμός μας κρέμονται από μια κλωστή. Αν λυπάσαι τα γηρατειά μου, τρέξε και ξύπνα εσύ τον Αίαντα τον Λοκρό και τον Μέγη.»

Δε δίστασε διόλου ο Άναξ του Άργους στην παραίνεση του. Πάνω από την πανοπλία του, έριξε λεοντή κραταιή, στο χρώμα της φωτιάς κι έσπευσε να εκτελέσει την παραίνεση χωρίς χρονοτριβές.

Όταν, λίγο αργότερα, έφτασε στην πύλη του τείχους, όπως είχε συμφωνηθεί, εξεπλάγη τόσο εκείνος όσο κι οι δυο ισχυροί πολέμαρχοι, βλέποντας ότι όλοι οι Στρατηγοί ήταν ξυπνητοί και παρόντες. Έμοιαζαν με ανυπόμονα σκυλιά μέσα σε μαντριά, μόλις εντόπιζαν λύκους ή εχθρούς να πλησιάζουν. Δεν έβρισκαν ησυχία ή ανάπαυση μα αδημονούσαν για κάτι που κανένας δεν μπορούσε να ορίσει ή περιγράψει. Το μόνο βέβαιο ήταν πως ανά πάσα στιγμή -αν προέκυπτε επιταγή- θα εφορμούσαν στον εχθρό δίχως δισταγμό.

«Έτσι, αγαπητά μου παιδιά,» αναφώνησε περιχαρής, λάμποντας ο Νέστωρ. «Αλίμονο στους Τρώες, αν κιοτέψουν κι επιτεθούν απόψε. Θα τους περιμένουμε εδώ ακούραστοι και θα τους λιανίσουμε.»

Το συμβούλιο ξεκίνησε, αφότου ο Μενέλαος έφερε τους τελευταίους καλεσμένους, τον Μηριόνη και τον Θρασυμήδη, τους επικεφαλής των άγρυπνων φρουρών. Κάθισαν όλοι γύρω από τον χάνδακα, τη βαθιά τάφρο, προσέχοντας να μην πατούν τα πτώματα στους πρόχειρους τάφους, τα απομεινάρια του μένους του Έκτορα.

«Αγόρια μου αγαπητά,» ξεκίνησε ο Νέστωρ, αποφασισμένος να προτείνει ευθύς την ιδέα του Αγαμέμνονα. «Ποιός από εσάς διαθέτει τόλμη κι ανδρεία αρκετή, ώστε να διαβεί τις γραμμές του εχθρού λαθραία και να μάθει τι σχεδιάζουν; Άραγε θα αποσυρθούν μέσα στα τείχη ή θα παραμείνουν πλησίον μας, μετά τον θρίαμβο τους; Ποιός από εσάς τούτο θα πράξει και θα επιστρέψει αβλαβής; Όποιος δεχτεί, το ορκίζομαι, δόξα θα αποκτήσει τεράστια, όνομα αθάνατο, θα γραφτούν ύμνοι για τη γενναιότητά του και θα λάβει δώρο πλουσιοπάροχο, μια προβατίνα μαύρη και μόνιμη θέση τιμητική σε όλα τα συμπόσια!»

Σιγή βασίλεψε, αφότου τελείωσε ο λόγος του. Το ελάχιστο φως των δαυλών που κρατούσαν δούλοι δε φανέρωνε ιδιαίτερα τις αντιδράσεις των ανδρών μα ο Αγαμέμνων θα στοιχημάτιζε όλο του τον χρυσό, ότι τους είχε καταβάλει τρόμος. Η αποστολή ήταν απαιτητική, ριψοκίνδυνη κι ανείπωτα απρόβλεπτη, σε σημείο που φοβόταν ότι δε θα εμφανίζονταν υποψήφιοι εθελοντές και θα αναγκάζονταν να ρίξουν κλήρο. Ωστόσο, το δώρο ήταν συνολικό, εξαιρετικά αξιότιμο· όχι μόνο η θέση στα συμπόσια -που για τους στρατιώτες ειδικά σήμαινε ανέλπιστη ανέλιξη- αλλά κι η μαύρη προβατίνα, το πιο επιφανές είδος αμνού, με μαλλί πανάκριβο κι άφθονο γάλα, θεωρούταν καλύτερη κι από ασημί στο ανταλλακτικό εμπόριο.

Όταν κάποιος σηκώθηκε τελικά όρθιος, δε χωρούσε αμφιβολία για την ταυτότητα του, ενώ έτρεχε ένας δούλος να φωτίσει τη μορφή του.

«Ωθούμαι, Νέστορα ευγενή, από την καρδιά και την ανδρική ψυχή μου να υπακούσω στην προτροπή σου,» προσφέρθηκε με περήφανο κεφάλι ψηλά ο Διομήδης. «Ωστόσο, θαρρώ θα είχα περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, αν λάμβανα και σύντροφο γερό, θάρρος θερμότερο και τόλμη δυνατή. Όταν πηγαίνουν δυο μαζί, συχνά η νόηση του ενός μηχανεύεται ταχύτερα τη νίκη. Δυναμώνει η σκέψη αμφοτέρων, επιταχύνει ο νους, αδιαμφισβήτητα.»

«Εγώ θα έρθω!» Βροντοφώναξε η αδάμαστη ψυχή του Οδυσσέα, που αμέσως απάντησε στο κέλευσμα της τιμής της φιλίας. Μόλις το πρωί είχε ορκιστεί να μην εγκαταλείψει μάχη ποτέ. Την ορμή του μιμήθηκαν τάχιστα οι δυο Αίαντες, ο Αντίλοχος, ο Θρασυμήδης, ο Μηριόνης κι ο ίδιος ο Μενέλαος. Για να μη δημιουργηθούν τριβές, έσπευσε να επέμβει ο Αρχιστράτηγος.

«Γιε του Τυδέα, διάλεξε εσύ ποιός θα σε συντροφεύσει. Είναι πολλοί οι πρόθυμοι και άξιοι, δυνατοί. Πρόσεξε, μέτρα σωστά, μην κοιτάξεις το γένος, το κλέος, τον σεβασμό και διαλέξεις τον κατώτερο. Μονάχα την αξία του ανθρώπου σκέψου, όχι τον τίτλο ή την καταγωγή.» Τα είπε τούτα, φοβούμενος ότι θα διάλεγε τον Μενέλαο, για να μην τον κακοκαρδίσει, ενώ χίλιες φορές προτιμούσε τον Αία τον Λοκρό, τον Αντίλοχο ή τον Μηριόνη.

«Εφόσον η επιλογή μου ανήκει, δε θα μπορούσα να αγνοήσω τον Οδυσσέα, φίλοι μου,» στράφηκε στον Άνακτα της Ιθάκης χαμογελώντας ο Διομήδης, «που τρέχει ανέκαθεν η ανδράγαθη καρδιά του σε κάθε αγώνα, τον αγαπημένο της Αθηνάς. Αν έρθει αυτός μαζί μου, με τον άφταστο, ακατανίκητο νου, ακόμη κι αν μας ρίξουν στις φωτιές, αλώβητοι θα βγούμε!»

«Διομήδη, μη φλυαρείς για χάρη μου,» ανταποκρίθηκε ευθύς ο γιος του Λαέρτη, με ματιά χαμηλωμένη από ευσεβή αισχύνη. «Όποιος είμαι ή δεν είμαι, είναι γνωστό σε όλους ήδη, δεν κρύφτηκα ούτε υπεξέφυγα ποτέ. Αφού με διάλεξες, μη σπαταλάμε χρόνο. Πάμε τώρα, με τη Σελήνη σύμμαχο, η χαραυγή σιμώνει, τα αστέρια προχώρησαν πολύ και μόνο η τρίτη φάση της νύχτας έμεινε.»

Μιας κι όπλα δεν είχαν προλάβει να αδράξουν από τις σκηνές τους, ανέλαβαν οι νέοι να τους εξοπλίσουν. Τον Διομήδη έζωσε με δίκοπο ξίφος, ασπίδα και καταίτυγα -ταύρινο κράνος, δίχως λοφίο- ο Θρασυμήδης, ο γιος του Νέστορος. Τον δε Οδυσσέα, ανέλαβε ο Κρήτης Μηριόνης, δίνοντας του φαρέτρα κατάμεστη, τόξο βαρύ και ξίφος, ενώ το δικό του κράνος ήταν δερμάτινο, στερεωμένο με πάμπολλα λουριά και τριγύρω επενδεδυμένο με δόντια σύμπυκνα, λευκά. Παραδόξως, το κράνος εκείνο ήταν λάφυρο του μέγα Αυτόλυκου, παππού του Οδυσσέα από τη μάνα, που είχε λεηλατήσει το δώμα του Αμύντορα κάποτε στο Ορμένιο, ώστε το είχε παραχωρήσει ως δώρο στον Αμφιδάμαντα της Σκάνδειας των Κυθήρων. Κι εκείνος με τη σειρά του, το είχε δωρίσει στον Μόλο, πατέρα του Μηριόνη. Η Αθηνά, που τα πάντα θωρούσε αόρατη, χαμογέλασε, καθώς ο εγγονός έφερε περήφανα το καύχημα του παππού του, του ανδρός που δέκα γενιές είχε δει κι εξαπατήσει.

Χωρίς χασομέρια, κίνησαν οι δυο φίλοι και συμπολεμιστές μόνοι, αφήνοντας το στρατόπεδο με προσοχή, ακροπατώντας στις σκιές. Τότε, η Παλλάδα, θέλοντας να αποδείξει την υποστήριξη και λατρεία της, τους έστειλε έναν ερωδιό. Μέσα στο σκοτάδι, αδυνατούσαν να τον δουν, μα μόλις το κρώξιμο του πλημμύρισε τη σιγαλιά, ο Οδυσσέας αγαλλίασε κι αναθάρρησε.

«Άκου με, κόρη του Δία, που πάντα με συντρέχεις στον αγώνα, με βλέπεις και συντροφεύεις διαρκώς κι από παιδί ακόμη,» έκλεισε τα μάτια, σε ένθερμη προσευχή. «Απόδειξε τώρα πως εξόχως με αγαπάς. Ευδόκησε να γυρίσουμε στα πλοία δοξασμένοι νικητές από μέγα κατόρθωμα, να το θυμούνται με τρόμο οι Τρώες, να μη χλευάσουν ποτέ πια το μεγαλείο του Διομήδη, όπως τούτο το πρωινό.»

Συγκινημένη η Αθηνά, στάθηκε εμπρός του και τον φίλησε στο ακάλυπτο μέρος του μετώπου. Δεν ένιωσε ο θνητός, παρά μια ανάλαφρη δροσιά, σαν να λουζόταν σε καταρράκτη. Μα η ευλογία της Θεάς έτσι σφραγίστηκε και δόθηκε η υπόσχεση.

«Κι εγώ εύχομαι, μεγάλη Αθηνά, να είσαι κοντά μου, όπως στον πατέρα μου, τον ένδοξο Τυδέα, όταν εκστράτευσε με τους Εφτά στη Θήβα. Εγώ, για σένα υπόσχομαι να θυσιάσω μια πλατυμέτωπη δαμάλα, χρονιάρικη κι άγρια. Πριν τη σφάξω, θα της χρυσώσω και τα κέρατα, για να στ'αφιερώσω,» δεήθηκε κι ο Διομήδης κι ένευσε αποφασισμένη η τρομερή παρθένος, εισακούοντας τον.

«Απόψε, είστε οι Πρώτοι των Αχαιών,» τραγούδησε ο άνεμος, που χόρευε τα κύματα στη θάλασσα και τους βλαστούς στον κάμπο. Βάδιζαν πλησιέστερα οι δυο τους πλέον στους εχθρούς, άφοβοι, αντρειωμένοι, γεμάτοι θάρρος, μέσα σε πτώματα ανδρών κι αλόγων, αίμα και παρατημένα, αχρηστευμένα όπλα. «Απόψε, γίνεσαι ήρωας,» ψιθύρισε η Θεά της Σοφίας στο αυτί του Οδυσσέα, ώστε δέος τον κατέβαλε, αρετή και μια απερίγραπτα ασημένια λάμψη άστραψε στα γαλάζια του μάτια.

Ο ερωδιός χάθηκε στις καλαμιές του ποταμού μα η αθάνατη προστάτιδα παρέμεινε, προικίζοντας κάθε βήμα τους με επιβλητική τόλμη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ίφις τη νύχτα εκείνη, έζησε το πιο τρελό, άπιαστο όνειρο, το οποίο ήταν βέβαιη πως δε θα εκπληρωνόταν ποτέ. Κοιμήθηκε με τον Πάτροκλο. Έγινε ολοκληρωτικά δική του, του χάρισε κάθε σπιθαμή του κορμιού της ολόγυμνη κι ανερυθρίαστη, ώστε έλαμπαν τα μάτια της από ευτυχία, μια αίσθηση τόσο δυνατή, που δεν πτόησε ούτε η πρωτόγνωρη εμπειρία του έρωτα ούτε ο πόνος της χαμένης παρθενίας ούτε καν η μηχανικότητα των κινήσεων του. Δεν την κοιτούσε, σπασμωδικά την άγγιζε, ακόμη και τα φιλιά του φαίνονταν ασήμαντα, σπασμωδικά, αυτόματα, διότι ο νους του απουσίαζε, ταξίδευε μακριά, σε εποχές που είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί και μέρες γεμάτες αθωότητα, αγνότητα, απλότητα. Ημέρες ειρήνης, γαλήνης, ευημερίας, στην αγαπημένη πατρίδα, που πια δε φάνταζαν παρά ψήγματα ενός αλλοτινού οράματος, μιας ειδυλλιακής ζωής.

Όταν αντίκρισε το χυμένο αίμα της υπό το φως των λυχναριών, σχεδόν ντράπηκε. Η Ίφις τυλίχτηκε πάνω του ξανά, παρασύροντας τον στη ζεστασιά της με όλη τη λατρεία και βαθιά αγάπη που έτρεφε για εκείνον επί χρόνια μάλλον αμέτρητα κι ο Πάτροκλος δεν είχε αποτραβηχτεί ή την είχε σπρώξει μακριά. Τη δέχτηκε, ένιωσε ασφάλεια στην προστατευτική της αγκάλη. Δεν υπήρχε ίχνος κατάκρισης στη θαλπωρή της. Αν δεν κινούταν εκείνη, ήταν αποφασισμένος να έμενε δίπλα της ως την Ανατολή, οπότε θα ξεκινούσε εκ νέου η μάχη.

Στο παραπέρα δωμάτιο, ο Αχιλλέας ξεθύμανε όλη την ένταση και το άγχος που είχε συσσωρεύσει πάνω στο πεινασμένο, πανώριο σώμα της Διομήδης, που τον υποδέχτηκε και περιποιήθηκε δεόντως, μετά από χρόνια εμπειρίας κι αποστασιοποίησης. Δεν τον χόρταινε η γυναίκα από τη Λέσβο, απολάμβανε τη θεία του μορφή, το μαλακό του δέρμα, όλη του την ημίθεη αύρα κι αίσθηση και κάθε στιγμή της φαινόταν αιώνας ευδαιμονίας.

«Αύριο θα φύγουμε,» της ανακοίνωσε επίπεδα, λίγο αφότου η ορμή αμφοτέρων καταλάγιασε. «Θα γυρίσουμε στη Φθία.»

«Επιτέλους,» αναφώνησε κι αγκάλιασε του ώμους του εκείνη, φυτεύοντας χιλιάδες φτερωτά φιλιά στη γυμνή του πλάτη με πρωτοφανή ενθουσιασμό. «Φτάνει πια η παραμονή εδώ χωρίς λόγο. Είμαι σίγουρη ότι ανυπομονείς να ξαναδείς τον πατέρα και το πατρικό σου ανάκτορο.»

«Δέκα σχεδόν χρόνια έχουν περάσει από τότε που το αντίκρισα τελευταία φορά κι ούτε περίμενα να το δω ποτέ,» της εκμυστηρεύτηκε ασυναίσθητα. «Σε βιάζομαι να πεθάνω, ξέρεις, ενώ θα έπρεπε. Τότε, όταν άφηνα την πατρίδα, λαχταρούσα τον θάνατο. Ήταν το τίμημα μου, επιλέγοντας να πολεμήσω.»

«Τι ανοησίες βασανίζουν το μυαλό σου;» Απόρησε η αλλοτινή βασιλοπούλα, σκουντώντας τον μάταια. Στεκόταν ακίνητος βράχος. «Είσαι ο Αρίστος των Αχαιών. Αν πέθαινες εσύ, δε θα είχαν καμία ελπίδα. Τώρα, που θα φύγεις, θα συνειδητοποιήσουν το σφάλμα τους, διότι δεν πρόκειται να κυριεύσουν την πολυπόθητη Τροία χωρίς εσένα.»

«Ίσως έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε χαμογελώντας αυτάρεσκα. Τα λόγια της φούσκωναν τον εγωισμό του. Από την άλλη, του δημιουργούσαν μελαγχολία. «Ίσως, πάλι, μπορούσε εξαρχής να νικηθεί ή ηττηθεί και χωρίς εμένα ο Πόλεμος. Ίσως, όσο πολύτιμη είσαι εσύ για εμένα, άλλο τόσο πολύτιμος ήμουν εγώ για τη ροή αυτής της διαμάχης.»

Η Διομήδη δεν του απάντησε, καμώθηκε πως δεν είχε ερμηνεύσει τα κοφτερά, επίπονα ειλικρινή λόγια του. Αποκοιμήθηκε λίγο αργότερα, ενώ ο γιος της Θέτιδας υμνούσε την Ήρα με ένα εξαίσιο άσμα του Ορφέα και δάχτυλα που γλιστρούσαν άηχα, γεμάτα χάρη κι ευλάβεια, στην πανώρια λύρα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Άρη κραταιότατε, βρισάρματε, χρυσεοπήληξ, οβριμόθυμε, φέρασπι, πολισσόε, χαλκοκορυστά, καρτερόχειρε, αμόγητε, δορυσθενές, έρκος Ολύμπου, πατέρα της ευπολέμης Νίκης, συναρωγέ της Θέμιδος, τύραννε των αντιβίων, αγέ των δικαιότατων ανθρώπων, σκουπτούχε της ανδρείας, που ελίσσεις τον πυραυγέα κύκλον του αιθέρα των επτάπορων άστρων όπου οι ζαφλεγείς πώλοι σε έχουν αιέν υπεράνω. Άκουσε με επίκουρε των βροτών, πού δίδεις την ευθαλή ήβη, κάταστιλβε απο ψηλά πράο σέλας πάνω στον βίο μας και αρήιο κράτος. για να δύναμαι να αποτρέπω την πικρή κακότητα από τη δική μου κεφαλή, και να παρακάμτω απο τα φρένα της ψυχής μου την ορμή του θυμού και το απατηλό οψύ μένος που με ερεθίζει να επιβαίνω στην κρυερή βοή της μάχης. Αλλά εσύ, μακάριε, δώσε μου θάρρος, δια να παραμένω στην ειρήνη και στους απήμονες θεσμούς αποφεύγοντας τη μάχη των εχθρών και τους βίαιους Κήρες.

Στόλιζαν τον αιθέρα οι φωνές των Τρώων, που ζωηρά και κατανυκτικά έψελναν ύμνους στους προστάτες Θεούς τους, με κυρίαρχες τις δεήσεις στον Θεό του Πολέμου, ενώ ενίοτε ηχούσαν και τραγούδια χωρίς ιδιαίτερο νόημα, για δουλειές στο χωράφι, ωραίες γυναίκες ή μέρες νωθρές, ειρηνικές. Σε εκείνο το κύμα οχλαγωγίας και άφοβης ανησυχίας, συγκάλεσε ο ακοίμητος Έκτωρ συμβούλιο των Τρώων πολεμάρχων και των λοιπόν συμμάχων. Δίπλα του, αόρατος από θνητούς, στεκόταν ο Άρης κι υπαγόρευε στο στόμα του λέξη προς λέξη την πρόταση.

«Φίλοι μου, θαρρώ είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποστείλουμε κατάσκοπο στους Αχαιούς απόψε, που τους κυκλώσαμε κι ο θρίαμβος μας συντροφεύει. Ποιός από εσάς προθυμοποιείται να αναλάβει αυτό το θεάρεστο έργο; Το δίχως άλλο θα ανταμειφθεί, σας το εγγυώμαι. Άρμα με δυο άτια ψηλά, πανέμορφα θα λάβει και δόξα ασύγκριτη, όποιος μάθει αν και πότε σκοπεύουν να φύγουν, μετά τη συντριπτική, σημερινή του ήττα!»

Στη βαρυσήμαντη, ιδιαίτερα τιμητική υπόσχεση του διαδόχου, άπαντες οι παρόντες δελεάστηκαν μα κανένας δεν έφερε σθένος αρκετό, ώστε να αναλάβει τόσο επικίνδυνη αποστολή, ανάμεσα σε άνδρες που φοβούνταν• τον γιγαντιαίο Αίαντα, τον ορμητικό σαν κεραυνό Διομήδη, ακόμα και τον Αχιλλέα, που είχε εγκαταλείψει τη μάχη μα ακόμα διέμενε στο στρατόπεδο. Τότε, ξεπρόβαλε μέσα από τον μικρό όχλο, ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, άσχημος σχετικά μα γερός και γοργόνα στα πόδια εκ φύσεως. Ήταν γιος του σεβαστού κήρυκα Ευμήδη, το μόνο αγόρι μέσα σε άλλες πέντε αδελφές, το όνομα του δε ήταν Δόλων. Με θράσος και κεφάλι ψηλά, πλησίασε τον Έκτορα καμαρωτός.

«Εγώ θα πάω, κύριε μου, εφόσον έτσι προστάζει η καρδιά κι η ψυχή μου. Μόνο επιθυμώ από εσένα να ορκιστείς στο σκήπτρο σου πως θα μου δόσεις δώρο την άμαξα και τα άλογα του ημίθεου Αχιλλέα. Για αυτά, μετά χαράς θα τρέξω στους εχθρούς μας, μέχρι τη σκηνή του Αγαμέμνονα, για να κρυφακούσω τα σχέδια από το ίδιο του το στόμα!»

Αμέσως, σήκωσε χέρια και σκήπτρο στα σκοτεινά ουράνια ο Έκτωρ, με πεποίθηση βαθιά κι απόλυτη.

«Μάρτυς μου ο βροντερός Ζεύς, ο ομόκλινος της Ήρας, πως μόνο εσύ από όλους τους Τρώες θα καθίσεις στο άρμα του Πηλείδη και θα τους χαίρεσαι με επάξιο καμάρι και κλέος!»

Αμέσως εμψυχώθηκε με τη δημόσια δέσμευση του Έκτορα ο Δόλων, ώστε ετοιμάστηκε τάχιστα για την εξόρμηση. Απέβαλε το τόξο του και ζώστηκε ολόμαυρο δέρμα λύκου στους ώμους και κράνος νυφίτσας, για να ξεχυθεί το συντομότερο προς το τείχος των Αχαιών, με μόνο οπλισμό ένα ελαφρύ κι ευλύγιστο κοντάρι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Από τη στιγμή που εισήλθε αλαφιασμένος ο Μενέλαος στη σκηνή κι είχε πάρει μαζί του βιαστικά τον Αίαντα, η Τέκμησσα δεν είχε κλείσει μάτι από την αγωνία. Περιδιάβαινε στο δωμάτιο των γιων της, ελέγχοντας τις ανάσες τους, όπως όταν ήταν νεογνά, παλεύοντας να ησυχάσει το μαινόμενο μυαλό της. Μέσα στη νύχτα, δεν τους είχαν ενοχλήσει ποτέ, όχι όσο εκείνη βρισκόταν εκεί τουλάχιστον. Αναγνώριζε ότι επρόκειτο για κατεπείγουσα ανάγκη και καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ένιωσε πως κέρδισε δυο δεκαετίες ζωής, αντικρίζοντας τον να επανέρχεται στη σκηνή, μονάχα οι Θεοί γνώριζαν πόσο αργότερα.

Στάθηκε όρθια, στητή, στη μέση του δωματίου, δίπλα στην τράπεζα, αφήνοντας τα παιδιά να κοιμηθούν γαλήνια, ξέγνοιαστα. Ο γιγαντόσωμος Αίας, ο ευλογημένος από τον Ηρακλή, έπεσε στα γόνατα εμπρός της κι έθαψε το κεφάλι στο γυναικείο στήθος, σαν να ήταν μωρό. Τον αγκάλιασε με απαράμιλλη στοργή η σύζυγος του πλέον, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του με κινήσεις πραϋντικές.

Από την ώρα που είχε επιστρέψει από το τελευταίο συμβούλιο κι είχαν κοιμηθεί, δεν είχε βγάλει άχνα. Σχεδόν με ανακούφιση είχε ακολουθήσει πριν λίγο τον Μενέλαο και πλέον είχε επιστρέψει καταβεβλημένος.

«Ο Αχιλλέας θα φύγει, μας εγκαταλείπει ολοκληρωτικά,» τον άκουσε να ψιθυρίζει κι οι ώμοι του βούλιαξαν ωσάν ανδρείκελου. «Ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης προσφέρθηκαν ως κατάσκοποι στους Τρώες. Είναι μόνοι ενάντια σε εκατοντάδες.»

«Δε θα μπορούσες ποτέ να τους συνοδεύσεις,» τον καθησύχασε με τη γνωστή, στυγνή της ειλικρίνεια. «Το ύψος σου, καθιστά αδύνατη τη διακριτικότητα σου. Οι δυο τους θα τα καταφέρουν περίφημα. Σίγουρα, έχουν την Αθηνά στο πλευρό τους.»

«Η θέση μου είναι στις πύλες του τείχους μας, μαζί με τον Τεύκρο κι όλους τους άλλους ξυπνητούς Αρχηγούς,» παραδέχτηκε, αναστενάζοντας σαν βουνό που σειόταν. «Μα δεν μπορούσα να μη σε δω, απόψε. Τρέμει η καρδιά μου για εκείνους μα και για εμάς. Θαρρώ, δίχως τον Αχιλλέα είμαστε χαμένοι. Δεν τον έφερε ο Οδυσσέας μόνο και μόνο επειδή είναι ημίθεος και άτρωτος. Υπάρχει χρησμός που προβλέπει ότι χωρίς αυτόν, η Τροία δε θα πέσει.»

«Έχε πίστη κι άφησε όσα αδυνατείς να ελέγξεις, στα χέρια των αθανάτων Θεών,» επανέφερε τη γαλήνη στον νου του σταδιακά η Τέκμησσα, φιλώντας τους κροτάφους του με όλη της την αγάπη. «Αν είναι γραφτό, αύριο ο Αχιλλέας θα φύγει. Εσύ, όμως, θα μείνεις, διότι έτσι προστάζουν η τιμή σου, ο όρκος κι η γενναία, ατρόμητη ψυχή σου, που όμοια της στη γη δεν υπάρχει.»

Ο Αίας την κοίταξε κατάματα και οι τεράστιες παλάμες του κάλυψαν τις άκρες του προσώπου της με μοναδική λεπτότητα. Έτρεμε, λες και θα πονούσε, αν της ασκούσε έστω κι ελάχιστη πίεση. Έγειρε στο άγγιγμα του, νιώθοντας τη θέρμη του.

«Έπρεπε να σε είχα στείλει πίσω, αμέσως αφότου παντρευτήκαμε,» δήλωσε σταθερά. «Δεν είναι αργά. Πάρε τα παιδιά και πήγαινε στη Σαλαμίνα, στον πατέρα μου. Γλίτωσε από αυτή τη σκωληκότρυπα, να ζήσεις όπως σου αρμόζει, ως μέλλουσα Άνασσα του νησιού μου κι οι γιοι μας ως αληθινοί πρίγκιπες.»

«Πράγματι, αν δεν κοιμούνταν παραδίπλα οι πρίγκιπες, θα σου φώναζα, θα σε επέπληττα με όλη μου την ορμή,» πάλεψε να φανεί θυμωμένη μα δεν κατάφερε τίποτα. Η αυθεντική ανησυχία στα σκληρά του χαρακτηριστικά, του προσέδιδε μια απίστευτη ομορφιά κι αθωότητα αγοριού. «Δε θα σε άφηνα ποτέ. Αν ήθελα να σε αφήσω, δε θα σε παντρευόμουν, αγαπημένε μου.» Τον έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της. «Θέλω να βρίσκομαι όπου βρίσκεσαι. Σπίτι μου είναι το χώμα που πατάς κι ο αέρας που ανασαίνεις. Δε σκοπεύω να ξενιτευτώ ποτέ.»

Τον φίλησε απαλά στα χείλη, θέλοντας να απορροφήσει όλη του την ένταση, την ανησυχία και τις αμφιβολίες μεμιάς. Ο Αίας παραδόθηκε στη λαχτάρα της και τη σήκωσε στα χέρια του σαν πούπουλο. Προτού αποχωρήσει, για να επιστρέψει στη θέση του καθήκοντος, τις ψιθύρισε σαν αλλοπαρμένος έφηβος τις δυο πιο απλές κι ουσιώδεις λέξεις που άρμοζαν μεταξύ τους.

Η Τέκμησσα έμεινε μόνη ξανά. Απεμπόλησε κάθε ελπίδα ή απόπειρα ύπνου. Θα τον περίμενε υπομονετικά. Για λίγο, εξήλθε της σκηνής, να ανασάνει λίγο τη δροσιά της νυχτιάς και να γαληνεύσει. Ύψωσε τα μάτια στον ουρανό. Δεν έβλεπε τίποτα παρά διάσπαρτα άστρα. Το φεγγάρι είχε καλυφθεί πλήρως από τους καπνούς των πυρών κι ακόμα και το ιώδιο είχε χαθεί από την οσμή του ανέμου. Αδυνατούσε να υπολογίσει την ώρα μα είκαζε πως σύντομα θα διαφαίνονταν τα πρώτα σημάδια της Ηούς. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε στην Ήρα, την προστάτιδα μητέρων και γυναικών.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μόλις ο Δόλων ξεμάκρυνε από τις γραμμές των συμμάχων, ξεκίνησε να τρέχει βιαστικά προς το στρατόπεδο των Αργείων, πιστεύοντας ότι έτσι θα κέρδιζε χρόνο. Αγνοούσε πλήρως την πιθανότητα να υπήρχε φρουρά ή περίπολος των εχθρών και προχωρούσε αμέριμνος, ήδη ονειροπολώντας την κατοχή των θείων αλόγων του Αχιλλέα. Όχι πολύ μακριά του, ελλοχεύαν και προχωρούσαν αποφασιστικά με με κάθε προσοχή, ο Διομήδης κι ο Οδυσσέας.

Πρώτος την παρουσία του μοναχικού κατασκόπου ανίχνευσε ο γιος του Λαέρτη και ψιθύρισε στον σύντροφο του όσο πιο χαμηλόφωνα δύναντο.

«Κάποιος έρχεται από το μέρος των εχθρών. Δεν είμαι βέβαιος αν πρόκειται για κατάσκοπο ή απλό ληστή, ερχόμενο να κλέψει τα παρατημένα πτώματα. Προτείνω να αφήσουμε λίγο χρόνο, προτού του ορμήσουμε, να δούμε πώς κινείται κι αν φαίνεται γρήγορος, φόβισε τον με το δόρυ σου μονίμως προς τα πλοία μας. Αν διαφύγει προς την πόλη τους, θα παγιδευτούμε.»

Ο Διομήδης ένευσε καταφατικά κι από το χνώτο αναγνώρισε τη σύμφωνη γνώμη του. Το σκοτάδι παρέμενε ατελείωτο, κυρίαρχο, πυκνό κι οι καπνοί δεν έλεγαν να υποχωρήσουν. Θαρρείς δεν ήταν τούτη η γη μα η πλήρης ανυπαρξία του Χάους, τότε που παντού βασίλευε το Έρεβος.

Οι δυο τους έγειραν άηχα ανάμεσα στα πτώματα, σε κρυψώνα τέλεια, αναμένοντας τον Δόλωνα να ζυγώσει. Εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται που πατούσε νεκρούς, μονάχα προέλαυνε σταθερά. Μια στιγμή αφότου προσπέρασε την κρυψώνα τους, όρμησαν ταυτόχρονα με έναυσμα του Διομήδη και στην αρχή νόμισε πως επρόκειτο για στρατιώτες συντοπίτες του, σταλμένους από τον Έκτορα. Έμεινε ακίνητος, πίστευε πως έρχονταν να απαιτήσουν την επιστροφή του κι ανακουφίστηκε.

Χρειάστηκε μια εκπνοή χρόνου, μια και μοναδική στιγμή, τόση όση η ρίψη του δόρατος, για να συνειδητοποιήσει το θανάσιμο λάθος που είχε διαπράξει. Φτερά έβγαλαν τα πόδια του από τον τρόμο που τον κυρίευσε μα τον πήραν στο κατόπι ασταμάτητοι. Τον κατεδίωκαν στενά, σαν δυο λυσσασμένα τσοπανόσκυλα έναν λαγό ή ζαρκάδι σε λόγγο στριμωγμένο. Του είχαν κόψει τον δρόμο της επιστροφής περίτεχνα, επιτυχώς. Έτρεχε προς την κατεύθυνση του δικού τους τείχους, ήδη φαινόταν η εμπροσθοφυλακή των Δαναών, το ανθρωπάριο ήταν χαμένο.

Στη θέα τούτη, η Αθηνά θορυβήθηκε. Δε θα επέτρεπε σε άλλον να πετύχαινε τη σύλληψη του Δόλωνα, όταν πρωτεργάτες ήταν ο Διομήδης κι ο Οδυσσέας. Για αυτό, προσέφερε ανδρεία ισόθεη στον πρώτο κι έτσι τον πρόλαβαν, προτού φτάσει πολύ κοντά και τον πετύχει κανένας άλλος, για να διεκδικήσει δόξα.

«Στάσου ή σε λογχίζω!» Τον απείλησε ο γιος του Τυδέα, πετώντας αριστοτεχνικά το δόρυ, ώστε γρατσούνισε μονάχα το μπράτσο του, για να καρφωθεί συριστικά δίπλα του στο χώμα.

Αυτό και μόνο αρκούσε για να τρομοκρατήσει τον λιπόψυχο Τρώα. Τον κατέβαλε τρόμος αδυσώπητος, συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να διασωθεί από τους διώκτες του, πόσο μάλλον να επιτύχει στην αποστολή που του είχε ανατεθεί. Μέσα στο ντελίριο του φόβου, ψέλλιζε ασυναρτησίες -κύκνεια άσματα ή παρακλήσεις στους Θεούς, κανένας δεν ήξερε- κι έτριζαν τα δόντια του, σαν βροντές μέσα στην παράδοξη σιωπή αναχτυπιούνταν.

Εξουθενωμένοι από την έλλειψη ύπνου και το αδιάκοπο τρέξιμο όντες πάνοπλοι, τον έφτασαν ασθμαίνοντας οι δυο Αχαιοί λεβέντες. Νιώθοντας τρία βέλη του Οδυσσέα στην πλάτη του, ο Δόλων λύθηκε σε δάκρυα και λυγμούς φοβητσιάρικου παιδιού.

«Σας εκλιπαρώ, αιχμαλωτίστε με ζωντανό!» Έκλαιγε κι ικέτευε, σε μια τελευταία προσπάθεια να γλιτώσει τη ζωή του. «Θα λάβετε εξαγορά, έτσι. Ο πατέρας μου, μόλις μάθει ότι βρίσκομαι εδώ, θα σας δώσει ως λύτρα περίσσια άργυρο καθαρό, χρυσά σκεύη, σίδερο ηργασμένο άπλετο, όλα για εσάς τους δυο, που με ελεήσατε.»

Ο Διομήδης ένευσε στον Οδυσσέα να τον σκοτώσουν επιτόπου μα εκείνος ανέλαβε πλήρως τον έλεγχο, ζητώντας του να τον απειλεί πλέον με το ξίφος του, καθώς ο ίδιος στράφηκε προς το μέρος του, κοιτώντας τον αιχμάλωτο με το πιο ανέκφραστο βλέμμα, που δε φανέρωνε παρά προσοχή.

«Θάρρου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι,» του αποκρίθηκε, με χαμηλωμένο τόνο στη φωνή. «Μονάχα να είσαι ειλικρινής μαζί μου και θα σου φερθώ όπως σου αρμόζει. Πώς και ξεστράτισες από το στράτευμα σας, γιατί όδευες απροκάλυπτα προς το τείχος και τα πλοία μας, μέσα στο σκότος της νυχτός, που οι άνθρωποι κοιμούνται;» Δεν έδειχνε απειλητικός ή εκβιαστικός, μονάχα ορθωνόταν ωσάν Θεός-εκδικητής, με τις φαρδιές του πλάτες και τα παμπόνηρα, γκριζογάλανα μάτια του να λάμπουν στο ελάχιστο φως με κρύφια ευφυΐα. «Μήπως ήρθες να σκυλεύσεις πτώματα; Ή μήπως σε έστειλε ο Έκτωρ να ερευνήσεις τις κινήσεις μας; Μήπως δε σε έστειλε κανείς για τούτο κι ήρθες μόνος;»

«Ο Έκτορας με αποβλάκωσε, έχεις δίκιο!» Ακριτολόγησε ευθύς ο Δόλων κι έτρεμε το φυλλοκάρδι του. «Του ζήτησα και μου έταξε τους ίππους και τη σιδερόφραχτη άμαξα του θαυμαστού Πηλείδη. Μου ζήτησε να παρατηρήσω τη φρούρηση των καραβιών και των σκηνών σας, να μάθω αν σκοπεύετε να φύγετε.»

Σταύρωσε τα χέρια ο γιος του Λαέρτη κι ένα άψογο μειδίαμα ειρωνείας έσκισε το άχρωμο πρόσωπο του. Έγειρε ολίγον προς το μέρος του αιχμαλώτου, με τη γρυπή του μύτη να προσδίδει μορφή αρπακτικού παρά ανθρώπου.

«Πράγματι, φίλε μου, πόθησες δώρα βαρυσήμαντα· τα άλογα του ίδιου του Αχιλλέα, του άριστου των Αχαιών! Ξέρεις, τα άλογα τούτα ήταν δώρα του Θεού Ποσειδώνα στον Πηλέα κι επειδή ανήκαν σε Θεό, δεν μπορεί ο καθείς να τα ελέγξει. Μονάχα τον Αχιλλέα δέχονται για κύρη, τον πιο ανδρείο, που τον γέννησε Θεά.» Το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλη κι ακόμα και στο ελάχιστο φως φάνταζε ολοκάθαρη η αιμοδιψία στα ψυχρά του μάτια, που έκαιγαν με υπομονετική, λανθάνουσα οργή. «Πες μου τώρα εσύ, αν θέλεις τη ζωή σου, όλη την αλήθεια. Πού είναι τα όπλα και τα άλογά σας; Πού έχει τοποθετήσει τις φρουρές ο Έκτωρ και τι μελετά· θα γυρίσει στην πόλη ή θα μείνουν έξω, αφότου μας συνέτριψαν;»

«Όλα θα στα πω με κάθε λεπτομέρεια,» υποσχέθηκε ο Δόλων και ξεροκατάπιε. «Ο Έκτωρ κάνει τα συμβούλια με όλους τους βουληφόρους συμβούλους κι αρχηγούς πέρα από τον φλοίσβο των ανδρών, όρος το μνήμα του Ίλου. Όσο για τις φρουρές που με ρώτησες, ανδρείε, είναι μονάχα όσοι στέκονται γύρω από τος φωτιές και μόνο Τρώες· οι ξένοι φίλοι που ήρθαν αναπαύονται, διότι δεν έχουν γυναίκες, γονιούς και παιδιά να φυλάξουν.»

«Οι ξένοι κοιμούνται ανάμεικτα με τους δικούς σας ή ξεχωριστά;» Απαίτησε να μάθει, πάντοτε με τόνο τρομακτικά ήρεμο ο πολύβουος γιος του Λαέρτη.

«Προς τη θάλασσα, κάθισαν οι Παίονες οι τοξοφόροι, από την ασύγκριτη Πελασγία, μαζί με τους Λέλεγες, τους Καύκωκες και τους Κάρες. Στη Θήμβρα την πύλη απέναντι, τέθηκαν οι περήφανοι γιοί της Μυσίας, οι Λύκιοι, οι Φρύγες κι οι Μαίονες. Μα τον καιρό σου χαλώ, διότι ξέρω τι θα με ρωτήσεις μετά. Αν θέλετε να διεισδύσετε στο στράτευμά μας, βρείτε τους Θράκες, τους νιόφερτους, που κάθονται στην άκρη αμέριμνοι, με αρχηγό τον Άνακτα Ρήσο, γιο του Ηιονέα από μια Μούσα Θεά. Δεν έχω δει ίππους ωραιότερους από εκείνους· τεράστιοι, ανεμόποδες, λευκότεροι από το χιόνι! Πριν λίγες μέρες κατέφθασε αυτός με ασημόχρυση άμαξα, τέτοια που μόνο σε αθάνατους ταιριάζει κι όλοι τον κοιτούσαμε άλαλοι, με δέος.» Ξεροκατάπιε ξανά κι έτρεμε ασυγκράτητα. «Δεν έχω άλλα να σας πω. Σύρτε με στα ταχύπορα πλοία ή αφήστε με κι εδώ ακόμα δεμένο, για να δείτε αν σας είπα την αλήθεια ή ψευδολόγησα.»

Έγειρε στο αυτί του ο Διομήδης ανυπόμονα και το βλέμμα του έσταζε αίμα αδιάκοπα.

«Δόλων, αφού έπεσες στα χέρια μας, μην ελπίζεις να φύγεις, αν κι ευχάριστα μας είπες μόνο,» ψιθύρισε με μύχιο σαδισμό. «Αν σε απολύσουμε τώρα ή δεχτούμε λύτρα μετά, σίγουρα θα επιστρέψεις καταπάνω μας ως πολεμιστής ή κατάσκοπος. Αν σε σκοτώσω τώρα, δε θα κινδυνεύσει Αχαιός από σένα.»

Ο Τρώας έντρομος έκλαιγε κι ακούμπησε το πηγούνι του Τυδείδη, εξιλεώνοντας τον από τον φόνο. Την ίδια στιγμή, η ανηλεής λεπίδα έξοχε τον λάρυγγα του αποφασιστικά, τα νεύρα κόπηκαν κι ενώ θρηνούσε, κύλησε στο χώμα το κεφάλι του, ποτίζοντας το κι άλλο με αίμα.

Ατάραχοι, οι δυο Αχαιοί πήραν από το πτώμα το λυκοτόμαρο, το κράνος μαζί και το κοντάρι. Προς την Αθηνά, στον ουρανό, τα σήκωσε ευλαβικά ο Οδυσσέας, χαμογελώντας με ευγνωμοσύνη. «Με τούτα τα λάφυρα να χαρείς, Θεά μου, καθώς πρώτη εσένα από όλους τους αθάνατους θα τιμήσουμε με δώρα. Οδήγησε μας, τώρα, με την ίδια ορμή στα ξακουστά άλογα και τον στρατό των Θρακών,» ευχήθηκε ολόψυχα.

Η Αθηνά, τότε, τους φανέρωσε το πραγματικό σχέδιο, τον αληθινό τους σκοπό μέσα στη νύχτα, πολύ σημαντικότερο και σπουδαιότερο από μια απλή κατασκοπεία. Μια απλή κατασκοπεία, δε θα τους έκανε ήρωες ή άξιους παιάνων κι ύμνων· τούτη η πρόκληση, ωστόσο, θα τους θεοποιούσε σχεδόν, αν την έβγαζαν εις πέρας.

«Ο Ρήσος είναι άτρωτος κι αήττητος πολεμιστής,» ψιθύρισε στο αυτί του Οδυσσέα, καθώς εναπόθετε τα λάφυρα του Δόλωνα σε ένα αρμυρίκι, από όπου αργότερα σκόπευαν να τα περιμαζέψουν. «Δεν είχε έρθει ως τώρα στον Πόλεμο, διότι στο κράτος του είχαν εισβάλει οι Σκύθες, οι αγριότεροι πολεμιστές του κόσμου κι όμως τους κατατρόπωσε. Γνωρίζεις πόσο τρέμω ακόμα και στην ιδέα του να πάθεις κακό μα, αν ο Ρήσος μπει αύριο στη μάχη έστω και μόνος από όλο του τον στρατό, δε θα τον εμποδίσει κανείς να σας αποδεκατίσει όλους και να κατακάψει τα πλοία σας. Η Θράκη είναι η γη του Άρη, με την ευλογία του θα πολεμήσει αυτός και θα κατασφάζει, την ίδια στιγμή που τα δικά μου χέρια θα είναι δεμένα. Αν τον σκοτώσετε απόψε, θα έχετε καταφέρει τα πάντα. Αφήστε τον μανιασμένο Έκτορα και τον ασεβή Πάρη· αυτοί θα σκοτωθούν από χέρια άλλων.»

Ο Άναξ της Ιθάκης έδεσε μερικά κλαδιά του δέντρου μεταξύ τους, για να σημαδέψει το σημείο των λάφυρων, ενώ εξηγούσε κατά λέξη στον Διομήδη, όσα του είχε εκμυστηρευτεί η Θεά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Έκτωρ περιδιάβαινε στην πρόχειρη σκηνή του ανήσυχος αδιάκοπα, λαμβάνοντας ένα διάλειμμα από τη φύλαξη γύρω από την πυρά. Στην τράπεζα χάμω κάθονταν ως συντροφιά ο Αινείας ο ημίθεος κι ένας σιωπηλός, άγνωστος Άναξ.

«Πού είναι ο Δόλων;» Αναρωτιόταν διαρκώς, κοιτώντας την είσοδο της σκηνής του μόνιμα. «Τι κάνει τόση ώρα; Μήπως δεν τους βρήκε; Μήπως πρόλαβαν κι έφυγαν, καλυμμένοι από την καταχνιά των πυρών;» Έκανε μια παύση κι έτριψε το μέτωπο του κουρασμένα. «Θεοί, μεγαλοδύναμοι, γιατί μου κλέβετε την ικανοποίηση να τους συντρίψω κι αιχμαλωτίσω; Για πρώτη φορά, μετανιώνω που τελείωσε η μάχη με τη Δύση. Έπρεπε να συνεχίζαμε, να μη σταματούσαμε μέχρι να είχε φωτιστεί η πλάση από τα φλεγόμενα καράβια τους! Το δίχως άλλο, άδραξαν την ευκαιρία και ξέφυγαν. Χάσαμε την ωραιότητα των εικόνων του αίματος τους στην άμμο ή των ίδιων ως δούλους στα χωράφια μας!»

«Μην προτρέχεις,» τον νουθέτησε ο Αινείας. «Ας γυρίσει πρώτα ο Δόλων· ως τότε, αγνοούμε τις πράξεις τους.»

«Η αναμονή με σκοτώνει,» γρύλισε ο πρίγκιπας κι άρπαξε τα όπλα του με μια κίνηση. «Σήκω, Αινεία. Πάρε τα άρματα, ξύπνησε τους στρατιώτες, να τους προλάβουμε όσο είναι καιρός! Δε γίνεται να φύγουν ζωντανοί από εδώ, ενώ μας έφεραν τόσα βάσανα και θανατικό.»

Σηκώθηκε αστραπιαία ο γιος της Αφροδίτης και με θράσος πρωτοφανές τον χτύπησε με τη γροθιά καταπρόσωπο. Δε ζαλίστηκε ιδιαίτερα ο Έκτωρ μα αναγκάστηκε να παύσει.

«Λογικέψου. Σε καταβάλει η αγωνία!» Φώναξε, μα μαλάκωσε αμέσως, διότι γνωρίζονταν από παιδιά, ωσάν αδέλφια ήταν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προτού συνεχίσει, γελώντας γλυκόπικρα. «Μακάρι να σκεφτόσουν με την ίδια αριστοτεχνία που πολεμάς. Παντογνώστης, βέβαια, δε γεννήθηκε κανείς. Έστω ότι παίρνεις τον στρατό και φτάνεις ως το τείχος τους. Αν δεν έχουν φύγει και περιμένουν άγρυπνοι εκεί, θα μας συντρίψουν αυτοστιγμεί. Και μην ξεχνάς, επίσης, ότι εκεί βρίσκεται ακόμα ο γιος του Πηλέα, οι τρομεροί Μυρμιδόνες κι άλλοι τόσοι γενναίοι, ωσάν τον Διομήδη και τους Αίαντες.»

Εξέπνευσε ηττημένος ο Έκτωρ και σωριάστηκε κατάχαμα, με το πρόσωπο στις παλάμες του.

«Απόψε, η Ανδρομάχη κι ο γιος μου είναι μόνοι,» παραδέχτηκε σιγανά. «Δεν αντέχω στη σκέψη ότι αυτά τα σκυλιά θα τους αιχμαλωτίσουν και ταλανίσουν, εξαιτίας ενός σφάλματος μου.»

«Ησύχασε,» τον προέτρεψε με το χέρι στον ώμο του ο Άναξ της Δαρδάνου. «Όχι μόνο πάνω από το δικό σου πτώμα θα τους φτάσουν οι Αχαιοί μα κι από το δικό μου κι από όλων των άλλων Τρώων. Μέχρι τότε, θα τους έχουμε αφανίσει.» Ορθώθηκε βιαστικά και ζώστηκε τα όπλα. «Σε λίγο ξεκινά η βάρδια μου. Μόλις γυρίσω, με την Αυγή, θέλω να σε δω ακμαίο ηθικά κι έτοιμο να νικήσεις.»

Έφυγε τάχιστα, προς το καθήκον πρώτος. Έμεινε μόνος ο Έκτωρ, με τον υπομονετικό ξένο.

«Έτσι ήταν και με τους Σκύθες στη γη σου;» Αναρωτήθηκε αυθόρμητα.

«Έκτορα μεγαλειώδη, τόσοι πολλοί όσοι οι Δαναοί δεν ήταν οι Σκύθες,» παραδέχτηκε ο Ρήσος, κοιτώντας τον κατάματα, ψύχραιμα. «Ωστόσο, ούτε υπήρχε τόση διχόνοια ανάμεσα τους, όση μου περιγράφεις. Ήταν απόλυτα ενωμένοι και πειθαρχημένοι, ώστε τους πολεμούσαμε πέντε χρόνια ασταμάτητα και μόνο όταν τους αιφνιδιάσαμε μέσα στη νύχτα, σκοτώσα τον Βασιλιά τους και αποσύρθηκαν. Τους κυνήγησα μετά ως τον Εύξεινο Πόντο για εκδίκηση κι εκεί να δεις πτώματα κι αίματα που έβαφαν τα χωράφια και τις κοίτες των ποταμών! Θαρρείς δε λυπόμουν που έλειπα από το πλευρό σας; Είχα δικές μου, εγχώριες, επικίνδυνες μάχες να νικήσω. Σίγουρα, όμως, κατέφθασε εγκαίρως. Δέκα χρόνια σχεδόν, πολεμάς δίχως τελειωμό, ενώ εμένα μια μέρα μου αρκεί, για να διαλύσω τις γραμμές τους και να τους σφάξω όλους. Δε θα μείνει κανείς ζωντανός, στο υπόσχομαι· ούτε Αχιλλέας ούτε Αίας. Κι όταν, θριαμβεύσουμε εδώ αύριο, εγώ θα φύγω και ανταμοιβή δε θέλω, μου φτάνει η δόξα της συντριβής των. Μετά, αν το επιθυμείς κι εσύ, ευχαρίστως να εκστρατεύσουμε στις πατρίδες τους για αντίποινα.»

«Ευγνωμοσύνη αιώνια θα κερδίσεις από εμένα, αν καταφέρεις τούτο που λες. Μα πιστεύω είναι δύσκολη η εκστρατεία που οραματίζεσαι, αδύνατη,» μίλησε συνετά ο Έκτωρ.

«Μου είπες ότι εδώ πολεμούν οι άριστοι όλων! Αν τους σκοτώσουμε, ποιοί θα μείνουν να υπερασπιστούν τους οίκους των; Τα αμούστακα αγόρια;» Γέλασε βροντερά ο Θραξ. «Εμένα στη μάχη συντροφεύουν ο Άρης κι η Ενυώ πάντα, για αυτό και πάντες οι γείτονες με τρέμουν! Δε θα φοβηθώ μπροστά σε μερικά νιάνιαρα!»

«Έννοια σου κι ήδη κυβερνώ χώρα τεράστια, χωρίς τη δική τους,» παραδέχτηκε ταπεινά ο Πρίγκηψ και κάθισε απέναντι του. «Παράταξε όπου θέλεις τους δικούς σου· άκρες ή κέντρο, όπου αγαπάς.»

«Μόνος μου θέλω να εφορμήσω, ομολογώ,» δυσανασχέτησε κι υποχώρησε. «Μα αν θέλεις να συμμετάσχεις στο κάψιμο των πλοίων, άσε μου τον Αχιλλέα να μονομαχήσω.»

«Δεν πρόκειται, είναι θυμωμένος στη σκηνή του κι όπλα δεν πιάνει,» τον πληροφόρησε τάχιστα. «Ισάξιους του θα έλεγα τον Αίαντα της Σαλαμίνας ή τον γιο του Τυδέα, τον Διομήδη. Είναι κι ο Οδυσσέας, βεβαίως, από την Ιθάκη, πανέξυπνος και πανούργος. Πολλάκις τον έχω δει να σκοτώνει ανδρείους δικούς μας με κόλπα αδιανόητα στη μάχη.»

«Δεν είναι άνδρας αυτός, που σκοτώνει δόλια,» πλατάγισε τη γλώσσα περιφρονητικά ο γιος της Μούσας. «Θα τον περιλάβω και θα τον σουβλίσω ζωντανό μπροστά σε όλους. Θάνατος προβάτου δειλού του αρμόζει και δε θα τον θάψω, να τον φάνε τα όρνια. Τέτοιος θάνατος αρμόζει σε ληστές κι ιερόσυλους.»

Άθελα του, γέλασε με την παρορμητικότητα του ο Έκτωρ.

«Μακάρι να γίνουν όλα όπως τα λες κι αύριο να λήξουν επιτέλους οι ταλαιπωρίες μας. Πήγαινε να κοιμηθείς στη σκηνή σου, να έχεις δυνάμεις, για να πολεμήσεις.»

Τον άκουσε απρόθυμα ο Ρήσος, αδημονώντας για την Αυγή και τη δράση. Έφυγε, γύρισε στη σκηνή του κι αποκοιμήθηκε μεμιάς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μόλις ο Διομήδης κι ο Οδυσσέας έφτασαν στην κατασκήνωση των Θρακών, ξεχώρισαν αμέσως το υπέρλαμπρο, πανώριο άρμα, μέσα σε πολλά άλλα μα ξεχώριζε εμφανώς, χωρίς δυσκολία.

«Αθηνά, ύψιστη, δεν έχω δει ποτέ μου ωραιότερα άλογα ή άμαξα!» Αναφώνησε ο Διομήδης με δέος κι ο Οδυσσέας τον τράβηξε προς το μέρος του ενστικτωδώς.

«Ησύχασε!» Σύριξε επιτακτικά. «Αν μας αντιληφθούν, είμαστε χαμένοι. Ας μοιράσουμε τις αρμοδιότητες· θα αναλάβω εγώ τους στρατιώτες και τον Ρήσο κι εσύ τα άλογα ή τον ανάποδο;»

«Τα άλογα δικά σου πάρε, διότι θα σκαρφιστείς το δίχως άλλο τέχνασμα, για να τα κλέψεις άηχα. Ας αναλάβει ο καθένας τον τομέα που του ταιριάζει καλύτερα,» πρότεινε ο Διομήδης, με τη σύμφωνη γνώμη του συντρόφου του. «Ορκίζομαι ενώπιον σου, να σφάξω απόψε τον Ρήσο κι όποιον άλλον Θράκα βρεθεί εμπρός μου.»

Μόλις γινόταν η αλλαγή φρουράς των σκοπών, όρμησαν οι δυο τους πάνοπλοι, με πρώτο τον Διομήδη, ενώ ο Οδυσσέας πίσω του τόξευε αλάθητα και τον κάλυπτε. Ωθούμενος και ξαναμμένος από την άγρυπνη Αθηνά, ο Αργίτης εξαπέλυσε θανατικό αμείλικτο, απερίγραπτο. Με μανία κατέσφαζε όσους είχαν την ατυχία να τον συναντήσουν ή αποπειραθούν να σταματήσουν κι όσο προχωρούσε στις σκηνές, τόσο περισσότερο ποτιζόταν με αίμα Θρακών το χώμα, με κομμένα μέλη, ούρα και κόπρανα, δυσοσμία ανυπόφορη.

Εμπρός στη σκηνή του Ρήσου, τον περίμεναν ξυπνητοί οι δώδεκα καλύτεροι πολεμιστές του, η Βασιλική του Φρουρά. Δε δίστασε στιγμή ο γιος του Τυδέα. Τους αντιμετώπισε κατά πρόσωπο, ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν μόνος, αφού ο συνετός Οδυσσέας ακολουθούσε παραπίσω λάθρα, σιγανά, σαν ανάλαφρος, αόρατος δαίμων και τραβούσε από τα πόδια τα πτώματα ανοίγοντας δρόμο, ώστε μετά να περάσουν τα άτια άφοβα και ήσυχα, χωρίς να σκιρτήσουν. Γέμισε ο σιωπηλός άνεμος ξάφνου με κραυγές πνιχτές και βογκητά ετοιμοθάνατων, θυμάτων του μένους του Τυδείδη, το ξίφος του οποίου δε γνώριζε οίκτο ή παύση.

Ένας χρησμός του Ελένου του δίδυμου της Κασσάνδρας, που ο Έκτωρ γνώριζε καλά, δήλωνε πως αν ο Ρήσος ριχνόταν στη μάχη και τα άλογα του ποτίζονταν στον Ξάνθο ποταμό, θα σήμαινε η σωτηρία της Τροίας. Κι εκείνη η ελπίδα έσβησε ολότελα, την ώρα που η πλάση σίγησε κι ο Διομήδης σκότωνε τον Ρήσο, του έκοψε από άκρη σε άκρη τον λαιμό και το θείο του αίμα λέρωσε όλη τη σκηνή. Έτσι, πέθανε ο ισχυρότερος ημίθεος Άναξ που γνώρισε ποτέ η Θράκη, στον ύπνο του, ενώ υπέφερε από εφιάλτη ισχυρό, σταλμένο από την Παλλάδα.

Μόλις βγήκε από τη σκηνή με το βασιλικό δαχτυλίδι του Ρήσου στη χούφτα, ο Οδυσσέας έλαβε το έναυσμα που χρειαζόταν κι έλυσε τα άλογα από το άρμα, τα έδεσε με λουριά και σιγά σιγά τα οδήγησε μακριά από την κατασκήνωση, χτυπώντας τα με το τόξο του, διότι ξέχασε να πάρει το μαστίγιο από την άμαξα. Μα, όσο οδηγούσε τα άλογα, πετάχτηκαν μπροστά του άλλοι δέκα φρουροί, κραδαίνοντας ξίφη, ακόντια, βέλη και σίγουρα θα τον διαμέλιζαν, προτού προλάβαινε να μιλήσει.

«Ποιός είσαι εσύ; Αν είσαι δικός μας, πες το σύνθημα!» Του φώναξε κάποιος, με τη χαρακτηριστική προφορά των Θρακών.

Ηρέμησε κι απόθεσε όλη τη συγκέντρωση στον νου. Το σύνθημα των Θρακών, που μονάχα τον Άρη αναγνώριζαν για Θεό υπέρτατο, θα αφορούσε εκείνον αναμφίβολα. Συνέτρεξε στο παρελθόν, όταν μελετούσε μικρός τη Θεογονία, πάπυρους παμπάλαιους κι όσα δεν έγραφαν εκεί, του έστελνε σε οράματα η Αθηνά.

Πώς έλεγαν τη θνητή τροφό του Άρη;

«Θηρίτας!» Δήλωσε κατηγορηματικά και με αυτοπεποίθηση, προφέροντας το προσωνύμιο του Θεού του Πολέμου. Δεν είχε νιώσει μεγαλύτερη ανακούφιση, μόλις είδε τα κοντάρια να μην τον απειλούν πια.

«Μην είδες τίποτα εισβολείς να περνούν από εδώ;» Ρώτησε η ίδια φωνή.

«Εκεί τους είδα να τρέχουν, μάλλον θέλουν να παραβιάσουν την πύλη του τείχους,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, με εξαιρετική μίμηση της προφοράς των.

Οι φρουροί έφυγαν σπεύδοντας και τον άφησαν επιτέλους μόνο ξανά, με τα θεία άλογα. Σφύριξε στον Διομήδη ως σημάδι, μα εκείνος δεν του έδωσε σημασία. Κοιτούσε επιμόνως το πανώριο άρμα, το φορτωμένο με όπλα πολύτιμα κι αναρωτιόταν πώς θα τα κουβαλούσε όλα ως το στρατόπεδό τους. Ακόμα και στην πλάτη του σκέφτηκε να τα σηκώσει ή να σκοτώσει ακόμα κι άλλους Θράκες, για να μην τους εμποδίσει κανείς. Βλέποντας η Αθηνά τον προβληματισμό του, επενέβη ευθύς.

«Δόξα έχεις ακόμη πάμπολλη να δρέψεις, Διομήδη και λάφυρα σπουδαία,» ψιθύρισε κι η αύρα της τον σκέπασε. «Κοίταξε τώρα να επιστρέψεις ασφαλής στις σκηνές σας, μην και κανείς άλλος αθάνατος ξυπνήσει τους Τρώες και σας καταδιώξουν.»

Αμέσως την υπάκουσε ο γιος του Τυδέα κι έτρεξε προς τον Οδυσσέα, καβαλώντας εύκολα ένα από τα θαυμάσια άλογα. Ο σύντροφος τον μιμήθηκε και τα άλλα δυο που έμειναν ακυβέρνητα, τα τραβούσε και χτυπούσε οργανωμένα με το τόξο του, άμα δεν προχωρούσαν. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησαν το κατευόδιο της θριαμβευτικής τους επιστροφής.

Τη στιγμή εκείνη, αντίκρισε ο Φοίβος Απόλλων την Αθηνά να τους ξεπροβοδίζει κι εξοργίστηκε, συνειδητοποιώντας τα τεκταινόμενα και τον χαμό του ανεκτίμητου πολεμιστή Ρήσου, κατέβηκε στον κάμπο και ξύπνησε ο ίδιος τον ξάδελφο του, τον πολέμαρχο Ιπποκόωντα των Θρακών. 

Ξυπνώντας ο νεαρός, είδε με τα μάτια του τον οδυρμό, την οιμωγή, το χάος, των ετοιμοθάνατων ή νεκρών στρατιωτών, τα άλογα χαμένα, ώστε ούρλιαξε απεγνωσμένος.

«Ο Ρήσος είναι νεκρός!»

Σηκώθηκαν ευθύς έντρομοι Τρώες και ξένοι σύμμαχοι, όσοι κοντά κοιμούνταν και πλησίασαν, για να θαυμάσουν το απίστευτο κατόρθωμα δυο μονάχα θνητών ανδρών. Ο Απόλλων μερίμνησε, μάλιστα, να μαθευτούν και τα ονόματα τους απροκάλυπτα, για να τους πλήξουν κατάρες άφθονες.

«Ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης,» κάγχασε αυθόρμητα ο Έκτωρ, μόλις του διηγήθηκαν τα γεγονότα κι ο ίδιος επιθεωρούσε την ανείπωτη ζημιά. «Σκότωσαν τον καλύτερο στρατηγό μας, μας εξευτέλισαν και ξέφυγαν σώοι κι αβλαβείς! Το δίχως άλλο, αύριο θα δούμε τον Δόλωνα παλουκωμένο στο τείχος τους.»

Δεν είπε τίποτα άλλο. Βυθίστηκε στις σκέψεις του και προσευχήθηκε έντονα, γιατί ένιωθε την τόλμη του να σαλεύει επικίνδυνα. Η Ανατολή πλησίαζε, οσονούπω η αγωνία θα έπαυε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Οδυσσέας σταμάτησε τους ίππους, στο αρμυρίκι που είχαν φυλάξει τα αιματοβαμμένα λάφυρα του Δόλωνα. Πέζεψε τάχιστα ο Διομήδης, του τα παρέδωσε τιμητικά κι ανέλαβε εκείνος για το υπόλοιπο της διαδρομής να κεντίζει τα άτια, που περήφανα και πρόθυμα τελικά σαν να πετούσαν έτρεχαν προς το στρατόπεδό τους.

Πίσω από το τείχος, τον θόρυβο τους άκουσε ο Νέστορας κι αναθάρρησε περιχαρής, ανάμεσα στους αδημονούντες Στρατηγούς.

«Με γελούν τα αυτιά μου, Αργείοι ανδράγαθοι, ή άραβος ακούγεται καθαρός από άλογα γοργά; Μήπως έφεραν λάφυρο τρανό από την έξοδο τους οι λεβέντες ή μήπως έπαθαν κακό και μας ορμούν οι Τρώες;»

Προτού προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση του, φάνηκαν οι δυο μέσα από την πύλη, με τα τέσσερα εξαίσια άλογα κατά πόδας.

Με γέλια, αλαλαγμούς, φαιδρές φωνές κι ευχαριστίες τους υποδέχτηκαν οι Αρχηγοί, ωσάν νικητές του Πολέμου. Ασφυκτιούσαν αμφότεροι από αγκάλες σφιχτές, χτυπήματα φιλικά κι επαίνους ακατάπαυστους, αέναους. Μα για τα άτια που έφεραν, πρώτος γύρεψε ο Νέστωρ να μάθει.

«Στα χρόνια μου πάνω στη γη, πιο θαυμαστά ζώα δεν αντίκρισα,» ομολόγησε με δέος. «Πώς τους λάβατε, τρισένδοξε Οδυσσέα; Μοιάζουν με τις ακτίνες του Ήλιου, λάμπουν κατάλευκα σαν μάρμαρα! Μονάχα Θεού δώρο μπορούν να είναι, αφού σας αγαπούν δεόντως η Αθηνά κι ο Ζεύς.»

Ο Οδυσσέας με υπομονή και κάθε λεπτομέρεια, τους εξιστόρησε αφειδώς όλα όσα είχαν βιώσει τις ώρες που έλειψαν, τονίζοντας την ανδρεία του Διομήδη, που είχε τόσους φονεύσει Θράκες. Με απέραντη αγαλλίαση, δέος και κομμένη την ανάσα, τον άκουσαν όλοι και ζητωκραύγασαν στο τέλος. Είχαν αναντίρρητα τη νύχτα εκείνη, γράψει Ιστορία· μια σελίδα αποκλειστικά δική τους, ολόλαμπρη, ξεχωριστή κι απαράμιλλα ωραία.

Στη στέρεη σκηνή του Διομήδη, έδεσαν τελικά τα μοναδικού κάλλους ζώα, δίπλα στα ήδη υπάρχοντα του Άνακτα, για να τραφούν με στάρι γλυκό. Στη δική του σκηνή, προσωρινά εναπόθεσε ο Οδυσσέας τα όπλα του Δόλωνα, για την επόμενη θυσία στη Θεά που σχεδίαζαν.

Χωρίς χρονοτριβές, επέστρεψαν τα δανεικά όπλα στους κατόχους τους κι απομονώθηκαν πίσω από τα πλοία, για να πλύνουν τον ιδρώτα από τα κατάκοπα σώματα τους. Μέσα στη θάλασσα, φρόντισαν και ξέπλυναν τον περισσότερο κάματο, ενώ τάχιστα συνέχισαν στους πρόχειρους, σκαλιστούς λουτήρες των σκηνών, όπου λούστηκαν ενδελεχώς κι αλείφτηκαν κατόπιν με ελαιόλαδο, ώστε απαστράπτοντες σαν Θεοί, κάθισαν στο τραπέζι του Διομήδη κι έναν κρατήρα γεμάτο κρασί σπόνδισαν στη Θεά, αφιερώνοντας της τα λάφυρα του Δόλωνα. Ο Οδυσσέας, από τη νύχτα εκείνη, κράτησε για τον εαυτό του μονάχα το ακόντιο του Τρώα κατασκόπου ως ενθύμιο.

Ήδη στον αργαλειό της ήφαινε η Παλλάς το πρώτο πέπλο με την αναπαράστασή της ηρωικής τους δόξας, των εξεχόντων αυλών και τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

9800 λέξεις

Άλλες 2000 να έγραφα, θα έσπαζα το ρεκόρ εδώ 😂😂😂😂😂

Τι μου κάνετε; Όλα καλά; ❤️❤️❤️

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Στο επόμενο, έχουμε ΜΑΧΗ ΤΡΟΜΕΡΗ, ΥΠΕΡΟΧΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ, guest την Έριδα την τσίφτισσα ΚΙ ΕΠΙΣΗΣ αντίδραση αθανάτων στον θάνατο του Ρήσου!

Έρχεται συντομότατα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μένετε μαζί μου κι εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα τα παιδιά που δίνουν Πανελλήνιες ❤️❤️❤️

Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top