ΧΧΧΙΙ Αλαζονική Κώφευση
Μέσα στην απόλυτη ζοφερότητα της νυχτιάς, αναδύθηκε από τον πάλευκο αφρό, με την άγρια ομορφιά και ζωώδη ορμή η Νηρηίδα Θέτιδα. Η πανίσχυρη Θεά, με την ικανότητα μεταμόρφωσης και την άπλετη επιρροή στον Όλυμπο, ξεπετάχτηκε από το γαλήνιο πέλαγος που κάποτε είχε γίνει ο υγρός τάφος του Αιγέα, γεμάτη χάρη μα και αγωνία, αιώνια ομορφιά αλλά ταραχή. Ερχόταν κατευθείαν από τις Μοίρες, τις σκοτεινές αδελφές που υποκρύπτονταν στις παρυφές του Ολύμπου, σε σπηλιά άρτια κρυμμένη, που ακόμη κι ορισμένοι αθάνατοι αγνοούσαν. Κόρες του Δία από τη δεύτερη γυναίκα του, την Τιτανίδα Θέμιδα, διέμεναν στη σπηλιά τους γαλήνια και δεν έφευγαν ποτέ, μονάχα δέχονταν επισκέπτες.
Η Θέτις, ως αθάνατη και θαλασσινή Θεά, είχε συναντήσει κι αντικρίσει με τα μάτια της παράδοξα πολλά, παράξενα, τερατώδη μα δεν είχε τρομάξει ποτέ· στη θέα των τριδύμων Θεών, που κρατούσαν στα χέρια και στις κλωστές τους τα πεπρωμένα των πάντων, η καρδιά της απρόθυμα πετάριζε από φόβο, δέος σκοτεινό.
Περνώντας την είσοδο της σπηλιάς τους, δεν είχε αργήσει να τις βρει, σχεδόν μέσα σε απόλυτη σιωπή που διακοπτόταν μονάχα από τις ανέμες, τα ψαλίδια ή τα φτερουγίσματα νυχτερίδων και φως λιγοστό, από κεριά αμυδρά, τρεμάμενα από τον παγερό αέρα, τα απειλούμενα από τις σταγόνες των σταλακτιτών. Η Κλωθώ στεκόταν εμπρός, μια φαινομενική έφηβη, με πρόσωπο καθάριο και μαλλιά ολόλευκα, σφίγγοντας την ανέμη της αγκαλιά σαν νεογέννητο κι έγνεθε τα νήματα με ζωηράδα ζηλευτή. Γεννιούνταν άνθρωποι στον κόσμο όλο κι εκείνη φρόντιζε τις πορείες των ζώων τους με ομαλότητα και ζέση, ψυχρή αποτελεσματικότητα και σχεδιασμό.
Στην απέναντι άκρη του κοιλώματος της σπηλιάς, κρατούσε η πυρρόξανθη Λάχεσις δική της ανέμη κι έμπλεκε σταθερά τις κλωστές, χωρίς ίχνος οίκτου ή συγκίνησης. Ανάλογα με τις κατευθύνσεις που τους προσέφερε, χαρίζονταν στους ανθρώπους συμφορές ή τύχες μεγαλειώδεις. Ανάμεσα στις κλωστές, ακούραστα όρθια κι αγέρωχη, κυκλοφορούσε άηχα η Άτροπος, με μαλλιά εβένινα κι ομορφιά ώριμη. Στα χλωμά της χέρια κρατούσε ένα μακρύ, ακονισμένο, κατάμαυρο ψαλίδι, με το οποίο έκρινε κι έκοβε τα νήματα, τερματίζοντας ζωές ανθρώπινες αυτοστιγμεί. Πίσω τους, μέσα στο συνονθύλευμα νημάτων που πλέκονταν γύρω λεπτά σαν υφασμένα από αράχνες κι έλαμπαν στο ελάχιστο φως, έχασκε το κάτοπτρο τους· η πύλη τους προς τη γη, μέσα από την οποία εμφανίζονταν στις μάνες την πρώτη νύχτα μετά τη γέννα και μελετούσαν τα πεπρωμένα των παιδιών τους. Έτσι ακριβώς, είχαν παρουσιαστεί και σε εκείνη, φαντάζοντας ωσάν όραμα, πριν τριάντα τρία περίπου έτη, όταν έσφιγγε στο στήθος της με απίστευτη προστατευτικότητα τον μονάκριβο γιο της.
«Ιδού η μάνα του ανδροφάγου, του διφυή με τη διττή μοίρα,» την υποδέχτηκε η Κλωθώ παγωμένα.
«Για αυτόν ήρθες, το δίχως άλλο,» μειδίασε αναίσθητα η Λάχεσις, μαντεύοντας το προφανές. «Εσύ είσαι αθάνατη και τον θνητό σου άνδρα προ πολλού εγκατέλειψες.»
«Δε θα σου αρέσουν όσα θα ακούσεις,» προειδοποίησε βλοσυρά η Άτροπος, κόβοντας μηχανικά δυο νήματα ταυτόχρονα. «Αν αναμένεις φανταχτερά ψέματα, πήγαινε στους προφήτες. Εδώ θα ακούσεις τη στυγνή αλήθεια, όπως και τη νύχτα που τον γέννησες.»
«Χαίρετε, Μοίρες, ύψιστες κυράδες, ρυθμιστές των πάντων,» υποκλίθηκε με σεβασμό η Νηρηίδα. «Πραγματικά, το ριζικό του γιού μου γυρεύω.»
«Ήδη άκουσες την αλήθεια,» της είπε η Λάχεσις, κοιτώντας τη με τα σμαραγδένια της μάτια, που λαμποκοπούσαν και στο ημίφως ακόμα. Με μια προσεκτική μάτια, έμοιαζε η θυληκή έκδοση του Δία. «Ο γιος σου έχει φύση διπλή, ως μίσος Θεός και μίσος θνητός, άρα έτσι έλαβε και τη μοίρα.»
«Επιλογή δική του είναι η τελική πορεία,» τόνισε η Κλωθώ, διαχωρίζοντας από τις κλωστές μια, που έλαμπε ασημένια, ένδειξη πως επρόκειτο για ημίθεο. Πραγματικά, η κλωστή διαχωριζόταν μετά από ένα σημείο σε ουρά διπλή. «Αυτό το ήξερες από την πρώτη στιγμή.»
«Πότε πρέπει να ληφθεί η απόφαση;» Αναρωτήθηκε αγωνιώντας η μάνα. «Ο χρόνος κυλά αμείλικτος.»
«Αν μείνει στην Τροία άλλη μια ημέρα, η τύχη του είναι σφραγισμένη,» απάντησε ψυχρά η Άτροπος. «Θα χαθεί πολύ σύντομα, σε λίγους μόνο μήνες. Αν, όμως, θελήσει να εγκαταλείψει τον πόλεμο και να επιστρέψει στην πατρίδα, θα ζήσει πολύ περισσότερο, όσο επιθυμείς εσύ.»
Δεν ήταν τα λόγια της αθάνατης γυναίκας που στοίχειωναν έπειτα της Θέτιδα μα το θέαμα του δεύτερου κομματιού του νήματος. Το ένα ήταν μαύρο και στυφό, ενώ εκείνο ολόλαμπρο, χρυσό.
Φτάνοντας εσπευσμένα στο στρατόπεδο των Αχαιών, προσπέρασε αφανής τις σκηνές των Μυρμιδόνων κι έφτασε ευθύς στην πιο μεγαλοπρεπή, που ξεχώριζε ακόμη και για τους αδαείς, μέσα στις άλλες, των κοινών θνητών. Δεν περίμενε να αναγγελθεί, πέρασε μέσα λαθραία κι ένιωσε ανακούφιση, βρίσκοντας το παιδί της μόνο, να γρατζουνίζει νωχελικά παρά να παίζει τη λύρα του με το γνωστό του πάθος. Η ζωηράδα έλειπε από τα πανώρια του μάτια, οι μπούκλες του έλουζαν τους ώμους του ανάκατες, λιγδωμένες, είχε μέρες να τις περιποιηθεί. Έμοιαζε αλλόκοτος, σαν να τον κατάτρωγαν έγνοιες βαθιά, διάβρωναν την ψυχή του στο ακέραιο και τον σκότωναν αργά και βασανιστικά. Η αθάνατη καρδιά της μάνας σφίχτηκε.
«Αχιλλέα,» μίλησε σιγανά, ώστε ο γιος της αφυπνίστηκε από το παράξενο του ντελίριο και ύψωσε τη ματιά του στη δική της. «Αγόρι μου, πώς κι είσαι μόνος;»
«Ο Πάτροκλος πέρασε λαθραία στη σκηνή του Αγαμέμνονα, μεταφέροντας μήνυμα προς τη Βρυσηίδα,» εξήγησε ο πυρρόξανθος νέος αδιάφορα.
Η Θέτιδα προτίμησε να μην ασχοληθεί με τα ερωτικά ζητήματα του γιού της, διότι, μολονότι κάποτε την είχαν απασχολήσει ιδιαίτερα, μπροστά στη συνέχιση της ζωής του φάνταζαν μηδαμινά.
«Σήμερα ο Δίας μερίμνησε κι αποδεκατίστηκαν οι υβριστές σου από τους Τρώες,» του ανήγγειλε με χαμόγελο χαράς. «Έτοιμη ήμουν να παρακαλέσω τον Ήλιο να αργήσει να αποτραβήξει το άρμα του, γιατί αν λίγο καθυστερούσε, ο Έκτορας θα γκρέμιζε το φαιδρό τους τείχος, το δίχως άλλο!»
«Και λοιπόν;» Ανασήκωσε τους ώμους, εμφανώς παραιτημένος, άλογα εξαντλημένος. «Δεν έχει σημασία, εφόσον η Βρυσηίδα μένει ακόμα στη σκηνή του βδελύγματος από τις Μυκήνες!»
«Μπορεί να καταστρωθεί ένα σχέδιο ανάκτησης της,» πρότεινε ενστικτωδώς η Θέτις.
«Να την κλέψω;» Γούρλωσαν τα μάτια του. «Τόσο αδιάντροπος νομίζεις πως είμαι; Όπως μου την άδραξε αυτός από τα χέρια, εγώ να την αρπάξω σαν κομμάτι κρέατος άψυχο; Όχι, μητέρα, δε θα το κάνω.»
«Τότε, πάψε να τη θρηνείς κι άκουσε όσα οφείλεις να γνωρίζεις,» αγκάλιασε τους ώμους του, γονατίζοντας σιμά. «Έρχομαι από τον Όλυμπο, συνάντησα τις Μοίρες.» Συνέχισε, μονάχα όταν ένευσε ο γιος της να συνεχίσει. «Πλησιάζει η ώρα, σπλάχνο μου. Καταφθάνει η μοιραία στιγμή που προφήτευσαν για εσένα. Πρέπει να διαλέξεις και να χαράξεις το πεπρωμένο σου. Είτε θα φύγεις με το πρώτο φως της Ηούς για τη γη του πατέρα σου και θα ζήσεις για χρόνια πολλά είτε θα μείνεις εδώ και θα πεθάνεις σύντομα!»
«Μη θαρρείς πως ξέχασα το σημαντικότερο σημείο,» την επέπληξε ανάλαφρα ο Αχιλλέας, υψώνοντας τα μάτια στο άτονο ταβάνι της σκηνής. «Αν μείνω, θα ζήσω λίγο μα ένδοξα· αν φύγω, θα ζήσω πολύ μα άδοξα, χλιαρά, σαν κοινός θνητός, ενώ γεννήθηκα ημίθεος κι άτρωτος έγινα.»
«Αγόρι μου, σκέψου λογικά,» τον ικέτευσε. «Επέλεξε σαν άνδρας νοήμων και σώφρων· σε περιμένει η Διηδάμεια με τον Νεοπτόλεμο, σε περιμένει ο γέροντας πατέρας σου, για να σου παραδώσει το στέμμα του επισήμως. Έπειτα, σου υπόσχομαι ότι θα φροντίσω να γίνεις αθάνατος, δε θα πεθάνεις ποτέ ούτε θα γεράσεις και θα σε ανεβάσω στον Όλυμπο ή στο παλάτι του πατέρα μου του Νηρέα, δε θα αφήσω να σε καταπιεί το σκοτάδι του Άδη, δεν αρμόζει η υπέρμετρη ομορφιά σου στον ζόφο του!»
«Μια ζωή δίχως συγκινήσεις, νωθρή, υποτονική, δεν είναι ζωή,» σχολίασε με ένα αδιόρατο πείσμα ο γιος. «Ούτε ο πατέρας μου με μεγάλωσε ούτε εσύ, μα ο Χείρων· κι εκείνος μου δίδαξε ότι πάνω από τη Δόξα, την Τιμή και το Σθένος δεν πρέπει να υφίσταται τίποτα άλλο. Γεννήθηκα, για να γίνω ήρωας, με κατορθώματα σπουδαία, όχι για να ζήσω σε ένα παλάτι οκνηρά, να κυβερνώ αγρότες και να εκπαιδεύω γιούς με ξύλινα σπαθιά και φανταστικούς εχθρούς. Γεννήθηκα για τα πεδία των μαχών, για την έξαψη της μάχης και την αγωνία του θανάτου που φέρει.»
«Έχεις ρωτήσει τον Πάτροκλο, άραγε;» Η Θέτις πάτησε σε περιοχή δύσβατη κι επικίνδυνη επίτηδες.
«Όπως γνωρίζω τα πάντα για εκείνον, έτσι κι αυτός γνωρίζει τα πάντα για μένα,» δήλωσε ετοιμόλογα, αναμένοντας την ερώτηση προφανώς. «Όπως κι εσύ, συμφωνεί πως πρέπει να διαλέξω τη ζωή έναντι της Δόξας.» Αναστέναξε και στιγμιαία έπαψε να παίζει την όμορφη λύρα. «Αν πεθάνω εδώ, η Βρυσηίδα θα με θρηνήσει. Το απόβρασμα θα της το επιτρέψει. Στον ανιαρό μου θάνατο στην πατρίδα, δε θα έχω αυτή την ευτυχία.»
Έσφιξε τη λαβή της στους ώμους του, με έκδηλη απελπισία κι άρχισαν να κυλούν δάκρυα στα μάτια, που προ πολλού βουρκώναν.
«Είσαι το παιδί μου, το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο,» η φωνή της έτρεμε από συγκίνηση. «Για εμένα, το μόνο που έχει σημασία είναι η ευτυχία κι η ζωή σου. Θέλω μονάχα να ζήσεις, δεν αντέχω να σε χάσω τόσο νέο κι ολιγόζωο. Σε έκανα άτρωτο, κατεβαίνοντας στη Στύγα του Κάτω Κόσμου, σου προσέφερα τα πάντα, σε έκρυψα, για να σωθείς από τον όλεθρο κι όμως με παράκουσες. Σε εκλιπαρώ, πλέον, κάνε το για εμένα, για χάρη μου. Μονάχα εσένα έχω κι αν σε χάσω, θα χαθεί η ψυχή μου και δε θα είμαι παρά ένα αθάνατο σαρκίο, ένα κουφάρι.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Αγαμέμνων ερχόταν ολότελα αντιμέτωπος με την απόγνωση. Όσο φυλούσαν τη σκοπιά οι Τρώες κι ανέβαιναν καπνοί στον ξάστερο ουρανό, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, απόκοσμη, σαν να ανέβηκε άξαφνα ο Τάρταρος στη γη, εκείνος δεν έβλεπε στον νεφελώδη ορίζοντα παρά μόνο αδιέξοδο, απελπισία και ήττα.
Είχε αρχίσει πλέον να χάνει την πίστη όχι μόνο στον στρατό και στον ίδιο του τον εαυτό μα και στον Μεγάλο Δία, που προφανώς τον είχε εμπαίξει κι εις βάρους του γελούσε βροντερά στον Όλυμπο. Οι ίδιοι άνδρες που πριν λίγες ημέρες ορμούσαν ατρόμητοι στον εχθρό, γεμάτη αυτοπεποίθηση από τον ελπιδοφόρο οιωνό του ονείρου, πλέον συνέρρεαν στη σκηνή του σαν αδέσποτα κουτάβια και τον παρακαλούσαν να φύγουν, να εγκαταλείψουν διά παντός την προσπάθεια κατάκτησης της Τροίας, μήπως και γλίτωναν τις ζωές τους. Όπως ο Ζέφυρος κι ο Βορέας χτυπούσαν αλύπητα τα πλοία στο Αγαίο, έτσι οι Αχαιοί είχαν καταβληθεί από τρόμο, δείλιαζαν κι αγωνιούσαν ακόμη και για την επιβίωση. Ο Αγαμέμνων αισθανόταν άχρηστος, ανίκανος να διαχειριστεί την ισχυρή κρίση που τους απειλούσε συθέμελα. Κοιτώντας τους καπνούς από τις πυρές του Έκτορα, γέμισε ευγνωμοσύνη· αν δεν υπήρχαν αυτές, ήταν βέβαιος πως το επόμενο πρωί θα ανακάλυπταν χαμένα πλοία, λιποτάκτες.
Διάταξε τους κήρυκες κι όπως ήταν αναμενόμενο, συγκαλέστηκε συμβούλιο των Ανάκτων και Στρατηγών ευθύς αμέσως. Συγκεντρώθηκαν γρήγορα μα νωχελικά, μουδιασμένα, παθητικά. Κανένας δε θα κοιμόταν εκείνη τη νύχτα. Η αγωνία του χαμού δε θα τους άφηνε σε ησυχία.
Ο Αγαμέμνων κοιτούσε το χώμα περίλυπος, καθώς κάθονταν οι Στρατηγοί στην τράπεζα και γύρω. Μόλις έλαβαν θέση κι οι τελευταίοι, σηκώθηκε αργά όρθιος κι ετοιμάστηκε να τους μιλήσει, καθώς σιωπή επικρατούσε εξαρχής και όψεις βλοσυρές. Όλα τα μάτια που στράφηκαν κατά πάνω του έβριθαν της ίδιας θλίψης, του ίδιου πόνου και θρήνου. Νιώθοντας όλη την καταποντισμένη ελπίδα να τον καταβάλει σαν βουνό πτωμάτων, λύθηκε μπροστά τους σε δάκρυα σιωπηλά, έπεσαν οι ώμοι του και σειόταν σύγκορμος, διότι δεν άντεχε άλλο την κατάπτωση και τον εξευτελισμό, γέμιζε οδύνη θωρώντας παντού απελπισία, όταν έπρεπε να βασίλευε ο θρίαμβος κι η νίκη.
Ένιωσε το χέρι του Μενέλαου στον ώμο του, σταθερό κι υποστηρικτικό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ενδυνάμωσε ελάχιστα τη φωνή του, να μην έτρεμε τουλάχιστον.
«Αγαπημένοι μου αρχηγοί, φύλακες των Δαναών, πόσο πολύ με τύφλωσε, με συνεπήρε ο Δίας. Ο ανάλγητος Άρχων, μου έταξε την πόρθηση του πυργωμένου Ιλίου κι ένδοξη επιστροφή στην πατρίδα. Κι ιδού, λοιπόν, πόσο οικτρά με απάτησε και θα γυρίσω στις Μυκήνες εξευτελισμένος. Πώς θα κοιτάξω γονιούς, συζύγους, αδελφές που θα περιμένουν τα παλικάρια τους νικητές κι εγώ θα τους γυρίσω στάχτες σε άδεια χέρια, ηττημένα; Πέθαναν τόσοι άξιοι άνδρες χωρίς λόγο! Έτσι αρμόζει προφανώς στον Κρατερό τον Δία, που πανίσχυρα αφάνιζε και θα αφανίζει πόλεις ακόμα κι ιδιότροπα, γιατί είναι ο Κυβερνήτης.» Η φωνή του τρεμόπαιξε και χρειάστηκε μια στιγμή σιγής, για να συνεχίσει. «Μονάχα ένα μένει να γίνει πλέον· να φύγουμε αύριο το πρωί πίσω προς τις πατρίδες, διότι ποτέ δεν πρόκειται να πάρουμε την Τροία.»
Κανένας δεν τόλμησε να μιλήσει, αφότου κάθισε ξανά ο Ατρείδης κι η σιωπή τους κατέπνιγε αφόρητα, σαν δηλητηριώδες νέφος και κατάρα δυνατή. Η ρήση του ήταν λογική, εγκάρδια κι επόμενη, μιας κι ήταν ο Αρχιστράτηγος, ο υπεύθυνος για όλους. Κι η σιγή συνεχίστηκε, επειδή όλοι είχαν μείνει άναυδοι στη λυγισμένη του μορφή, του πενθούντος πατέρα.
Ενίοτε, κι όλο και συχνότερα με την πάροδο των στιγμών, φούντωναν νεύματα έγκρισης ανάμεσα στους Άνακτες, σιωπηλά συμφωνούσαν μαζί του και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, παλεύοντας να πείσουν κάποιον να το δηλώσει φωναχτά. Ο μοναδικός που έμοιαζε να διαφωνεί πλήρως κι έκαιγαν στα μάτια του άσβεστη η επιμονή, το θάρρος και το κλέος, ήταν ο Διομήδης, που δεν άντεξε τη σιγή και βρόντησε τη γροθιά στην τράπεζα, ώστε οι διπλανοί του αναπήδησαν έντρομοι.
«Σε εσένα πρώτα θα αντιταχθώ, Αγαμέμνων, διότι παραλογίζεσαι και σίγουρα δε θα μου θυμώσεις, αφού έτσι είθισται στις συνοδούς και συζητήσεις,» ξεκίνησε ο αήττητος Τυδείδης με ορμή και στάθηκε ορθός σαν πεύκο. «Πρώτος εσύ με ονείδισες κι ονόμασες δειλό, φυγόμαχο, λιποτάκτη σήμερα! Όσο για την αλήθεια, είναι σε όλους εμφανώς γνωστή. Αρχιστράτηγος μας ορίστηκες, καθώς ο πάνσοφος Ζεύς σου είχε δωρίσει σκήπτρο ολόχρυσο για διακυβέρνηση όχι μετάλλιο ανδρείας. Κύρη παράδοξε, μόλις έκρινες τους Αργείους ως απόλεμους κι άνανδρους, άπειρα παιδάρια και τρομοκρατημένα. Αν τόσο αδημονείς να γυρίσεις στην πατρίδα, πήγαινε ελεύθερα, δεμένα στην ακτή σε περιμένουν τα εκατό πλοία που σε έφεραν εδώ!» Κι ενώ έβραζε το αίμα του από θυμό κι εκτονωνόταν η ένταση, ο Οδυσσέας τον κοίταξε προειδοποιητικά, υποδεικνύοντας κίνδυνο. Θέλησε να μαζέψει την πύρινη γλώσσα του και χαμήλωσε ελάχιστα τους τόνους. «Να είσαι βέβαιος, όμως, πως θα μείνουμε κάμποσοι συμπολεμιστές, για να κυριεύσουμε την Τροία. Ας φύγουν όλοι, αυτοί οι λιπόψυχοι που διστάζουν να σου απαντήσουν, ας μείνω μόνος με τον Σθένελο και τους ατρόμητους Αργείους, δε θα φύγουμε μέχρι να πατήσουμε την Τροία, μάρτυρες μου οι δοξασμένοι Θεοί, των οποίων η βούληση με οδήγησε εδώ και με διατάζει!»
Ακόμη και να ανασάνουν φοβούνταν πλέον οι Άνακτες Στρατηγοί, μπροστά στο παθιασμένο, ανυπότακτο βλέμμα του Διομήδη και στο άδειο, κενό του Αγαμέμνονα, που δεν πρόδιδε καμία πρόθεση ή αίσθημα για τον λόγο που μονάχα αποκοτιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Μηχανικά, θαρρείς, σαν πουλί που για πρώτη φορά ξεπετάγεται από τη φωλιά, αντήχησε η σθεναρή φωνή του Αίαντα του Τελαμώνιου, που με τις πολεμικές ιαχές της Σαλαμίνας επικροτούσε τον Άνακτα του Άργους. Αμέσως, τον συνόδευσε ο Τεύκρος. Σε μια στιγμή, με δυνατά χτυπήματα στην τράπεζα τους επικρότησαν ο Θόας, ο Λοκρός Αίας, ο Ιδομενέας, ο Εύμηλος, ο Αντίλοχος του Νέστορα. Και σε μηδενικό χρόνο, όλοι οι Άνακτες χειροκροτούσαν κι επευφημούσαν με αλαλαγμούς τον γιο του Τυδέα εκτός του ίδιου του Αγαμέμνονα και μονάχα οι Θεοί γνώριζαν πότε θα έπαυαν, αν δε ζητούσε ησυχία ο σεβαστός από όλους Νέστωρ.
«Νεαρέ Διομήδη, στον πόλεμο είσαι έξοχος, γενναίος κι ισχυρός, μα και στον νου υπερτερείς πολλών συνομηλίκων. Όπως μίλησες, κανείς δεν πρόκειται να σου αντιμιλήσει ή να σε κατηγορήσει. Είσαι νέος, γιος μου θα μπορούσες να λογίζεσαι, κι όμως μίλησες ώριμα και γενναία, με όλη σου την ψυχή. Ακούστε, όμως, κι εμένα και στέργετε με. Δεν πρέπει να διχαστούμε, Άνακτες. Όποιος εμφύλιες διαμάχες ονειρεύεται, δεν έχει ούτε νόμο μηδέ φυλή μηδέ εστία. Έχει νυχτώσει προ πολλού, στη νύχτα ας υπακούσουμε. Να δειπνήσουμε ως πρέπει. Έχω ήδη φροντίσει και προστάξει σε νέους να περιπολούν το τείχος μας και τον χάνδακα ολονυχτίς.» Στράφηκε αποκλειστικά στον Αγαμέμνονα, μιλώντας σαν πατέρας. «Γιε του Ατρέα, βρίσκεσαι σε δίλημμα σοβαρό. Μη λάβεις μόνος τούτη την απόφαση και μην ακούσεις γνώμες νεαρών, που λίγα έχουν βιώσει. Προτείνω να συγκαλέσεις σύνοδο των γερόντων μας, εκείνους να ακούσεις, να ζυγίζεις τις γνώμες στον νου και να αποφασίσεις ώριμα, ορθώς και φωτισμένα. Παραχώρησε δείπνο μεγαλοπρεπές, με οίνο από τη Θράκη κι εκείνοι θα σου δώσουν τις κάλλιστες των συμβουλών.»
Υπερψηφίστηκε η πρόταση του Νέστορα κι αμέσως έγινε δεκτή από τον Αρχιστράτηγο, την ώρα που επανδρωνόταν το τείχος και τα μονοπάτια του με εφτά εκατοντάδες ανδρών, υπό εφτά σπουδαίους πολέμαρχους ηγέτες· τον γιο του Νέστορα τον Θρασυμήδη, τους γιούς του Άρη Ασκάλαφο και Ιάλμενο, τον Μηριόνη, τον Δηίπυρο, τον Αφαρέα και τον γιο του Κρείοντα, τον Λυκομήδη. Όπως ακριβώς κι οι Τρώες, παρατάχθηκαν κι αυτοί κι άναψαν φωτιές, όπου δείπνισαν και φύλαξαν σκοπιά αδιάκοπα, ακούραστα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Δεν την έχει αγγίξει.»
Αυτή η απλή πρόταση διέλυσε τη σιωπή που είχε απλωθεί και κυριαρχούσε ειρηνικά στη σκηνή του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος είχε επιστρέψει από το λημέρι του Αγαμέμνονα εσπευσμένα, δεδομένου του έκτακτου συμβουλίου των Στρατηγών, και δεν του είχε πει λέξη. Τα μάτια του εξαπέλυαν τόση αχαλίνωτη λύπη που οι λέξεις φάνταζαν φτωχές. Οι δυο τους είχαν δειπνήσει σε εντελή σιγή και συνομιλούσαν με αμέτρητα λόγια της ψυχής οι οφθαλμοί και μέσα στην ίδια θερμή, τεταμένη, εκκωφαντική σιγαλιά εναγκαλιάστηκαν ερωτικά και ξάπλωσαν στην κλίνη του Αχιλλέα, ώστε τα κορμιά μιμήθηκαν τις ανέκαθεν συνδεδεμένες τους ψυχές.
«Ποιός;» Βγήκε από το ντελίριο του ο Πηλείδης, προσποιούμενος ότι δεν είχε καταλάβει πού αναφερόταν.
Νευρικά, το χέρι του Πάτροκλου μπλέχτηκε στους πυρρόξανθους βόστρυχους του ημίθεου, ανακατεύοντας τους τρυφερά.
«Ξέρεις ποιός και κυρίως ποιά,» αποκρίθηκε επίπεδα, διότι όλο το συναίσθημα είχε ταχθεί σε εκείνη την απλή μα τόσο βαρυσήμαντη κίνηση. «Τι υπέροχα μαλλιά που έχεις. Λάμπουν στον Ήλιο σαν φλόγες και τώρα στο ημίφως φεγγοβολούν ωσάν τη Σελήνη. Αυτά μαρτυρούν τη θεϊκή σου φύση.»
«Τι σου είπε η Βρυσηίδα;» Τον ρώτησε, αγνοώντας την εγκάρδια φιλοφρόνηση ο Αχιλλέας.
Αναστέναξε προτού απαντήσει. Την περίμενε εκείνη τη στιγμή. Η σιωπή τους ήταν πολύ γλυκιά για να διαρκούσε κιόλας. Μα δεν έπρεπε να ήταν τόσο αλαζόνας και πλεονέκτης. Άλλωστε, εκείνος κοιμόταν μαζί του και κανείς άλλος ή άλλη.
«Λέξεις πολλές δεν ανταλλάξαμε,» του αποκάλυψε αργά. «Ήταν τόσο συγκινημένη που με είδε, ώστε έκλαιγε διαρκώς και μούσκεψε αμφότερους τους ώμους μου με δάκρυα καυτά. Ο Αγαμέμνων δεν την έχει πλησιάσει καν· από σεβασμό ή φόβο, κανείς δεν ξέρει με σιγουριά. Ίσως δεν έχει προλάβει. Μα το μόνο σίγουρο είναι ότι προς το παρόν η Βρυσηίδα ζει ήρεμα κι αδιάκοπα θρηνεί τον έρωτά σας.»
Ο Αχιλλέας δε φάνηκε να αντιδρά ή να απαντά στις πληροφορίες του. Σηκώθηκε από την κλίνη κι ολόγυμνος άπλωσε τα χέρια κι άδραξε την κιθάρα, την πανέμορφη λύρα που ο ίδιος είχε φτιάξει ως έφηβος στη Σκύρο, φαινομενικά πολλές ζωές πριν. Βάλθηκε να παίζει έναν σκοπό μελαγχολικό, που έφερε δάκρυα στα μάτια του Πάτροκλου και μια ατμόσφαιρα μοναξιάς στη σκηνή.
«Ήρθε η μητέρα μου,» είπε κάποια στιγμή, χωρίς να παύει τη μουσική του. «Μου ζήτησε να αποφασίσω· είτε θα φύγω αύριο και θα ζήσω είτε θα μείνω και θα πεθάνω.»
«Τι θα πράξεις;» Ρώτησε ξέπνοα ο Πάτροκλος. «Τη γνώμη μου τη γνωρίζεις. Ας φύγουμε, ας ζήσουμε. Γιατί να πεθάνεις, όταν μπορείς να ζήσεις και να ευτυχήσεις;»
«Η άπραγη ζωή έχει γεύση αλμυρή, ωσάν των δακρύων. Η δοξασμένη, όσο σύντομη κι αν είναι, στη γεύση της μόνο σε μέλι ευωδιαστό προσιδιάζει,» ρέμβασε, χαμένος στη σκέψη, στη μελωδία και στις αναμνήσεις των θριάμβων ο γιος της Θέτιδας. «Όποιος έχει βιώσει κλέος, νίκη και μεγαλείο, έχει γευτεί την Αμβροσία των Θεών.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σε λίγη μονάχα ώρα, έφυγαν οι Στρατηγοί για τις σκηνές τους κι ήρθε στον Αγαμέμνονα η γερουσία, την οποία υποδέχτηκε σε τράπεζα στρωμένη με όλα τα εκλεκτά καλούδια, που ευφράναν τις κουρασμένες τους καρδιές κι ικανοποίησαν τις ορέξεις. Αφότου η πείνα κι η δίψα έσβησαν ολότελα και με το παραπάνω, θέλησε διστακτικά ο Αγαμέμνων να ξεκινήσει την επίμαχη συζήτηση. Στα δεξιά του, επίτιμα, καθόταν ο Νέστωρ, ο οποίος, παρατηρώντας αμέσως την αμηχανία του, έσπευσε να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. Σηκώθηκε, επέβαλε ησυχία αμέσως κι απευθύνθηκε με αυτοπεποίθηση προς τον ίδιο τον γιο του Ατρέα, με τον δέοντα σεβασμό.
«Αγαμέμνων ξακουστέ, όλα από εσένα ξεκινούν και σε εσένα καταλήγουν σε αυτό το στρατόπεδο, έτσι κι ο λόγος μου,» ξεκίνησε με φτερωμένες λέξεις. «Ο ίδιος ο Ζεύς αναγνώρισε την υπεροχή σου έναντι άλλων λαών, προσφέροντας σου δώρο ανεκτίμητο, τούτο το σκήπτρο, ως αποδεικτικό του μεγαλείου σου. Όπως, όμως, σκέφτεσαι και πράττεις μεγαλοπρεπώς, οφείλεις σοφά να λαμβάνεις υπόψιν και γνώμες άλλων. Η τελική απόφαση είναι ολότελα δική σου μα επίτρεψε μου να ξετυλίξω το κουβάρι της σκέψης μου. Γνωρίζουμε όλοι μας καλώς πως κρατάς ανάμεσα στις σκλάβες του τη Βρυσηίδα, που υποχθόνια απέσπασες του Πηλείδη. Μολονότι και τότε σε ικέτευα να μην το πράξεις, εσύ άκουσες μονάχα την κατά τα άλλα σπουδαία σου ψυχή. Αψήφησες έναν άνδρα εξαίρετο, εξαίσιο, αγαπητό από θνητούς κι αθάνατους, δοξασμένο και πανίσχυρο. Κρατάς το βραβείο του επιμόνως. Το μόνο που μας μένει τώρα είναι να αποπειραθούμε να τον γαληνεύσουμε με δώρα μύρια ιλαρά και λόγια μελωμένα.»
Τα πάμπολλα νεύματα συγκατάβασης έπεισαν τον Αρχιστράτηγο πως οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι πρεσβύτεροι τον επικροτούσαν πλήρως. Έσκυψε το κεφάλι ταπεινά, μετανοώντας ειλικρινά.
«Δεν περίμενα ποτέ να απαριθμηστούν οι αμαρτίες μου τόσο σύντομα και περιεκτικά,» παραδέχτηκε εγκάρδια. «Έσφαλα, το ομολογώ. Τι να την κάνω την υποτέλεια των λαών, όταν ο Δίας με καταφρονεί; Είναι εμφανές πλέον, εκείνον περισσότερο ευνοεί κι εμάς αφάνισε. Μα, αν τόσο ολέθρια θαμπώθηκα και γελάστηκα, λαχταρώ όσο τίποτα να επανορθώσω με εξαγορά πλουσιοπάροχη!» Τότε, ύψωσε διστακτικά τα μάτια από το χώμα, τα λαμπερά από κλάμα και μεταμέλεια αυθεντική. «Ιδού, λοιπόν, τα μεγαλοπρεπή δώρα που θα του προσφέρω. Εφτά άκαυτοι τρίποδες, δέκα τάλαντα χρυσάφι, είκοσι λέβητες λαμπροί και δώδεκα γενναία άτια, βραβευμένα σε ιππικούς αγώνες. Περιουσίες ολόκληρες φτιάχνονται με κτήματα και χρήμα από τις αμοιβές των αγώνων τούτων. Κι έπειτα, θα του προσφέρω τις γυναίκες της Λέσβου τις ξεχωριστές κι επιφανείς, που ο ίδιος μου είχε προσφέρει ως δώρο, όταν είχε κυριεύσει το νησί προ ετών με τον Αίαντα και τον Οδυσσέα. Εφτά θα είναι, όμως, όχι μόνο έξι, διότι θα παραδώσω και τη Βρυσηίδα, την οποία δεν έχω τολμήσει να αγγίξω, το ορκίζομαι ιερά. Κι όταν δώσουν οι Θεοί και πάρουμε την Τροία, ένα καράβι θα του γεμίσω μονάχα με χρυσό και λάφυρα και θα διαλέξει μόνος είκοσι Τρωαδίτισσες πανώριες, κατώτερες μονάχα από την Ελένη! Μα κι όταν επιτέλους γυρίσουμε στην πατρίδα, στο Άργος το αγαπητό, τον μαστό της γης, θα τον κάνω γαμπρό μου, θα τον αγαπώ όπως τον μονάκριβο γιο μου, τον Ορέστη! Τρεις κόρες έχω αδέσμευτες, που θα διαλέξει μια και θα την προικίσω ως καμία άλλη· τη Λαοδίκη, την Ιφιάνασσα, ή τη Χρυσόθεμη. Και πόλεις ολόκληρες θα του παραχωρήσω, που μου ανήκουν· τις θείες Φηρές, την Ενόπη, την Καρδαμύλη, τη χλοώδη Ιρή ή αμπελοφόρο Πήδασο -Μεθώνη της Μεσσηνίας- ή Αίπεια λαμπρή ή Άνθεια ανθηρή. Απέναντι όλες βρίσκονται από την αμμώδη Πύλο κι οι κάτοικοι πολύαρνοι και πολύμοσχοι, προτίθενται ως Θεό να τον τιμήσουν και δοξάσουν, προσφέροντας αφειδώς φόρους και προϊόντα αγνά. Αυτά του προσφέρω, αν δεήσει να γαληνέψει.» Ο Αρχιστράτηγος πλέον είχε επανέλθει πλήρως και τα ύστατα λόγια του βγήκαν με πεποίθηση και σιγουριά ηχηρή. «Αυτό πρέπει να κάνει, να με εισακούσει και να υποχωρήσει, όχι μόνο επειδή είμαι ανώτερος Άναξ του μα και πρεσβύτερος του, αξίζω σεβασμού και κατανόησης.»
«Εύγε, Ατρείδη, μίλησες σωστά και δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη η δωρεά σου στον χολωμένο ήρωα,» αποκρίθηκε ο ετοιμόλογος Νέστορας. «Ακόμη, πρέπει να προσέξουμε ποιοί θα του μεταφέρουν την προσφορά και να φύγουν τάχιστα, το γοργόν και χάριν έχει. Θα τους προτείνω και μακάρι να δεχτούν· πρώτα ο Φοίνιξ ο άριστος, ο διδάσκαλος του ο σεβάσμιος, με συνοδούς τους πιο καλούς φίλους του Πηλείδη, τον μέγα Αίαντα και τον Οδυσσέα της Ιθάκης, με τελικούς τους κήρυκες Οδίο κι Ευρυβάτη. Πρέπει να δεηθούμε, άρχοντες, πρέπει να προσευχηθούμε για την επιτυχία των. Φέρτε νερό γάργαρο να νιφτούμε και να σιγήσουμε κατανυκτικά.»
Αμέσως υπάκουσαν οι υπηρέτες στην προσταγή του. Έφεραν αμφορείς γεμάτους ύδωρ και ξέπλυναν τα χέρια οι γέροντες, για να σπονδίσουν στον Δία με κρασί εκλεκτό της Θράκης. Ο Οδίος κι ο Ευρυβάτης έσπευσαν να καλέσουν τον Αίαντα και τον Οδυσσέα, καθώς ο Φοίνιξ ήταν ήδη παρών, ως μέλος της επιφανούς γερουσίας. Μόλις κατέφτασαν αυτοί, βιαστικοί και εντελώς πρόθυμοι να συνδράμουν, ο Νέστορας πήρε παράμερα τον γιο του Λαέρτη και του μίλησε ιδιαιτέρως.
«Νεαρέ, μονάχα εσύ μπορείς να πείσεις τον Αχιλλέα να επιστρέψει,» του δήλωσε ανοιχτά, απόλυτα ειλικρινής. «Ο Αίας είναι παρορμητικός κι ο Φοίνικας υπέρ του δέοντος συναισθηματικός, όντας διδάσκαλος του. Εσύ πρωτοστάτησε στη συζήτηση, εσύ ανάλαβε την πειθώ του, εσύ από εδώ και στο εξής πρέπει να ηγηθείς, αν επιθυμούμε πράγματι να σωθούμε και να φύγουμε από εδώ νικητές και ζωντανοί. Για εννέα και πλέον έτη, βασιστήκαμε στη δύναμη των μυών, στα πλήθη των στρατών και το σίδερο των όπλων μας. Δεν κατορθώσαμε τίποτα. Είναι εμφανές, πως για να πορθηθεί η Τροία, μονάχα η υπέρτατη ισχύς του νου απαιτείται. Ευφυέστερος άνδρας από εσένα δεν υπάρχει στον στρατό. Δράσε στο παρασκήνιο, πράξε όσα μπορείς περισσότερα και καλύτερα, ηγήσου ειλικρινά μα κρυφά κι εγώ θα είμαι μαζί σου. Μόνο εσύ μπορείς να μας οδηγήσεις στη νίκη, είτε επιστρέψει στη μάχη ο Αχιλλέας είτε όχι.»
Ο Οδυσσέας τον άκουσε προσεκτικά κι έσκυψε το κεφάλι ταπεινόφρονα, μετά το κάλεσμα για σιωπηλή ηγεσία. Ένιωσε το βάρος της ευθύνης να τον καταπλακώνει μα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την κρίση του σεβάσμιου Νέστορα.
«Δε θα ξεχάσω λέξη από όσα με νουθέτησες μα θα φυλάξω αυτά τα λόγια για τον εαυτό μου μόνο,» απάντησε μετριοπαθώς. «Ελπίζω να μην καταλήξουμε σε τόση απελπισία, ώστε να πρέπει να ηγηθώ εγώ κι όχι πανάξιοι άνδρες σαν τον Πηλείδη, τον Διομήδη, τον Μενέλαο, τον Ιδομενέα, τους Αίαντες και τόσους άλλους.»
Ο Άναξ της Πύλου δεν του έδωσε απάντηση, μόνο ένευσε καταφατικά με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο, που ξυπνούσε τον Αργοναύτη μέσα του κι έσπειρε δέος στην ψυχή του Οδυσσέα. Μετά τη σύντομη μα βαρυσήμαντη συζήτηση τους, η πομπή ήταν έτοιμη να αναχωρήσει για τη μοναχική σκηνή του Αχιλλέα.
Φτάνοντας, περνώντας μέσα από τις σκηνές των Μυρμιδόνων, τα αυτιά τους γέμισαν με θείες μελωδίες, θαρρείς κι ο ίδιος ο Φοίβος έπαιζε την κιθάρα του, με συνοδεία των ασύγκριτων Μουσών. Ήταν θεσπέσια η μουσική κι όταν εισήλθαν στη Βασιλική σκηνή, αντίκρισαν τον Πηλείδη, που έπαιζε την ασημένια άρπα που είχε λάβει ως λάφυρο από την πόλη του Ηετίωνα, τη Θήβη. Ακόμα κι η πιο ψυχρή καρδιά θα ζεσταινόταν από τους μαγευτικούς ήχους κι από το θαυμάσιο τραγούδι που λαλούσε ο Αχιλλέας, για τις δόξες τις αλλοτινές των πατέρων τους στην Αργοναυτική Εκστρατεία.
Ο Πάτροκλος ήταν ο μοναδικός παρών στο δωμάτιο, καθήμενος σιωπηλά απέναντι του Αρχηγού του, απολαμβάνοντας τα εξαίσια άσματα με μάτια κλειστά. Ήταν τόση η θαλπωρή κι η γαλήνη μεταξύ των, που δίστασαν οι Αχαιοί να την παραβιάσουν. Μα ο Οδυσσέας, με τα λόγια του Νέστορα στην καρδιά, πέρασε πρώτος και προχώρησε μπροστά, οδηγώντας τους υπόλοιπους τόσο κοντά στον Αχιλλέα, ώστε απότομα διέκοψε τη θεϊκή του οργανοπαιξία και πετάχτηκε ορθός, με τον Πάτροκλο να τον μιμείται σύντομα.
«Καλωσήρθατε, φίλοι ακριβοί!» Αναφώνησε περιχαρής. «Είναι μεγάλη μου τιμή κι αγαλλίαση καρδιάς να σας βλέπω όλους εμπρός μου. Ανάμεσα στους Αχαιούς, εσάς τους τρεις αγαπώ περισσότερο και πάντοτε είστε ευπρόσδεκτοι εδώ, παρόλη τη δυσαρέσκεια μου.»
Με χέρια ολάνοιχτα τους υποδέχτηκε και καθώς εισέρχονταν όλοι, ο Φοίνικας ένευσε στους δυο κήρυκες να μείνουν εκτός, αναμένοντας νεύμα του. Ο ίδιος με τον Αίαντα και τον Οδυσσέα ετοιμάστηκαν να δεχτούν τη φιλοξενία του ημίθεου.
«Τρέξε, για του Μενοίτου, γέμισε έναν κρατήρα με οίνο διαλεχτό, για να συγκεράσω. Φέρε μαζί και τρία κύπελλα,» πρόσταξε αμέσως τον Πάτροκλο, που έσπευσε να υπακούσει. «Ήρθαν σπουδαίοι άνδρες σήμερα στην εστία μου.»
Μόλις φρόντισαν για το κρασί, ανέλαβαν το φαγητό. Ο Αυτομέδων κι ο Αχιλλέας έκοψαν και λιάνισαν αρνίσια και παχιά χοιρινή πλάτη μαζί με ένα ολόκληρο κατσίκι, τα πέρασαν σε σούβλες, όσο ο Πάτροκλος άναψε φωτιά. Μόλις κατακάθισε κι έμειναν πυρωμένα κάρβουνα, έβαλαν τις σούβλες, που τάχιστα έψησαν τα κρέατα αριστοτεχνικά.
«Τι απροσδόκητη έκπληξη, αυτή η επίσκεψη,» παρατήρησε απροκάλυπτα ο Πάτροκλος, ενώ ανέμεναν το κρέας να ψηθεί, για να το διαμοιράσουν. «Αναρωτιέμαι ποιά σκοπιμότητα τους έσυρε ως εδώ.»
«Ο Κένταυρος Χείρων με δίδαξε να μην εικάζω ποτέ για τίποτα· οι προσδοκίες είναι υπερβολικά απατηλές κι ανούσιες,» αποκρίθηκε κοφτά ο γιος της Θέτιδας, καλύπτοντας τη δική του περιέργεια για την απροειδοποίητη έφοδο. Προείχε η φιλοξενία. Έριξε αλάτι, για να τα νοστιμίσει. «Πήγαινε να κόψεις ψωμί, για να τους προσφέρουμε μαζί με το κρέας.»
Πολύ σύντομα, το κρέας ήταν έτοιμο και διαμελισμένο σωστά. Υπηρέτες το εναπόθεσαν με κρεατοσανίδες στην τράπεζα κι ο Πάτροκλος έφερε το ψωμί σε κάνιστρα. Ο Αχιλλέας κάθισε απέναντι από τον Οδυσσέα, ο Πάτροκλος μακρύτερα του, απέναντι του γέροντος Φοίνικα και μετά από σχετική προαίρεση, έκανε ο γιος του Μενοίτου τη θεϊκή προσφορά· τα πρώτα κρέατα που είχαν βγει από τη φωτιά με το περισσότερο λίπος πετάχτηκαν κατευθείαν στη φωτιά. Έτσι, ξεκίνησε το δείπνο. Αφότου χόρτασαν κι ευφράνθηκαν πλήρως, ο Τελαμώνιος Αίας ένευσε διακριτικά στον Φοίνικα, ώστε έλαβε ευθύς το μήνυμα ο Οδυσσέας. Γέμισε ο ίδιος ένα κύπελλο με κρασί κι απευθύνθηκε στον Πηλείδη.
«Αχιλλέα ημίθεε, χαίρε. Υπέροχα δειπνήσαμε εδώ, όπως και στη σκηνή του Αγαμέμνονα. Μονάχα εδώ ευφράνθηκε η καρδιά μας, ενώ εκεί πλακώνεται. Δεν έχουμε νου πλέον για φαγοπότια, διότι μας χτύπησε συμφορά τεράστια και μόνο ζόφο βλέπουμε. Είναι αμφίβολη η μοίρα μας πια και μόνο εσύ μπορείς να την καθορίσεις, αν ζωστείς τα όπλα ξανά. Έχουν όλοι οι Τρώες οι παράτολμοι στοιχιστεί γύρω από τείχη με πυρές φοβερές κι απειλούν πως με το πρώτο φως της αυγής θα ορμήσουν στα καράβια μας. Ο Δίας τους ευνοεί, όλοι οι οιωνοί είναι υπέρ των κι έτσι μαίνεται με λύσσα ο Έκτορας, αφθονώντας η καρδιά του έπαρση για την υπεροχή του. Νομίζει πως είναι παντοδύναμος, τον θάρρεψε ο Δίας και δε λογίζεται ούτε θνητούς ούτε Θεούς. Προσεύχεται στη Ηώ να εμφανιστεί, για να κάψει -όπως καυχιέται- τα πλοία μας κι εμάς να εξολοθρεύσει. Πολύ φοβάμαι, τρέμω μήπως οι επιθυμίες του ταυτίζονται με των αθανάτων κι είναι γραφτό της Μοίρας μας να πέσουμε στα ξένα, μακριά από τις πατρικές εστίες μας.» Με όλη του την τόλμη και το θράσος, κοιτούσε τον γιο του Πηλέα κατάματα. «Αν θέλεις, πάντως, ακόμη και στην ύστατη στιγμή, να σώσεις των Δαναών τα παλικάρια από το μένος των Τρώων και το πανδαιμόνιο, μονάχα εσύ μπορείς. Θα το έχεις λύπη και βάρος στη συνείδηση, μα το κακό σαν γίνει δε διορθώνεται. Στοχάσου εγκαίρως, τώρα που μπορείς, να προφυλάξεις τους Αργείους αδελφούς σου από ημέρα ολέθρου. Δε θυμάσαι, γλυκέ μου, τι σου είπε ο μέγας Πηλέας, όταν αναχωρούσαμε από τη Φθία πριν εννέα χρόνια;» Κι όσο παρέθετε τα λόγια του πατέρα ο Οδυσσέας, επαναλάμβανε ο Αχιλλέας ταυτόχρονα, δακρύζοντας στη θύμηση. 'Παιδί μου, νίκες που καλοπροαίρετα θα σου χαρίσουν η Αθηνά κι η Ήρα φύλαξε τες μα κράτα την καρδιά σου γαλήνια και την ψυχή ήμερη. Προτίμησε την πραότητα, να απέχεις από έριδες και διαφιλονικίες, ώστε γέροντες και νέοι Αχαιοί να σε λατρέψουν και τιμήσουν.' Εμφανώς, λησμόνησες την ορμήνεια αυτή του πατρός. Ηρέμησε, τώρα. Πάψε τον θυμό, αυτή τη δηλητηριασμένη, σαθρή πληγή, όσο προλαβαίνεις. Ο Αγαμέμνων υποσχέθηκε ενώπιον της γερουσίας να σε ανταμείψει ωσάν ύψιστο Άρχοντα, μόνο και μόνο αν παραγκωνίσεις το μίσος στην καρδιά για χάρη της αδελφοσύνης. Ακόμα κι αν αδυνατείς να συμφιλιωθείς με εκείνον, σκέψου τον στρατό μας, τους αθώους άνδρες που θα δεινοπαθήσουν. Θα σε λατρέψουν σαν Θεό, το δίχως άλλο, όταν επιτεθείς στον μανιασμένο Έκτορα. Από τότε που αποσύρθηκες, καυχιέται πως δεν υπάρχει κανένας αντάξιος του ανάμεσα μας πλέον. Καταρρακώθηκε το ηθικό των ανδρών, ξεπέσαμε όλοι, οι Θεοί μας εναντιώνονται, μοιάζουμε να βρισκόμαστε στο χαμηλότερο μας σημείο.»
Κλείνοντας, απαρίθμησε τα δώρα που είχε υποσχεθεί ο Αρχιστράτηγος και δεν παρέλειψε ούτε ένα, τονίζοντας την επιστροφή της Βρυσηίδας και την προσφορά των εφτά εύπορων πόλεων. Αμύθητα φάνταζαν τα πλούτη κι οι τιμές, ήλπιζε να αποδεικνύονταν ακαταμάχητα.
«Πολυμήχανε γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα διογέννητε,» ξεκίνησε αργά ο Αχιλλέας σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος δεσποτικά κι η καρδιά του βούλιαξε. «Όσο και να κλαίγεστε κοντά μου, γνώμη δε θα μου αλλάξετε. Όσους αποκρύβουν τα αληθινά τους αισθήματα με ψεύδη στο στόμα, τους μισώ περισσότερο κι από τις πύλες του Άδη. Κανένας δε θα με μεταπείσει· ούτε ο Αγαμέμνων ούτε άλλος Αργείος. Αδίκως πολεμούσα τόσα χρόνια στην πρώτη γραμμή, διότι το ίδιο αμείφθηκα με τους νωθρούς. Ο σφόδρα ανδρειωμένος τιμήθηκε όπως κι ο άνανδρος φυγόμαχος. Μα ακόμη κι αν μείνουμε άπραγοι στη ζωή ή διαρκώς δραστήριοι, στο τέλος θα πεθάνουμε. Τι κέρδος έμεινε τελικά, πολεμώντας χρόνια ολόκληρα, διακινδυνεύοντας τη ζωή μου ασταμάτητα και την ακεραιότητα μου; Ξαγρυπνούσα νύχτες σχεδιάζοντας και μέρες στις μάχες σκότωνα αμέτρητους εχθρούς κι έβαφα το χώμα κόκκινο από το αίμα τους, για χάρη μιας αχάριστης γυναίκας. Δώδεκα πόλεις κυρίευσα επιτυχώς με τα πλοία μου κι άλλες έντεκα γύρω από την Τροία πεζή. Από τα λάφυρα εκείνων, τη μερίδα του λέοντος πάντοτε έπαιρνε ο Αγαμέμνων, ο διαρκώς καθήμενος στην άνεση της σκηνής του, προστατευμένος από κάθε κίνδυνο, μονάχα εισέπραττε κι αν ήθελε διαμοίραζε και σε άλλους βασιλείς. Κι όπως, λοιπόν, γνώριζε να αρπάζει αγόγγυστα, έτσι έκλεψε κι εμένα την ποθητή μου. Ας τη χαίρεται τώρα κι ας τέρπεται δίπλα της ξενυχτώντας!» Έκανε μια αυθόρμητη παύση, θέλοντας να συγκεντρώσει ξανά δύναμη και να πάψει το τρέμουλο στη φωνή του. Παράδοξο· ο Οδυσσέας ως φερόμενος ικέτης είχε μιλήσει με σιγουριά και σθένος, ενώ εκείνος, ο υποτιθέμενος άκαρδος απάντησης, είχε λυγίσει κι έμοιαζε ευάλωτος. «Μα γιατί έφερε τόσους πολυπληθείς Δαναούς να πολεμούν τους Τρώες; Δε γίνονται όλα για την Ελένη, την εύμορφη κι άπιστη; Λοιπόν, κάθε καλός και φρόνιμος πόνο κι αγάπη θρέφει για τη δική του σύντροφο. Κι εγώ αυτήν την κόρη, αν και πολέμου απόκτημα, ολόψυχα αγαπούσα. Και τώρα, αυτός, αφού μου την πήρε με δόλο κι απάτη, ας μην προσπαθήσει να με πείσει να γυρίσω ούτε απεσταλμένους να στέλνει -ακόμα και εσένα γιε του Λαέρτη- ας βρει εκείνος τρόπο να σωθούν τα καράβια από βέβαιο εμπρησμό. Πάμπολλα έκανε δίχως εμένα· έχτισε τείχος, με τάφρο και πασσάλους τριγύρω, μονάχα που κι αυτό αδυνατεί να εμποδίσει τη ρώμη του Έκτορα. Όταν πολεμούσα εγώ, δεν τολμούσε ο διάδοχος να ηγηθεί του στρατού στην πρώτη γραμμή, μονάχα το έπραττε όταν φτάναμε στις Σκαιές Πύλες. Μια φορά μόνο βρεθήκαμε αντιμέτωποι και μετά βίας γλίτωσε της ορμής μου. Εφόσον δε σκοπεύω πλέον να τον πολεμήσω, αύριο το πρωί θα θυσιάσω στους Θεούς και θα σύρω στη θάλασσα φορτωμένα τα πλοία μου, ώστε θα τα δείτε στον Ελλήσποντο να πλέουν καμαρωτά κι αν δώσει ο μέγας Ποσειδών, θαρρώ θα φτάσω στην καρποφόρο Φθία σε τρεις ημέρες μέσα. Με περιμένει εκεί πλούτος πολύς μα κι από εδώ θα λάβω όσα δικαίως μου αναλογούν σε θησαυρούς και σκλάβες. Μου λείπει πάντοτε η Βρυσηίδα που μου λήστεψε χλευαστικά ο Ατρείδης. Πείτε τα όλα αυτά δημόσια, για να οργιστούν οι γνωστικοί Άνακτες μα κι οι απλοί στρατιώτες και να μη μπορέσει ο αναίσχυντος να εξευτελίσει άλλον άνδρα ποτέ. Όσο για μένα, δε θα τολμήσει να κοιτάξει ποτέ πια, ο αδιάντροπος. Ούτε έργο θέλω άλλο μαζί του ούτε συμβούλια. Με εξαπάτησε, με αδίκησε, με υποτίμησε. Δε θα με πλανήσει άλλο, φτάνει πια. Ας μείνει να οδεύει προς τον όλεθρο, καθώς τον νου του αφαίρεσε ο πάνσοφος Κρονίδης. Τα δώρα του αποστρέφομαι και κρίνω ουτιδανά. Ακόμα κι αν μου έδινε δέκα ή είκοσι φορές όσα έχει και δεν έχει, μαζί κι όλους τους θησαυρούς του Ορχομενού και των Αιγυπτίων Θηβών, ακόμη κι αν μου προσφέρει τόσο χρυσό όσο οι κόκκοι της άμμου ή σίδερο όσο η σκόνη του χώματος, δε θα μου καταλαγιάσει την οδύνη στην ψυχή. Ούτε δέχομαι να νυμφευθώ μια κόρη του, τι κι αν είναι ισάξια της Αφροδίτης στην ομορφιά ή της Αθηνάς στην προκοπή. Ας βρει ανώτερο γαμβρό, μέσα στους τόσους ανύπαντρους Άνακτες Αχαιούς. Ήδη μου υποσχέθηκε μια κόρη κάποτε στην Αυλίδα, για να με εκμεταλλευτεί και κάνει περίγελο των πάντων. Σίγουρα, επιστρέφοντας στην πατρίδα, σύζυγο θα μου βρει την καλλίστη ο πατέρας. Βρίθει από αρχοντοπούλες πλούσιες η Ελλάς μας κι η Φθία και θα διαλέξω όποια ποθήσω, για να μοιραστώ την περιουσία του Πηλέα και το αίμα του Νηρέα που κληροδότησε η μητέρα μου. Σαν την ψυχή μου άλλος θησαυρός δεν υφίσταται, όλοι οι άλλοι βρίσκονται, είτε είναι του Ιλίου είτε τα αμύθητα πλούτη των Δελφών. Τρίποδες, μόσχοι, πρόβατα, ίππους αν χάσουμε, πάλι με αντάλλαγμα αποκτώνται ή ως λάφυρα. Μα η ψυχή λάφυρο δε γίνεται ούτε και κτήμα, μόλις περάσει μια και καλή το φράγμα των οδόντων.» Δε δίστασε, τότε, να τους αποκαλύψει τα νέα της μητέρας του από τον Όλυμπο, ώστε ο μέγας Αίας απέστρεψε το βλέμμα με οίκτο κι ο γέροντας Φοίνιξ δάκρυσε περίλυπος. Ο Οδυσσέας παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον. «Κι εσάς όλους θα συμβούλευα, τελικά, να γυρίσετε στην πατρίδα, μην ελπίζετε να δείτε την πτώση της Τροίας, διότι πασιφανώς ο Βροντητής την προστατεύει και γέμισε θάρρος τους υπερασπιστές της. Φύγετε, λοιπόν, πηγαίνετε, μεταφέρετε όπως πρέπει τα μαντάτα στη γερουσία και στους Στρατηγούς. Αν θέλουν να σωθούν, να βρουν μια άλλη λύση, διότι το χέρι μου δε θα τους βοηθήσει, ο θυμός παραμένει τρισμέγιστος κι ακλόνητος.» Στράφηκα στον δακρύζοντα Φοίνικα, τον αγαπημένο του διδάσκαλο, αγγίζοντας τους ώμους του ευλαβικά. «Μείνε εδώ απόψε, Φοίνικα, να ξεκουραστείς κι αύριο που θα ανοίξουμε πανιά για τη γλυκιά πατρίδα, ακολούθησε μας, αν το επιθυμείς. Εγώ δε θα σε πιέσω.»
Σώπασε. Ούτε ο Πάτροκλος δεν τολμούσε να μιλήσει πλέον. Κι ήταν ο μόνος που είχε πλημμυρίσει από αγαλλίαση, αδημονώντας να μείνουν μόνοι για να πνίξει τον αγαπημένο του στα φιλιά και στις ευχαριστίες για τη σοφή του απόφαση. Θα ζούσε. Θα επιβίωνε. Το είχε διαλέξει μόνος και το είχε δηλώσει με απόλυτη επισημότητα. Η ζωή διαγραφόταν εμπρός του για πρώτη φορά ολόφωτη, ξέγνοιαστη, ευτυχής. Οι υπόλοιποι τρεις καλεσμένοι, όμως, έμοιαζαν γερασμένοι απότομα, σκυθρωποί και τεθλιμμένοι, καταρρακωμένοι από την απόφαση του που φάνταζε ως καταδίκη. Χωρίς τον Αχιλλέα, τον μοναδικό που θα μπορούσε να ηγηθεί και να επαναφέρει την ελπίδα στις καρδιές των στρατιωτών, ήταν ολότελα χαμένοι, ηττημένοι πριν τη μάχη, μόνο και μόνο στην ιδέα του αιμοβόρου Έκτορα.
«Λαμπρό μου παιδί, Αχιλλέα, αν σκοπεύεις να επιστρέψεις στην πατρίδα κι η οργή σε αποτρέπει από το να σώσεις τα πλοία των συμπατριωτών σου, πώς να μείνω εγώ εδώ, μόνος και μακριά σου;» Αναρωτήθηκε φωναχτά ο Φοίνικας, δακρύζοντας περήφανα, κοιτώντας τον μαθητή του κατάματα. «Από τότε που σε έφερε ο πατέρας σου σε εμένα, ένα μωράκι ημερών, σε ανέλαβα ως προστάτης, πόσο μάλλον όταν οδηγήθηκες στην Αυλίδα, αμαθής κι άγουρος στην πράξη του πολέμου. Δε θα σε αφήσω ποτέ, αγαπητέ μου, ούτε κι αν μου χάριζαν πίσω τα νιάτα μου. Τα χαράμισα αυτά, διωκόμενος από τον μαινόμενο πατέρα μου, τον Αμύτορα του Ορμένιου. Ήθελε, βλέπεις, να πλαγιάσει με μια νέα παλλακίδα κι η μητέρα μου έπεισε εμένα να το πράξω πρώτος, για εκδίκηση. Η μικρή, μετά, απέστρεψε το βλέμμα από τον πατέρα μου κι εκείνος με εξόρισε και καταράστηκε να μη βλαστήσει καρπός από τους λαγόνες μου ποτέ. Τον άκουσαν οι Θεοί κι η άσπονδη Άνασσα του Άδη, η Περσεφόνη. Είχα τότε αγανακτήσει, λαχταρούσα να τον σκοτώσω μα ο Δίας μου έδωσε λογισμό και συνειδητοποίησα πως πατροκτόνος στον κόσμο δε χωρά παρά μόνο στα Τάρταρα, ώστε έφυγα μια νύχτα κρυφά, διότι με παρακαλούσαν όλοι οι συγγενείς να παραμείνω. Έφτασα μοναχός στη Φθία κι ο πατέρας σου με υποδέχτηκε, με αγκάλιασε σαν συγγενή και με γέμισε πλούτη κι αξιώματα, διορίζοντας με και στον Οίκο των Δολόπων επικεφαλής. Η υπέρτατη τιμή, όμως, ήταν η ανατροφή σου, από μωρό ως αγόρι άξιο, που στάλθηκε στον Χείρωνα. Δε θυμάσαι, παλικάρι μου, όταν σε χόρευα στα πόδια μου ή σε τάιζα και μου λέρωνες τον χιτώνα, ως παιδάκι αδύνατο; Σε εσένα αφιερώθηκα ολοκληρωτικά, γνωρίζοντας πως παιδί βιολογικό δε θα έκανα ποτέ, οπότε θεώρησα εσένα γιο μου και λατρεύω ολόκαρδα. Μα, αετέ υπερήφανε, σε εκλιπαρώ, λύγισε ελάχιστα την αδάμαστη ψυχή σου, μην είσαι ανηλεής μπροστά στην καταστροφή. Ακόμη κι οι Θεοί δείχνουν οίκτο, οι πανίσχυροι αθάνατοι, ενάρετοι κι ολόλαμπροι. Τη γνώμη τους μπορούν ενίοτε κι αλλάζουν οι θνητοί με την κνίσσα, με θυμίαμα, με προσευχές και ύμνους. Άλλωστε, οι κόρες του Δία οι Ικεσίες, είναι χωλές, αλλήθωρες, στην όψη ζαρωμένες και σέρνονται οι άμοιρες πίσω από την Άτη. Μα αυτή είναι γερή, σφριγηλή, γοργή, προτρέχει στη γη παντού κι αδικεί τους ανθρώπους. Κι εκείνες ξοπίσω της αγωνίζονται να διορθώσουν το κακό· μακάριος εκείνος που ευλαβικά τις δέχεται, για να βοηθηθεί κι εισακουστούν οι προσευχές του. Μα αν τις αρνείται αμάλακτος, παρακαλούν τον Δία να στείλει την Άτη ξανά, το κρίμα να τελέψει. Δώσε κι εσύ, αγόρι μου, στις Ικεσίες τον σεβασμό που αξίζουν. Ο Αγαμέμνονας λύγισε, σε ικετεύει να γυρίσεις με δώρα· αν έμενε ασυγκίνητος, ποτέ δε θα σου ζητούσα να τους συντρέξεις. Κι αυτές τις υποσχέσεις έφεραν οι πιο αγαπητοί σου άνδρες Αχαιοί. Μην περιφρονείς τα λόγια και τον κόπο τους να έρθουν ως εδώ· θυμίσου και τους ήρωες που σου διηγούμουν ως παιδί· ποτέ δεν αρνούνταν δώρα και λόγια σώφρονα, όσο κι αν ήταν θυμωμένοι. Θυμίσου τον μέγα Αργοναύτη, τον Μελέαγρο, που είχε αδικηθεί από την οικογένεια του κι όμως σαν τον παρακάλεσε η γυναίκα του, όρμησε κι έσωσε την Αιτωλία από τους άγριους Κουρήτες! Κι εσύ, παλικάρι μου, μη μείνεις να ακούς τις κραυγές των ετοιμοθάνατων Δαναών, ενώ δύνασαι να τους λυτρώσεις και να λάβεις λατρεία θεϊκή και δόξα μεγαλειώδη. Πήγαινε τώρα, για να απολαύσεις και δώρα άξια της σπουδαίας σου νίκης!»
«Δεν έχω ανάγκη από τιμές, γέροντα Φοίνιξ,» αποκρίθηκε με πικρία ο Αχιλλέας και γέλασε ειρωνικά. «Μου αρκεί που ο Δίας με ευνοεί τόσο, ώστε να μου επιτρέψει να γυρίσω στο σπίτι μου, γέρος και ζωντανός. Και κάτι ακόμα· μη μου ταράζεις την καρδιά με δάκρυα κι οιμωγή και μην κάνεις χάρες στον Αγαμέμνονα, τον μισητό μου εχθρό. Θα ήθελα αυτόν που με λύπησε, εσύ να τον οικτίρεις. Να έρθεις μαζί μου αύριο, να μοιραστείς τη δόξα και τη λάμψη της Βασιλείας μου στη Φθίας. Άσε τους άλλους να φύγουν με την απάντηση μου κι εσύ μείνε εδώ.»
Με ένα απλό νεύμα του ημίθεου, ο Πάτροκλος έλαβε τη διαταγή κι ετοίμασε κλίνη ωραία κι άνετη για τον Φοίνικα, για να μην αργήσουν κι οι άλλοι δυο να αποχωρήσουν. Ο Αίας απογοητευμένος έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του Οδυσσέα.
«Φεύγουμε, πολύτεχνε φίλε μου. Είναι μάταιο να προσπαθούμε για κάτι ακατόρθωτο. Θα δώσουμε την αγγελία στους Αργείους, ως οφείλουμε, αν και καλή δεν είναι, διότι μας αναμένουν εναγωνίως.» Και χωρίς ντροπή ή δισταγμό, ανέβασε τον της φωνής ευθαρσώς. «Ο μέγας Αχιλλέας εξαγριώθηκε, σίγησε η μεγάλη του καρδιά. Λησμόνησε, ο άπονος, τους φίλους του που με αγάπη ονομάζαμε εξοχότερο όλων. Οι γονείς περιμένουν αποζημίωση από τους φονιάδες των παιδιών τους, για να ανακουφιστούν έστω κι ελάχιστα. Εσένα, όμως, για μια μονάχα γυναίκα, ενώ έχεις δέκα άλλες, σκλήρυνε η καρδιά σου από τους Θεούς. Εφτά πανώριες σου δίνουμε, την πολύτιμη Βρυσηίδα σου κι αλλά αμύθητα πλούτη.» Πλησίασε τον Πηλείδη ανερυθρίαστα, με τα χέρια στη μέση κι ως γίγας τον ονείδιζε. «Σεβάσου τον Οίκο σου και δέξου το έλεος στο στήθος. Μας δέχτηκες εδώ, θαρρούμε είμαστε οι πιο αγαπητοί σου κι όμως μας αγνοείς.»
Σκοτείνιασε το βλέμμα του Αχιλλέα, προτού του απαντήσει, με ανάμνηση όσων είχαν περάσει, θλίψη και φιλία περισσή.
«Πολέμαρχε ασύγκριτε, Αίαντα, ο λόγος σου ταιριάζει στην καρδιά μου μα βράζω από αγανάκτηση για την αδικία του Ατρείδη, που με απέρριψε μπροστά σε όλους ως ξένο που ατιμάζεται από ιθαγενείς. Φύγετε και κηρύξτε αυτό ακριβώς· δεν πρόκειται να επιστρέψω στη μάχη αύριο, αν δε δω τον Έκτορα να φτάσει στις σκηνές των Μυρμιδόνων και τα πλοία να κατακαίει. Είμαι σίγουρος πως από φόβο, μόλις φτάσει κοντά στα πλοία μου, θα υποχωρήσει.»
Δεν του απάντησε κανείς. Με νεύμα κοφτό τον χαιρέτησε ο Οδυσσέας κι έφυγε μαζί με τον Αίαντα και τους δυο κήρυκες σιωπηλά μα υπερήφανα.
Μόλις έμειναν μόνοι ξανά, ο Πάτροκλος μοίρασε οργανωμένες προσταγές στους υπηρέτες κι ετοιμάστηκε η κλίνη του Φοίνικα αμέσως· με προβιές, τάπητες στρώθηκε κι υπέροχη, λινή σινδώνη στην κορυφή. Ξάπλωσε ο γέροντας κι αποκοιμήθηκε αμέσως. Κι όσο ο Πάτροκλος καρδιοχτυπούσε για να πέσει και να φιλήσει τα πόδια του Αχιλλέα για τη λυτρωτική του απόφαση, το κρύο βλέμμα του τελευταίου τον απέτρεψε μια και καλή. Του ευχήθηκε ψυχρά καληνύχτα, προβληματισμένος ιδιαίτερα. Αποσύρθηκε για τη νύχτα και κάλεσε στην κλίνη την καλλιπάρειο Διομήδη. Έτσι κι ο Πάτροκλος με χολή, φώναξε για την Ίφη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στη σκηνή του Αγαμέμνονα, τους περίμεναν άγρυπνοι οι Στρατηγοί πάντες και πρώτος ο Αρχιστράτηγος προϋπάντησε και ρώτησε αγωνιωδώς.
«Θαυμαστέ Οδυσσέα, των Αχαιών δόξα, πες μας! Θα δεήσει να μας σώσει ή είναι βέβαιος ο χαμός πια;»
«Αρχηγέ Αγαμέμνονα,» ξεκίνησε θαρραλέα και σταθερά ο Άναξ της Ιθάκης, «όχι μόνο παραμένει άσβεστη η οργή του μα και θέριεψε χειρότερα η φλόγα της. Αρνήθηκε τα δώρα σου κι είπε να σκεφτείς μόνος πώς θα βγούμε από το αδιέξοδο.» Όταν δε, τους μίλησε για την πρόθεση φυγής του, οι πάντες έχασαν τις ανάσες τους, όπως και το χρώμα του προσώπου. Τελείωσε, ενημερώνοντας τους για την παραμονή του Φοίνικα, που δεν είχε ακολουθήσει.
Η σιωπή που ακολούθησε ήταν η χείριστη όλων. Και πάλι, όμως, εβγήκε μπρος και φώναξε ο αήττητος Διομήδης.
«Λάθεψες, Αγαμέμνονα,» δήλωσε ευθέως και κατηγορηματικά. «Δεν έπρεπε να του τάξεις τόσα δώρα και τιμές. Βρίθει από οίηση η ψυχή του κι έτσι του την ενίσχυσες. Ας τον αφήσουμε πλέον, δεν έχει νόημα, ας πράξει όπως πιστεύει. Μονάχα οι Θεοί θα επέμβουν και θα τον επαναφέρουν, αν γίνει αυτό ποτέ. Η νίκη ή η ήττα βρίσκονται ολοκληρωτικά στα χέρια μας. Ας φάμε και πιούμε όσο αντέχουμε, για να γαληνεύσουν οι ανταριασμένες καρδιές μας κι έπειτα να αναπαυθούμε. Όταν η ροδοδάχτυλη Ηώς ανατείλει, πρώτος ζώσου εσύ τα άρματα, Αρχηγέ και ρίξου στην πρώτη γραμμή, φέροντας όλο μας το θάρρος και την αίγλη.»
Μόλις τελείωσε και κάθισε, τον χειροκρότησαν οι πάντες ζωηρά. Τον θαύμασαν για άλλη μια φορά, για την ασίγαστη του ψυχή κι ορμή. Δείπνησαν, σπόνδισαν, γύρισαν στις σκηνές τους κι αποκοιμήθηκαν ευθύς, για να χαρούν τον ύπνο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γύρισα! Ζω! Είμαι πάρα πολύ καλά και τα κεφάλαια από εδώ και πέρα θα πέφτουν βροχή!
Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά! Τι μου κάνετε;
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Κι εφόσον η υποκειμενική μου αγάπη, ο ΘΕΟΣ Οδυσσέας, δίκασε λιγάκι εδώ, στο επόμενο κεφάλαιο θα ξεπεράσει τον εαυτό του!
Στη Ραψωδία Κ, έχουμε γλέντι, έχουμε την υποκειμενικά αγαπημένη μου ραψωδία που με μια μόνο λέξη μπορεί να εξηγηθεί· Ρήσος.
Ω ναι. Αυτό. Αυτό ακριβώς. Ετοιμαστείτε για παίνεμα και λατρεία στον Οδυσσέα χωρίς όρια, ενώ θα παίξουμε λίγο και με την Ίφη, τη Διομήδη, την Τέκμησσα, την Κασσάνδρα, την Ανδρομάχη... Γενικώς, στο επόμενο κεφάλαιο θα έχουμε πολλά κορίτσια και τον Οδυσσέα για κερασάκι, ήτοι ο Οδυσσέας στο φυσικό του περιβάλλον!
Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top