ΧΧΧΙ Θεομηνία και Φωτιά

Η σκηνή του Αίαντα βούιζε σαν μελίσσι, μεστή από κόσμο -κυρίως γυναίκες- σε βαθμό υπέρτατο, που ξεπερνούσε κατά πολύ τις γέννες των παιδιών του. Ο ίδιος ο γιος του Τελαμώνα απουσίαζε, προετοιμάζοντας τις σπονδές της πρώτης ημέρας του γάμου μαζί με τον Τεύκρο, συνεπώς η σκηνή είχε καταληφθεί από σκλάβες όλων των Αχαιών αρχηγών, οι οποίες είχαν κατακλύσει από την ώρα που η είδηση είχε κυκλοφορήσει, απαριθμώντας τα απαραίτητα υλικά, για να φτιάξουν το νυφικό, να στολίσουν τα μαλλιά της νύφης και τόσα άλλα, στα οποία η Τέκμησσα δεν είχε δώσει καμία σημασία. Το μόνο που λαχταρούσε, ήταν να αντικρίσει τον αγαπημένο της Αίαντα όχι ως άρχοντα μα σύζυγο της, ίσο σε όλα, με τα παιδιά τους νόμιμα, σεβαστά και υπολογίσιμα από όλους. Ήδη τη θεωρούσε ίση του, για αυτό ήταν πεπεισμένη, μα πολλοί την κοιτούσαν ύποπτα και μουρμούριζαν νόθα και μπάσταρδα όποτε έβλεπαν τους γιούς της, γεγονός που την εξόργιζε κι έστριβε τα σωθικά της σε βαθμό αβάσταχτο. Όλα αυτά θα τελείωναν. Ως σύζυγος του Αίαντα και μέλλουσα Άνασσα της Σαλαμίνας, δε θα εισέπραττε ποτέ αποδοκιμασία ή ειρωνεία, όπως και τα αγόρια της, οι πολύτιμοι θησαυροί της.

Η συνύπαρξη με τον Αίαντα τους πρώτους μήνες την είχε γεμίσει ανία και κόπωση. Δεν της επέτρεπε να κάνει τίποτε παρά να του γεμίζει ενίοτε το κύπελλο με νερωμένο κρασί και να του κρατά συντροφιά καθώς δείπνιζε, όπου αντάλλασσαν ελάχιστες κουβέντες ή βασίλευε σιωπή. Όλη την ημέρα, περιφερόταν μοναχή στη σκηνή κι όταν ρωτούσε τους υπόλοιπους ολιγάριθμους υπηρέτες αν μπορούσε να κάνει κάτι, εκείνοι της ζητούσαν να παραμείνει αδρανής, διαταγές του Πρίγκιπα Αίαντα.

Για καλή της τύχη, τότε είχε γνωρίσει στην πηγή από όπου γέμιζαν τις στάμνες με νερό, τη Διομήδη και την Ίφη. Η πρώτη, κόρη του Λέσβιου βασιλέως Φόρβαντα, λάφυρο μετά την επιδρομή του Αίαντα, του Οδυσσέα και του Αχιλλέα, για να καταλήξει στον τελευταίο κι η δεύτερη δώρο του Πηλείδη στον αγαπημένο του Πάτροκλο. Δυο γυναίκες σκλάβες μα γεννημένες αρχοντοπούλες όπως κι εκείνη. Η συμπάθεια άνθισε μεταξύ τους προτού καν το συνειδητοποιήσουν και σύντομα εξελίχθηκε σε φιλία. Οι τρεις τους δημιουργούσαν μια ομάδα αλλόκοτη και ταυτόχρονα εξαιρετικά ισχυρή· η φωτιά στην ψυχή της Τέκμησσας που καθρεφτιζόταν στα αμυγδαλωτά της μάτια έδινε θάρρος στην ταπεινή κι ολιγόλογη Ίφη, ενώ μετρίαζε ολίγον την αστείρευτη ματαιοδοξία της Διομήδης. Τότε, δεν είχε ακόμη έρθει η Βασίλισσα της Λυρνησσού κι εκείνη κατείχε τα πρωτεία στην εύνοια του Πηλείδη, πεπεισμένη τελικά πως θα γινόταν γυναίκα του, αν του γεννούσε έναν γιο, πράγμα που δεν κατόρθωσε ποτέ.

Ύψωσε τα μάτια της από το πάτωμα και κοίταξε τις δυο φίλες της, τις πρώτες γυναίκες που την έκαναν να αισθανθεί ζεστασιά και αποδοχή σε εκείνο το ανδροκρατούμενο μέρος, οι οποίες λογομαχούσαν έντονα για το χτένισμα των μαλλιών της. Η Διομήδη επέμενε πως έπρεπε να πιαστούν ψηλά και να πλεχτούν δεξιοτεχνικά κι εντυπωσιοθηρικά, ενώ η Ίφις είχε ταχθεί με τη λιτότητα, προτείνοντας να τα άφηναν ξέπλεκα, τυλίγοντας μέσα τους άνθη και κορδέλες λαμπερές.

Η Διομήδη πετούσε από χαρά κι αυτό διαφαινόταν στα γλαφυρά γαλάζια μάτια της, που ελάχιστα πια γελούσαν. Εκείνη την ημέρα, όπως και τις τελευταίες δέκα περίπου ημέρες, η διάθεση της είχε εκτοξευθεί κι η αιτία ήταν η φυγή της Βρυσηίδας από τη σκηνή του Αχιλλέα. Η βεβαιότητα είχε φωλιάσει μέσα της πως πλέον ο πρίγκιπας της Φθίας θα γινόταν δικός της ξανά, η εύνοια του κατοχή της όπως κι η στοργή. Της είχε λείψει οπωσδήποτε, μετά από πέντε περίπου χρόνια που μόνο μερικές ματιές της είχε δωρίσει. Η Βρυσηίδα, με την κοινότοπη ομορφιά και τη σκοτεινή όψη της μελαγχολίας τον είχε γοητεύσει, τον είχε κάνει να λησμονήσει τα ξανθά της μαλλιά για τα οποία είχε κάποτε συνθέσει ύμνους στη λύρα και τα ζαφειρένια της μάτια, που όμοια τους ορκιζόταν ότι δεν είχε αντικρίσει. Μια μέτρια γυναίκα είχε εκτοπίσει την ωραιότητα της και την είχε υποβαθμίσει σε απλή σκλάβα, όχι πλέον ομόκλινη του Άρχοντα. Βοηθούσε τον Αχιλλέα στο λουτρό, στην ένδυση, στον καλλωπισμό μα αυτό ήταν όλο. Πλέον, όμως, της είχε δοθεί η ευκαιρία να ανακτήσει τον χαμένο πόθο και να επανέλθει στην πρότερη θέση που λαχταρούσε ολόψυχα. Θα τα κατάφερνε· θα στεκόταν δίπλα του ως Άνασσα και μάνα των υιών του.

«Τι θα λέγατε να ρωτούσατε τη νύφη για την άποψή της; Άλλωστε οι ημέρες της ανήκουν,» ακούστηκε μια τέταρτη φωνή στη συντροφιά τους.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, βρίσκονταν στη σκηνή ως αρωγοί της Τέκμησσας οι δυο τους κι η Υακίνθη, η μοναδική δούλη του Οδυσσέα, ενώ για τα θελήματα πηγαινοέρχονταν δούλοι κι υπηρέτες του Αίαντα και του Τεύκρου. Μηνύματα, είδησης, απαιτήσεις, αναζήτησης υφασμάτων και στολιδιών έρχονταν κι έφευγαν διαρκώς από τα χείλη εκείνων στους υπηρέτες, στις γερόντισσες δούλες που αδυνατούσαν να παραστούν μα επιθυμούσαν να βοηθήσουν και το ανάποδο. Εκείνη η φωνή που είχε παρέμβει, ωστόσο, τους ήταν εξαιρετικά γνώριμη, για τη δε Διομήδη μισητή κι ήλπιζε ολόψυχα να μην τη συναντούσε ξανά, όσο κι αν φαινόταν αναπόφευκτο.

Μόλις η Τέκμησσα αντίκρισε τη Βρυσηίδα, χαμογέλασε πλατιά κι αυθεντικά.

Η γνωριμία με τη Βρυσηίδα δεν έγινε παρά μόνο όταν η Τέκμησσα ετοιμαζόταν να φέρει στον κόσμο τον δεύτερο της γιο, τον Φίλαιο. Στους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης, μια αλλόκοτη αιμορραγία την είχε τρομοκρατήσει κι εγκλωβίσει στο κρεβάτι. Είχε τρέξει στη σκηνή του Αίαντα αφήνοντας τον Αχιλλέα, ωθούμενη από ένα μητρικό ένστικτο που ακόμη δεν είχε αξιωθεί να νιώσει και συνέχεια αποστερούταν, αφού πρώτα το ονειρευόταν, μέσα από ατυχείς εγκυμοσύνες. Η Τέκμησσα τότε, μέσα στη σύγχυση της προσοχής δεκάδων ανθρώπων πάνω της, των πόνων που δεν είχε γνωρίσει και της ταραχής για το παιδί που έθρεφε μέσα της και κινδύνευε να χάσει, αποτύπωσε ολοκάθαρα την ανήσυχη μα ευγενή ματιά της Βρυσηίδας, μιας κοπέλας που μόνο από μακριά είχε αντικρίσει ελάχιστες φορές. Τη θυμόταν, δεν ξεχνούσε ποτέ φυσιογνωμίες κι η παροντική της γλαφυρή έκφραση, δήλωνε πως καταλάβαινε, κατανοούσε πλήρως την αγωνία της και στήριζε. Σε μηδενικό χρόνο, την είδε να γονατίζει δίπλα της και να της πιάνει το χέρι υποστηρικτικά, σαν να ήθελε να την καθησυχάσει. Αυθόρμητα, χαλάρωσε ελάχιστα κι ανάσανε ελεγχόμενα, ώστε ο Μαχάων την είχε εξετάσει λεπτομερώς, κατορθώνοντας να βεβαιωθεί ότι η αιμορραγία δεν είχε επηρεάσει το έμβρυο. Ωστόσο, ως τη γέννα, σηκωνόταν από το κρεβάτι μονάχα για τις σωματικές ανάγκες και για λουτρό, πράγμα το οποίο πρώτος ο Αίας την είχε αναγκάσει, για την ασφάλεια της ίδιας και του γιου τους. Η Βρυσηίδα ερχόταν σχεδόν καθημερινά και της κρατούσε συντροφιά, χαρίζοντας τη λίγη παραπάνω από τη γαλήνη κι ηρεμία της, τη βουτηγμένη στη θλίψη μιας ανείπωτης απώλειας.

Η Βρυσηίδα που στεκόταν εμπρός τους πια, μολονότι περιχαρής και φανερά ευτυχής με την ευτυχία της φίλης της, δε διέθετε ούτε μια ρανίδα γαλήνης. Χαμογελούσε αληθινά, παρά τη λύπη που κηλίδωνε, σειρήτιαζε το παρελθόν και το παρόν της μα στα μάτια της βασίλευε η ανησυχία, η αγωνία, η ταραχή, γεγονός που μαρτυρούσαν κι οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της. Η Τέκμησσα στιγμιαία τρόμαξε, φοβούμενη ότι υπέφερε στα χέρια του Αρχιστράτηγου μα η ελπίδα τη βοήθησε να ανασυντάξει τον νου και τις σκέψεις της. Μολονότι σκλάβα, η Βρυσηίδα παρέμενε πρώην σκλάβα κι ευνοούμενη του Αχιλλέα, θα τολμούσε ακόμη και να δηλώσει αγαπημένη του, συνεπώς είχε κερδίσει κύρος και σεβασμό. Άραγε αρκούσαν αυτά, για να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια της, στα πλαίσια του παράξενου, ακατανόητου και ιδιότροπου κώδικα τιμής του Άνακτος Αγαμέμνονα;

«Πέρασε, Βρυσηίδα,» λύθηκε πρόθυμα η γλώσσα της, που συνόδευσαν τα χέρια της σε φιλόξενη διάθεση. «Έλα και βοήθησε μας, διότι πρώτη φορά καλούμαι να αποφασίσω για τόσα πολλά πράγματα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα κι αδυνατώ να προβλέψω αν η καρδιά μου θα διαλυθεί από ευτυχία ή από ταραχή για τις ατέλειωτες ετοιμασίες!»

Καθώς η Βρυσηίδα αγκάλιαζε την Ίφη σε θερμό χαιρετισμό, η Διομήδη έσκυψε στο αυτί της μέλλουσας νύφης γεμάτη πικρία.

«Γιατί ήρθε αυτή εδώ; Δεν έχει υποχρέωση άλλου πλέον;»

«Υποθέτω δε δρα ενάντια στη θέληση κανενός, ούτε λαθραία,» είκασε η Τέκμησσα σκεπτική μα σύντομα αναθάρρησε. «Άλλωστε, δικαιούμαι να περιστοιχίζομαι από όλες μου τις φίλες την ημέρα του γάμου μου!»

«Σωστά,» μουρμούρισε σχεδόν φθονερά η ξανθή καλλονή.

«Έχω κάνει την επιλογή μου, Διομήδη,» της εξήγησε αγκαλιάζοντας τους ώμους της με αδελφική στοργή. «Αγαπώ και τις δυο σας ως τις αδελφές που δεν είχα, όπως και την Ίφη και την Υακίνθη. Όσον αφορά την εύνοια του Αχιλλέα, ας διαλέξει μόνος, όπως έπραττε πάντοτε. Η Βρυσηίδα φέρει μια σπάνια καλοσύνη και κατανόηση· δεν αξίζει να χάσεις τέτοια φίλη για έναν άνδρα, ημίθεο ή όχι.» Έκανε μια εσκεμμένη παύση, για να ριζώσουν τα λόγια βαθιά στο μυαλό της. Συνέχισε κωμικά, για να ελαφρύνει το κλίμα, ωστόσο ένιωθε περήφανη για τη γνωστική της μεσολάβηση. «Λάβε ως παράδειγμα εμένα· ούτε μια στιγμή δε θύμωσα στην Υακίνθη, όταν πέταξε τα ρούχα του Αίαντα που είχα αναλάβει να πλύνω στα πεταμένα εντόσθια και γέμισαν αίμα, μόνο και μόνο επειδή προσφέρθηκα να πλύνω και του Οδυσσέα.»

Άθελα της, η Διομήδη χαλάρωσε αμέσως και γέλασε στη θύμηση του φαιδρού περιστατικού. Αν βρισκόταν στη θέση της Τέκμησσας, η Υακίνθη θα είχε γλιτώσει τουλάχιστον με ένα μαυρισμένο μάτι, όμως η Φρύγισσα είχε θέσει πάνω από φθόνους κι ανδρικές εύνοιες τη φιλία τους. Αυτό της ζητούσε να πράξει. Για χάρη της μονάχα θα προσπαθούσε.

«Έλα να σου δείξω τα υφάσματα που μας έφερε η Υακίνθη,» ένευσε στη Βρυσηίδα κι οι δυο τους απομακρύνθηκαν, χωρίς να αγνοήσουν τα εύχαρο βλέμμα επιδοκιμασίας στο πρόσωπο της Τέκμησσας, που πια έμενε μόνη με την Ίφη.

Η εσωστρεφής νέα αναστέναξε, σηκώνοντας τα μάτια στα δικά της, με λίγη τόλμη μα περισσότερη ντροπή.  Ήξερε τι υπονοούσε αυτή η συμπεριφορά· κάτι ήθελε να μοιραστεί μαζί της μα δίσταζε. Η Τέκμησσα της χαμογέλασε με όλη της την καλοσύνη, ενθαρρύνοντας τη να μιλήσει.

«Ο Πάτροκλος δεν κοιμάται στη σκηνή του πια,» εκμυστηρεύτηκε τελικά η Ίφις κι η νύφη μονάχα ένευσε να προχωρήσει. «Ελάχιστα βγαίνει από τη σκηνή του Αχιλλέα, στη δική του έρχεται σπάνια. Τις τελευταίες δυο εβδομάδες σχεδόν, μονάχα δυο φορές ήρθε κι εμένα δε με κοίταξε καν.»

Η Τέκμησσα επέλεξε να μην απαντήσει ή σχολιάσει τα λεγόμενα της. Την αγκάλιασε ως μητέρα παρόλο που είχαν την ίδια ηλικία, και χάιδεψε τα μαλλιά της, όπως ακριβώς έπραττε κι όταν οι γιοι της θλίβονταν για κάτι ασήμαντο ή αδιανόητα σπουδαίο.

Από όλες τις ιστορίες που τύλιγαν τις γυναίκες που είχε γνωρίσει σε εκείνο το αιματοβαμμένο, αμείλικτο και ταυτόχρονα απόλυτα ανθρώπινο στρατόπεδο, πάντοτε πίστευε ακράδαντα πως η Ίφις έφερε την πιο τραγική. Παρόλα αυτά, την υπέμενε με αξιοπρέπεια, σιγή και μύχια ελπίδα, αγκιστρωμένη σε ένα όνειρο που πια φάνταζε απατηλό.

Η Διομήδη είχε γευτεί τον έρωτα του Αχιλλέα για πολλά χρόνια, είχε απολαύσει τη στοργή και την εύνοιά του κι αυτό αρκούσε, για να θρέφει την αλαζονεία, τη ματαιοδοξία και τις φιλοδοξίες της. Η Βρυσηίδα πάλι, είχε ακολουθήσει τον Πηλείδη με σιωπηλούς θρήνους για όσους δικούς της είχε σφάξει κι ένα μωρό που δεν έμελλε να γεννηθεί, ως ύστατη ανάμνηση της παλιάς της ζωής. Εκείνη είχε αργήσει να συνειδητοποιήσει την αγάπη, την ωμή του εξάρτηση από εκείνη, την ανάγκη, την ελαφριά του εμμονή. Η αγάπη είχε ανθίσει μέσα της μα χρειάστηκε χρόνια για να αποκαλυφθεί κι όταν συνέβη, η Βρυσηίδα είχε αρπαγεί ξανά, προς τη σκηνή του Αγαμέμνονα. Η ευτυχία κι η ασφάλεια που είχε βιώσει στα χέρια του Αχιλλέα την κρατούσαν μακριά από την παραφροσύνη, η βεβαιότητα του πως θα επανενώνονταν, η αγνή του αισθηματική άνοιξη. Εκείνα αναζωπύρωναν τη φωτιά μέσα της και τη διατηρούσαν δυνατή, αγέρωχη, υπερήφανη ως κυρά κι όχι ως σκλάβα, μέσα στη δυστυχία και τη μελαγχολία της.

Η ίδια η Τέκμησσα, έπειτα, είχε γνωρίσει τον έρωτα παράδοξα στα χέρια του Αίαντα κι είχε ευλογηθεί με δυο καρπούς ως τότε, δυο βλαστάρια παλικαρίσια, που χαιρόταν να θωρεί ολημερίς, να φροντίζει, να ταΐζει, να λούζει και να περιποιείται. Οι δυο γιοί της κι η ασίγαστη στοργή του Αίαντα θέρμαιναν την καρδιά της και την έκαναν να νιώθει οικεία, ευτυχισμένα, σαν να ζούσαν σε σπίτι νοικοκυρεμένο, φροντισμένο, ασφαλές κι όχι στο επίκεντρο ενός πολυετούς κι αιμοσταγούς πολέμου.

Η Ίφις δεν είχε γνωρίσει καμία ζεστασιά ή αποδοχή από την ημέρα που είχε αιχμαλωτιστεί, πέραν από τη φιλία των γυναικών, η οποία δε θα κατόρθωνε ποτέ να γεμίσει το κενό στην ψυχή της. Εκείνες ζούσαν μέσα στην αγάπη, έστω και σε μια παραίσθησή της, ωστόσο έφεραν αναμνήσεις της, την είχαν ζήσει και την ανακαλούσαν φιλόστοργα. Η Ίφις δεν είχε γνωρίσει την αγάπη ποτέ, όχι από τον εκλεκτό της καρδιάς της. Ο Αχιλλέας πολλάκις καυχιόταν πως την είχε δωρίσει στον Πάτροκλο μα στην πραγματικότητα εκείνη τον είχε διαλέξει. Όταν όλες οι δούλες ζητιάνευαν μια ματιά του ημίθεου σαν σμήνος μελισσών πάνω από άνθος, εκείνη μονάχα παρατηρούσε τον ξάδελφο του, τον σχεδόν αφανή, τη σκιά του, που πάντα στεκόταν πίσω του στωικά κι υπομονετικά. Η Ίφις είχε ερωτευθεί τον Πάτροκλο και θεώρησε τιμή της την υπηρεσία του.

Μα ο έρωτας ήταν μονόπλευρος, εντελώς ανανταπόδοτος, καθώς οι κολακείες της έπεφταν σε κουφά αυτιά, οι στοργικές της κινήσεις αγνοούνταν και τα γλυκά της λόγια ή βαυκαλήματα για ύπνο ζούσαν εφήμερα στη μνήμη του, στη μνήμη όπου φώλιαζαν χρόνια αναμνήσεων με ματιές, αγγίγματα, μειδιάματα και γέλια του Αχιλλέα, εναγκαλισμούς και θερμές στιγμές φιλίας ή και ανώτερων συναισθημάτων. Η Ίφις το γνώριζε μα απαρνιόταν την αλήθεια του, για να παραμένει γαλήνια. Ο Πάτροκλος δε θα αναγνώριζε καν την παρουσία της, όσο ο γιος της Θέτιδας ανέπνεε στον κόσμο. Δεν ήταν δικαιοδοσία της να κρίνει, να κατακρίνει ή να σχολιάσει οποιαδήποτε συμπεριφορά ή πράξη. Όλη της τη ζωή μάθαινε πως η κρίση ανήκε στους Θεούς. Υπέμεινε, λοιπόν, ζούσε στη θλίψη του ανεκπλήρωτου έρωτα και στην ελπίδα ότι ίσως κάποτε μια αλλαγή θα συντελούταν.

Έτσι, η σεμνή, λιγόλογη νέα ανταπέδωσε την αγκαλιά της φίλης της κι απόλαυσε την ευγένεια και τη στοργή της στιγμής, ευτυχής που δεν ένιωθε μόνη πια.

Η Τέκμησσα αποτραβήχτηκε μόνο, όταν είδε με την άκρη του ματιού της την Υακίνθη να πλησιάζει χαμογελώντας πλατιά.

«Θαρρώ το προσχέδιο του νυφικού σου, θα σε ενθουσιάσει!» Αναφώνησε, τραβώντας την πρακτικά, για να την οδηγήσει στο διπλανό δωμάτιο, όπου την περίμεναν μια στοίβα υφάσματα, σχεδόν όλων των υφών και ποιοτήτων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Οδυσσέας αμφισβητούταν ενίοτε από πολλούς για την ευφυΐα του. Θεωρούταν πιότερο πονηρός παρά έξυπνος, πανούργος παρά πολυμήχανος, ραδιούργος κι επικίνδυνος συνωμότης παρά οξύνους σύμβουλος. Ωστόσο, ποτέ κανένας δεν είχε αμφισβητήσει το τάλαντο για το οποίο εξαρχής είχε ξεχωρίσει στην Εκστρατεία· την αμίμητη ικανότητα του να εντοπίζει ανθρώπους, όσο καλά κι αν κρύβονταν ή τον απέφευγαν. Στην προκειμένη περίπτωση, δε συνέβαινε κανένα από τα δυο, μιας και ο Αίας κι ο Τεύκρος δε σκόπευαν να κρυφτούν από κανέναν, δεδομένης της ευτυχίας, ευδιαθεσίας και συναισθηματικής έξαρσης που κυρίευε τις καρδιές τους. Τους εντόπισε, λοιπόν, σε μηδενικό χρόνο, έξω από τα μαντριά, όπου φυλάσσονταν τα ζώα του στρατού, έτοιμους να προχωρήσουν στο εθιμοτυπικό της παραμονής του γάμου, των Προγαμίων. Επιβαλλόταν να θυσιαστεί ένα ζώο πανέμορφο και καλαναθρεμμένο, ένα βόδι καστανοκόκκινο, από την πιο πρόσφατη επιδρομή του Αίαντα του Λοκρού, στο όνομα της Θεάς του Γάμου, της μεγάλης Ήρας.

Όταν τους φώναξε και γύρισαν να τον αντικρίσουν, φάνηκαν ικανοποιημένοι.

«Χαίρε, Οδυσσέα!» Τον χαιρέτησε χαμογελώντας πλατιά ο Αίας.

«Κατανοώ τη χαρά σου, φίλε μου, μα δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι θιγμένος,» κατσούφιασε κάτω από τον χρυσό ήλιο ο Άναξ της Ιθάκης. «Από μια δούλη μου έμαθα πως πρόκειται να παντρευτείς. Μολονότι νιώθω πως είχες αργήσει, εξεπλάγην, διότι ανέμενα να είμαι από τους πρώτους που θα το μάθαιναν!»

«Μη φοβού!» Τον καθησύχασε με το ξέγνοιαστο γέλιο του ο γίγαντας. Το χέρι του αγκάλιασε τους φαρδείς ώμους του με ευκολία. «Ερχόμουν να σε ενημερώσω μα δε σε βρήκα στη σκηνή σου. Ωστόσο, αυτό που θα σου πω τώρα, σίγουρα το αγνοείς· μιας κι η Τέκμησσα δεν έχει πατέρα για να αναλάβει τις απαραίτητες ετοιμασίες, ζήτησε εσύ να επωμιστείς αυτό το καθήκον!»

Άναυδος έμεινε να τον κοιτά ο Οδυσσέας κι αν δε διέθετε έμφυτη ψυχραιμία, σίγουρα το στόμα του θα άνοιγε επιμόνως. Αναγνώριζε την εκτίμηση και τη φιλία του Αίαντα και τις θεωρούσε πολύτιμες. Ωστόσο, η Τέκμησσα με την ψυχρή ομορφιά και τη στοργή που φυλούσε μόνο για τους γιούς και τον άνδρα της, που στεκόταν ανάμεσα σε άνδρες με στωική αξιοπρέπεια προκαλώντας απίστευτο θαυμασμό, μέσα σε δεκάδες άλλους πολύ πιο ταιριαστούς για την τιμή εκείνη, είχε διαλέξει αυτόν.

«Ευχαρίστησε την εκ μέρους μου,» εξέφρασε την ευγνωμοσύνη και τη συγκίνηση του, κοιτώντας τον Τεύκρο, διότι ο Αίαντας απαγορευόταν να δει τη μέλλουσα σύζυγο του. Ο Οδυσσέας, πάλι, είχε άπειρες υποχρεώσεις να διευθετήσει κι ελάχιστο χρόνο.

Αφότου επέστρεψε στη σκηνή του και μοίρασε φρενήρως διαταγές κι οδηγίες για την προετοιμασία του καθιερωμένου γεύματος και γλεντιού στο σπίτι του πεθερού, ακολούθησε τους γιούς του Τελαμώνα στον βωμό που είχαν στήσει για την Ήρα. Εκεί, οι ιερείς έψαλλαν προσευχές και δεήσεις για ατέρμονη ευτυχία του ζεύγους κι ο Οδυσσέας θυσίασε το υπέροχο βόδι, ώστε το αίμα του έβαψε το λευκό μάρμαρο κι έβρεξε το ξερό χώμα, που τόσο αίμα έπινε ήδη εκείνους τους καιρούς.

Στο μεταξύ, οι γυναίκες έραψαν το νυφικό της Τέκμησσας με όλη τη μαεστρία και καλλιτεχνία τους, ώστε δεν είχε θεαθεί ωραιότερη νύφη κι ακόμη κι η Ωραία Ελένη εμπρός της θα ωχριούσε. Επρόκειτο για έναν κατάλευκο χιτώνα διακοσμημένο λιτά μα περίτεχνα, δωρικά μα αριστοτεχνικά. Μαίανδροί καστανοί στη μέση, ασημοποίκιλτα ραμμένοι στέφανοι δάφνης σε όλο το υπόλοιπο ύφασμα και το πέπλο ιδιαίτερα μακρύ αλλά απέριττο, αραχνοΰφαντο λευκό μα ασημένιες λεπτομέρειες ριγών. Η αυστηρή του, ανεπιτήδευτη ωραιότητα σε συνδυασμό με το πρόσωπο της νύφης που ακτινοβολούσε ευτυχία, κοιτώντας τους γιούς της που την παρακολουθούσαν με περιέργεια, συνέθεταν την εικόνα της ιδανικής, της ομορφότερης και πιο λαμπερής νυμφίας. Προτού κοιμηθούν τη νύχτα, οι φίλες της την έλουσαν με το ιερό νερό της πηγής Καλλιρόης, που η ίδια η Ήρα τους είχε προμηθεύσει.

Η επόμενη ημέρα, σήμανε τον Κυρίως Γάμο. Ακολουθώντας το εθιμοτυπικό, το πρώτο τραπέζι έλαβε χώρα στη σκηνή του Οδυσσέα ή τέλος πάντων στο περίβολο της. Το συμπόσιο -όπως κι η ιεροτελεστία της επιβεβλημένης θυσίας στους Θεούς- χαρακτηριζόταν εξαίρετα οργανωμένο και ενδελεχές, παρόλη τη βιασύνη με την οποία είχε στηθεί. Ο δε Άναξ της Ιθάκης καμάρωνε όχι μόνο για τους επαίνους που ελάμβανε αλλά και για τον τιμητικό ρόλο που του είχε ανατεθεί, ενώ δεν έλειπαν η νοσταλγία κι η συγκίνηση από τα μάτια του. Έκπληκτος ο Αίας που καθόταν αριστερά του, εντόπισε μερικά δάκρυα να γυαλίζουν στα μάτια του.

«Δεν ήξερα πως τα γαμήλια συμπόσια σε συγκινούν τόσο,» θέλησε να τον πειράξει μα προσεκτικά, χωρίς να τον θίξει.

«Όχι ακριβώς,» παραδέχτηκε, ανασαίνοντας βαριά. «Η κατάσταση σου μου θυμίζει τρομερά τη δική μου. Μπορεί η Τέκμησσα να είναι ορφανή μα η Πηνελόπη μου ήταν αποκληρωμένη κι ο πατέρας της αρνήθηκε να παρευρεθεί στον γάμο. Ο θείος της και πατέρας της ακατανόμαστης Ελένης, ο Τυνδάρεως, περιχαρής ανέλαβε τα καθήκοντα του, όπως κι εγώ τώρα έπραξα για εσένα.»

Στιγμιαία, έγειρε το κεφάλι χαμηλά, κοιτώντας το στρωμένο με τάπητες χώμα κι ευχήθηκε να πατούσε στην Ιθάκη, στην πατρίδα του, στην αναφορά και μόνο της οποίας η καρδιά του σκιρτούσε, σφαδάζοντας, καταβεβλημένη από πόνο και θρήνο που έλειπε τόσα χρόνια από το πατρικό σπίτι και τη γνώριμη εστία.

Ο Αίας ίσως να μην επρόκειτο για ιδιοφυή άνδρα μα σίγουρα σώφρων κι ενσυναίσθητο. Άφησε τον φίλο του να ονειροπολήσει το αγαπημένο του νησί ήσυχος και στράφηκε στον Τεύκρο, έτοιμος να τον πειράξει. Ο νερωμένος οίνος είχε ανεβάσει τη διάθεση του και διαλύσει κάθε δισταγμό και φυσική ανησυχία της ημέρας. Είχε όρεξη να πειράξει και περιπαίξει τον μικρότερο αδελφό του.

«Είμαι σίγουρος πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρω να παντρευτώ την Τέκμησσα,» αναφώνησε χαμογελώντας σαρδόνια. «Είσαι πλήρως αρτιμελής και θα παραμείνεις, εκτός κι αν μπλεχτείς σε καμία αψιμαχία με πιωμένους στρατιώτες, το οποίο απαγορεύω ρητά. Την τελευταία φορά αδυνατούσα να αποτρέψω τον τραυματισμό σου στη μάχη κι αναγκάστηκα να αναβάλω τον γάμο, μολονότι η γυναίκα περίμενε το παιδί μου. Τώρα, δεν προτίθεμαι να τη θυσιάσω ξανά για την ευάλωτη φύση σου, νεαρέ!»

«Σου το χρωστώ, Αία,» αποκρίθηκε υπερήφανα ο Τεύκρος. «Και σε αγαπάω υπερβολικά, για να καθυστερήσω τον γάμο σου ξανά άθελα μου. Αυτή τη φορά, όλα θα πάνε υπέροχα. Μέχρι κι η ίδια η Ήρα σας ευλόγησε, προσφέροντας το τελετουργικό ύδωρ στην Τέκμησσα!»

Κι όσο τα αδέλφια συζητούσαν βροντερά και με ζωηρές κινήσεις, ο Μενέλαος πλησίασε τον Οδυσσέα, θέλοντας να τον ευαρεστήσει λίγο, να χαλαρώσει το ρυτιδωμένο του πρόσωπο, το βυθισμένο στη σκέψη και στη γλυκόπικρη ανάμνηση μιας ευτυχίας που για ελάχιστο είχε αγγίξει. Τον κατανοούσε βαθιά κι ήλπιζε μια μέρα να επέστρεφαν σε αυτή την ευτυχία αμφότεροι.

«Μη φοβάσαι,» ακούμπησε τον ώμο του υποστηρικτικά, «οσονούπω θα κυριεύσουμε την Τροία. Είμαστε πιο κοντά από ποτέ άλλοτε κι ακόμη κι οι οιωνοί είναι μαζί μας!»

Ανεπαίσθητα, ο Άναξ της Ιθάκης ύψωσε το βλέμμα και συνάντησε το δικό του· όσο ο νους του είχε γαληνέψει από την παράνοια της μάχης, τόσο λεπτομέρειες των προηγούμενων ημερών ξεκαθάριζαν στη μνήμη του.

«Μενέλαε, είδα την Ελένη,» ψέλλισε βραχνά, σε έναν τόνο που πρόδιδε οίκτο, οργή και συμπαράσταση ταυτόχρονα.

«Πού;» Απόρησε, γουρλώνοντας τα μάτια ο πυρρόξανθος σύζυγος.

«Στα τείχη!» Αποκάλυψε εκείνος. «Όταν μονομαχούσες με τον Πάρη, ήταν εκεί. Μας παρακολουθούσε όσο καλύτερα κρυμμένη δύναντο, μάλλον μαζί με τον Πρίαμο και τη γερουσία του. Δε σου το κρύβω, φίλε μου, αν δε βρισκόταν τόσο ψηλά, θα έφτυνα προς το μέρος της με την ελπίδα να την πετύχω. Όσο σκέφτομαι ότι μένει στο παλάτι, στα λαμπρά δώματα των Τρώων, ερωτοτροπώντας με τον βδελυρό Πάρη όσο εγώ, εσύ κι αμέτρητοι άλλοι Αχαιοί σκοτωνόμαστε για εκείνη και την προδοσία της, ειλικρινά κοντεύω να χάσω το μυαλό μου. Δεν χωρά ο νους μου πώς υφίσταται γυνή τόσο αχάριστη, υπεροπτική και άκαρδη, να ευχαριστιέται όσο χύνεται αίμα στο όνομα της.»

Η γλώσσα του είχε λυθεί κι είχε πρόθεση να ξεστομίσει πολλά περισσότερα υποτιμητικά και ταπεινωτικά -αν όχι υβριστικά- σχόλια για την Ωραία Ελένη μα η γροθιά του Μενέλαου στο τραπέζι τον απέτρεψε.

«Συμφωνώ μαζί σου,» ψιθύρισε στο αυτί του με φωνή σκοτεινή, ομιχλώδη, φαρμακερή. «Έχεις απόλυτο δίκιο. Ωστόσο, όσο κι αν με ντρόπιασε, όσο κι αν ξεπουλήθηκε χειρότερα κι από την πιο ξεδιάντροπη πόρνη, παραμένει σύζυγος μου κι εγώ αφοσιωμένος σε εκείνη αιωνίως. Σε παρακαλώ, λοιπόν, να μην ξαναμιλήσεις ποτέ για εκείνη άσχημα, τουλάχιστον όχι εμπρός μου, διότι τιμώ τον γάμο μου πιότερο από τη φιλία μας και δε θα διστάσω να σε προκαλέσω ακόμη και σε πάλη, για να υπερασπιστώ την τιμή της γυναίκας μου.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η γαμήλια τελετή κύλησε γοργά, όμορφα και αρμονικά, παρόλη τη λιτότητα της. Η Τέκμησσα, πράγματι, έλαμπε μέσα στο απλό της νυφικό κι έδειχνε κι από Θεά ωραιότερη, απαστράπτουσα από ευτυχία κι εσωτερική πλησμονή. Στην ολοστόλιστη με στέφανους δάφνης κι ελιάς σκηνή του Αίαντα, στεκόταν το ζεύγος. Γύρω από τη νύφη στην καθορισμένη θέση τους όλες τις οι φίλες με επικεφαλής τη νυμφεύτρια που είχε οριστεί η Διομήδη, υπεύθυνη για την οργάνωση και συντονισμό του γάμου. Πάροχος του Αίαντα, τιμητικός του σύνοδος, στεκόταν ο Ευρυσάκης, ο μεγάλος του γιος, στητός και καμαρωτός, με ένα τεράστιο, παιδικό χαμόγελο να φωτίζει το προσωπάκι του.

Η Τέκμησσα κι η συνοδεία της είχαν έλθει στο συμπόσιο του Οδυσσέα, όπως πρόσταζε το έθιμο, αργότερα από τους υπόλοιπους κι όταν σήμανε η ώρα να οδηγηθούν στη σκηνή, τους κατευόδωσαν όλοι μαζί οι Άνακτες με αναμμένα κεριά ανά χείρας και τον ύμνο του Υμέναιου στα χείλη.

Όμως, γαμβρέ μου, δεν υπάρχει άλλη τέτοια σαν κι αυτή
Και τι να πω, πως μοιάζεις σαν τρυφερό κλαδάκι
Έτσι θαρρώ πως είσαι

Τέκτονες, γρήγορα ψηλά, στον Ουρανό σηκώστε τη σκεπή, τέκτονες
Υμέναιε, Θεέ
Ίδιος ο Άρης φαίνεται αυτός, ίδιος ο Θεός ο Άρης, ο γαμβρός, που εισέρχεται στον γάμο
Τέκτονες, γρήγορα ψηλά, στον Ουρανό σηκώστε τη σκεπή
Υμέναιε, Θεέ

Μα και Θεός δε μοιάζει
Από όλους πιο τρανός αυτός
Και ξεχώρισε τραγουδιστής τρανός ανάμεσα σε ξένους

Χαίρε νύφη και γαμβρέ, ευτυχισμένοι να είστε!

Τους ευχήθηκαν ολόψυχα ευτυχία, γαλήνη, μακροημέρευση, απογόνους τόσους όσους τα άστρα και τους άφησαν μόνους, επιτέλους. Μόνοι οι δυο τους μίλησαν, λοιπόν, και στέριωσαν την ένωση με λόγους και δεσμεύσεις.

«Θα σε αγαπάω για πάντα, θα σε στηρίζω με όλη μου τη δύναμη, θα σε προστατεύω από κάθε κακό κι εχθρικό, θα λατρεύω τα παιδιά μας, θα είμαι πάντοτε δικός σου ή δική σου, για εμένα θα είσαι ο κόσμος μου· ο γονέας μου, ο φίλος μου, ο αδελφός ή η αδελφή μου, πιο ιερός άνθρωπος στην πλάση δε θα υπάρχει από εσένα και πιο αγαπητός...»

Την επομένη, την τρίτη ημέρα των γάμων, στα Επαύλια, διοργανώθηκε γιορτή ξανά, αυτή τη φορά στη σκηνή των νεονύμφων. Τότε, δέχτηκαν τα γαμήλια δώρα από όλους με τη συνοδεία αυλών παραδοσιακά, ενώ μόλις έφτασε η ώρα της προίκας, ο Αίας υπέδειξε τους γιούς του λάμποντας ολάκερος.

«Δε μου αρκούν αυτές οι θεϊκές ευλογίες; Θαρρείτε είμαι τόσο αχόρταγος να αποζητώ και προίκα;»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η περίοδος της ανακωχής παρήλθε. Η ώρα της επανέναρξης των μαχών πλησίαζε. Για αυτό, ο Δίας συγκάλεσε στον Όλυμπο συμβούλιο, όπου πρωτίστως έφτασε ο Ποσειδών, ο Κοσμοσείστης.

«Αυτοί οι θνητοί αποθρασύνθηκαν τελείως!» Αναφώνησε απορημένος με τα τεκταινόμενα. «Έχτισαν σε μηδενικό χρόνο τείχος και τάφρο γύρω από τα πλοία και τις σκηνές, σαν να ήθελαν να παραβγούν εμένα και τον Φοίβο, που χτίσαμε μόνοι μας το Ίλιο ταχύτερα από όλους!»

«Αν ήσουν σώφρων, αδελφέ, κι αν δεν μεροληπτούσες υπέρ των, θα έπρεπε να σηκώσεις κύμα θεόρατο, να γκρεμίσει το αυθάδες τους κατασκεύασμα και να υπήρχε ξανά μονάχα άμμος και πέτρες στην ακρογιαλιά των Τρώων· ούτε σκηνές, ούτε πλοία, ούτε εισβολείς,» τον επέπληξε βλοσυρά ο Ζεύς και κάθισε στον θρόνο του, υποδεικνύοντας πως δε θα δεχόταν άλλη κουβέντα.

Ο Ποσειδών, πάλι, δεν έχασε καιρό κι εξαφανίστηκε, για να βρει έξω από το παλάτι την Ήρα και την Αθηνά κρυμμένες στις κουζίνες.

«Αγριεμένος φαίνεται ο άνδρας σου,» κοιτούσε την Ήρα ευθαρσώς. «Θαρρώ πως έφτασε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στη Θέτιδα. Τα μάτια του διψούν για αίμα ελληνικό.»

«Αν το θέλει, θα το έχει,» ψιθύρισε ανήσυχα και περίλυπα η Παλλάς. «Εμείς οφείλουμε να προστατεύσουμε τους πολέμαρχους και τους στρατιώτες όσο περισσότερο μπορούμε. Δε θα είναι η πρώτη φορά που αντιστεκόμαστε στο θέλημα του.»

«Δεν τον φοβάμαι,» δήλωσε η Ήρα αποφασιστικά. «Ούτε εσείς πρέπει να τον τρέμετε. Μπροστά στο εύλογο μένος και στην επιθυμία να δω την Τροία ως σωρό από στάχτες, δα θα με σταματήσει ούτε ο Δίας ούτε οι απειλές του ούτε οι ανόητες υποσχέσεις του σε ασήμαντες, μικρόψυχες νύμφες!»

Εκείνη την εσπέρα, με τελειωμένο επιτέλους το τείχος, δείπνησαν οι Αχαιοί, με κρασί εκλεκτό σταλμένο από τον Εύηνο, τον γιο της Υψιπύλης και του Ιάσονα, του γέροντα Άνακτα της Λήμνου, με το οποίο σπόνδισαν και στους Θεούς. Όσο εκείνοι επλάγιαζαν και χαίρονταν τον ύπνο, ο νεότερος Κρονίδης ύφαινε για εκείνους δεινά και σοφιζόταν συμφορές.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όταν βγήκε η Έως, η Αυγή, η πρωτότοκη κόρη του Υπερίωνα και της Ευρυφάεσσας, αδελφή του Ηλίου και της Σελήνης, σπέρνοντας το ψυχρό της φως και τα δροσερά δάκρυα στη γη, στη χλωρίδα και στις πόλεις, καθώς η πλάση αφυπνιζόταν γλυκά, οι Θεοί ξεκινούσαν το Συμβούλιο της υπό την πρωτοκαθεδρία του Δία, στην ακρότατη κορυφή του πολύλοφου Ολύμπου.

«Ακούστε όλοι σας Θεοί, όσα η ψυχή κι ο νους παρακινούν με να προστάξω,» ξεκίνησε ο υπέρτατος Θεός με φωνή βροντερή κι εκκωφαντική. «Μην τολμήσεις κανένας Θεός ή Θεά να με αποτρέψει από τον σκοπό αυτό, μονάχα να μείνετε εδώ άπραγοι και πειθήνιοι, για να τελέψω τάχιστα το έργο που ετοιμάζω. Κι αν όποιος από εσάς αλλόγνωμα, χωρίς την άδεια μου, συντρέξει Τρώες ή Αχαιούς, είτε θα γυρίσει στον Όλυμπο πληγωμένος βαριά είτε θα τον πετάξω εγώ ο ίδιος στα Τάρταρα, στο απόλυτο Έρεβος, μακρά στα τρίσβαθα του κόσμου τα καταχθόνια, με τις σιδερένιες πύλες και το χάλκινο κατώφλι, που βρίσκονται κάτω από τον Άδη όσο η γη από τον Ουρανό. Τότε θα μάθει αν τους Θεούς νικώ στη ρώμη όλους. Σας προειδοποιώ· ακόμη κι αν κρεμάσετε αλυσίδα χρυσή από τον ουρανό και τραβάτε όλοι μαζί εμένα για να διώξετε από τον Όλυμπο, θα αποτύχετε. Αν εγώ, όμως, θελήσω να τραβήξω εσάς με την ίδια αλυσίδα από τη γη, θα σηκωνόταν μαζί σας όλο το χώμα κι η θάλασσα του κόσμου! Αυτή είναι η ανωτερότητα μου άνωθεν Θεών κι Ανθρώπων!»

Άφωνοι έμειναν οι αθάνατοι και κατέβασαν τα βλέμματα στο πάτωμα, υποταγμένοι, φοβισμένοι από την απροκάλυπτη οργή του. Δε δύναντο να του αντισταθούν ή να φέρουν αντίρρηση, η τιμωρία που είχε οριστεί επρόκειτο για υπερβολικά σκληρή. Η Αθηνά, ωστόσο, πάλευε μέσα της, με την εσωτερική παρόρμηση να φύγει πετώντας αστραπιαία και να αποτρέψει τον Οδυσσέα και τον Διομήδη από το να ξυπνούσαν και να έβγαιναν στο πεδίο της μάχης. Κάλλιο φυγόπονοι παρά νεκροί. Μόνο και μόνο στην ιδέα του θανάτου τους, ανατρίχιαζε και κρύος ιδρώτας έλουζε τον καλυμμένο από την περικεφαλαία αυχένα της. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της και κατέπνιγε κάθε λογική σκέψη, κάθε αντίσταση και ψωροπερήφανο περιορισμό, ώστε προτού καν το συνειδητοποιήσει, βρισκόταν όρθια και δίπλα στον πατέρα της, πιάνοντας του το χέρι με όλη τη στοργή που διέθετε και την ψυχραιμία οριακά.

«Πατέρα μας Κρονίδη, πρώτε των Βασιλέων, πασίγνωστο είναι πως αντίσταση δεν έχει η δύναμη σου. Παρόλα αυτά, για τους γενναίους Δαναούς πονούμε, που θα υποφέρουν κι άσφαλτα θα αδικοθανατήσουν. Αν επιθυμείς να απέχουμε από τη μάχη, θα το πράξουμε. Μονάχα μια παράκληση φέρουμε για εκείνος· να μη χαθούν όλοι μεμιάς από το βαρύ σου μίσος.»

Οι Θεοί όλοι- φίλοι και μη των Δαναών, κρατούσαν την ανάσα τους, μπροστά στην τολμηρή κίνηση της Παλλάδος. Οι περισσότεροι, μάλιστα, εξεπλάγησαν, θωρώντας την ανάλγητη ματιά του Δία να γαληνεύει, καθώς αγκάλιαζε την κόρη του παρηγορητικά σχεδόν.

«Μη θλίβεσαι, παιδί μου,» δήλωσε τελικά. «Δε μίλησα τόσο σκληρά ηθελημένα. Για χάρη σου, θα δείξω μεγαλοκαρδία.»

Ο Απόλλων κι ο Άρης κοίταξαν στιγμιαία στο περίτεχνο ταβάνι, εκνευρισμένοι με την ικανότητα της Αθηνάς να μεταστρέφει την αποφασιστικότητα του πατέρα του όπως επιθυμούσε και συνήθως αγόγγυστα.

Παρόλη του τη διαβεβαίωση, εκείνη παρέμενε ανήσυχη κι έτρεμαν τα φυλλοκάρδια της για τους αγαπημένους της θνητούς, ώστε γαντζώθηκε όσο πιο κοντά στο πεδίο όρασης μπορούσε, για να βλέπει καλύτερα και δε σκόπευε να έφευγε από εκείνη τη θέση ούτε στιγμή.

Ο Ζεύς, τότε, έζεψε τα άλογα του στο ολόχρυσο άρμα μόνος, με την ολόχρυση και πυκνή χαίτη, φόρεσε την επίσημη πανοπλία του και αστράφτοντας επιβλητικά, μαστίγωσε τα ζώα που τον μετέβησαν στην Ίδη, την πολύβρυση και θηριοθρέπτρα. Αφότου πέζεψε κι έκρυψε το θείο άρμα με νέφη, κάθισε αναπαυτικά στην κορυφή του όρους, για να επιβλέπει την Τροία, τις σκηνές και το πεδίο της μάχης μα και να ξεκινήσει την καταλυτική του επέμβαση.

Μόλις πρόγευσαν οι Αχαιοί, ετοιμάστηκαν για μάχη, το ίδιο κι οι Τρώες. Μολονότι οι τελευταίοι υστερούσαν αριθμητικά, διψούσαν για πόλεμο εξίσου, σπρωγμένοι από ανάγκη ιερή, για τις γυναίκες, τους οίκους τους, τους γέρους, τα παιδιά τους. Άνοιξαν οι πύλες της πόλης και ξεχύθηκαν οι στρατοί, πεζοί, ιππείς κι άρματα, μέσα σε αλαλαγμούς, οχλαγωγίες κι ιαχές μεγάλες. Σύντομα, συγκρούστηκαν τομάρια, όπλα ισχυρά, στήθη ανδρειωμένα και ψυχές αιμοβόρες. Βροντούσαν οι ασπίδες με βοή κι ο κόσμος όλος σείοταν. Αντηχούσαν οι ύστατες κραυγές των φονευμένων, βογγητά, κλαγγές, κρότοι σίδερου κι η γη πλημμύριζε αίμα μετά από μέρες που μόνο τη δροσιά της Ηούς δεχόταν.

Η Αυγή προσπέρασε και βγήκε ολότελα ο Ήλιος. Ως το μεσουράνημα του, τα πράγματα έβαιναν καλώς, εξίσου για αμφότερους, κανείς δε νικούσε κι οι περισσότεροι Θεοί είχαν αποσυρθεί από τη θέαση, βαριεστημένοι από την έλλειψη ενδιαφέρουσας δράσης. Η Αθηνά, η Ήρα, ο Ποσειδών, ο Απόλλων κι ο Άρης δεν μετακινούνταν, είτε από αγωνία για τους ευνοούμενους τους είτε από περιέργεια για την παράξενη αδράνεια του Δία.

Σήκωσε τον χρυσό ζυγό του ο Ζεύς με ζήλο και μεγαλοπρέπεια, τότε, εκείνον που καθόριζε τις τύχες των ανθρώπων, τις εκβάσεις των μαχών, τις ζωές των θνητών, τοις μοίρες καθενός υπηκόου του. Εκεί, εναπόθεσε στη μια πλευρά το λίπος από το βόδι που πριν λίγες ημέρες είχε θυσιάσει ο Οδυσσέας προς τιμήν του για τον γάμο του Αίαντα, ενώ στην άλλη έθεσε λίπος από αρνιά που του είχαν προσφέρει οι Τρώες την προηγούμενη ημέρα. Ο ζυγός ταλαντεύτηκε, τρεμόπαιξε στον αέρα, χόρεψε στον ρυθμό του Εύρου που φυσούσε και τελικά έπαψε, σταμάτησε σαν πέτρα. Έγειρε η πλευρά των Αχαιών στη γη βαριά, ζοφερή και φονική, ενώ των Τρώων υψώθηκε στα ουράνια ανάλαφρη, ελεύθερη, νικηφόρα. Η ώρα της δόξας του Αχιλλέα μέσα από τον απόλυτο όλεθρο των συμπολεμιστών του είχε μόλις ξεκινήσει.

Με το αθάνατο, παντοδύναμο χέρι του, πέταξε ένα και μοναδικό αστροπελέκι στο πεδίο της μάχης, στο ορμητήριο των Δαναών, που σήκωσε σκόνη και γέμισε τον αέρα καταχνιά, σκότος κι απτή ομίχλη. Για λίγο, δεν έβλεπαν παρά φωτιά και δάκρυζαν από τη σκόνη που είχε βυθιστεί στα μάτια τους. Μα εκείνος δεν ήταν ο μέγιστος εχθρός τους, διότι τις ανδρείες τους καρδιές κατέλαβε ένας κροκώδης, ακατανίκητος κι ανυπέρβλητος φόβος, ένας τρόμος όχι μόνο για τη χαμένη ορατότητα μα κι από τον άθλιο, καταστροφικό, αποκαρδιωτικό οιωνό που τους είχε σταλεί κι αιφνιδιάσει, ενώ αισθάνονταν θάρρος και διψούσαν για νίκη ολική. Ο ίδιος ο Δίας ήταν εναντίον τους, αυτός που είχε προφητεύσει τον θρίαμβο στο όνειρο του Αγαμέμνονα.

Την ώρα εκείνη του μεσημεριανού τρόμου ούτε ο Αρχιστράτηγος, ούτε ο Ιδομενέας, ούτε οι Αίαντες οι τρανοί τολμούσαν να σταθούν και να πολεμήσουν άλλο. Στο κέντρο που αυτοί είχαν αναλάβει, έμεινε μονάχα ο Νέστωρ, από επιταγή και τύχη μοχθηρή. Ο Πάρης είχε κατορθώσει να πετύχει με ρίψη λόγχης ακριβούς το κρανίο του αλόγου του κατακούτελα, ώστε το άμοιρο ζώο πέθανε επιτόπου με τρυπημένο εγκέφαλο, σωριάστηκε στο χώμα, παρασύροντας τον γέροντα καβαλάρη του, ο οποίος πάλευε να διαφύγει, θωρώντας τον Έκτορα πάνω στο άρμα του να πλησιάζει απειλητικά. Η σωτηρία δε φαινόταν πουθενά.

Στα δεξιά τους πλησιέστερα πολεμούσαν ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης. Ο τελευταίος, βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο του Νέστορα, φώναξε στον Ιθακήσιο για βοήθεια, καθώς ανέβαινε στο δικό του κραταιό άρμα. Προς έκπληξη του, ο πρώτος είχε ήδη στρέψει το άλογο του προς τις σκηνές κι επιτηρούσε τους στρατιώτες του, ώστε να υποχωρήσουν οργανωμένα κι ακίνδυνα.

«Έλα Οδυσσέα, πολύτεχνε, διογενή γιε του Λαέρτη, πώς φεύγεις εσύ, πώς μιμείσαι τους πολλούς σαν άψυχος λιποτάκτης; Μείνε εδώ, μην πεθάνεις από βέλος πισώπλατο κι εξευτελιστείς! Έλα, να σώσουμε τον γέροντα Νέστορα που είναι μόνος κι αβοήθητος!»

«Έχει γιούς να τον σώσουν, γιούς ενηλίκους, που πολεμούν μαζί του εδώ!» Αντιμίλησε ο Οδυσσέας, χωρίς να αλλάζει πορεία. «Εγώ ήδη έχω ορφανέψει τον γιο μου και δεν προτίθεμαι να το πράξω αληθινά. Ο ίδιος ο Δίας μας εχθρεύεται, Διομήδη! Είμαστε χαμένοι!»

Μόνο για μια στιγμή συναντήθηκαν οι ματιές τους κι αρκούσε για να εντοπιστεί ο τρόμος, ο φόβος πως θα πέθαιναν στην ξένη γη, δε θα επέστρεφαν ποτέ ούτε ως νεκροί στα σπίτια τους, δε θα ξανάβλεπαν τους αγαπημένους τους παρά μόνο στον Κάτω Κόσμο. Ο Διομήδης τον παρακαλούσε σιωπηλά, τον ικέτευε να παραμείνει κοντά του και να πεθάνουν δίπλα δίπλα, όχι μόνοι, σαν ήρωες, όπως τους άξιζε. Ο Οδυσσέας δάκρυσε κι όσο κι αν πείστηκε πως έφταιγε η σκόνη, τόσο γνώριζε πως θλιβόταν που παρατούσε τον φίλο και συστρατιώτη του. Ορκίστηκε στην Αθηνά πως, αν επιβίωνε τούτης της θεομηνίας, δε θα εγκατέλειπε ποτέ του καμία άλλη μάχη.

Χωρίς καμία επιλογή πλέον, ο Διομήδης πετάχτηκε δίπλα στον Νέστορα πρόμαχος, αποφασισμένος να πεθάνει παρά να τον παρατήσει. Στεκόταν σιμά του ως τοίχος, έτοιμος να τον προστατεύσει από βέλη και λόγχες εχθρικές.

«Σε απογοητεύουν οι νέοι, γέροντα, μόνο και μόνο επειδή γέρασες φυσιολογικά κι αποδυναμώθης. Ανέβα εδώ, μαζί μου, να δεις τα θεία άλογα που έκλεψα από τον Αινεία, πώς κυνηγιούνται ή κυνηγούν, πετούν μες στο πεδίο ως Πήγασοι. Ανάλαβε τα ηνία μου κι εγώ θα συστήσω τον μέγα Έκτορα στην αιχμή του δόρατος μου.»

Αμέσως δέχτηκε την πρόταση του ο Νέστωρ κι ανέβηκε στο άρμα, παίρνοντας στα στιβαρά χέρια τα χαλινάρια, ορμώντας στον Έκτορα που είχε ξεχυθεί καταπάνω τους. Ο Διομήδης δε, έβγαλε το τόξο του κι εκτόξευσε ένα βέλος στον Τρώα, μα αστόχησε, σκοτώνοντας ακαριαία, όμως, τον ηνίοχο του, τον Ηνιοπήα, γιο ευγενή του Θηβαίου. Έπεσε από το άρμα, κυλίστηκε κατάχαμα το άψυχο σώμα κι οι ίπποι πήδησαν αποσυντονισμένα, αφού έτρεχαν ακυβέρνητοι.

Λυπήθηκε, συνεθλίβη από τον χαμό ο Έκτωρ κι αρπάζοντας ο ίδιος τα ηνία, έτρεξε στις τελευταίες γραμμές, για να βρει αντικαταστάτη ηνίοχο. Αναζητούσε άνδρα ατρόμητο κι αιμοδιψή και τον βρήκε σύντομα στον γιο του Ίφιτου τον Αρχιπτόλεμο, που ανέλαβε τη θέση με τιμή και δέος.

Οι εναπομείναντες άνδρες Δαναοί, με επικεφαλής τον Διομήδη, τον Θόαντα, τον Μενέλαο, τον Αντίλοχο του Νέστορα, ανασυντάχθηκαν τότε, θωρώντας την ορμή και το πάθος του Αργίτη Άνακτα, ώστε η επόμενη έφοδος τους έσπειρε τον φόβο στους Τρώες και σαν τα αρνιά θα τους μάνδριζαν στα τείχη, για να πνίγουν στην πανωλεθρία. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα, είχαν τον ισχυρότερο σύμμαχο πάντων.

Μια ολόλευκη αστραπή έπεσε από τον καθάριο ουρανό κατευθείαν εμπρός στο άρμα του Τυδείδη κι από το θειάφι που πυρώθηκε, σηκώθηκε φωτιά μεγάλη. Τα άλογα πανικοβλήθηκαν και ξέφρενα χλιμίντριζαν, με αποτέλεσμα τα χαλινάρια να πάλλονται ανεξέλεγκτα και να χαθούν από τα χέρια του Νέστορα, που πλέον έτρεμε σύγκορμος. Ποτέ του δεν είχε συναντήσει τόσο ισχυρή θεϊκή παρέμβαση σε μάχη της ζωής του.

«Πάρε τα ηνία και διάταξε τα άλογα να φύγουν από εδώ, Διομήδη,» θέλησε να συμβουλέψει τον νέο. «Είναι εμφανές πως ο Ζεύς επιθυμεί να σε εμποδίσει. Σήμερα η δόξα ανήκει στους Τρώες και στον Έκτορα, αύριο ίσως δεήσει να τη δώσει σε εμάς. Όσο ανδράγαθος, ρωμαλέος, τολμηρός κι αν είναι ένας νέος, στη γνώμη του Διός αντίθετα δε στράφηκε κανείς κι επέζησε.»

Αναστέναξε ο Διομήδης και παρέμεινε ακίνητος στη θέση του.

«Ορθά και λογικά μίλησες, όπως πάντα,» παραδέχτηκε με το κεφάλι ψηλά κορδωμένο. «Μα δεν μπορώ να απαρνηθώ έναν ακάνθου στην ψυχή μου. Μια μέρα θα καυχηθεί ο Έκτορας στους Τρώες εις βάρος μου· Εγώ τον Διομήδη έκανα να φύγει προς τα πλοία σαν θρασύδειλο ζώο! Εκείνη τη στιγμή καλύτερα να ανοίξει η μαύρη γη να με δεχτεί από το αίσχος, παρά να γλιτώσω τώρα μια αξιοπρέπεια εφήμερη.»

«Αγόρι μου, σκέψου ψύχραιμα,» τον προέτρεψε αγωνιωδώς ο Άναξ της Πύλου. «Πώς θα τον πιστέψουν οι Τρώες κι οι Δάρδανοι τον Έκτορα ποτέ, πως εσύ είσαι άνανδρος; Μονάχα μια ματιά στις χήρες των ανδρών που μοναχός σου σου έχεις στείλει στον Άδη αρκεί περίτρανα ως απόδειξη του αντιθέτου! Σε τρέμουν πλέον πιο πολύ κι από τον Αχιλλέα! Για όνομα των Θεών, ο ίδιος ο Δίας επεμβαίνει για να εμποδίσει την ορμή σου με κεραυνούς και φλόγες, δε φτάνουν όλα αυτά για να πειστούν οι πάντες ότι είσαι των Αργείων ο γενναιότερος, ο πιο ανδρειωμένος;»

Ο Διομήδης πέτρωσε στη θέση του. Όσο κι αν είχε κολακευτεί, όσο κι αν έβλεπε τη λογική ξεκάθαρη στους λόγους του, αρνούταν να υποκύψει. Η χλεύη, ο ξεπεσμός, η υποτίμηση, δεν του άρμοζαν, δεν του άξιζαν ουδέποτε, δεν είχε ανατραφεί για να υποχωρεί μα για να παλεύει ως το τέλος. Δεν είχε κυριεύσει τη Θήβα με λιποταξίες. Ανεπαίσθητα, θυμήθηκε τα λόγια της Αθηνάς.

«Αν δεις την Κύπριδα, χτύπα την ανελέητα!»

Είχε τραυματίσει την Αφροδίτη, ακόμη και τον ίδιο τον Άρη, τον Πόλεμο αυτοπροσώπως. Κι εκείνοι είχαν βρεθεί εμπρός του, χωρίς απειλές και μεγαλοπρεπείς παρεμβάσεις των στοιχείων της Φύσης. Συνειδητοποίησε πως δε φοβόταν. Όχι, όταν είχε δίπλα του την Αθηνά, την απόλυτη των ηρώων αιγίδα, τι κι αν δεν ήταν Αίας ή Αχιλλέας, ένιωθε άτρωτος.

Αυτόματα, ετοιμάστηκε να αρπάξει τα ηνία για να εφορμήσει ακόμη κι αν ήταν μόνος, μα ο Νέστωρ, αναγνωρίζοντας την παράτολμη φωτιά στα μάτια του, δεν το διακινδύνευσε και τα βούτηξε πρώτος, οδηγώντας τους τάχιστα πίσω στον καταυλισμό, περνώντας την πύλη του τείχους τους λίγες στιγμές προτού σφαλιστεί. Ως βροχή και χείμαρρος θανάτου έπεφταν καταπάνω τους τα βέλη των Τρώων, θερίζοντας όσους άτυχους δεν έσωζαν οι ασπίδες.

Βλέποντας τον φοβερό και τρομερό Διομήδη να αποχωρεί επιτέλους, ο Έκτωρ αγαλλίασε, ανακουφίστηκε, χάρηκε τόσο που επέτρεψε στον νου του να παραδοθεί για λίγο στην αλαζονεία, στην υπεροψία, στην υπερηφάνεια που θα έπρεπε να διέθετε άπλετη κι απροκάλυπτη ως μέλλων Βασιλεύς της Τροίας αλλά είχε θάψει αποφασιστικά κάτω από ισχυρά στρώματα μεγαλοψυχίας, ταπεινότητας κι ευσέβειας. Ύψωσε τη φωνή του όσο δυνατότερα δύναντο κι ήλπιζε να ακουγόταν ο εμπαιγμός του ως τον Όλυμπο.

«Διομήδη, οι Δαναοί εσένα τιμούσαν ιδιαίτερα, ξεχωριστά, δεόντως, στην πρωτοκαθεδρία πάντοτε, στις τράπεζες πλειοδότη σε κρέας κι οίνο! Τώρα, όμως, που φάνηκε η αληθινή, η γυναικεία σου φύση, θα σε καταφρονέσουν όπως σου πρέπει! Χάσου από εδώ, ουτιδανό κοράσιο, ποταπή κοπελιά, αναίσχυντη! Ήθελες με τόση αυθάδεια και θράσος να πατήσεις τους πύργους μας, να υποδουλώσεις τις γυναίκες και τις κόρες μας κι εμάς να κατασφάξεις. Εγώ δε θα σε αφήσω να το πράξεις ποτέ κι από εμένα θα βρεις θάνατο μαύρο κι αισχρό!»

Γρύλιζε λυσσασμένα στο άρμα πάνω ο Διομήδης, λαχταρώντας ολόψυχα να τον ξεσκίσει με τα χέρια του, να τον σιγήσει για πάντα, να μην ακούει πια την αυτάρεσκη και φαντασμένη φωνή του, να σωπάσει το δαιμόνιο που είχε εμφυτευτεί στον νου του και θα τον στοίχειωνε για μήνες. Όλη του η υπερηφάνεια ούρλιαζε, τον πρόσταζε πάνω από λογική και νόηση να εκδικηθεί, να μην υπομείνει τον εξευτελισμό αυτόν που απρόθυμα δεχόταν. Με το που πέζεψαν ασφαλείς, πήρε τα όπλα του και ξεχύθηκε ξανά προς το πεδίο της μάχης. Ευθύς, έπεσαν πάνω του και τον συγκρατούσαν με δυσκολία ο Οδυσσέας, ο Τεύκρος, ο Αίας ο Λοκρός κι ο Μενέλαος. Αν δεν τον χτυπούσε δυνατά με τη γροθιά του στο πίσω της κεφαλής ο Τελαμώνιος Αίας, σίγουρα θα τους ξέφευγε. Αναίσθητο και παροντικά ακίνδυνο, τον μετέφεραν στη σκηνή του, όπου και τον έδεσαν χειροπόδαρα, εώς ότου παρατούσε την παράλογη προσπάθεια να πολεμήσει μόνος.

Η φρούδα, κενή, κούφια απειλή και χλευασμός του Έκτορα δεν του αρκούσαν, όμως. Φώναξε ξανά, μα αυτή τη φορά στους δικούς του.

«Τρώες, Δάρδανοι, φίλοι σύμμαχοι, νιώστε την ορμή του πολέμου κατάστηθα! Σήμερα ο Δίας φανερά ευδόκησε να χαρίσει σε εμάς τη νίκη, σπέρνοντας τρόμο και συμφορά στους Αργείους, που εποφθαλμιούσαν την ιερή μας πόλη, οι αχρείοι ανόητοι! Θωρείτε όλοι τα τείχη που ύψωσαν αυτοσχέδια και πρόχειρα. Αυτά η σιδερένια μας πυγμή εύκολα θα γκρεμίσει και τα άλογα μας τα τρανά την τάφρο θα πηδήσουν. Και μόλις φτάσουμε στα πλοία τους κοντά, ετοιμάστε μου δαυλούς και δάδες μπόλικους, για να τα κάψω όλα, να τα θάψω στον πάτο της θάλασσας μαζί με τα πτώματα τους. Κι όσοι παραμείνουν και διαφύγουν της σφαγής, θα καταθλιβούν, βλέποντας τον καπνό κι οσφρίζοντας το κεκαυμένο ξύλο.»

Ξεκίνησαν να ανασυντάσσονται οι πολεμιστές, έτοιμοι για έφοδο ολική, αποφασιστική, για να συνθλίψουν το τείχος των Δαναών και να τους νικήσουν κατά κράτος, όσο πιο προσβλητικά και καθολικά γινόταν. Ο Έκτωρ ανέβηκε στο άρμα του ξανά και θέλησε να μιλήσει στα κραταιά του άλογα, που τον συνόδευαν από την αρχή του Πολέμου.

«Ξάνθε, Πόδαγρε, Αίθων, Λάμπε, καμάρια μου, στολίδια του άρματος μου, ήρθε η ώρα να αποπληρώσετε τις περιποιήσεις που έχετε λάβει από την ίδια τη γυναίκα μου, την λαμπερή Ανδρομάχη, που σας ετοίμαζε εύχαρα σιτάρι και κρασί, τις καρδιές σας να ευφραίνει και παραμελούσε εμένα, τον αγαπημένο της σύζυγο. Ελάτε, προσφέρετε μου αρωγή, για να καταστείλουμε τους εχθρούς μόνιμα, να λάβουμε λάφυρο μέγα την ολόχρυση ασπίδα του Νέστορα, τον περίτεχνο θώρακα του Διομήδη -έργο του ίδιου του Ηφαίστου, δώρο της Αθηνάς. Αν κατακτήσουμε αυτά, θαρρώ πως με τη Δύση του Ηλίου, θα αναχωρήσουν για τα σπίτια τους οι Αχαιοί επιτέλους.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αηδίαζε η Αθηνά με όσα παρακολουθούσε. Το χρώμα είχε αφήσει το πρόσωπο της κι ένιωθε τα σωθικά της να σείονται, να ανακατεύονται ανεξέλεγκτα σαν να μην άντεχαν ούτε αυτά την κτηνωδία εις βάρος της. Οι αγαπημένοι της Δαναοί, οι γενναίοι, οι ατρόμητοι, είχαν λυγίσει εμπρός στην καθοριστική πυγμή του πατέρα της, ακόμη κι η διαφανής αποφασιστικότητα του φίλτατου της Οδυσσέα είχε διαλυθεί και περίλυπη τον είχε δει να τρέχει προς την αμφίβολη ασφάλεια του τείχους. Και μόλις είχε αντηχήσει ο υβριστικός λόγος του Έκτορα για τον Διομήδη, είχε νιώσει την ιχώρα της ολάκερη να βράζει στις φλέβες, μια ωμή οργή να την πλημμυρίζει και χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη της τη θέληση για να μείνει ακίνητη κι άπραγη σταθερά. Δίπλα της, ο Ηρακλής κάλυπτε το πρόσωπο του με τις παλάμες του, για να μη βλέπει το ειδεχθές θέαμα, ενώ η Δήμητρα κι η Εστία αποσύρθηκαν, μην αντέχοντας άλλο τον ξεπεσμό. Ο Ερμής είχε κουλουριαστεί σε μια γωνία κι αγωνιώντας άκουγε τα νέα που συζητιόνταν. Παραπέρα λιγοστά, η Ήρα, ο Ποσειδών κι η Αμφιτρίτη ενέδρευαν, με την Άνασσα να ασθμαίνει και να μαίνεται από οργή, θυμό, αγανάκτηση μα και τον ίδιο πόνο που είχε καταβάλει την Αθηνά.

«Ποσειδώνα, πώς αντέχεις και παραμένεις ψυχρός;» Απόρησε η Θεά των Γυναικών. «Δε θλίβεσαι, κοιτάζοντας να φεύγουν οι Αργείες ψυχές για τον Άδη από βέλη πισώπλατα; Κι εσύ με το μέρος τους είσαι, μιας και δεόντως σε τιμούν στις Αιγές, στην Ελίκη, στο Σούνιο και σε τόσα άλλα μέρη. Αλίμονο, όμως, πώς να τους βοηθήσουμε, όταν ο ίδιος ο Ζεύς το απαγορεύει;»

«Πρόσεξε τι λες, Ήρα,» τη νουθέτησε ο Ποσειδών, μολονότι εισέπραξε βλέμμα αποδοκιμαστικό από την Αμφιτρίτη. «Ήδη αντιταχθήκαμε στον Δία μια φορά κι αποτύχαμε παταγωδώς. Δεν ωφελεί να αποπειραθούμε ξανά, η κύρωση είναι αβάσταχτη. Δεν έχω καμία όρεξη να γειτονεύσω με τους Τιτάνες συγγενείς μας στα Τάρταρα. Η αποκοτιά δε μας ταιριάζει· θα υπομείνουμε τη δοκιμασία για όσο κρατήσει το σχέδιο του Δία κι έπειτα θα ανασυνταχθούμε ή θα αποδεχτούμε την ήττα μας συνετά. Αν ο Ζεύς επιθυμεί να επικρατήσουν οι Τρώες, κανένας μας δεν μπορεί να το αποτρέψει ούτως ή άλλως.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όσο παρατάσσονταν οι Τρώες σε γραμμές και συντάσσονταν υπό το εξονυχιστικό βλέμμα του Έκτορα, ενώ συγκεντρώνονταν και στρατεύματα που είχαν αποσυρθεί στα ενδότερα των τειχών, η Ήρα μίλησε στην ψυχή του Μυκηναίου Αρχιστράτηγου, προτρέποντας τον να αναπτερώσει αυτοπροσώπως το ηθικό των στρατιωτών του.

Με θάρρος αναστημένο ο γιος του Ατρέα ζώστηκε τον πορφυρό του μανδύα κι ανέβηκε στην πρύμνη του πλοίου του Οδυσσέα, που είχε αράξει στο κέντρο, ώστε να ακούγεται η φωνή του από τη μια ακριτική σκηνή του Αχιλλέα στην άλλη του Τελαμώνιου Αίαντα. Οι κήρυκες έλαβαν τις θέσεις τους κι ο λόγος του ανήκε.

«Αίσχος, Αχαιοί, διότι τον τελευταίο καιρό πολλάκις δείξατε δειλία! Θαυμαστοί στην όψη είστε, τρομεροί, ρωμαλέοι μα αχρείοι! Πού πήγαν τα καυχήματα της τόσης σας ανδρείας που στα συμπόσια πετάτε στον αέρα, ότι τάχα στις μάχες θα αντιστέκεστε σε δυο εκατόμβες Τρώων ο καθένας; Τώρα στεκόμαστε ανάξιοι, φοβισμένοι κι άχρηστοι, ενώ ο Έκτωρ απειλεί να μας κάψει τα πλοία.» Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό απογοητευμένος. «Δία πατέρα, πόση ζάλη και μωρεία έριξες στους νόες των μεγάλων Ανάκτων και χάνουν τώρα τη δόξα που απλόχερα κέρδιζαν παλιά; Ούτε μια φορά δεν έχω παραλείψει τις θυσίες σε εσένα ποτέ. Για αυτό, σε παρακαλώ, σε εσένα στέλνω δέηση, αξιώσου και μη μας αφήσεις να χαθούμε σήμερα, όχι έτσι, όχι σαν ποντικοί παγιδευμένοι, ζαρωμένοι, αποδειλιασμένοι, αδυνατώντας ακόμη και να ανασάνουμε από τους καπνούς των πυρκαγιών.»

Έριξε το βλέμμα ο περήφανος Αγαμέμνων, όχι μόνο από απελπισία μα και για να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλα του ανεμπόδιστα. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τον ξεπεσμό τους, ότι μετά από δέκα σχεδόν χρόνια προσπάθειας, όλα θα τελείωναν τόσο εξευτελιστικά, υποτιμητικά κι ανάξια για εκείνους, τους γιούς των Αργοναυτών που είχαν ενωθεί ιερά κι ανίερα, με ένα όραμα απίστευτο κι όμως ταιριαστό στην ηρωική τους φύση. Αυτή τη στιγμή, το συνειδητοποίησε· δεν τον ενδιέφεραν τα λάφυρα ούτε ο πιθανός πλούτος που θα επέφερε η άλωση της Τροίας· όχι όσο η δόξα, η καταξίωση, η υστεροφημία, το ότι θα γράφονταν τραγούδια, διθύραμβοι, έπη για το σπουδαίο κατόρθωμα τους. Ωστόσο, αυτό πια φάνταζε αδύνατον, ουτοπικό, άλογο· το μόνο που διαγραφόταν εμπρός τους ήταν θάνατος, σκότος του Άδη, ανωνυμία και πλήρης αποτυχία, ατίμωση των ισχυρών παρακαταθηκών των γονιών τους.

Όσο κι αν αποκρύφτηκε από τους θνητούς ακροατές του, οι Θεοί αντίκρισαν ολοκάθαρη τη λυγισμένη, απεγνωσμένη του μορφή, πρώτος από όλους ο Δίας. Αμέσως θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει δημοσίως στο παιδί του και μαλάκωσε, θέλησε να τονώσει το θάρρος των Δαναών που προ ολίγου είχε τσακίσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Διομήδης, δεμένος και φιμωμένος στη σκηνή του ολομόναχος, δεν περίμενε να αντικρίσει άνθρωπο ως τη δύση του ηλίου και πάλευε να αποκοιμηθεί, για να περάσουν οι ώρες ανώδυνα, χωρίς τις μαύρες του σκέψεις να τον καταδυναστεύουν με αυτομίσος, αυτολύπηση και ταπείνωση αφάνταστη. Μόλις αντίκρισε τον Οδυσσέα να εισέρχεται στη σκηνή του αλαφιασμένος, νόμισε πως ο νους του είχε σαλέψει και τον απατούσε μοχθηρά.

«Διομήδη!» Ένιωσε το υποτιθέμενο φάντασμα να γραπώνει τους ώμους του, καθώς έλυνε τα δεσμά του. «Έλα μαζί μου, να δεις το αδιανόητο θαύμα που τελέσθηκε εμπρός στα ανύποπτα κι ανάξια μας μάτια!»

«Τι;» Απόρησε αιφνιδιασμένος, με βλέμμα χαμένο ακόμη.

«Ο αετός του Δία πέταξε πάνω από τις κεφαλές μας κι έριξε στον βωμό του ένα ολόκληρο βόδι!» Αναφώνησε με δέος απροκάλυπτο ο Άναξ της Ιθάκης κι έλαμπαν οι ίριδες του αναζωπυρωμένες. Ο πανίσχυρος κι αδιάλλακτος οιωνός είχε επαναφέρει την ηρωική, τολμηρή βροντή στην καρδιά του και λαχταρούσε να μοιραστεί τον ενθουσιασμό με τον φίλο του.

«Ο Δίας πριν λίγη ώρα μας διέλυσε κεραυνοβολώντας, με άχλη και συσκότιση και τώρα μας ευνοεί; Δε μου αρέσει αυτή η αστάθεια,» παρέμεινε επιφυλακτικός ο Διομήδης.

«Μα είναι αξιοθαύμαστο!» Επέμεινε στο ντελίριο ο γιος του Λαέρτη. «Αν έβλεπες το μεγαλείο της πτήσης και της τέλειας βολής στο μάρμαρο που γέμισε αίμα θυσίας, θα άλλαζες γνώμη! Θεϊκό σημάδι αναντίρρητο και το παρακολουθήσαμε! Μα την Αθηνά, Διομήδη, δεν έχω αισθανθεί ποτέ μου εντονότερη την παρουσία αθάνατου ούτε την ευλογία-»

«Μήπως να σε δέσω;» Αναρωτήθηκε εκείνος και τον σώπασε, ευτυχής για το επίτευγμα του. «Από ποτέ έγινες εσύ ο παρορμητικός κι ευπειθής κι εγώ ο καχύποπτος και σκεπτικιστής; Σύνελθε, Οδυσσέα, θαρρώ ο πρώτος κεραυνός σε βρήκε κατακούτελα!»

«Λοιπόν, σκεπτικιστή, ανάλυσε το,» τον προκάλεσε, σταυρώνοντας τα χέρια, χωρίς να χάσει ούτε ρανίδα από την έξαψη που τον είχε συνεπάρει. «Θαρρείς δεν αποτελεί θαύμα, τη στιγμή που όλος ο στρατός έχει σκύψει το κεφάλι και αποδεχτεί την ήττα, όταν περιμένουμε στωικά σαν γυναικόπαιδα τους Τρώες να μας λιανίσουν, ο ίδιος ο Παντεπόπτης, ο Νεφεληγερέτης Ζεύς να δηλώνει καθαρά τη στήριξη του σε εμάς; Δε με ενδιαφέρει για τους κεραυνούς, εμπρός στο μεγαλείο του Αετού, μου φαίνονται φαιδροί! Απορώ πώς δεν άκουσες την αντίδραση των ανδρών, που μετά τη θερμή παράκληση του Αγαμέμνονα, είδαν τη σχεδόν ταυτόχρονη θεϊκή ανταπόκριση και φώναζαν Εισακούστημεν· ο Ζεύς είναι μαζί μας! Σήκω, λοιπόν, γιε του Τυδέα κι αρματώσου· η ημέρα δεν έχει τελειώσει, μπορούμε ακόμα να επικρατήσουμε!»

Δε χρειάστηκε δεύτερη παραίνεση. Πετάχτηκε όρθιος και σε μηδενικό χρόνο έτρεχε σιμά στον φίλο του πάνοπλος, έτοιμος να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή διψώντας για αίμα κι εκδίκηση σε κάθε Τρώα που τον είχε χλευάσει και κυρίως στον Έκτορα. Θωρώντας το δίδυμο να καταφθάνει, οι Αχαιοί χαιρέτησαν τιμητικά και με σεβασμό. Κανείς τους δεν τολμούσε να εμπαίξει τον Διομήδη ή να αναφέρει τον περίγελο από τον Πριαμίδη, όχι από φόβο μα από θαυμασμό, διότι ο γιος του Τυδέα στραφτάλιζε μέσα στην πανοπλία του, ακτινοβολούσε κύρος και σιγουριά στον θώρακα του Ηφαίστου, θύμιζε πιότερο τον Άρη πρόμαχο παρά θνητό απλό.

Το έναυσμα δόθηκε και ξεχύθηκαν ξανά οι Δαναοί προς τους επιτιθέντες Τρώες, πρόθυμοι να πεθάνουν, για να υπερασπιστούν το τείχος και τα πλοία τους. Μπροστάρης στεκόταν περήφανα ο Διομήδης και σαν σκοτεινός εκδικητής έχυσε το πρώτο αίμα της δεύτερης αναμέτρησης σε μια ημέρα· το θύμα του ονομαζόταν Αγέλαος, γιος του Φράδμονα, Τρώας Πολέμαρχος. Τον σκότωσε μεμιάς, μπήγοντας το ακόντιο του στην αριστερή ωμοπλάτη του, για να διαπεράσει το στήθος και να βγει εμπρός από δεξιά μαζί με την καρδιά του.

Στην επίθεση τον Άνακτα του Άργους ακολούθησαν οι Ατρείδες, οι δυο Αίαντες που ως συνεργάτες ήταν αήττητοι, μαζί κι ο Ιδομενέας με τον Μηριόνη, ο Ευαιμονίδης Ευρύπυλος κι ένατος ο Τεύκρος, με τόξο κυρτό καλά, έτοιμος να θερίσει δίπλα στον αδελφό του. Ο Αίας στήθηκε σαν βράχος πολεμώντας μαζί με την ασύγκριτη ασπίδα του· στο χώμα γονάτισε ο Τεύκρος, πίσω από την κραταιή ασπίδα και τόξευε τους εχθρούς είτε πηδώντας άνωθεν της είτε κάτωθεν της ρίχνοντας σε πόδια αλόγων ή ανδρών. Απόλυτα προστατευμένος από το φρούριο που συνέθεταν ο αδελφός του κι εφτά στρώματα επένδυσης, δε φοβόταν διόλου κι έσπερνε θανατικό δριμύ. Έπεφταν τα πτώματα βροχή, ωσάν τα αλάνθαστα βέλη του. Πρώτα ο Ορσίλοχος, κατόπιν οι ανδράγαθοι Δαίτωρ, Χρομίος, Όρμεος κι ισόθεος Λυκοφόντης, ο Οφελέστης, ο ήρωας Αμοπάων κι ύστερα ο Μελάνιππος σε αστραπιαία ώρα. Βλέποντας την ευωχία φονικών αυτή, ο Αγαμέμνων ευφράνθη και πλησίασε τον Τεύκρο, για να τον συγχαρεί προσωπικά. Ποτέ του δε φανταζόταν πως ένας μίσος Τρώας θα χάριζε τόση οιμωγή στους -κατά το ήμισυ- συντοπίτες του με τόση ορμή, μένος κι αποφασιστικότητα.

«Μικρέ Τελαμώνιε, πολέμαρχε μεγάλε, συνέχισε έτσι, τόξευε αδιάκοπα, των Αργείων να αδράττεις αγαλλίαση και δόξα στον ηρωικό σου πατέρα, που σε ανέθρεψε κι ανέστησε στο σπίτι, από την ξένη μάνα σου. Από μακριά θα νιώθει τη χαρά σου. Αυτό που θα σου πω, θυμήσου το, διότι αποτελεί δέσμευση καίρια. Αν ο Δίας ή η Αθηνά μας αξιώσουν να αλώσουμε το απόρθητο Ίλιο, εσύ πρώτος θα λάβεις βραβείο νίκης από εμένα· οτιδήποτε ποθείς, θα λάβεις· τρίποδα, άμαξα με άλογα ισχυρά ή γυναίκα σκλάβα δική σου πανώρια.»

«Αγαμέμνων, εμένα παρακινείς, τον ήδη πρόθυμο πολεμιστή, ως εμφανώς ισχύει;» Αναρωτήθηκε, χωρίς να κρύβει την περηφάνεια και την αίσθηση κολακείας ο γιος της Ησιόνης. «Όσο μου μένει δύναμη, δεν πρόκειται να ησυχάσω στιγμή. Τους σπρώχνουμε διαρκώς μακριά από το στρατόπεδο και προς την πόλη, μέχρι να δύσει ο Ήλιος καρτερώ τους άνδρες να σκοτώνω. Οχτώ αγκυλωτά βέλη έχω ρίξει ως τώρα κι όλα πέτυχαν σώματα κι οχτώ ψυχές έλαβαν. Μα το λυσσασμένο σκυλί που αναζητώ, ακόμη αδυνατώ να πετύχω!»

Ο Αγαμέμνων δε χρειάστηκε να αναρωτηθεί πού αναφερόταν, θωρώντας τον Έκτορα να βρίσκεται εγγύτερα, πάνω στο μεγαλοπρεπές του άρμα. Καθώς τον αποχαιρέτησε κι έφυγε για να βοηθήσει τον Μενέλαο παραπέρα, ο Τεύκρος ετοιμάστηκε να δρέψει την ψυχή του πρωτότοκου Πριαμίδη με εκδικητικότητα. Τράβηξε το βέλος δυνατά, ποθώντας να τον πετύχει, μα στην άφεση πετάχτηκε εμπρός του ο εύμορφος Γοργυθίων, νόθος του Πριάμου από την ωραία Καστιάνειρα. Όπως πέφτουν τα φύλλα της παπαρούνας από του καρπού της το βάρος, έτσι έγειρε το κεφάλι του από το ογκώδες κράνος, μιας και το βέλος στην καρδιά τον σκότωσε ακαριαία.

Ο Τεύκρος δεν πτοήθηκε και τέντωσε άλλο βέλος μα πάλι έσφαλε, αυτή τη φορά με επέμβαση του ίδιου του Φοίβου, που είχε βαλθεί να προστατέψει τον Έκτορα, με τη σύμφωνη γνώμη του πατρός του. Το βέλος πέτυχε κατάστηθα και φόνευσε ευθύς τον ηνίοχο του Έκτορα, τον Αρχεπτόλεμο, ο οποίος πετάχτηκε από το άρμα ορμητικά και τσακίστηκε στο χώμα.

Ο γιος του Πριάμου λυπήθηκε, πείσμωσε, κόρωσε, που δεύτερο έχασε ηνίοχο θαυμάσιο μέσα σε μια ημέρα και παρακάλεσε τον ετεροθαλή αδελφό του Κεβριόνη να αναλάβει τα ηνία, όσο εκείνος πέζεψε κι επιτόπου επιζήτησε εκδίκηση από τον τρομερό φονιά τοξότη. Με μια ιαχή που πάγωσε ακόμη και το αίμα των συμπολεμιστών του, σήκωσε μια πέτρα μεγάλη όσο η παλάμη του, λεία, στρογγυλή κι όρμησε στον Τεύκρο αιμοβόρα.

Ο ατρόμητος γιος του Τελαμώνα ετοίμασε άλλο ένα βέλος, για να τον αποτελειώσει και την ώρα που πηδούσε για την άφεση πάνω από τη γιγαντιαία ασπίδα, έριξε την πέτρα ο Έκτωρ. Δυο θαυμάσιες βολές, αριστοτεχνικές, μα μια μονάχα πέτυχε. Το βέλος δεν αφέθηκε ποτέ, διότι η χορδή κόπηκε από τον εκδικητικό λίθο, προτού πετύχει το τρυφερό δέρμα στην κλείδα, εμπρός στην ωμοπλάτη. Τρέμοντας από πόνο και ξαφνικό μούδιασμα, ο Τεύκρος έπεσε στα γόνατα, ανίκανος να πολεμήσει πια και το τόξο σωριάστηκε στο χώμα άχρηστο.

Αμέσως, έτρεξε στον αδελφό του ο Αίας, καλύπτοντας τον με την ασπίδα του, όσο δυο πρωτοπαλίκαρα από τη Σαλαμίνα, ο Μηκιστέας κι ο Αλάστωρ, τον σήκωσαν στους ώμους τους κι έσπευσαν να τον πάνε στον Μαχάονα, για να λάβει την απαραίτητη φροντίδα η αιμορροούσα πληγή.

Γέμισε θάρρος κι ορμή τους Τρώες ξανά ο Δίας, ώστε σε ώρα ελάχιστη έσπρωξαν τους Αχαιούς πίσω στην τάφρο τους, ενώ επικεφαλής τους ο Έκτωρ θέριζε όσους ατυχούσαν στις ύστατες γραμμές της υποχώρησης, λυσσασμένα, με έπαρση, αποτρέποντας τους από ηρεμία ή οίκτο. Πέρασαν εκείνοι την τάφρο και ανασυντάχθηκαν έξω από το τείχος, ενώ οι Τρώες φόνευσαν πολλούς κατά το βιαστικό φευγιό, φωνάζοντας ο ένας στον άλλον λόγια αναπτερωτικά μάταια ή σήκωναν τα χέρια στους Θεούς και προσεύχονταν, θωρώντας έντρομα τα μάτια του Έκτορα, τα καστανά με την πράσινη ετεροχρωμία, που θύμιζαν πιότερο εκείνα της Γοργούς, της ανδροφόνας Μέδουσας ή του κτηνώδους Άρη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στον Όλυμπο πλέον η Ήρα δάκρυζε απροκάλυπτα, δεν έκρυβε τον θρήνο και τον καημό για τον σίγουρο χαμό των Δαναών εκείνη την ημέρα. Δίπλα της, η Αθηνά φαινόταν στωική, μα είχε κατεβάσει την περικεφαλαία, ώστε να κρύβει τα αιματωμένα από σιγανά δάκρυα μάτια της.

«Αθηνά, σφαδάζει η ψυχή μου σε αυτό το τερατώδες θέαμα,» άκουσε την Ήρα, που αυθόρμητα γραπώθηκε πάνω της, σε απελπισμένη αγκάλη. «Από στιγμή σε στιγμή, θα χαθούν όλοι και όλα. Δεν υποφέρεται αυτή του Έκτορα η μανία ούτε ελέγχεται κι έχει οιμωγή σηκώσει αβάσταχτη.»

«Εύκολα θα χανόταν από χέρια ελληνικά εκείνος στη γη των προγόνων του,» γρύλισε σιγά με οργή συγκρατημένη υπό την άρτια πειθαρχία της η Παλλάδα. Ωστόσο, ο νους της έτρεχε αγανακτισμένα κι η γλώσσα της μιμούταν. «Αλλά ο πατέρας μου μανίζει δεινά, ο διεστραμμένος, που πάντοτε όσα ποθώ εγώ και βούλομαι εμποδίζει! Προφανώς, λησμόνησε πόσες φορές το παιδί του το λατρευτό έσωσα, όταν βασανιζόταν από τους αγώνες του Ευρυσθέα. Στον ουρανό προσέπεφτε εκείνος κι ο Δίας επροβόδιζε πάντοτε έμενε αρωγό. Αν γνώριζα πόσο θα με πονούσε σήμερα, αν ο νους μου το είχε προβλέψει, σαν τον είχα κατεβασμένο στον Άδη, για να ανεβάσει από το Έρεβος στο φως της γης τον Κέρβερο, δε θα έβγαινε ποτέ από το απέραντο ποτάμι της Στύγας, Ήρα! Θα τον παρατούσα παγιδευμένο εκεί αιωνίως, όπως εσύ μου είχες ζητήσει να πράξω.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, για να συγκρατήσει την τρεμούλα στη φωνή της που έβριθε συναισθημάτων πολλαπλών. Σπάραζε, βλέποντας παλικάρια ασύγκριτα σαν τον Διομήδη, τους Αίαντες, τον Πολυποίτη, τον Αντίλοχο, τον Οδυσσέα, να τρίβουν με τα σώματα την πέτρα των τειχών τους, φοβούμενοι το μένος του Έκτορα. Έσφιξε τις γροθιές της και συνέχισε την έκκριση χολής που ουδέποτε δεν είχε φανερώσει. «Και τώρα, ιδού, ο πατέρας μου, που τόσο με αγαπά υποτίθεται, δείχνει πως με μισεί, καθώς ικανοποιεί τα θελήματα της Θέτιδας, που τον ικέτευσε, για να δοξάσει τον χαϊδεμένο της, κακομαθημένο γιο, που καλοπερνά στη σκηνή του αμέριμνος, ενώ οι αλλοτινοί συμπολεμιστές του κατασφάζονται! Ήρθε, λοιπόν, η ώρα, να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, ακόμη κι ας πληρώσω. Ζέψε τα άλογα στο άρμα μου κι αν θες έλα μαζί μου, ενώ εγώ θα φέρω τα όπλα μου, για να ετοιμαστώ για μάχη. Θα δούμε τώρα, λοφοσείστη Έκτωρ, ποιός θα γελά, όταν φανούμε έμπροσθεν τους στο πεδίο. Τρώες αναρίθμητους σήμερα θα πέσουν από εμένα σιμά στα πλοία και θα χορτάσουν τα σκυλιά, τα όρνια και οι Κήρες!»

Έλαμψαν τα μάτια της Ήρας στην αστείρευτη αποφασιστικότητα της νεότερης Θεάς, που εμπρός στα ιδανικά της δε λογάριαζε ούτε την ίδια την αθάνατη ζωή της, ούτε την αχρεία τιμωρία που θα ελάμβανε. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο απόλυτο θάρρος και δίψα για αντίποινα, η Ήρα δέχτηκε να την ακολουθήσει.

Η Αθηνά ζώστηκε πέπλο αγανό και πλουμιστό, εργόχειρο δικό της, μέσα από το κράνος το τρανό κι έναν χιτώνα πορφυρό μέσα από την πανοπλία, που ανήκε στον πατέρα της. Φέροντας όλα τα όπλα της περήφανα, ανέβηκε στο έτοιμο άρμα κι η Ήρα με σφοδρότητα κέντησε τους πέντε ίππους.

Καλπάζοντας ορμητικά αυτοί, βροντήσαν απανταχού στον Όλυμπο κι έφτασαν στις πύλες τάχιστα, που φυλούσαν οι Ώρες. Μόλις οι σεπτές Θεές τις αντίκρισαν, άνοιξαν διάπλατα τις πύλες και τους επέτρεψαν έξοδο, με σεβασμό και δέος.

Αμέσως αντιλήφθηκε την έξοδο τους ο Ζεύς και κάλεσε την Ίριδα εξοργισμένος, τη χρυσόφτερη Αγγελιαφόρο.

«Ίρις γοργόποδη, τρέξε και γύρισε τες πίσω αμέσως, απότρεψε τες πάση θυσία να μου αντιταχθούν. Μαρτύρησε του λόγου μου. Θα τους χολώσω τα άλογα που έζεψαν στο άρμα, να πέσουν, να τσακιστούν αμφότερες και δέκα χρόνια να χρειαστούν για να επουλωθούν οι πληγές τους. Έτσι, θα μάθει η γλαυκομάτα κόρη μου να μη μου στασίαζει. Στην Ήρα δε θυμώνω πια, αυτή διαρκώς μου εναντιώνεται. Ας τους γίνει το πάθημα, μάθημα.»

Αστραπιαία πέταξε η Ίρις και τις πέτυχε πολύ κοντά στις πύλες ακόμη.

«Σαν συνεπήρε τον νου η μήνις; Πού σπεύδετε κι οι δυο σαν άνοες; Αν κατεβείτε ως βοηθοί των Αχαιών, αντιτίθεστε στο θέλημα του Διός.» Τους μετέφερε αυτούσια την απειλή του Δία, όπως και τους χαρακτηρισμούς για αμφότερες. Τελικά, στράφηκε στην Αθηνά, με ύφος επικριτικό, περιφρονητικό και κατηγορικό. «Εσύ φταις, όμως, εσύ υποκινείς την ταραχή, σκύλα αδιάντροπη, πανκάκιστη και παγερή παρθένα! Κι αν σηκώσεις το δόρυ σου σε Τρώα σήμερα, στον ίδιο σου τον πατέρα το κάνεις, θα αποδείξεις περίτρανα το βδελυρό ποιόν σου!»

Η Αθηνά δεν της απάντησε, συγκράτησε το μένος, μα δεν αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τη χτυπήσει κι ευθύς η ανάποδη της παλάμης της συγκρούστηκε με το αυθάδες της μάγουλο, πετώντας τη μακριά σαν ενοχλητικό κώνωπα. Ελάχιστα ένιωσε την προσβολή να ανακουφίζεται.

«Αθηνά, δίκιο είχε, οφείλεις να το παραδεχτείς,» ομολόγησε η Ήρα, έχοντας ολότελα χάσει τη διάθεση για αψήφηση του Άνακτος τους. «Η απειλή δεν είναι ανάλαφρη ούτε ευφημισμός. Κανένας βροτός δεν αξίζει να υποστούμε κύρωση βαριά. Όσοι είναι γραφτό να πεθάνουν σήμερα, θα πεθάνουν κι οι άλλοι θα επιβιώσουν, όπως εκείνος έχει ορίσει κι οι παντοδύναμες Μοίρες.»

Η Παλλάδα δε συμμεριζόταν τη μετριοπάθεια της. Προτιμούσε να ταπεινωθεί και πεταχτεί στα Τάρταρα παρά να εγκατέλειπε την προσπάθεια διάσωσης των ανθρώπων της. Ποτέ δε θα μπορούσε να ζήσει με τις τύψεις πως είχε αφήσει τον Οδυσσέα να πεθάνει ανυπεράσπιστος, για μια αλλοπρόσαλλη ιδιοτροπία του πατέρα της κι ενός παραλόγου ημίθεου που είχε πεισμώσει εις βάρος αθώων. Ετοιμάστηκε να πηδήξει από το άρμα κατευθείαν στο πεδίο της μάχης, να πετάξει. Η Ήρα της άδραξε αποφασιστικά τον καρπό.

«Λογικέψου,» θέλησε να τη νουθετήσει. «Κατανοώ πως πονάς τους θνητούς περισσότερο από εμένα αλλά οφείλεις να επιβιώσεις για αυτούς. Δε θα χαθούν όλοι σήμερα, αυτό είναι βέβαιο. Στους επιζώντες πρέπει να σταθούμε, στους ευτυχείς που θα γλιτώσουν και να τους βοηθήσουμε να σταθούν στα πόδια και να συνεχίσουν. Από τα Τάρταρα, τους είσαι άχρηστη. Έλα μαζί μου, μικρή.»

Μουδιασμένη κι απόλυτα σιωπηλή την ακολούθησε η Αθηνά, αφήνοντας τη να στρίψει τα άλογα πίσω στον Όλυμπο, μόνη της η Ήρα τα φρόντισε και τα τάισε αμβροσία, ενώ η Θεά της Σοφίας ως άγαλμα ανέκτησε την προηγούμενη θέση της, που κανένας δεν είχε τολμήσει να καταλάβει, συνεχίζοντας την παθητική παρακολούθηση με τα νύχια μπηγμένα στο απαλό δέρμα της παλάμης. Ένιωθε ιχώρα να κυλά στους καρπούς και στους βραχίονες ανεμπόδιστη μα υπέμεινε στωικά, με μόνη αίσθηση την όραση, την αδρομερή θέαση της αγωνιώδους μάχης.

Οσονούπω, επέστρεψε κι ο Ζεύς από την Ίδη στον Όλυμπο και κάθισε στον μεγαλειώδη του θρόνο, που όμοιος του στην πλάση δε βρισκόταν. Καθώς μια νωθρή, ασήμαντη κι αργόσχολη συζήτηση ξεκίνησε αναμεταξύ των αθανάτων, τι κι αν παρακολουθούσαν μάχη τρομερή, όλοι τους συμμετείχαν υποχρεωτικά και συνδιαλέγονταν τον Δία, εκτός από την Ήρα και την Αθηνά που ούτε καν βλέμμα δεν του χάριζαν, με μάτια και νόες στραμμένα πλήρως στο αιματοβαμμένο πεδίο.

«Γιατί στέκεστε θλιμμένες και βλοσυρές;» Ζήτησε να μάθει ο ίδιος ο Άναξ Κρονίδης, σε μια διάθεση να θριαμβολογήσει επιδεικτικά. «Διόλου δεν έχετε κοπιάσει σήμερα στον φοβερό Πόλεμο, όπως κι όλοι οι άλλοι. Μονάχα εγώ έδρασα, διότι έτσι διέταξα κι ο λόγος μου είναι νόμος εδραιωμένος στη δύναμη που σας εξουσιάζει. Μόλις ακούσατε την άσφαλτη απειλή μου, ακόμη κι εσείς δειλιάσατε και γυρίσατε εδώ άπραγες, με την ουρά στα σκέλια. Σοφά πράξατε· αν είχατε παρακούσει, ακόμη τσακισμένες στους βράχους θα ήσαστε από τον κεραυνό μου, μακριά από την άνεση του Ολύμπου, έτοιμες για μετακόμιση στα ερεβώδη Τάρταρα!»

Δεν τους έδωσε περαιτέρω σημασία. Κάθισαν, λοιπόν, οι δυο τους, πιο διψασμένες για εκδίκηση όσο ποτέ άλλοτε και κατέστρωναν τον όλεθρο των Τρώων σιγανά, όσο πιο χαμηλόφωνα δύναντο. Η Αθηνά ήταν αποφασισμένη να αδιαφορήσει πλήρως για τον πατέρα της κι η άμεμπτη της πειθαρχία τούτο κατάφερε μα η Ήρα δε συγκράτησε τη χολή της και σύντομα ξέσπασε.

«Τι ξεστόμισες, παντοδύναμε Δία;» Φώναξε κι όλες οι φωνές σώπασαν. «Γνωρίζουμε όλοι πως η δύναμη σου δε συγκρίνεται ούτε επιδέχεται αντίστασης μα αδυνατούμε να κοιτάμε τη σφαγή των αθώων Δαναών με απονιά! Μονάχα σε ικετεύω ξανά, μην τους αφήσεις να χαθούν όλοι, το κρίμα θα είναι ασήκωτο τότε, όταν γεμίσουν τα παλάτια χήρες κι ορφανά!»

Ο Δίας την κοίταξε φευγαλέα, γεμάτος περιφρόνηση, θυμό κι αποστροφή. Το βλέμμα του πέτρωσε και τα λόγια που ακολούθησαν γέμισαν χαρά τους μίσους αθάνατους και τους άλλους μίσους πένθος.

«Θα δεις τον άνδρα σου Ήρα, μόλις αύριο χαράξει η Ηώς, πως θα ρίξει συμφορά τρεισχειρότερη από την τωρινή στους αγαπημένους σου Αργείους! Αν δε σηκωθεί να πολεμήσει ο γιος του Πηλέα ξανά, ο Έκτωρ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την προσπάθεια καύσης των πλοίων. Κι αυτό θα γίνει, μονάχα όταν πέσει νεκρός ο Πάτροκλος και φουντώσει μάχη σφοδρή πάνω από το πτώμα του. Αυτό έχουν ορίσει οι Μοίρες να συμβεί, είτε σου αρέσει είτε όχι, όσο κι αν σε θυμώνει. Ακόμη και στα Τάρταρα να κατέβεις, να βρεις μέσα στο απόλυτο Έρεβος, την ανήλιαγη φυλακή των Τιτάνων και την ίδια τη Δίκη, δεν αλλάζει τίποτα. Ποσώς με ενδιαφέρει, τελικά, αν τέρπεται η αχόρταγη σου υπεροψία. Μα τον Αετό μου, πιο αδιάντροπο πλάσμα από εσένα δεν αντίκρισα ποτέ μου!»

Η Ήρα σώπασε αναγκαστικά και μόλις έπεσε η νύχτα, αποσύρθηκε άηχα στο παλάτι της κι η Αθηνά στο δικό της. Για τους υποστηρικτές των Αχαιών, η νύχτα εκείνη προμηνύοταν θλιβερή, ανήσυχη, ζοφερή.

Μόλις έδυσε ο Ήλιος και το φως χανόταν τάχιστα, οι Τρώες απογοητεύτηκαν κι έφυγαν απρόθυμα για τα σπίτια τους, ενώ οι Δαναοί ανακουφίστηκαν, ελπίζοντας να αναπαυθούν ελάχιστα και να προσευχηθούν επαρκώς, να γλιτώσουν τον ολικό χαμό και την επόμενη ημέρα.

Ο Έκτωρ συγκάλεσε αμέσως πολεμικό συμβούλιο και κατέφθασε λουσμένος, ολόλαμπρος, κρατώντας δόρυ εφτάμετρο, στολισμένο με χρυσό στεφάνι κάτω από την αιχμή. Αντικρίζοντας τον, κάθε φωνή σώπασε και ξέσπασαν σε ζητωκραυγές για τον μέγιστο ήρωα και πολέμαρχο τους.

«Ακούστε με Τρώες, Δάρδανοι και φίλοι σύμμαχοι μας,» τους απευθύνθηκε ταπεινά, έχοντας απανελθει πλήρως στον γνώριμο εαυτό του, «αγαλλιάζω βλέποντας πως ο Ξάνθος ποταμός σήμερα ρέει καθάριος, χωρίς σταγόνα αίμα ή πτώματα δικών μας ανδρών. Δυστυχώς, σήμερα δεν προλάβαμε να επικρατήσουμε σημαντικά στους εχθρούς, η ιερή νύχτα μας πρόλαβε κι οι δάδες μας δεν άγγιξαν τα πλοία τους ή γκρέμισαν το τείχος τους. Τους έσωσε το σκότος και δε γυρίσαμε απόλυτοι θριαμβευτές στο πυργωμένο Ίλιο. Ωστόσο, σήμερα σημειώσαμε νίκη τρανή κι ανέλπιστη. Για αυτό, λοιπόν, εσείς ετοιμάστε συμπόσιο αφειδές, λύστε τα ωραία άλογα από τις άμαξες και βάλτε τους τροφή. Έπειτα, φέρετε βόδια, αρνιά, ερίφια παχιά κι οίνο εκλεκτό, προμηθευτείτε αετό αχνιστό από τα σπίτια σας, για να φάμε όλοι μαζί. Τέλος, φέρετε ξύλα άπλετα, διότι ολονυχτίς θα καίμε, για να σηκώσουν καπνό τρομακτικό, να φτάσει ως τον αιθέρα. Δε θα τολμήσουν, τότε, αυτοί να φύγουν μες στη νύχτα, επειδή δε θα βλέπουν τίποτα στον ορίζοντα. Ήσυχοι σήμερα δε θα κοιμηθούν ούτε θα διαφύγουν, μετρώντας τις πληγές από τα ακόντια και τα βέλη μας. Επιτέλους, μαθαίνουν ότι ο Άρης εμάς ευνοεί, τους ιππόδαμους Τρώες. Ύστερα, μεταφέρετε τούτη την εντολή σε όλη την πόλη· απόψε, όσο εμείς θα στεκόμαστε εκτός των τειχών άγρυπνοι φρουροί στις πυρές μας, να καθίσουν νέοι και γέροντες ικανοί φρουροί στους θεόχτιστους πύργους μας. Οι γυναίκες ας κρατήσουν τα φώτα στους λύχνους ανοιχτά ολονυχτίς κι η φρουρά της πόλης να παραμείνει διαρκώς σε ετοιμότητα, μήπως και αποπειραθούν κάποια δολιοφθορά. Αυτά ας γίνουν απόψε, φίλοι μου κι ας δεηθούμε να αξιωθούμε αύριο να καταστείλουμε αυτά τα σκυλιά διά παντός, να τους πετάξουμε πίσω στη θάλασσα, όπως μας τους έφεραν οι Μοίρες μέσα στα μαύρα καράβια. Ας φυλαχτούμε απόψε, για να θριαμβεύσουμε αύριο, με μπροστάρη τον Άρη. Θα βρω τον ίδιο τον Διομήδη και θα αναμετρηθώ, είτε αυτός θα με διώξει από τη μάχη είτε εγώ θα του σκίσω το στήθος με το ξίφος και πάρω τα αιματοβαμμένα όπλα του. Θα μάθει το πρωί αυτός, αν θα υπομείνει της λόγχης μου την κραταιότητα. Θαρρώ θα πέσει πρώτος κι ευθύς θα τσακιστεί το θάρρος των ανδρών του. Μακάρι να ήμουν αθάνατος, όπως ο Φοίβος ή η Αθηνά, για να δοξάζομαι αιωνίως, για τη λύτρωση που αύριο θα επιφέρω στην πατρίδα μου, όπως μεγαλοπρεπώς της αρμόζει!»

Αλάλαζαν οι Τρώες, ζητωκραύγαζαν και τον επευφημούσαν μεγαλόφωνα, έτοιμοι ακόμη και να πεθάνουν δίπλα στο σπάνιο πνεύμα του. Υλοποίησαν τις προσταγές του κατά γράμμα κι αφού προσέφεραν πλουσιοπάροχες εκατόμβες στους Θεούς, δείπνησαν μαζί στρατιωτικά, καθώς ανέβαινε στον ουρανό γλυκιά η κνίσσα. Παρόλα αυτά, οι Θεοί δεν τη δέχτηκαν. Η Εστία κι η Δήμητρα την απέτρεψαν από το μα φτάσει στον Όλυμπο. Όσο κι αν φάνταζε απίστευτο, η Τροία μετρούσε μήνες πριν την καταστροφή.

Καίγονταν τα ξύλα αδιάκοπα, καπνός σηκωνόταν κι έπληττε τα πάντα σε γκρίζο απεχθές, από τις χίλιες πυρές που είχαν ανάψει. Γύρω από κάθε μια κάθονταν πενήντα κι όσο ζεσταίνονταν από τη φωτιά, έψαλλαν στους Θεούς ύμνους, παιάνες, άσματα μελωδικά, ώστε οι ψαλμοί αντηχούσαν στον ήρεμο κάμπο ως υπόκωφοι, σιγανοί ψίθυροι, γλυκόπικρα γογγυτά, ανάμεσα στη χαρά και στον θρήνο.

Η Κασσάνδρα κι η Ανδρομάχη στέκονταν στις επάλξεις και παρακολουθούσαν με δέος και ταραχή βαθειά. Κάτι θα συνέβαινε εκείνη τη νύχτα, κάτι μαύρο, αδιευκρίνιστα ζοφερό κι αλλόκοτο. Η Κασσάνδρα κρατούσε τον ανιψιό της Αστυάνακτα και τον νανούριζε με βαυκαλήματα πικρά, καθώς η ανδράδελφη της περπατούσε ακούραστα στην παγερή πέτρα.

Εκείνη τη νύχτα, μονάχα η Ελένη κοιμήθηκε. Η πρώτη και τελευταία νύχτα που της χορηγήθηκε γαλήνη, διότι ο Πάρης βρισκόταν στις πυρές, δίπλα στον Έκτορα. Εκείνη, η αιτία των πάντων κι η αφορμή, κοιμόταν ήσυχα και δίχως όνειρα, μέσα στο μάτι του κυκλώνα, στην απόλυτη σιωπή πριν την καταιγίδα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εδώ είμαστε! Καλή Χρονιά, σας εύχομαι τα καλύτερα μέσα από την καρδιά μου;

Τι μου κάνετε; Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Θαρρώ συνειδητοποιήσατε πως πρόκειται για το μεγαλύτερο ως τώρα, 11350 λέξεις παρακαλώ! Δεν ξεπέρασε τις 11550 του flashback του Πολέμου των Τεσσάρων αλλά τα πήγε εξαιρετικά καλά και δεν το περίμενα.

Αγαπώ τόσο πολύ τον Διομήδη, ώστε του ενίσχυσα την παρουσία εξευτελιστικά πολύ; Ω ΝΑΙ!

Και πού να δείτε τι έχει να γίνει στο επόμενο κεφάλαιο, διότι αυτή η Νύχτα, ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΦΕΡΕΙ ΧΑΜΟ!!

Η Ραψωδία Ι αλλά και η Κ που ακολουθούν, όταν ήμουν ενός έτους και δυο και μου διάβαζε η μήτηρ την Ιλιάδα προ ύπνου, ήταν οι αγαπημένες μου.

Γιατί;

Διότι η απόλυτη υποκειμενική μου λατρεία ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΛΑΜΠΕΙ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΙΡΙΑ!

Άντε τώρα που δεν καταλάβατε πού αναφέρομαι 😌😌😌

Εσάς το ανανεωμένο cast σας μπέρδεψε, εμένα με απελευθέρωσε και μόνο αυτή τη συγκεκριμένη λατρεία θέλω να γράφω και να ξεφτυλίζω την παρουσία...

Μη μου δίνετε σημασία, τον τελευταίο καιρό περνώ μια κρίση αλλόκοτη. Θα μου περάσει, αλλά εσάς σας συμφέρει, διότι με ωθεί αστείρευτα στη συγγραφή.

Μέχρι την υπέροχη αυτή, Τίγκα στη στη badassίλα ραψωδία Ι, να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας και πάλι Καλή Χρονιά να έχουμε!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top