ΧΧΧV Το Τείχος Έπεσε

«Έχουμε άλλους δέκα τραυματίες, Ποδαλείριε!»

Η Τέκμησσα βάδιζε ανάμεσα στους λαβωμένους, που πλέον προσιδίαζαν σε μια θάλασσα τρέμουλων, πόνου κι αίματος, με μεγάλη προσοχή, ενώ μετέφερε από τις αποθήκες των πλοίων βότανα και γιατρικά που ζητούσε ο γιος του Ασκληπιού. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έσπευδε να βοηθήσει σε εκείνη τη σκηνή, το άτυπο Ιατρείο του Στρατοπέδου. Ωστόσο, ποτέ πριν δεν το είχε δει τόσο γεμάτο με άνδρες που υπέφεραν.

Εκείνο το πρωί, αμέσως μετά την έναρξη της μάχης, είχε πάει να προσφέρει βοήθεια, όχι μόνο γιατί το επιθυμούσε μα κι επειδή δεν ήθελε επουδενί να τη βλέπουν οι γιοί της να περιφέρεται άσκοπα στη σκηνή τους και να αγωνιά για τον σύζυγο και πατέρα τους. Πράγματι, χρειαζόταν η συμβολή της, μιας κι ο Μαχάων είχε πάει να πολεμήσει.

Η μεγάλη συρροή είχε ξεκινήσει, αφότου κατέφθασε ο τραυματισμένος Αγαμέμνων. Η πληγή του στο χέρι ήταν τρομακτική, μια απόκοσμη τρύπα που αιμορραγούσε αδιάκοπα κι απατούσε διαρκή φροντίδα. Ο Ποδαλείριος τον έραψε εκατέρωθεν στο χέρι με ακρίβεια και ψυχραιμία, αλλά ο Αρχιστράτηγος δεν ήθελε κανέναν άλλον μα τον προσέχει ύστερα παρά τη Βρυσηίδα. Έτσι, είχε τρέξει η Τέκμησσα και την είχε φέρει από τη σκηνή του, για να τον αναλάβει κι η κοπέλα είχε δεχτεί. Γνώριζε από ιατρική κι εκείνη αρκετά, είχε μάθει από τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο, τους άξιους μαθητές του Χείρωνα. Αφού ο Ποδαλείριος χορήγησε στον Ατρείδη ένα ισχυρό ηρεμιστικό με γάλα παπαρούνας, η Βρυσηίδα ήταν ελεύθερη να συνδράμει και σε άλλους τραυματίες. Με επικεφαλής τον Ποδαλείριο, εργάζονταν συνολικά είκοσι γυναίκες και πάλι δεν έφταναν σαράντα δυο χέρια, για να προσέχουν επαρκώς τους πάντες. Πήγαιναν κι έρχονταν βιαστικά, μεριμνώντας το κάθε τους βήμα, ανάμεσα σε άνδρες ακρωτηριασμένους, αιμορροούντες, τσακισμένους κι εκείνες περιφέρονταν με μύριους σκοπούς, υπό το σβέλτο βλέμμα και την καθοδήγηση του γιού του Ασκληπιού.

Δε συνειδητοποίησαν πότε οι τριάντα τραυματίες τους έγιναν τριακόσιοι τριάντα κι ακόμα περισσότερο δεν πίστευαν στα μάτια τους, όταν κατέφθασαν λαβωμένοι ο Διομήδης κι ο Οδυσσέας. Όσο κι αν ο δεύτερος υπέμεινε στωικά τον σουβλερό πόνο, καθώς η Τέκμησσα έπλενε με νερό την πληγή στο πλευρό του, ο Διομήδης ωρυόταν λυσσασμένα. Μολονότι τον φρόντιζε ο ίδιος ο Ποδαλείριος, η οργή του ήταν ασυγκράτητη κι η οδύνη στο πόδι του μονάχα τη δυνάμωνε.

«Θα τον σφάξω! Θα τον κόψω κομμάτια!» Ξεφώνιζε, κορωμένος από θυμό, όποτε ο επιδέξιος ιατρός ακουμπούσε το πρησμένο, μπλαβί του πόδι. «Την επόμενη φορά που τον αντικρίσω, θα τον ταΐσω στα άλογα του αδελφού του και τα σωθικά του στα όρνια!»

«Για ποιόν ουρλιάζει έτσι;» Απόρησε η Τέκμησσα, τοποθετώντας στο σκισμένο πλευρό του Οδυσσέα το πρώτο στρώμα του βαλσάμου που είχε ετοιμάσει ο Ποδαλείριος.

«Για τον Πάρη,» αποκρίθηκε ο γιος του Λαέρτη σιγανά. «Αυτός τον τραυμάτισε.»

Άθελά της, η σύζυγος του Τελαμώνιου Αίαντα ζάρωσε τα μάτια κι άφησε ένα σύριγμα ταραχής.

«Ίσως να έχει και δίκιο,» είπε, χωρίς να παύει την αποστολή της. «Ο άνδρας μου τον περιγράφει ως τον μέγιστο των δειλών, το πιο σαθρό και διεφθαρμένο ανθρωπάριο. Αν αυτός, ο τελευταίος Τρώας, έριξε τον καλύτερο δικό μας, τότε πράγματι δεν ονειδίζεται παράλογα.»

«Είναι ακόμα ζωντανός,» αποκρίθηκε ο Άναξ της Ιθάκης στωικά. «Ζει ο Διομήδης, ζει ο Αίας, ζουν οι ελπίδες μας. Έφυγε ηρωικά από τη μάχη, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή. Δεν υπάρχει ίχνος αισχύνης σε αυτό.»

«Ο Μενέλαος σε άφησε στα χέρια μου, μα δεν παρέλειψε να με ενημερώσει για τον άθλο σου,» τον κοίταξε σαν υπερήφανη μάνα η Τέκμησσα. «Πολεμούσες σαν θηρίο ανήμερο, είπε, κρατώντας την πλευρά σου πρακτικά μόνος και σκότωσες τον άνδρα που σε λάβωσε, όπως κι ο Αρχιστράτηγος.»

«Δεν έχει σημασία,» απέπεμψε τον έπαινο της, μολονότι η δεξιά άκρη των χειλιών του υπερυψώθηκε ντροπαλά. «Το μόνο που μετρά σήμερα είναι να σωθούν τα πλοία μας από τις δάδες των Τρώων. Για αυτό, δυστυχώς, αδυνατώ να συνεχίσω να παλεύω κι ομολογώ ότι ζηλεύω τον Διομήδη. Αντέχει να ωρύεται, να ξεσπά την αγανάκτηση του, που στέκεται στον ορυμαγδό μας άπραγος, ενώ εγώ...» Η φωνή του αδυνάτισε, η ηρεμιστική ρίζα που είχε αποθέσει στο τραύμα του ενεργούσε. «Εγώ ούτε να δακρύσω δεν μπορώ πλέον.»

Αποκοιμήθηκε μη ηθελημένα, αποκαμωμένος από ξενύχτι, αέναη μάχη, αγωνία κι απώλεια αίματος. Η Τέκμησσα χτένισε στοργικά τα μαλλιά του με τα χέρια της και τον άφησε, για να φροντίσει άλλους, αφότου ξέπλυνε τα χέρια από τη σκόνη, τον ιδρώτα και το αίμα.

«Ο Νέστορας περιποιείται τον αδελφό μου στη σκηνή του!» Φώναξε φρενήρως ο Ποδαλείριος, τρέχοντας στα ενδότερα του δώματος, για να ζωστεί την πανοπλία του εσπευσμένα. «Ο στρατός μας είναι ακέφαλος, με χρειάζονται στο μέτωπο!» Σε ελάχιστη ώρα, ήταν πανέτοιμος, για να πολεμήσει. Στράφηκε προς το μέρος της Τέκμησσας, που έραβε τη σκισμένη κνήμη ενός Κρήτη. «Εσύ κι η Βρυσηίδα είστε επικεφαλής πλέον. Εγώ οφείλω να υπερασπιστώ εσάς, τον στρατό μου και τα πλοία μας!»

Πάγωσε στη θέση της η βασιλοπούλα της Φρυγίας, μα ξεπέρασε βεβιασμένα την έκπληξη, διότι έπρεπε να ανακοινώσει στη Βρυσηίδα τα νέα. Ποτέ τους δεν είχαν αντιμετωπίσει τόσο σοβαρή ευθύνη και καθήκον. Πλέον, φάνταζαν οι μόνες ικανές να συνδράμουν στη μαραθώνια προσπάθεια διάσωσης των εκατοντάδων λαβωμένων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η μάχη δεν έλεγε να λήξει. Κανένας δεν υποχωρούσε, κανείς δεν εγκατέλειπε, σύσσωμοι αμφότεροι οι στρατοί συγκρούονταν αλλά η υπεροχή των Τρώων πλέον ήταν πασιφανής κι απαράλλαχτη. Με τους κραταιούς Αρχηγούς τους -τον Έκτορα, τον Αινεία, τον Σαρπηδόνα- δραστήριους κι αρτιμελείς, ασταμάτητους φονιάδες, οι Τρώες δε φοβούνταν τίποτα και κανέναν. Οι Αχαιοί είχαν χάσει τέσσερις σπουδαίους πολέμαρχους, ο Τελαμώνιος Αίας αγνοούταν, οι Θεοί έμοιαζαν να κωφεύουν στις παρακλήσεις τους για βοήθεια. Εφόσον ο ίδιος ο Μέγας Δίας ήταν εναντίον τους, κανένας και τίποτα δε θα τους έσωζε από τον όλεθρο.

Το μοναδικό σύνορο μεταξύ των λυσσασμένων Τρώων και των ελληνικών πλοίων, ήταν το Τείχος, εκείνο που είχε χτιστεί εσπευσμένα πριν λίγες μονάχα ημέρες για τη θωράκισή τους. Ωστόσο, για αυτό ακριβώς είχε καταδικαστεί ήδη. Εφόσον είχε χτιστεί βιαστικά και χωρίς χάσιμο χρόνου, δεν είχε τελεστεί καμία απολύτως θυσία σε κανέναν Θεό ούτε στα θεμέλια ούτε κατά την ολοκλήρωση του, γεγονός που ο Δίας δεν ξεχνούσε κι είχε θεωρήσει ύβρη στο αθάνατο πρόσωπο του. Είχε έρθει η ώρα κι εκείνη η αδικία να αποκατασταθεί.

Προτού το καταλάβουν καν οι Αχαιοί, η μάχη είχε μεταφερθεί ολοκληρωτικά γύρω από το Τείχος τους. Σειόταν η γη εκεί, κοντά στα πλοία, από τα ποδοβολητά και τις άγριες κλαγγές των όπλων μα και τις τρωικές ιαχές, που τους έσπρωχναν διαρκώς και στρίμωχναν, με μπροστάρη τον Έκτορα, τον τρομερό τους διώκτη. Ο πρωτότοκος του Πριάμου πολεμούσε με όλο του το σθένος, το θάρρος και το θράσος, σαν αγρίμι πανίσχυρο ή αδάμαστο στοιχειό της Φύσης, επιδεικνύοντας αναμφισβήτητα όλη του την πολεμική αριστοτεχνία, αντοχή κι ανδραγαθία. Φάλαγγες δημιουργούσαν οι Δαναοί, για να τον αναχαιτίσουν, τάγματα τοξοβόλων στόχευαν μόνο αυτόν, αποζητώντας μια νίκη στην ύστατη στιγμή, μετά από τόση καταδίκη του Δία. Ο Έκτορας δε φοβόταν διόλου ούτε δίσταζε, μονάχα προχωρούσε και μαχόταν, ώστε να τους διαλύσει τους λόχους ακόμη και μόνος. Όπου έτρεχε αυτός, σε λίγες στιγμές οι γραμμές έσπαζαν κι αποδυναμώνονταν.

«Τρώες, μη διστάζετε, τώρα που είμαστε τόσο κοντά!» Φώναζε τακτικά με όλη τη δύναμη της φωνής του. «Πηδήξτε τον χάνδακα, πάμε να γκρεμίσουμε το τείχος!»

Ανέβηκε στο άρμα του κι ήθελε να περάσει την τάφρο μα τα άλογα δείλιαζαν και χλιμίντριζαν με πείσμα, χωρίς καμία προθυμία να διαβούν τα νερά και τα παλούκια που τον χώριζαν από το Τείχος. Το πέρασμα, πράγματι, δεν ήταν εύκολο, η οχύρωση είχε στηθεί εξαιρετικά. Δεν επρόκειτο για έναν απλό λάκκο· είχε σκαφτεί μελετημένα, φαρδύς και βαθύς πιότερο από τους συνήθεις, ώστε ούτε να τον περάσει ούτε να τον πηδήσει μπορούσε κάποιος έτσι απλά. Στέκονταν ψηλές, επιβλητικές οι άκρες του με πέτρες και μέσα οι πάσσαλοι τους κοιτούσαν απειλητικά, ψυχρά, έτοιμοι να γευτούν το αίμα όσων παράτολμων ανθρώπων ή αλόγων πλησίαζαν. Η απάτητη προφυλακή των Αχαιών.

Ανήσυχη έφτασε στα αυτιά του Έκτορα η φωνή του Πολυδάμα, εκφράζοντας το κώλυμα όλου του στρατού.

«Σαν αποκοτιά μου φαίνεται, που οδηγήσαμε τα άλογα στον χάνδακα. Ούτε να τον διαβούμε μπορούμε, ούτε να πηδήσουμε πάνω από τους στύλους. Ακόμα κι αν το κάνουμε, υψώνεται εμπρός το τείχος. Τα άλογα είναι άχρηστα και πεζοί θα αφανιστούμε μέσα στο στενό της πύλης τους! Τι κι αν ο Βροντητής Δίας μας ευνοεί και θέλει να τους εξολοθρεύσει, δε θα μείνει κανείς να μεταφέρει το νέο της νίκης μας στο Ίλιο!»

Η ιδέα τον χτύπησε σαν κεραυνός τον άδειο ουρανό. Με ανανεωμένο θάρρος, θράσος κι ορμή, βγήκε στις γραμμές των ανδρών και φώναξε, ώσπου πόνεσαν οι πνεύμονες του.

«Ακούστε με! Ας αφήσουμε τα άλογα εδώ, πριν την τάφρο, για να προχωρήσουμε μόνοι ως το τείχος, σφόδρα, πίσω από τον πρίγκιπα Έκτορα. Καλύτερα να αφανιστούμε παρά να λένε οι Δαναοί ότι δειλιάσαμε μπροστά στα ξυλάκια τους!»

«Σωστός ο Πολυδάμας και θα τον ακούσουμε!» Τον επικρότησε ευθύς ο πρωτότοκος του Πριάμου και πήδησε από το άρμα στη γη, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα. «Αφήστε τα άλογα και χωριστείτε σε πέντε τμήματα. Των εξόχων μας συμμάχων θα ηγηθεί ο Σαρπηδών.»

Έτσι κι έγινε. Ένας εκ των πέντε στρατών που δημιουργήθηκαν ήταν οι Σύμμαχοι, με αρχηγό τον Σαρπηδόνα και τον Γλαύκο στο πλευρό του, το εγγόνι του Βελλερεφόντη. Το πρώτο, που αποτελούταν από τους εκλεκτούς Τρώες πολεμιστές, ανάλαβε ο Έκτωρ, μανίζοντας πλέον να γκρεμίσει το τείχος ακόμα και με γυμνά χέρια, με υπαρχηγούς τον Πολυδάμα και τον Κεβριόνη, που άφησε την τιμητική θέση του ηνίοχου του διαδόχου σε έναν κατώτερο του. Το δεύτερο στράτευμα ανατέθηκε στον Πάρη, τον Αλκάθοο και τον Αγήνορα, το τρίτο άλλους δυο επιφανείς γιούς του Πριάμου, τον Έλενο και τον Διήφοβο, μαζί με τον Άσιο από τον ποταμό Σελληέντα, ενώ το τέταρτο πήρε ο Αινείας, μαζί με άλλους δυο γιούς του Αντήνορα, Ακάμαντα κι Αρχέλοχο.

Ο Έκτορας έδωσε διαταγή κι οι πρώτες γραμμές κράτησαν τις ασπίδες τους εμπρός, ως προστασία, ενώ όλες οι άλλες τις ύψωσαν πάνω από τα κεφάλια τους, σχηματίζονταν την πήκτρα, για να θωρακίσουν το πεζικό τους από βέλη κι ακόντια. Τότε, ήρθε το έναυσμα για επίθεση και ξεχύθηκαν, θαρρώντας πως η νίκη θα ήταν πλέον εύκολη.

Αριστερά του τείχους και των πλοίων είχαν αποτραβηχτεί πολλοί από τους Αχαιούς που είχαν μείνει μαχητικοί, με Αρχηγούς τον Ιδομενέα, τον Μενέλαο, τον Λοκρό Αίαντα, τον Πολυποίτη. Μόλις τους είδαν να ορμούν, πρώτος εξήλθε της κρυψώνας τους ο γιος του Δευκαλίωνα, ο Άναξ της Κρήτης. Το παράδειγμα του ακολούθησαν ευθύς και στάθηκαν εμπρός της πύλης θαρραλέα τα πρωτοπαλίκαρα των Λαπιθών, ο Πολυποίτης, ο γιος του Αργοναύτη Πειρίθου κι ο Λεοντέας. Δυο παλικάρια μόνα, έναντι του πρώτου τάγματος που έστειλε ο Έκτωρ, το τάγμα του Άσιου, με τα εφτά δικά του πρωτοπαλίκαρα στην πρώτη γραμμή.

Ο Πολυποίτης, λίγα χρόνια μόνο νεότερος του Αγαμέμνονα, αποτελούσε τον πιο ένθερμο εμψυχωτή των Αχαιών τότε, τον μόνο που φαινόταν να μη διστάζει ποτέ και πουθενά κι ακόμη στεκόταν αλώβητος, στα πόδια του ικανός.

Θαρρείς λαχταρά να πεθάνει μέσα στην ανόητη τόλμη του, για να συναντήσει τον πατέρα του, σιγομουρμούριζαν οι συμπολεμιστές του, γνωρίζοντας τη σκοτεινή κατάληξη του Πειρίθου. Ο καλύτερος φίλος του ήρωα Θησέα, στου οποίου τον γάμο είχαν σφαχτεί οι Λάπιθες με τους Κένταυρους, είχε παγιδευτεί, αφού είχε πια περάσει τα πενήντα έτη, στον Κάτω Κόσμο αιώνια, έχοντας ζητήσει από τον Πλούτωνα την Περσεφόνη για σύζυγο. Μονάχα νεκρός θα έβλεπε ξανά ο γιος τον πατέρα, τον οποίο είχε χάσει παράλογα, άξαφνα και χωρίς αποχαιρετισμό. Ωστόσο, ο Πολυποίτης, διόλου δεν έμοιαζε στον πατέρα του κι αυτό μάλλον ευνοϊκό είχε αποδειχθεί για τους Λάπιθες και τους Δαναούς ευρύτερα. Είχε γεννηθεί την ημέρα που οι Κένταυροι είχαν τιμωρηθεί από τον Άνακτα πατέρα του με εξορία, σημαδεύοντας έτσι την ημέρα γλυκόπικρα. Μια ήρεμη Αχαϊκή δύναμη, που πλέον ανέτειλε με δυναμισμό κι ανδρεία, άξια της παρακαταθήκης της Αργούς.

Ο Πολυποίτης, λοιπόν, κι ο παιδικός του φίλος ο Λεοντέας, είχαν οριστεί οπισθοφύλακες, προστάτες των καραβιών μα δεν άντεχαν να βλέπουν τους Αργείους σε φυγή και διωγμό, σαν τρομαγμένα πρόβατα, ώστε μόνοι στάθηκαν μπροστά στο τρωικό τάγμα. Όρμησαν με αυτοθυσία κι απίστευτο ηρωισμό, είτε γιατί δεν άντεχαν την κατάπτωση είτε γιατί θέλησαν να ξυπνήσουν την τόλμη των συμπολεμιστών τους. Ευθύς, οι νέοι που το έλεγε η καρδιά τους, έσπευσαν στις επάλξεις του τείχους και τους ενίσχυαν, είτε τοξεύοντας ή ακοντίζοντας λιθάρια, για να σώσουν τις ζωές τους, τις σκηνές και τα πλοία. Η καταδίωξη έπαψε. Πλέον, μαινόταν μια μάχη ωμής επιβίωσης και άμυνας. Τα κοντάρια έπεφταν βροχή ανελέητη κι από τις δυο πλευρές κι όμως, τα δυο παλικάρια των Λαπιθών βαστούσαν μόνοι ακόμα, από την αρωγή των υπερασπιστών του κάστρου και τη δική τους αριστοτεχνία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Έφτασαν στο τείχος! Χτυπούν την πύλη!»

Ο κήρυκας του Αγαμέμνονα, ο Ταλθύβιος, έτρεξε αστραπιαία και μετέφερε τη μαύρη είδηση στη σκηνή των Ασκληπιάδων, όπου κειτόταν -ανάμεσα σε μερικές εκατοντάδες άλλων- ο Άρχων του. Θεώρησε πως όφειλε να γνωρίζει τις εξελίξεις. Η βροντερή φωνή του από την εξάσκηση, κατόρθωσε να ξυπνήσει τον Αρχιστράτηγο, του οποίου το αίμα πάγωσε στο άκουσμα των μαντάτων.

«Ελεήμονες Θεοί, είμαστε χαμένοι!» Ονείδισε αποκαρδιωμένος. «Ποιοί πολεμούν στην πύλη;»

«Οι άνδρες τρέμουν και δειλιάζουν, Άρχοντα,» έδωσε αναφορά ο πιστός κήρυκας. «Μονάχα ο Άναξ των Λαπιθών, ο Πολυποίτης και το δεξί του χέρι, ο Λεοντέας, υπερασπίζονται με τα κορμιά τους την πύλη.»

«Τι έκανε λέει;» Βρυχήθηκε από το κρεβάτι του πόνου ο Διομήδης. «Ακούς, Οδυσσέα; Ακούς Ευρύπυλε, που και τους δυο μας αχρήστευσε ο πιο άχρηστος των Τρώων; Έμειναν δυο να προστατεύουν το τελευταίο μας προπύργιο και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ωρυόμαστε! Θα έρθουν εδώ οι καταραμένοι, θα μας πετσοκόψουν σα σφαχτάρια αρνιά για θυσία κι εμείς θα μυξοκλαίμε, ικετεύοντας για έλεος! Αθηνά μεγάλη, πού είσαι; Γιατί δε βλέπεις τον ξεπεσμό των αγαπημένων σου; Γιατί έμεινες σιωπηλή κι αδρανής, όταν ξεκοίλιαζαν τον πρώτο ευνοούμενο σου;»

Ένα υπόκωφο γρύλισμα ακούστηκε, όχι πολύ μακριά του. Ο πρώτος ευνοούμενος κουνήθηκε ελάχιστα, καθώς η πληγή του τον είχε αδρανοποιήσει πλήρως.

«Πολλά λες,» αποκρίθηκε με βραχνή μα σταθερή φωνή ο Οδυσσέας. «Τα λόγια δε βοηθούν, μονάχα δυσχεραίνουν τον αέρα των ασθενών τριγύρω μας. Δεν είμαστε μόνοι, σεβάσου τούτο κι εφόσον αδυνατείς να πράξεις κάτι, σώπασε.»

«Δεν πρόκειται!» Επέμεινε ο Διομήδης και θέλησε να σηκωθεί όρθιος μα η σουβλιά στο τραυματισμένο του πόδι δεν του το επέτρεψε κι έπεσε βίαια. Αν δεν ήταν τα γρήγορα αντανακλαστικά της Τέκμησσας, θα είχε τραυματίσει και το αλώβητο του πόδι.

«Διομήδη, μείνε ακίνητος, σε παρακαλώ,» του είπε, διόλου παρακλητικά. Επρόκειτο για τόνο επιβλητικό κι απόλυτο, που δε σήκωνε την παραμικρή αντίρρηση. Ο γιος του Τυδέα, υπάκουσε σιγανά.

Βέβαιη για την επικράτηση της, η γυναίκα του Αίαντα, στράφηκε στον Ταλθύβιο, νεύοντας στη Βρυσηίδα να σπεύσει στον Αγαμέμνονα, που μόνο τη δική της φροντίδα δεχόταν.

«Ο άνδρας μου γιατί δε βρίσκεται στην πύλη; Μήπως του συνέβη κάτι;» Ρώτησε ψύχραιμα μα τα μάτια της πρόδιδαν την αγωνία.

«Ο Αίας κάλυψε τα νώτα του Μενέλαου, για να φέρει εδώ τον Οδυσσέα κι έπειτα εξαφανίστηκε. Δεν τον έχει δει κανείς· θαρρώ αυτομόλησε και κρύβεται κάπου,» απάντησε με μισή καρδιά ο Ταλθύβιος.

Η Τέκμησσα ένευσε βλοσυρά, χωρίς να ανακουφίζεται ποσώς, τον ευχαρίστησε για την πληροφορία κι όταν ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει ξανά, επενέβη ο Αρχιστράτηγος.

«Γύρνα στο τείχος γρήγορα!» Τον πρόσταξε ο Ατρείδης. «Χρειαζόμαστε όλους τους αβλαβείς και διαθέσιμους άνδρες. Δεν πρέπει να λείπεις.»

Ο κήρυκας έφυγε αμέσως, σπεύδοντας προς το τείχος και πεδίο της μάχης, ενώ η προσοχή του Αγαμέμνονα αφιερώθηκε εξολοκλήρου στη Βρυσηίδα.

«Σε ευχαριστώ που παραμένεις κοντά μου.»

«Είναι καθήκον μου, Άρχοντα,» αποκρίθηκε η νέα, με χαμηλωμένο, ταπεινό βλέμμα. «Βοηθώ εσένα κι όλους όσους με χρειάζονται.»

«Σπουδαίο κορίτσι,» ψιθύρισε και το σώο του χέρι κουκούλωσε το μάγουλο της με κτητικότητα. Η Βρυσηίδα πάγωσε στη θέση της, δεν έγειρε ούτε τραβήχτηκε, σαν ψυχρός βράχος.

«Βρυσηίδα!» Ακούστηκε η γνώριμη πλέον φωνή του Μαχάονα, που ακόμη και τραυματίας, επέβλεπε τις εθελόντριες του σχολαστικά. «Πήγαινε και γέμισε δυο στάμνες καθαρό νερό από τα πιθάρια!»

«Μάλιστα!» Αναζωογονήθηκε η καρδιά στο στήθος της κι έτρεξε, να εκπληρώσει τη διαταγή της.

Η Τέκμησσα, πάλι, ένιωθε να τρέμει από την αγωνία κι αδυνατούσε ακόμα και να χτυπήσει στο γουδί δυο βότανα ιαματικά. Διστακτικά, το έδωσε στην Υακίνθη κι έφυγε από τη σκηνή των τραυματισμένων, για να ανασάνει ήρεμα. Τα πόδια της αυτόματα την οδήγησαν στη σκηνή που αποτελούσε το σπίτι της μα δεν εισήλθε, για να μην αναστατώσει τα παιδιά της. Έμεινε έξω όρθια, έκλεισε το πρόσωπο στα χέρια κι έκλαψε σιωπηλά, για να εκτονώσει κάπως την απέραντη ένταση κι ανησυχία που είχαν συσσωρευτεί μέσα της. Δεν άντεχε την απελπισία που απειλούσε τα πάντα, τους πληγωμένους που συνέρρεαν αδιάκοπα, τις δικαιολογημένα οργισμένες φωνές τους -διότι ήταν ανήμποροι να βοηθήσουν πλέον, ούτε μερικούς που είχαν ξεψυχήσει στα χέρια της ούτε την ιδέα ότι ο άνδρας της αγνοούταν.

«Τέκμησσα, αγάπη μου!»

Η αγαπημένη, απόλυτα γνωστή φωνή του Αίαντα της, τη γέμισε αγαλλίαση κι ανακούφιση αλλά και μια ισχνή αγανάκτηση. Σκούπισε όπως όπως τα μάτια και τον αντίκρισε, στο μαύρο του χάλι, μέσα στα αίματα και τα χώματα· ούτε πρώτη ούτε τελευταία φορά ήταν. Γνώριζε πως το αίμα δεν ήταν δικό του και παρηγορούταν ελάχιστα.

Την πλησίασε διστακτικά· ίσως κι εκείνος φοβόταν τη ματωμένη της μορφή, το αίμα των τραυματιών που είχε λερώσει την ποδιά και τα μανίκια της, μαζί με υπολείμματα αλοιφών και βοτάνων.

«Γιατί είσαι εδώ;» Ζήτησε να μάθει εκείνη.

«Ήρθα να δω τα παιδιά,» ξεκίνησε, χαμογελώντας γλυκά μα η Τέκμησσα ως μάνα ήταν αδίστακτη κι έλαβε τη δικαιολογία του ως προσβολή.

«Τα παιδιά θα είναι μια χαρά, όσο πολεμάς και τα προστατεύεις,» απάντησε αποφασιστικά. «Αν φεύγεις από τη μάχη κι εσύ ακόμα, πολύ φοβάμαι πως θα τα δω να σφάζονται μπροστά μου από τους Τρώες.»

«Αγάπη μου,» θέλησε να δικαιολογηθεί εκ νέου και ξανά η ομόκλινή του τον σίγησε αυστηρά.

«Ο Τεύκρος πολεμά, μολονότι το τραύμα του δεν έχει γιάνει πλήρως. Εσύ είσαι άτρωτος και δειλιάζεις! Πήγαινε στην πρώτη γραμμή, άνδρα μου! Πώς είναι δυνατόν ο Πολυποίτης ο δισκοβόλος να υπερασπίζεται χωρίς ενδοιασμούς το τείχος μας κι εσύ να τρέχεις πίσω; Γύρισε και δείξε ότι είσαι ο ήρωας που όλοι σέβονται και φοβούνται!»

Ο Αίας αναστέναξε κι οι ώμοι του σαν δίδυμα βουνά τρεμούλιασαν.

«Τι θα έκανα χωρίς την καθαρή σου σκέψη;»

«Σίγουρα θα σκεφτόσουν λιγότερο, άρα θα ήσουν πιο ευτυχής,» του ψιθύρισε στοργικά και τον φίλησε με αγάπη. Στον τελευταίο ψίθυρο, τα χείλη τους αγγίζονταν. «Τρέξε στην πρώτη γραμμή, εκεί όπου ανήκουν οι ήρωες και φέρε μας τιμή, δόξα κι υπερηφάνεια. Αν δε σώσεις εσύ τα πλοία, ποιός θα το κάνει;»

Με όλη του την αποφασιστικότητα, έφυγε ο γιος του Τελαμώνα, σπεύδοντας να εκπληρώσει την επιθυμία της γυναίκας του. Τότε, μονάχα, ηρέμησε εκείνη και κίνησε να γυρίσει στη σκηνή των Ασκληπιάδων. Στην είσοδο, πέτυχε τη Βρυσηίδα βαθιά προβληματισμένη και φορτωμένη με γεμάτες στάμνες. Αμέσως, προσφέρθηκε να την ανακουφίσει και πήρε μια.

«Γιατί είναι τόσο ανήσυχη η ματιά σου; Τι συλλογίζεσαι;» Απόρησε αυθόρμητα.

«Οι Τρώες μας έχουν πρακτικά εγκλωβίσει. Αν πιέσουν ακόμη για λίγες μέρες κι επιδρομεύουν τις νύχτες, θα μας αποδεκατίσουν σε ελάχιστο χρόνο. Ειδικά, μετά τα χθεσινά του Οδυσσέα και του Διομήδη, δεν πρόκειται να μας αφήσουν άλλη γαλήνια νύχτα.»

Ήταν η σειρά της Τέκμησσας να αναστενάξει. Αποτελούσε καίρια συνήθεια της Βρυσηίδας να καταπιάνεται με στρατηγικές και σχέδια μάχης· της άρεσαν, την ενθουσιάζαν, είχε τον νου ενός στρατάρχη κι έτσι συζητούσε κάποτε με τον Αχιλλέα ώρες πολλές, ο οποίος χαιρόταν να την ακούει.

«Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε περισσότερο από όσο βοηθούμε τώρα,» της υπενθύμισε, με όλη τη λογική της. «Ας προσευχηθούμε, για να πολεμήσουν γενναία οι υπερασπιστές μας και να κρατήσουν ως τη Δύση.»

«Μονάχα ένας έπρεπε να ήταν ο υπερασπιστής μας· ένας και σπουδαίος· ο μόνος που θα μπορούσε να συγκρατήσει επιτυχώς τους Τρώες και να τους διώξει από τα πλοία,» ρέμβασε η αλλοτινή Βασίλισσα, με τόνο γλυκόπικρο, θυμούμενη πού βρισκόταν πριν λίγες μέρες και πού είχε καταλήξει.

«Δεν είναι μόνο ο Αχιλλέας σπουδαίος ανάμεσα στους Δαναούς,» αντιπρότεινε η Τέκμησσα, αναγνωρίζοντας ευθύς το υπονοούμενο της. «Πράγματι, οι πιθανότητες φαντάζουν ισχνές, με τόσους πολέμαρχους και τον Αρχιστράτηγο τραυματισμένους αλλά ακόμα κάμποσοι υπάρχουν να υπερασπιστούν επιτυχώς τα καράβια και τις σκηνές. Το μόνο που χρειάζονται είναι ένα ακμαίο, ατσάλινο ηθικό.»

«Απορώ πώς αντέχεις,» την κοίταξε με έκπληκτο θαυμασμό. «Είσαι τόσο ψύχραιμη κι αισιόδοξη, όταν δεν έχεις μόνο τον εαυτό σου να φροντίσεις μα και δυο γιούς και δη βασιλικούς διαδόχους.»

«Το μόνο που μπορώ πλέον είναι να παραμείνω ψύχραιμη. Ο πανικός δεν είναι σοφός σύμβουλος του νου.»

Σε μια στιγμή αποφασιστικότητας, η Βρυσηίδα έλαβε μια σημαντική απόφαση. Σκλήρυνε το βλέμμα, έσφιξε τις γροθιές της και παρέδωσε και τη δική της στάμνα στην Τέκμησσα.

«Πού πηγαίνεις; Δε θα έρθεις μαζί μου στη σκηνή του Μαχάονα;»

«Πάω να παρακαλέσω τον Αχιλλέα να επιστρέψει στη μάχη,» απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα εκείνη, ώστε η Φρύγισσα έδρασε δριμύτατα. Φώναξε την Υακίνθη, της έδωσε αμφότερες της στάμνες με το νερό, για να ελευθερώσει τα χέρια της κι έτρεξε στο κατόπι της.

Δε δυσκολεύτηκε να την προφτάσει. Η αντοχή της ήταν οξυμένη, μετά από τόσα χρόνια παιχνιδιών με τους γιούς της.

«Γύρισε πίσω,» της είπε με τον ίδιο τόνο που είχε χρησιμοποιήσει για τον Διομήδη, αρπάζοντας το μπράτσο της. «Καταλαβαίνω ότι λαχταράς να τον δεις μα τι θα γίνει, αν σε αναζητήσει ο Αγαμέμνων, ο τωρινός σου Άρχοντας;»

«Μα θέλω να τον ικετεύσω για όλους μας, όχι μόνο για μένα,» επισήμανε η απεγνωσμένη Βρυσηίδα.

«Μη σπαταλάς τον χρόνο σου αδίκως,» την προειδοποίησε δεσποτικά. «Πήγε χθες ο Οδυσσέας με τον άνδρα μου κι απέτυχαν παταγωδώς. Αυτός σήμερα ετοιμάζεται να φύγει, πρέπει να τον ξεχάσουμε ως πιθανό σωτήρα. Μονάχα τα δικά μας πόδια και χέρια θα μας σώσουν πια. Έλα, λοιπόν, μαζί μου, ας γυρίσουμε στο καθήκον μας, οι πληγωμένοι μας χρειάζονται πραγματικά. Ήδη έχουμε καθυστερήσει.»

Το ήξερε ότι ο Αχιλλέας θα έφευγε. Την αυγή, όταν προσέφερε ένα ελαφρύ πρόγευμα στον Αγαμέμνονα πριν τη μάχη, της το είχε ανακοινώσει ο ίδιος, χωρίς να κρύβει τον θυμό, την καταφρόνηση και την χαιρεκακία, για το ανέκαθεν αχάριστο παιδαρέλι, που αφορμή έψαχνε να αυτομολήσει. Επίτηδες τα είχε πει όλα, ήταν σίγουρη, μήπως και κατάφερνε να κονιορτοποιήσει την υπέροχη, μεγαλειώδη μορφή που είχε στην καρδιά της. Δεν κατάφερε τίποτα, μονάχα το νέο της φυγής την είχε τσακίσει.

Η Βασίλισσα της λεηλατημένης Λυρνησσού στηρίχτηκε στον πέτρινο ώμο της Τέκμησσας κι ένευσε καταφατικά. Υπέκυψε στη στυγνή λογική της κι αφιερώθηκε στο φιλανθρωπικό έργο της φροντίδας των τραυματιών, παλεύοντας να ξεχάσει την επικείμενη φυγή του Αχιλλέα. Αναρωτιόταν ζοφερά αν θα προλάβαινε να αποπλεύσει, προτού βάλουν φωτιά στα καράβια οι Τρώες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Άσιος είχε εξοργιστεί. Δεν πίστευε τα ίδια του τα μάτια. Ηγούταν μιας οργανωμένης φάλαγγας ανδρών σε επίθεση, οι οποίοι αποδεκατίζονταν από δυο και μόνο Αχαιούς και μερικές πέτρες που πετούνταν από τους στρατιώτες των πύργων του τείχους. Ένευσε την ανησυχία του στον Έκτορα, που περίμενε με το τάγμα του παραπίσω κι εισέπραξε μόνο ένα επίμονο βλέμμα, που τον ωθούσε να συνεχίσει την πίεση. Σύντομα, ωστόσο, δε θα είχε άλλα μέσα πίεσης, μόνο πτώματα.

«Δία υπέρτατε, μας περιπαίζεις κι εξαπατάς!» Φώναζε στον ουρανό με ξέχειλο θυμό. Έβλεπε τους δικούς του να σφάζονται μα δεν τολμούσε ακόμη να περάσει στην πρώτη γραμμή. «Κι αν νικήσουμε, πικρή θα είναι η νίκη.»

Στα ενδότερα του τείχους, είχαν κρυφτεί άρον άρον οι πολέμαρχοι που είχαν χάσει τους συμπολεμιστές τους στη σκηνή των Ασκληπιάδων· ο Αίας της Λοκρίδας, ο Μενέλαος κι ο Ιδομενέας με τον Μηριόνη. Φτάνοντας ορμητικός ο Τελαμώνιος Αίας, τους βρήκε σκυμμένους πάνω από ένα σφαγμένο άλογο. Αναγνώρισε ευθύς το πολυαγαπημένο άλογο του Μενέλαου, θύμα προφανώς της άτακτης υποχώρησης.

«Τι κάνετε εκεί;» Φώναξε με όλη του την αθώα αυθάδεια. «Στο μέσο της μάχης πενθείτε ένα ζωντανό; Τη νύχτα, αν ζούμε ακόμα, ευχαρίστως να το θρηνήσουμε όσο θέλετε, μα τώρα έχουμε χρέος άλλο κι επείγον!»

«Πού ήσουν, Αίαντα;» Απόρησε πρώτος ο Μενέλαος, που ήταν σύντροφος του στα όπλα εκείνη την ημέρα.

«Τι σημασία έχει; Ώρα είναι για πολυλογία και σκανδαλοθηρία;» Του απάντησε κοφτά ο Αίας και στράφηκε στον κοντύτερο συνονόματο του. «Έλα μαζί μου στις επάλξεις, να συντονίσουμε τους άνδρες και την άμυνα. Εσείς, οι υπόλοιποι να πάρετε τους δικούς σας και να βγείτε από την πύλη, να αντιμετωπίσετε τους Τρώες.»

«Από πότε ορίστηκες Αρχηγός και Διοικητής μας;» Ανασήκωσε τους ώμους περιφρονητικά ο Μηριόνης.

«Από τότε που κανένας άλλος δεν έχει το θάρρος να το πράξει. Φοβάστε μήπως σας χρεώσει κανείς την ήττα μα δε σκέφτεστε ότι, αν δειλιάζετε, ως τη Δύση δε θα ζει κανείς μας! Δε με νοιάζει τι θα κάνετε, εγώ και μόνος μου θα πολεμήσω, για να σώσω τη γυναίκα και τα παιδιά μου!»

Άναυδοι έμειναν με την αχαλίνωτη αποφασιστικότητα του όλοι, ώστε, με υπερήφανη χροιά, σήκωσε τα όπλα από το χώμα ο Μενέλαος και κάλεσε τους Σπαρτιάτες.

«Ο Αίας έχει δίκιο. Είναι καθήκον ιερό να υπερασπιστούμε τις ζωές και τα καράβια ως το τέλος. Ανεβείτε στους πύργους οι δυο Αίαντες κι εμείς, Ιδομενέα και Μηριόνη, θα συντρέξουμε τους δυο Λάπιθες, μολονότι στην ανδρεία τους ωχριούμε.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όταν άνοιξαν οι πύλες των Δαναών και ξεχύθηκαν οι Σπαρτιάτες κι οι Κρήτες με πλήθος πολεμικών ιαχών, το τρωικό ηθικό κλονίστηκε σημαντικά. Αδυνατούσαν να πιστέψουν, ότι ενώ έχαναν εμφανώς, επέμεναν να πολεμούν και να αντιστέκονται. Στην μπροστινή πύλη παρέμεναν οι Λάπιθες μα ο Ιδομενέας κι ο Μενέλαος ανέλαβαν τις άλλες δυο πύλες, οι οποίες ως τότε ήταν αφύλαχτες κι υπερασπίζονταν μόνο από τοξότες.

«Αδιανόητα γεγονότα βλέπουμε σήμερα, Δία!» Απορούσε με κρύφιο φθόνο ο Άσιος, ενώ η μάχη φούντωνε δραματικά. «Πώς γίνεται να συνεχίζουν τον πόλεμο, όταν έχουμε φτάσει μια ανάσα μακριά από τα πλοία τους; Πολεμούν ωσάν κι αυτοί να είναι οι πολιορκημένοι, που κινδυνέουν να χάσουν περιουσίες κι οικογένειες.»

Από την Ίδα, ο Δίας χασκογελούσε, διότι ο στόχος του δεν άλλαζε ποτέ· νικητής της ημέρας θα έβγαινε ο Έκτορας, το είχε ορκιστεί στη Θέτιδα και στα πανίερα νερά της Στυγός.

«Δεν αντέχω να βλέπω άλλο,» μουρμούρισε αποκαρδιωμένη η Ήρα στον Όλυμπο, δίπλα στην Αθηνά. «Σκίζεται η καρδιά μου μπροστά στην κτηνώδη τραγωδία ετούτη.»

«Πολεμούν με όλη τη θέληση που τους έμεινε μα θρηνούν,» παρατήρησε με πετρωμένη έκφραση η Αθηνά. «Θλίβονται για το τείχος που ήδη τρίζει, για τα πλοία, για τους ανήμπορους και τραυματίες, για τους ίδιους τους εαυτούς τους εν τέλει. Φύγε, για να μη βλέπεις ή πέτρωσε την καρδιά σου, γιατί τις πιο τραγικές στιγμές της ημέρας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.»

Στην μπροστινή πύλη, είχαν συντρέξει όλοι οι Λάπιθες πλέον να στον Άνακτα τους μα ο Πολυποίτης ξεχώριζε στην πρώτη γραμμή, όπου με το δόρυ του τρυπούσε κεφαλές, διαπερνώντας κράνη, ξεκοιλίαζε κι ανελέητα λόγχιζε, ώστε σκότωσε τρεις από τους εφτά Διοικητές του Άσιου. Τους άλλους τέσσερις, τους έριξε ο Λεοντέας, όμως, που πολεμούσε με τη λύσσα του Άρη κι ακόντισε έναν στα αχαμνά μα αποτελείωσε τους τρεις με το σπαθί του το αιμοβόρο. Κι όσο έμειναν να σκυλεύσουν τα σπουδαία τους θύματα, οι Λάπιθες πέρασαν μπροστά και κρατούσαν τον αγώνα αμφίρροπο.

«Ώρα να περάσουμε εμείς τον χάνδακα!» Πρόσταξε το δικό του τάγμα ο Έκτορας, το ισχυρότερο όλων, που λαχταρούσε να κάψει τα Αχαϊκά καράβια κι ο Πολυδάμας δίπλα του φύσηξε το κέρας, σημαίνοντας επίθεση.

Καθώς, ωστόσο, προχωρούσαν, για να φτάσουν στο σημείο της μάχης, πέταξε από τον ορίζοντα δεξιά τους ένας πελώριος αετός, ολόχρυσος, που έλαμπε στο φως μεγαλοπρεπώς και σκόρπισε δέος στους στρατιώτες. Στα νύχια του, κρατούσε ένα μεγάλο φίδι βαθυκόκκινο, το οποίο πάλευε ακόμη πεισματικά στη λαβή του. Κάποια στιγμή, γύρισε και τον δάγκωσε στο στήθος με μένος, ώστε το επιβλητικό πουλί το άφησε αναγκαστικά, πετώντας μακριά με τον άνεμο.

Θωρώντας το ερπετό να πέφτει ανάμεσά τους και να σέρνεται ευθύς κάτω από μια συστάδα πέτρες, οι Τρώες τρόμαξαν και σταμάτησαν να προχωρούν, λαμβάνοντας το οιωνό άσχημο, σταλμένο από τον ίδιο τον Δία.

«Γιατί σταματήσατε;» Αναρωτήθηκε ο Έκτορας κι ο Πολυδάμας έσπευσε να του εξηγήσει.

«Πάντοτε μας συμβουλεύεις να μιλάμε με ειλικρίνεια, ορθότητα, να εκφράζουμε το αγαθό. Άκουσε με· είδες πως τούτος ο αετός δεν κατάφερε να ταΐσει τα παιδιά του το φίδι. Έτσι, θαρρώ κι εμείς, άμα σπάσουμε τις γραμμές των Αργείων, γκρεμίσουμε το τείχος και φτάσουμε ως τα πλοία, δε θα γυρίσουμε πίσω πολλοί, θα χαθούμε στη μανιασμένη μάχη. Έτσι θα εξηγούσε το σημείο αυτό ένας μάντης σεβαστός.»

«Δε μου αρέσουν τα λόγια σου, Πολυδάμα, σίγουρα θα μπορούσες καλύτερα,» εξέφρασε την αποδοκιμασία του με ευφυολόγημα ο Έκτωρ, φοβούμενος ότι το ηθικό των ανδρών του θα εξαϋλωνόταν. «Αν, όμως, σοβαρολογείς, σίγουρα οι Θεοί σε αποβλάκωσαν, εφόσον με σπρώχνεις να λησμονήσω το θέλημα του Διός. Μου λες να υπακούσω σε ένα πτηνό! Διόλου δεν αψηφώ τη μαντική των φτερωμάτων αλλά εδώ, οφείλουμε να ακολουθήσουμε το σημάδι του Κρονίδη.»

Έπειτα, στράφηκε στους στρατιώτες του και βροντοφώναζε, για να μη χρειαστεί ούτε κήρυκας να μεταφέρει τα λόγια του, όπως πριν.

«Εις οιωνός άριστος· αμύνεσθαι περί πάτρης! Ένας είναι ο άριστος οιωνός· να προμαχούμε για την πατρίδα! Γιατί φοβάστε τον πόλεμο και τη μάχη; Γιατί ανησυχείς τόσο, Πολυδάμα; Να είσαι σίγουρος ότι, κι αν είναι γραφτό μας να πέσουμε δίπλα στα πλοία των εχθρών, για εσένα φόβος δεν υπάρχει. Η καρδιά σου είναι άνανδρη, δειλή, φυγόμαχη. Αλλά, σε προειδοποιώ, αν λιποτακτήσεις ή προτρέψεις με λόγια άλλους να το κάνουν, θα σε σκοτώσω ο ίδιος, από τη λόγχη μου θα βρεις τη θανή!»

Δεν του έριξε ούτε ένα βλέμμα παραπάνω, μονάχα βροντοφώναξε κι όρμησε πρώτος στο τείχος. Το τάγμα του Άσιου είχε ολοκληρωτικά διαλυθεί κι οι Λάπιθες, βλέποντας την ξεκάθαρη λύσσα του πρωτότοκου του Πριάμου, κλείστηκαν για να σωθούν, μέσα από την πύλη. Έτσι, λοιπόν, το τάγμα του Έκτορα είχε ως κύριο και μόνο στόχο το γκρέμισμα του τείχους ή τουλάχιστον μια ζημιά που θα τους επέτρεπε να το διαπεράσουν.

Ο Δίας στον διάβα τους σήκωσε ανεμοζάλη, στρόβιλο απειλητικό, που ταίριαξε σαν χορικό με την ιαχή τους. Η σκόνη έλουσε σκηνές και καράβια Αργείων κι οι ψυχές τους μάργωσαν, μούδιασαν οι νόες από τον ανατριχιαστικά παγερό αέρα κι οι καρδιές τους περίμεναν την αναμφίβολη επικράτηση του Έκτορα, χωρίς να τολμούν, πάντως, να εγκαταλείψουν την ευγενή υπεράσπιση.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Φωκίδα επρόκειτο για χώρα ήσυχη και φιλειρηνική, με ανθρώπους ευγενείς και γαλήνιους, παρόλο που στην πλειοψηφία τους έτρεφαν βοοειδή. Η κοιλάδα του ποταμού Κηφισού εκτεινόταν ευρεία, εύφορη και πλούσια σε βλάστηση και πανίδα, ώστε συχνά κι η ίδια η Άρτεμις την επέλεγε για κυνήγι. Τριγύρω, ορθώνονταν τα κραταιά ορεινοί όγκοι του Παρνασσού και του Καλλίδρομου. Εφόσον, συνεπώς, οι Δελφοί απείχαν μια ανάσα από εκεί, ο Απόλλων συνόδευε τη δίδυμη αδελφή του στις εξορμήσεις της.

Σε μια από εκείνες, είχε γνωρίσει κάποτε τον Ορέστη, λίγες εβδομάδες αφότου είχε εγκατασταθεί στα μέρη τους. Άναξ των Φωκιδιωτών υπήρξε ο Στρόφιος, σεπτός σύζυγος της Αναξιβίας, της μονάκριβης κόρης του Ατρέα, αδελφής του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου. Ο Στρόφιος είχε πεθάνει πρόωρα, αφήνοντας την Αναξιβία Αντιβασίλισσα να ανατρέφει το μοναδικό τους παιδί και διάδοχο, τον Πυλάδη.

Η έλευση του Ορέστη, ανιψιού της Αναξιβίας, ανέστησε κυριολεκτικά το παλάτι, που πενθούσε διαρκώς τον χαμένο Άνακτα, με δωρικότητα και μια ατέρμονη, εξωφρενική σιωπή. Δεν μπορούσε ένα αγόρι, ο Πυλάδης, να μεγαλώνει σε ένα μαυσωλείο. Ο Ορέστης, από την άλλη, είχε καταφύγει στη Φωκίδα κατά εντολή της μητέρας του. Η Κλυταιμνήστρα φοβόταν για την ασφάλεια του μοναχογιού της και διαδόχου των Μυκηνών· έτρεμε ότι ο Αίγισθος, παρότι είχε έρθει να βοηθήσει στη διακυβέρνηση, τη μοναξιά και την παγερή εκδίκηση, ίσως στρεφόταν στο αγοράκι της με μίσος, για να ξεπλύνει το αίμα του Θυέστη με το δικό του. Αποζητώντας την ανακούφιση, τον είχε στείλει στη Φωκίδα, σκεπτόμενη ότι, με λίγη τύχη κι ευσπλαχνία, μπορούσε να κέρδιζε και την εύνοια των δίδυμων Θεών.

Μετά την άφιξη του νεαρού Ατρείδη, το γέλιο, η ζωηράδα κι η παιδική φασαρία είχαν επιστρέψει χαρωπά στο έρημο ανάκτορο. Έξι ετών ήταν ο Ορέστης κι οχτώ ο Πυλάδης· τα δυο παιδιά είχαν ταιριάξει απόλυτα, είχαν μεγαλώσει αρμονικά, μέσα σε ανεμελιά, παίγνια και κοινή εκπαίδευση, ώστε δέθηκαν με αγάπη βαθιά, μεγαλύτερη της αδελφικής, ουσιαστική κι άνευ όρων ή ορίων.

Όταν, όμως, ο εξάχρονος Ορέστης ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον γιο της Λητούς, γνώρισε τον αιώνιο του προστάτη. Ο Απόλλων είδε μια φλόγα στα μάτια του Ατρείδη, μια σπάνια θέληση για ζωή κι ένα απέραντο εσωτερικό σθένος μα και θάρρος στην ψυχή. Το παιδί είχε πεπρωμένο σπουδαίο και προοριζόταν για πράγματα μεγαλειώδη ή κτηνώδη, αυτό έμελλε να αποδειχθεί.

«Θέλεις να βόσκεις τα ζώα μου στην κοιλάδα από την Ανατολή ως το μεσημέρι;» Τον είχε ρωτήσει την ημέρα που είχε κλείσει τα εφτά και το παιδί είχε δεχτεί ενθουσιωδώς.

Έτσι, περνούσε τον καιρό του μέχρι το μεσημέρι με τον Φοίβο, δίπλα στον οποίο έμαθε λύρα, άρπα, αυλό, τραγούδι και χορό αλλά κι έγινε κι ασύγκριτος τοξοβόλος, ώστε ο Θεός δήλωνε εντυπωσιασμένος κι υπερήφανος.

«Τι θα κάνεις, όταν φύγεις από εδώ;» Είχε αναρωτηθεί μια ημέρα, καθώς οδηγούσαν το κοπάδι πίσω στη μάνδρα.

«Αναμφίβολα, θα γυρίσω στο πατρικό μου, στις Μυκήνες,» είχε αποκριθεί το αγόρι με βεβαιότητα. «Μόλις με καλέσει η μητέρα μου, θα επιστρέψω, για να αναλάβω τα καθήκοντα μου ως διάδοχος.»

«Μόνο αυτό;» Είχε πιέσει ολίγον ο Απόλλων.

Ο Ορέστης είχε ανασηκώσει τους ώμους του, αποτρέποντας το βλέμμα του από σεμνή αισχύνη.

«Θα νυμφευθώ την ξαδέλφη Ερμιόνη, της το έχω υποσχεθεί,» του αποκάλυψε με παιδική αθωότητα και πεποίθηση. «Οι γονείς της λείπουν, οι παππούδες κι οι θείοι της πέθαναν, οπότε χρειάζεται έναν προστάτη. Η μητέρα την είχε δεχτεί στις Μυκήνες ευχαρίστως μα την έδιωξε κι εκείνη, λίγες μέρες πριν από εμένα.»

«Γιατί σε έδιωξε, αλήθεια;» Είχε προτάξει μια ερώτηση, της οποίας την απάντηση γνώριζε ήδη μα αμφέβαλε ότι ο μικρός κατείχε την ίδια γνώση.

«Ήταν προληπτική τακτική, για την ασφάλεια μου,» είχε απαντήσει αμέσως το αγόρι.

«Ασφάλεια από ποιόν; Ποιός σε απειλεί;»

«Αν έχεις να πεις κάτι, πες το μου ξεκάθαρα, χωρίς υπόνοιες!»

Δεν είχε διστάσει να υψώσει τον τόνο της φωνής του στον Θεό. Τον γνώριζε από έξι ετών· πλέον είχε πατήσει τα δώδεκα κι ο άνδρας μέσα του θέριευε, μολονότι αργά. Ως σωστός Ατρείδης και γιος του Αγαμέμνονα, μισούσε τις υπεκφυγές και διττές συζητήσεις.

Ο Φοίβος, πάλι, είχε μηδιάσει, με ένα χαμόγελο άψογο, αστραφτερό, εκτυφλωτικό, που ακτινοβολούσε ζέστη σαν τον Ήλιο. Απολάμβανε την παρέα του Ορέστη, κυρίως διότι είχε πια αρχίσει να βλέπει το ανεπανάληπτης ομορφιάς μα και ζοφερότητας μέλλον του.

«Το μόνο που εννοώ, Ορέστη, είναι ότι τούτο το τόξο που σου χάρισα και δίδαξα, προοριζόταν ως όπλο έναντι στα κτήνη που ίσως απειλήσουν τα αρνιά και τα κατσίκια μου. Θέλω να θυμάσαι πάντοτε ότι το μέγιστο των κτηνών και τεράτων αυτού του κόσμου, είναι ο Άνθρωπος. Μη διστάσεις να το στρέψεις σε άνθρωπο, αν αισθανθείς να απειλήσαι ή προτίθεσαι να παλέψεις. Άλλωστε, εγώ θα είμαι κοντά σου πάντοτε και δε θα επιτρέψω να χάσει κανένα βέλος τον στόχο του.»

Έκλεισαν τα ζωντανά πίσω από την περίφραξη, τα μέτρησαν κι αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν έλειπε κανένα, ο Φοίβος παρατήρησε τον ήλιο, που είχε αρκετή ώρα για να μεσουρανήσει.

«Μιας κι ο Πυλάδης θα αργήσει ακόμη να έρθει, τι θα έλεγες να σου μάθω να τοξεύεις έφιππος;»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η μάχη γύρω από το τείχος μαινόταν σκληρή και κυρίως στην πύλη όπου είχε επιτεθεί ο Έκτωρ. Οι Τρώες, με πρωτόγνωρη, ασύγκριτη λύσσα και μένος, γκρέμιζαν προμαχώνες, τραβούσαν τα στεφάνια και με λοστούς θέλησαν να σπάσουν τις πέτρινες στήλες, που στήριζαν τους πύργους, για να προκαλέσουν άνοιγμα και να εισβάλουν. Έτσι, ήλπιζαν να προελάσουν. Εντούτοις, οι Αχαιοί δεν είχαν καμία πρόθεση να εγκαταλείψουν τις θέσεις του κι έτσι έφτιαχναν πρόχειρους προμαχώνες με ασπίδες, ώστε οι Αργίτες με αρχηγό τον Σθένελο, πέρασαν την πύλη και πολεμούσαν ξανά στο μέτωπο. Στους πύργους πάνω, πάντως, στις επάλξεις, επικρατούσε διαφορετικό χάος.

«Ευφραίνεται η καρδιά μου βλέποντας τους γενναίους άνδρες μας να μάχονται αδιάκοπα!» Φώναζε περήφανος ο Τελαμώνιος Αίας για τους πολεμιστές που δεν έπαυαν να υπερασπίζονται το τείχος με βέλη, ακόντια και πέτρες. Παρόλα αυτά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που καμώνονταν τους εξαντλημένους, για να γλιτώσουν τα ακόντια των εχθρών. Για εκείνους, είχε λόγια αυστηρά ο γίγας της Σαλαμίνας. «Να είστε βέβαιοι, φίλοι, ότι σε αυτόν τον πόλεμο άπαντες, οι άριστοι μαχητές μα κι οι απλοί κι ο ύστατος ακόμη -διότι δεν πολεμούν όλοι εξίσου καλά- έχουν σημασία και μετρούν! Ένας και μόνο στρατιώτης μπορεί να κάνει τη διαφορά και να καθορίσει τη νίκη ή την ήττα!»

«Σκεφτείτε το και μόνοι σας,» συμπλήρωνε με την ίδια θέρμη ο Λοκρός Αίας, που συντόνιζε μαζί του την άμυνα στους πύργους. «Μη σκέφτεστε τη φοβέρα του εχθρού, μην αυτομολείτε για τα πλοία τρομαγμένοι! Πάμε ορμητικά όλοι να αντισταθούμε, μήπως και δώσει ο Άναξ του Ολύμπου να τους σπρώξουμε πίσω στο Ίλιο ξανά!»

Λίγο αργότερα, σώθηκαν τα βέλη από αμφότερες τις πλευρές. Τότε, πολεμούσαν μονάχα με ρίψεις λίθων κι έμοιαζε το σκηνικό σαν χιονισμένο τοπίο, γεμάτο πέτρες, αίμα και σαραβαλιασμένους ανθρώπους. Η απόκοσμη βροντή και βοή της συμπλοκής, έδιωχνε μακριά ακόμα και τα πουλιά του αέρα. Όλη η φύση έμοιαζε ακίνητη και σιωπηλή, μπροστά στην ανθρώπινη στυγνή θηριωδία.

Όσο κι αν λυσσούσε, ούρλιαζε, πάλευε ο Έκτορας, δεν μπορούσε να βρει τρόπο να γκρεμίσει το τείχος κι ο Ζεύς το παρατήρησε. Αποφάσισε, συνεπώς, να δώσει την τιμή στον γιο του, τον Άνακτα της Λυκίας, τον γιγαντόσωμο Σαρπηδόνα. Οι Λύκιοι, την ώρα εκείνη, πολεμούσαν στη βόρεια πύλη των Αχαιών, που υπερασπίζονταν σθεναρά ο Μενέλαος κι ο Μενεσθέας των Αθηνών. Σαν τον Τελαμώνιο Αίαντα κι ο Σαρπηδών έφερε μια αξιοθαύμαστη ασπίδα· στρογγυλή, από σίδερο εκλεκτής ποιότητας σφυρηλατημένη, με διπλή επένδυση εσωτερική από τομάρια βοδιών κι ολόγυρα χρυσά διακοσμημένη. Αυτή πρόταξε ο Άναξ των Λυκίων μαζί με δυο δόρατα κι ετοιμάστηκε να ορμήσει με το σώμα του και να γκρεμίσει το τείχος, ωθούμενος από την ημίθεη ψυχή του. Προτού το πράξει, στράφηκε στον υπασπιστή του, τον Γλαύκο, το εγγόνι του Βελλερεφόντη.

«Γλαύκε, γιατί χαίρουμε τιμής ανείπωτης εγώ κι εσύ στη Λυκία; Γιατί μας λατρεύουν αμφότερους σαν Θεούς; Γιατί έχουμε λάβει τόσο χρυσό κι ένα χωράφι καρπερό ήδη από τον Πρίαμο ως δώρα συμμαχίας; Από εμάς περιμένουν κατορθώματα ισόθεα. Για αυτό, οφείλουμε να περάσουμε στην πρώτη γραμμή της μάχης και να αλλάξουμε την πορεία της! Για να λένε περήφανα οι υπήκοοι μας ότι τους κυβερνούν άνδρες θαρραλέοι κι άξιοι πολέμαρχοι, που δρέπουν τη δόξα και την κερδίζουν μεγαλειωδώς στον πόλεμο, χωρίς να λογαριάζουν τον θάνατο, μιας κι όλοι είμαστε θνητοί!»

Με κάθε του λέξη συμφώνησε πρόθυμα ο Γλαύκος κι οι δυο μαζί προχώρησαν με βήματα βροντερά, φοβεροί.

Μόλις τους εντόπισε ο Μενεσθέας, ρίγησε από τρόμο. Αναζήτησε με τα μάτια κανέναν πολέμαρχο για βοήθεια, είδε τον Μενέλαο ήδη υπερβολικά απασχολημένο στην πρώτη γραμμή με τους Λυκίους, οπότε τον άφησε ήσυχο. Εντόπισε στον Πύργο άνωθεν τους δυο Αίαντες -το λεοντόκαρδο δίδυμο- και τον Τεύκρο, που κρατούσαν το μέτωπο αλώβητο. Δεν μπορούσε να τους φωνάξει, ο κρότος κι η κλαγγή κάλυπταν κάθε άλλον ήχο, οπότε κάλεσε τον κήρυκα του, τον Θοώτη.

«Πήγαινε και φώναξέ μου τον Αίαντα ή μάλλον και τους δυο! Μόνο αυτοί μπορούν να μας σώσουν από τον όλεθρο που έρχεται· οι δυο άριστοι Λύκιοι πολέμαρχοι καταφθάνουν λυσσασμένοι. Αν, όμως, κι εκείνοι πιέζονται από τους Τρώες, ας έρθουν μόνο οι γιοί του Τελαμώνα, οι πλέον αήττητοι, σαν ενωθούν.»

Με πόδια φτερωμένα έτρεξε και μήνυσε κατά λέξη ο Θοώτης το μήνυμα του στους δυο Αίαντες. Ακούγοντας το ο Σαλαμίνιος, ακούμπησε το βαρύ χέρι στον ώμο του Λοκρού.

«Γιε του Οιλέα, μείνε εσύ εδώ με τον υπασπιστή σου τον Λυκομήδη και θα σπεύσω εγώ με τον αδελφό μου στον Μενεσθέα. Αν πάνε όλα καλά και διώξουμε την απειλή, θα γυρίσουμε ευθύς εδώ.» 

«Οι Θεοί μαζί σας,» τους κατευόδωσε ο Λοκρός Αίας, ενώ επέστρεφε στο δικό του μέτωπο.

Τα αδέλφια ρίχτηκαν στη μάχη, δίπλα στον Μενεσθέα, χωρίς δισταγμό ή φόβο, την ίδια ώρα που ο Σαρπηδών με τον Γλαύκο ξεκίνησαν να σπέρνουν τρόμο και πτώματα, ωσάν μαύρη λαίλαπα των Ταρτάρων. Με το πρώτο χτύπημα του δόρατος του, ο Αίας σκότωσε ένα πρωτοπαλίκαρο του Σαρπηδόνα, τον Επικλήα. Σήκωσε ένα κομμάτι μάρμαρο από τους προμαχώνες, που ασήκωτο θα ήταν για κάθε άλλον θνητό και τον πλάκωσε στο κεφάλι, ενώ σκαρφάλωνε ασταμάτητος. Του έλιωσε το κρανίο αυτοστιγμεί και τον συνέτριψε στο χώμα. Ο δε Τεύκρος, στόχευσε με το τόξο του τον Γλαύκο, ενώ σκαρφάλωνε κι αυτός, ώστε έμεινε το δεξί του χέρι εκτεθειμένο. Εκεί ακριβώς τον βρήκε η αλάθητη σαΐτα. Σωριάστηκε στη γη με αχρηστευμένο το καλό του χέρι κι αποχώρησε από τη μάχη εσπευσμένα, όπως ακριβώς κρύφτηκε κι ο Τεύκρος, φοβούμενος μήπως προκαλούσε θυμό στους Αχαιούς. Είχε τραυματίσει τον Γλαύκο, που έφερε από τα μέρη τους αίμα συγγενές κι είχαν συμφωνήσει να μην τον βλάψουν αλλά η επιταγή ήταν μεγάλη.

Σφόδρα λυπήθηκε ο Σαρπηδών για την πρόωρη φυγή του Γλαύκου κι έτσι κόρωσε η ορμή κι οργή του για τους Δαναούς. Με το δόρυ του τρύπησε τον λαιμό του πολέμαρχου Αλκμάονα, από τους πρώτους των Αθηναίων και τον σκότωσε επιτόπου. Χωρίς δισταγμό, εκμεταλλεύτηκε τη σύγχυση, σήκωσε έναν πεσμένο προμαχώνα με γυμνά χέρια και τον πέταξε στον ορθό τοίχο, ώστε οι πέτρες κατέρρευσαν, το τείχος γυμνώθηκε κι άνοιξε δρόμος πλατύς για πολλούς.

«Παλικάρια της Λυκίας, ανασυνταχθείτε με τη μέγιστη ορμή σας!» Κάλεσε τους δικούς του, εκκωφαντικά ετοιμοπόλεμος. «Όσο ανδράγαθος κι αν είμαι, δύσκολα μόνος θα ανοίξω δρόμο προς τα πλοία! Ακολουθήστε με, γιατί οι πολλοί μεγάλα κατορθώνουν!»

Κανένας δεν έμεινε άπραγος στο κάλεσμα του Άνακτος. Ευθύς, οι Λύκιοι στάθηκαν πίσω του, σε τάγμα συμπαγές.

«Σπαρτιάτες, Αθηναίοι, μαζί μου ελάτε, να τους διώξουμε μακριά και να σώσουμε τα καράβια!» Ούρλιαξε εξημμένος από αγωνία ο Τελαμώνιος Αίας κι αμέσως τον συνέτρεξαν ο Μενεσθέας κι ο Μενέλαος, για να συγκρουστούν με τους ατρόμητους Λυκίους μετωπικά.

Η μάχη ήταν σκληρή, αιματηρή κι απόλυτα ισορροπημένη. Για πολλή ώρα, πάλευαν οι Λύκιοι να περάσουν αλλά οι Αργείοι τους εμπόδιζαν, παλεύοντας μάταια να τους απωθήσουν. Δεν ήταν δυνατόν να τους διώξουν από ένα ανύπαρκτο τείχος, στα συντρίμμια του οποίου πολεμούσαν. Έπεφταν νεκροί, σωριάζονταν ασπίδες στο χώμα και μονάχα αίμα φαινόταν παντού· αν, μάλιστα, ιδιώτευε κανείς και λιποτακτούσε, πέθαινε αμέσως από εχθρικό δόρυ ή πέτρα.

Ίσως η μάχη να μη νικιόταν ποτέ, όμως επενέβη ο Έκτορας με τους Τρώες, που παράτησαν την μπροστινή πύλη κι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν το άνοιγμα του Σαρπηδόνα.

«Ελάτε, φίλοι κι αδέλφια μου, να κάψουμε τα καράβια τους με αέναη φωτιά!» Τους παρότρυνε με τη φωνή του και πρώτος όρμησε και πάτησε τις πεταμένες πέτρες.

Άπαντες Τρώες και σύμμαχοι τον άκουσαν κι αναπτερώθηκαν. Έπεσαν όλοι με μίσος, μένος κι εκδικητικότητα, κραδαίνοντας ακόμα και πασσάλους από την τάφρο, ανεβαίνοντας στο τείχος με ακονισμένα ξίφη. Ο ίδιος Έκτορας, βρήκε και σήκωσε μια κοτρώνα ικανού μεγέθους, με άκρη σουβλερή, τεράστια, σαν εκείνη του Σαρπηδόνα, προχωρώντας γενναία προς την πύλη, βρίθοντας αποφασιστικότητας. Την πέταξε κατάκεντρα στο ξύλινο κατασκεύασμα και το διέλυσε. Οι πύλες γκρεμίστηκαν σαν σκλήθρες, τσακίστηκαν συνετρίβησαν, το τελευταίο προπύργιο, που άνοιγε πλέον δρόμο φαρδύ κι ελεύθερο για τους Τρώες.

Πρώτος διάβηκε το άνοιγμα του ο Έκτωρ, κραδαίνοντας δυο δόρατα και τα μάτια του έκαιγαν από ανυπομονησία. Αδημονούσε να κάψει τα πλοία και να παγιδεύσει τους Αχαιούς στην παραλία σαν ποντίκια.

«Ελάτε, Τρώες και φίλοι σύμμαχοι! Έφτασε η ώρα μας!»

Βλέποντας την προέλαση τους οι Δαναοί, κατατρόμαξαν κι έφυγαν προς τα πλοία, ελπίζοντας να γλιτώσουν τους εαυτούς τους τουλάχιστον.

«Συνταχθείτε, μη μένετε άτακτοι!» Φώναζε αδιάκοπα ο Αίας κι ο Μενέλαος με τον Ιδομενέα και τον Μενεσθέα τον υποστήριζαν με φωνές βροντερές. «Πρέπει με κάθε κόστος να σώσουμε τα πλοία!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν, παιδιά μου! Πώς σας φάνηκε;

Στο επόμενο κεφάλαιο και στη Ραψωδία Ν της Ιλιάδας, θα δούμε τη μάχη-θρίλερ στα πλοία! Ετοιμαστείτε για αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα!

Επίσης,

·) Άλλη μια ματιά στα κορίτσια που μεγαλουργούν στη σκηνή του Μαχάονα. Τι να κάνω βρε παιδιά, τη λατρεύω την Τέκμησσα 😂😂😂

·) Ο Ποσειδώνας παλεύει να σώσει τα άσωστα

·) Άλλη μια ματιά στην Ελλάδα, σε μέρος που δε σας έχω ξαναπάει και δη νησί 😎😎

·) Αγωνία με λαχτάρα στα ενδότερα του Ιλίου. Μου έλειψαν η Κασσάνδρα και κυρίως η Ελένη η παινεμένη!

Σας υπόσχομαι ότι θα έρθει πάρα πολύ σύντομα το επόμενο, επιστρέφω δυναμικά στο συγγραφικό πρόγραμμα ❤️🖤❤️

Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και καλή σχολική χρονιά στους μαθητές μας! Στους φοιτητές σαν και του λόγου μου, καλή εξεταστική 🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top