ΧΧΙΙΙ Χρυσηίδα και Βρυσηίδα

"Είναι μεγάλη μου χαρά να φιλοξενώ τον γιο ενός από τους πιο αγαπητούς φίλους του άνδρα μου," ξεκίνησε τη συζήτηση η Κλυταιμνήστρα, καθώς τελείωναν το φαγητό τους.

Ο Πρίγκιπας Οίακας είχε φτάσει στο παλάτι των Μυκηνών το σούρουπο, βρίσκοντας την Κλυταιμνήστρα με τις κόρες και τον γιο της κι ένα χαμόγελο που ποτέ δεν έφτανε τα καταθλιπτικά της μάτια. Είχε χαρεί πράγματι που τον είχε δει, ανέκαθεν αρέσκονταν να συναντά διαφορετικούς ανθρώπους από όσους έβλεπε νυχθημερόν γύρω της. Πλέον το μοναδικό διαφορετικό ήταν ο μικρός Ορέστης, που στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών αναπτυσσόταν κι άλλαζε μέρα με την ημέρα. Τον λάτρευε τον Ορέστη, γιατί στην όψη θύμιζε τον πεθερό της, τον Ατρέα, μα κι εκείνον τον χαμένο γιο που κάποτε είχε κι έχασε. Κανονικά, θα έπρεπε το δείπνο να το παρέθετε ο Βασιλιάς, ο άνδρας του Οίκου, μα ο μεγαλύτερος άνδρας ήταν πρακτικά νήπιο κι έτσι η Βασίλισσα Κλυταιμνήστρα είχε επωμιστεί όλα τα καθήκοντα του Άνακτα.

Ο Οίακας δεν είχε έρθει μόνος του. Ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του πατέρα του, προτού φτάσει στις Μυκήνες, αναζήτησε κι βρήκε εύκολα τον Αίγισθο, τον μοναχογιό του σφετεριστή Θυέστη, αδελφού του Ατρέα κι άσπονδου εχθρού της οικογένειας τους.

Η ιστορία της οικογένειας του Ατρέα είχε σημαδευτεί από κατάρες, μισή και πάθη. Ο γενάρχης Πέλοπας, το μωρό που κομματιάστηκε από τον άκαρδο Τάνταλο κι αναστήθηκε από τους Θεούς, νίκησε τον βασιλιά της Ήλιδας Οινόμαο και παντρεύτηκε την πανώρια και πανούργα κόρη του Ιπποδάμεια. Μαζί έκαναν τέσσερα παιδιά· τον Ατρέα, τον Θυέστη, την Αστυδάμεια και την Ιπποθέη. Όμως, ο Πέλοπας είχε άλλον έναν γιο, τον Χρύσιππο, από μια αθάνατη νύμφη, την Αξιόχη, που τον είχε ερωτευτεί παράφορα. Ο Χρύσιππος ήταν ένας νέος με ασύγκριτη ομορφιά, κληρονομημένη από τη μητέρα του, συνεπώς είχε κερδίσει την εύνοια του πατέρα του και το μίσος της Ιπποδάμειας, που υποπτευόταν ότι εξαιτίας του τα παιδιά της θα έχαναν το δικαίωμα στον θρόνο. Αυτό ακριβώς το μίσος μετέδωσε και στους δυο γιους της κι έτσι μια βραδιά δίχως φεγγάρι σκότωσαν οι τρεις τους τον Χρύσιππο κι απαλλάχθηκαν από την απειλή του.

Ο Πέλοπας αντίκρισε το πτώμα του αγαπημένου του γιου και σπαράζοντας αναζήτησε τους φονιάδες του. Μόλις ανακάλυψε ότι οι γιοί κι η γυναίκα του είχαν εξαφανιστεί, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί και τους καταράστηκε, ξεσπώντας όλο του τον θρήνο και τον πόνο σε αυτή την κατάρα. Όσο οι Θεοί μισούσαν τον πατέρα του άλλο τόσο αγαπούσαν εκείνον και δεσμεύτηκαν να εκπληρώσουν την κατάρα του. Η ζωή των γιων του θα ήταν γεμάτη μίσος, αίμα, θάνατο, χωρίς καμία ησυχία ποτέ, κανέναν φίλο ή πιστό γύρω τους.

Οι τρεις φυγάδες κατέφυγαν στην πόλη της Μιδέας, κοντά στο Άργος, όπου τους φιλοξένησε ο βασιλιάς Σθένελος. Η Τύχη τους ευνόησε, όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Ευρυσθέα, βασιλιά των Μυκηνών, που είχε σκοτωθεί στην Αττική από έναν γιο του Ηρακλή, τον Ύλλο. Δεν είχε αρσενικούς διαδόχους κι έτσι ο θρόνος έμεινε κενός. Τότε, οι κάτοικοι κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών κι η Πυθία τους φανέρωσε ότι ο επόμενος βασιλιάς τους θα ήταν ένας από τους γιους του Πέλοπα. Αυτό, βέβαια, δημιούργησε άλλο ερώτημα· ποιός από τους δυο γιους ήταν κατάλληλος;

Ωστόσο, η λύση δεν άργησε να βρεθεί. Ο Δίας είχε δωρίσει ένα χρυσό σκήπτρο, έργο του Ηφαίστου, στον Πέλοπα κι εκείνος το είχε δωρίσει στον Ατρέα. Αυτό ήταν πλεονέκτημα. Επιπλέον, ο Ατρέας στο κοπάδι του είχε ένα ολόχρυσο πρόβατο, δώρο του ίδιου Ερμή, το οποιο είχε πριν καιρό πεθάνει, μα ο Ατρέας είχε κρατήσει το δέρας του. Αναμείχθηκε τότε, ο Ψυχοπομπός, ο πιο πανούργος Θεός, με τους Μυκηναίους και φρόντισε να αποφασιστεί· ο θρόνος θα δίνονταν σε αυτόν που είχε στην κατοχή του εκείνο το χρυσό δέρας.

Ήταν, όμως, καιρός για την κατάρα να χτυπήσει. Οι Μυκηναίοι ζήτησαν από τα αδέλφια να φέρουν το τομάρι ενώπιον τους και λίγο αργότερα εκείνο φάνηκε, αλλά όχι στα χέρια του Ατρέα. Ο Θυέστης το κουνούσε επιδεικτικά και αντανακλούσε το φως του ηλίου, σαν αντικείμενο κατευθείαν από τον Όλυμπο. Ο Ατρέας έπεσε από τα σύννεφα· η ίδια του η γυναίκα τον είχε προδώσει. Η Αερόπη, η κόρη του Κατρέα της Κρήτης κι εγγονή του Μίνωα, είχε παντρευτεί από έρωτα τον Ατρέα και μαζί είχαν αποκτήσει δυο γιους, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, αλλά ο Θυέστης με τη βοηθεια της Αφροδίτης την είχε αποπλανήσει και την είχε πείσει για τον έρωτά του. Η μοιχαλίδα, λοιπόν, θέλοντας να γίνει βασιλιάς ο εραστής της, έκλεψε το χρυσό τομάρι και του το έδωσε. Μόλις ανακάλυψε ο Ατρέας την προδοσία της, την πέταξε στη θάλασσα και έτσι η Αερόπη πνίγηκε.

Ο Θυέστης στέφθηκε Βασιλιάς των Μυκηνών, αλλά δε χάρηκε τη νίκη του για πολύ. Σε μια δημόσια διαμάχη με τον Ατρέα ξεστόμισε για κακή του τύχη το εξής·

"Χαμένε μου δίδυμε, ζήσε στην πλάνη σου! Βασιλιάς θα γίνεις μονάχα όταν ο Ήλιος ανατείλει από τη Δύση και δύσει στην Ανατολή!"

Αυτό το άκουσε ολοκάθαρα ο παντεπόπτης Δίας από τον Όλυμπο κι επειδή προστάτευε τον Ατρέα από μωρό, άδραξε την ευκαιρία να τον βοηθήσει. Κάλεσε στο παλάτι του τον Ήλιο και του έδωσε σαφείς εντολές.

Την επόμενη ημέρα, οι κάτοικοι των Μυκηνών αντίκρισαν τρομαγμένοι τον Ήλιο να ανατέλλει από τη Δύση κι άναυδοι κατάλαβαν ότι ο Ατρέας ήταν ο Βασιλιάς που επέλεξαν οι Θεοί για εκείνους. Αμέσως, ο Θυέστης εκθρονίστηκε κι εξορίστηκε, μα ο Ατρέας δεν είχε ακόμα χορτάσει εκδίκηση. Κάλεσε τον αδελφό και την οικογένειά του στο παλάτι -δήθεν για συμφιλίωση- όπου σκότωσε τη γυναίκα και τα παιδιά του, αφήνοντας μόνο τη στερνή του κόρη, την Πελοπία, επειδή ήταν έγκυος. Ο Θυέστης, στη θέα των σφαγμένων του παιδιών κι εγγονιών, έφυγε από τις Μυκήνες σαν κυνηγημένος, σαλεμένος νοητικά και με ένα βουνό ανείπωτης θλίψης στους ώμους του. Η Πελοπία δε, γέννησε αγόρι και ήταν βέβαιη ότι θα είχε την ίδια τύχη με τα υπόλοιπα αρσενικά του πατέρα της. Έτσι, το παράτησε σε ένα λιβάδι και κανείς ποτέ δεν την ξαναείδε. Το μωρό ανάθρεψε μια κατσίκα και για αυτό ονομάστηκε Αίγισθος. Μετά από χρόνια τον ανακάλυψε ο παππούς του ο Θυέστης και του εμφύτευσε όλο το μίσος του για τον Ατρέα και την οικογένειά του. Μια νύχτα, ο νεαρός Αίγισθος μαζί με τον παππού του μπήκαν κρυφά στο παλάτι των Μυκηνών και σκότωσαν τον Ατρέα με τα χέρια τους. Ο Αγαμέμνονας κι ο Μενέλαος εξορίστηκαν και βρήκαν καταφύγιο στο παλάτι του Τυνδάρεω στη Σπάρτη, οπότε ο Μενέλαος κι η Ελένη ερωτεύτηκαν. Γύρισαν λίγα χρόνια αργότερα, με στρατό και δύναμη ανδρική, εκθρόνισαν τον Θυέστη, τον σκότωσαν κι ο νέος Άναξ Αγαμέμνων επικήρυξε τον Αίγισθο με αμοιβή για το κεφάλι του.

Όμως, εκείνον τον καιρό ο Αγαμέμνονας έλειπε, μακριά στην Τροία κι όλοι στις Μυκήνες ονόμαζαν Άναξ την Κλυταιμνήστρα και μόνο η δική της γνώμη μετρούσε. Η ίδια δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον Αίγισθο κι έτσι τον υποδέχτηκε μαζί με τον πρίγκιπα Οίακα όπως όφειλε στον Ξένιο Δία.

Αφότου έφαγαν και χόρτασαν νερωμένο κρασί -η Κλυταιμνήστρα ήπιε ελάχιστο μονάχα στην πρόποση για υγεία και ευημερία- ξεκίνησε η ουσιώδης συζήτηση για τους λόγους της επίσκεψης του Οίακα.

"Σου φέρνω νέα από το Ίλιον, ξαδέλφη," ξεκίνησε ο γιος του Ναύπλιου, έχοντας απομνημονεύσει εξαίσια όσα του είχε γράψει ο πατέρας του. "Μολονότι είναι άσχημα, δεν μπορούσα να μη σου τα μεταφέρω, γιατί τιμώ το αίμα που ενώνει τις οικογένειες μας· η μάνα μου κι η μάνα του ανδρός σου ήταν αδελφές κι αυτό ούτε εγώ το ξεχνώ ούτε ο σεβαστός πατέρας μου." Δίπλα στον νέο, η Αθηνά, αόρατη από θνητό μάτι, κρατούσε ασβέστη τη φωτιά της γλώσσας του και τον ενθάρρυνε να μην πάψει να μιλά, κάνοντας τον να φαντάζει ο μέγιστος των ρητόρων.

"Ω Θεοί," βιάστηκε να τρομάξει η Βασίλισσα. "Άσχημα νέα· μήπως πέθανε ο άνδρας μου; Τότε, είμαι χαμένη ολότελα. Νήπιο είναι ακόμα ο Ορέστης μου· σαν γύπες άρειοι θα πέσουν πάνω μας οι πατριδοκάπηλοι, για να αρπάξουν τον θρόνο και να σφάξουν τις ανυπεράσπιστες γυναίκες που έμειναν να τον υπερασπιστούν."

"Ξαδέλφη, μη φοβού, ο άνδρας σου ζει ακόμα," την καθησύχασε ο Οίακας. "Άκου τι συνέβη· κατέφθασε ο Βασιλιάς της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, στο παλάτι μας στην Τίρυνθα."

"Παντού εμπλέκεται αυτός ο πανούργος!" Δεν άντεξε να μη σχολιάσει η Κλυταιμνήστρα. "Αν δεν ήταν αυτός ο καταραμένος κι οι μηχανορραφίες του, δε θα είχε στηθεί η πλεκτάνη εις βάρος του παιδιού μου! Αν δεν ήταν αυτός ο ραδιούργος, ο δήθεν πολυμήχανος ποντικός, η Ιφιγένειά μου θα ήταν ακόμα ζωντανή κι εδώ, μαζί μου!"

Δεν την είχε γεννήσει την Ιφιγένεια εκείνη, η πανέμορφη και σκανδαλώδης αδελφή της το είχε κάνει· όμως αυτό δεν την εμπόδιζε να την αγαπά σαν δική της κι ακόμα περισσότερο. Η θυσία της στην Αυλίδα, ακόμα και μετά από τρία σχεδόν χρόνια, παρέμενε μια ανοιχτή πληγή για εκείνη κι εκείνο το κρίμα που ποτέ δε θα συγχωρούσε στον άνδρα της.

"Ήρθε, λοιπόν, ο Οδυσσέας," συνέχισε ο Οίακας απτόητος, "και έφερε σε εμένα, στον αδελφό και στον πατέρα μας το πτώμα του αγαπημένου μας Παλαμήδη! Ο αδελφός μας δε σκοτώθηκε στη μάχη, ένδοξα και περήφανα, μα λιθοβολίστηκε ως προδότης για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε."

"Λυπάμαι πολύ," είπε με όλη της την ειλικρίνεια η Βασίλισσα, πιάνοντας στοργικά τα χέρια του νέου και σφίγγοντας τα. "Γνωρίζω πόσο λαμπρός νέος ήταν· πόσο τον αγαπούσαν όλοι."

"Πράγματι," μουρμούρισε ο πρίγκιπας κι άφησε τα χέρια του ελεύθερα από τα δικά της ευγενικά. "Ο Οδυσσέας έμεινε για την κηδεία και τότε συζητήσαμε μαζί του για τα τεκταινόμενα στην Τροία. Μας είπε πράγματα θλιβερά, που ίσως θα έπρεπε να μη μάθεις, μα το κοινό μας αίμα με προστάζει να σου τα φανερώσω."

"Σε παρακαλώ, πες μου!" Καρτερούσε εναγωνίως εκείνη.

"Ο σύζυγος σου, ο Αγαμέμνων, είναι τρέλα ερωτευμένος με μια σκλάβα από τη Θράκη," πέταξε το υπέροχο ψέμα του ο Οίακας. "Την αγαπά τόσο, που ξεχνά γυναίκα, γιο, κόρες ως και το αξίωμά του! Της τάζει μεγαλεία, σαν γυρίσουν στην πατρίδα· πως τάχα θα την κάνει Βασίλισσα στο πλευρό του κι οι γιοί τους θα τον διαδεχθούν. Θα αποκληρώσει τα παιδιά του, θα στείλει τη γυναίκα του στο πατρικό της στη Σπάρτη και θα ξεκινήσει μια νέα ζωή με την ερωμένη του. Αυτά μας είπε ο Οδυσσέας κι ήταν τόσο πειστικός ο λόγος και το ύφος του που δεν μπορούσαμε να μην πιστέψουμε κάθε λέξη!"

Η Κλυταιμνήστρα, στο άκουσμα αυτής της παράλογης και αδιανόητης ιστορίας, κόντεψε να χάσει τα λογικά της. Αστραπιαία πέρασαν από το μυαλό της τα έντεκα χρόνια που είχε ζήσει μαζί με τον Αγαμέμνονα· από τα κλάματα της Ιφιγένειας ως τη γέννα του στερνού τους παιδιού, της Λαοδίκης, ένιωθε ότι είχε νυμφευθεί έναν υπέροχο πατέρα για τα παιδιά της. Τα λάτρευε τα παιδιά τους ο Αγαμέμνονας, για εκείνα ξεκίνησε την εκστρατεία, για να διοικήσει μια μέρα ο Ορέστης τους μια αυτοκρατορία ολάκερη από τις Μυκήνες στην Τροία. Και έπειτα από όλες αυτές τις υποσχέσεις και τος φρούδες ελπίδες που τους είχε προσφέρει, αποφάσιζε να τα γκρεμίσει όλα για χάρη μιας παλλακίδας! Δεν το χωρούσε ο νους της, πόσο είχε προσβληθεί, πόσο τραγικό παιχνίδι παίζονταν εναντίον της, πόσο μεγάλη συμφορά περίμενε να τη συναντήσει. Ήθελε να ουρλιάξει, να ξεριζώσει τα μαλλιά και τα νύχια της, να βγάλει τα μάτια της, για να μη βλέπει πια τα αδικημένα της παιδιά. Πώς θα θωρούσε κάθε πρωί τον αγαπημένο της Ορέστη, πώς θα μεγάλωνε τις κόρες της με τέτοιες μαύρες σκέψεις για το μέλλον τους;

Ύψωσε το κεφάλι της υπερήφανα, κάνοντας την καρδιά της πέτρα μπροστά στους φιλοξενούμενους της. Υπήρχε χρόνος ιδιωτικός για να θρηνήσει τον θρόνο που έχανε. Προς το παρόν, παρέμενε Βασίλισσα, Άναξ στη θέση του Άνακτα και έπρεπε να συμπεριφέρεται αναλόγως. Πήρε μια βαθιά ανάσα προτού μιλήσει, ώστε να κατευνάσει τους λυγμούς που έπλητταν τον λαιμό της. Ήταν μόλις είκοσι έξι ετών κι όμως μέσα στα βασιλικά ενδύματα και το βάρος της συνείδησης έδειχνε μεσήλικη, γεμάτη σοφία και ωριμότητα.

"Ο άνδρας μου είναι αδιάντροπος· όχι μόνο γιατί αποφάσισε ως άνους νεανίσκος, λησμονώντας τα νόμιμα και αξία παιδιά του, μα και γιατί το διαλαλεί δημοσίως κι ως και αποβράσματα όπως ο γιος του Λαέρτη περιγελούν και χλευάζουν τον κραταιό μας Οίκο, που γεννά Άνακτες από τον καιρό του Δαναού! Θα κρατήσω την οργή μου κρυφή, για τη στιγμή που θα τον αντικρίσω μπροστά μου νεκρό ή ζωντανό. Μέχρι τότε, θα συνεχίσω το έργο μου ως Βασίλισσα, όπως τα προηγούμενα τρία χρόνια."

"Εύγε, ξαδέλφη, είσαι μια πραγματική βασιλογενής, θέτοντας το καθήκον σου πριν από τα αισθήματά σου," την συνεχάρη μέσα από την καρδιά του ο Οίακας, που θαύμασε τη δύναμη της ψυχής της. "Ωστόσο, σκέφτηκα ότι χρειάζεσαι μια ανδρική προστασία και παρουσία στο παλάτι σου· κάποιον να προασπίσει το δικαίωμα των παιδιών σου και το δικό σου. Για αυτό, έφερα μαζί μου τον Αίγισθο," έδειξε τον διπλανό του άνδρα, που ως εκείνη τη στιγμή είχε παραμείνει σιωπηλός.

Στο άκουσμα του ονόματος αυτού, η Κλυταιμνήστρα ρίγησε. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το όνομα του ξαδέλφου του άνδρα της, που είχε φονεύσει τον πεθερό της στον ύπνο του και παρέμενε μόνιμη απειλή για τον Οίκο τους. Πώς τολμούσε ο Οίακας να τον φέρει μπροστά της; Ίσως επιθυμούσε να την περιπαίξει, να κοροϊδέψει τη γυναικεία της φύση και αδυναμία. Ετοιμάστηκε να τον επιπλήξει για την ειρωνεία του και να τους διώξει κακήν κακώς, μα κοντοστάθηκε, σκεπτόμενη την κατάστασή της.

Ήταν μόνη της σε ένα παλάτι που δεν της ανήκε, περιτριγυρισμένη από κόρες κι ένα πεντάχρονο αγοράκι. Ο άνδρας της την είχε προδώσει επανειλλημένα και σκόπευε να την εκδιώξει μαζί με τα αθώα τους τέκνα. Ήταν επόμενο να πονά στην ψυχή και στην καρδιά, ζητώντας όχι μόνο παρηγοριά, στήριξη, προστασία μα και κάτι πολύ βαθύτερο· εκδίκηση. Έριξε μια ερευνητική ματιά στον Αίγισθο από την κορυφή ως τα νύχια· ήταν καστανόξανθος όπως ο Πέλοπας, σχετικά ψηλός, με μάτια μελιά, που ανάβλυζαν ανοησία μα και ασπλαχνία· ήταν ένας αιμοβόρος ηλίθιος, που διέθετε το αίμα του άνδρα της, δικαίωμα στον θρόνο και ένα μυαλό που με λίγη σαγήνη θα γινόταν δικό της να το μεταχειρίζεται όπως επιθυμούσε. Αυτός ο άνδρας, ο χείριστος εχθρός του συζύγου της, θα γινόταν το μέσο της εκδίκησης της, το μαχαίρι που θα ξερίζωνε την ανηλεή καρδιά του Αγαμέμνονα -όταν φυσικά ερχόταν η κατάλληλη στιγμή.

"Σε ευχαριστώ, ξάδελφε," είπε τελικά, με ένα φιλόδοξο χαμόγελο. "Χαίρομαι που υπάρχουν συγγενείς που νοιάζονται για την οικογένειά μου."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Αχιλλέας, οι Αίαντες Λοκρός και Τελαμώνιος και ο Αντίλοχος της Πύλου στέκονταν έξω από την Θήβη, την πανίσχυρη πόλη που διοικούσε ο Βασιλιάς Ηετίων, ο πατέρας της μέλλουσας Βασίλισσας της Τροίας, της Ανδρομάχης, που είχε νυμφευτεί τον Έκτορα. Σε αυτή την επιδρομή είχε βασίσει ο γιος της Θέτιδας όλη την ελπίδα για κατάρριψη του ηθικού των Τρώων, διότι θα έσπερνε τον θρήνο η καταστροφή της πατρίδας της πριγκίπισσας.

Η άλωση της Θήβης δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση και χρειάστηκε νύχτες ατέλειωτες σχεδιασμού και ανασχεδιασμού στρατηγικής από τους τρεις βασιλικούς Στρατηγούς. Την ημέρα της γενικής επίθεσης, ο Αχιλλέας έκανε το μόνο που δεν περίμενε ποτέ στη ζωή του να πράξει· προσευχήθηκε στην Αθηνά, στην Ήρα και στον Ποσειδώνα να ευνοήσουν τη μάχη και να νικήσουν, ώστε να αποδυναμώσουν τον κύριο εχθρό τους και να φανεί το προβάδισμά τους στον Πόλεμο.

Ύστερα από μια πολύωρη και αιματηρή μάχη, με πολλές απώλειες κι από τις δυο πλευρές, οι δυο Αίαντες έδειξαν για άλλη μια φορά πόσο ανίκητοι και φονικοί ήταν μαζί· όσο ο Αίας ο Λοκρός κάλυπτε τον συνονόματο του, τοξεύοντας αλάνθαστα και σβέλτα τους αντιπάλους που τους πλησίαζαν, ο Τελαμώνιος σήκωσε μια τεράστια πέτρα και την έριξε στα τείχη με όλη του τη δύναμη, γκρεμίζοντας τα αμέσως. Μέσα από αυτό το ρήγμα πέρασαν οι Αχαιοί και κατέλαβαν τη Θήβη επιτέλους. Στη μάχη μέσα στο παλάτι, ο Βασιλιάς Ηετίων και οι εφτά του γιοί πέθαναν πολεμώντας γενναία για τη γη τους. Αυτό ο Αχιλλέας το τίμησε δεόντως και τους έθαψε με τα όπλα τους και τις τιμές που τους άρμοζαν, όπως είχε φροντίσει και για τον πρωτότοκο γιο του Ηετίωνα, τον Ποδέα, που είχε πριν λίγους μήνες εντοπίσει να πολεμά στο πυργωμένο Ίλιο. Αναμφίβολα, ζούσε ακόμη και θα φρόντιζε εν ευθέτω χρόνω να αποτελείωσε κι αυτόν.

Από εκείνη την άλωση οι Αχαιοί συγκέντρωσαν περισσότερα λάφυρα από ποτέ, μα και πλήθος γυναικών, από τις οποίες ξεχώριζε η Χρυσηίδα, η κόρη του ιερέα του Απόλλωνα Χρύση, που βρισκόταν τυχαία στη Θήβη, για τη γιορτή της θεάς Αρτέμιδας. Επειδή η Χρυσηίδα ήταν η ωραιότερη και πιο αρχοντική νέα, ο Αχιλλέας την πρόσφερε στον Αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, που θαμπώθηκε από την ομορφιά της και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Ήταν τόσο δυνατό το αίσθημά του που αποφάσισε να μην την αγγίξει μέχρι να παντρευτούν ή τουλάχιστον μέχρι να το επιθυμεί κι εκείνη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Ναυσιμέδοντα, ομολογώ η επίσκεψή σου, αν και απρόσμενη, είναι εξαιρετικά ευχάριστη," είπε στον τρίτο γιο του Ναύπλιου η Βασίλισσα του Άργους Αιγιάλεια. "Μια γυναίκα, μόνη της, σε παλάτι ξένο με τόσους εχθρούς γύρω, αναζητά πάντοτε έναν φίλο."

"Αιγιάλεια, εγώ κι ο αδελφικός μου φίλος Κομήτης, ήρθαμε να σου μεταφέρουμε ένα πολύ σκληρό νέο από το Ίλιο, από το στόμα του ίδιου του Οδυσσέα, του Βασιλιά της Ιθάκης," ξεκίνησε το σχέδιο του πατέρα του ο Ναυσιμέδων, επιστρατεύοντας όλη την υποκριτική του μαεστρία. Δίπλα του, ο Κομήτης, αυτός ο πανέμορφος νέος που θα έκανε τον Άδωνη να ωχριά, είχε κλέψει ήδη τη ματιά της ωραίας Βασίλισσας και συζύγου του Διομήδη, μα ο γιος του Ναύπλιου ήταν βέβαιος ότι θα παρέμενε σε μια απλή ματιά, αν δεν συνέχιζε το ψέμα του. Επρόκειτο για τον μεγαλύτερο γιό του Σθένελου, του συμπολεμιστή του Διομήδη στον Πόλεμο, που θα πονούσε δεκαπλά τον τρομερό πολέμαρχο και κατακτητή.

"Ο Οδυσσέας μας έφερε το άψυχο σώμα του αγαπημένου μας Παλαμήδη, μα και νέα συγκλονιστικά, που αν τα μάθαινε ο αποθανών Τυδέας, ο γενναίος πεθερός σου, θα πέθαινε ξανά από ντροπή και λύπη."

"Λυπάμαι πολύ για την απώλεια σας," ξεστόμισε τρέμοντας η Αιγιάλεια, νεύοντας του να συνεχίσει.

"Ο άνδρας σου, μας εκμυστηρεύτηκε ο Οδυσσέας, είναι τρέλα ερωτευμένος με μια σκλάβα από τα βοσκοχώρια της Τροίας. Τόσο σαλεμένος ο νους του, που καυχιέται ότι θα την παντρευτεί και εσένα θα σε πετάξει στον δρόμο ή θα σε παντρέψει με κάποιον ευπατρίδη του."

"Μα αυτό είναι παράλογο!" Δεν πίστευε στα αυτιά της η Αιγιάλεια. "Δε γίνεται να καυχιέται ο Διομήδης, μου! Δεν είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του!"

"Αυτή η καλλιπάρειος Τρωαδίτισσα ευθύνεται!" Επέμενε ο Ναυσιμέδων. "Ως και τον χαρακτήρα του άλλαξε, θαρρώ καταλαβαίνεις."

Κατάλαβε η Αιγιάλεια. Δυστυχώς κατάλαβε και πίστεψε κι αυτή σαν την Κλυταιμνήστρα το ψέμα του Ναύπλιου. Η ίδια η Αφροδίτη, που είχε αναλάβει προσωπικά να πετύχει η αποστολή του Ναυσιμέδοντα, τη γέμισε ερωτικό πόθο για τον νεαρό Κομήτη και την ίδια νύχτα κιόλας, τον κάλεσε στο κρεβάτι της, που είχε παγώσει από την τριετή απουσία του ανύποπτου Διομήδη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Μήστωρ, ο νεότερος ζωντανός γιος του Πριάμου από τους νόθους του, κρατούσε το βοσκοράβδι περήφανα και έπαιζε τον αυλό του ρυθμικά, για να περνά η ώρα και να χαίρονται τα ζωντανά, στις θείες μελωδίες που θα ζήλευε κι ο Πάνας, του Διονύσου ο πιο πιστός Σάτυρος. Ήταν δεκαεφτά χρονών και για να γλιτώσει τη νιότη του από τη λεπίδα κάποιου Αχαιού, ο Βασιλιάς πατέρας του του είχε εμπιστευτεί τα κοπάδια του και τα έβοσκε στις πλαγιές της Ίδας μαζί με τον πρίγκιπα Αινεία της Δαρδάνου, τον αγαπημένο γιο της Αφροδίτης. Ο Αινείας είχε αποτραβηχτεί για λίγο από τον πόλεμο, μετά από παράκληση της μητέρας του. Έτσι, λοιπόν, στη μια πλαγιά του βουνού βοσκούσαν οι Τρώες και στην άλλη οι Δαρδάνιοι.

Σαν έμαθε ο Αχιλλέας ότι τα κοπάδια του Βασιλιά Πριάμου και του Βασιλιά Αγχίση βρίσκονταν στην Ίδα, πήρε τον Οδυσσέα, τους δυο Αίαντες και τον Αντίλοχο και όσους στρατιώτες έπεισε και μαζί -περίπου πεντακόσιοι- τράβηξαν για την Ίδα. Εκεί, ο Οδυσσέας σχεδίασε ένα δόλιο κόλπο ώστε να αιφνιδιάσουν τους άνδρες και να κλέψουν τα ζώα τους.

Την ώρα της επίθεσης, ήταν μεσάνυχτα κι όλοι κοιμούνταν, μα μόλις ξεκίνησε ο αιφνιδιασμός, πρώτος από όλους ξύπνησε ο Μήστορας, με το σπαθί του Αχιλλέα απειλητικά στον λαιμό του.

"Σκότωσες τον αδελφό μου Τρωίλο και πούλησες τον Λυκάονα σκλάβο," τον αναγνώρισε αμέσως. "Εγώ δε θέλω να έχω την ίδια τύχη με εκείνους," συνέχισε θαρραλέα κι ο Αχιλλέας ένιωσε ένα μαχαίρι στο στέρνο του.

"Λυπάμαι, γιατί φαίνεσαι γενναίος ανόητος," τον ειρωνεύτηκε ο Αχιλλέας κι ετοιμάστηκε να τον σκοτώσει. Μα προτού προλάβει, ο Μήστορας, με το ένστικτο της επιβίωσης να υπερτερεί, βύθισε το μαχαίρι στο στέρνο του, κάνοντας τον να αφήσει το σπαθί του να πέσει και τον νέο να τον κοιτά έκπληκτος. Ποτέ του δεν είχε σκοτώσει άνθρωπο και ποτέ δεν περίμενε ο πρώτος του φόνος να ήταν του πιο θανατηφόρου εχθρού της πόλης του.

Ο Αχιλλέας ήταν ευλογημένος από το νερά της Στυγός· το μαχαίρι είχε σφηνωθεί στο στέρνο του· το έπιασε με το αριστερό του χέρι και το έβγαλε, μαζί με έναν πίδακα αίμα. Αυτό ήταν όλο. Το αίμα σταμάτησε κι η πληγή έκλεισε μπροστά στα μάτια του τρομοκρατημένου πια Μήστορα και πολλών άλλων που ψιθύριζαν με δέος· πράγματι είναι άτρωτος...

"Ο Θάνατος θα πάρει άλλον απόψε," είπε ο Αχιλλέας και με μια αιμοβόρα λάμψη στα γαλανά του μάτια, έκοψε το κεφάλι του Μήστορα με μια μόνο κίνηση του σπαθιού του.

Εκείνη τη νύχτα, σφαγιάστηκαν όλοι οι βοσκοί του Πριάμου και τα βασιλικά κοπάδια έγιναν λάφυρα των Αχαιών. Αμέσως μετά, η φονική ομάδα συνέχισε για την άλλη πλαγιά, όπου κοιμούνταν οι βοσκοί του Αγχίση κι ο διάδοχος του, ο Αινείας. Μόλις ξεκίνησε εκείνη η συμπλοκή, η Αφροδίτη ήρθε την κατάλληλη στιγμή, τύλιξε τον Αινεία σε ένα νέφος λίγο πριν τον πετύχει ένα βέλος του Οδυσσέα, και τον μετέφερε σώο κι αβλαβή στη διπλανή πόλη, τη Λυρνησσό. Οι Αχαιοί βγήκαν νικητές και το επόμενο πρωί γύρισαν με τόσα αρνιά, κατσίκια και μοσχάρια για να θρέψουν τον στρατό για χρόνια.

Όμως, παρόλη την επιτυχία, ο Αχιλλέας δεν ησύχαζε. Κι αυτό γιατί η Λυρνησσός ήταν ακόμη όρθια και δυνατή. Κάτι παράξενο τον τραβούσε προς εκείνη την πόλη, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει· δεν ήταν ο Αινείας, μα μια έλξη απροσδιόριστη, αδικαιολόγητη, σαν οι τρίδυμες Μοίρες να τον καλούσαν εκεί. Αυτές οι αδελφές πολύ τον είχαν αδικήσει· ανήκε στους δυστυχισμένους που γνώριζαν πότε θα πεθάνουν· δε θα ζούσε για να δει την έκβαση του Πολέμου. Κι όμως, αισθάνονταν πως οι Μοίρες του επιφύλασσαν κάτι ευτυχές σε εκείνη την πόλη και αδημονούσε να το ανακαλύψει.

Η Λυρνησσός ήταν η δεύτερη πλουσιότερη χώρα της περιοχής μετά την Τροία, γεμάτη σιτηρά, κρασί και λάδι όλο τον χρόνο. Το πιο ξακουστό της θέαμα ηταν ο επιβλητικός ναός του Διονύσου στην Ακρόπολη της. Εκείνο τον καιρό, βασίλευε εκεί ο Μύνης, αδελφικός φίλος του Αγχίση της Δαρδάνου, για αυτό και η Αφροδίτη είχε μεταφέρει εκεί τον Αινεία.

Μόλις ο στρατός των Αχαιών, με επικεφαλής τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα και τον Αντίλοχο έφτασαν μπροστά στα πανύψηλα τείχη της Λυρνησσού, ο Μύνης κι ο Αινείας βγήκαν αμέσως στις επάλξεις, για να τους παρατηρήσουν με τα ίδια τους τα μάτια.

"Τόσο κολλημένος είναι αυτός ο ημίθεος μαζί σου;" Εξοργίστηκε ο μεσήλικας Βασιλιάς στον νεαρό γιο του Αγχίση. "Όπου πας σε κυνηγά;"

"Αντιθέτως, δεν τον τραβούν οι άνθρωποι μα οι πύργοι και τα πλούσια θησαυροφυλάκια που φυλούν," αποκρίθηκε σκεπτικός ο Αινείας. "Ο γιος της Θέτιδας είναι αδίστακτος, αιμοδιψής, αιμοχαρής και κυρίως φιλοπόλεμος. Εφόσον δεν μπορεί καθημερινά να πολεμά στην Τροία, επιδρομεύει στις γύρω περιοχές σαν ποταπός κλέφτης. Αυτή η τακτική δε δείχνει ανδρεία, μα απλή δολοφονική τάση." Ύστερα, έστρεψε τη ματιά του στον Βασιλιά. "Πάμε να ετοιμάσουμε τον στρατό. Όσο γρηγορότερα τους διώξουμε, τόσο το καλύτερο για την πόλη σου."

Έξι μήνες κράτησε η πολιορκία· δύσκολη, γεμάτη στερήσεις και φρούδες ελπίδες. Οι στρατηγικές του Αχιλλέα και του Αντίλοχου αποτύγχαναν η μια μετά την άλλη και τότε πέρασαν στον δόλιο τρόπο· τον τρόπο του πολυμήχανου Οδυσσέα. Εκείνος κάθε βράδυ, κρυμμένος από όλους κι από όλα, επόπτευε τα τείχη, τα τριγυρνούσε αργά και απομνημόνευε τα πάντα στο μυαλό του. Ένα πρωινό, λοιπόν, στην αυγή του έκτου μήνα, έθεσε το σχέδιό του σε εφαρμογή. Αυτός και μερικοί επίλεκτοι άνδρες έσκαψαν αργά και μεθοδικά ένα λαγούμι στο πιο σκοτεινό σημείο των τειχών, ώστε να βρεθούν υπογείως στην πόλη. Έναν μήνα αργότερα, ήταν έτοιμο και μέσα στη νύχτα δόθηκε η εντολή της εφόδου από τον Αχιλλέα.

Η Λυρνησσός κυριεύθηκε σε μηδενικό χρόνο κι όσο ο Αντίλοχος είχε αναλάβει το πλιάτσικο, ο Αχιλλέας κι ο Οδυσσέας μόνοι ανέβηκαν στην Ακρόπολη, όπου βρίσκονταν το παλάτι κι ο περίφημος ναός του Διονύσου. Μπαίνοντας στο πρώτο, βρήκαν τον Αινεία, μα προτού προλάβουν να του επιτεθούν, η Αφροδίτη επενέβη και τον έσωσε για άλλη μια φορά, οδηγώντας τον στην πατρίδα του, τη Δάρδανο. Λίγο παραπέρα, συνάντησαν τον Βασιλιά Μύνη και τον αδελφό του Επίστροφο. Ο Αχιλλέας τους σκότωσε τόσο γρήγορα, που ο Οδυσσέας δεν πρόλαβε ούτε μια σπαθιά να εξαπολύσει. Αμέσως μετά, κίνησαν για τον ναό του Διονύσου, όπου έξωθεν βρήκαν τον ίδιο τον Αρχιερέα Βρυσέα με τους τρεις γιους του να έχουν οπλιστεί με πυρσούς και ξίφη για να υπερασπιστούν τον ιερό τόπο. Τότε, η έλξη στην καρδιά του Αχιλλέα κόρωσε, φούντωσε ακόμα περισσότερο κι ήταν πια βέβαιος ότι αυτό που αναζητούσε στη Λυρνησσό βρισκόταν στον ναό του Διονύσου.

"Δε φυλούν τον βωμό, ούτε καν τα αναθήματά του," συμπέρανε ο Οδυσσέας δίπλα του. "Το πολυτιμότερο πράγμα θα ήταν ο βασιλιάς τους και δεν βρίσκονταν πλάι του. Τι πολυτιμότερο υπάρχει από τον βασιλιά, λοιπόν;"

"Ο διάδοχος του," μάντεψε εύκολα ο Πηλείδης. "Θα μπω στον ναό και θα ερευνήσω την κατάσταση. Κανόνισε εσύ αυτούς."

Ο Οδυσσέας ένευσε καταφατικά, ετοίμασε δυο βέλη στο τόξο του και κάλυψε τον φίλο του που έφυγε για τα ενδότερα του ναού από πλευρική πόρτα. Εξαπέλυσε τα βέλη και σκότωσε αμέσως τους δυο από τους τρεις νέους, που τριγύριζαν τον πατέρα τους. Ξεθηκάρωσε το σπαθί του και χωρίς πολλή προσπάθεια αποτελείωσε τον αρχιερέα και τον στέρνο του γιο, τρέχοντας σαν ζαρκάδι, για να προλάβει τη μανία του Αχιλλέα, που ίσως έφτανε τη βεβήλωση. Το φοβόταν αυτό· είχε παρατηρήσει την ωμή απληστία κι αδημοσύνη που άστραφταν στα γαλανά του μάτια.

Ο Αχιλλέας, εν τω μεταξύ, πέρασε στον ναό και δε δυσκολεύτηκε να φτάσει στον βωμό. Εκεί τον περίμενε το τρόπαιό του. Πάνω στον υπερυψωμένο βωμό του Διονύσου, μπροστά στο θεόρατο άγαλμά του, φάνηκε η μορφή μιας κουλουριασμένης γυναίκας, σκεπασμένης από την κορυφή ως τα νύχια με ένα ωχρό πέπλο. Το μόνο που ξεχώριζε από το κάλυμμα ήταν το πρόσωπό της.

"Πατέρα;" Ακούστηκε η αρμονική και γλυκιά φωνή της. Γύρισε και τον κοίταξε αρχικά με προσμονή -αναμένοντας τον πατέρα της- μα σαν τον αντίκρισε, πλημμύρισε με τρόμο, το πρόσωπό της πάνιασε και ο Αχιλλέας χρειάστηκε λίγες στιγμές για να την παρατηρήσει. Κοφτερά ζυγωματικά, λεπτά χείλη, μύτη γαμψή, τεράστια καστανά μάτια, φρύδια πυκνά και μερικές τούφες μαύρων μαλλιών προεξείχαν του πέπλου· είχε γνωρίσει πολύ ομορφότερες γυναίκες, όπως τη Διηδάμεια που τον περίμενε στη Σκύρο ή την Ωραία Ελένη που κέρδισε για μια νύχτα, μα μια στιγμή κοιτώντας στα κοινότοπα μάτια αυτής της γυναίκας τον έκανε να τις ξεχάσει όλες. Δεν ήταν πανώρια, μα η θωριά της τον γέμιζε δέος και μέσα του κάτι ούρλιαζε πως αυτή ήταν ο λόγος που η Λυρνησσός τον προκαλούσε τόσο.

Μετά την πρώτη έκπληξη της αναπάντεχης παρουσίας του, η γυναίκα ανέκτησε την ψυχραιμία της όσο μπορούσε και χωρίς να κρύβει το τρέμουλό της, έμεινε να τον κοιτά κατευθείαν στα μάτια, γνωρίζοντας ότι ίσως έτσι το αρνί έπειθε τον χασάπη να καθυστερήσει τη σφαγή. Όρθωσε το κορμί της αγέρωχα, χωρίς να φεύγει από τον ιερό βωμό, επιδεικνύοντας την αρχοντική της προέλευση.

"Δε θα δακρύσω, δε θα σε κάνω να με λυπηθείς," του είπε με όση τόλμη διέθετε. "Δε θα σε ικετεύσω· η πόλη σου ανήκει, άρα κι εγώ. Κάνε με ό,τι θέλεις και μην περιμένεις τίποτα περισσότερο."

Ο Αχιλλέας ένιωσε κάτι μέσα του να ραγίζει· αυτή η γυναίκα που του είχε κλέψει την ανάσα τον κοιτούσε ψυχρά· τον φοβόταν. Θλίβονταν με αυτό· πρώτη φορά μια γυναίκα τον έκανε να θλίβεται.

"Πώς σε λένε;" Τη ρώτησε, κρύβοντας την πληγωμένη του αίσθηση.

"Βρυσηίδα, κόρη του Αρχιερέα του Διονύσου Βρυσέα," απάντησε εκείνη.

"Γιατί σε φυλούσαν εδώ μέσα;"

"Είμαι η γυναίκα του βασιλιά Μύνη."

Αυτό τρύπησε την καρδιά του Αχιλλέα. Πώς θα μπορούσε να ελπίζει να νιώσει αυτή η κοπέλα κάτι πέρα από μίσος για εκείνον; Είχε σκοτώσει τον πατέρα, τους αδελφούς και τον σύζυγό της. Πάγωσε στη σκέψη ότι της είχε προκαλέσει τόση δυστυχία. Μακάρι να την είχε γνωρίσει νωρίτερα.

Ήταν έτοιμος να της δώσει την πρώτη απάντηση που θα ερχόταν στο μυαλό του, μα απότομα δίστασε, διότι ο Οδυσσέας μπήκε στο ιερό, με όπλα και χέρια ποτισμένα στο αίμα της οικογένειας της Βρυσηίδας.

"Πάρε την εσύ, Οδυσσέα, και κράτησε την πάνω στο άλογό σου," του είπε, μην παύοντας να την κοιτάζει. Την πλησίασε και χάιδεψε τρυφερά το μάγουλό της. "Όταν έρθει η ώρα της μοιρασιάς, θέλω σε εμένα να δωθεί." Ύστερα, είπε στην κοπέλα· "Μην τον φοβάσαι, είναι ο καλύτερος από όλους εμάς."

Η Βρυσηίδα ακολούθησε τον Οδυσσέα πειθήνια, περνώντας τα κουφάρια των αγαπημένων της νεκρών χύνοντας δάκρυα βουβά. Ήταν έτοιμη να συμβιβαστεί με τη ζωή της δούλας. Ενστικτωδώς, άγγιξε την κοιλιά της· δεν έπρεπε να καταλάβαινε κανένας ποιός ήταν ο αληθινός λόγος που προστατεύονταν τόσο έντονα στον ναό του Διονύσου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Με ζητήσατε, Άρχοντά μου."

"Πράγματι, Βρυσηίδα," απάντησε ο Πηλείδης, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της. Ήταν ντυμένη σαν θεά και στολισμένη, με έναν χιτώνα αραχνοΰφαντο, χρυσό, λινό, με ένα πέπλο γεμάτο κρίνους κεντημένο και κοσμήματα που είχε συλήσει από την Πήδασο κι από την πλούσια Λέσβο. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και χύνονταν στους ώμους της σαν μαύρος χείμαρρος. Ακόμα και η Ωραία Ελένη να στέκονταν δίπλα της, δε θα σπαταλούσε τη ματιά του· από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δε θα κοιτούσε καμία παρά τη Βασίλισσα Βρυσηίδα.

"Ελπίζω να σας αρέσει αυτό που βλέπετε," άκουσε την υπέροχη φωνή της. "Ειδάλλως, γνωρίζω καλά ότι θα τιμωρηθούν οι υπηρέτριες που με περιποιήθηκαν κατ'εντολή σας."

"Θα τις λούσω με χρυσάφι και θα γεμίσω αναθήματα τους βωμούς των Θεών που δίνουν την ομορφιά στους ανθρώπους," αποκρίθηκε μαγεμένος εκείνος και την πλησίασε νωχελικά και διστακτικά, σχεδόν ντροπαλά.  Φοβόταν να την αγγίξει, για να μην προσβάλει με τα αμαρτωλά του χέρια το αλαβάστρινο και αμόλυντο δέρμα της. "Είσαι ακόμα ομορφότερη από την ιερή νύχτα που σε γνώρισα."

"Είστε πολύ ευγενικός και γενναιόδωρος," ψιθύρισε η Βρυσηίδα, ανατριχιάζοντας και μόνο στη ματιά του. Ήταν υποχείριό του, ένα απλό αντικείμενο. Κοίταξε φευγαλέα τα τραχυά και ρωμαλέα του από τη μάχη χέρια. Μπορούσε με αυτά να την πνίξει, να τη σκοτώσει πριν καν το καταλάβει και κανείς δε θα τη θρηνούσε όπως κανείς δε θρηνεί ένα σπασμένο αντικείμενο. Η σκέψη του θανάτου δεν την τρόμαζε πια· όμως η ψυχή της σπαρταρούσε για το αθώο πλάσμα που κυοφορούσε· πού είχε φταίξει εκείνο για να πεθάνει προτού γεννηθεί;

Άθελά της, έπιασε την ελάχιστα φουσκωμένη της κοιλιά τόσο προστατευτικά που τράβηξε την περιέργεια του άνδρα μπροστά της.

Ο Αχιλλέας παρατήρησε την κίνησή της· ανιδιοτελής, αυθόρμητη, στοργική. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τίποτα ως τότε, διότι πίστευε ότι η κοιλιά της ήταν έτσι φουσκωμένη εκ φύσεως. Δεν το είχε σκεφτεί ή μάλλον δεν ήθελε να το σκεφτεί μα πια δεν είχε σημασία.

"Γιατί δε μου το είπες;" Αναρωτήθηκε φωναχτά, με τη ανησυχία να ξυπνά μέσα του.

"Τι να σας έλεγα;" Ψέλλισε με τρόμο η Βρυσηίδα. "Ότι περιμένω τον διάδοχο της Λυρνησσού; Ήθελα να το κρατούσα κρυφό για όσο το δυνατόν περισσότερο, μήπως και το έσωζα."

"Έπρεπε να μου το είχες πει!" Την επέπληξε, όπως επιπλήττει ο πατέρας το απρόσεχτο παιδί.

"Γιατί δε θέλω το παιδί μου να πεθάνει!" Απάντησε θαρραλέα εκείνη. "Δε με νοιάζει τι θα κάνετε σε εμένα, αλλά το παιδί μου δε θέλω να πάθει κακό!"

"Ποιός σε έκανε να πιστεύεις ότι θα πείραζα ποτέ το παιδί σου;" Αναστατώθηκε ο Πηλείδης. Είχε δίκιο να τον φοβάται, μα ούτως ή άλλως τον πλήγωνε. Παραμέρισε και της υπέδειξε το στρωμένο του κρεβάτι. "Ξάπλωσε και κοιμήσου εδώ. Ήταν σφάλμα μου που τόσες μέρες σε άφηνα να κοιμάσαι σαν σκυλί στο χώμα. Θα κοιμηθώ έξω στο κατώφλι, να φυλώ εσένα και το παιδί σου."

Προτού προλάβει να αντιδράσει η κοπέλα, είχε χαθεί από τα μάτια της. Σαν σηκώθηκε από το κρεβάτι το πρωί και βγήκε έξω, συνειδητοποίησε ότι μιλούσε απόλυτα κυριολεκτικά. Τον βρήκε να κοιμάται στο κατώφλι, με το σπαθί και το θηκάρι για προσκέφαλο, ενώ ο ιδρώτας και το χώμα γίνονταν το στρώμα του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Τέσσερα χρόνια πολέμου," ψιθύρισε χαμένη στις σκέψεις της η Κασσάνδρα, κρυμμένη πίσω από τον βωμό του Απόλλωνα. Κρατούσε το χέρι του δίδυμου αδελφού της, του Έλενου, και μέσα στην άναστρη νύχτα οι δυο τους έβλεπαν τα πάντα· παρελθόν, παρόν και μέλλον γίνονταν ένα, συγκρούονταν, αναμειγνύονταν και για όσο κρατούσε η Σελήνη τα ηνία του άρματος της τα δυο χαρισματικά παιδιά αντάλλασσαν λόγια πολύτιμα, χρησμούς που κρατούσαν για τον εαυτό τους.

"Έξι χρόνια για την καταστροφή," πρόσθεσε ο Έλενος.

"Έχουμε ακόμα κάποια ελπίδα," είπε η Κασσάνδρα. "Όλα θα κριθούν στον μεγάλο θυμό· στη μήνιδα του γιου της Νηρηίδας· σαν γίνει αυτό, ήρθε η καταδίκη μας."

"Έλα μαζί μου στην αετοφωλιά της Ίδας," πρότεινε ο δίδυμος. "Θα σε σώσω από την τραγική σου μοίρα."

"Η μοίρα είναι τρίδυμη· πιο ισχυρή από εμάς τους δίδυμους· είμαι αναπόφευκτα τερματισμένη," απάντησε περήφανα και πικρά η αδελφή, προτού τα μελιά της μάτια γουρλώσουν στο όραμα που της εμφάνισε ο Φοίβος. "Μα να, έλα μαζί μου να θωρήσεις πώς χορεύουν και τραγουδούν οι εννιά λατρευτές κόρες του Δία και της Μνυμοσύνης, οι Μούσες, υπό την άρπα του Θεού μου."

"Η Κλειώ ετοιμάζει να εξιστορήσει το μίσος με τη γραφίδα της, η Ευτέρπη τον διπλό αυλό της, η Θάλεια θα το διηγηθεί κωμικά, η Μελπομένη τραγικά. Η Τερψιχόρη αλείφει τα πόδια της για να χορέψει, η Ερατώ υμνεί τον έρωτα του Αγαμέμνονα για τη Χρυσηίδα και του Αχιλλέα για τη Βρυσηίδα, η Πολύμνια υμνεί τους Θεούς -τον καθένα για διαφορετικό σκοπό- η Ουρανία μελετά τη σύγκλιση των αστέρων που επέφερε τη συμφορά-"

"Και τέλος η Καλλιόπη ετοιμάζεται να ψάλλει το έπος," συμπλήρωσε η Κασσάνδρα.

Τα αδέλφια έσφιξαν τα χέρια τους και συνέχισαν ταυτόχρονα.

Ψάλλε θεά, την τρομερή οργή του Αχιλλέως·
πώς έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων.
Που ανδράγαθες ροβόλησε πολλές ψυχές στον Άδη
ηρώων και τους έδωσε αρπάγματα στους σκύλους
και στα όρνεα.
Και η βουλή γενόταν του Κρονίδη,
απ' ότ', εφιλονίκησαν κι εχωρισθήκαν πρώτα
ο Ατρείδης, άρχων των ανδρών, και ο θείος Αχιλλέας.
Κι απ΄τους Θεούς ποιός άναψε την έχθρα μεταξύ τους;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα italics είναι η αρχή της Ραψωδίας Α της Ιλιάδας.

Μπήκαμε στο έπος :)

Στο επόμενο κεφάλαιο θα πάμε στην Κρήτη, στην Ιθάκη, ακόμα πιο κοντά στην Τροία, θα γνωρίσουμε καλύτερα τη Βρυσηίδα και τους Ατρείδες. Αυτά και πολλές ακόμα εκπλήξεις μας περιμένουν στη συνέχεια...

Πώς σας φάνηκε αυτό το κεφαλαιο, όμως;

Μέχρι το επόμενο, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top