ΧΧΙ Σκευωρία Εις Βάρος Αθώου

"Δεν έπρεπε να της μιλήσεις τόσο σκληρά," επέπληττε την Αθηνά για πολλοστή φορά η Ήρα. Κάθονταν μόνες τους στο παλάτι του Δία στην υπέρτατη κορυφή του Ολύμπου και αναλογίζονταν τη συνέχεια του σχεδίου τους. "Η Αφροδίτη εμφανώς τρόμαξε από τη στάση σου κι όταν αυτή τρομάζει, αντιδρά παρορμητικά και βλάπτει όλους μας."

"Ήδη γνώριζε ότι λύσαμε το ξόρκι της," τόνισε υπερήφανα η Θεά της Σοφίας. "Είναι πια θέμα χρόνου να γυρίσει η Ελένη στον Μενέλαο και να λήξει αυτή η ιστορία ευτυχισμένα. Θα φροντίσω προσωπικά αυτό να γίνει το συντομότερο."

"Είσαι στα συγκαλά σου;" Απόρησε η Βασίλισσα του Ολύμπου. "Αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον σκοπό μας. Αν η Ελένη βρεθεί ξανά στον Μενέλαο, τότε οι Αχαιοί θα εγκαταλείψουν την πολιορκία κι η Τροία θα μείνει ατιμώρητη για την ασέβεια της απέναντι μας."

"Δεν έδειξε ασέβεια όλη η Τροία, παρά μόνο ο άσωτος υιός της, ο Πάρης, που μέχρι τότε δεν ήξερε καν ποιός πραγματικά ήταν. Η νοοτροπία του τσοπάνη δε θα φύγει από πάνω του όσα στέμματα κι αν του φορέσουν οι γονείς του," επέμεινε η Αθηνά αμετακίνητη. "Πέρα από αυτόν τον άμυαλο, η Τροία με τιμά όσο καμία άλλη πόλη της Ανατολής. Μου έχτισε έναν περίλαμπρο ναό στην ακρόπολή της και εγώ τους δώρισα το Παλλάδιο ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Είναι άδικο να τιμωρηθούν τόσες αθώες ψυχές για την ανοησία ενός ανώριμου."

"Δεν κρίνεις εσύ το δίκαιο και το άδικο," διαφώνησε η Θεά του Γάμου, που είχε ριζώσει καλά μέσα της η μαγεία της Έριδας και την έκανε να διψά απεγνωσμένα για αιματηρή εκδίκηση έναντι του Ιλίου. "Είναι μεγάλη η προσβολή του Πάρη κι αν δεν το αναγνωρίζεις, μάλλον έχεις μαλακώσει επικίνδυνα."

"Ξέρεις ότι μπορεί να είμαι η Θεά της Μάχης, όμως δεν είμαι αιματόχαρη ή φιλοπόλεμη. Δεν αποζητώ σφαγές και σκοτωμούς αθώων, όπως ο γιος σου. Συμμάχησα μαζί σου για να αποκατασταθεί δικαιοσύνη και να γυρίσει η Ελένη στο νόμιμο σύζυγο της και στο παιδί της. Τώρα που η δικαίωση είναι τόσο κοντά, γιατί την αρνείσαι;"

"Δε θα ησυχάσω αν δε δω αυτή την καταραμένη πόλη να καίγεται και να ερημώνεται! Έτσι, θα τη δείχνουν οι επόμενοι ως παράδειγμα για τους αλαζόνες απέναντι στους Θεούς και την τιμωρία τους. Δε θα σε αφήσω να επανενώσεις το ζεύγος, παρά μόνο όταν οι Αχαιοί πορθήσουν το Ίλιο!"

Η Αθηνά, μην αντέχοντας άλλο να την ακούει, εξαφανίστηκε από μπροστά της και βρέθηκε ξανά στο παλάτι της, σκεπτόμενη πώς θα έβγαζε την Ελένη από την Τροία χωρίς να την καταλάβει κανένας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Έχεις νέα από τη Σκύρο; Πώς είναι η Διηδάμεια και το παιδί;" Ρώτησε ο Οδυσσέας, καθώς νέρωνε τον δεύτερο γύρο του κρασιού τους εκείνη τη βραδιά. Πλέον είχε γίνει συνήθεια για τους Βασιλείς της Φθίας και της Ιθάκης να συζητούν ακόμα κι όλη τη νύχτα στη σκηνή του ενός ή του άλλου, με τη συντροφιά του πάντοτε νερωμένου οίνου.

"Σαν έφτασαν το πρωί τα δυο πλοία του θείου μου με τις ενισχύσεις και τα καινούρια όπλα, ένας υπηρέτης μου έδωσε ένα σημείωμα γραμμένο από την ίδια τη Διηδάμεια," του αποκάλυψε ο Αχιλλέας, χωρίς να κρύβει τη χαρά του. "Ο Νεοπτόλεμος έκλεισε τα δέκα του χρόνια πριν λίγες μέρες κι ήδη ξεχωρίζει στο σπαθί και στο ακόντιο. Μελετά ποίηση, παίζει κιθάρα και απαγγέλει ωσάν ραψωδός. Έτσι μου έγραψε η Διηδάμεια και δεν μπορούσε να κρύψει την υπερηφάνεια της. Ούτε εγώ μπορώ να σου πω ότι δεν καμαρώνω τον γιο μου."

Ο Οδυσσέας τον άκουγε χαμογελώντας μελαγχολικά. Τον είχε γνωρίσει τον Νεοπτόλεμο εκείνες τις ελάχιστες μέρες που έμεινε στη Σκύρο, όταν είχε ταξιδεύσει εκεί για να στρατολογήσει τον Αχιλλέα. Ήταν πράγματι ένα αξιοθαύμαστο παιδί, που ρουφούσε τις γνώσεις σαν σφουγγάρι και τα δυο του μάτια εξέταζαν τον συνομιλητή του με αστείρευτη προσοχή. Και κυρίως, είχε κληρονομήσει τη θεϊκη ομορφιά του πατέρα του και της πανώριας μητέρας του. Εύχονταν μονάχα να τον συναντούσε ξανά κάποτε, όταν μεγάλωνε και επανενώνονταν με τον πατέρα του.

"Χαίρομαι με τη χαρά σου, φίλε μου," παραδέχτηκε τελικά. "Λάμπεις από ευτυχία όποτε μιλάς για τον γιο σου κι αισθάνομαι τυχερός που κατά κάποιον τρόπο μοιράζεσαι αυτή τη λάμψη μαζί μου."

"Ευγενικέ Οδυσσέα, είναι ελάχιστοι οι Βασιλείς που με συμπαθούν," εξομολογήθηκε ο γιος της Θέτιδας. "Φθονούν τη δύναμη και τη θεϊκή μου καταγωγή. Ωχριούν μπροστά στην άτρωτη φύση μου και λυπούνται που δεν έχουν την ίδια καλοτυχία."

"Και την ίδια μετριοφροσύνη," σχολίασε πνευματωδώς ο Οδυσσέας, φέρνοντας το γέλιο και στους δυο τους.

"Όπως και να έχει, αυτοί τελικά είναι οι καλότυχοι," είπε πικρά ο Αχιλλέας, κοιτώντας χαμηλά, αποφεύγοντας το βλέμμα του φίλου του. "Οι περισσότεροι θα γυρίσουν στα σπίτια τους και θα ξαναζήσουν με τις οικογένειες τους. Εγώ είμαι ένας ζωντανός νεκρός, σφράγισα την καταδίκη μου με το που πάτησα σε αυτή τη γη. Δε θα ξαναδώ ποτέ ούτε τη Διηδάμεια ούτε τον Νεοπτόλεμο."

Μόλις ύψωσε το βλέμμα του ξανά, ο Οδυσσέας παρατήρησε τη λάμψη των δακρύων στα καταγάλανα μάτια του κι ήθελε να τον καθησυχάσει, να τον βεβαιώσει ότι δεν ήταν τόσο τραγική η μοίρα του κι ότι θα συναντούσε ξανά όσους λαχταρούσε. Όμως, μούδιασε στη σκέψη κι έμεινε ακίνητος, να παρακολουθεί το βουβό δράμα αυτού του κραταιού κι αξιοζήλευτου βασιλιά, που πάλευε με την ιδέα του θανάτου μέσα του εδώ και δυο χρόνια.

"Θα ήθελα τη βοήθειά σου σε κάτι," τον παρακάλεσε ο Αχιλλέας, σπάζοντας την παράξενη σιωπή που είχε απλωθεί πάνω τους. "Θα μπορούσες να μου περιγράψεις την Ελένη; Για όνομα της Μεγάλης Αθηνάς και της Ήρας, εδώ και δυο χρόνια πολεμώ για χάρη της και ποτέ μου δεν την έχω αντικρίσει καν."

Ο Οδυσσέας δέχτηκε μετά χαράς και έφερε στο μυαλό του την εικόνα της πανέμορφης Βασίλισσας της Σπάρτης, που πριν έντεκα χρόνια είχε γνωρίσει και πριν δέκα χρόνια είχε κλεφτεί με τον Πάρη. Την περιέγραψε στον Πηλείδη με ποιητικό, γλαφυρό και ονειρικό τρόπο, σαν να μιλούσε για θεά κι όχι για θνητή. Είχε ανάγκη λίγο ρομαντισμό και ποίηση μέσα στο αίμα, τη φρίκη και τη δυστυχία του πολέμου. Μόλις τελείωσε την εκτενή περιγραφή του, παρατήρησε ότι τα ζαφειρένια μάτια του γιου της Θέτιδας είχαν γεμίσει περιέργεια και μια παράξενη όρεξη, μια έντονη επιθυμία και μια πείνα ερωτική και λάγνη, τόσο έντονη που ο βασιλιάς της Ιθάκης ένιωσε άβολα.

"Αιθέρια ύπαρξη φαντάζει η γυναίκα που μου περιέγραψες," αναφώνησε με δέος ο Αχιλλέας. "Πρέπει να τη γνωρίσω άμεσα! Με ζώνει η περιέργεια κι η ανυπομονησία να συναντήσω αυτό το θείο πλάσμα!"

"Με συγχωρείς, φίλε μου, αλλά μήπως η αποχή από τη μάχη βλάπτει το νου σου;" Απόρησε διστακτικά ο Οδυσσέας, μετρώντας κάθε λέξη του, για να μην τον εξοργίσει. "Δεν μπορείς να γνωρίσεις την Ελένη, εκτός κι αν πορθήσουμε την Τροία, που δεν πρόκειται να συμβεί άμεσα."

"Αύριο το βράδυ, στο ορκίζομαι στα νερά της Στυγός, η Ελένη θα βρίσκεται εδώ ακριβώς που βρίσκεσαι εσύ τώρα!"

Μέσα σε λίγη ώρα, η Θέτιδα έμαθε από τον γιο της αυτή την αλλόκοτη επιθυμία του κι αμέσως έτρεξε στην Ήρα για να την πραγματοποιήσει. Η Βασίλισσα του Ολύμπου της χρωστούσε χάρη, από την πρώτη στιγμή που αρνήθηκε τον έρωτα του Δία για εκείνον του Πηλέα. Τώρα πλέον ήταν καιρός να ξεπληρωθεί η χάρη. Της ζήτησε να φέρει την Ωραία Ελένη, μέσα σε νέφος αόρατο, στη σκηνή του γιου της για μια μόνο νύχτα. Η Ήρα δέχτηκε αναπόφευκτα, αλλά δε μίλησε σε κανέναν για αυτή τη συμφωνία και ξόρκισε τη Θέτιδα να κάνει το ίδιο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Επίπολη ήταν από τις άτυχες γυναίκες που είχαν ωριμάσει όταν έφτασε το κάλεσμα για τον Πόλεμο. Κι ήταν άτυχη, γιατί έπρεπε να δει τον πατέρα και τους τρεις αδελφούς της να αποχωρούν από την πατρίδα για μια χώρα ξένη, που ίσως γινόταν ο τάφος τους. Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι ανύπαντρη, βοηθούσε τις νύφες της στην ανατροφή των ανιψιών της και ο πατέρας της την έθεσε υπεύθυνη του σπιτιού τους για όσο θα έλειπε στον Πόλεμο. Κυρά κι αρχόντισσα, αφέντρα και νοικοκυρά, δέσποινα και προστάτιδα του σπιτιού και της οικογένειας· θα έπρεπε να ήταν ευτυχισμένη και υπερήφανη για τη σημαντική της ευθύνη, που αποδείκνυε πόση αγάπη κι εμπιστοσύνη έτρεφε για εκείνη ο πατέρας της. Όμως, η Επίπολη ήταν άτυχη, γιατί, παρόλο που αγαπούσε το σπιτικό και την οικογένεια, επιθυμούσε όσο τίποτα να ζωστεί την πανοπλία και τα όπλα και να πολεμήσει όπως οι άνδρες στον Πόλεμο. Μέρα με την ημέρα, αυτή η επιθυμία την έκαιγε, την έζωνε, τη βασάνιζε, της είχε γίνει εμμονή και το πιο τρανό της όνειρο. Ώσπου, κάποια στιγμή το αποφάσισε κι αναζητούσε την αφορμή για να ταξιδέψει στην Τροία και να καταταγεί στον στρατό.

Η πατρίδα της, η Κάρυστος, ανήκε στο Βασίλειο της Εύβοιας, στον ισχυρό και πολεμοχαρή λαό των Αβάντων, που κυβερνούσε ο Βασιλιάς Ελεφήνορας. Έναν χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, ο Βασιλιάς έστειλε τρία από τα σαράντα πλοία του πίσω στην Εύβοια, για να φέρουν πολεμοφόδια κι ενισχύσεις ανδρών. Αυτή ακριβώς ήταν η ευκαιρία της Επίπολης. Αγόρασε μια ολόκληρη πανοπλία από τον καλύτερο σιδηρουργό της Καρύστου, για να τη δωρίσει τάχα στον στρατό, τη φόρεσε και κατατάχθηκε εθελοντικά στον στρατό. Γνώριζε να πολεμά· οι αδελφοί της την είχαν μάθει να χειρίζεται το σπαθί, το τόξο και το δόρυ κι η ίδια προπονούνταν όταν κανείς δεν την έβλεπε. Προτού φύγει, άφησε ένα μήνυμα στις νύφες της ότι επιτέλους θα έκανε το όνειρό της πραγματικότητα.

Μόλις έφτασαν στην Τρωάδα, η Επίπολη ξεγλίστρησε από το τάγμα των νεοσυλλέκτων Αβάντων και κατατάχθηκε σε αυτό του Βασιλιά Ναύπλιου, για να αποφύγει ακόμα και μια τυχαία συνάντηση με τον πατέρα ή τους αδελφούς της. Το τάγμα ανέλαβε να προπονήσει ο ίδιος ο γιος του Ναύπλιου, ο Παλαμήδης, που ηγούνταν του στρατού τους. Η Επίπολη σύντομα ξεχώρισε για την υπακοή, την πειθαρχία και την πολεμική της δεινότητα. Ο Παλαμήδης την καμάρωνε και την υποδείκνυε ως παράδειγμα προς μίμηση για την ανδρεία και τη μαχητικότητά της, που ήταν βέβαιος ότι θα έδειχνε και σε αληθινή μάχη. Ευτυχώς, κανένας δεν είχε καταλάβει τη μυστική της ταυτότητα, ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι πίσω από τον μυστηριώδη στρατιώτη με τα πράσινα μάτια κρύβονταν μια αρχοντοπούλα. Το βράδυ πριν την πρώτη τους μάχη, ο πρίγκιπας Παλαμήδης την κάλεσε μόνη στη σκηνή του κι εκείνη πήγε με μια πρωτοφανή χαρά και κρυφή υπερηφάνεια, που μοιράζονταν μόνο με τον εαυτό της.

"Πώς αισθάνεσαι που αύριο θα πολεμήσεις για πρώτη φορά στη ζωή σου;" Τη ρώτησε, αμέσως μόλις χαιρετήθηκαν.

"Αδημονώ, κύριε," απάντησε εκείνη αβίαστα, βαθαίνοντας τη φωνή της αρκετά. "Είναι χαρά, υπερηφάνεια και κυρίως τιμή να πολεμώ για τη δόξα της πατρίδας μου και τη δική σας φυσικά, αλλά και για την αποκατάσταση του δικαίου."

Ο Παλαμήδης ζύγισε για λίγο όσα άκουσε και συνειδητοποίησε με χαρά ότι ήταν ειλικρινή. Αυτός ο ένθερμος νεαρός που στεκόταν μπροστά του ένιωθε πράγματι ότι εκτελούσε λειτούργημα και ιερή υποχρέωση μέσα από το στρατιωτικό του καθήκον. Τον ενθουσίαζε ο ζήλος κι η διάθεσή του.

"Θα πολεμήσεις στα δεξιά μου αύριο και σε κάθε μάχη από εδώ και πέρα, ως επίτιμος στρατιώτης," της ανακοίνωσε τη στιγμιαία του απόφαση κι η Επίπολη συγκινήθηκε τόσο που σχεδόν δάκρυσε, όμως συγκρατήθηκε, γιατί φοβήθηκε μήπως αποκάλυπτε τη γυναικεία της φύση.

Κι έτσι, ο νεαρός Επίπολις, όπως τη γνώριζαν όλοι πια, ανελίχθηκε γρήγορα σε λοχαγό και δεξί χέρι του Παλαμήδη, συγκεντρώνοντας υπερβολική δύναμη στα χέρια της, γεγονός που προκάλεσε τον φθόνο πολλών, ώστε τη φθονούσαν περισσότερο, γιατί φαινόταν αδιάβλητος και άμεμπτος χαρακτήρας, αδαμάντινος και άψογος. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν κανένα παράπτωμα για να την κατηγορήσουν και να την εκθρονίσουν από τις τιμές και τα αξιώματα που είχε κερδίσει με το σπαθί της μετά από κάμποσες μάχες.

Πέρασε ένας χρόνος στον στρατό, όπου η Επίπολη διακρινόταν για τις ικανότητες της κι η επιρροή της στον Παλαμήδη μεγάλωνε. Την εμπιστευόταν με τη ζωή του, την οποία ουκ ολίγες φορές του είχε σώσει στο πεδίο της μάχης, κι είχαν δεθεί με έναν δεσμό ισχυρό, μια φιλία σπάνια, αγνή κι ανιδιοτελή. Ωστόσο, οι συγκυρίες ήταν αντίξοες για αυτό που ακολούθησε. Ο φτερωτός θεός Έρωτας θέλησε να χτυπήσει με ένα βέλος του την Επίπολη κι ερωτεύτηκε αληθινά και παράφορα τον Παλαμήδη, τόσο που δεν άντεχε μακριά του, έστω να τον βλέπει και να του μιλά, που κάθε βράδυ ξενυχτούσαν στη σκηνή του συζητώντας. Φούντωσε ταυτόχρονα κι η ερωτική επιθυμία, στην οποία η νέα ήταν άμαθη κι άπειρη. Αυτή που θέριζε τους Τρώες με τα όπλα της τώρα συνθλίβονταν από το φλεγόμενο πάθος της καρδιάς της.

Σκέφτηκε ένα κόλπο για να καταφέρει να ενωθεί με τον εκλεκτό της καρδιάς της χωρίς να προδοθεί. Έκλεψε έναν χιτώνα και μερικά κοσμήματα από τις παλλακίδες του Αγαμέμνονα, ντύθηκε γυναικεία μετά από ενάμισι περίπου χρόνο και την ίδια νύχτα επισκέφθηκε τον Παλαμήδη ως δώρο από τον Οδυσσέα, η παρθένα κόρη του Βασιλιά της Λέσβου, που ο ίδιος δεν επιθυμούσε και του τη χάριζε. Ο γιος του Ναύπλιου ξετρελάθηκε από την ομορφιά και τη χάρη της και την έκανε δική του με έναν πύρινο πόθο, που σίγουρα δεν ξεπερνούσε αυτόν που ένιωθε η Επίπολη. Η έκσταση ήταν τέτοια που ο Παλαμήδης πίστευε ότι είχε κοιμηθεί με θεά κι όταν την επόμενη ημέρα ο Οδυσσέας τον διαβεβαίωσε ότι δεν του είχε στείλει κανένα δώρο, ο νέος πείστηκε. Παρόλα αυτά, η θεά του είχε ένα παράξενο σημάδι στην κλείδα σε σχήμα κέρατος.

Πέρασαν μερικές εβδομάδες μετά τη νύχτα πάθους των δυο συμπολεμιστών κι η Επίπολη έπλεε ακόμη σε πελάγη ευτυχίας, ώσπου ξεκίνησε να νιώθει αδιαθεσίες κι αναταραχές. Όταν λιποθύμησε, επισκέφθηκε τον ιατρό των Αχαιών, τον Ποδαλείριο, που ειδικευόταν στα παθολογικά νοσήματα, και το πόρισμά του την αναστάτωσε ακόμα περισσότερο.

"Πρώτη φορά βλέπω τέτοια συμπτώματα. Ίσως είναι κάποια αρρώστια από ζωύφια, θα δείξει ο χρόνος. Αν ήσουν γυναίκα, θα ήμουν βέβαιος ότι είσαι έγκυος, αυτό όμως είναι αδύνατον."

Τρομοκρατήθηκε από αυτά του τα λόγια η Επίπολη κι έφυγε από τη σκηνή των υιών του Ασκληπιού ζαλισμένη και χαμένη. Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι, παρά κοιτούσε τον ουρανό με ένα βλέμμα απλανές, που θύμιζε τρελό, κι αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Αν έπρεπε να πει όλη την αλήθεια στον Παλαμήδη ή απλώς ότι η μυστηριώδης γυναίκα ήταν έγκυος, χωρίς να του αποκαλύψει ότι ήταν το δεξί του χέρι στον στρατό. Μπορούσε φυσικά και να μην του έλεγε τίποτα και να ξεφορτώνονταν το μωρό με κάποιο βότανο. Όμως, πάγωνε στη σκέψη του να μη γεννηθεί ο καρπός ενός αληθινού έρωτα, από τη δική της πλευρά τουλάχιστον.

Την επόμενη ημέρα, ο Αχιλλέας, ο Μηριόνης της Κρήτης κι ο Αίας ο Τελαμώνιος έφυγαν με τα πλοία τους για επιδρομές στη Θράκη. Αυτή την ευκαιρία άδραξαν οι Τρώες και επιτέθηκαν στον εναπομείναντα στρατό.

Ο Παλαμήδης έτρεξε στο πλευρό του Οδυσσέα και του Διομήδη με την Επίπολη δίπλα του και παρατάχθηκαν στην πρώτη γραμμή του στρατού. Μόλις σήμανε η έναρξη της μάχης, ξεκίνησε η μεγαλύτερη σφαγή που είχε δει ο πόλεμος ως τότε. Οι δυνάμεις ήταν ακριβώς ίσες κι ως το μεσημέρι κανένας δε φαινόταν να νικά.

Ο Διομήδης τραυματίστηκε πρώτος, από ένα βέλος στο δεξί μέρος του στήθους του και έφυγε μόνος του για τη σκηνή των Ασκληπιείδων, με το βέλος καρφωμένο και το αίμα να του καίει τα σωθικά μέσα από την πανοπλία. Αμέσως μετά, τραυματίστηκε ο Παλαμήδης από ένα ακόντιο στο πόδι του κι η Επίπολη τον στήριξε για να τρέξουν πίσω από τον Διομήδη, ώσπου ένα βέλος τη βρήκε στο πίσω μέρος του λαιμού της και τη σώριασε κάτω.

Ξύπνησε στη σκηνή των Ασκληπιείδων, με τον Μαχάονα, που ειδικευόταν στη χειρουργική, να δένει την πληγή της. Ο Παλαμήδης στέκονταν δίπλα του κι εναγωνίως περίμενε τη γνωμάτευση.

"Έχασε πάρα πολύ αίμα," δήλωσε ο μεγάλος γιος του Ασκληπιού. "Είναι δυνατός οργανισμός, όμως, και δεν νικήθηκε. Ωστόσο, χρειάζεται αρκετές ημέρες ξεκούρασης κι ακινησίας για να επανέλθει πλήρως."

Η Επίπολη ήταν αρκετά βέβαιη ότι ο Μαχάων είχε ανακαλύψει τη γυναικεία της φύση, το ίδιο κι ο αδελφός του που ανίχνευσε την εγκυμοσύνη της, κι ένιωσε απέραντα ευγνώμων που είχαν κρατήσει το μυστικό της.

Τη στιγμή που σηκώθηκε από το φορείο της, για να επιστρέψει στη σκηνή της, άφησε κατά λάθος την κλείδα της έκθετη, μια που είχε λυθεί η πανοπλία της και φορούσε μόνο τον ανδρικό χιτώνα. Με το στήθος δέκα φορές καλυμμένο δεν υπήρχε περίπτωση να αναγνώριζε κανένας το οτιδήποτε, ωστόσο το κερατοειδές σημάδι στην κλείδα της είχε χαραχτεί πολύ καλά στη μνήμη του Παλαμήδη. Ο νεαρός πρίγκιπας το αναγνώρισε αμέσως και ξαφνικά εξαφανίστηκε από τη σκηνή, κουτσαίνοντας από τη φρέσκια πληγή στο πόδι του.

Ένιωθε προδομένος που είχε παιχτεί ένα τόσο βρώμικο, ασυνήθιστο και άτιμο παιχνίδι πίσω από την πλάτη του.  Τη γυναίκα την είχε ερωτευτεί, ίσως και αγαπήσει, τον άνδρα τον θεωρούσε καλύτερο του φίλο και σύντροφο στη μάχη. Και τελικά ήταν το ίδιο πρόσωπο. Η γυναίκα που μονοπωλούσε τις σκέψεις του ήταν ο πιο έμπιστος του λοχαγός. Ήθελε να ουρλιάξει από την ειρωνεία και τον παραλογισμό της κατάστασης, παρόλα αυτά συγκρατήθηκε και με όση λογική και αξιοπρέπεια διέθετε, επισκέφθηκε τον Αγαμέμνονα και του τα διηγήθηκε όλα. Για καλή του τύχη, ο Οδυσσέας έτυχε να βρίσκεται ήδη εκεί και να ακούσει όσα άκουσε κι ο Αρχιστράτηγος.

Ο Αγαμέμνονας δεν ήταν γνωστός ούτε για την υπομονή, ούτε για την ανοχή του στην ανομία, ούτε για την ευσπλαχνία του. Όσο καλόκαρδος κι ανιδιοτελής ήταν ο Μενέλαος, άλλο τόσο αλύγιστος κι υστερόβουλος ήταν ο μεγάλος αδελφός του. Μόλις άκουσε την απίστευτη ιστορία της Επίπολης, εξοργίστηκε.

"Αυτή η αναίσχυντη γυναίκα παρενέβη τους νόμους μας και ανακατεύτηκε με πράγματα που δεν την αφορούσαν. Δεν μπορεί αυτή η ασέβεια να μείνει ατιμώρητη. Διατάσσω ευθύς τον παραδειγματικό λιθοβολισμό της μέχρι θανάτου. Κάτω από πέτρες ας θαφτεί, για να μην τολμήσει ποτέ καμία άλλη κοκορόμυαλη να επιχειρήσει την τρέλα της."

Ενώ ο Παλαμήδης έβγαινε από τη σκηνή του Αρχιστράτηγου, για να συγκεντρώσει πλήθος για την εκτέλεση της Επίπολης, ο Οδυσσέας τον περίμενε στην έξοδο και τον πήρε παράμερα, ώστε να αποτρέψει το δράμα.

"Είπες ότι φόρεσε τα ενδύματα της παλλακίδας και κοιμήθηκε μαζί σου," του υπενθύμισε, λες και μπορούσε να το ξεχάσει. "Είσαι βέβαιος ότι αυτή σας η ένωση δεν είχε αποτελέσματα;"

"Τι εννοείς;"

"Είσαι σίγουρος ότι η Επίπολη δεν είναι έγκυος; Διότι αν είναι και τη σκοτώσετε, τότε η οργή των θηλυκών Θεών θα ξεσπάσει πάνω μας."

"Ακόμα και να είναι, δεν παύει να είναι προδότης. Της αξίζει η τιμωρία κι αυτό οι Θεές δεν το παραβλέπουν," απάντησε αγέρωχα ο Παλαμήδης, αν και μέσα του έτρεμε σύγκορμος για το ενδεχόμενο να σκότωνε τη μητέρα του παιδιού του.

"Άγνωστες οι βουλές των Θεών," τόνισε ο Οδυσσέας. "Θα πάω αμέσως τώρα να ανακρίνω τους Ασκληπιείδες κι εσύ βρες την Επίπολη και κρύψε τη, προτού τη βρει ο Αγαμέμνων."

Ο Οδυσσέας κι ο Παλαμήδης γνώριζαν ότι αψηφούσαν τις εντολές ανωτέρου τους, γεγονός που συνεπάγονταν θάνατο πολύ σκληρότερο από της Επίπολης. Ωστόσο, το αίσθημα δικαίου που από γεννησιμιού τους κατέβαλλε, δεν επέτρεπε να αφήσουν μια αθώα κοπέλα να πεθάνει για τα ιδανικά της, ειδικά αν κυοφορούσε το παιδί του Παλαμήδη.

Σαν έφτασε ο γιος του Ναύπλιου στη σκηνή της, οι μανιασμένοι άνδρες με αρχηγό τον Αγαμέμνονα είχαν προφτάσει. Έτρεξε κοντά στην Επίπολη και την αγκάλιασε σφιχτά, για τελευταία φορά. Εκείνη σπάραζε, έχοντας χάσει κάθε είδος αυτοσυγκράτηση κι αντοχή, γιατί το μητρικό ένστικτο την είχε καταβάλει κι ήλπιζε ως και την ύστατη στιγμή να σώσει το μωρό της.

"Σε παρακαλώ," τον ικέτευε ουρλιάζοντας σχεδόν, καθώς ένιωθε χέρια να την αρπάζουν και να προσπαθούν να την τραβήξουν μακριά. "Δε με νοιάζει τι θα πάθω εγώ· μόνο το παιδί να ζήσει· δικό σου είναι το ορκίζομαι στην Ήρα· μην τους αφήσεις να το σκοτώσουν μαζί με εμένα!"

Ο Παλαμήδης πάλευε να την κρατήσει κοντά του, αλλά δεν είχε τη δύναμη των δέκα ανδρών που την τραβούσαν κι αναγκαστικά την άφησε. Παγωμένος και μουδιασμένος παρακολουθούσε τους συντρόφους και συμβασιλείς να σηκώνουν πέτρες και να τις πετούν κατά πάνω της. Η Επίπολη γδύθηκε δια της βίας κι έμεινε ολόγυμνη να δέχεται το μαρτύριο της βουβά, θρηνώντας το πλασματάκι που είχε μέσα της, παρά τον εαυτό της. Πέθανε άηχα, χωρίς ούτε μια κραυγή κι εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ο Οδυσσέας, φέρνοντας την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης, για να δει μονάχα το άλικο ρυάκι που ανέβλυζε από το κεφάλι της.

"Αθηνά," προσευχήθηκε στη Θεά του, "αν είδες όσα έγιναν, σε εκλιπαρώ, εκδικήσου την αδικία που συνέβη και φέρε τους αλαζόνες που σε αψήφησαν στη συντριβή."

Η Αθηνά είχε παρακολουθήσει τα πάντα κι άκουσε την προσευχή του Οδυσσέα. Σύντομα, η βέβηλη πράξη θα τιμωρούνταν με πρώτο θύμα τον Παλαμήδη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το βράδυ πριν τον θάνατο της Επίπολης ήταν εξίσου κρίσιμο με το πρωινό. Κι αυτό γιατί οι τρεις Θεές που είχαν ανάψει τον Πόλεμο, η Ήρα, η Αθηνά κι η Αφροδίτη, ήταν αποφασισμένες να αντιπαραταχθούν και να δώσουν τη δική τους μάχη. Η Αφροδίτη επιτηρούσε την Ελένη που κοιμόταν με τον Πάρη, αγνοώντας τη δυστυχία στο βλέμμα της, ενώ η Ήρα την είχε υποσχεθεί στον Αχιλλέα κι η Αθηνά ήθελε να την επιστρέψει στον Μενέλαο. Έγινε μια μάχη θέλησης, θάρρους και πονηριάς.

Η Αθηνά έστειλε τον Όνειρο στον Αινεία, για να γεμίσει τον ύπνο του εφιάλτες γεμάτους κακούς οιωνούς και να τον ανησυχήσει. Ο γιος του Αγχίση κάλεσε τρέμοντας τη μητέρα του κι η Αφροδίτη έτρεξε κοντά του, ξεχνώντας την Ελένη για μια στιγμή. Αυτή η στιγμή ήταν αρκετή για να σηκώσει η Αθηνά τη Βασίλισσα της Τροίας και να τη μεταφέρει πετώντας ως τη σκηνή του Μενέλαου. Κι ενώ ήταν έτοιμη να ξυπνήσει τον γιο του Ατρέα, εμφανίστηκε μπροστά της η Ήρα.

"Δώσε μου την Ελένη αμέσως!" Τη διέταξε. "Θα την αφήσω όσο πρέπει στον Αχιλλέα κι όταν ξημερώσει θα γυρίσει στον Πάρη."

"Πώς πετάς έτσι την ευκαιρία μας για ειρήνη;" Ξέσπασε η Θεά της Σοφίας. "Αν η Ελένη επανενωθεί με τον Μενέλαο, τέρμα ο πόλεμος."

"Μη σκέφτεσαι μόνο το συμφέρον σου και των ευνοουμένων σου," την επέπληξε η Ήρα. "Δε θέλεις να επανενώσεις τον Μενέλαο και την Ελένη, μα τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη. Εγώ τουλάχιστον είμαι ξεκάθαρη στους σκοπούς μου. Δε θα ησυχάσω αν δε δω την Τροία να καίγεται συθέμελα. Το ορκίστηκα στα ιερά νερά της Στυγός και το ίδιο έκανες κι εσύ. Γιατί λοιπόν, προτίθεται τώρα να καταπατήσεις τον όρκο σου; Μήπως τιμάς τον πολύτιμο θνητό σου περισσότερο από τη Στύγα;"

Η Αθηνά έσφιξε την ακόμα κοιμισμένη Ελένη στα μπράτσα της κι αναλογίζονταν όσα είχε ακούσει. Η Ήρα, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, είχε δίκιο. Είχε πάρει τον ισχυρότερο όρκο και τώρα κόντευε να τον καταπατήσει, γνωρίζοντας τις καταστροφικές συνέπειες. Συχαινόταν τον πόλεμο, πράγματι, κι ήθελε να διορθωθεί η αδικία του Μενέλαου και πάνω από όλα ήθελε να πάψει ο Οδυσσέας να λυπάται που ήταν μακριά από την οικογένειά του. Όμως, ήταν Θεά κι είχε ορκιστεί βαριά. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε· η ειρήνη θα ερχόταν μονάχα όταν από την Τροία δε θα είχαν μείνει παρά στάχτες.

Αναστέναξε βαθιά και χαλάρωσε τη λαβή της στην Ελένη.

"Πάρε την και πήγαινε την όπου θέλεις," υποχώρησε στην Ήρα. "Όσο κι αν λαχταρώ να τελειώσει ο Πόλεμος, ορκίστηκα εκδίκηση κι έτσι θα γίνει. Από εδώ και πέρα δε θα γνωρίσουν μεγαλύτερο εχθρό οι Τρώες από εμένα."

Η Ήρα χαμογέλασε αυτάρεσκα. Είχε κατορθώσει να λυγίσει την ατσάλινη θέληση της αγαπημένης κόρης του άνδρα της και να εκπληρώσει τη χάρη της Θέτιδας. Με ένα νεύμα του κεφαλιού της χαιρέτησε την Αθηνά που έφυγε πετώντας και χωρίς να χρονοτριβεί, ξύπνησε την Ελένη και την οδήγησε στη σκηνή του Αχιλλέα.

"Απόψε θα ξαναδείς τον άνδρα σου," της ψιθύρισε στο αυτί και έριξε στα μάτια της ένα νέφος, ώστε μπροστά της να μη βλέπει τον Αχιλλέα μα τον Μενέλαο.

Ο Πηλείδης ξύπνησε αμέσως μόλις έφυγε η Ήρα και μαγεύτηκε σαν αντίκρισε την ευειδή γυναίκα. Το ωραιότερο πλάσμα που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Τα χαρακτηριστικά της ταίριαζαν απόλυτα με την περιγραφή του Οδυσσέα κι έτσι χωρίς καν να τη ρωτήσει κατάλαβε ότι ήταν η Ωραία Ελένη, που βγήκε από ένα αυγό κι ανέκαθεν αποτελούσε σημείο αμφιλεγόμενο. Αυτή η γυναίκα θρύλος βρισκόταν μπροστά του, όλη δική του.

Δε χρειάστηκε πολύ προτροπή. Οι δυο τους μοιράστηκαν μια νύχτα αχαλίνωτου πάθους, όπου η Ελένη αγαλλίασε, γιατί πίστευε ότι βρισκόταν με τον αγαπημένο της, κι ο Αχιλλέας εκστασιάστηκε από την απίστευτη ευμορφία και το αφάνταστο θέλγητρο της γυναίκας που ελάχιστοι είχαν την τύχη να αντικρίσουν. Εκείνη τη νύχτα τη λάτρεψε σαν Θεά και εκείνη τον προσκύνησε σαν Κύριό της, παρόλο που έβλεπε άλλον στα μάτια του. Μόλις ξημέρωσε, η Ήρα επέστρεψε την Ελένη στο κρεβάτι του Πάρη, αφήνοντας της την εντύπωση ότι όλα ήταν ένα γλυκό και ευχάριστο όνειρο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Παλαμήδης κι ο Οδυσσέας είχαν τη χειρότερη γνωριμία που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο πρώτος απείλησε τον δεύτερο, για να τον οδηγήσει στον Πόλεμο, παρά τη θέλησή του. Στην αρχή, ο Οδυσσέας μισούσε τον Παλαμήδη, ώσπου συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για νέο λαμπρό και μυαλό σπάνιας ευφυΐας. Θα ήταν ανόητο κι απερίσκεπτο να εχθρεύονταν έναν τόσο έξυπνο άνθρωπο.

Ο Παλαμήδης ήταν είκοσι πέντε ετών, μόλις ξεκίνησε ο Πόλεμος. Ως τότε, είχε ήδη κατορθώσει τόσα όσα θα χρειάζονταν δεκαετίες για να καταφέρουν άλλοι. Δημιούργησε το πρώτο ναυτιλιακό σύστημα, τους φάρους, τα μέτρα και τα σταθμά, αλλά και τα νομίσματα, κάνοντας τον πατέρα του τον μεγαλύτερο έμπορο της Μεσογείου, που συγκέντρωσε αμύθητα πλούτη και αγαθά σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Είχε επινοήσει αρκετά από τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου και κατάφερε να διαιρέσει τον χρόνο σε ημέρες, μήνες και χρόνια, υπολογίζοντας τους δίσεκτους.

Φυσικά, η εξέχουσα πορεία του συνεχίστηκε κι αφού στρατοπέδευσαν στην Τροία. Ο ίδιος σχεδίασε το φρούριο των Αχαιών, μεριμνώντας για τον ανεφοδιασμό και την έξοδό τους, σε περίπτωση ανάγκης. Μόλις έπεσε ένας λοιμός στον στρατό, λίγο μετά τη θριαμβευτική επιστροφή από τη Λέσβο, ο Παλαμήδης δείπνησε με τον Οδυσσέα και του είχε πει:

"Εμείς οι Έλληνες πρέπει μόνοι μας να φροντίσουμε τους εαυτούς μας, διότι όσοι σκοπεύουν να προφυλαχθούν από την αρρώστια, πρέπει να τρέφονται ελαφρά και μα γυμνάζονται καθημερινά. Ιατρική δεν κατέχω, όμως με τη Σοφία που διδάχθηκα όλα γίνονται κατανοητά."

Οι δυο τους απέτρεψαν την αγορά κρεάτων και εισηγήθηκαν να πεταχτούν οι στρατιωτικές τροφές. Όλοι όσοι άκουσαν τον Παλαμήδη, τρέφονταν με ξηρούς καρπούς, άγρια φρούτα κα λαχανικά. Όταν χτύπησε το Ίλιο ο λοιμός, κανένας δεν αρρώστησε, παρά μόνο μερικοί από αυτούς που βρίσκονταν κοντά σε βάλτους, άρα και σε μολυσμένα κουνούπια.

Αστρονόμος, φιλόσοφος, εποποιός, εφευρέτης, εξαίρετος επιστήμονας και άνθρωπος, αξιοζήλευτος και αγαπητός σε όλο το στράτευμα. Υπήρξε και μαθητής του Κένταυρου Χείρωνα, όπου γνώρισε τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο,  τον Πρωτεσίλαο, τον Αντίλοχο τον πρωτότοκο του Νεστορα, ακόμα και τον Αινεία. Με τον Οδυσσέα, τον Διομήδη και τον Αχιλλέα ήταν φίλοι αχώριστοι και για να περνούν την ώρα έγραφε παραμύθια, ποιήματα κι εφηύρε τους πεσσούς, το διασημότερο παιχνίδι των Αρχαίων Ελλήνων. Κοιμόταν ελάχιστα και παραμελούσε συνεχώς τον εαυτό του, γιατί πάντοτε φρόντιζε πώς θα έκανε τη ζωή των συνανθρώπων του καλύτερη. Ωστόσο, λάθεψε μπροστά στην Επίπολη και προκάλεσε το μίσος του Οδυσσέα, έστω και για λίγο και για αυτό θα τον τιμωρούσε η Αθηνά.

Η ευκαιρία της ήρθε άξαφνα. Οι Αχαιοί, όσο ο Αχιλλέας έλειπε στην επιδρομή της Θράκης, άρχισαν να λιμοκτονούν επικίνδυνα. Αμέσως, ο Αγαμέμνονας διέταξε τον Οδυσσέα να φέρει σιτηρά από τη Σκυθία και την Κολχίδα, πέρα από τον Ελλήσποντο. Είκοσι μέρες αργότερα, ο Βασιλιάς της Ιθάκης γύρισε άπραγος και με άδεια χέρια. Τότε, ο Παλαμήδης προσφέρθηκε να δοκιμάσει και μέσα σε δυο εβδομάδες γύρισε με αμπάρια γεμάτα τροφή. Ο στρατός τον υποδέχθηκε σαν Θεό κι άρχισαν οι ψίθυροι που δηλητηρίασαν την ψυχή του Αγαμέμνονα. Ήθελαν τον Παλαμήδη Αρχιστράτηγο, που ήταν εξαίσιος στρατηγός, διοικητής, σοφός, διπλωμάτης. Έβραζε από ζήλια ο Ατρείδης, όμως δεν τολμούσε να τον πειράξει, φοβούμενος τη λαϊκή αντίδραση. Άλλωστε, είχε ισχυρούς φίλους, τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα, τον Διομήδη· θα ήταν άμυαλο να εξέφραζε μίσος εναντίον του. Παρόλα αυτά, για την Αθηνά δεν υπήρχαν αυτές οι αναστολές.

Η ίδια η Θεά της Σοφίας έραψε το σάβανο του Παλαμήδη, που κάποτε προστάτευε με καμάρι. Αιχμαλώτισε έναν υπηρέτη του Πριάμου, που μετέφερε ένα σακί χρυσάφι με τη σφραγίδα του στον Βασιλιά της Λυκίας Σαρπηδόνα για τον βοηθητικό στρατό που του είχε στείλει. Τον ανάγκασε να γράψει ένα γράμμα από τον Πρίαμο στον Παλαμήδη και τον παράτησε στα αγρίμια. Τέλος, άφησε το χρυσάφι και το γράμμα στη σκηνή του Παλαμήδη και περίμενε τα αποτελέσματα.

Μόλις βρέθηκαν τα αποδεικτικά της προδοσίας, ο Παλαμήδης συζητούσε με τον Οδυσσέα και τον Διομήδη για τις αλλαγές του καιρού και την περιοδικότητα της ημέρας. Δώδεκα στρατιώτες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Αγαμέμνονα, που τον καταδίκασε σε θάνατο δια λιθοβολισμού για εσχάτη προδοσία. Το γράμμα που είχαν βρει έγραφε ότι ο Παλαμήδης θα πρόδιδε τους Αχαιούς στους Τρώες κι αυτό το χρυσάφι ήταν μια απλή προκαταβολή. Ο γιος του Ναύπλιου δέχτηκε την απόφαση περήφανα, παρόλο που ήταν αθώος, και με ένα παράξενο χαμόγελο, θυμούμενος την αδικοχαμένη Επίπολη.

Ελάχιστοι άνδρες συμμετείχαν στην εκτέλεση, ενώ ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης είχαν χαμηλώσει τα μάτια, καλοτυχίζοντας τον Αχιλλέα και τον Τελαμώνιο Αίαντα που έλειπαν και δεν αναγκάστηκαν να γίνουν μάρτυρες στον θάνατο ενός από τους λαμπρότερους Αχαιούς, αν όχι τον λαμπρότερο.

Τον Παλαμήδη τον σκότωσε η εκδικητικότητα της Αθηνάς. Στην ιστορία έμεινε ότι τον σκότωσε ο φθόνος· είτε του μνησίκακου Αγαμέμνονα είτε του μηχανορράφου Οδυσσέα. Όμως, για να χαθούν τόσο ένδοξοι άνδρες, σίγουρα οι Θεοί διαφιλονικούν τη σάρκα και το αίμα τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Επειδή είμαι σίγουρη ότι θα με ρωτήσετε:

1) Η Επίπολη υπήρξε, δεν τη φαντάστηκα. Η ιστορία της αναγράφεται στη Μυριόβιβλο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιου.

2) Ο Αχιλλέας πράγματι κοιμήθηκε μια νύχτα με την Ωραία Ελένη, επειδή ήταν περίεργος να τη γνωρίσει.

3) Ο Παλαμήδης έκανε κι είπε πολλά περισσότερα από όσα ανέφερα. Στη συνέχεια του βιβλίου θα παρατεθούν κι αυτά.

Αυτό ήταν το κεφάλαιο!

Στο επόμενο, θα δούμε τις σημαντικότερες επιδρομές του Αχιλλέα και των υπολοίπων, αλλά και τις επιπτώσεις του θανάτου του Παλαμήδη όχι μόνο στους θνητούς αλλά και στους Θεούς. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, ο θάνατος αυτός αλλάζει ΤΑ ΠΑΝΤΑ!

Μέχρι το επόμενο κεφαλαιο, θα ηθελα πολύ να μάθω τη γνώμη σας για αυτό εδώ. Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top