ΧΧVI Η Μονομαχία του Πεπρωμένου
Την ώρα που ο Όνειρος ψιθύριζε την πλεκτάνη του Δία στο αυτί του Αγαμέμνονα, η Κασσάνδρα στριφογύριζε στο κρεβάτι της με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα χέρια της να τσούζουν. Αν και είχαν περάσει πέντε ημέρες, οι καρποί της πονούσαν ακόμα από τα δεσμά· η σεβαστή μητέρα της Βασίλισσα Εκάβη είχε διατάξει -με βαριά καρδιά- να τη δέσουν με σκοινί στην κάμαρα της, για να μην τριγυρνά στο παλάτι και σπέρνει τον πανικό με τα ουρλιαχτά και τα βογκητά της, που ορισμένες φορές δε διέθεταν καμία συνάφεια ή νόημα. Τώρα που ο Πάρης ήταν αποδεκτός από όλους και αγαπητός, εκείνη είχε αποκτήσει τον τίτλο του μαύρου προβάτου της οικογένειας. Όλο και συχνότερα τύχαινε να ακούει τη μητέρα της έξω από την κάμαρη της να σιγοψιθυρίζει με άλλες γυναίκες ακόλουθους ή θεραπαινίδες.
Αυτό το κορίτσι είναι ευλογημένο όσο και καταραμένο από τους Θεούς. Όση προίκα κι αν της δώσουμε, κανείς δε θα τη δεχτεί για γυναίκα, τι κι αν είναι Βασιλοπούλα της Τροίας· σαν θωρεί τα μάτια της λυσσασμένα από την παράνοια, ποιός μπορεί να την αντέξει;
Γέλασε ειρωνικά στην άγνοια της μητέρας της. Ωστόσο, χαιρόταν ταυτόχρονα, διότι αν γνώριζε η Εκάβη τη μαύρη τύχη της κόρης της, ίσως και να έφτανε στο σημείο να τη μισήσει.
Τις τελευταίες δώδεκα ημέρες, από τότε που είχε διαδοθεί στο Ίλιο το νέο της διαμάχης του μεγάλου Ατρείδη και του Αχιλλέα, του φόβου και του τρόμου των Τρώων, η Κασσάνδρα κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της είχε το ίδιο, επαναλαμβανόμενο όνειρο. Έναν εφιάλτη σταλμένο από το Χάος, το Έρεβος και τα Τάρταρα.
Η πόλη η αγαπημένη, η μόνη πατρίδα που είχε γνωρίσει, ήταν τυλιγμένη στις φλόγες. Η ματιά της που έτσουζε από τους καπνούς είχε καρφωθεί στο υψηλότερο σημείο, εκεί όπου δέσποζε ο ναός της Παλλάδας. Το μεγάλο πέτρινο άγαλμα της παρθένου κόρης είχε μαγικά βγει έξω από τον ναό που φλέγονταν και την κοιτούσε λυπημένα. Στο τέλος, άνοιγε το μαρμάρινο στόμα της και βροντοφώναζε, σηκώνοντας απειλητικά το δόρυ της· "Ο Θάνατος πλησιάζει".
Ήδη γνώριζε την ερμηνεία αυτού του ονείρου· η στιγμή της άλωσης και της καταστροφής ήταν πολύ πιο κοντά από όσο περίμεναν. Παρόλα αυτά, δεν είχε παραδεχτεί να μοιραστεί με κανέναν την προφητεία της, διότι κανένας δεν επρόκειτο να την πίστευε. Όσο για τον αγαπημένο της δίδυμο αδελφό Έλενο, εξαφανιζόταν μέρες ολόκληρες στις απόκρυμνες σπηλιές της Ίδας, μια που κι εκείνου ο νους κατακλυζόταν με οιωνούς και προφητείες και του ήταν αδύνατον να γαληνεύσει ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους και ποτισμένους με περιέργεια συνδαιτυμόνες.
"Τι θες;" Ρώτησε δυνατά, χωρίς να φοβάται. Μετά από τόσα χρόνια, είχε πια εθιστεί στην παρουσία του Θεού της Μαντικής κοντά της.
"Υποφέρεις," παρατήρησε ο Απόλλων και την πλησίασε αργά και διακριτικά. Η Κασσάνδρα δεν κινήθηκε. Πλέον το πρόσωπό του ήταν ανησυχητικά κοντά στο δικό της. "Πόσες νύχτες ξαγρυπνάς;"
"Προσπαθώ να μην κοιμάμαι καθόλου. Όποτε ενδίδω στην ανάγκη ανάπαυσης, ο Εφιάλτης με ζώνει και μαζί με τις προφητείες σου δημιουργούν ένα ειδεχθές συνοθύλευμα που θα τάραζε και τον πιο ψύχραιμο νου," αποκρίθηκε ειλικρινά η Κασσάνδρα.
"Μιλάς σαν το δώρο μου να ήταν πιότερο κατάρα παρά ευλογία," σχολίασε με πικρία ο Θεός, πιάνοντας το πηγούνι της απαλά.
"Αν δεν ήταν κατάρα τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;" Τον ειρωνεύτηκε απροκάλυπτα η Κασσάνδρα, κουνώντας το κεφάλι για να απαγκιστρωθεί από το χέρι του. "Μου έδωσες όλα όσα ποθούσε η καρδιά μου και τελικά φρόντισες να στραφούν εναντίον μου."
"Είσαι άδικη," αντιτάχθηκε ο Φοίβος. "Αρνήθηκες να μου δώσεις το αντάλλαγμα που ζήτησα και δεν μπορούσα να μη σε τιμωρήσω. Εξαπάτησες έναν Θεό ή μάλλον εκμεταλλεύτηκες την αγάπη ενός Θεού."
"Δε θα πιστέψω ποτέ ότι με αγαπάς. Ένα περαστικό πάθος είμαι για σένα το οποίο κάποτε θα ξεχάσεις," αποκρίθηκε κυνικά εκείνη.
"Δε θα πάψω ποτέ να παλεύω να σε πείσω για το αντίθετο," επέμεινε ο Σμινθέας. "Σε αγαπώ, Κασσάνδρα, κι αν ποτέ σου το συνειδητοποιήσεις και με δεχτείς, θα σε ελευθερώσω από την κατάρα."
"Είσαι Θεός του Φωτός και το Φως σημαίνει αλήθεια. Πώς αντέχεις να ψεύδεσαι αλλεπάλληλα;"
"Αν ήμουν απλώς παθιασμένος μαζί σου, θα έπαιρνα αυτό που επιθυμώ χωρίς τη συγκατάθεσή σου!" Φώναξε σχεδόν ο Απόλλων και την πλησίασε απειλητικά.
"Κάνε το!" Τον προκάλεσε η κοπέλα, σπρώχνοντας τα μαλλιά της στην πλάτη, για να είναι ελεύθερο το στέρνο. "Θαρρείς πως θα πονέσω περισσότερο από όσο τώρα, που ουρλιάζω μέρα και νύχτα, μοχθώντας να σώσω την πόλη μου από την απόλυτη καταστροφή χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα; Θαρρείς πως θα με θλίψει περισσότερο από το να πέφτουν οι αλάνθαστες προφητείες μου σε κουφά αυτιά;"
Ο Απόλλωνας πήρε μια τούφα από τα μαλλιά της, την έριξε στο στήθος της σαν αποτυχημένο κάλυμμα και στάθηκε όρθιος, έτοιμος να πετάξει από το ανοιχτό παράθυρο.
"Τρέξε και βρες τις γυναικαδελφές σου," είπε ήρεμα, ενώ πίσω του ανέτειλε ο Ήλιος. Το λευκό φως πλεκόταν στις χρυσές του μπούκλες και τον έκανε να δείχνει ακόμα ωραιότερος. "Σήμερα ο οίκος σας θα δοκιμαστεί και σε χρειάζονται δίπλα τους."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ελένη θωρούσε μελαγχολικά τον Ήλιο να ανατέλλει. Τον πρώτο καιρό που είχε έρθει στην Τροία, μετρούσε τις Ανατολές που έβλεπε στην αγκαλιά του Πάρη ευτυχισμένη, πλημμυρισμένη από πάθος κι άσβεστο πόθο για εκείνον. Πλέον, είχε χάσει το μέτρημα, διότι ούτε αισθανόταν για τον Πάρη κάποιο φλογερό συναίσθημα ούτε ήταν πια ευτυχής. Όποτε έκλεινε τα μάτια της, έβλεπε το μωρό της, την Ερμιόνη, που είχε αφήσει στη Σπάρτη άκαρδα, να σπαράζει από το κλάμα, με μάτια πρησμένα και λυγμούς που εξελίσσονταν σε ανατριχιαστικά ουρλιαχτά. Η καρδιά της έτρεμε και ξεσκιζόταν, αφού δε θυμόταν το παιδί της παρά σαν μωρό, ενώ πια ήταν δεκαοχτώ χρονών. Αυτές οι μαύρες σκέψεις την κατέκλυζαν όποτε κοιμόταν κι έτσι τις νύχτες ξαγρυπούσε, με συντροφιά τα αηδόνια που γλυκολαλούσαν στο παράθυρο και το ροχαλητό του Πάρη στο στήθος της. Κάποτε η βραδινή τους συνεύρεση ήταν ο λόγος για τον οποίο ανέπνεε, το μοναδικό πράγμα για το οποίο αδημονούσε ολημερίς, ωστόσο πια εκτελούσε το καθήκον της ως υποχρέωση και το υπέμενε σαν δούλα. Το σώμα της είχε καταπονηθεί αδιανόητα· στα δεκαεφτά χρόνια γάμου με τον Πάρη είχε μείνει έγκυος έντεκα φορές και κανένα παιδί δεν μπορούσε να επιβιώσει εντός ή εκτός της κοιλιάς της πάνω από λίγους μήνες. Κι όμως, ο θρήνος της για τα έντεκα αθώα παιδιά που έχασε δε συγκρινόταν στο ελάχιστο με τον θρήνο για την Ερμιόνη της, που μεγάλωνε μακριά της και πρακτικά ορφανή από γονείς.
Ο Πάρης είχε αποκοιμηθεί πάνω της, όπως συνήθιζε αρκετές νύχτες. Ένιωθε τον ιδρώτα του να μουσκεύει το γυμνό της σώμα κι αηδίαζε, αν και κάποτε ερεθιζόταν κι εγειρόταν από την ίδια ακριβώς κίνηση. Εκείνη τη νύχτα ευχαριστούσε τους Θεούς που είχε λύσει τα μαλλιά της κι είχαν καλύψει το στήθος της, για να μην τη βρει ξανά η Αυγή ωσάν παλλακίδα. Άθελα της γέλασε ειρωνικά· ήταν βασιλοπούλα στη Σπάρτη κι έπειτα Άνασσα στο πλευρό του Μενέλαου κι όλα αυτά τα αποποιήθηκε, για να γίνει παλλακίδα στο κρεβάτι ενός χαμένου Βασιλόπουλου και μάνα νεκρών.
"Ξημέρωσε κιόλας;" Άκουσε τον Πάρη να αναρωτιέται, με την ανάσα του να αχνίζει στο στέρνο της. Εμφανώς, το γέλιο της τον είχε ξυπνήσει.
"Ναι," απάντησε εκείνη αδιάφορα.
"Γιατί είσαι ξυπνητή τόσο νωρίς;" Απόρησε ο άνδρας της.
"Με ξύπνησαν τα αηδόνια," αποκρίθηκε με την ίδια αδιαφορία.
"Είναι υπερβολικά νωρίς, για να σηκωθούμε από το κρεβάτι," συνέχισε απτόητος ο Πάρης. "Μονάχα αγουροξυπνημένοι υπηρέτες κυκλοφορούν στο παλάτι τώρα. Μπορούμε, λοιπόν, είτε να συνεχίσουμε τον ύπνο μας ή-"
"Ούτε να το σκέφτεσαι," τον απέτρεψε η Ελένη από το προφανές που ακολουθούσε. "Αισθάνομαι εξαντλημένη."
"Θα φροντίσω να ξεκουραστείς," της ψιθύρισε αποπλανητικά εκείνος, στέλνοντας κύματα ανατριχίλας στη σπονδυλική της στήλη, ανατριχίλας από σιχασιά.
"Άφησε με," είπε, αφήνοντας λίγο από τον εκνευρισμό της να φανεί, και τον έσπρωξε ευγενικά μακριά της, χαρούμενη που το βάρος του δεν την έπνιγε πια.
Ο Πάρης δεν είχε πρόθεση να παραδοθεί τόσο εύκολα. Την άρπαξε από τους καρπούς και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
"Τι σου συμβαίνει; Δε θέλεις να σε αγγίζω πια; Μήπως δε θέλεις να μείνεις ξανά έγκυος;"
"Έντεκα φορές έμεινα κι έντεκα παιδιά έχασα," ήρθε η ξερή, κυνική της απάντηση. "Νομίζεις είναι ευχάριστο για μια μάνα να χάνει τόσα τέκνα, που είναι κομμάτια του εαυτού της, σπλάχνα της;"
"Εμφανώς, όμως, δεν επιθυμείς να απαλυνθεί αυτός ο πόνος με καρπούς ευτυχίας."
"Δεν ξέρω πού βλέπεις την ευτυχία εκεί που δεν υπάρχει. Πώς μιλάς για ευτυχία όταν μπροστά στα μάτια μας, στο κάστρο μας, σκοτώνονται συνεχώς υπήκοοι, συγγενείς και φίλοι μας; Όταν για χάρη δική μου και δική σου χύνεται τόσο αίμα ως σπονδή στον Άρη; Νομίζεις πως χαίρομαι που τόσα άξια παλικάρια πηγαίνουν στον Άδη εξ ονόματος μου; Θαρρείς είμαι περήφανη που πληρώνουν αθώοι την αποκοτιά και την απιστία μου στον Μενέλαο;"
"Αυτόν γιατί έπρεπε να τον αναφέρεις;" Εκνευρίστηκε ο Πάρις στη μνεία του πρώην άνδρα της.
"Γιατί αυτόν αδίκησα! Αυτόν και το αθώο μου παιδί, που ξεροσταλιάζει στη Σπάρτη μονάχο!" Φώναξε απελπισμένα η Ελένη. "Ο Μενέλαος έφτασε ως εδώ με στρατό, για να εκδικηθεί την αρπαγή μου και τη ντροπή που του προξένησα. Σε κάθε μάχη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, έτοιμος να πεθάνει για την τιμή του και τη δική μου την ανύπαρκτη. Εσύ πού βρίσκεσαι;"
"Αρπαγή;" Εξεπλάγη ο Τρώας. "Ώστε δε με ακολούθησες με τη θέληση σου;"
"Τότε, αυτό πίστευα," παραδέχτηκε η Ελένη πικρά.
"Τι άλλαξε, λοιπόν;" Ρώτησε, ελάχιστα πριν την υστερία ο Πάρις. "Σου λείπει ο Μενέλαος; Σου λείπουν οι Βασιλικές τιμές; Σου λείπει το παιδί σου; Τι στον Άδη θέλεις τέλος πάντων; Σου δώσαμε τα πάντα κι εσύ μας το ξεπλήρωσες με έναν πόλεμο!"
"Εσύ με παρέσυρες και σε ακολούθησα!" Τον κατηγόρησε με τη σειρά της η Ελένη, συνειδητοποιώντας ότι πρώτη φορά στη ζωή της ύψωνε τη φωνή σε άνδρα. "Με αποπλάνησες! Πέρα από τον Μενέλαο δεν υπήρχε κανένας άλλος για εμένα!"
"Καταραμένος κι ο Μενέλαος κι όλοι οι άλλοι που βρίσκονται μονίμως έξω από τα τείχη και μας απειλούν! Αν δεν επέμεναν, όλα αυτά δε θα ήταν παρά μια μακρινή ανάμνηση!"
Ευθύς, ο Πάρις πετάχτηκε όρθιος από το κρεβάτι, φόρεσε έναν χιτώνα στο χρώμα του χώματος και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, αφότου της είπε αποφασισμένα·
"Σήμερα κιόλας θα φροντίσω να μη μείνει τίποτα από εκείνον παρά μια ανάμνηση."
Η Ελένη έκλεισε τα μάτια εξαντλημένη μα δεν κοιμήθηκε. Κοιτούσε το στολισμένο με σύμβολα της Θεάς Αφροδίτης ταβάνι και αναστέναζε, ελπίζοντας ο συμβίος της να μη γινόταν γρήγορα αντιληπτός, διότι την όποια δυσλειτουργία στον γάμο τους χρεωνόταν πάντοτε εκείνη από το αυστηρό βλέμμα της Βασίλισσας Εκάβης.
Λίγο αργότερα, άκουσε χτυπήματα στην πόρτα κι υπέθεσε ότι ήταν κάποια από τις θεραπαινίδες της. Άνοιξε αμέσως, αφότου ντύθηκε, και προς μεγάλη και θετική της έκπληξη αντίκρισε τη γυναίκα του πιο άξιου αδελφού του συζύγου της, την Ανδρομάχη, που κρατούσε το βρέφος γιό της. Της χαμογέλασε και την άφησε να περάσει, κλείνοντας την πόρτα πίσω της απαλά.
"Χαίρομαι που ήρθες," μίλησε πρώτη. "Είμαι μόνη μου."
"Πώς είσαι;" Τη ρώτησε μαλακά η λεχώνα. Ήταν μια από τους ελάχιστους ανθρώπους που εμπιστευόταν απόλυτα και μοιραζόταν όλες τις σκέψεις της, από τις λίγες που γνώριζαν ότι λαχταρούσε την πατρίδα της και κάθε στιγμή στην Τροία και στο κρεβάτι του Πάρη φάνταζε μαρτύριο. Ευχαριστούσε τους Θεούς που είχε την Ανδρομάχη αρωγό και έρεισμα σε αυτές τις δύσκολες ώρες.
"Λογομαχήσαμε κι έφυγε χολωμένος," απάντησε η Ελένη ψυχρά, κοιτάζοντας τον ανατέλλοντα Ήλιο. "Κατά τα άλλα, τίποτα δεν έχει αλλάξει."
Η Ανδρομάχη αναστέναξε.
"Στη θέση σου, θα κοιμόμουν, διότι, όταν έρθουν τα παιδιά δε θα μπορείς να κλείσεις μάτι." Κοίταξε το αγοράκι της τρυφερά και του χαμογέλασε, προκαλώντας του ένα γελάκι που έλιωσε τις καρδιές αμφοτέρων. "Ο Αστυάνακτας μου είναι ανήσυχος τα βράδυα κι έτσι όλη τη νύχτα τον κρατώ αγκαλιά και τον νανουρίζω, περιφερόμενη το παλάτι. Σήμερα χτύπησα την πόρτα σου, μιας κι είσαι πιο έμπειρη μάνα από εμένα. Κι οι δυο γνωρίζουμε ότι δε θα τολμούσα ποτέ να απευθυνθώ στη μητέρα."
Ήταν η σειρά της Ελένης να αναστενάξει. Η Εκάβη διατηρούσε ύποπτα βλέμματα για την Ανδρομάχη όσο και για εκείνη. Οχτώ χρόνια ήταν παντρεμένη η πριγκίπισσα της Θήβης με τον πρωτότοκό της, δεν είχε κατορθώσει να κυοφορήσει κι επόμενο ήταν όλοι να κατηγορούν εκείνη. Η Ελένη, μάλιστα, την είχε άκουσει κάποτε -μια εποχή που εκείνη ήταν λεχώνα στο ένατο παιδί της, λίγο πριν το χάσει κι αυτό, ένα πανέμορφο αγοράκι- να λέει με περισσή λύπη·
"Πανέμορφη η Ανδρομάχη και με αστείρευτη προίκα, αλλά το βασίλειο της κάηκε κι η μήτρα της φαίνεται στείρα. Άχαρο πλάσμα, αν δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, ας τη διώξει από το κρεβάτι του ο γιος μου! Δε γίνεται να μείνει ο Έκτορας μου άτεκνος για χάρη της και να βασιλέψει μετά από αυτόν το σπλάχνο του Πάρη και της καταραμένης Λάκαινας που τόσες συμφορές έχει ποτίσει τον οίκο μας!"
Ωστόσο, μετά τον ερχομό του Αστυάνακτα, η Βασίλισσα είχε γαληνεύσει ιδιαιτέρως κι είχε αρχίσει να φέρεται ευγενικά όχι μόνο στην Ανδρομάχη αλλά και σε εκείνη, που πλέον δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσει στον θρόνο της.
Η Ελένη άπλωσε τα χέρια κι η Ανδρομάχη της έδωσε το παιδί, για να την ανακουφίσει λίγο από την ταλαιπωρία της νύχτας. Κράτησε το μικροσκοπικό πλασματάκι -μόλις εννέα μηνών- στην αγκαλιά της και πλημμύρισε γαλήνη και θαλπωρή, ενώ έπιασε τον εαυτό της να γελά καθώς κι εκείνο γελούσε κι έλαμπαν τα πράσινα μάτια του, ίδια με της μητέρας του. Απέφυγε να σχολιάσει το κομμάτι της Εκάβης.
"Μετά από έντεκα αποτυχημένες προσπάθειες, είμαι αποφασισμένη ότι δε θα γίνω μάνα ξανά," είπε, διατηρώντας το χαμόγελο σαν ειρωνεία στα χείλη της. "Είναι πρόδηλο ότι οι Θεοί με τιμωρούν για την προδοσία απέναντι στον άνδρα και την κόρη μου στη Σπάρτη. Αν αυτή είναι η αλήθεια, τότε ο πόνος των απωλειών μου αξίζει."
"Μην είσαι τόσο σκληρή με τον εαυτό σου," θέλησε να την καθησυχάσει η Ανδρομάχη, ακουμπώντας απαλά το χέρι στον ώμο της. "Ποιός μπορεί να σε κρίνει, επειδή ακολούθησες την καρδιά και τον έρωτα;"
"Άραγε αυτό έπραξα;" Αναρωτήθηκε η Ελένη, που νύχτες ολόκληρες ταλανιζόταν από αυτό. "Ενίοτε πιστεύω ότι κάποιος Θεός ή Θεά διαστρέβλωσε την κρίση μου και θόλωσε το μυαλό μου, ώστε να παρασυρθώ από ένα απερίσκεπτο πάθος."
Είδε με την άκρη του ματιού της την Ανδρομάχη να ανασηκώνει τους ώμους.
"Όπως και να έχει, δε δύνασαι να αλλάξεις το παρελθόν," σχολίασε επίπεδα. "Δυστυχώς ή ευτυχώς, ό,τι έγινε, έγινε. Ας προσευχόμαστε στους Θεούς να μη μας βρουν άλλες συμφορές, να λήξουν τα βάσανα μας σύντομα και να βρούμε τη γαλήνη που τόσο απεγνωσμένα αναζητούμε εσύ κι εγώ."
"Είμαι τριάντα δύο ετών κι αμφιβάλλω αν θα μπορούσα ποτέ να μιλήσω τόσο σοφά όσο εσύ, που είσαι είκοσι πέντε," είπε με ένα χαμόγελο υπερηφάνειας η Ελένη. "Είναι μεγάλη η τύχη του Έκτορα που σε έχει στο πλευρό του όσο και του Αστυάνακτα που σε έχει για μάνα." Έκανε μια παύση και τα μάτια της σκοτείνιασαν, ενώ ένιωσε την ανάγκη να καθήσει. "Σε αντίθεση με την κόρη μου κι εμένα, βέβαια."
Η Ανδρομάχη πήρε απαλά το αγόρι της πίσω στην αγκαλιά της και φυσικά η Ελένη το παρέδωσε χωρίς ενδοιασμούς, αν κι αμέσως ένιωσε να της λείπει η ζεστή του ανάσα στο στήθος της κι η γλυκιά του οσμή.
"Θα σε αφήσω να αναπαυτείς," είπε η Ανδρομάχη τελικά. "Θα τον πάω άλλη μια βόλτα στους διαδρόμους."
"Να μην τον αφήνεις στιγμή από τα χέρια σου και να τον ταΐζεις μόνο με δικό σου γάλα," αποκρίθηκε η Ελένη. "Έτσι, σε συμβουλεύω να πράξεις, ως πιο έμπειρη μάνα, και το παιδί θα πάψει να είναι ανήσυχο τη νύχτα."
Συνειδητοποιώντας ότι είχε αποκαλέσει τον εαυτό της έμπειρη μάνα, η πρώην Βασίλισσα της Σπάρτης κάγχασε ειρωνικά κι άφησε ένα μακρόσυρτο γέλιο, ενώ λίγα δάκρυα έβρεξαν τα υπέροχα μάγουλα της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η θωριά του Πάρη στην πρώτη γραμμή των Τρώων, ανάμεσα στους γενναίους συμπατριώτες του, εντυπωσίασε τους Αχαιούς κι έφερε απαράμιλλη οργή στον Μενέλαο, που ήθελε να τον ξεσκίσει επιτόπου με τα γυμνά του χέρια. Στεκόταν αγέρωχος, μες τη λαμπρή του πανοπλία, ζωσμένος ένα τομάρι λεοπάρδαλης στους ώμους, το τόξο με τη φαρέτρα και το ξίφος, ενώ στα χέρια του κρατούσε δυο ακόντια μυτερά.
"Πού είστε Άνακτες, των Αχαιών πολέμαρχοι, τα κολοβά τα φίδια;" Φώναξε ο δευτερότοκος γιος του Πριάμου, αγνοώντας τα νοήματα του Έκτορα δίπλα του να σωπάσει. "Βγείτε από τις τρύπες τις ανήλιαγες, μαζί μου μετρηθείτε! Ποιός θαρρεί πως είναι καλύτερος μου, άραγε; Κι αν το πιστεύει, ας βγει εμπρός μου να το πει!"
Οι Αχαιοί παρέμειναν σιωπηλοί, θέλοντας να αφήσουν την απειλή και πρόκλησή του να περάσει. Ωστόσο, ένα γέλιο ξέσπασε ανάμεσα τους και πάγωσε το αίμα όλων, διότι έκρυβε μέσα του μια λοξή νόηση, μια παράνοια, μια τρέλα που εκείνη τη στιγμή είχε εξαπολυθεί, μια αδιόρατη λύσσα, μια δίψα για κάτι που δεκαοχτώ χρόνια είχε μείνει ανεκπλήρωτο.
Ο Οδυσσέας έστρεψε τη ματιά του προσεκτικά κι αντίκρισε τον Μενέλαο που σαν παράφρων γελώντας περνούσε ανάμεσα από τους Μυκηναίους του αδελφού του που μονοπωλούσαν την πρώτη γραμμή, πάνω στο περήφανο άρμα του, του οποίου τα ηνία κρατούσε ο Αντίλοχος, ο πρωτότοκος του Νέστορα. Σαν έφτασαν μπροστά από όλους, ο Μενέλαος σώπασε, ένευσε στον Αντίλοχο να φύγει και πήδησε από το άρμα στο χώμα, σηκώνοντας τόση σκόνη όση ούτε αν έπεφτε ο ίδιος ο Άρης. Κοιταζοντας τον οι Τρώες σάστισαν κι άθελα τους Φόβος τους πλημμύρισε, διότι η ματιά του μικρού Ατρείδη έσταζε αίμα, θωρώντας τον Πάρη, αποφασισμένος πια εκείνη την ημέρα να τον σκοτώσει, όπως λαχταρούσε.
Τα μάτια όλων των Τρώων και των συμμάχων τους συγκέντρωσε ο Πάρης, που βλέποντας τον αιμοδιψή, μεγαλόσωμο, πυρόξανθο άνδρα εμπρός του, έτοιμο να του χιμήξει και να τον ξεσκίσει με τα χέρια του μονάχα, ένιωσε την καρδιά του να σπαράζει στο στήθος κι όλο το θράσος να φτερουγίζει μακριά της. Έτρεξε να σωθεί -όπως πάντοτε ήξερε να κάνει- κι από την πρώτη γραμμή έφτασε στην τελευταία, διαπερνώντας ωσάν τον φτεροπόδαρο Ερμή τις ορδές των συμμάχων. Για κακή του τύχη, στην ύστατη γραμμή τον περίμενε εκνευρισμένος ο Έκτορας.
"Απατεώνα, γυναικομανή, καλύτερα να μην είχες γεννηθεί ή άγαμος να είχες μείνει, παρά να καταντούσες σαν τώρα, να γίνεσαι εξουθένωμα και μίσος των ανθρώπων. Πόσο θα τρανταζόνται από τα γέλια οι Αχαιοί, που αντρειωμένο σε νόμιζαν από τη λαμπρή θωριά σου. Όμως θάρρος εσύ και δύναμη στα σπλάχνα σου δεν έχεις! Άνανδρος τέτοιος είσαι, που τόλμησες να πατήσεις ξένη γη και να κλέψεις γυναίκα ήρωα Βασιλιά, του πατρός σου συμφορά και της πατρίδας όλης, χαρά μεγάλη των εχθρών, δική σου καταισχύνη;" Ο Πάρης έσκυψε το κεφάλι, πράγμα που δεν πτόησε τον αδελφό του από το να συνεχίσει την επίπληξή του. "Γιατί δε στέκεσαι μπροστά στον ανδρείο Μενέλαο, για να συνειδητοποιήσεις τίνος άνδρα τη γυναίκα αγκαλιάζεις; Ψευτοπαλικαρά, η ομορφιά κι οι χάρες που σου έδωσε η Αφροδίτη θα χαθούν, μόλις κυλιστείς στο χώμα! Θεοί, αν είχαν μυαλό οι Τρώες, έπρεπε να σε είχαν γδάρει ζωντανό από την πρώτη στιγμή που έφερες εδώ την Ελένη, προσβάλλοντας μια χώρα που γεννά ήρωες!"
"Έκτορα, δίκαιες οι μομφές σου εναντίον μου, δίκαιος κι ο θυμός σου," απάντησε ο Αλέξανδρος, μην τολμώντας να τον κοιτάξει στα μάτια. "Αμείλικτη η καρδιά σου, ομοίως ατρόμητος ο νους σου, αλλά σε ξορκίζω μην ονειδίζεις τα δώρα της Θεάς σε εμένα· ποιός θα αψηφήσει τα λαμπρά αυτά χαρίσματα, που στανικώς δεν παίρνονται, τα δίνει η θέληση τους. Αν επιθυμείς να πολεμήσω, επέβαλε ησυχία στους στρατούς Αχαιών και Τρώων κι άσε να μονομάχησω εγώ με τον Μενέλαο για την Ελένη κι όλους τους θησαυρούς που του πήρα. Όποιος νικήσει, ας πάρει εκείνη και τα δώρα πίσω στην πατρίδα του κι εσείς οι υπόλοιποι ομόστε, για να σωθεί κι η καρποφόρα Τροία και να γυρίσουν αυτοί στο ανδρογόνο Άργος."
Αυτή η πρόταση άρεσε στον Έκτορα, που λαχταρούσε την ειρήνη και την ηρεμία στην πόλη και στην οικογένειά του. Από την ημέρα που γεννήθηκε το πρωτότοκό του, ο Αστυάνακτας, δεν επιθυμούσε τίποτα παρά να μένει κοντά του και να παρακολουθεί κάθε στιγμή της ζωής του. Εκείνες τις ημέρες περισσότερο από οποιαδήποτε αλλη φορά επιθυμούσε να τελειώσει ο πόλεμος, για να κρεμάσει στους τοίχους του παλατιού τα όπλα του σαν τρόπαια και να κρατά ξανά το σκήπτρο που είχε σκουριάσει στο ράφι του, ως διάδοχος του θρόνου κι οικογενειάρχης, όχι πολέμαρχος ή στρατηγός.
Όρμησε ανάμεσα στις πρώτες γραμμές της μάχης που είχε ήδη ξεσπάσει, έσπρωξε τους Τρώες του με το ακόντιο του πίσω, ενώ οι Αχαιοί σταμάτησαν, βλέποντας τον να μην τους κοιτάζει θυμωμένα κι εχθρικά. Τους πλησίασε ευγενώς, αγνοώντας τα τόξα, ξίφη, ακόντια ως και τις πέτρες που είχαν στραφεί εναντίον του.
"Σταθείτε, Αχαιοί!" Διέταξε ο Αγαμέμνονας, βλέποντας την ήρεμη μορφή του μεγαλύτερου τους εχθρού. "Εμφανώς κάτι έχει να μας πει ο λοφοσείστης Έκτωρ."
Αμέσως, ησύχασαν οι Έλληνες και με τα όπλα στα θηκάρια τους, στάθηκαν να ακούσουν τον λαμπρότερο βασιλικό γιο της Τροίας.
"Ακούστε Αχαιοί κι εσείς Τρώες, ο αδερφός μου ο Αλέξανδρος -η αρχή του ζοφερού αυτού πολέμου- προτείνει το εξής· όλοι εμείς να αποθέσουμε τα όπλα στη γη τη μάνα όλων εκτός από εκείνον και τον ευγενή Μενέλαο, που θα μονομαχήσουν για την Ελένη και τους θησαυρούς που εκλάπησαν μαζί της. Όποιος επικρατήσει, κερδίζει όλα αυτά κι εμείς θα σφίξουμε τα χέρια με στέφανους ειρήνης."
Κανένας δεν τολμούσε να απαντήσει σε αυτή την πρόταση του Έκτορα, ώσπου ο Μενέλαος -που ως τότε παρέμενε ψυχρός- πήρε αυτόβουλα τον λόγο.
"Ακούστε κι εμένα τώρα, που με δυναστεύει ο πόνος. Κι εγώ ακόμα το βλέπω πως έφτασε ο καιρός να χωρίστουμε, αφού τόσα υπομείναμε για χάρη μού, από την έχθρα που άναψε η πράξη αυτή του Πάρη. Οποίος σήμερα από τους δυο μας έχει οριστεί από τις Μοίρες να πεθάνει, ας πεθάνει, μα οι υπόλοιποι με αγάπη ας χωριστείτε. Φέρτε ένα αρνί, Τρώες, κι άλλο ένα εμείς, για να θυσιάσουμε στον Δία και να σφραγίσουμε τη συμφωνία. Ας είναι τελεστής ο ίδιος ο Πρίαμος, ο ευνοούμενος του Δία, ο εστεμμένος από τον γιο του."
Οι Τρώες συμφώνησαν με χαρά, όπως κι οι Έλληνες, μια που φαινόταν πως ο πόλεμος θα τελείωνε επιτέλους κι αισίως, ώστε όλοι κατέβηκαν από τος άμαξες και τα άλογα, ενώ ο Έκτωρ έστειλε δυο κήρυκες στο πόλη να φέρουν το αρνί για τη θυσία και να καλέσουν τον σεβαστό πατέρα του· ο δε Αγαμέμνων εξέπεμψε τον κήρυκά του Ταλθύβιο για το αρνί το δικό τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Ίρις!" Βροντοφώναξε η Αθηνά τη γοργόφτερη Θεά, η οποία φάνηκε μπροστά της σε ελάχιστο χρόνο.
"Στις διαταγές σου, Αθηνά, κρατερόκαρδε!"
"Πήγαινε στην Ελένη, μέσα στο παλάτι της Τροίας, και οδήγησε τη στο τείχος, εκεί όπου σύντομα θα βρίσκεται κι ο πεθερός της," είπε η Αθηνά, με τα μάτια της να πετούν σπίθες από τις σκέψεις που περιφέρονταν στο μυαλό. "Επιθυμώ να παρακολουθήσει σήμερα τη μονομαχία των δυο ανδρών της."
"Έτσι θα γίνει," αποκρίθηκε με μια υπόκλιση η Ίρις και πέταξε μακριά, για να τηρήσει την υπόσχεσή της.
Βρήκε την Ελενη στην κάμαρη, όπως συνήθιζε, να υφαίνει στον αγαπημένο της αργαλειό, το μόνο μέρος όπου ξεχνούσε τις έγνοιες και τις τύψεις της για λίγο. Πήρε τη μορφή της βασιλοπούλας Λαοδίκης, της πρωτότοκης και ωραιότερης κόρης του Πριάμου και της Εκάβης, συζύγου του γιου του σεβάσμιου Αντήνορα, του Ελικάωνα. Το υφαντό της είχε βάση μια πορφυρή, πανέμορφη κλωστή και μαζί της η κόρη του Δία ύφαινε σκηνές από τις μάχες που ελάμβαναν χώρα μπροστά στα τείχη, ενώ περιστασιακά δάκρυα κυλούσαν ασυγκράτητα πάνω στο έργο. Η Ίρις την πλησίασε και της έπιασε το χέρι με ευγένεια και προτροπή ταυτόχρονα.
"Έλα, γλυκιά μου, πράγματα να δεις και να θαυμάσεις των φίλων κι εχθρών μας -που σήμερα ετοιμάστηκαν για μάχη πολύνεκρη- πώς ησυχάζουν τώρα. Σταμάτησαν και κάθισαν στις ασπίδες με τα ακόντια σιμά, ενώ ο Πάρης κι ο Μενέλαος για σένα θα μονομαχήσουν. Ο νικητής ομόκλινη θα σε έχει και γυναίκα αδιάλλακτη."
Η Ελένη άκουσε τη Λαοδίκη κι άθελα της βούρκωσε. Η λαχτάρα της για τον πρώτο της άνδρα και το σπίτι της φούντωσε αυτοστιγμεί και θέριεψε. Ήταν πια σίγουρη ότι δε θα επέστρεφε ποτέ κι αυτό το νέο της αναγέννησε κάθε νεκρή και βαθιά θαμμένη ελπίδα. Δεν περίμενε ποτέ να ακούσει τέτοια νέα χαρμόσυνα, συγκρατώντας μετά βίας την ευτυχία της μπροστά στην κοπέλα, που ήταν Τρωαδίτισσα κι αδελφή του Πάρη. Ο Μενέλαος της, ο αγαπημένος της, που τον είχε εξαπατήσει και παρατήσει για έναν τιποτένιο, ο Άρχοντας της, ένιωθε κάτι ακόμα για εκείνη, δεν τη μισούσε ολότελα, ώστε ήταν πρόθυμος να μονομαχήσει για εκείνη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας τη χαρά να καταλαγιάσει και σκέφτηκε σφαιρικά κι αντικειμενικά. Κι αν ο Μενέλαος μονομαχούσε για να πάρει πίσω τους θησαυρούς που του είχαν κλέψει εκείνη τη μοιραία νύχτα, χωρίς να ενδιαφέρεται για εκείνη; Η καρδιά της βούλιαξε ξανά, συγκρατώντας τις ελπίδες της για άλλη μια φορά.
Άφησε τα δάκρυα της να κυλήσουν καυτά ελεύθερα, ευχαρίστησε τη Λαοδίκη για την αναγγελία των νέων κι έφυγε αμέσως από την κάμαρη, πετώντας ένα λευκό πέπλο στα μαλλιά της.
"Αίθρα! Κλυμένη!" Φώναξε κι αμέσως οι δυο πίστες της θεραπαινίδες, οι γερόντισσες μάνες των δυο ανδρών που της έκαναν το μέγιστο κακό -του Θησέα και του Πειρίθου- την ακολούθησαν πίστα ως τις Σκαιές Πύλες. Στον Πύργο πάνω εκεί, είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι γέροντες της Τροίας, ο άρχοντες και οι σοφοί, που δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, αλλά ήταν δημηγόροι εξαίρετοι. Πρώτος ανάμεσα τους ο Πρίαμος κι έπειτα ο Αντήνωρ κι ο Ουκαλέγων οι σοφοί, ο Πάνθοος, ο Λάμπος, ο Θυμοίτης, ο Κλύτιος κι ο γιος του Άρη ο Ικετάων. Μόλις αντίκρισαν την Ελένη να τους πλησιάζει, αυθόρμητα σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους.
"Άδικο δεν έχουν οι Αχαιοί μα ούτε κι οι Τρώες, που τόσα χρόνια για χάρη αυτής υποφέρουν. Πράγματι, μοιάζει σαν θεϊκή η τρομερή θωριά της. Ωστόσο, κι ας είναι ασύγκριτη, καλύτερα να φύγει, για να μη μείνει συμφορά σε εμάς και τα παιδιά μας."
Ο Πρίαμος τους αγνόησε και έτεινε το χέρι του προς τη γυναίκα, καλώντας την κοντά του.
"Έλα παιδί μου, κάθισε δίπλα μου, να δεις τον πρώτο άνδρα σου και τους ομοαίματούς σου. Δε φταις εσύ, κόρη μου, οι Θεοί μου φταίνε, που μου έριξαν τόσο πολύχρονο κακό με των Αχαιών τον πόλεμο." Τότε, έδειξε με τα μάτια του έναν άνδρα χρυσοστόλιστο. "Αυτός εκεί ποιός είναι; Θεόρατος πράγματι κι ολόλαμπρος, κι ας στο ύψος τον υπερβαίνουν άλλοι. Άνδρα σαν αυτόν ωραίο και σεβαστό δεν είδα ποτέ μου. Φαίνεται πραγματικός Άναξ."
"Σε σέβομαι και σε υπολήπτομαι όσο κανέναν, ευγενικέ μου πεθερέ," απάντησε η θεία Ελένη. "Καλύτερα να είχα σκοτωθεί παρά να κλεβόμουν με τον γιο σου τότε και να άφηνα τον άνδρα, την κόρη κι όλη μου την οικογένεια και τους φίλους. Έζησα. Για να φθείρεται στα δάκρυα η ζωή μου. Τέλος πάντων, ας σου απαντήσω σε αυτό που με ρώτησες· αυτός ο άνδρας είναι ο κραταιός γιος του Ατρέα ο Αγαμέμνων, Άναξ καλός κι ανδρείος πολέμαρχος συνάμα. Ανδράδελφο τον είχα κάποτε, εγώ η σκύλα!"
"Ευτυχισμένε Ατρείδη, αγαπημένε των Θεών, καλόμοιρε, πράγματι εσύ πρέπει να διαφεντεύεις τους Δαναούς," είπε βλοσυρά ο Πρίαμος, με το δέος και τον θαυμασμό να κυριαρχούν στη φωνή του. Τότε, η φωνή του έπεσε σε έναν άλλον Στρατηγό. "Αυτός ποιός είναι, άραγε; Στο ύψος οριακά φτάνει τους Ατρείδες μα διαθέτει τα πιο πλατιά στήθη και ώμους. Άφησε τα όπλα του, όμως περιφέρεται ασταμάτητα ανάμεσα στους στρατιώτες, σαν δασύμαλλο κριάρι που διαβαίνει στο κοπάδι λευκών προβάτων."
Η Ελένη ευθύς αναγνώρισε τον άνδρα στον οποιο αναφερόταν ο πεθερός της κι αμέσως κάτι ράγισε μέσα της. Η τελευταία φορά που τον είχε αντικρίσει ήταν πριν πολλά χρόνια, στο πατρικό της, ως ένα αμούστακο, δεκαπεντάχρονο αγόρι, με ένα διάδημα που γλιστρούσε στους απαλούς του κροτάφους. Εκείνη τη στιγμή, θωρούσε έναν άνδρα στο άνθος της νιότης του, με μάτια που έλαμπαν από πείρα κι οξύνοια, κρυμμένα πίσω από πυκνά, εβένινα φρύδια, σε ένα σώμα που θύμιζε Ολύμπιο Θεό, δασύτριχο, ευθυτενές, ευειδές· ένας άνδρας ξεχωριστός, πανώριος όσο κι επικίνδυνος.
"Αυτός είναι ο πολυμήχανος γιος του Λαέρτη, ο Οδυσσέας, που ανέθρεψε το χώμα της Ιθάκης στο Ιόνιο Πέλαγος," απάντησε, σαν συνήλθε από την ξαφνική ζάλη που της προξένησε η θωριά του. "Γνωρίζει άπειρα σοφίσματα και δόλους άλλους τόσους."
"Αληθινά μίλησες, Δέσποινα," σχολίασε ευχαριστημένος ο γέρων Αντήνορας. "Όταν πρωτοήρθαν εδώ οι Αχαιοί και φιλοξένησα στο σπίτι μου τον Οδυσσέα, τον Μενέλαο και τον Παλαμήδη, κατάλαβα ποσο συνετοί ήταν. Ωστόσο, μόλις αγόρευσαν στη συζήτηση με τον Βασιλιά μας, φάνηκε ολοκάθαρη η υπέροχη του Οδυσσέα στον λόγο και στο πνεύμα, τόσο που δε νομίζω ότι του παραβγαίνει βροτός κανείς."
"Αυτός πάλι ο εξαίρετος, που στο ανάστημα δεν τον περνά κανείς, ποιός είναι;" Αναρωτήθηκε εκ νέου ο Πρίαμος.
"Ο Αίας είναι, ο Τελαμώνιος, ο ετεροθαλής γιος της αδελφής σου, ο γίγαντας, ο στυλοβάτης των Αχαιών. Δίπλα του στέκεται ανάμεσα στους Κρήτες του ωσάν θεός ο Ιδομενέας, που συχνά φιλοξενούσε ο άνδρας μου στο παλάτι της Σπάρτης," αποκρίθηκε ευθύς η Ελένη κι αναστέναξε βαριά, ευτυχής που το πέπλο της έκρυβε τα δάκρυα. "Όλους τους Αχαιούς που βλέπω τους γνωρίζω ονομαστικά, αλάθευτα· μονάχα δυο δεν κατορθώνω να δω· τα αδέλφια μου τα δίδυμα, τους Διόσκουρους της Σπάρτης, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Μήπως έμειναν στη Λακεδαίμονα την ποθητή ή μήπως έφτασαν κι αυτοί εδώ, μα δε θέλησαν να φανούν σήμερα, για να μη λάβουν όνειδος και ντροπή από τη δική μου;"
Ο Πρίαμος θα ήθελε να τη ρωτήσει κι άλλα για το σπίτι της, αλλά δεν πρόφτασε, διότι κατέφθασε ο κήρυκας του Έκτορα ονόματι Ιδαίος.
"Βασιλιά μου τιμημένε, έλα μαζί μου. Σε καλεί ο γιος σου ο Έκτωρ να τελέσεις τη θυσία για την επικύρωση της συμφωνίας αίματος του Μενέλαου και του Πάρη."
Πάγωσε ο Πρίαμος ακούγοντας πως ο γιος του ο αγαπημένος θα μονομαχούσε με έναν από τους δυνατότερους Αχαιούς.
"Σελώστε τα άλογα μας!" Διέταξε, χωρίς να κρύβει την αγωνία του. "Άρχοντες, ελάτε μαζί μου κι εσύ, κόρη μου, μείνε και προσευχήσου για την ψυχή και τη σωτηρία του άνδρα σου."
Οι γέροντες τον ακολούθησαν μηχανικά, τρέχοντας προς τους στάβλους, κι η Ελένη τους θωρούσε νωχελικά, με ένα χαμόγελο ειρωνείας.
"Αυτό ακριβώς θα κάνω, καλέ μου πεθερέ," μονολόγησε, νιώθοντας τον αέρα να της κυματίζει το ολόλευκο πέπλο. "Μόνο που δε θα προσευχηθώ για τον άνδρα που νομίζεις."
Τον Πρίαμο και τους υπόλοιπους άρχοντες υποδέχτηκαν ο Αγαμέμνων κι ο Οδυσσέας, κρατώντας τα δυο τελετουργικά αρνιά για τη θυσία. Μέσα στους κρατήρες έριξαν κρασί μπόλικο και οι Βασιλείς έπλυναν τα χέρια τους με γάργαρο νερό. Ο Αγαμέμνων πήρε το μαχαίρι του κι έκοψε τις τρίχες από τα κεφάλια των σφαχτών κι αφού τις μοίρασαν οι κήρυκες στους Αχαιούς και στους Τρώες εξίσου, έλαβε ο γιος του Ατρέα τον λόγο και δεήθηκε.
"Δία, πατέρα δοξαστέ, τρισμέγιστε, που δεσπόζεις στην κορυφή της Ίδας κι εσύ Ήλιε, που τα πάντα ακούς και βλέπεις, κι εσείς Ποταμοί και Γη κι εσείς Θεοί, που την ψυχή κάθε επίορκου στον Άδη τιμωρείτε, γίνετε τώρα μάρτυρες και φυλακές των όρκων. Αν ο Πάρης σκοτώσει τον Μενέλαο, ας έχει την Ελένη κι εμείς στα σπίτια μας θα γυρίσουμε ευθύς. Αν, όμως, ο Μενέλαος σκοτώσει τον Πάρη, η Ελένη θα γυρίσει σε εκείνον κι οι Τρώες θα μας αποδόσουν πρόστιμο. Αν τούτο δεν το πράξουν, θα μείνω εδώ να το διεκδικώ ως ώτου μου το δώσουν."
Στην τελευταία λέξη του, έσυρε το μαχαίρι κι έκοψε αλύπητα των αρνιών τους λάρυγγες, που σωριάστηκαν αιμόφυρτα στο χώμα, άψυχα, άπνοα.
Οι παρόντες όλοι γέμισαν τα κύπελα κρασί από τους κρατήρες, προφέροντας δυνατά τις ευχές.
"Δία Ύψιστε κι όλοι οι αθάνατοι Θεοί, αυτών των δόλιων που πρώτοι επιορκήσουν, να ρεύσει ο μυελός ως το κρασί που χύνω, όπως και στα παιδιά τους κι αγκαλιές άλλων να χαρούν τα έρημα θηλυκά τους!"
Ο Δίας, στεκούμενος μόνος στην κορυφή της Ίδας, άκουσε την ευχή, μα δεν τη δέχτηκε και κρατώντας το πηγούνι του σκεπτικός, παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα.
Μετά το πέρας της τελετουργίας, τον λόγο πήρε ο Πρίαμος, ο γιος του Λαομέδοντα.
"Ακούστε με Αχαιοί κι εσείς Τρώες, θα γυρίσω στο Ίλιο το πυργωμένο, διότι η καρδιά μου δε βαστά να παρακολουθήσει τον φονικό αγώνα του γιου μου και του άξιου Μενέλαου. Μονάχα οι Θεοί κι ιδιαίτερα ο Δίας γνωρίζουν ποιός από τους δυο τους σήμερα τον Θάνατο θα αντικρίσει."
Και τότε, ανέβηκε ξανά στο άρμα του, με τον Αντήνορα ηνίοχο και διέταξε την ακολουθία του να γυρίσει πίσω. Καθώς εκείνοι ίππευαν μακριά από το πλήθος, ο Οδυσσέας κι ο Έκτορας ανέλαβαν να στήσουν τη σκηνή της μονομαχίας. Μέτρησαν ίση απόσταση από το ορισμένο σημείο κι έριξαν λαχνούς σε ένα κράνος, για να αποφασιστεί ποιός θα ρίξει πρώτος το ακόντιο. Κι όσο εκείνοι ανακάτευαν τους λαχνούς στο κράνος προσεκτικά, Αχαιοί και Τρώες σιγοπροσεύχονταν.
"Δία Παντοκράτωρ και παντεπόπτη, ας χαθεί σήμερα αυτός που πρωτάναψε τη φλόγα του πολέμου ανάμεσα μας. Όσο για εμάς, ας βασιλέψει μόνο η ειρήνη."
Κοιτώντας στην αντίθετη κατεύθυνση, ο Έκτορας έβγαλε έναν λαχνό από το κράνος, που έγραφε το όνομα του Πάρη. Τότε, δώθηκε το σήμα της έναρξης του αγώνα κι όλοι κάθησαν στη γη, στα όπλα τους σιμά.
Ο Πάρης κι ο Μενέλαος ζώστηκαν τις λαμπρές τους πανοπλίες· περικνημίδες γυαλιστερές έδεσαν στις γάμπες, στερέωσαν τους θώρακες με περόνες αργυρές -ο δε Πάρης φόρεσε τον θώρακα του αδελφού του Λυκάονα- κρέμασαν στη θήκη το κοφτερό σπαθί και στους ώμους τη βαριά ασπίδα. Τέλος, φόρεσαν τα κράνη τους και πήραν τα τρανά ακόντια.
Με το μίσος αμοιβαία να ξεχειλίζει, έριξε ο Πάρης το ακόντιο του, για να πετύχει την ωραία ασπίδα του Ατρείδη. Η αιχμή του δεν την τρύπησε και λύγισε. Την ώρα που επιτίθονταν με τη σειρά του ο Μενέλαος προσευχήθηκε σιωπηλά.
"Είθε πατέρα Δία, να νικηθεί σήμερα ο Πάρης από τη λόγχη μου και να σταθεί παράδειγμα κανείς ποτέ να μην αδικήσει όποιον τον φιλοξενεί, όπως εσύ προστάζεις."
Το ακόντιο του Ατρείδη έπεσε στο κέντρο της ασπίδας του Πάρη, τη διαπέρασε και έσκισε τον θώρακά του. Χωρίς να χάσει χρόνο, έτρεξε καταπάνω του, κραδαίνοντας το ασημόκόπο σπαθί και χτύπησε το κράνος του, με αποτέλεσμα το όπλο να θρυμματιστεί σαν γυάλινο λαίνι.
"Δία ανυπέρβλητε, ποιός Θεός ολέθριος είναι όπως εσύ;" Εγόγγυσε ο Μενέλαος με πόνο αληθινό. "Νόμιζα πως θα ξεπλήρωνα το κακό που μου έκανε ο Πάρης και να που η λάμα μου κομματιάστηκε, αχρηστεύτηκε πριν καν τον θανατώσω!"
Ο Δίας γέλασε με την ψυχή του για το πάθημα του Ατρείδη από την κορυφή της Ίδας, ωστόσο η ωμή οργή και δίψα για αίμα που διάβασε στα μάτια του, τον προβλημάτισε.
Ο Μενέλαος όρμησε στον Πάρη σαν θεριό ανήμερο και λυσσασμένο, τον άρπαξε από δασύ του κράνος -που προολίγου τον είχε αφήσει άοπλο- και με πρωτόγνωρη ρώμη Θεού, βάλθηκε να τον τραβά και να τον σέρνει στα χώματα γύρω από τους Αχαιούς του φίλους. Το λουρί της περικεφαλαίας έτριβε και έπνιγε τον τρυφερό του λαιμό και σίγουρα θα έπαιρνε τη ζωή του, αν δεν ορμούσε η Αφροδίτη σαν αστραπή από τον Όλυμπο, για να το κόψει και να τον ελευθερώσει. Ο αφρισμένος Μενέλαος έμεινε να σέρνει το κράνος ορφανό, το πέταξε στους Δαναούς αδιάφορα κι όρμησε ξανά στον ημιλιπόθυμο Πάρη, κραδαίνοντας το ακόντιο του, για να τον αποτελειώσει. Τότε, η Αφροδίτη έδρασε ταχύτατα, σήκωσε τον Πάρη μέτωπο στον αέρα, τον τύλιξε με καταχνιά ολόμαυρη, και τον έστειλε πίσω στην κάμαρή του πίσω από τα απόρθητα τείχη της Τροίας, φροντίζοντας να θεραπευτεί αμέσως το τραύμα στον λαιμό του. Έπειτα, έτρεξε να βρει την Ελένη, που περιτριγυρίζονταν από πολλές άλλες Τρωαδίτισσες στις Σκαιές Πύλες πια. Με τη μορφή της γερόντισσας γνέστρας της, πλησίασε την κόρη του Δία.
"Κυρά μου, έλα, ο Πάρης σου σε περιμένει στην κάμαρη, στολισμένος κι ολόλαμπρος, πανώριος, πάνω στην κλίνη. Θα 'λεγε κανείς πως δε γυρνά από πόλεμο, μα από χορό και γιορτή μεγάλη."
Η Ελένη δεν πίστευε στα αυτιά της· πώς είχε βρεθεί ασφαλής στο κρεβάτι του ο Πάρης, όταν πριν μια στιγμή ετοιμαζόταν να δεχτεί το ακόντιο του λατρευτού Μενέλαου; Παρατήρησε τη γερόντισσα μπροστά της κι όταν έφτασε στα μάτια, παραξενεύτηκε. Ήταν γεμάτα θέρμη, ζωηράδα, ενθουσιασμό και ερωτική διάθεση. Δεν μπορούσε να ήταν αυτή η γυναίκα που φαινόταν· όχι, αυτή τη λάγνη αθωότητα μόνο μια φορά την είχε αντικρίσει· στο σπίτι της το πατρικό, πριν δεκαεφτά χρόνια.
"Αφροδίτη, παμπόνηρη," την αναγνώρισε, τρέμοντας από φόβο, που η Θεά υπεύθυνη για όλες τις συμφορές της ήταν ξανά εμπρός της. "Γιατί προσπαθείς να με πλανέψεις με τέτοια; Πόσο μακριά πια από το σπίτι μου θα με πας; Στης Μαιονίας τους τερπνούς αέρες ή στης Φρυγίας, όπου τέλος πάντων έχεις κάποιον θνητό ευνοούμενο; Τώρα ο Μενέλαος νίκησε τον Πάρη και φυσικά δε θέλει πια γυναίκα του να με έχει. Πήγαινε εσύ κοντά στον αγαπημένο σου, μακριά από τους αθάνατους, μην ξαναπατήσεις στον Όλυμπο ποτέ, μα μείνε να λιώνεσαι με αυτόν, να τον προσέχεις, ώσπου να θελήσει να σε κάνει σύντροφο ή δούλα!" Πήρε μια βαθιά ανάσα προτού συνεχίσει, για να συγκρατήσει τους λυγμούς που ανέβαιναν μαζί με τα πύρινα λόγια. "Θα ήταν ντροπή μου μέγιστη να πάω εκεί που θέλεις, να είμαι εκείνου ομόκλινη. Όλες οι Τρωαδίτισσες κρυφά θα με ονειδίζουν κι ήδη είναι αρκετά όλα αυτά που υποφέρω."
"Μη με θυμώνεις, αξιοθρήνητη, με αυτά και με αναγκάσεις, αφού πολύ σε αγάπησα, πολύ να σε μισήσω," την προειδοποίησε, φανερά οργισμένη η Αφροδίτη. "Θα σπείρω έχθρες νέες ανάμεσα στους Αχαιούς και τους Τρώες, νέες συμφορές θα σε βρουν και θάνατο χείριστο θα έχεις!"
Η Ελένη τρόμαξε ακούγοντας τη θεϊκή απειλή και με σκυμμένο το κεφάλι, τύλιξε το λευκό της πέπλο κι επέστρεψε σιγά, νωχελικά και πένθιμα στην κάμαρη, όπου την ανέμενε ο Πάρης. Κάθησε σε ένα σκαμνί και τον κοιτούσε με περιφρόνηση και αποστροφή.
"Γύρισες από τον πόλεμο αλώβητος, ενώ στον Άδη έπρεπε να κατέβαινες, σφαγμένος από τον ήρωα που πρώτος μου ήταν άνδρας, ενώ καυχιόσουν ότι ήσουν ανώτερος του στην πάλη και στο ακόντιο. Εμπρός, λοιπόν, προκάλεσε ξανά τον θαρραλέο Μενέλαο, αν τολμάς. Ωστόσο, σου συνιστώ να μην τον προκαλέσεις ξανά, διότι θα πέσεις γρήγορα νεκρός στη λόγχη του από κάτω."
"Γυναίκα, μη με ονειδίζεις τόσο πικρά," την επέπληξε με θράσος ο Πάρης. "Αν σήμερα με νίκησε ο Μενέλαος με αρωγό την Αθηνά, θα τον νικήσω εγώ άλλη μέρα! Δε λείπουν δα οι ισχυροί Θεοί από το πλευρό μας! Έλα τώρα, να ξαπλώσουμε μαζί και να γίνεις δική μου. Ποτέ μου δε σε πόθησα τόσο, ούτε καν όταν σε κοιτούσα στο πλευρό εκείνου στο παλάτι της Σπάρτης."
Προτού προλάβει να απαντήσει η Ελένη, ο Πάρης την τράβηξε κοντά του και την πέταξε στο κρεβάτι τους. Άρπαξε τους ώμους του σφιχτά.
"Άφησε με! Δεν είσαι άνδρας μου, όχι όταν χάθηκες από τη μάχη σαν τον ύστατο δειλό! Ο Μενέλαος πολεμούσε με Θεά στο πλευρό του ή εσύ, που βρέθηκες από το πεδίο της μάχης εδώ μέσα αυτοστιγμεί; Πριν λίγο, η Αφροδίτη με εκβίασε για να έρθω να σε βρω, οπότε μην προσπαθείς να αμαυρώσεις την ανδρεία του άνδρα μου με ψέματα!"
"Ώστε αυτός είναι ο άνδρας σου;" Ένιωσε ο Πάρης τους χτύπους της καρδιάς του στα μηνίγγια του απο τον θυμό.
Η Ελένη βύθισε τα νύχια της στο δέρμα του και ο πόνος τον απέσπασε τόσο, ώστε κατάφερε να ξεφύγει και να απομακρυνθεί απο το κρεβάτι, προς την πόρτα.
"Πάντα ήταν!" Απάντησε γενναία, ανακουφισμένη που το παραδεχόταν ανοιχτά. "Πάντα αυτόν αγαπούσα και θα τον αγαπώ για πάντα! Εκείνος είναι ο πατέρας του παιδιού μου, κάτι που εσύ μέσα σε δεκαεφτά χρόνια δεν κατάφερες!"
Ο Πάρης με πρωτοφανή ορμή και λύσσα, την πρόλαβε προτού ανοίξει την πόρτα, την έσυρε ξανά στο κρεβάτι και με μια κίνηση, κατέσκισε τον χιτώνα της.
"Πώς τολμάς, πόρνη;" Ούρλιαξε σχεδόν, καθώς ξεφορτώνονταν την πανοπλία και τον δικό του χιτώνα. Μόλις έβγαλε τον θώρακα, τη χτύπησε στο κεφάλι, για να τη ζαλίσει. "Εδώ δεν είναι Σπάρτη, εδώ είναι Τροία και στην Τροία δεν είσαι παρά μια ξένη παλλακίδα, τίποτα περισσότερο από μια σκλάβα!" Τη χαστούκισε με την ανάποδη της παλάμης του και μια κραυγή πόνου βγήκε απο τα χείλη της. "Μη σε ξανακούσω να με προσβάλλεις, γιατι θα σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος! Είσαι δική μου και μόνο δική μου! Η Αφροδίτη σε έδωσε σε εμένα και κανείς δεν μπορεί να σε πάρει!"
Η Ελένη δεν ξαναμίλησε, ούτε επέτρεψε στον εαυτό της να δείξει πόνο. Άφησε τον Πάρη να σβήσει όποιο πόθο κι εκδικητικότητα κατείχε για εκείνη με τα μάτια στιλωμένα παγερά στο λευκό της πέπλο, που κείτονταν στο δάπεδο πια. Το είχε ράψει η αγαπημένη της μητέρα και το φορούσε την ημέρα που γνώρισε τον Μενέλαο. Έκλεισε για λίγο τα μάτια· σκέφτηκε τα κοντυλένια φρύδια και το δασύτριχο στήθος του Άνακτος Οδυσσέα, του άνδρα της πρωτοξαδέλφης της, και χαμογέλασε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Πάρη! Πάρη, καταραμένε! Φανερώσου, άνανδρο σκυλί! Δειλό βδέλυγμα, πού είσαι;" Ο Μενέλαος αναζητούσε τον Πάρη με τα μάτια ανάμεσα στα στρατεύματα των Τρώων, μα δεν τον έβρισκε πουθενά. Όλοι έμοιαζαν τόσο έκπληκτοι όσο κι εκείνος· είχε εξαφανιστεί απο τη μια στιγμή στην άλλη, μέσα απο αυτη την αλλόκοτη μαύρη ομίχλη που τον είχε για λίγο κυκλώσει. Γρύλιζε, άφριζε, μούγκριζε, μα ο Πάρης παρέμενε άφαντος. Κανένας δεν τον έκρυβε, ποτέ καν οι συμπολίτες του, μια που πλέον όλοι τον μισούσαν θανάσιμα.
Αφού πέρασε ώρα κάμποση και τίποτα δεν άλλαζε, ο Αγαμέμνων βγήκε μπροστά και ύψωσε τα χέρια, ως ρήτωρ.
"Εσείς Τρώες κι εσείς Δάρδανοι κι όλοι οι σύμμαχοι σας, ακούστε με. Είναι φανερό ότι νικητής αδιαφιλονίκητος θεωρείται ο αδελφός μου. Παραδώσετε μας την Ελένη, τους κλεμμένους θησαυρούς και το συμφωνημένο πρόστιμο, για να λήξει ο πόλεμος, τηρώντας τους θείους όρκους!"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
6714 λεξούλες. Μικρό κεφάλαιο, διότι ήταν μικρή κι η Ραψωδία Γ.
Εννοείται ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει, φυσικά και τα καλύτερα έρχονται! Στο επόμενο κεφάλαιο, σας έχω ΜΑΧΗ! Μάχη πολλή, μάχη καλή, μάχη χοντροκομμένη και Αχιλλέα και Πάτροκλο και μπόλικη Κασσάνδρα!!!
Αυτό, όμως, εδώ, πώς σας φάνηκε;;; Ειλικρινά ανυπομονώ να δω τα σχόλια σας στο συγκεκριμένο κεφάλαιο!!!!
Μέχρι το επόμενο, που δε θα αργήσει, να είστε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!! Καλό μεγάλο Φλεβάρη εύχομαι!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top