ΧΧ Οι Πρώτες Επιδρομές
Μετά την επιρροή που είχε ο θάνατος του Τρωίλου, οι Αχαιοί αναθάρρησαν και ορμούσαν μαζικά στον διάδοχο Έκτορα, πιστεύοντας ότι θα καταρράκωναν ανεπανόρθωτα το ηθικό ολόκληρης της πόλης, αν σκοτώνονταν ο αξιότερος προστάτης της κι ο κληρονόμος του θρόνου. Όμως, ο Έκτορας είχε κοντά του να τον προστατεύουν τον Διόνυσο, την Αφροδίτη, την Άρτεμη και κυρίως τον Απόλλωνα, ο οποίος είχε μισήσει αφάνταστα τον Αχιλλέα κι ανυπομονούσε την ώρα που μια σαΐτα του θα πετύχαινε κάποιο τρωτό του σημείο, το οποίο ωστόσο αδυνατούσε να εντοπίσει. Έτσι, οι δολοφονικές επιθέσεις των Αχαιών πάνω στον Έκτορα απέβαιναν μοιραίες για εκείνους κι όχι για τον πρωτότοκο γιο του Πριάμου.
Ο Τρωΐλος βέβαια δε θα ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος Τρώας πρίγκιπας που θα γινόταν λεία της οργής του Αχιλλέα. Έναν μήνα μετά την κηδεία του αδικοχαμένου νέου, η Μοίρα έκανε τον ξανθό Αχαιό να συναντήσει κι άλλο πρίγκιπα της Τροίας. Ο Λυκάονας ήταν ένα άγουρο, εικοσάχρονο αγόρι, όταν συμμετείχε στην εξόρμηση στη Σπάρτη που οδήγησε στην αρπαγή της Ελένης. Πλέον είχε πατήσει τα είκοσι οχτώ κι η σαγήνη του στο ωραίο φύλο ήταν ζηλευτή, μια που τα πορφυρά του μαλλιά και τα κοφτερά του ζυγωματικά τον ξεχώριζαν από όλους τους άνδρες του Ιλίου.
Αυτό το πανέμορφο και περιζήτητο παλικάρι είχε την ατυχία να συναντηθεί με τον Αχιλλέα, που ήδη είχε αποκτήσει τη φήμη του φόβου και του τρόμου των Αχαιών. Ο νέος είχε κατέβει στους πρόποδες της Ίδης, σε μια τεράστια αγριοσυκιά, που εκείνον τον καιρό είχε ρίξει τα φύλλα της, και έκοβε βέργες, για να τις επεξεργαστεί και να φτιάξει βέλη. Την ίδια ώρα και στιγμή, ο Αχιλλέας μαζί με τον παιδικό του φίλο Πάτροκλο και μερικούς επίλεκτους Μυρμιδόνες ίππευαν στην Ίδη, για να κυνηγήσουν και να εξασφαλίσουν λίγο κρέας για όσους περισσότερους άνδρες μπορούσαν.
Ο Αχιλλέας αναγνώρισε αμέσως τον πρίγκιπα Λυκάονα, από τις περιγραφές που είχε κάνει ο Μενέλαος για τους γιους του Πριάμου που τον είχαν επισκεφθεί στη Σπάρτη. Ο Λυκάονας τον γνώριζε ήδη, τον είχε παρατηρήσει από μακριά στο πεδίο της μάχης, μια που ο Έκτορας ποτέ δεν τον άφηνε να τον πλησιάσει. Ήξερε ότι ήταν ανίκητος πολεμιστής και κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν άτρωτος από κάθε όπλο. Εκείνος στεκόταν μπροστά του άοπλος και ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, με μια φοράδα και μερικές βέργες.
Μόλις είδε την ομάδα να τον πλησιάζει, γονάτισε, σκύβοντας τα μάτια του στο χώμα.
"Μεγάλε Αχιλλέα, από ό,τι φαίνεται γνωρίζεις ήδη ότι είμαι γιος του Πριάμου. Αν είναι έτσι, σε ικετεύω για έλεος. Χάρισε μου τη ζωή κι ο πατέρας μου θα την ανταλλάξει με πλούσια λύτρα."
Ο Αχιλλέας τον κοίταξε καλά, τρίβοντας το πηγούνι του σκεπτικός και τελικά απεφάνθη.
"Δε θα σε σκοτώσω. Όμως, συχαίνομαι τη φάρα σας κι ούτε όμηρο σε θέλω. Θα σε αιχμαλωτίσω, αλλά δε θα ζητήσω λύτρα από τον πατέρα σου. Ας κρατήσει τον θησαυρό του όσο μπορεί, ώσπου να τον χάσει για πάντα."
Αμέσως μετά, στράφηκε στον Πάτροκλο.
"Δέσε τον, πάρε ένα πλοίο και πήγαινε στο σκλαβοπάζαρο της Ίμβρου. Πούλησέ τον στον πλειοδότη, στην υψηλότερη τιμή, αντάξια του βασιλικού αίματος του."
Ο Πάτροκλος ένευσε κι εκτέλεσε τη διαταγή του κατά γράμμα. Ο Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες συνέχισαν το κυνήγι τους κι έφεραν δέκα αγριογούρουνα για τον στρατό.
Ο Λυκάονας πουλήθηκε στον Βασιλιά της Λήμνου Εύνηο, που ήταν γιος του Ιάσονα και της Βασίλισσας Υψιπύλης. Ωστόσο, λίγο καιρό αργότερα, ο νέος δραπέτευσε κι επέστρεψε στην Τροία. Μόλις τον είδε στις επάλξεις ο Αχιλλέας εξαγριώθηκε κι ορκίστηκε ότι την επόμενη φορά που θα τον συναντούσε δε θα φαινόταν τόσο σπλαχνικός κι επιεικής.
Μετά το πέρας του πρώτου χρόνου πολιορκίας, οι Αχαιοί ξεκίνησαν να λιμοκτονούν. Νερό και λαχανικά είχαν άφθονα, γιατί έκλεβαν από τα χωράφια των αγροτών, όμως τους έλειπε το κρέας, το λάδι, το κρασί και τα δημητριακά. Έπρεπε να ξεκινήσουν πλέον τις επιδρομές στα τριγύρω Βασίλεια. Όπως είχαν αποφασίσει, ο Αχιλλέας θα ηγούνταν αυτής της εκστρατείας, όμως ο νέος βασιλιάς είχε μια ριψοκίνδυνη απαίτηση.
"Δεν μπορείς να εκστρατεύσεις μόνο με τον δικό σου στρατό," αντιτάχθηκε σθεναρά ο Βασιλιάς Ιδομενέας της Κρήτης στο Συμβούλιο. "Δεν ξέρουμε πόσο οργανωμένοι θα είναι οι εχθροί κι ίσως σας αιφνιδιάσουν και σας αποδεκατίσουν."
"Οι Μυρμιδόνες μου είναι ανίκητοι. Έναν χρόνο τώρα πολεμούν στην πρώτη γραμμή και μόνο νίκες σημειώνουν," επέμεινε ο γιος του Πηλέα. "Ως Αρχηγός της εκστρατείας αυτής, νομίζω έχω τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, όταν πρόκειται για το ποιοί στρατοί θα με συντροφεύσουν."
"Αν πας μόνος με τους Μυρμιδόνες, δε θα λένε ότι οι Αχαιοί κατακτούν τα Βασίλεια της Ανατολής, μα ο Αχιλλέας ο ημίθεος μονάχος," συμπέρανε ο Οδυσσέας. "Αποζητάς τη δόξα στο πρόσωπό σου και μόνο."
"Αίσχος! Επιδεικνύεις εγωισμό την ίδια στιγμή που όλοι μας τον παραμερίσαμε κι αναθέσαμε μια τόσο σημαντική αποστολή σε εσένα, που είσαι άπειρος από πολέμους!" Βροντοφώναξε αποδοκιμαστικά ο Ιδομενέας, κατηγορώντας ανοιχτά τον Αχιλλέα.
"Μην υποκρίνεστε τους έμπειρους στρατηγούς, ενώ δεν είστε," φώναξε κι ο Πηλείδης με τη σειρά του. "Κανένας μας δεν είχε πολεμήσει σε πραγματική μάχη προτού συμμετάσχει σε αυτή την εκστρατεία, εκτός βέβαια από τον πρεσβύτερο Νέστορα."
"Κι εσύ μη μιλάς, όταν είσαι ημιμαθής," του αντιτάχθηκε ο Αγαμέμνονας, προξενώντας τα βλέμματα των Στρατηγών. "Δεν έχεις ιδέα πόσες μάχες έδωσα όταν ήμουν ακόμα αμούστακο αγόρι, για να καταλάβω τον δικαιωματικό μου θρόνο στις Μυκήνες από τον τυραννικό μου θείο. Δεν πρέπει να κορδώνεσαι ως αυθεντία, όταν δεν ξέρεις το ποιόν του ακροατηρίου σου."
Ο Αχιλλέας θέλησε να του απαντήσει, όχι με τον σεβασμό που είχε διατηρήσει πρωτύτερα, γεγονός που ο Οδυσσέας πρόβλεψε και μαζί με τον Παλαμήδη τον συγκράτησαν.
"Αρκετά λέχθηκαν," επενέβη ο Μενέλαος. "Καιρός να αποφασίσουμε. Ποιοί θα ακολουθήσουν τον Αχιλλέα στην εκστρατεία;"
Τελικά, επιλέχθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες ο στρατός των Αθηνών, του οποίου ηγούνταν ο Βασιλιάς Μενεσθέας και ο μισός στρατός της Πύλου, που διοικούσαν ο πρωτότοκος γιος του Νέστορα, ο Αντίλοχος κι ο δευτερότοκος του ο Θρασυμήδης, τα μόνα παιδιά του που τον είχαν ακολουθήσει στον Πόλεμο, καθώς τα υπόλοιπα ήταν νήπια.
Και έτσι, μέσα σε μερικές ώρες, δόθηκε η επίσημη εντολή από τον Αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα να ξεκινήσει επιτέλους η επιδρομική εκστρατεία κι ο Αχιλλέας μετά βίας συγκρατούνταν να μην αρπάξει ένα άλογο και ορμήσει μόνος του στη μαύρη νύχτα. Ωστόσο, έπρεπε να περιμένει ως το ξημέρωμα κι έτσι αρκέστηκε να επιστρέψει στη σκηνή του, όπου περίμεναν ο Οδυσσέας και ο Πάτροκλος καρτερικά.
"Ο Αγαμέμνονας είναι πολύ πιθανό να εκμεταλλευτεί την απουσία σου," πέρασε στην ουσία ο Βασιλιάς της Ιθάκης χωρίς προστριβές. "Το συζήτησα και με τον Παλαμήδη, ίσως προσπαθήσει να λάβει αποφάσεις που δε θα ενέκρινες. Γνωρίζει την τεράστια επιρροή σου στους Στρατηγούς. Όλοι οι νησιώτες και οι Θεσσαλοί σε υπακούν πίστα. Αν λείψει η φωνή σου από το Συμβούλιο, θα διαστρεβλώσει εύκολα τη γνώμη τους."
"Έχεις δίκιο," παραδέχτηκε ο Αχιλλέας πικρόχολα, δαγκώνοντας ένα μήλο από τον χρυσό δίσκο του τραπεζιού του, λάφυρο από την κατάκτηση της Ίμβρου. "Όμως πώς μπορώ να το αποτρέψω τώρα; Δεν μπορώ να αφήσω τους Μυρμιδόνες ακέφαλους ούτε να παραμερίσω από τη θέση του Αρχηγού της εκστρατείας. Αυτό μονάχα θα ευχαριστούσε τους αμφισβητίες μου."
"Δε χρειάζεται να μείνεις εδώ, εφόσον αφήσεις κάποιον έμπιστο σε εσένα, κάποιον που θα είναι τα μάτια σου και τα αυτιά σου όσο εσύ απουσιάζεις," πρότεινε ευθέως ο Οδυσσέας, παρατηρώντας τη λάμψη στα ζαφειρένια μάτια του γιου της Θέτιδας. Η ιδέα του είχε αρέσει. Ωστόσο, έμοιαζε να μην τη δέχεται πλήρως.
"Αυτοπροτείνεσαι ή μήπως είναι ιδέα μου;" Αναρωτήθηκε φωναχτά.
"Φυσικά και όχι," απάντησε αμέσως ο Οδυσσέας. "Αν αυτή ήταν η πρόθεσή μου, θα στην αποκάλυπτα. Αν, όμως, με επιλέξεις για αυτή τη δουλειά, θα τη δεχτώ με όλη την τιμή και την αίσθηση του χρέους που της αρμόζει. Σκέψου το κι αποφάσισε ως το ξημέρωμα."
Και με αυτά τα λόγια, ο Βασιλιάς της Ιθάκης ευχήθηκε καληνύχτα στους παιδικούς φίλους κι αποσύρθηκε από τη σκηνή.
"Η ιδέα του Οδυσσέα είναι ευφυής," σχολίασε ο Πάτροκλος σκυθρωπά. "Πού θα βρεθεί αυτός ο έμπιστος άνδρας, όμως;"
"Πάτροκλε, είναι εμφανές ποιός είναι η καλύτερη επιλογή," αναφώνησε ο Αχιλλέας. "Εσύ βεβαίως!"
Αυτό κλόνισε την αποφασιστικότητα του νεαρού αρχοντόπουλου. Αν και δεν το έδειχνε, ανυπομονούσε να φύγουν από αυτό το βρωμοστραρόπεδο, το γεμάτο εχθρικά πρόσωπα και να μπορέσουν να δοξαστούν μαζί με τον Αχιλλέα, να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό του στρατού και κυρίως να μείνουν μόνοι τους.
"Δεν είναι αναγκαίο!" Αναφώνησε διστακτικά ο νέος. "Το είπες και μόνος σου. Ο Οδυσσέας αυτοπροτάθηκε."
"Ο Οδυσσέας είναι ο Βασιλιάς της Ιθάκης κι εγώ ο Βασιλιάς της Φθίας. Όσο απέχουν τα δυο αυτά Βασίλεια τόσο απέχουν και τα συμφέροντά τους," διαφώνησε ο Αχιλλέας. "Δεν τον εμπιστεύομαι ούτε στο μισό από όσο εμπιστεύομαι εσένα. Μπορεί να είναι αντικειμενικός, φιλλάλος και τιμιότερος από πολλούς, όμως δε μεγάλωσα μαζί του κι η ψυχή του παραμένει μυστήριο για μένα. Εσύ είσαι ο πιο κοντινός μου φίλος και χρειάζομαι τη στήριξή σου. Μείνε εδώ και υπερασπίσου το Βασίλειο της Φθίας όπως θα έκανα εγώ."
Ο Πάτροκλος ένιωσε τη θερμοκρασία στο πρόσωπό του να αυξάνεται κι έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό του και να τον ασφυκτιά. Τον πλησίασε και άγγιξε το τρυφερό μάγουλό του με την παλάμη.
"Μόνο φίλος σου είμαι;" Εξέφρασε την απορία του, ενώ τα μελιά του μάτια συνάντησαν τα γαλανά δικά του. Δεν μπορούσε να τα διαβάσει, να κατανοήσει τι κρύβονταν από αυτά, τα ενδόμυχα συναισθήματά του.
Ο Αχιλλέας δεν επέτρεψε κανένα ρήγμα στην απρόσωπη και παγερή του έκφραση, κανένα σημάδι οποιαδήποτε αίσθησης. Η ανάσα έβγαινε σταθερά από τα ρουθούνια του κι η καρδιά του χτυπούσε ρυθμικά. Δεν έμοιαζε να τον αγγίζει η βουρκωμένη ματιά του Πάτροκλου.
"Είμαι ο Βασιλιάς σου," του υπενθύμισε με μια απόλυτα ήρεμη φωνή, παρόλο που ο θυμός του σιγόβραζε· σε εκείνον ή στον εαυτό του, δύσκολο να ειπωθεί. "Θα έπρεπε να αισθάνεσαι τιμή που σε θεωρώ φίλο μου."
Τότε, άρπαξε την παλάμη από το μάγουλό του και την πέταξε κάτω. Ο Πάτροκλος έμεινε ατάραχος από την απότομη κίνηση, ωστόσο δε συγκράτησε ένα και μόνο δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια του.
"Πολύ καλά," υποχώρησε λυπημένα. "Για να φανώ άξιος της εύνοιας σου, Βασιλιά μου, δέχομαι να παραμείνω εδώ εκ μέρους σου. Ας γίνει όπως επιθυμείς. Καλό σου ταξίδι και πάντα νικηφόρος να είναι ο δρόμος σου."
Ο Πάτροκλος έφυγε από τη σκηνή, χωρίς να κοιτάξει πίσω του κι ο Αχιλλέας παρέμεινε να κοιτάζει την είσοδο με το ίδιο κρύο και χαμένο βλέμμα.
Το επόμενο πρωί, οι στρατοί ήταν έτοιμοι για την επικείμενη εκστρατεία και ο Αχιλλέας, φορώντας την υπέρλαμπρη πανοπλία του, το δώρο του πατέρα του, περίμενε μαζί με τον Μενεσθέα τους γιους του Νέστορα. Όταν επιτέλους φάνηκαν, ξεκίνησε η πορεία τους για την όχι και τόσο κοντινή χώρα της Μονηνίας.
"Θα λεηλατήσουμε όσες περισσότερες γειτονικές πόλεις της Τροίας μπορούμε κι ύστερα θα γυρίσουμε, θα πάρουμε τα πλοία και θα πλεύσουμε στη Θράκη," ανέλυσε το σχέδιό του ο Αχιλλέας, το πρώτο βράδυ που κατασκήνωσαν στο πετρώδες έδαφος.
"Μεγαλεπήβολο σχέδιο," σχολίασε επιφυλακτικά ο Αντίλοχος. "Δε θα είναι εύκολο να πέσουν οι ασιατικές πόλεις. Σίγουρα γνωρίζουν τις δυνάμεις μας από τους Τρώες και θα έχουν λάβει τα μέτρα τους."
"Θα τους ζητήσουμε να μας δώσουν όσα χρειαζόμαστε χωρίς μάχη κι αν δε δεχτούν, θα τους ισοπεδώσουμε," απάντησε ο Αχιλλέας ακάθεκτος. "Η οχύρωση δε μας πτοεί."
"Ωστόσο, στην Τροία μόνο η οχύρωση μας πτοεί," τόνισε ο Μενεσθέας, εισπράττοντας μια αγριωπή ματιά από τον γιο της Θέτιδας.
"Τα τείχη της Τροίας τα έχτισαν ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας," ήρθε αμέσως η απάντησή του. "Δε νομίζω να έχουν χτίσει και τα τείχη όλων των υπολοίπων πόλεων."
Ο Αχιλλέας είχε δίκιο. Παρόλα αυτά, λάθεψε όταν υποτίμησε τους γείτονες της Τροίας. Η Μονηνία ήταν μια πόλη άρτια οχυρωμένη, με άρτια εκπαιδευμένο και πειθαρχημένο στρατό. Οι Αχαιοί την πολιορκούσαν για τρεις ολόκληρους μήνες, όμως η αντίσταση παρέμενε γερή. Ο Αχιλλέας αποφάσισε να λύσει την πολιορκία, προς ανακούφιση όλων.
Την ίδια νύχτα, περπατούσε μόνος του κάτω από τα τείχη και κοιτούσε τα αστέρια, ενώ παράλληλα μελετούσε τη αρχιτεκτονική των τειχών, σκεπτόμενος ότι θα ταίριαζαν και στην πατρίδα του. Εκείνη τη στιγμή, ένας γδούπος ακούστηκε και κάτι έπεσε πίσω του. Σήκωσε αμέσως τα μάτια του, για να δει από πού ήρθε και στιγμιαία αντίκρισε μια γυναικεία φιγούρα, η οποία χάθηκε στα ενδότερα των επάλξεων. Μόλις κοίταξε πίσω του, είδε ένα μήλο. Το πήρε στα χέρια του και διάβασε την επιγραφή που είχε σκαλιστεί πάνω του.
Μη φύγετε. Η πόλη θα παραδοθεί σύντομα, γιατί δεν έχει νερό.
Αμέσως, ο Αχιλλέας έτρεξε στο στρατόπεδό του και διέταξε να παραμείνουν όλοι στις θέσεις τους και να εντείνουν τις επιθέσεις. Οι Μυρμιδόνες υπάκουσαν χωρίς δεύτερη σκέψη, το ίδιο κι οι Αθηναίοι, που τον θαύμαζαν. Όμως, οι γιοί του Νέστορα χρειαζόταν να πεισθούν περισσότερο.
"Είσαι πολύ ασταθής χαρακτήρας," τον κατηγόρησε ευθέως ο Αντίλοχος. "Τη μια στιγμή διατάζεις υποχώρηση και την άλλη επίθεση. "Ποιού είδους ο Αρχηγός είναι τόσο αναποφάσιστος;"
"Το είπες κι εσύ· είμαι ο Αρχηγός σου. Και θα κάνεις αυτό που σου λέω," βρυχήθηκε ο γιος του Πηλέα. "Ακολουθήστε τις οδηγίες μου και θα βγούμε νικητές."
Πράγματι, μέσα σε δυο ημέρες, η πόλη παραδόθηκε. Οι Αχαιοί μπήκαν θριαμβευτές και συμφώνησαν να μην σκοτώσουν κανέναν και να μην πάρουν σκλάβους, αν λάμβαναν όσα δημητριακά, σιτηρά και ζωντανά είχε η πόλη. Μόλις τα πήραν, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Έμειναν για μόνο μια νύχτα μέσα στην πόλη και τότε μια γυναίκα επισκέφθηκε τον Αχιλλέα.
"Εσύ είσαι αυτή που μου έριξε το μήλο," συμπέρανε αμέσως ο γιος της Θέτιδας.
"Ναι," απάντησε εκείνη, κοιτώντας τον ευθεία στα μάτια.
"Πώς ονομάζεσαι;"
"Πηδάση."
"Γιατί μας βοήθησες, Πηδάση;"
Η κοπέλα δίστασε να του απαντήσει. Τελικά, όμως, όρθωσε το ανάστημά της και απάντησε υπερήφανα, βέβαιη ότι η απολογία της θα τον συγκινούσε.
"Από θαυμασμό για εσένα, Αχιλλέα. Εδώ και τρεις μήνες σε παρακολουθούσα κρυφά από τα τείχη κι η καρδιά μου σκιρτούσε. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Όταν κατάλαβα ότι φεύγετε, αποφάσισα να σε βοηθήσω. Δεν άντεχα να σε χάσω."
Σε μια πολύ τολμηρή κίνηση, η Πηδάση έπιασε το χέρι του Αχιλλέα, εκείνος όμως αποτραβήχτηκε, αφήνοντας τη μπερδεμένη. Ήλπιζε πως θα εκτιμούσε την πολύτιμη προσφορά της και θα την παντρευόταν.
"Ήταν παράτολμη κι επιπόλαιη η πράξη σου," της είπε εκείνος ψυχρά. "Με βοήθησες πολύ, δε μπορώ να το αρνηθώ, κι απέδειξες τον δυναμισμό σου. Σε βαραίνει, όμως, η προδοσία της πατρίδας σου. Μπορώ να φανταστώ ότι θέλεις να σε πάρω μαζί μου. Δεν μπορώ να έχω δίπλα μου μια γυναίκα που θυσίασε την πατρίδα της για μια επιπολαιότητα."
Η Πηδάση λύγισε και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Ο Αχιλλέας την στήριξε και την κράτησε στα χέρια του.
"Όσο κι αν δεν πρέπει να το παραδεχτώ, δε θέλω να σε ξεχάσω," της εκμυστηρεύτηκε χαμηλόφωνα. "Η πόλη που κυρίευσα χάρη σε εσένα, θα ονομαστεί Πήδασος κι έτσι όλοι θα σε θυμούνται αιώνια."
Ο Αχιλλέας τήρησε την υπόσχεσή του κι η νεαρή κοπέλα δε ξεχάστηκε ποτέ, ούτε από εκείνον, ούτε από τους κατοίκους της πόλης της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μετά τη φυγή του Αχιλλέα, οι Τρώες πίστευαν ότι θα νικήσουν τον πόλεμο. Ήταν τόσο σίγουροι, που άφησαν τον Αινεία να φύγει και να γυρίσει στα κοπάδια του στην Ίδη. Όλοι οι ώριμοι γιοί του Πριάμου, εκτός φυσικά του Πάρη, ηγούνταν των στρατιωτών και πολεμούσαν γενναία. Ωστόσο, νωρίς κατάλαβαν ότι ο Αχιλλέας δεν ήταν ο μόνος άξιος Αχαιός πολεμιστής.
Περισσότερο από όλους έλαμψε η πιο θανατηφόρα ομάδα θανάτου· οι δυο Αίαντες και ο Τεύκρος. Ο γιγαντόσωμος γιος του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα, ο ανιψιός εξ αίματος του Πριάμου, είχε ευλογηθεί από τον Ηρακλή κι είχε λάβει ένα εξαιρετικό δώρο, σωτήριο για κάθε πολεμικό εγχείρημα· την ασπίδα του. Επρόκειτο για ένα απίστευτα βαρύ κατασκεύασμα, μόνο ο Αίας μπορούσε να το σηκώσει, και αδιαπέραστο, γιατί η μπρούντζινή της βάση είχε επενδυθεί με εφτά δέρματα ζώων και στις άκρες της με αγκάθια. Πίσω από αυτό το φονικό όπλο κρύβονταν οι δυο καλύτεροι Αχαιοί τοξότες μετά τον Οδυσσέα, ο Αίας από τη Λοκρίδα κι ο Τεύκρος, ο αδελφός του Τελαμώνιου. Σαν σήκωνε ο γίγαντας την ασπίδα του, εξαπολύονταν βροχή τα βέλη και δε λάθευαν ποτέ, παρόλο που οι δυο θεοί τοξότες ήταν με το μέρος των εχθρών.
Εξίσου αιμοβόρα αποδείχθηκε και η τετράδα του Μενέλαου, του Διομήδη, του Παλαμήδη και του Οδυσσέα. Ο Βασιλιάς της Σπάρτης πολεμούσε με μένος και οργή άσβεστη, αναζητώντας συνεχώς τον Πάρη, για να τον σκοτώσει ο ίδιος, χωρίς βέβαια να τον βρίσκει ποτέ. Ο Διομήδης και ο Παλαμήδης οδηγούσαν τα πολεμικά άρματα και ταυτόχρονα πετούσαν ακόντια και παλούκωναν τους πλησιέστερους εχθρούς με τα δόρατά τους. Ο γιος του Λαέρτη επέβαινε στο άρμα του Παλαμήδη και εκτόξευε τις φονικές του σαΐτες κατά τριάδες, θερίζοντας τους Τρώες. Στους τρεις μήνες που έλειψε ο Αχιλλέας, δυο μάχες ήταν αρκετές για να αναχαιτίσουν τους εχθρούς πίσω από τα τείχη του Ιλίου.
Όταν επέστρεψε ο Αχιλλέας με τον Μενεσθέα και τους γιους του Νέστορα, νικηφόροι και γεμάτοι λάφυρα και τροφή από την Πήδασσο, οι Στρατηγοί γιόρτασαν για μια ολόκληρη νύχτα, ακούγοντας α ανδραγαθηματά τους. Τότε, φούντωσε η δίψα όλων για λεηλασία και πλιάτσικο, για αιματοχυσία και φωτιές, σε σημείο που άλλαξαν τους στρατούς της Αθήνας και της Πύλου με αυτούς του Ιονίου και της Σαλαμίνας, υπό τη διοίκηση του Μεγάλου Αίαντα και του Οδυσσέα, με τον πρώτο να διψά για αίμα και τον δεύτερο για δόξα.
Αυτή τη φορά, ο Αχιλλέας αποφάσισε να εκστρατεύσουν στη Λέσβο, όπου βασίλευε ο Φόρβαντας. Ο πρωτότοκος γιος του Φόρβαντα και διάδοχος του θρόνου του, ο Φιλομηλείδης, ήταν ονομαστός πυγμάχος και κανένας από όσους είχαν αναμετρηθεί μαζί του δεν είχε καταφέρει να τον νικήσει.
Μόλις ο στρατός των Αχαιών έφτασε στη Λέσβο, ο Βασιλιάς Φόρβαντας, που γνώριζε τα γεγονότα της Πηδάσου και τη φήμη των τριών Βασιλέων που του επιτίθονταν, τους κάλεσε στο παλάτι του, για να διαπραγματευτούν. Ο όρος που τους έθεσε ήταν απλός· αν νικούσαν τον γιο του τον Φιλομηλείδη στην πάλη, θα τους έδινε οτιδήποτε του ζητούσαν, αν όμως έχαναν στην πάλη, ένας από τους τρεις τους θα παραδινόταν για σκλάβος. Οι Βασιλείς συμφώνησαν αμέσως κι όταν έμειναν μόνοι τους ξεκίνησε η λογομαχία του Αχιλλέα και του Αίαντα για το ποιός θα πάλευε με τον Φιλομηλείδη.
"Εσύ έχεις ήδη νίκες στην πλάτη σου," διατείνονταν ο Αίας. "Άφησε λίγη δόξα και για εμένα!"
"Εσύ είσαι ξεροκέφαλος και άτσαλος," ανταπαντούσε ο Αχιλλέας. "Πώς θα νικήσεις έναν άνθρωπο που ελίσσεται σαν φίδι;"
Τότε, το μάτι του γιου του Τελαμώνα άστραψε κι ο Οδυσσέας φοβήθηκε για τσακωμό, το τελευταίο πράγμα που ήθελαν εκείνη τη στιγμή.
"Άδικα λογομαχείτε," επενέβη μεταξύ τους. "Εγώ θα παλέψω μαζί του."
Οι δυο συνομιλητές του έμειναν εμβρόντητοι.
"Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι έχεις περισσότερες πιθανότητες να τον νικήσεις από ό,τι εγώ;" Τον ρώτησαν ταυτόχρονα.
"Στην πραγματικότητα, έχουμε κι οι τρεις τις ίδιες πιθανότητες," εξήγησε ο γιος του Λαέρτη. "Εσύ, Αίαντα, είσαι μεγαλόσωμος σαν κι εκείνον, όμως δεν είσαι ευκίνητος, ενώ εκείνος είναι. Εσύ, Αχιλλέα, είσαι δεινός πολεμιστής, ωστόσο η τελευταία φορά που πάλεψες ήταν πριν οχτώ χρόνια και επίσης φοβάμαι ότι η οίησή σου θα σου θολώσει το μυαλό. Εγώ εξασκούμαι συχνά στην πάλη και ελίσσομαι επαρκώς καλά, ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι θα νικήσω. Αν όμως, πεθάνω εγώ πολεμώντας τον, η απώλειά μου θα είναι η πιο ασήμαντη για τον στρατό. Είμαι ο Βασιλιάς του Ιονίου, έχω μόνο δώδεκα πλοία, ενώ ο Αίας είναι ανεκτίμητος Στρατηγός κι ο Αχιλλέας το ίδιο, μαζί με τους ανίκητους Μυρμιδόνες. Αφήστε με να πεθάνω εγώ, για να σωθείτε εσείς."
Η ρητορική του, παρότι λίγο παρανοϊκή, κατόρθωσε να τους πείσει κι έτσι του επέτρεψαν να παλέψει μα τον Φιλομηλείδη. Το βράδυ πριν τη μονομαχία, ο Οδυσσέας προσευχόταν γονατιστός στο χώμα στην Αθηνά για προστασία και καθοδήγηση. Λίγο πριν ξημερώσει, η Θεά της Σοφίας εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή φιδιού.
"Το πρωί θα είμαι κοντά σου," του είπε συρίζοντας. "Μην προσπαθήσεις να νικήσεις με δόλο, γιατί η Νίκη δε θα σε ευνοήσει. Πάλεψε με πίστη στις δυνάμεις σου και στον εαυτό σου."
Ο Οδυσσέας, πλημμυρισμένος από δέος για τη θεϊκή επιφάνεια, αποφάσισε να παλέψει δίκαια κι ας πέθαινε.
Ο Φιλομηλείδης ήταν ένας γίγαντας στο ύψος και στον όγκο του Μεγάλου Αίαντα, με καστανοκκόκινα μαλλιά και σκούρα πράσινα μάτια, που για πολλούς ήταν τα μάτια του Θανάτου. Δε φορούσε παρά ένα ζωνάρι στη μέση. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα της πυγμής, οι δυο αντίπαλοι γυμνώθηκαν κι αλείφθηκαν με λάδι. Ο Οδυσσέας έκανε μια τελευταία σιωπηλή προσευχή στην Αθηνά και έσφιξε τις γροθιές του, έτοιμος να αντιμετωπίσει τον φαινομενικά ανίκητο εχθρό του.
Μόλις η πάλη ξεκίνησε, ο Οδυσσέας κατάφερε μερικά χτυπήματα, χωρίς να βλάπτει σημαντικά τον Φιλομηλείδη. Με ένα όμως χτύπημά του, ένιωσε τα πλευρά του να ραγίζουν κι αίμα να τρέχει από τη μύτη του. Το επόμενο ίσως τον σκότωνε. Αναγκαστικά, πέρασε στην άμυνα και για πολλή ώρα απέκρουε τις λαβές του γίγαντα, με ταχύτητα που θα ζήλευε κι ο Ερμής. Κι ενώ ετοίμαζε ένα χτύπημα στον λαιμό, ο Φιλομηλείδης τον κλώτσησε στην κοιλιά και τον σώριασε κάτω σαν σακί με άμμο. Πλέον αιμορραγούσε από τη μύτη και το στόμα, καθώς ο πόνος στο σημείο που είχε χτυπηθεί τον ξέσκιζε κι ένιωθε σαν το δέρμα του να έλιωνε και συσπόνταν ολόκληρος νευρικά.
Εκείνη τη στιγμή, αντίκρισε μπροστά του μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά, καταγάλανα μάτια και στρατιωτική πανοπλία. Δε χρειάστηκε καθόλου σκέψη για να αναγνωρίσει την Αθηνά. Ήταν η πρώτη φορά που παρουσιαζόταν μπροστά του με την αληθινή της μορφή.
"Θεά μου, αν ήρθες για να με οδηγήσεις στον Άδη, σε ευχαριστώ, μα προτιμώ να πορευθώ ως εκεί μόνος," της είπε ξεψυχισμένα.
"Είσαι εικοσιτεσσάρων ετών. Δεν έχεις ζήσει ούτε τη μισή σου ζωή, δεν έχεις κάνει και δει ούτε τα μισά από όσα θα κάνεις και θα δεις," του αποκάλυψε εκείνη ατάραχη. "Σήκω και πάλεψε. Νίκησε τον αντίπαλο, γεύσου την πρώτη σου αποκλειστική δόξα και απέδειξε την αξία σου."
Κι αφού είπε αυτά, εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Ο Οδυσσέας, ωθούμενος από τα λόγια της, σηκώθηκε όρθιος ως εκ θαύματος κι αγνοώντας τον σουβλερό πόνο στα πλευρά και στο στήθος του, όρμησε πάνω στον Φιλομηλείδη, που ήδη είχε αρχίσει να γιορτάζει τη νίκη του και αιφνιδιάστηκε. Αυτό το αξιοποίησε υπέρ του και με πρωτόγνωρη δύναμη, τον κλώτσησε στα γεννητικά όργανα, κάνοντας τον να γονατίσει κι αμέσως κατάφερε ένα τέλειο χτύπημα στον λαιμό του, που τον μούδιασε. Στη συνέχεια, τον χτυπούσε με τις γροθιές του στον αυχένα και στο κεφάλι, ζαλίζοντας τον αρκετά, ώστε να είναι σχεδόν αναίσθητος.
Κοίταξε γύρω του. Οι Λέσβιοι είχαν σωπάσει και κρατώντας την ανάσα τους αγωνιούσαν για τη συνέχεια. Οι συμπατριώτες του τον επικροτούσαν με φωνές δυνατές, ωθώντας τον να τον αποτελειώσει. Ο Βασιλιάς Φόρβαντας παρακολουθούσε ασυγκίνητος κι ανέκφραστος, ενώ δίπλα του ο Αχιλλέας και ο Αίαντας τον υποκινούσαν με τις ματιές τους να τον σκοτώσει.
Αν ήταν μια απλή πάλη, που δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία για τον πόλεμο, ο Οδυσσέας θα χάριζε τη ζωή και θα έδειχνε μεγαλοκαρδία. Όμως, ήταν η ευκαιρία του να λάμψει, να γραφτούν τραγούδια για αυτόν και τα τραγούδια απαιτούν έναν θάνατο του ήρωα ή του εχθρού.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, εντόπισε μια πέτρα μερικά μέτρα πιο μακριά, την πήρε στο χέρι του και με δυο χτυπήματα ράγισε το κεφάλι του Φιλομηλείδη και του αφαίρεσε τη ζωή.
Τα υπόλοιπα τα θυμόταν θολά. Οι στρατιώτες τους αλλάλαζαν και δόξαζαν το όνομά του, ενώ ο Αχιλλέας και ο Αίαντας τον σήκωσαν στα χέρια τους καμαρωτοί και τον περιέφεραν στους άνδρες, για να τον επεφημήσουν περισσότερο και να ακουστούν οι δοξασίες ως την Ίδη και τον Όλυμπο. Ο Οδυσσέας ευχαριστούσε σιωπηλά την Αθηνά κι όταν τον άφησαν κάτω, κατέρρευσε από τον πόνο και τη μυρωδιά του αίματος που ακόμα ανάβλυζε από τη μύτη του.
Μόλις ξύπνησε, αρκετές ώρες αργότερα, πήγαν μαζί με τον Αχιλλέα, να αναγγείλουν τα λάφυρα που θα έπαιρναν από τη Λέσβο. Εξακόσια βόδια, τριακόσια γιδοπρόβατα, πεντακόσια σακιά σιτηρά, εκατό ασκούς κρασί, διακόσιους ασκούς λάδι και εφτά παλλακίδες που ο ίδιος ο Πηλείδης διάλεξε.
Επέστρεψαν θριαμβευτές στο Ελληνικό Στρατόπεδο και παρουσίασαν τα λάφυρα μαζί με τον μελανιασμένο Οδυσσέα, ο οποίος άκουγε τον στρατό να βροντοφωνάζει και να εξυμνεί το όνομά του για πολλή ώρα. Από τις εφτά παλλακίδες από τη Λέσβο, ο Αχιλλέας δώρισε τις έξι στον Αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, μετά από συμβουλή του Οδυσσέα, για να διορθωθεί η κακοδαιμονία μεταξύ τους, ενώ για τον εαυτό του κράτησε μόνο μια, τη μεγαλύτερη κόρη του Βασιλιά Φόρβαντα, την καλλιπάρειο Διομήδη. Ο Αίας κι ο Οδυσσέας δε δέχτηκαν καμία, ο πρώτος γιατί δεν του άρεσαν κι ο δεύτερος επειδή δεν είχε έρθει στον πόλεμο για τις παλλακίδες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αφροδίτη στεκόταν στην κορυφή της Ίδης κι ευτυχισμένη παρακολουθούσε τον γάμο του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Είχε ευλογήσει προσωπικά την ένωση αυτή κι ήταν βέβαιη ότι θα ήταν πετυχημένη και με πολλούς απογόνους. Τους γέμισε με ευχές και νυφικά τραγούδια, ενώ έζωσε την Ανδρομάχη με κορδέλες από τα μαλλιά της για να φαίνεται ακόμα ομορφότερη κι απαστράπτουσα. Μόλις είδε το ζεύγος να αποχωρεί από το νυφικό γλέντι προς την κάμαρη, χαμογέλασε συγκινημένη.
"Θα ευτυχίσετε για πάντα," μονολογούσε. "Και ο Έκτορας θα γίνει ο πιο ένδοξος και δίκαιος Βασιλιάς που γνώρισε ποτέ η Τροία."
"Αν δεν παραδοθούν σύντομα, μάλλον θα βασιλέψει στον Άδη," άκουσε τη φωνή της Αθηνάς στα αριστερά της και την κοίταξε περιφρονητικά.
"Δε σε ενοχλώ όταν ευλογείς τους πολεμιστές σου. Κάνε κι εσύ το ίδιο."
"Δεν ήρθα για να σου χαλάσω την ευλογία, μα για να σε προειδοποιήσω," της είπε απτόητη η Θεά της Σοφίας. "Έσπασα το ξόρκι σου στην Ελένη κι ήδη έχει αρχίσει να συνέρχεται."
Η Αφροδίτη γέλασε με ένα γέλιο γάργαρο και αγνό.
"Τι σημασία έχει πια αν αγαπάει τον Πάρη ή τον Μενέλαο; Γυναίκα του Πάρη είναι πλέον κι αυτό θα μείνει για πάντα."
"Αν καταφέρει και δραπετεύσει από το Ίλιο και βρεθεί πίσω στη σκηνή του άνδρα της, τότε όλα χάνουν το νόημα τους κι οι Αχαιοί θα γυρίσουν πίσω, για να συνεχίσουν τις ευτυχείς ζωές τους," επισήμανε η Αθηνά.
"Δε θα το αφήσω να συμβεί αυτό!"
"Δεν είναι πια στο χέρι σου," είπε απειλητικά η Θεά των Τεχνών κι εξατμίστηκε, αφήνοντας την Αφροδίτη να σχεδιάζει την εκδίκησή της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν!
Πάσα σας φάνηκε;
Το επόμενο έρχεται λίαν συντόμως, με κύριο πρωταγωνιστή αυτή τη φορά τον Παλαμήδη και μερικές ακόμα επιδρομές, αλλά και την Αθηνά να σαμποτάρει την Αφροδίτη μαζί με την Ήρα.
Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top