ΧΙ-Αρπαγή

Καλή Ανάγνωση!

****************************

Η Ελένη συνήθισε αμέσως στον νέο τρόπο ζωής της μετά τον γάμο. Ήταν ό,τι πιο όμορφο να ξυπνά κάθε πρωί στα προστατευτικά μπράτσα του άντρα της και να κοιμάται σε αυτά το βράδυ.

Ένιωσε πως θα τα έχανε όταν στέφθηκαν βασιλιάς και βασίλισσα της Σπάρτης όμως τελικά όλα παρέμειναν ίδια.

Κι ο ερχομός της μικρής τους κόρης, της Ερμιόνης, αποτέλεσε την κορύφωση της ευτυχίας τους. Η ζωή τους στο παλάτι θύμιζε εκείνη των Θεών του Ολύμπου. Ελεύθερη από έγνοιες, χαρούμενη, χωρίς κακοτοπιές.
Οι Θεοί τους προστάτευαν.

Για πόσο ακόμα όμως;

Πόση εύνοια απέμενε για αυτούς;

Το συζητούσε τα βράδια με την θεραπαινίδα της, την Αίθρα, τη μητέρα του Θησέα, κι εκείνη την καθησύχαζε· ο πατέρας της -ο Δίας- θα την προστάτευε πάντα.

Η Ελένη όμως δεν αγνοούσε το δυσάρεστο συναίσθημα στο κεφάλι της κάθε πρωί μετά τη γέννα της Ερμιόνης.

Ένα εαρινό πρωί, του μήνα Ελαφοβολιώνα, οι κήρυκες των εξωτερικών πυλών χτύπησαν την πόρτα του παλατιού και ζήτησαν ακρόαση.

"Μεγαλειότατε, έφτασαν πρίγκιπες από χώρα μακρινή, να σας επισκεφθούν εθέλησαν", ήχησε η βροντερή φωνή του Αρχικήρυκα στην αίθουσα του Θρόνου.

"Από πού έρχονται;" Αναρωτήθηκε ο Μενέλαος, στενεύοντας τα μάτια σου, βυθισμένος σε σκέψη.

"Πρίγκιπες Τρώες, Βασιλιά μου. Ήρθαν από την άλλη μεριά του Αιγαίου Πελάγους για να σας επισκεφθούν. Αδικία θα ήταν μεγάλη αν τους αρνιόσασταν", αποκρίθηκε γεμάτος σεβασμό ο Αρχικήρυκας.

"Ας έρθουν. Έχεις δίκιο πως δεν μπορώ να τους αρνηθώ," αποκρίθηκε με τη σειρά του ο Μενέλαος.

Το μήνυμα κινήθηκε γρήγορα. Σε μηδενικό χρόνο, οι θύρες άνοιξαν και τρεις νέοι κήρυκες -προφανώς Τρώες- έκαναν την εμφάνισή τους. Υποκλίθηκαν στο βασιλικό ζεύγος και βροντοφώναξαν σαν τους δικούς τους.

"Υψηλότατοι άρχοντες της ευλογημένης Σπάρτης, κραταιέ βασιλιά Μενέλαε και ξακουστή βασίλισσα Ελένη, λαμβάνουμε την τιμή να σας παρουσιάσουμε τους πρίγκιπες της Τροίας οι οποίοι ταξίδεψαν από τη χώρα του Δάρδανου ως εδώ όπως ο Μενέλαος είχε επισκεφθεί την Τροία από τις Μυκήνες."

Τρεις νέοι εμφανίστηκαν μπροστά στους θρόνους. Η Ελένη τους κοίταξε αδιάφορα. Ο Μενέλαος σηκώθηκε όρθιος για να τους καλωσορίσει προσωπικά -οπως όριζαν το εθιμοτυπικό και το πρωτόκολλο.

"Καλωσορίσατε σεβαστοί πρίγκιπες της Τροίας στη Σπάρτη. Είναι μεγάλη μας τιμή να φιλοξενούμε στο σπίτι μας τους γιούς του τίμιου βασιλιά Πριάμου."

Οι νέοι υποκλίθηκαν και -με βάση πάντα τα τυπικά- παρουσιάστηκαν στο βασιλικό ζεύγος.

Πρώτος, ένας κοκκινομάλλης, ψηλός, γύρω στα είκοσι, με ηλιοκαμένα μάγουλα και κοφτερά ζυγωματικά.

"Υψηλότατοι άρχοντες της Σπάρτης, βασιλιά Μενέλαε και βασίλισσα Ελένη, ονομάζομαι Λυκάονας, είμαι γιος του Πριάμου και νιώθω μεγάλη τιμή να βρίσκομαι εδώ."

"Όχι τόση όση εμείς," απάντησε ευχαριστημένος ο Μενέλαος και η Ελένη χαμογέλασε ευγενικά.

Σειρά ενός πιο κοντού νεαρού, γύρω στα δεκαπέντε, με μεγάλες πλάτες και ηψηλό ανάστημα. Τα μαλλιά του έπεφταν σε ξανθές μπούκλες στους ώμους του ενώ τα μάτια του ήταν σκούρα καστανά. Η Ελένη τον παρατηρούσε με μηδαμινή σχεδόν περιέργεια· μόνο να μην έπληττε ενδιαφέρονταν πλέον.

"Χαιρετώ κι εγώ με τη σειρά μου το βασιλικό ζεύγος της ευλογημένης αυτής χώρας και δηλώνω το όνομά μου ως γνήσιος γιος του Πριάμου· Διήφοβος."

Αν η Ελένη δεν πονούσε ολόκληρη από το ξενύχτι και τις ετοιμασίες τις επίσκεψης και από τον πρωινό θηλασμό της Ερμιόνης, θα γελούσε με την υπεροψία του νεαρού. Ωστόσο, προτίμησε να διατηρήσει την βασιλική της υπόσταση.

Τρίτος και τελευταίος μίλησε ένας νέος με καστανές μπούκλες και δυο μάτια που είχαν σκοτεινιάσει και έμοιαζαν σχεδόν μαύρα. Αν και ο πιο κοντός από όλους έμοιαζε ο λιγότερο κακομαθημένος και υπεροπτικός. Έμοιαζε να κοιτάει την Ελένη εδώ και ώρα ή ακόμα να την έχει ξαναδεί παλαιότερα ακόμα κι αν εκείνη δε θυμόταν κάτι τέτοιο. Δεν τόλμησε να τον κοιτάξει. Δε ήθελε. Δίπλα της στον υπερυψωμένο θρόνο καθόταν ο πιο όμορφος άνδρας της Πελοποννήσου, που τη λάτρευε σαν θεά και της είχε χαρίσει το ωραιότερο δώρο, την κόρη τους.
Δεν ήθελε τίποτα άλλο στη ζωή της.

Ο νέος όμως δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της.

"Βασιλιά Μενέλαε, βασίλισσα Ελένη, τιμή μου είναι που σας συναντώ. Το όνομά μου είναι Πάρης, ο επονομαζόμενος Χαμένος Πρίγκιπας ο οποίος προ ολίγων εβδομάδων ανακάλυψε ότι είναι πρίγκιπας για αυτό και το παρόν ταξίδι είναι πολύτιμο για μένα μια που ποτέ δεν είχα αφήσει ως τώρα την πατρίδα μου."

"Σε καλοσωρίζω στη χώρα μου Πάρη, και σου εύχομαι το ταξίδι τούτο να είναι η αρχή πολλών άλλων αξέχαστων εμπειριών," αποκρίθηκε χαμογελαστά ο βασιλιάς Μενέλαος και κάθισε ξανά στον θρόνο του.

Στη συνέχεια, οι ξένοι προσέφεραν τα δώρα τους προς το ζεύγος. Ένα κύπελλο σκαλισμένο με ανάγλυφους κρίνους, δώρο του βασιλιά Πριάμου- όπως τους πληροφόρησε ο Διήφοβος.
Μια ανδρική ζώνη που αναπαριστούσε σκηνές κυνηγιού όπου η θεά Άρτεμις βοηθούσε τους επίδοξους κυνηγούς να πιάσουν το θήραμά τους. Από τον διάδοχο, τον Έκτωρα, όπως ανέφερε ο Λυκάονας.
Και τέλος, τέσσερις πηγές πορφυρό ύφασμα και ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι με μια μεγάλη πέτρα από λεπτοδουλεμένο αμέθυστο για τη βασίλισσα Ελένη από τη βασίλισσα Εκάβη- όπως κατέληξε ο Πάρης.

Η βασίλισσα της Σπάρτης ήταν όλη την υπόλοιπη μέρα απασχολημένη με τις ετοιμασίες του βραδινού συμποσίου προς τιμήν των πριγκίπων. Φευγαλέα συνάντησε τον Μενέλαο και του χαμογέλασε καθησυχαστικά. Έπειτα αποσύρθηκε για λίγο στα διανερίσματά της για να δει την κόρη της η οποία πλέον περπατούσε τέλεια. Και τελικά συνέχισε στον ρυθμό των ετοιμασιών σαν αρχόντισσα και βασίλισσα.

Όταν έδυσε ο ήλιος επέστρεψε ξανά στα δωμάτιά της για να ετοιμαστεί για τη γιορτή. Οι θεραπαινίδες της την βοήθησαν να λουστεί, να πλυθεί και να στεγνώσει. Έπειτα επέλεξε το ένδυμά της. Έναν κόκκινο χιτώνα, δώρο του βασιλιά της Πύλου Νέστορα στον γάμο της, τον οποίο στήριξε με δύο ολόχρυσες πόρπες σε σχήμα κρίνων και μια χρυσή ζώνη που παρίστανε τον κήπο των Εσεπερίδων. Σε εκείνο το σημείο ζήτησε από τις θεραπαινίδες να την αφήσουν μόνη. Επιθυμούσε να κάνει την υπόλοιπη διαδικασία μόνη της.

Έπλεξε τα μαλλιά της στην πιο περίπλοκη πλεξίδα που γνώριζε και τα μάζεψε πάνω στο κεφάλι της με τρεις καρφίτσες από κόκκαλο αλόγου. Τα στόλισε με κόκκινα πετράδια που ταίριαζαν στον χιτώνα της. Έριξε στους ώμους της ένα λινό πέπλο από χρυσή κλωστή και έτσι, τόσο όμορφη που η Ήρα θα τη φθονούσε, κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτη.

"Πράγματι, δεν έχουν άδικο αυτοί που λένε ότι αν κάποιος σε κοιτάζει για πολύ, μπορεί και να πιστέψει ότι δεν είσαι αληθινή." Ακούστηκε μια αισθησιακή γυναικεία φωνή από πίσω της.

Η Ελένη κόντεψε να ουρλιάξει από την έκπληξη. Γύρισε αστραπιαία και βρέθηκε απέναντι από μια άγνωστη γυναίκα που όμως φάνταζε πολύ γνώριμη.

Δεν ρώτησε ποια ήταν. Αυτό θα ήταν ένδειξη μέτριας ευφυΐας και δεν το ήθελε η Ελένη.

Την παρατήρησε προσεκτικά από την κορυφή ως τα νύχια. Το σώμα της και μόνο πρόδιδε ότι δεν ήταν θνητή. Αν και κάποιος θα τη θεωρούσε απλά καλλονή, τα μάτια της υποδείκνυαν ότι κουβαλούσε αιώνες ζωής στην πλάτη της και χιλιάδες γνώσεις και εμπειρίες. Ήταν φυσιολογική στο ύψος -λίγο πιο κοντή από αυτή- με μακριά μαλλιά στο χρώμα του χρυσού  που έπεφταν σε μπούκλες στην πλάτη της και στον κατάλευκο χιτώνα της. Τα μάτια της είχαν το χρώμα της γαλήνιας θάλασσας και θαρρείς και ήταν φτιαγμένα για να γοητεύουν. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποια θεά ήταν.

"Αφροδίτη," είπε άχρωμα και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια ενώ ευθυγράμμισε το σώμα της.

Η θεά της ομορφιάς της χαμογέλασε πονηρά.

"Είσαι αρκετά έξυπνη παρόλη την ομορφιά σου, Ελένη."

"Τι θέλεις εδώ;" Ζήτησε να μάθει η βασίλισσα της Σπάρτης με σταθερή φωνή.

"Τίποτα το ιδιαίτερο. Θέλω ένα από τα πέπλα σου," αποκρίθηκε η θεά.

"Γιατί το θέλεις;"

"Να το δω."

"Δεν σου το δίνω."

"Δε θα αρνηθείς σε μια θεά."

"Κι όμως αυτό κάνω τώρα."

Η Αφροδίτη, χωρίς να πει τίποτα άλλο, μεταμορφώθηκε σε περιστέρι και πέταξε γοργά προς το μπαούλο με τα πέπλα της Ελένης. Έβγαλε έξω το πρώτο που βρήκε και -κρατώντας το από το ράμφος της- το πέταξε από το παράθυρο στον άνεμο.

"Τι κάνεις εκεί;" Άκουσε την Ελένη να της φωνάζει. Τότε πήρε ξανά την κανονική της μορφή.

"Να μη σε νοιάζει. Εσύ πήγαινε τώρα στον Πάρη που σε περιμένει και ώρα σου καλή."

Και έτσι ακριβώς, μεταμορφώθηκε σε κύκνο και πέταξε από το παράθυρο προς τον ουρανό.

Η Ελένη συνήλθε από την έκπληξη γρήγορα. Ωστόσο, της φαινόταν τρομερά δύσκολο να κατανοήσει τα τελευταία λόγια της θεάς.

Γιατί να πάει στον Πάρη, εφόσον τώρα θα πήγαινε στο πλευρό του άντρα της και μαζί οι δυο τους θα φρόντιζαν το καλύτερο για όλους τους φιλοξενούμενούς τους; Γιατί να έδινε στον Πάρη ιδιαίτερη προσοχή;

Η αίθουσα του συμποσίου ήταν γεμάτη και ζωντανή σαν σφηκοφωλιά. Υπηρέτες πηγαινέρχονταν, έφηβοι γέμιζαν τα κύπελλα με νερωμένο κρασί. Στη γωνία ακούγονταν δύο οργανοπαίχτες με άρπα και λύρα να στολίζουν το δωμάτιο με μια υπέροχη μουσική λες και ο ίδιος ο Απόλλωνας με τις Μούσες τους συνόδευαν.

Η Ελένη πλησίασε την άκρη του τραπεζιού που καθόταν ο Μενέλαος. Στα δεξιά του καθόταν ο Πάρης και στα αριστερά ο Διήφοβος. Δίπλα στον Διήφοβο, ο Λυκάονας.

"Ελένη, άστρο της ζωής μου, κάθισε δίπλα στον καλεσμένο μας, δείξε πόσο ευγενική είσαι σαν αρχόντισσα και οικοδέσποινα," την παρότρυνε αντί χαιρετισμού ο Μενέλαος.

"Μετά χαράς να καθίσω δίπλα στον πρίγκιπα Λυκάονα άρχοντά μου," αποκρίθηκε η Ελένη, επιθυμώντας να αποφύγει τον Πάρη.

"Μα εγώ τον Πάρη εννοούσα. Θαρρώ βλέπεις την άδεια θέση δίπλα του," επισήμανε ο άντρας της.

Πήγαινε στον Πάρη.

Οι λέξεις τη στοίχειωναν. Μέχρι που δεν ήταν πια λέξεις. Έγιναν σκέψη και η σκέψη έγινε ιδέα και η ιδέα έγινε επιθυμία.

Η Ελένη έγνεψε υποτακτικά στον σύζυγό της και κάθισε δίπλα στον Πάρη. Δεν πίστευε στα αυτιά της όταν ξεκίνησε την κουβέντα μαζί του.

"Πες μου, λοιπόν, γιε του Πριάμου, πρίγκηπα του Ιλίου, πώς είναι η χώρα σου;"

Δε σταμάτησαν να μιλούν όλη τη νύχτα. Όταν ο Μενέλαος την παρότρυνε -με βαριά καρδιά- η Ελένη αποσύρθηκε στα δωμάτιά της. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως και ονειρεύτηκε τον Χαμένο Πρίγκηπα.

Δεν ήθελε να το πιστέψει. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έτρεμε στη συνειδητοποίηση.

Είχε ερωτευτεί τον Πάρη. Ένιωθε το πάθος να την κυριεύει, την επιθυμία να την υποτάσσει και τα βέλη του Έρωτα να τη διαπερνούν. Ήδη της έλειπε η φωνή του και η φλογερή ματιά του που την έκανε να ανατριχιάζει.

Θεοί, βοήθεια, η Ελένη λύγιζε μπροστά σε ένα αίσθημα. Ξεχνά το άνδρα και την κόρη της. Ξεχνά το βασίλειό της και το καθήκον της. Ξεχνά τα πάντα και με χαρά και προθυμία ετοιμάζεται να ακολουθήσει τον ξένο Άδωνη μέχρι το τέλος του κόσμου.

Ο Πάρης δε, στο δικό του δωμάτιο, έβραζε από επιθυμία και ανυπομονησία. Ήταν πεπεισμένος ότι η Ελένη θα γινόταν δική του. Στο κάτω κάτω του την είχε τάξει η θεά του Έρωτα. Όμως, δεν έβλεπε την ώρα να την αποκτήσει.

"Οι λάγνες σκέψεις σου, νεαρέ μου, έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο. Τι σου συμβαίνει;"

Γύρισε και αντίκρισε την Αφροδίτη. Καθόταν στο περβάζι του παραθύρου του, παρατηρώντας το χρυσό μήλο που αυτός της είχε δώσει. Δε δίστασε να της απαντήσει στην ερώτησή της.

"Μου υποσχέθηκες τη βασίλισσα Ελένη, Αφροδίτη. Εγώ ταξίδεψα ολοκληρη θάλασσα για να έρθω εδώ. Νομίζω πως είναι καιρός πλέον να την αποκτήσω."

"Ηρέμησε Πάρη," αποπειράθηκε να τον καθησυχάσει η θεά. "Έχε μου εμπιστοσύνη και αύριο το βράδυ θα είναι όλη δική σου και μαζί θα πλέετε προς το Ίλιο."

Ο Πάρης ηρέμησε αμέσως μόλις άκουσε τη δέσμευση της θεάς.

"Τώρα κοιμήσου. Είναι μεγάλη μέρα αύριο," ψιθύρισε η θεά και πέταξε μακριά καθώς ο Χαμένος Πρίγκιπας σωριάστηκε στη κλίνη του και ο Ύπνος ανέλαβε τα υπόλοιπα.

Το επόμενο πρωί ένας αγγελιοφόρος χτύπησε ξανά την πύλη της Σπάρτης. Κακά μαντάτα ήρθαν στα αυτιά του βασιλικού ζεύγους. Ο παππούς του Μενέλαου, που διέμενε στην Κρήτη, βρήκε τον θάνατο ξαφνικά εκεί.

Η Ελένη έτρεξε αμέσως να ευχηθεί καλημέρα στους καλεσμένους της μόλις ο αγγελιοφόρος έφυγε. Ο Μενέλαος έμεινε στην αίθουσα του θρόνου για να σκεφτεί τι θα έκανε.

Βρέθηκε να περπατά μαζί με τον Πάρη στο ιερό άλσος της Αρτέμιδας.

"Υπάρχει κάτι που πρέπει να γνωρίζεις," ξεκίνησε ο Τρώας πρίγκιπας όταν το παλάτι είχε ξεμακρύνει πια. "Όλο αυτό το ταξίδι το έκανα για σένα. Σε αγαπώ από τότε που η Αφροδίτη μου μίλησε για σένα. Από τότε που της έδωσα το Χρυσό Μήλο και την ονόμασα Καλλίστη των θεών."

Η Ελένη τον άκουγε υπομονετικά και τον κοιτούσε στα μάτια. Για πρώτη φορά τον παρατήρησε κανονικά. Ήταν πραγματικά γοητευτικός. Τα κάστανα μαλλιά του αγκάλιαζαν το κεφάλι του σε απόλυτη συμμετρία. Τα μάτια του δύο γαλάζιες λίμνες, ολόιδιες σαν δίδυμες, να την παρατηρούν με τόση λαγνεία και πόθο που αν δεν ήταν αυτή που ήταν θα κοκκίνιζε σαν παπαρούνα. Το υπόλοιπο σώμα του ήταν ηλιοκαμένο και σμιλεμένο υπέροχα, ενώ τα μπράτσα του ένιωθε να την καλούν να κλειστεί μέσα τους και να μην ξαναφύγει ποτέ.

Αυτό ακριβώς θα έκανε.

"Κι εγώ έχω γοητευτεί μαζί σου, Πάρη. Αισθάνομαι κάτι τόσο δυνατό για σένα που δεν μπορώ πλέον να το καταπιέσω."

Οι λίμνες των ματιών του νέου άστραψαν μόλις άκουσε τη λιτή της εξομολόγηση.

"Αγάπη μου, πες μου τον τρόπο για να φύγουμε από εδώ και θα γίνει, όσο επικίνδυνος κι αν είναι. Θα σε πάω στο δοξασμένο Ίλιο, στον πατέρα και στη μητέρα μου και θα ζήσεις εκεί για πάντα ως Ανώτατη Πριγκίπισσα και χίλιες φορές καλύτερα από όμως ζούσες εδώ."

Η φωνή του τη μάγευε. Ηχούσε σαν κελάιδισμα αηδονιού στα αυτιά της. Σαν τραγούδι μιας μοναχικής Νηρηίδας μέσα στην αμυδρότητα της αυγουστιάτικης Πανσελήνου. Ένιωθε πως μόνο και μόνο ακούγοντας τον θα μπορούσε να ζήσει για χρόνια χωρίς τίποτα άλλο. Μόνο με τη φωνή του.

"Ο Μενέλαος θα λείψει για μερικές μέρες. Θα πάει στην Κρήτη. Τότε είναι η ευκαιρία μας. Πριν αρχίσει να κατεβαίνει το άρμα του Ηλίου θα έχει αναχωρήσει. Τότε κι εγώ θα ξεκινήσω τις ετοιμασίες για τη μυστική φυγή μας."

Ο Πάρης την αγκάλιασε σφιχτά και όταν αποτραβήχτηκε την πλησίασε αργά ώσπου τα πρόσωπά τους απείχαν ελάχιστα. Η Ελένη έκλεισε την απόσταση μεταξύ τους και σφάλισε τα χείλη τους σε ένα μεθυστικό φιλί, γεμάτο πάθος και ολίγη απόγνωση. Και η ίδια το τερμάτισε όσο απότομα το ξεκίνησε.

~~~~

Ο ήλιος έδυσε και οι χτύποι της ημίθεης καρδιάς της Ελένης διπλασιάστηκαν σε ρυθμό.

Τα διαδικαστικά για την αναχώρησή τους είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Το πλοίο που εφερε τον Πάρη από την Τροία ετοιμάστηκε για να τους πάρει πίσω σε αυτήν. Θησαυροί από το θησαυροφυλάκιο του Μενέλαου είχαν παρθεί και βρίσκονταν ήδη στα αμπάρια του. Η Ελένη είχε διαλέξει τις δυο πιο πίστες της θεραπαινίδες για να τη συντροφεύσουν. Μια από αυτές, η Αίθρα, η μητέρα του Θησέα. Είχε ετοιμάσει όλα της τα πράγματα, τα νυφικά της δώρα, όλα τα κοσμήματα και ενα μπαούλο με ανάμεικτα χιτώνες, πέπλα, ζώνες και σανδάλια.

Όλα τα θυμάται θολά. Τις ετοιμασίες, την ημέρα, τον αποχαιρετισμό με τον Μενέλαο. Εκτός από μία φράση του, που θυμάται ξεκάθαρα.

"Πρέπει να φύγω, αγάπη μου. Ο παππούς μου παραδόθηκε στον Άδη. Φεύγω στην Κρήτη αλλά θα επιστρέψω το συντομότερο. Στο μεταξύ, εσύ, φρόντισε τους καλεσμένους μας σαν να ήμουν εγώ. Και παράτεινε τη διαμονή τους όσο μπορείς."

Αργότερα είχε φύγει και το μόνο που έβλεπε η Ελένη ήταν η καφετιά κουκκίδα του πλοίου του στον ορίζοντα. Ένιωσε χαρά και ανυπομονησία. Το τέλος της προσμονής πλησίαζε. Η αρχή της απέραντης ευτυχίας της σε μια άλλη χώρα δεν ήταν μακριά.

Το μόνο που θυμόταν καθαρά ήταν η τελευταία φορά που της έφεραν την κόρη της, την μικρή Ερμιόνη, λίγο πριν την βάλουν για ύπνο.

Την είχε πάρει στην αγκαλιά της και της σιγοτραγουδούσε με απαλή φωνή γλύκα νανουρίσματα. Η πριγκίπισσα αποκοιμήθηκε αμέσως.

Τότε η Ελένη σκέφτηκε τι πήγαινε να κάνει. Πώς θα έφευγε έτσι; Πώς θα άφηνε το κοριτσάκι της πίσω που τη χρειαζόταν; Ήταν μητέρα της. Καθε κορίτσι χρειάζεται τη μητέρα του.

Ωστόσο, ένα κύμα έρωτα για τον Πάρη την χτύπησε ξανά και οι αμφιβολίες παρασύρθηκαν μακριά από το μυαλό της σαν περισσή άμμος τα βράδια του καλοκαιριού με παλίρροια.

Ο Τρώας την συνάντησε λίγο μετά την αποχώρηση της Ερμιόνης από το δωμάτιό της.

"Πρέπει να φύγουμε τώρα. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο." Τον άκουσε στο μισοσκόταδο να την προτρέπει.

"Όλα έτοιμα;" Τον ρώτησε εκείνη.

"Φυσικά," ήρθε η απάντησή της. "Όλα τα λάφυρα και οι υπηρέτριες βρίσκονται ήδη στο πλοίο. Λείπει μονάχα ο πολυτιμότερος θησαυρός," συμπλήρωσε και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της.

Η Ελένη έριξε μια τελευταία ματιά στον Ταΰγετο που ορθώνονταν καθαρά έξω από τα παράθυρό της κι ύστερα φόρεσε έναν μαύρο μανδύα που η ίδια είχε υφάνει και τύλιξε όλο της το κορμί. Έριξε τη μαύρη του κουκούλα στο κεφάλι της και κάλυψε το χρυσάφι των μαλλιών της.

"Πάμε."

Επιβιβάστηκαν στο καράβι και ο Διήφοβος έδωσε το σήμα να ξεκινήσουν. Η Ελένη δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω της, στη Σπάρτη αλλά μπροστά στο ανοιχτό πέλαγος. Όταν ένιωσε την παρουσία του αγαπημένου της πίσω της, ψιθύρισε:

"Γνωρίζω ότι αυτό που κάνω δεν είναι σωστό. Μα δεν μπορώ να πράξω αλλιώς. Μαγεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Πότε νόμιζα πως είχα μπροστά μου τον Απόλλωνα, πότε τον Διόνυσο και πότε τον ίδιο τον γιο της Αφροδίτης, τον φτερωτό Έρωτα. Πλέον λίγο με νοιάζει ο θυμός του Μενελάου. Θα με προστατέψεις εσύ. Θα με προστατέψει το πυργωμένο Ίλιο."

Πρώτη τους στάση ήταν η Κρανάη, ένα νησί απέναντι από το σημερινό Γύθειο. Εκεί το ζευγάρι πέρασε την πρώτη του νύχτα και έκτοτε το νησί ονομάστηκε Νησί της Ωραίας Ελένης. Και την επόμενη μέρα συνέχισαν με προορισμό την Τροία.

~~~~

Η Αθηνά και η Ήρα παρακολουθούσαν τα πάντα από τον Όλυμπο.

"Μα πώς το έκανε αυτό η λυσσασμένη από αλαζονεία, η Αφροδίτη; Πώς τύφλωσε τόσο την Ελένη που δεν ξέρει τι κάνει;" Ωρυόταν η βασίλισσα των θεών, ενώ πηγαινοέρχονταν νευρικά γύρω από την τράπεζα των Θεών, με το πιστό της παγώνι στο κατόπι της.

"Το ξόρκι που χρησιμοποίησε με το πέπλο είναι πανάρχαιο αλλά και απόλυτα αποτελεσματικό," σχολίασε σκεπτική η Αθηνά. "Το μόνο που χρειάζεται είναι η απώλεια ενός προσωπικού αντικειμένου και μερικές σταγόνες από το σάλιο των Σειρήνων."

"Αυτό δεν έπρεπε να γίνει! Πρόκειται για προσβολή στην ισχυρότερη οικογένεια των Αχαιών!" Γρύλισε η Ήρα.

"Ησύχασε. Υπάρχει κάτι συμφέρον σε όλη αυτή την τρέλα," τόνισε η θεά της Σοφίας.

"Τι, Αθηνά;"

"Η τέλεια αιτία του πολέμου που θα καταστρέψει την Τροία,"αποκρίθηκε η γλαυκομάτα θεά με ένα μειδίαμα. "Θυμασαι τον όρκο που ο Οδυσσέας συνέθεσε για να δώσουν οι πρίγκηπες για την Ελένη; Ε, λοιπόν, θαρρώ πως είναι καιρός να τηρηθεί."

"Και το μόνο που χρειάζεται είναι να πέσει η πρώτη σπίθα," συμπλήρωσε η Ήρα, κατανοώντας τα λεγόμενα της θετής της κόρης.

"Ακριβώς," συμφώνησε η Αθηνά. "Στέλνω ευθύς την Ίριδα στην Κρήτη, να ειδοποιήσει τον Μενέλαο για τη φυγή της γυναίκας του."

"Η στιγμή της εκδίκησης μας πλησιάζει," σχεδόν μονολόγησε η σύζυγος του Δία, ενώ τα μάτια της έλαμπαν από ικανοποίηση. "Η στιγμή που η ερωμένη του γύπα θα ηττηθεί μια για πάντα!"

Ο τελευταίος ήχος στον Όλυμπο εκείνο το μοιραίο βράδυ ήταν ο ρυθμικός χτύπος των φτερών της Ίριδας, που πετούσε γοργά για να εκτελέσει την εντολή της Αθηνάς...

~~~~~~~~

3110 λέξεις...

Ερωμένη του γύπα: Η Αφροδίτη ως ερωμένη του Άρη -που είχε ως σύμβολο και τον γύπα- αποκαλούνταν και ερωμένη του γύπα.

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο να είστε καλά!!!

*Σας εκλιπαρώ αφήστε ένα σχόλιο. Σημαίνει τα πάντα για έναν συγγραφέα, έστω και άχρηστο σαν εμένα*

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top