Χ-Επιστροφή Των Χαμένων Τιμημένων

Είδατε τίτλο που βρήκα όμως ε;

Άμα έχει όρεξη ο άνθρωπος...

Τέλος πάντων,

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!!

Εκείνη η μέρα στην Τροία ξημέρωσε κεφάτη. Έβλεπαν οι αετοί που πετούσαν από ψηλά, τους ανθρώπους να κυκλοφορούν στους δρόμους με τα χαλίκια με ιδιαίτερη χαρά και ένα λίγο μεγαλύτερο χαμόγελο από τα συνηθισμένα. Οι Τρώες γιόρταζαν.

Αλήθεια όμως, τι;

<><><><><><><><><><><><>

Δύο βράδυα πριν, η Κασσάνδρα, μια από τις κόρες του Πριάμου και της Εκάβης, μια πριγκίπισσα της Τροίας, τριγύριζε στο παλάτι όλη τη νύχτα χωρίς να βρίσκει λεπτό γαλήνης για να κλείσει τα μάτια της και να συνδεθεί με τον ειδυλλιακό κόσμο των ονείρων. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει σαν σφυρί πάνω σε αμόνι και αυτός ο χτύπος έφτανε ως τα αυτιά της, τα ακροδάχτυλά της και τα μακριά νύχια της. Ένιωθε την ακατανίκητη ανάγκη να ουρλιάξει τόσο δυνατά ώστε να μη μείνει αέρας στους πνεύμονές της. Μα τον Απόλλωνα, ποτέ δεν είχε αισθανθεί τέτοιο προαίσθημα τόσο άσχημο ως τώρα.

Κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί.

□■□■□■□■□■□■□

Ανάθεμα τη μέρα που ξημέρωσε ο Ήλιος.
Ανάθεμα τα άλογα του άρματος του Θεού που ξεκίνησαν το ταξίδι τους στον ουρανό και έσερναν το Ουράνιο Σώμα.
Ανάθεμα τις ιδέες της μητέρας της, της Εκάβης.
Γιατί να την αγαπάει τόσο πολύ ο βασιλιάς και πατέρας της, ο Πρίαμος;
Γιατί να διοργανώσει αγώνες προς τιμήν του χαμένου Πρίγκιπα, του χαμένου της αδερφού, και γιατί να επέτρεπε να έρθουν και άνθρωποι που δεν είχαν αρχοντική καταγωγή;

Ίσως έτσι ο Πύρινος Δαυλός να μην έφτανε ποτέ κοντά τους. Ίσως να μην ερχόταν ποτέ πίσω στο αληθινό του σπίτι. Ίσως να σωζόταν η πόλη και να μην κινδύνευε. Ίσως η Κασσάνδρα να κοιμόταν τις νύχτες γαλήνια, χωρίς να βλέπει το όνειρο στο οποίο ο Πάρης έπαιρνε πύρινη μορφή και κατέκαιγε την Τροία ολοσχερώς...

Εκείνη την ημέρα των αγώνων η Κασσάνδρα ήταν εκεί και τα είδε όλα. Παρατάχτηκαν οι αρματοδρόμοι στις θέσεις τους. Ανάμεσά τους αναγνώρισε τους αδερφούς της, τον Έκτορα, τον Διήφοβο, τον Έλενο και μερικούς άλλους. Δόθηκε το σήμα. Έτρεξαν τα άρματα. Έληξε γρήγορα. Για τέταρτη συνεχή χρονιά νικητής βγήκε ο Έκτορας, ο διάδοχος.
Σειρά είχε η τοξοβολία. Εξήντα άντρες μέτρησε στις γραμμές τους η Κασσάνδρα.

Και τότε τον είδε.

Αυτό που της τράβηξε την προσοχή ήταν το κίνητρό του. Όλοι οι υπόλοιποι έρχονταν είτε για δόξα, είτε για έπαινο, είτε για να επιδείξουν τις ικανότητές τους. Εκείνος όμως ο γιος του βοσκού από την Ίδη, βρισκόταν εκεί για να πάρει πίσω τον αγαπημένο του ταύρο που του τον πήραν ως προσφορά στους νικητές.

Τον παρατήρησε όταν αγωνιζόταν στην τοξοβολία. Ήταν άγαρμπος. Δεν κατάφερε να βάλει ούτε ένα βέλος στον στόχο.

Σειρά είχε η πάλη. Εκεί πήραν μέρος σχεδόν όλοι οι αδερφοί της. Μεταξύ στους άλλους ήταν και ο μυστηριώδης γιος του βοσκού. Στον τελικό γύρο πέρασαν ο Έκτορας -πάντα εξαίρετος σε όλα- και -ως προς έκπληξη της Κασσάνδρας- δίπλα του ο γιος του βοσκού.

Πάλευαν για αρκετή ώρα. Για λίγο η Κασσάνδρα ένιωσε να πλήττει. Σηκώθηκε από τη θέση της να φύγει. Με το που γύρισε όμως την πλάτη της ακούστηκε ο γδούπος. Γυρίσε αργά το κεφάλι της πίσω, περιμένοντας να αντικρίσει τον αδερφό της να πανηγυρίζει τη νίκη του. Ξαφνιάστηκε όμως όταν είδε τον γιο του βοσκού να χαιρετά το πλήθος που τον επευφημούσε. Στα χείλη του ζωγραφισμένο έλαμπε ένα συμμετρικό χαμόγελο.

Της φάνηκε τόσο οικείο. Πού το είχε ξαναδεί;

Ο βασιλιάς Πρίαμος, από τον υπερυψωμένο θρόνο του, διέταξε τον νεαρό νικητή να πλησιάσει.

"Εύγε, νεαρέ μου," ακούστηκε η βροντερή φωνή του να επιβραβεύει τον γιο του βοσκού χωρίς καμία ένδειξη απογοήτευσης προς τον διάδοχο, τον Έκτορα, ο οποίος πάντα νικούσε. "Πάλεψες δίκαια και σωστά. Σου αξίζει η νίκη. Τι θα ήθελες λοιπόν για δώρο σου;" Τον ρώτησε στη συνέχεια, όπως πρόσταζε το έθιμο.

"Βασιλιά μου, εγώ ήρθα ως εδώ για να πάρω πίσω τον αγαπημένο μου ταύρο, που βίαια μου έκλεψε μια φρουρά από το κοπάδι μου. Αυτό είναι το μόνο δώρο που επιθυμώ και τίποτα άλλο," απάντησε με το βλέμμα του κάτω ο νέος, ένδειξη σεβασμού.

"Ας είναι, διάλεξε τον ταύρο σου και είθε οι Θεοί να είναι μαζί σου," ευχήθηκε ολόψυχα ο Πρίαμος και χαμογέλασε.

Η Κασσάνδρα σάστισε. Το στόμα της άνοιξε διάπλατα αλλά δεν έβγαινε λέξη. Είχε κυριευθεί από την έκπληξη.

Πώς είναι δυνατόν ο γιος του βοσκού να έχει το ίδιο χαμόγελο με τον βασιλιά και πατέρα μου;

Δεν μπορεί να ήταν ο χαμένος πρίγκιπας... Εκείνος πάει. Τον έφαγαν οι αρκούδες... Πώς είναι δυνατόν να σώθηκε;

Αξάφνου, μια φωνή ακούστηκε από το πλήθος πίσω.

"Και πώς ξέρουμε ότι νίκησε και δεν έκλεψε;"

Ζήτησαν επανάληψη του αγώνα. Ο Έκτορας όμως δεν δέχτηκε. Θεωρούσε πως ο νεαρός είχε νικήσει δίκαια.
Έτσι, αποφάσισαν να διαγωνιστούν στο τρέξιμο ξανά.

Παρατάχθηκαν στη γραμμή εκκίνησης ξανά και ξεκίνησαν με το σήμα.

Ο Πάρης -έτσι άκουσε τον πατέρα του τον βοσκό να τον φωνάζει η Κασσάνδρα- βγήκε πρώτος.

Ζήτησαν ξανά επανάληψη.

Και ξανά πρώτος ο άγνωστος γνωστός.

Και ξανά επανάληψη. Και ξανά πρώτος.

Τότε ήταν που οι πρίγκιπες εξοργίστηκαν και όρμησαν να τον σκοτώσουν. Τότε επενέβη ο ίδιος ο Πρίαμος.

"Δε θα χύσετε αίμα εδώ. Όχι σήμερα. Σήμερα τιμάμε με αυτούς τους αγώνες τον νεκρό μου γιο, τον Αλέξανδρο. Δεν θα επιτρέψω να χαθούν κι άλλοι άξιοι γιοί σαν αυτό εδώ το παλικάρι," βροντοφώναξε κι έδειχνε τον Πάρη.

Τότε όμως ο πατέρας του μικρού, ο βοσκός, ο Αγέλαος, πετάχτηκε από τη θέση του κι έτρεξε μπροστά στον βασιλιά.

"Μα ακόμα δεν καταλαβαίνετε, υπέρλαμπρε βασιλιά μου, ότι αυτός ο νέος δεν είναι άλλος από αυτόν που σήμερα τιμάτε τη μνήμη του;"

Ο Πρίαμος και ο Πάρης, όπως και όλοι οι πρίγκηπες και η βασίλισσα, τον κοιτούσαν έκπληκτοι. Μαζί και οι θεατές.

"Συγχωρέστε με που η ελαφρά καρδιά μου με εμπόδισε να εκτελέσω τη διαταγή σας να το θανατώσω, τότε που μου το έφεραν, μωρό, στα χέρια", ο γέροντας συμπλήρωσε, με δάκρυα στα κουρασμένα του μάτια.

Η Εκάβη έδειχνε μαρμαρωμένη από έκπληξη. Ο Πρίαμος πάλι, τον κοιτούσε καχύποπτα.

"Και πώς θα αποδείξεις τα λεγόμενά σου;"

"Με αυτό εδώ," απάντησε θαρραλέα ο βοσκός και έβγαλε ένα χρυσό αντικείμενο από τον μανδύα του. Το ύψωσε και φαινόταν ξεκάθαρα ένα μικρό, μωρουδίστικο στέμμα που έγραφε 'ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ'.

Με το που το είδε η Εκάβη ξέσπασε σε κλάματα κι έτρεξε να αγκαλιάσει τον γιο της, που είχε συνέλθει γρήγορα από όλες τις αποκαλύψεις γύρω του.

Ο Πρίαμος θα τον δεχόταν πίσω.

Η Κασσάνδρα έφυγε τρέχοντας προς το παλάτι. Κλειδώθηκε στην κάμαρή της και επικαλέστηκε τον θεό Απόλλωνα, τον προστάτη της.

"Γιατί δεν με είχες ειδοποιήσει για αυτό;" Τον ρώτησε στεγνά, όταν είδε τις χρυσές του μπούκλες να εμφανίζονται μπροστά της από μια αχτίδα φωτός.

"Δεν έπρεπε να σε αφήσω να εμποδίσεις αυτό το γεγονός," απάντησε ήρεμα ο θεός.

"Λες και θα με πίστευαν. Όπως φρόντισες, κανείς δεν με πιστεύει πια," αποκρίθηκε πίκρα η πριγκίπισσα.

"Πλήρωσες το τίμημα των αποφάσεων σου."

"Το ότι αρνήθηκα να γίνω η ερωμένη σου είναι έγκλημα, δηλαδή; Αυτό μου λες; Κι έπρεπε να πληρώσω τέτοιο βαρύ τίμημα;"
Η Κασσάνδρα έβραζε από οργή και μόνο στη θύμιση εκείνης της ζοφερής ανάμνησης.

Ο θεός δε μίλησε. Απλά έγνεψε σαν να ήθελε να την καθησυχάσει και εξαφανίστηκε αφού ψιθύρισε:

"Να τον προσεχείς τον δαυλό. Άφησε όμως τα γεγονότα να κυλήσουν έως ότου φτάσει εδώ η Ελληνίδα."

Μονάχα αυτό χρειάστηκε η Κασσάνδρα για να γεμίσει το μυαλό της εικόνες. Βία, φωτιά, σφαγή, πόνος, εξαθλίωση, αρπαγή, ομορφιά, βασίλισσα, Σπάρτη.

Ελένη.

Άρχισε να τρέχει μέσα στην κάμαρη, ουρλιάζοντας στη γλώσσα των μάντεων και επικαλούμενη όσους θεούς γνώριζε για βοήθεια και έλεος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πέρασαν τρεις εβδομάδες και η πόλη είχε πλέον αποδεχθεί τον νέο της πρίγκιπα. Όλα είχαν επανέλθει στον παλαιό τους ρυθμό. Η Κασσάνδρα ακόμα ξαγρυπούσε κάπου κάπου και η Εκάβη ανησυχούσε για την κόρη της, παρόλα αυτά δεν έδινε παραπάνω σημασία. Ο πρίγκιπας Έκτορας από την άλλη, έψαχνε νύφη και ο Πάρης γνώριζε την νέα του οικογένεια.

Εκείνο το πρωί, ο βασιλιάς Πρίαμος κάλεσε όλους του τους γιούς στην αίθουσα του θρόνου. Η Κασσάνδρα μπήκε από νωρίς στο τεράστιο δωμάτιο και κρύφτηκε πίσω από έναν κίονα, σίγουρη ότι κανείς δεν θα παρατηρούσε την λεπτή της μορφή πίσω από αυτό το κομμάτι μάρμαρο, που πιο πολύ θύμιζε εκατόχρονη ελιά στο πάχος.

"Σας κάλεσα όλους εδώ για να σας ενημερώσω για κάτι σημαντικό" ξεκίνησε ο βασιλιάς όταν και τα τριάντα αγόρια που ζήτησε είχαν φτάσει. Τα υπόλοιπα είκοσι ήταν μικρά και δεν υπήρχε λόγος να παρευρεθούν.

"Τι συμβαίνει, σεβαστέ πατέρα;" Αναρωτήθηκε φωναχτά ο Έκτορας, ο οποίος καθόταν πιο κοντά του από όλους.

"Στη γειτονική μας Σπάρτη, ο βασιλιάς Τυνδάρεος αποσύρθηκε από τον θρόνο και άφησε πλέον τον γαμπρό του, τον Μενέλαο από τις Μυκήνες να κυβερνήσει," ξεκίνησε ο Πρίαμος.

"Μα αυτό έχει συμβεί εδώ και τρία χρόνια, πατέρα," διαπίστωσε ο Έλενος, γιος του με την Εκάβη και δίδυμος της Κασσάνδρας, που κατείχε μαντικές ικανότητες εξίσου. "Τι μας ενδιαφέρει εμάς κάτι που έχει συμβεί πριν από τόσο καιρό;"

"Μας ενδιαφέρει, διότι πρόσφατα η γυναίκα του η Ελένη, που φημολογείται ως η ωραιότερη γυναίκα της Οικουμένης, έφερε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, μια κόρη. Θα ήθελα τρεις από εσάς να ναυαλώσετε ένα πλοίο και να τον επισκεφθείτε. Ας μην ξεχνάμε ότι κι ο ίδιος μας είχε επισκεφθεί πριν από τρία χρόνια και του υποσχεθήκαμε να του ανταποδώσουμε την επίσκεψη."

Στο άκουσμα του ονόματος της Ελένης, της υπόσχεσης της Αφροδίτης, ο Πάρης σκίρτησε.

Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την Κασσάνδρα. Τα μάτια γούρλωσαν ενώ χιλιάδες εικόνες περνούσαν από τα μάτια της.

Φωτιά.

"Εγώ πατέρα, προσφέρομαι να ταξιδέψω στη Σπάρτη," δήλωσε σχεδόν αμέσως ο Πάρης.

Καταραμένος Έρωτας.

"Κι εγώ πατέρα μου, θα ταξιδέψω στον βασιλιά Μενέλαο για να ανανεώσω τη φιλία μας," ακολούθησε τον Πάρη ο Διήφοβος, άλλος ένας γιος.

Αρπαγή και Φυγή μέσα στη Νύχτα.

"Την τριάδα των πριγκίπων θα συμπληρώσω εγώ, βασιλιά και πατέρα μου και είθε ο Αίολος να στείλει τον Ζέφυρο να μας συντροφεύει," ακούστηκε η γνώριμη φωνή του Λυκάονα, του εικοσάχρονου, παρορμητικού αδερφού της.

Απερισκεψία. Λάθη.

"Ωραία, λοιπόν," κατέληξε ο βασιλιάς Πρίαμος. "Ξεκινήστε τις ετοιμασίες και αναχωρείστε το συντομότερο. Με την ευχή μου."

"Ασφαλώς πατέρα," έγνεψε ο Πάρης, χωρίς να κρύβει την ευχαρίστησή του.

Το κεφάλι της Κασσάνδρας χτυπούσε σαν τρελό.
Ο Πάρης δεν έπρεπε να πάει εκεί.

Περίμενε μέχρι να αδειάσει το δωμάτιο και ξεγλίστρησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτρεξε στα δωμάτια της μητέρας της, ενώ προσευχόταν στους Θεούς να την πείσει να μην αφήσει τον αγαπητό της γιο να φύγει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δράματα.

Πάντως είμαι πολύ ευχαριστημένη από αυτό το κεφάλαιο.

Λατρεύω την Κασσάνδρα σαν ηρωίδα και το να τη γράφω ήταν υπέροχο.

Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;

Ωραίο ή απαίσιο;

Στο επόμενο κεφάλαιο είναι καιρός για μερικές γνωριμίες και μερικές αρπαγές...

Ορίστε μερικά αποσπάσματα:

-Μου υποσχέθηκες τη βασίλισσα Ελένη, Αφροδίτη. Νομίζω πως είναι καιρός να την αποκτήσω.
-Εμπιστεύσου με και μέχρι το βράδυ θα είναι όλη δική σου.

-Πρέπει να φύγω, αγάπη μου. Ο παππούς μου παραδόθηκε στον Άδη. Θα πάω στην Κρήτη για την κηδεία αλλά θα επιστρέψω το συντομότερο. Στο μεταξύ, εσύ φρόντισε τους καλεσμένους μας.

-Πάμε να φύγουμε αμέσως τώρα. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.

-Ήρα, νομίζω πως πλησιάζει η ώρα της εκδίκησής μας. Στέλνω ευθύς την Ίριδα να πει τα νέα στον ανύποπτο Μενέλαο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top