XXXVIII Στο Χείλος της Αβύσσου

Υπό την τυπική αρχηγία των δυο Αιάντων και την άτυπη του Ποσειδώνα, άπαντα τα μετωπα των Τρώων διαλύθηκαν κι άρχισε ραγδαία υποχώρηση. Πρακτικά, οι Αχαιοί κατεδίωκαν μανιασμένοι τους εχθρούς τους, θέριζαν όσους έμεναν πιο πίσω κι έπεφταν νεκροί από πισώπλατες λόγχες και βέλη. Πρώτη η Αμφιτρίτη τόξευε ασίγαστα κι ο άνδρας της κράδαινε τις λόγχες σε θανατηφόρα ζεύγη. Ο μοναδικός που θα μπορούσε να αντισταθεί στη μανία θεών κι ανθρώπων και να δώσει ένα ίχνος ελπίδας στον λαό του, ήταν ο πρίγκιπας Έκτωρ. Ωστόσο, τραυματισμένος από τον Αίαντα, ο ήρωας είχε μεταφερθεί στις Σκαιές Πύλες εσπευσμένα, αναίσθητος, ανήμπορος.

Την ώρα που εκτός των πυλών οι Τρώες αποδεκατίζονταν αναπόδραστα κι αναπάντεχα, στα ενδότερα ο άμαχος πληθυσμός δέχτηκε τον πληγωμένο αρχηγό του με τρόμο, θλίψη κι ένα ζοφερό προαίσθημα. Μετά από τόσο θρίαμβο, αυτή η ανατροπή τους έκοψε τα κίβδηλα φτερά, κέρινα, πιο επικίνδυνα από του Δαίδαλου και του Ικάρου.

Ταυτόχρονα, ενώ τα μουδιασμένα νέα του Έκτορα ταξίδευαν σε όλο το παλάτι κι έφταναν μοιραία στην Ανδρομάχη, η Ωραία Ελένη εξήλθε της κάμαρης της, αναζωογονημένη κι αδιανόητα άψογη, μετά από πολύωρο και γαλήνιο ύπνο, καθότι ο Πάρης είχε φύγει με τον στρατό από το προηγούμενο πρωί και δεν είχε επιστρέψει.

Καθώς προχωρούσε μόνη κι ανέμελη φαινομενικά στον διάδρομο των διαμερισμάτων, συνάντησε την Ανδρομάχη, που έτρεχε αλαφιασμένη κι ατημέλητη.

«Τι συμβαίνει;» Έσπευσε κοντά της και την αγκάλιασε αυθόρμητα, θυμούμενη πόση άπλετη, απλόχερη στοργή κι υποστήριξη είχε λάβει από εκείνη επί οχτώ χρόνια.

«Έφεραν τον Έκτορα πληγωμένο,» την έσπρωξε μαλακά πέρα η Ανδρομάχη, συνεχίζοντας ξαναμμένη από αγωνία, ξέπνοη.

Η Ελένη την ακολούθησε, προσπαθώντας να επεξεργαστεί νοητικά την απίστευτη είδηση. Οι Τρώες -ο νέος λαός της- νικούσαν. Για αυτό, άλλωστε είχαν στρατοπεδεύσει εκτός των τειχών και παραφυλούσαν τον εχθρό. Τα γεγονότα στον νου της εναλλάσσονταν κι εξελίσσονταν τόσο τάχιστα, ώστε δεν προλάβαινε να αισθανθεί χαρά ή λύπη. Την κατέλαβε μια παγερή αδιαφορία, ωστόσο παρέμεινε σε επαγρύπνηση κι ανησυχία για τη γυναικάδελφή της, η οποία βρισκόταν μια ανάσα πριν την υστερία.

Σαν να είχαν φτερά στα πόδια, έφτασαν στις Σκαιές Πύλες γρηγορότερα από ποτέ άλλοτε, χωρίς να κουραστούν καν· είχαν κι οι δυο εθιστεί στην αδρεναλίνη κι αγωνία της επικίνδυνης ώρας. Δε δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν πού βρισκόταν ο Έκτωρ, καθώς πλήθος τον είχε κυκλώσει ασφυκτικά. Θωρώντας, βέβαια, τη συμβία του, παραμέρισαν διστακτικά.

«Δεύτερη φορά που τραυματίζεται σήμερα,» μουρμούρισε ο Έλενος, που πρώτος είχε σπεύσει να βοηθήσει, ώστε ο Πάρης -που τον είχε μεταφέρει- να επέστρεφε ευθύς στη μάχη. «Δεν έχει ξανασυμβεί αυτό. Φοβάμαι πως λανθασμένα υπολογίζαμε σε νίκη, σήμερα.»

Η Ανδρομάχη γονάτισε μπροστά στον αναίσθητο σύζυγό της, ξεροκατάπιε τον κόμπο του λαιμού της κι άγγιξε το πρόσωπό του, το γεμάτο ιδρώτα, λάσπη και ξεραμένο αίμα. Ήταν σίγουρη πως το περισσότερο δεν του ανήκε.

«Πέτρα τον βρήκε κατακέφαλα,» έσπευσε να εξηγήσει ο Έλενος, για να μην την ανησυχήσει φοβερά. «Θα συνέλθει, είναι γερός.» Τον εξέτασε ο ίδιος ενδελεχώς κι εφησυχάστηκε. «Δε φαίνεται σοβαρό χτύπημα. Μονάχα ζαλίστηκε.»

Η Ανδρομάχη ανάσανε με ανακούφιση και μια θύελλα δακρύων σιωπηλών την κατέβαλε. Ωστόσο, έσφιξε τα δόντια και κράτησε πλάτη στητή, μια άψογη μέλλουσα Βασίλισσα.

«Μέχρι να ανακτήσει τις αισθήσεις του, δε θα φύγω από κοντά του,» δήλωσε κι αμέσως έστρωσε στο χώμα, δίπλα στο φορείο του άνδρα της, το πορφυρό της πέπλο και κάθησε, χωρίς δισταγμό ή ανόητες ευπρέπειες. Μια γυναίκα ήταν, που χτυποκαρδούσε κι αγωνιούσε για τον άνδρα της. Δε θα τον άφηνε, επειδή έτσι η ίδια επιθυμούσε.

Η Ελένη χαμογέλασε, συγκινημένη κι υπερήφανη. Δεν τολμούσε να διερωτηθεί αν θα έπραττε το ίδιο σε ανάλογη περίπτωση με τον Πάρη· φοβόταν την απάντηση που θα λάμβανε από καρδιά και νου. Πλησίασε την Ανδρομάχη, για να την αγκαλιάσει με θαυμασμό αλλά ανεπαίσθητα, έπεσε το σμαραγδένιο πέπλο της, αποκαλύφθηκε η χρυσή χαίτη και το πανώριο, άψογο πρόσωπο.

Όλοι οι παρευρισκόμενοι την αναγνώρισαν ταυτόχρονα και σκορπίστηκε ένα ξάφνιασμα τρομερό. Μόνο ο Έλενος ήταν παρών από τους βασιλικούς, η Κασσάνδρα στεκόταν παράμερα μα παρακολουθούσε παγωμένα κι απαθώς, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αποτελούσαν απλό λαό, γέροντες και γυναίκες ποικίλων ηλικιών.

«Αυτή τι κάνει εδώ;» Ακούστηκε ένας ψίθυρος κοντά της μα δεν μπορούσε να εντοπίσει την πηγή. Μάλλον γυναικεία φάνηκε η φωνή.

«Δεν έχει δικαίωμα να κυκλοφορεί ανάμεσα μας,» πρόσθεσε μια γερασμένη, ανδρική χροιά.

«Πώς τολμά αυτή, που είναι πιο κάτω κι από παλλακίδα, η καταραμένη, που μόνο πόλεμο και απώλειες σκορπά;» Άλλη μια γυναικεία, ταλαιπωρημένη φωνή.

Κι άξαφνα, μια μικρή οχλαγωγία ξέσπασε. Ένας λαός αγανακτισμένος, εξαντλημένος από τον πόλεμο και το θανατικό του, από τις στερήσεις και τον φόβο της πολιορκίας, είχε ξεσπάσει πάνω στην Ελένη, η οποία αναμφίβολα έφερε μεγάλο μέρος της ευθύνης, αν όχι το μεγαλύτερο.

Η κόρη της Λήδας ένιωσε τα σωθικά της να συστρέφονται και χολή να καταπνίγει κάθε ανάσα. Είχαν δίκιο· λίγα της έλεγαν. Η χειριστή πόρνη ήταν· όχι μόνο τον Οίκο της είχε διαλύσει αλλά κι όλους των Αχαιών και Τρώων που ενεπλάκησαν στον Πόλεμο. Κάθε σπίτι εντός κι εκτός του Ιλίου, σε όλη την επικράτεια της Τρωάδας, μετρούσε απώλειες είτε περιουσίας είτε τέκνων. Εκείνη δε, έμενε κλεισμένη σε ένα πολυτελές ανάκτορο και δάκρυζε ωσάν την Έχιδνα, ενώ στο αναθεματισμένο της όνομα πέθαιναν διαρκώς δεκάδες, εκατοντάδες άνδρες. Στον ερεβώδη, ζοφερό, θλιβερό της μικρόκοσμο, μονάχα η οικογένεια της, η Ερμιόνη κι ο Μενέλαος θρηνούσαν. Είχε -ηθελημένα ή μη- λησμονήσει όλους τους άλλους.

Κοίταξε την Ανδρομάχη, που είχε σκύψει το κεφάλι και θώπευε ανάλαφρα το ακίνητο κεφάλι του Έκτορα. Βασιλοπούλα είχε έρθει στην Τροία αυτή η νυμφία, από ένα βασίλειο κρατερό κι οικογένεια συμπαγή. Πλέον, ήταν μια ορφανή, ολομόναχη κι άπατρις, διότι το βασίλειο είχε γίνει στάχτη κι η οικογένειά της είχε σφαγιαστεί· ένα ειδεχθές έγκλημα στο όνομά της· στην αποτρόπαια βλασφημία που οι θνητοί ονόμαζαν ομορφιά.

Αν γνώριζε ότι θα προκαλούσε δυο πολέμους κι αμέτρητες τραγωδίες αυτή η αχρεία, αποκρουστική ομορφιά της, θα έκοβε τον λαιμό της από δέκα ετών ή θα χαρακωνόταν με μανία, να μην εμένε ούτε σπιθαμή του σώματος της που να έφερε ωραιότητα. Ήταν αργά για τέτοιες πράξεις πια. Όχι μόνο το έγκλημα είχε διαπραχθεί μα και η ίδια δε διέθετε αρκετή τόλμη. Η εφηβεία της είχε παρέλθει, μαζί κι η γενναιότητα. Δεν έμενε παρά μια πικρή, άνομη σοφία, η στερνή γνώση που δεν είχε ποτέ.

Έδρασε μηχανικά. Σήκωσε το σμαραγδένιο πέπλο από το χώμα, υποχώρησε κι έφυγε από τις Σκαιές Πύλες, τρέχοντας, θαρρείς για το παλάτι. Μα δεν πήγε εκεί· δε θα επέστρεφε στο μέρος που της θύμιζε μονάχα την αμαρτία, τα αίσχη με τον Πάρη κι έπειτα τη βία που είχε υποστεί -δίκαιη τίση μεν μα οδυνηρή για το λιπόψυχο, θνητό της κορμί.

Ανέβηκε στο κάστρο, στις επάλξεις, που φυλάσσονταν ελάχιστα, εφόσον η μάχη μαινόταν στα πλοία και κρύφτηκε εκεί. Τρύπωσε εύκολα στις πέτρινες εσοχές κι αποφάσισε να έμενε εκεί ως τη δύση του ηλίου ή ώσπου να τελείωνε η μάχη.

Ανέμενε να αντικρίσει μια προέλαση των Τρώων, μια υποχώρηση των Αχαιών απλή και κυνηγητό ως τα πλοία. Περίμενε ακόμη κι ότι θα έβλεπε να πετούν τους αλλοτινούς γνωστούς της στη θάλασσα. Δε συνέβαινε τίποτα τέτοιο.

Οι Δαναοί κέρδιζαν έδαφος ορμητικά. Με επικεφαλής κάποιον που δεν αναγνώριζε, ρωμαλέο σαν Θεό, ρήμαζαν τις γραμμές των Τρώων και τους έσπρωχναν πίσω με λύσσα τερατώδη. Το θέαμα τη συνεπήρε, τη συγκλόνισε, έκανε το αίμα της να βράζει με αγωνία αόριστη. Δεν άργησε να παρατηρήσει τον Μενέλαο, ενδεδυμένο με το έμβλημα της οικογένειας της και των Ατρειδών στη να ασπίδα. Θαύμασε το πορφυρό λοφίο στην περικεφαλαία του, τα λαμπρά του όπλα, τον σίγουρο και θαρραλέο του διασκελισμό, τη μαχητική του μαεστρία κι ανδρεία. Ήταν τόσο ευθυτενής, τόσο αδιανόητα ευλύγιστος και σθεναρός, ώστε αμφέβαλε αν ο ίδιος ο Άρης θα στεκόταν σπουδαίος αντίπαλος του. Έμοιαζε να μην είχε περάσει μια ημέρα από τον καιρό οπότε πλάγιαζε δίπλα σε αυτόν τον υπέροχο άνδρα κι όμως, είχαν περάσει δεκαεφτά χρόνια.

Με δάκρυα πικρά, μιας ευτυχίας ολότελα χαμένης κι απονεκρωμένης, η Ελένη έχασε την αναπνοή της, όταν αντίκρισε έναν μεγαλόσωμο, φοβερό άνδρα από τη Λυκία να ορμά στον Μενέλαο. Δεν ήταν ο Σαρπηδών, θα τον αναγνώριζε αμέσως, μα φαινόταν το ίδιο αιμοβόρος κι επικίνδυνος. Δεν τόλμησε να κλείσει τα μάτια. Προσευχήθηκε, ωστόσο, ολόψυχα, με όση τελματωμένη ελπίδα και πίστη διέθετε, για να σωθεί ο Μενέλαος και να μη χαθεί· όχι έτσι, όχι μπροστά της. Τον θάνατο του στο όνομά της, δε θα τον άντεχε ποτέ.

Μόλις είδε τον γίγαντα να πέφτει καταγής μισοπεθαμένος και τον Μενέλαο να τον αποκεφαλίζει με δυο γρήγορες, άρτιες κινήσεις, ένιωσε την καρδιά της να πεταρίζει από ενθουσιασμό· χάρηκε κι αγαλλίασε. Σκότωσε κι άλλους ο γιός του Ατρέα κι εκείνη τον καμάρωνε, ενώ γύρω του ο Ιδομενέας κι ο Αντίλοχος θέριζαν επίσης. Και για εκείνους χαιρόταν.

Όταν συνειδητοποίησε τι σκεφτόταν, πάγωσε. Αγαλλίαζε με τη νίκη των εχθρών και την ήττα των φίλων. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι οι Αχαιοί τη μισούσαν όσο κι οι Τρώες -αν όχι περισσότερο- δικαίως φυσικά. Ακόμη κι έτσι, δεν έπαυε να τάσσεται ολοκληρωτικά με το μέρος τους. Η αποδοχή αυτής της ιδέας, την απελευθέρωσε, αποδέσμευσε ένα μέρος της καρδιάς της που είχε ναρκωθεί κι η ίδια αισθάνθηκε ζωντανή, μετά από αμέτρητο καιρό. Νοστάλγησε τον Μενέλαο, σκίστηκε η καρδιά για την κόρη της και καταριόταν εκ νέου τον εαυτό της που τους είχε εγκαταλείψει. Μακριά τους, δεν υπήρχε ευτυχία ούτε καν ουσία για την κενότητα της ζωής της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Δίας ξύπνησε.

Ανοίγοντας τα αθάνατα μάτια του, ένιωσε το μετάξι των μαλλιών της Ήρας να χαϊδεύει τον λαιμό του. Στράφηκε και την είδε να κοιμάται δίπλα του, στο στρώμα από άνθη και γρασίδι, με όλη τη γαλήνη και ξεγνοιασιά της πιο αθώας έφηβης. Σε απλές, φευγαλέες στιγμές σαν εκείνη, θυμόταν πόσο βαθιά, ακαταμάχητα και διακαώς την αγαπούσε.

Σηκώθηκε σιγά και προσεκτικά, για να μην την ξυπνήσει. Χρειάστηκε λίγες στιγμές, για να συνειδητοποιήσει πού βρίσκονταν. Για λίγο, νόμισε πως ήταν πάλι νέοι, νιόπαντροι, τότε που η ευπρέπεια κι έμφυτη συστολή της συζύγου του τους επέτρεπαν να συναντιούνται λαθραία και κρυφά από όλους, εκτός του Όλυμπου και των θεϊκών, μεγαλόπρεπων τους ανακτόρων. Όταν, όμως, έριξε μια ματιά στην πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά τους, την πεδιάδα και παραλία της Τρωάδας, η πραγματικότητα τον χτύπησε ραγδαία, κατακούτελα σαν κεραυνός χαμένος.

Στη θέα των Αργείων που θριάμβευαν και δη με μπροστάρηδες τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη, γεγονός που αντέβαινε εντελώς στα σχέδια και τις αποφάσεις του, αγρίεψε, συνήλθε ολικά από την αδράνεια του ύπνου κι ο νους του έτρεχε αστραπιαία, ώστε να μηχανευτεί μια λύση καταλυτική και γρήγορη.

Ο Έκτωρ. Ο μόνος που θα μπορούσε να σώσει τους Τρώες από την επικείμενη καταστροφή. Κοίταξε στο πεδίο της μάχης και δεν τον εντόπιζε. Στρέφοντας το βλέμμα μέσα στα τείχη, τον βρήκε αναίσθητο, με όψη νεκρού. Εκείνη τη στιγμή, άνοιξε τα μάτια διάπλατα, σπαρτάρησε ο γιός του Πριάμου κι άρχισε να φτύνει αίμα αντιδραστικά, ξέφυγε από την αγκάλη της έντρομης, καταματωμένης πια, συζύγου του κι άρχισε να εκκρίνει το καυτό, παχύρευστο υγρό παντού γύρω του, ένα θέαμα απαίσιο, τραγικό, αξιοθρήνητο. Είχε διπλωθεί στα δυο, είχε πέσει στα τέσσερα σαν σκυλί κι έφτυνε αίμα, ενώ καταριόταν την αδυναμία του. Δεν τον είχε χτυπήσει δα κι ο πιο δειλός των Αχαιών, όμως λυπόταν πάνω από όλους εκείνος τον εαυτό του.

Με μια σπασμωδική κίνηση του Άνακτος των Θεών, ένα αεράκι διαπέρασε τα ρουθούνια της Ήρας και την ξύπνησε αμέσως, μολονότι θα ορκιζόταν ότι ήταν ήδη ξυπνητή και υποκρινόταν την κοιμισμένη για συγκάλυψη.

«Αγάπη μου, για όνομα της Γαίας, άφησε με να-» ξεκίνησε να παραπονεθεί με όλη τη χάρη που διέθετε, τεντώνοντας το ελάχιστα ντυμένο σώμα της με αξιοθαύμαστη ευλυγισία κι αισθησιασμό.

Έσφιξε απότομα το χέρι του σε γροθιά κι όλος ο αέρας εξαφανίστηκε από τα πνευμόνια της. Απείχαν τρία μέτρα κι όμως με μια και μόνο σκέψη, θα μπορούσε να την πνίξει και βυθίσει στα Τάρταρα για μερικούς αιώνες. Την πλησίασε αργά, απολαμβάνοντας την οδύνη και το μαρτύριο στο βλέμμα της. Ακόμα κι ο ίδιος εντυπωσιαζόταν πάντα από το πόσο εύκολα το πάθος τους μετατρεπόταν σε ώμο μίσος κι αντίστροφα. Τη λάτρευε αλλά η διαρκής στην ανυπακοή τον εξόργιζε· διότι δε χωρούσε αμφιβολία στον νου του για το ποιά έφερε την ευθύνη για την αναταραχή των σχεδίων του για την τρωική νίκη.

«Πόσο αδιανόητα προκλητική μπορεί να γίνει η ανοησία σου;» Την έφτυσε καταπρόσωπα, σμίγοντας τα φρύδια του με μένος. «Χθες μόλις, απείλησα ευθαρσώς εσένα και την Αθηνά να μην επέμβετε, με κύρωση αυστηρότατη! Και σήμερα, ορίστε! Τι δόλο βδελυρό και μηχανορραφία έπλεξες πάλι, Ήρα, ώστε ο πρώτος των πρώτων Τρώων αδυνατεί να πολεμήσει κι αθάνατοι βοηθούν τους Έλληνες να τους αποδεκατίσουν; Την κόρη μου δεν την είδα μα σίγουρα θα εμψυχώνει τους άνδρες λαθραία ή θα γιατροπορεύει τους αγαπημένους της τραυματίες. Άμυλο παιδί· αναλώνει την αθανασία της με τους εφήμερους, μωρούς θνητούς, χωρίς όφελος για εκείνη.»

Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σκοτείνιασε το πρόσωπο της· ο πόνος χάθηκε, έγινε ειρωνεία. Την άφησε να αναπνεύσει, από περιέργεια για την απόκριση της κι εκείνη κράτησε κεφάλι ψηλά κι ανάσα ρυθμική, χωρίς να του δώσει την τέρψη του άσθματος. Δε θα του επέτρεπε να τη δει αδύναμη ή στο έλεος του, τι κι αν οι πνεύμονες της έκαιγαν.

«Πολύ θα ήθελα να σε ακούσω τόσο υποτιμητικό για την αγαπημένη σου παρουσία της,» διατήρησε το σαρκαστικό της μειδίαμα ακέραιο.

«Αδάμαστη, σκληρή, σκύλα!» Όρμησε προς το μέρος της, την πλάκωσε με το βάρος του κι άδραξε τους καρπούς της με όλη του τη δύναμη. Πόνεσε μα δεν το έδειξε· είχε πια μάθει να αντέχει. «Αδυνατώ να σκεφτώ άξια τιμωρία για τη σκευωρία σου. Θα μπορούσα να σε τσακίσω με τις γροθιές μου μα θα σε αναλάβει ο Απόλλων κι αύριο, θα είσαι ωραιότερη από σήμερα.»

«Όλα τα έχεις επιβάλει πάνω μου,» χασκογέλασε η Θεά των Γυναικών. «Αυτό θαρρώ θα ήταν ελαφρύ.»

Την παράτησε κι άρχισε να περπατά, κάνοντας κύκλους γύρω από το αυτοσχέδιο στρώμα τους με παράλογη νευρικότητα.

«Ξέχασες μήπως το κρέμασμα σου από τον Ουρανό, με αμόνια χρυσά στους αστραγάλους κι αλυσοδεμένη με τα πιο άρτια, άρρηκτα δεσμά του Ηφαίστου; Τότε που όλοι οι αθάνατοι σε κοιτούσαν με οίκτο κι ήθελαν να σε βοηθήσουν μα δεν τολμούσαν. Ξέρεις γιατί· επειδή το βασανιστήριο σου ήταν δική μου διαταγή. Κανείς δεν είναι τόσο παράφρων, ώστε να μου αντιταχθεί. Κι όμως, εσύ, άνου, το έπραξες πολλάκις και συνεχίζεις! Από τόσα παθήματα δεν έμαθες ποτέ;»

«Όπως κι εσύ δεν έμαθες ποτέ από τα παθήματα των απιστιών σου,» ρέμβασε η γυναίκα του, με το βλέμμα απλανές και σιγανά δάκρυα πόνου νότιζαν την αλαβάστρινη επιδερμίδα της. «Είναι εμφανές και γνωστό ανέκαθεν· αξίζουμε ο ένας τον άλλον.»

«Τι σημασία έχει;» Η ματιά του σκοτείνιασε κι ο άνεμος γύρω τους λυσσομανούσε με πάγο. Το σύννεφο που τους κύκλωνε, διαλύθηκε. «Σε εξευτέλισα, τότε. Σε είχα κάνει θέαμα αξιοθρήνητο και ποταπό, σε λέρωναν τα περιττώματα των θεϊκών πτηνών, φαινόσουν πιο ταπεινωμένη κι από τον ευνουχισμένο μας πατέρα κι όμως...» Κούνησε το κεφάλι με απέχθεια και σύννεφα έζωσαν τον ουρανό. «Καμία γαλήνη δε μου προσέφερες. Πονούσα για τον γιό μου που υπέφερε, τον μέγα Ηρακλή, εξαιτίας της αρρωστημένης σου ζήλιας! Πάντοτε αρέσκεσαι να αντιτίθεσαι στο θέλημά μου, να με αψηφάς εις βάρος αθώων!» Γρύλισε μια κραυγή άναρθρη, αστραπές ξέφυγαν από τα χέρια του μα τελικά, ηρέμησε κι ανάσανε βαριά, ώστε σειόταν ολόκληρος. «Ως εδώ, Ήρα. Τώρα, δε θα γλιτώσεις. Έφερες τον Ποσειδώνα να με κάνει να φανώ ηλίθιος, να με υποθάλψει!»

«Δεν ευθύνομαι εγώ για τον ερχομό του Ποσειδώνα!» Έσπευσε να δικαιολογηθεί με απλή, αφοπλιστική σιγουριά στη φωνή της.

Χασοογέλασε τραχιά, τρομακτικά και μια εξάδα κεραυνών έπεσαν τριγύρω τους, τυλίγοντας τα δέντρα στις φλόγες.

«Κατέβηκες από τον Όλυμπο, με αποπλάνησες, για να μπορέσουν όλοι οι άλλοι φίλοι σου να δράσουν ανενόχλητοι!»

«Στο ορκίζομαι στα νερά της ιερότατης Στυγός και στη νυφική μας κλίνη, αυτή που μόνο τα δικά μας σώματα τίμησαν! Μάρτυρες μου οι πρόγονοι μας· ο Ουρανός και η Γη, δεν πρόσταξα εγώ τον Ποσειδώνα ούτε την Αμφιτρίτη ούτε κανέναν να προσέλθει εδώ! Προφανώς, βλέποντας τη δεινή κατάσταση στην οποία είχαν επέλθει οι Δαναοί, έτρεξαν να βοηθήσουν, εθελούσια κι αυθόρμητα. Στα αλήθεια πιστεύεις ότι ο αδελφός μας χρειάζεται πρόσκληση, για να επέμβει στις υποθέσεις σου και να σε ενοχλήσει; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι μόνο ανεμίχθη μα και συνέδραμε στον αγώνα των ευνοουμένων του· με έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια. Δεν εντυπωσιάζομαι που έφερε και την Αμφιτρίτη· προσθέτει κύρος κι επισημότητα στην επιχείρησή του.»

«Και πόσο βολική για σένα,» σχολίασε με ένα μειδίαμα θυμηδίας εκείνος.

«Ουδόλως!» Φώναξε πάλι η Ήρα, πνιγμένη καταφανώς από το δίκαιο. «Αν μπορούσα να τον συμβουλεύσω, θα τον νουθετούσα να υπακούει πάντοτε εσένα, τον υπέρτατο άρχοντα, τον κύριο όλων και δικό μου.»

Αυτό θα έκανα, βέβαια. Αφού αυτός ήταν τόσο απρόσεχτος, ώστε να εκτεθεί απροκάλυπτα.

Τότε, το μειδίαμα του άνδρα της μεταλλάχθηκε σε ένα απόλυτα αυθεντικό κι ειλικρινές. Την πλησίασε ξανά, με ύφος αιμοβόρου, αρπακτικού κτήνους, άδραξε κτητικά το πρόσωπο της και τα χείλη τους συνέκρουσαν, όπως πριν λίγη ώρα, που ήδη φάνταζε αιώνας. Η προαιώνια λαχτάρα ξύπνησε στις ψυχές αμφοτέρων.

«Αυτή είναι η γυναίκα μου,» δήλωσε υπερήφανα ο Δίας, ατενίζοντας τα μάτια της ευθεία με τρυφεράδα. «Αυτή είναι η λατρεμένη μου. Επιτέλους, φαίνεται, θα λογικευτείς. Άκουσε με, λοιπόν. Δεσμεύτηκα στη Θέτιδα, όρκο δεν παίρνω πίσω, οπότε, ώσπου να σβήσει ο θυμός του Αχιλλέα, οι Τρώες θα θριαμβεύουν στο πεδίο της μάχης. Γνωρίζω, όμως, ότι αυτό θα πάψει πολύ σύντομα, με την ανάδειξη ενός προσώπου που ως τώρα, μονάχα παρατρεχάμενος έμοιαζε· του Πάτροκλου, του γιού του Μενοίτου.»

Της έπιασε τα χέρια στοργικά. Κάθησε δίπλα της και ξεκίνησε να της εξηγεί το σχέδιο που είχε καταστρώσει για την ημέρα, προσφέροντας της αρκετή ικανοποίηση και διάθεση επιδοκιμασίας. Η Ήρα χάρηκε, διότι ανέμενε δυσκολίες πολλές ακόμη κι όμως, πλέον ένιωθε πως η πολυπόθητη ώρα της άλωσης και της νέμεσης τους δεν αργούσε.

«Συνέχισε το έργο σου. Θα σε παρακολουθώ από τον Όλυμπο,» ακούμπησε τον ώμο του με όλη της την αρχοντική, έμφυτη υψηλότητα κι αποχώρησε, αφήνοντας την Αθηνά και το ζεύγος της Θάλασσας εκτεθειμένους. Εξάλλου, θα αποτελούσε εξαιρετικά ριψοκίνδυνη πράξη, να τους προειδοποιούσε για την επερχόμενη, βροντερή αντίδραση του Δία.

Ωστόσο, ποτέ κανείς, όσο κοσμογυρισμένος ή μορφωμένος ή θαλασσοπνιγμένος κι αν ήταν, δε λαχτάρησε να βρίσκεται πίσω, στο αιματοβαμμένο εκείνο πεδίο, περισσότερο από τη Βασίλισσα των Θεών.

Φτάνοντας στο Όρος των Όρεων, έσπευσε στο παλάτι του Δία, αναμένοντας να βρει τους συμβούλους του καταμεσής του δείπνου και δε λάθεψε. Εκεί βρίσκονταν όλοι, έτρωγαν αμβροσία κι έπιναν νέκταρ, όλα από τα χαρισματικά χέρια της Εστίας, όταν την είδαν κι υποδέχτηκαν με θερμούς χαιρετισμούς κι επευφημίες. Τους ανταπέδωσε με ευγενικά χαμόγελα και νεύματα μισής καρδιάς, διατηρώντας όψη λίθινη. Όταν εντόπισε τη Θέμιδα, μια από τις πιο ευγενείς και σοφές ενοίκους, την αξιότερη Τιτανίδα -που κάποτε κατείχε τη θέση της, δέχτηκε από εκείνη ένα κύπελλο νέκταρ κι αγκαλιά αδελφική.

«Τι σου συνέβη; Φαίνεσαι ανταριασμένη, αν όχι χολωμένη,» τη ρώτησε, με αληθινό ενδιαφέρον και προσοχή.

Χαμογέλασε ανακουφισμένη η Ήρα, ευτυχής που η απίστευτη ικανότητα της Θέμιδας να 'διαβαζει' ακόμα και την πιο στωική μορφή αποδεικνυόταν πάντα αλάνθαστη.

«Θαρρείς δεν ξέρεις ή αδυνατείς να φανταστείς,» έσκωψε. «Μήπως δεν ήσουν παντρεμένη κι εσύ κάποτε με αυτό το εξοργιστικό υπόδειγμα αναλγησίας και δεσποτισμού;» Προτού προχωρήσει, κοίταξε την τράπεζα· όλοι οι Θεοί υπέρμαχοι των Τρώων βρίσκονταν εκεί και συμποσίαζαν, γεγονός που ίσως και να τη συνέφερε. «Ας ακούσουν, όλοι, λοιπόν, τι γίνεται στο πεδίο της μάχης, για να μη μείνει κανείς να ευφραίνεται ρηχά, κενόδοξα.»

Πήρε τη θέση της κεφαλής στην τράπεζα -ο Δίας δεν επρόκειτο να ερχόταν, άλλωστε- προκαλώντας όλα τα βλέμματα πάνω της. Η φανερά θλιμμένη της έκφραση σκόρπισε ευθύς λύπη και σιγή σε όλους. Γέλασε, τα χείλη της δονήθηκαν μα όλο το πρόσωπο δεν ιλάρωσε καθόλου, έτσι οι ιχώρες τους πάγωσαν. Την είσοδο της Αθηνάς, που τελέστηκε εκείνη την ίδια στιγμή, δεν την παρατήρησε κανείς.

«Είμαστε άμυαλοι όλοι. Δεν ωφελεί να αντιμαχόμαστε στον Δία με λόγο ή δύναμη, να τον δαμάσουμε ή να του αλλάξουμε γνώμη. Κάθεται πάντοτε μακριά μας, δε μας υπολογίζει ποσώς, ποτέ και λέει ότι είναι πρώτος στην ισχύ, ασύγκριτος των αθανάτων όλων. Από την αδιάλλακτη του απόφαση, όλοι έχουμε να χάσουμε και λυπηθούμε οικτρά. Ορίστε, γιέ μου, Άρη· φαίνεται πως ήδη στη μάχη σήμερα πέθανε ο τρομερός σου γιός, ο Ασκάλαφος, ο Άναξ του Ορχομενού.»

Δε μίλησε άστοχα ούτε χωρίς σκέψη ενδελεχή. Γνώριζε πόσο αγαπούσε αυτόν τον γιό του ο Άρης κι ήταν απόλυτα βέβαιη πως δεν είχε ιδέα ως τότε για τον θάνατο του, ειδάλλως δε θα τρωγόπινε αμέριμνα. Θα έπραττε εκείνο για το οποίο πλέον ετοιμαζόταν.

Ακούστηκε βροντή, καθώς μύες ατσάλινοι συγκρούονταν με σίδερο λαμπρό πανοπλίας. Ο Άρης, μέσα στην αγανάκτηση, είχε βαρέσει αμφότερα τα χέρια στους οπλισμένους του μηρούς. Έβραζε ολόκληρος με οργή, πέταξε το γυάλινο κύπελλο στο δάπεδο και το θρυμμάτισε, ώστε το πορφυρό νέκταρ κηλίδωσε το άψογο μάρμαρο. Τα μάτια του κοκκίνισαν επικίνδυνα, έμοιαζε μια κινούμενη απειλή, ένας ζωντανός καταστροφέας.

«Θα κατέβω εκδικητής του γιού μου στο πεδίο της μάχης. Θα σκοτώσω όλους τους Τρώες πολέμαρχους μόνος, με γυμνά χέρια, θα τους ξεκοιλιάσω και κανείς νομίζω από εσάς δε θα με θεωρήσει άδικο. Αν μου μέλλει να θανατωθώ από τον άσπλαχνο πατέρα μου και τους κεραυνούς του, ας είναι! Ας πέσω νεκρός, να κείτωμαι με τους βροτούς στο αιματοβαμμένο χώμα, μα δε θα αφήσω αυτήν την προσβολή, αυτή τη συμφορά αναπάντητη! Δείμο και Φόβε, ετοιμάστε το άρμα μου, όσο εγώ ετοιμάζω όλα μου τα όπλα!»

Κανένας δεν αντέδρασε, κανένας δεν τον σταμάτησε. Οι ομοϊδεάτες Θεοί του, κουνούσαν το κεφάλι με αποδοκιμασία, υβρίζοντας την αστάθεια του. Πόσο εύκολα είχε ξεχάσει ότι στήριζε επί τόσα χρόνια αυτόν τον λαό που πλέον απειλούσε απροκάλυπτα. Οι Θεοί υποστηρικτές των Αχαιών, είχαν μείνει άναυδοι, διερωτώμενοι πώς η εκδίκηση του Άρη θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ τους, ενώ αγωνιούσαν για τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη, που ακόμη πολεμούσαν σθεναρά. Η Ήρα, ωστόσο, είχε γύρει στον θρονίσκο της χαλαρή κι ευχαριστημένη, διότι θα ανταπέδιδε την οιμωγή των Δαναών από τον Δία με χτύπημα από το ίδιο τους το σπλάχνο. Αδημονούσε να παρακολουθήσει τη μονομαχία τους κι ήταν σίγουρη πως δε θα βαριόταν. Θα προσέφεραν θέαμα φαντασμαγορικό, ίσως ισάξιο της μονομαχίας του Δία με τον Κρόνο ή τον Τυφώνα, που πλέον ανήκαν στα χρόνια των θρύλων. Άρχισε να μασάει λίγη αμβροσία με όρεξη κι απόλαυση.

Η μόνη που μέσα στο χάος και στη σύγχυση μπόρεσε να καταστρατηγήσει τη σκέψη της και να κατανοήσει τον απίστευτο κίνδυνο της κατάστασης, ήταν η Αθηνά. Σε ελάχιστες στιγμές, ζύγισε την περίσταση, υπολόγισε πόσος θυμός και μένος θα ξυπνούσε στον πατέρα της, πόση έχθρα θα φούντωνε ανάμεσα σε εκείνον και τον Άρη με ολέθριες συνέπειες για θνητούς κι αθάνατους. Η καρδιά της σφίχτηκε κι η απόφαση ελήφθη.

Παράτησε τη σκιερή γωνία όπου κρυβόταν κι όρμησε στον ετεροθαλή αδελφό της, που είχε εξέλθει του παλατιού και πάνοπλος βρισκόταν στις πύλες, έτοιμος να ανεβεί στο άρμα και να πετάξει στην Τροία.

Με μια ιαχή της, τα άλογα σκόρπισαν σαν ξερά φύλλα από ριπή ανέμου. Το άρμα έμεινε γυμνό κι ο κύρης του εκνευρίστηκε. Δεν είχε τελειώσει. Τον πλησίασε αστραπιαία και με μια άρτια κίνηση, του πέταξε μακριά το κράνος και την ασπίδα, κουνώντας κοφτά και δυναμικά το δεξί της χέρι. Ύστερα, χωρίς δισταγμό, άρπαξε το δόρυ από τα χέρια του και το κάρφωσε στη γη, έτοιμη πια να τον λούσει στην πικρία, να τον ονειδίσει για την αμυαλοσύνη του.

«Τι πας να κάνεις, ξεφρενιασμένε; Ακούς τα ευερέθιστα νεύρα σου, για να μας καταστρέψεις; Δεν άκουσες τι είπε η μητέρα σου; Τα αυτιά σου κακολειτουργούν, από όταν έχασες νου κι αισχύνη. Γιατί πας να δοκιμάσεις την οργή του πατέρα μας; Τόσο λαχταράς να γυρίσεις τσακισμένος και να προκαλέσεις δεινά σε όλους τους αθάνατους;» Άδραξε τους ευρείς ώμους και τον ταρακουνούσε με όλη της τη δύναμη. «Να είσαι βέβαιος· θα παρατήσει τους Αργείους και τους αυθάδεις Τρώες και θα έρθει εδώ, να μας καταποντίσει. Δε θα αφήσει ατιμώρητο κανέναν μας, αθώο ή υπαίτιο. Πάψε, λοιπόν, να οργίζεσαι για το καλό σου αγόρι. Ίσοι κι ανώτεροι του στην ανδρεία έχουν χαθεί, χάνονται και θα χάνονται εφεξής. Είναι αδύνατον για εμάς να σώσουμε όλους τους θνητούς, όσο κι αν τους αγαπάμε.»

Τον κοίταξε κατάματα κι ανακουφίστηκε, διακρίνοντας ξανά το φυσικό γαλάζιο στις ίριδες του κι όχι κόκκινο τρομακτικό. Τον έπιασε από τον ώμο διστακτικά, δε συνάντησε αντίσταση, οπότε τον οδήγησε ξανά πίσω στη θέση του στην τράπεζα.

Η Ήρα αναστέναξε με φαινομενική ηρεμία μα ελλόχευε εκεί κι η απογοήτευση. Κάλεσε κοντά της τον Φοίβο Απόλλωνα και την Ίριδα, όπως προ ολίγου είχε διατάξει ο Ζεύς να πράξει.

«Πετάξτε στην Ίδη. Σας περιμένει ο άνδρας μου, για να σας δώσει προσταγές περί συνέχειας της μάχης.»

Με αυτή την ξερή υπόδειξη, τους άφησε να φύγουν σχεδόν αδιάφορα, ενώ ένευε στον Γανυμήδη να της νερώσει το νέκταρ περισσότερο. Χρειαζόταν μια γενναία ποσότητα του θεσπέσιο ποτού τους, για να αντέξει τα επερχόμενα γεγονότα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η άφιξη των δυο απεσταλμένων Θεών στην Ίδη έγινε τάχιστα κι έτσι, βρήκαν τον Άρχοντα τους καθήμενο στο θρονί του, περιτριγυρισμένο από μια ευωδιαστή, λευκή νεφέλη. Στη χρυσή του, τεχνητή ατμόσφαιρα, φάνταζε πολύ πιο λαμπρός κι από τον Απόλλωνα. Στην επιβλητική, δεσπόζουσα μορφή του, αμφότεροι οι προσκεκλημένοι έπεσαν στα γόνατα και προσκύνησαν με σέβας.

Ο Δίας μειδίασε ευχαριστημένος. Όχι μόνο για την ένδειξη υποταγής τους μα και για την τάχιστη άφιξη τους, απόδειξη αφοσίωσης της Ήρας.

«Ίρις φτερόποδη, πήγαινε στον Ποσειδώνα και πες του ακριβώς όσα ακούσεις, ως μηνύτρια απαράμιλλη,» στράφηκε πρώτα στη φτερωτή Θεά ο Πατέρας των Θεών και των Ανθρώπων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ίρις, φτάνοντας στο πεδίο της μάχης αόρατης από μάτια θνητών, στη θέα της απίστευτης σφαγής και του λουτρού Τρωικού αίματος από τον υπέρτατο Ποσειδώνα, ένιωσε αηδία υπέρμετρη, ήθελε να εξεμέσει από μέσα της ακόμα και τα σωθικά της μα συγκρατήθηκε· ήταν η θαυμαστή αγγελιαφόρος των Θεών, όχι καμία λεπτεπίλεπτη, άμυαλη Νύμφη. Ήξερε την αθλιότητα του κόσμου κι ακόμα περισσότερο την αχρειότητα των Αθανάτων μα αυτό δε σήμαινε ότι μπορούσε και να τη χωνέψει.

Με το που την είδε ο Θεός της Θάλασσας, άφησε τη θέση του μπροστάρη και τη χαιρέτισε με νεύμα, που φανέρωνε πιότερο απορία παρά χαρά που την έβλεπε. Είχε κατεβει από την Ίδη σαν χιονοστιβάδα, σαν αμείλικτος στρόβιλος, με ταχύτητα άπιαστη και το δύσκολο κομμάτι της αποστολής της είχε μόλις καταφθάσει.

«Σου φέρνω μήνυμα και προσταγή από τον Δία, Γεωφόρε Ποσειδών,» ξεκίνησε προσεκτικά, χωρίς να προδίδει κανένα συναίσθημα το πρόσωπο ή η φωνή. «Ο Αιγιδοφόρος διατάζει να αφήσεις τη μάχη αμέσως και να γυρίσεις στα νερά σου, στην αγία Θάλασσα ή σε κάποιο σου ανάκτορο. Αν, πάλι, αρνηθείς και τον αψηφήσεις, σου κηρύττει ότι θα έρθει ο ίδιος να σου αντιμαχηθεί εδώ. Να τον φοβάσαι, να τον τρέμεις, ως οφείλεις, όπως πράττουν όλοι οι Αθάνατοι, διότι είναι ο ισχυρότερος όλων κι αήττητος πολεμιστής. Δε σου αρμόζει να λέγεσαι ίσος του ποσώς, όπως κανένας άλλος, εξάλλου.»

«Μίλησε αλαζονικά κι επηρμένα,» σχολίασε με χολή κι απογοήτευση ο Κοσμοσείστης. «Είναι ανδρείος, δε διαφωνώ, δικαίως κυβερνά τον ουρανό και τους αιθέρες μα ίσες είναι οι αρμοδιότητες των τριών αδελφών, των γιών του Κρόνου κι η γη κοινή. Δεν είναι ανώτερος μου, λοιπόν. Ο λογισμός του δε θα με οδηγήσει, μόνο στους Ολύμπιους να δίνει διαταγές! Και με τη βία ως άνανδρο να μη με φοβερίζει. Με τις μεγαλοστομίες του αρμόζει να μέμφεται τις κόρες και τους γιούς του, αφού τον υπακούν από ανάγκη και σέβας.»

«Άκουσε με, τρανέ Άρχοντα του Πόντου, θέλεις στα αλήθεια να μεταφέρω αυτόν τον τρομερό, αδιάλλακτο λόγο στον Δία;» Παρέμεινε ψύχραιμη η ανεμόποδη Ίρις. «Δε θέλεις να ηρεμήσει; Στρέφονται οι γνώμες των γενναίων. Κι οι Ερινύες θα ευνοήσουν αυτόν που έχει δίκιο και πρώτος αντίκρισε τον κόσμο.»

Την κοίταξε αυστηρά, κατάματα ο γιγαντιαίος Θεός. Μολονότι ο Δίας ήταν ο μικρότερος όλων των γιών του Κρόνου, είχε μεγαλώσει πρώτος, έχοντας γλιτώσει του πατρικού κανιβαλισμού. Λογιζόταν, λοιπόν, από όλους πρωτογενής, γεγονός που διόλου πείραζε τον αυθεντικό πρωτογενή, τον Άδη. Δίκιο είχε η μικρόσωμη Θεά· θα τον ευνοούσαν οι Ερινύες, όπως κι οι Μοίρες, όπως κι η γιαγιά τους η Γαία, όπως και κάθε αρχέγονος ρυθμιστής του Κόσμου τους. Ήταν μάταια η επιμονή, αν δεν αποζητούσε την έχθρα των μισών αθανάτων.

«Πράγματι, Ίρις, μίλησες σωστά, λαμπρά, ο μηνυτής τελικά ξέρει να ξεχωρίζει το ορθό,» παραδέχτηκε κι έσκυψε το κεφάλι. «Όμως, την καρδιά μου συνθλίβει πόνος φριχτός, εμένα τον ισόμοιρο κι ομόκληρό του, εφόσον με ψέγει τόσο άσχημα με απειλές σφοδρές. Προς το παρόν, θα συγκλίνω με ευλάβεια.» Τότε, απότομα, ύψωσε το βλέμμα ξανά, προς την Ίδη, σαν να έψαχνε τον αδελφό του. «Άκουσε, ωστόσο, κάτι άλλο, απόλυτα αληθές. Αν συνεχίσει έτσι παράτολμα, προς πείσμα δικό μου, της Ήρας, της Αθηνάς, του Ηφαίστου, του Ερμή κι όλων των αθανάτων που αντιμάχονται τους Τρώες, αν εξακολουθήσει να αποδυναμώνει τους Αχαιούς και να προφυλάσσει το Ίλιον, οργή τεράστια κι άσβεστη θα ξεσπάσει σε όλους μας, που δε θα λογαριάσει καμία λεκτική απειλή.»

Και χωρίς άλλα λόγια ή χαιρετισμό, έτρεξε πίσω στην παραλία και βούτηξε στη θάλασσα. Σχεδόν αμέσως, τον ακολούθησε κι η Αμφιτρίτη. Με έναν βαθύ, κουρασμένο αναστεναγμό, πέταξε μακριά η Ίρις, για να μεταφέρει τον λόγο στον Δία, ως όφειλε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Ο Ποσειδώνας επέστρεψε στο βασίλειό του,» παρατήρησε ο Απόλλων, που ακόμη στεκόταν δίπλα στον πατέρα του, στην απόκρημνη βουνοκορφή.

Το νέφος του Δία πλέον είχε χάσει όλη του τη χρυσή ομορφιά κι είχε γίνει κατάμαυρο, μουντό, πιο δυσοίωνο κι από την ομίχλη του Κάτω Κόσμου.

«Εξαίρετα,» χτύπησε τα χέρια του μια φορά με ευχαρίστηση ο Νεφεληγερέτης. «Η σειρά σου τώρα, αγόρι μου. Αφού τρέχει να γλιτώσει από τον θυμό μου ο Ποσειδών, τρέξε εσύ στον Έκτορα. Σοφά σκέφτηκε ο χοντροκέφαλος αδελφός μου για μια φορά, διότι τον πόλεμό μας θα αισθάνονταν μέχρι κι οι Τιτάνες, οι φυλακισμένοι στα Τάρταρα. Και τους δυο μας συμφέρει, δε θα αποτελούσε μάχη απλή ούτε αναίμακτη· κι οι δυο θα κινδυνεύαμε εντόνως.» Έκανε μια παύση, πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη κι απευθύνθηκε ξανά στον γιό του. «Εσύ, λοιπόν, Απόλλων, πάρε την αιγίδα μου την κροσσωτή και σείοντας την, θα στρέψεις τους Έλληνες σε φυγή άτακτη. Τον Έκτορα δε, να τον προστατεύεις αυτοπροσώπως. Φούντωσε τη δύναμη του, να διώξει τους Αργείους μακριά, να φτάσουν τα καράβια τους ως πέρα, στον Ελλήσποντο! Ύστερα, στην κατάλληλη στιγμή, θα φροντίσω εγώ να τους ανασώσω.

«Θα γίνει όπως πρόσταξες. Δε θα σε παρακούσω, πατέρα,» υποκλίθηκε, κλίνοντας τον κορμό του ο Φοίβος και με μεγάλη χαρά πήρε την Αιγίδα, την ασπίδα με το δέρμα της Αμαλθείας κι έσπευσε στην Τροία σαν φασσοφόνο γεράκι, το γρηγορότερο όλων των πτηνών.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Αγάπη μου,» ψέλλιζε ο Έκτωρ, έχοντας ανακτήσει προ ολίγου τις αισθήσεις του. Αντίκρισε πρώτη την Ανδρομάχη κι όρμησε παραζαλισμένος να της φιλήσει τα χέρια, γεμίζοντας τα αίμα και χώμα μα κανείς δε νοιαζόταν. Κι όσο η εκείνη δάκρυζε, ο διάδοχος της Τροίας ανακτούσε πλήρως τις αισθήσεις του.

«Ένα κάθισμα,» φώναξε ο Έλενος και του το έφεραν, για να καθίσει εκεί ο σπουδαίος και να επανέλθει γρηγορότερα. Ένας στρατιώτης, έπειτα, προσέφερε νερό και κρασί, μαζί με ψωμί κι αλμυρό τυρί, ώστε τα μάγουλα του πήραν χρώμα ξανά.

«Δόξα τους Θεούς,» μουρμούριζαν είτε φώναζαν οι παρευρισκόμενοι, ευτυχείς που ο μέγιστος υπερασπιστής τους φαινόταν υγιής και πάλι.

Έτρωγε, έπινε, έβρισκε την πνοή του, ο Έκτωρ ξανάνιωνε, όταν προσγειώθηκε δίπλα του ο Φοίβος, ορατός μόνο σε εκείνον. Με ένα άγγιγμα στο μέτωπο του, χάθηκαν μεμιάς κάθε δύσπνοια και κρύος ιδρώτας, μαζί με κούραση και ζαλάδα. Έσκυψε στο αυτί του ο Θεός και ψιθύρισε.

«Τι σου συνέβη, Έκτορα; Γιατί είσαι μακριά από τη μάχη;»

Μέσα στη λάμψη του, ο θνητός αδυνατούσε να καταλάβει ποιός του μιλούσε.

«Θεός είσαι Ολύμπιος, ελπίζω αρωγός μου,» αποκρίθηκε, ακόμα ταλαιπωρημένος στη φωνή. «Με βρήκε συμφορά δίπλα στα πλοία των εχθρών, καθώς λιθάρι κατάστηθα με χτύπησε από τα χέρια του μεγάλου Αίαντα. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι σήμερα θα κατέβω στον Άδη.»

«Μη φοβάσαι, έχε πίστη, τόλμη και θάρρος, διότι ο Δίας είναι σύμμαχος σου,» του είπε, χαμογελώντας περήφανα ο αθάνατος. «Και στο πλευρό σου πάντα θα βρίσκεται ο Φοίβος Απόλλων, που σκέπει εσένα και την ιερή σου πόλη. Πρόσταξε τους άνδρες να ιππεύσουν μπροστά, να σπρώξουν ξανά τους Αχαιούς στα πλοία κι εγώ θα ανοίξω πέρασμα ευρύ. Σήμερα, θα πληρωθεί όλο το Τρωικό αίμα που χύνεται εδώ και τόσα χρόνια. Στον πάτο της θάλασσας θα σαπίσουν τα κουφάρια τους.»

Άλλο ένα άγγιγμα στον ώμο του μεγαλοπρεπούς Βασιλόπουλου αρκούσε, για να γεμίσει ανδρεία, σθένος και γενναιότητα ανείπωτη. Σηκώθηκε όρθιος, στάθηκε στα πόδια του με σιγουριά, άφησε τη γυναίκα του απαλά, την αποχαιρέτησε με φιλί γλυκό στο μέτωπο και πήρε τα όπλα του, που κείτονταν σαν πτώματα δίπλα του.

«Ετοιμάστε τα άλογα!» Πρόσταξε τους υπασπιστές του, που έσπευσαν να υπακούσουν κι εκείνος ακολούθησε τάχιστα. Περπατούσε με αυτοπεποίθηση, υπερηφάνεια, το κεφάλι ψηλά με τη χαίτη της περικεφαλαίας να ανεμίζει, επρόκειτο για ένα θέαμα τρομακτικό και μεγαλειώδες ταυτόχρονα, γιατί αυτή η ξεκούραστη, αριστουργηματική μηχανή πολέμου και θανάτου, ετοιμαζόταν να σκορπίσει όλεθρο στον εχθρό. Μάζεψε μόνος του τα πρώτα είκοσι άλογα κι ένευσε στους πιο κοντινούς στρατιώτες -που είχαν αυτομολήσει- να έρθουν και να τα καβαλήσουν ευθύς. Οι τραυματίες Έλενος και Διήφοβος, ανέλαβαν να ετοιμάσουν τα υπόλοιπα και να τα παραδώσουν εν ευθέτω χρόνω.

Μέχρι τότε, οι Τρώες έτρεχαν να σωθούν από την Δαναϊκή μανία, διώκονταν από πυκνά ξίφη και κοντάρια δίστομα.

Με το που φάνηκε, μολαταύτα, η επιβλητική φιγούρα του Έκτορα, που έφιππος εξήλθε των πυλών, μαζί με είκοσι άλλους, αναθάρρησαν απίστευτα -Αρχηγοί και στρατιώτες.

«Στον Έκτορα! Τρέξτε στον Πρίγκιπα!» Ούρλιαζε ο Πάρης, γεμάτος χαρά κι ανακούφιση για την επιστροφή του αδελφού του.

«Στον γιό του Πριάμου! Τρέξτε στον Αρχηγό μας!» Ακούστηκε κι η βροντερή χροιά του Σαρπηδόνα της Λυκίας.

«Ελάτε άνδρες! Έφτασε ο καλύτερος μας, ο τελειότερος Αρχηγός που γεννήθηκε ποτέ! Τώρα, η νίκη είναι δική μας!» Φώναξε ο Αινείας, μην κρύβοντας ακόμα και γέλια αγαλλίασης που έβλεπε τον Έκτορα πίσω στη μάχη, λουσμένο με λάμψη και μεγαλείο, σαν ημίθεο γιό του Φοίβου.

«Παύσατε! Μείνετε στις θέσεις σας!» Φώναζαν από την άλλη πλευρά οι Αίαντες, ο Αντίλοχος, ο Μενέλαος κι ο Ιδομενέας στους Αργείους, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να καταβάλλονται από τρόμο, μπροστά στη θέα του πρωτότοκου Πριαμίδη.

Επικράτησε πανζουρλισμός, αναρχία και παράνοια ανάμεσα στους Αχαιούς. Μέσα στην τρομάρα τους, μιλούσαν ακανόνιστα, δεν ξεχώριζαν τα λόγια, τα όπλα συγκρούονταν και δημιουργούσαν βλαβερή οχλαγωγία, ορισμένοι δεν άκουγαν καν τους εαυτούς τους.

Τότε, ο Θόας της Αιτωλίας, που είχε λόγο βροντερό, όσο το δόρυ του το αλάνθαστο, ο πρώτος ρήτορας των νέων, ανέλαβε δράση και πάτησε το πόδι του δυνατά, με μια ιαχή εκκωφαντική. Άπαντες σιώπησαν.

«Θαύμα απίστευτο βλέπουν τα μάτια μας, φίλοι! Ο Έκτορας ζει, επέστρεψε στη μάχη, τι κι αν πιστέψαμε πως η βολή του Τελαμώνιου Αίαντα τον είχε σκοτώσει! Κάποιος Θεός τον έσωσε αυτόν, τον θεριστή ήδη πολλών δικών μας και σίγουρα θα θερίσει κι άλλους, πολυάριθμους ακόμα, με τη σύμφωνη γνώμη του Δία, το δίχως άλλο. Πρέπει να γυρίσουμε στα πλοία με τον στρατό όλο κι οι Αρχηγοί να μείνουμε ανδρείοι, να υψώσουμε τα δόρατα, σε σχήμα φάλαγγας, ώστε να τον εμποδίσουμε και διακόψουμε την ορμή των αλόγων!»

Κανένας δε διαφώνησε, το σχέδιο ήταν άψογο, για την ταχύτητα του.

Σε ελάχιστη ώρα, όλοι οι Πολέμαρχοι, ο Μενέλαος, οι Αίαντες, ο Ιδομενέας, ο Τεύκρος, ο Μηριόνης, ο Μέγης, ο Αντίλοχος κι ο Νέστωρ, φώναζαν και προστάζαν τους άνδρες σε οπισθοχώρηση, επιστροφή στα πλοία, πίσω από το διαλυμένο τείχος, για να ανασυνταχθούν σε φάλαγγες.

Με τεράστιες δρασκελιές έτρεχαν πίσω τους οι Τρώες, με πρώτο όλων και πιο αιμοδιψή από ποτέ, τον Έκτορα. Δίπλα του, τυλιγμένος σε σύννεφο, ο Απόλλων παραφυλούσε κι όταν πλησίασαν αρκετά, φάνηκε, μετέωρος στον ουρανό, πνεύμα φοβερό, ο επικεφαλής των Τρώων. Στο στήθος του, φορούσε την Αιγίδα, το εξαίσιο έργο του Ηφαίστου, που ενστάλαζε τρόμο και δειλία στις καρδιές των εχθρών. Ένα μαύρο, ερεβώδες συνοθύλευμα, στο οποίο φώλιαζαν όλα τα δεινά που κάποτε είχαν μπει στο Κουτί της Πανδώρας.

«Οι πρώτες δυο σειρές θα προτάσσουν δόρατα εμπρός, οι δυο επόμενες ψηλά κι οι υπόλοιποι θα αναλάβετε τη φύλαξη με ασπίδες. Οι τοξοβόλοι, παραταχθείτε πίσω κι όταν μας φτάσουν, ξεκινήστε τη ρίψη!» Παρέμεινε απτόητος ο γιός του Τελαμώνα και διέταζε τους άνδρες του με σιγουριά, αδημονώντας να αντιμετωπίσει τον Έκτορα και να τον αποτελειώσει. Όλοι οι Αρχηγοί μετέφεραν τη στρατηγική του στους άνδρες τους κι η παράταξη είχε ολοκληρωθεί άψογα.

Οι Τρώες τους έφτασαν κι η συμπλοκή άναψε άγρια για άλλη μια φορά. Σηκώθηκε ανατριχιαστικός αλαλαγμούς, πετούσαν βέλη από χορδές, με προορισμό τη σάρκα μα εκείνα δεν έβρισκαν στόχο ποτέ. Ο Φοίβος έφερε την Αιγίδα ακέραια, ασάλευτη.

Στην αρχή, εξίσου συνέβαιναν οι απώλειες. Κι όσο οι Αχαιοί φαλαγγίτες έπεφταν, οι Αρχηγοί τους αντικαθιστούσαν ή έπαιρναν οι ίδιοι τη θέση τους. Ωστόσο, όταν ο Απόλλων έστρεψε την Αιγίδα και τη σάλευε να τους κοιτά κατάματα, κραύγασε σαν θηρίο των Ταρτάρων, όπως ο Τυφώνας, που τάραζε τη γη με τα αλυχτά του. Μάργωσε ο νους των Δαναών, πάγωσε, και το θάρρος της ανδρείας ξεχάστηκε. Είδαν τον απόλυτο Τρόμο, εκείνον που είχε φοβίσει ακόμη και τους Γίγαντες.

Το έβαλαν στα πόδια. Κανένας δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει· ούτε παρακάλια ούτε διαταγές ούτε απειλές. Ο στρατός των Αχαιών είχε διαλυθεί και παραδοθεί ολικά στο έλεος -ή μάλλον στην καταστροφή- του Έκτορα, στον οποίο ο Φοίβος σχεδίαζε να προσφέρει όλη την καταξίωση, τη δόξα και το κλέος του κόσμου.

Η σφαγή ξεκίνησε. Ο Έκτωρ φόνευσε εύκολα τον Αρχηγό των Βοιωτών Αρκεσίλαο και δυο πρωτοπαλίκαρα του Μενεσθέα των Αθηνών, τον Στιχίο και τον Ίασο, όπως και τον Μέδοντα, ετεροθαλή αδελφό του μικρού Αίαντα, από άλλη μάνα. Δεν άργησαν, βέβαια και το αδέλφια του να ακολουθήσουν το παράδειγμα του. Ο Πολυδάμας σκότωσε τον Μηκιστή από το Άργος, ο Πολίτης τον πρόμαχο Εχίο κι ο Πάρης τόξευσε στην πλάτη τον Δηίοχο. Ο δε Αγήνωρ, γιός του σεβαστού Αντήνορα, ξεκοίλιασε τον Κλόνιο, άλλον έναν Αρχηγό των Βοιωτών. Τα πτώματα έμεναν έρμαια, ήταν αδύνατη η υπεράσπισή τους, έτσι επιτόπου, αστραπιαία ελάμβανε χώρα κι η σκύλευση.

Οι Αργείοι πέρασαν το τείχος με δυσκολία, παλεύοντας να διαβούν τους πάλους και τον χάνδακα, τα βαριά όπλα μονάχα δυσχέραιναν τις απόπειρες, οπότε δεν άργησαν να ποδοπατούν ο ένας τον άλλον και να λιώνουν τους αδύναμους ή εξουθενωμένους.

«Πρέπει να περάσουμε την τάφρο πάση θυσία!» Πρόσταξε ο Ιδομενέας. «Ίσως έτσι μπορέσουμε να τους αναχαιτίσουμε, αφού τα άλογα τους εμποδίζονται από τα παλούκια μας!»

Είχε δίκιο. Πράγματι, δεδομένου του βάθους και του αδρομερούς σκαψίματος και παγίδων του χάνδακα, δε θα μπορούσαν οι Τρώες να φέρουν κοντά τους άλογα ή άμαξες. Οι θνητοί· όχι απαραιτήτως κι ένας Ολύμπιος Θεός.

«Τι μαύρο θεριό είναι αυτό στον ουρανό; Τι απίστευτο σημάδι των Ταρτάρων και του Άδη;» Αναφώνησε με τρόμο ο Αγαμέμνων, βρίσκοντας με ανακούφιση τον αδελφό του άθικτο, πέραν των μικρών πληγών που όλοι έφεραν πλέον. Οι υπόλοιποι τραυματίες είχαν ήδη επιστρέψει στα κρεβάτια του πόνου -μετά τη φανέρωση του Σημείου- μα εκείνος αδυνατούσε να εγκαταλείψει τη θέαση της μάχης.

«Αγαμέμνων, γύρισε στη σκηνή των Ασκληπιάδων, γρήγορα,» πρόσταξε σχεδόν ο Μενέλαος, βραχνά από τόσο τρέξιμο. «Δεν έχω δει μεγαλύτερη απειλή στους εχθρούς ή φόβο δικό μας. Φύγε, να σωθείς. Μάλλον, δε θα ασχοληθούν με τις σκηνές, θέλουν να κάψουν τα πλοία κι εκείνα πρέπει να υπερασπιστούμε.»

«Δεν πάω πουθενά-» ξεκίνησε να του απαντήσει μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Η πανίσχυρη φωνή του Έκτορα σκέπασε τα πάντα.

«Ανεβείτε στα άλογα και στα άρματά σας, Τρώες και φίλοι τιμημένοι! Εμπρός, στα καράβια! Αφήστε τα ματωμένα λάφυρα. Όποιος δε με υπακούσει, από το χέρι μου θα κακοθανατίσει και δε θα κηδευτεί ποτέ, θα τον φάνε τα σκυλιά!»

Βρόντησε το μαστίγιο στην άμαξα του πρώτος και ξεχύθηκε, ακολουθούμενος ευθύς από ορδή ιππέων κι αρμάτων, χωρίς να δείχνει δισταγμό ή φόβο για την τάφρο. Είχε πίστη, τόλμη και θάρρος.

Ο Απόλλων προπορεύθηκε. Με τα γυμνά του πόδια, γκρέμισε εύκολα τις όχθες, τα φρύδια του λάκκου, ενώ γέμισε με αδιανόητη ταχύτητα την τάφρο απανταχού με χαλάσματα και πέτρες. Για να σιγουρευτεί για την επιτυχία του, πάτησε πάνω στη ματωμένη γέφυρα των πτωμάτων και συντριμμιών και τη λείανε, για να μη δυσκολευτούν ουδόλως οι τροχοί κι οι ίπποι. Κι ιδού, ανοίχτηκε δρόμος πλατύς, προσιτός, προσπελάσιμος.

Ενόσω οι Τρώες κατέβαιναν την πεδιάδα, εκείνος συνέχιζε το ζοφερά μεγαλειώδες έργο του. Γκρέμιζε το τείχος, τους κόπους των Αχαιών, με χέρια και πόδια, ωσάν αμμόκαστρο, χωρίς να κρύβει την Αιγίδα, που συνέχιζε να σκορπά πανικό κι απίστευτο άγχος.

Είχαν παραταχθεί μπροστά στα πλοία κι έτρεμαν, αγωνιώντας για την ολέθρια συνέχεια. Τι κι αν φώναζαν Αρχηγοί και Πολέμαρχοι για ψυχραιμία και διατήρηση θέσεων, τι κι αν πολλοί ήδη είχαν υψώσει τα χέρια και προσεύχονταν στους Θεούς για σωτηρία, η ησυχία είχε προ πολλού χαθεί, μαζί με το κουράγιο.

Τότε, ο Νέστωρ, ο μέγιστος αρωγός κι έρεισμα όλων, έστειλε δέηση στον Δία αυτοπροσώπως, με σκέψη και πνεύμα καθαρά.

«Πατέρα Θεών κι Ανθρώπων, αν ποτέ σου έκαψαν μόσχους ή πρόβατα στο Άργος, με ευχές νόστου στην πατρίδα και το υποσχέθηκες, ίλεως, θυμήσου τα, Μέγα Δία, μάκρυνε μας από την ώρα της καταστροφής, μην αφήσεις τους Τρώες να συντρίψουν τους Δαναούς.»

Αμέσως έφτασε η δέηση στα αυτιά του Κρονίδη, ο οποίος απάντησε με ένα κεραυνό που έσκισε την ατμόσφαιρα. Μόλις γνώρισαν τη βροντή του, οι Τρώες αναθάρρησαν ακόμα περισσότερο, ορμώντας στον εχθρό με νέα λύσσα. Κατέβηκαν στο τείχος με βοή εκκωφαντική, απαίσια και δεν άργησαν να φτάσουν, πρώτα οι άμαξες.

«Ανεβείτε στα πλοία η οπισθοφυλακή!» Διέταξαν οι Αίαντες. «Από τις πρύμνες, θα μπορούμε να χτυπάμε τους καβαλάρηδες!»

Έτσι, τους υποδέχτηκαν· στις πρύμνες μερικοί κι άλλοι μπροστά στα πλοία, πολέμιοι σε κάθε λογική, ελπίδα και οιωνό. Με δίκοπα σπαθιά τους ρίχτηκαν οι Τρώες κι οι Αχαιοί από τα μαύρα καράβια απαντούσαν με κοντάρια και δόρατα, όσα φυλούσαν στα αμπάρια, ακόμα κι εκείνα που χρησιμοποιούσαν στο ψάρεμα, με σιδερόφραχτες άκρες, οδοντωτά και θανάσιμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Πάτροκλε! Έλα να μας βοηθήσεις, η πείρα σου είναι πολύτιμη!»

Η Τέκμησσα, εντοπίζοντας τον περιπλανώμενο Πάτροκλο, δε δίστασε στιγμή να τον φωνάξει, ενώ έλεγχε τις πληγές όσων περικύκλωναν τη σκηνή και δε χωρούσαν μέσα.

Εκείνος την πλησίασε μηχανικά, με βλέμμα ολότελα χαμένο μα σταθερή φωνή.

«Θαρρώ μπορώ να αναλάβω τον Ευρύπυλο, νωρίτερα εγώ του έδεσα το τραύμα,» της είπε και πέρασε στα ενδότερα της σκηνής. Η Τέκμησσα δε βρισκόταν πολύ μακριά του.

Έκανε μια παύση στη θέα του Οδυσσέα, που κοιμόταν γαλήνια και το φρικαλέο, ευρύ, νεκρώδες του χτύπημα φάνταζε υγιές, με δέσιμο και κάψιμο άρτια, εξαίσια γινόμενα από χέρια επιδέξια.

«Ποιός τον περιποιήθηκε; Τόσο θαυμαστή δουλειά ούτε από τον Χείρωνα δεν έχω δει,» απόρησε ο γιός του Μενοίτου.

«Κανείς δεν ξέρει,» απάντησε ντροπαλα η Τέκμησσα. «Τον είχαμε αφήσει, καθώς έρχονταν δεκάδες οι τραυματίες κι όταν ήρθα να τον δω, ήταν έτσι. Θαύμα μοναδικό.»

«Αυτό ακριβώς που χρειάζεται κι ο στρατός μας,» μελαγχόλησε ο άνδρας και ζύγωσε τον Ευρύπυλο διακριτικά.

Έπλυνε τη βαθειά πληγή στον βραχίονά του, με λόγια ήρεμα τον γαλήνευε, με βότανα αρχέγονης γνώσης φρόντισε και πάλευε με τις πιο ευγενείς και μαλακές κινήσεις να ησυχάσει και τον δικό του νου, που είχε βυθιστεί σε μια άβυσσο ενοχών, σκέψεων δυσνόητων και πολυσύνθετων, σχεδίων ακαθόριστων, ηρωικών μέσα στην αοριστία τους. Συγχυζόταν. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Άφησε τη δουλειά του κι έτριψε νευρικά τις παλάμες στον σκονισμένο χιτώνα. Ξεφύσησε. Ανακάτεψε τα μαλλιά του, ώσπου καμία τούφα δεν έμεινε παράλληλη της άλλης. Ο Ευρύπυλος είχε μείνει να τον κοιτάζει με έκπληξη κι ανησυχία, φοβούμενος ότι είχε τρελαθεί, ότι είχε καταβληθεί από πνεύμα δαιμονικό των Ταρτάρων.

Ακούστηκε ένας βόμβος τρομερός, μια βοή ανατριχιαστική και διάσπαρτες φωνές, ανάκατες κι ακατανόητες. Σε μια στιγμή, διάβηκαν την ταπεινή είσοδο της σκηνής με απίστευτη βιασύνη ο Διομήδης κι ο Αγαμέμνων.

«Ερχόμαστε από το πεδίο. Τα πράγματα είναι τραγικά, συμφορά τεράστια μας απειλεί,» φώναξε ο Διομήδης και κουλουριάστηκε στα πόδια της κλίνης του Οδυσσέα, πρακτικά τρέμοντας.

«Ένα θέαμα σκοτεινό και φοβερό, σαν να άφησε ελεύθερα όλα τα τέρατα που στεγάζει ο Τάρταρος,» συμφώνησε ξεψυχισμένα ο Αγαμέμνων, κουρασμένος από το τρέξιμο και την αγωνία. «Ακόμα και τον Άδη να αντίκριζα καταπρόσωπα ή τον Κρόνο, δε θα τρόμαζα τόσο, όσο τρόμαξα τώρα στη θέα του Έκτορα. Αυτό το απέθαντο θηρίο σήμερα θα μας αφανίσει ή θα χαθεί.»

Επικράτησε θόρυβος απίστευτος· οι ασθενείς μουρμούριζαν ή κραύγαζαν ή έκλαιγαν και θλίβονταν για την κακοτυχία τους, υβρίζαν τις μάνες που τους γέννησαν, έκρωζαν τους πατέρες που τους ανέστησαν κι έστειλαν στη μάχη, έτρεμαν που θα πέθαιναν μακριά τους και δε θα νεκροφιλούνταν από πρόσωπα οικεία, αγαπημένα. Η Τέκμησσα κι η Βρυσηίδα, τότε, πήραν δυο ασπίδες που βρήκαν πεταμένες έξω και χρησιμοποιούσαν για συγκέντρωση βρόμικων πανιών. Τις χτύπησαν μεταξύ τους σε σύγκρουση μετωπική, δημιουργώντας έναν ήχο μεταλλικό κι εκκωφαντικό, τα κύματα του οποίου αντήχησαν σε όλη τη σκηνή και σίγησαν τους πάντες.

«Ησυχία!» Ύψωσε τη φωνή της επιβλητικά η Τέκμησσα. «Εδώ, είναι αναρρωτήριο, όχι νεκροταφείο. Να πάτε στις σκηνές σας να θρηνήσετε. Σωπάστε κι αναπαυθείτε.»

Ένιωσε στον ώμο της μια ώθηση παράξενη κι η άκρη του ματιού της έπιασε τον Πάτροκλο να τρέχει έξω. Σήμανε με τα μάτια στη Βρυσηίδα να αναλάβει να ηρεμήσει τον τραυματισμένο όχλο και τον πρόλαβε χωρίς δυσκολία.

«Πού πηγαίνεις; Ο Ευρύπυλος σε χρειάζεται κι έπειτα θα σου αναθέσω κι άλλους,» τον έστρεψε προς το μέρος της με δύναμη.

«Το ξέρω ότι με χρειάζεστε μα δεν μπορώ να μείνω,» παραδέχτηκε εκείνος και τα μάτια του έκαιγαν με σιγουριά και τόλμη. «Τους ακούς· παλεύουν φριχτά. Στείλε να φέρουν όλους τους δούλους, να σε βοηθήσουν. Εγώ θα δράμω στον Αχιλλέα, να τον κινήσω στον πόλεμο πίσω. Είθε οι Θεοί να φωτίσουν την ψυχή μου, για να τον πείσω. Είναι πολύτιμη λένε, η συμβουλή του φίλου. Αδυνατώ να ακούω την καταστροφή και να μην την καταπολεμήσω, όταν το πιο ισχυρό αντίδοτο φωλιάζει στη σκηνή του.»

Γύρισε γρήγορα κι έφυγε. Δεν της έριξε δεύτερη ματιά. Η Τέκμησσα έμεινε για λίγο και τον παρακολουθούσε, καθώς έτρεχε με την ορμή κι αυτοπεποίθηση όλων των Μυρμιδόνων. Χαμογέλασε γλυκόπικρα και δάκρυσε, ελευθερώνοντας όλη την ένταση, την αγωνία και τον κάματο της ημέρας σε ένα σιωπηλό ξέσπασμα.

Μακάρι να πετύχεις. Μακάρι να σωθούν όλοι σήμερα. Μαζί κι ο άνδρας μου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι Τρώες πλέον υπερτερούσαν αριθμητικά των Αχαιών. Τους είχαν στριμώξει μα φαίνονταν ανήμποροι να τους απομακρύνουν από τα πλοία. Έμεναν άσειστοι οι Δαναοί, χτυπούσαν την ορμή τους, οι φάλαγγες δεν έσπαζαν κι οι Αρχηγοί στην πρώτη γραμμή αντιστέκονταν με όλο το σθένος. Είχαν καταφέρει, για άλλη μια φορά, να έρθουν ισόπαλοι σε αγώνα άνισο.

Τότε, ο Έκτωρ, για να διαλύσει την πρώτη γραμμή, όρμησε στον Τελαμώνιο Αίαντα, νιώθοντας πως είχε έρθει η ώρα να εκδικηθεί το σχεδόν θανάσιμο χτύπημα του με την πέτρα. Το τάγμα του Πριαμίδη είχε κιόλας ανάψει δαυλούς κι απειλούσε τα πλοία των Σαλαμινίων με φωτιά.

«Πρώτα θα κάψετε ολότελα εμένα και μετά τα καράβια μου!» Βροντοφώναξε ο Αίας κι ύψωσε την ασπίδα του, σκοτώνοντας όποιον τον πλησίαζε.

Ο Έκτωρ του πετούσε δόρατα και τα απέκρουσε όλα. Με το ακριβές του δόρυ, ο γιός του Τελαμώνα εμπόδισε και τη λόγχη και το ξίφος του να τον λαδώσουν. Όταν, μάλιστα, ένας Τρώας πολέμαρχος, ο Καλήτορας, τον πλησίασε με αναμμένο δαυλό, του πέρασε το δόρυ από τον λαιμό σαν σουβλί και τον ξάπλωσε στην άμμο, εξαλείφοντας και την απειλητική φωτιά.

Ο Έκτωρ εκνευρίστηκε. Φωτιά δεν μπορούσε να βάλει, καθώς ο Αίας στεκόταν ως βράχος. Χτύπησε το δόρυ στην ασπίδα του την τροχισμένη κι απευθύνθηκε στους δικούς του με λύσσα.

«Τρώες, Δάρδανοι, Λύκιοι, ακούστε τι έκανε ο καταραμένος Αίας, ο γίγας! Σκότωσε τον Καλήτορα, τον γιό του Κλυτία, τον ξάδελφο μου! Σώστε τον, πριν τον γυμνώσουν οι εχθροί!»

Πέταξε αμέσως το δόρυ του, μα δε βρήκε τον Αίαντα. Πέτυχε τον ακόλουθό του, τον Λυκόφρονα και τον σκότωσε ακαριαία. Ήταν ψυχογιός του Τελαμώνα, ένας Κυθήριος, που τον είχαν πάρει στο ανάκτορο παιδί κι είχε μεγαλώσει μαζί με τους γιούς του. Η λόγχη μπήχτηκε στο κεφάλι, πάνω από το αυτί του, ώστε ανάσκελα σωριάστηκε ο νέος. Ρίγησε από πόνο ο Αίας και στράφηκε στον αδελφό του, εξημμένος.

«Τεύκρε, αγαπημένε, είδες τι έκανε ο αχρείος Έκτωρ! Τι σου τα έδωσε τα βέλη και το τόξο ο Φοίβος, λοιπόν; Σήκω, να τον εκδικηθείς! Εγώ πρέπει να κρατήσω τη γραμμή μας!»

Χωρίς δεύτερη παρόρμηση, έσπευσε δίπλα του ο Τεύκρος· οπισθοτέντωσε τη χορδή του τόξου κι απεμπολούσε βέλη σε ζεύγη, σκοτώνοντας πρώτο το πρωτοπαλίκαρο του Πολυδάμαντα, τον Κλείτο, που ήταν κι ηνίοχος του. Του διαπέρασε το ζνίχι ανελέητα. Ο Πολυδάμας δεν άφησε το πένθος να τον καταβάλει μα πρόσταξε αμέσως τον Αστύνοο να πάρει τη θέση του νεκρού ως ηνίοχος και κήρυκας συντονιστής των ανδρών.

Το επόμενο ζεύγος βελών, προοριζόταν για τον Έκτορα κι ήταν σίγουρος πως αν τον σκότωνε πάνω στον ανώτατο άθλο του, θα έπαυε η μάχη αυτοστιγμεί. Ωστόσο, ο πάνσοφος Ζεύς που θωρούσε τα πάντα, έλαβε τον σκοπό του ως ύβρη και καύχημα σοβαρό. Πριν καν προλάβει να τεντώσει, του έσπασε τη χορδή και το σιδερένιο βέλος έπεσε καταγής. Το τόξο αχρηστεύτηκε. Ο Τεύκρος ανατρίχιασε από δέος· γύρισε στον αδελφό και κρύφτηκε πίσω του, από φόβο μήπως γινόταν στόχος του εχθρού.

«Αία, κάθε σόφισμα της μάχης μου θερίζει άψογα ένας αθάνατος, το δίχως άλλο! Το πρωί είχα δέσει τη χορδή, την είχα γυαλίσει, να είναι ολοκαίνουρια και να μείνει γερή όλη μέρα και να που κόπηκε μεμιάς!»

«Μας φθονεί, για αυτό σε συνέθλιψε,» του απάντησε ο γίγας. «Άφησε τα βέλη· πάρε το μακρύ κοντάρι και την τρανή ασπίδα, όρμησε στους εχθρούς και κίνησε τους νησιώτες του Οδυσσέα στη μάχη. Ακόμα κι αν νικήσουν, δε θα τους αφήσουμε να πουν ότι πάτησαν τα καράβια μας ακόπως.»

Δεν έχασε στιγμή ο Τεύκρος. Χάθηκε για λίγο στα ενδότερα του πλοίου κι επέστρεψε πάνοπλος, διψώντας για αίμα Τρωικό. Όταν ο Έκτωρ το παρατήρησε, άδραξε την ευκαιρία, για να φουντώσει των φίλων την τόλμη.

«Ακούστε αδέλφια και σύμμαχοι, είναι καιρός να πέσουμε με όλη μας τη δύναμη στους Αχαιούς! Τρανός τοξότης τους έχασε τα όπλα του από το χέρι του Διός, αναντίρρητα, που μας συνδράμει! Πάντα πασιφανές βρίσκεται το χέρι του στους θνητούς είτε τους ευνοεί είτε τους καταριέται. Ορμήστε με θάρρος και μη φοβάστε· αν πέσει κανείς από βέλος ή λόγχη ή ακόντιο, καλοπεθαίνει, να είστε σίγουροι, αφού σώζει το βιός του. Θα τους διώξουμε σήμερα τους Δαναούς και θα λυτρωθεί το σπίτι μας!»

Με επευφημίες των ζητωκραύγαζαν κι ακόμη και του πιο δειλού η καρδιά γέμισε κουράγιο.

«Αίσχος, Αργείοι, αν σας φοβερίζει ο θρασύδειλος γιός του Πριάμου!» Ανέβηκε στο καράβι του Οδυσσέα ο Αίας του Τελαμώνα, το κεντρικότερο όλων, φωνάζοντας μανιασμένα, ξαναμμένος από ανδρεία κι έτοιμος να θυσιαστεί για τη γυναίκα και τους γιούς του. «Μας μέλλει πλέον εδώ ή να πεθάνουμε ή να σωθούμε, σπρώχνοντας πίσω στα τείχη τους διώκτες μας! Δε χωράει σκέψη το θέμα, μόνο δράση! Θαρρείτε ότι θα γλιτώσουμε, αν πατήσει ο λοφοσείστης Έκτωρ τα πλοία; Δε βλέπετε τους δαυλούς; Θα τα κάψουν όλα και θα πας παγιδεύσουν εδώ σαν ποντίκια στη φάκα! Σε πόλεμο τους καλεί, όχι σε πανηγύρι! Πάμε καταπάνω τους, στήθος με στήθος όλοι, να τους ορμήσουμε. Καλύτερα με έφοδο να βρούμε τίμια θανή παρά να μας στριμώχνουν και να μας ψήσουν σα σφαχτά θυσίας τόσο ελεεινά, άνδρες κατώτεροι μας!»

Τον άκουσαν, συγκινήθηκαν από τη λύσσα του και με το έναυσμα του, ρίχτηκαν στον εχθρό, στην αποστολή αυτοκτονίας μα λαμπρής θυσίας.

Ο Σχεδίων, Αρχηγός των Φωκέων, έπεσε νεκρός από τον Έκτορα. Τον Λαοδάμαντα, γιό του Αντήνορα, που ηγούταν των πεζών, σκότωσε ο Μέγας Αίας ευθύς. Ο Πολυδάμας φόνευσε τον Ώτο από την Κυλλήνη, Αρχηγό των Επειών. Αμέσως, έτρεξε να τον εκδικηθεί ο Μέγης μα ο Φοίβος έσωσε αυτοπρόσωπος τον Πολυδάμα. Το δόρυ του Μέγη καρφώθηκε στο μάτι του Λυκίου υπασπιστή του. Ενώ σκύλευε ο Μέγης το θύμα του, θέλησε να τον σφάξει ο Δόλοψ, ανιψιός του Πριάμου κι εξαίρετος ξιφομάχος. Του χτύπησε εκ πρώτης την ασπίδα, τρύπησε μα δεν πέρασε τον θώρακα με το ακόντιό του. Ο θώρακας εκείνος ο περίτεχνος, κειμήλιο του πατρός και φυλαχτό του γιού στάθηκε.

Ο Μέγης ανταπάντησε με χτύπημα του ξίφους στην περικεφαλαία, που τον ζάλισε μα δεν τραυμάτισε. Έφυγε το κράνος από το κεφάλι και κύλησε κομμένο στα δυο το πορφυρό λοφίο του. Ο Δόλοψ, πάντως, ακάθεκτος συνέχιζε μα τον πρόλαβε ο Μενέλαος, τον αιφνιδίασε πλαγίως και τον λόγχισε επιδέξια στην ωμοπλάτη. Διαπέρασε όλο το στήθος κι έπεσε επίστομα ο Δόλοψ στη γη, άψυχος.

Κι όσο οι δυο Αχαιοί γύμνωναν τον ξάδελφό του, ο Έκτωρ έβραζε από θυμό κι ονείδιζε τα αδέλφια του, που πολεμούσαν σε θέσεις σημαντικές και δεν μπορούσαν να φύγουν. Τότε, εντόπισε τον Μελάνιππο, που βόσκουμε πριν τον Πόλεμο τα κοπάδια τους στην Περκώτη και τον αγαπούσε σαν παιδί του ο σεβάσμιος Πρίαμος.

«Δε βλέπεις, Μελάνιππε, τον εξευτελισμό μας· πώς αρπάζουν τα όπλα του εξαδέλφου Δόλοπα;» Τον αποπήρε και τράβηξε από τους ώμους. «Ακολούθησε με. Με το μένος που τους έχει συνεπάρει, αν τους αφήσουμε, θα πορθήσουν και το Ίλιον ακόμα.»

«Μη φοβάστε, άνδρες, να ντρέπεστε!» Ακούστηκε επιβλητική η φωνή του Τελαμώνιου Αίαντα, που ξεχώριζε πάνω από όλους, άσβεστος φονιάς κι υπερασπιστής. «Η αισχύνη θα μας σώσει! Αν φοβηθείτε και φύγετε, θα χάσετε τη δόξα, οπότε να ντρέπεστε για τους λιποτάκτες και να γελάτε με την κατάντια τους! Σφίξτε τις φάλαγγες γερά, κρατήστε τους ίππους τους πίσω και τους Τρώες θα σφάξουμε!»

Μετά από αυτό, δεν τόλμησε κανείς να φύγει. Άκουσαν τη διαταγή του κι η φάλαγγα μεγάλωσε, κλείνοντας ως σιδερένιο τείχος τα πλοία. Ο Δίας έσπρωξε καταπάνω τους τους Τρώες.

Ο Μενέλαος, που είχε άτυπα αναλάβει την οπισθοφυλακή των μαχητών εκτός της φάλαγγας, βρήκε τον Αντίλοχο.

«Από τα παλικάρια μας, Αντίλοχε, εσύ είσαι ο πιο σβέλτος, θαρραλέος και δυνατός. Όρμησε πρώτος, δοκίμασε το δόρυ σου, για να θαρρέψουν κι οι άλλοι νεαροί!»

Τον άκουσε πρόθυμα ο γιός του Νέστορα κι αναχώρησε μπροστά, προτάσσοντας το δόρυ του προσεκτικά. Μόλις το πέταξε, παραμέρισαν πολλοί Τρώες με δεν πήγε χαμένο· βρήκε τον Μελάνιππο στο στήθος, κατάκαρδα. Στο πτώμα του έπεσε με δρασκελιές μανιώδεις, σαν αρπακτικό όρνιο ο Αντίλοχος μα πετάχτηκε το βουνό ο Έκτωρ κι ο νέος το έβαλε στα πόδια, αν κι ανδράγαθος. Ακόμη παλλόταν πάνω τους η Αιγίδα, ακόμα ο Φόβος δεν απείχε ιδιαίτερα από την καρδιά τους. Όσο υποχωρούσε με την ουρά στα σκέλια, ο Έκτωρ πρόσταξε τους τοξότες να ξεκινήσουν τις βολές, για να ανακόψουν την πορεία των εχθρών και να αποτρέψουν άλλες εφόδους. Ο Αντίλοχος χώθηκε στο τάγμα του πατέρα του ξανά και περίμενε διαταγές, δειλιασμένος μα ακέραιος στη σιωπηλή υπόσχεση που είχε δώσει στον Μενέλαο.

Χτυπούσαν οι Τρώες, έτσι, ανελέητα κι ο ίδιος ο Δίας πλέον τους βοηθούσε, μαζί με τον Απόλλωνα. Είχαν ριχτεί στους Αργείους ωσάν σαρκοφάγα λιοντάρια, καθώς ο Ζεύς τους είχε ανάψει τις καρδιές με ασίγαστη λύσσα και σφοδρότητα. Δε θα ησύχαζαν, αν δεν τύλιγαν τα πλοία στις φλόγες. Μόνο έτσι, τα περατωνόταν η διεστραμμένη ευχή της Θέτιδας κι η μήνις του Αχιλλέα θα κορυφωνόταν. Αυτό ανέμενε ο Κρονίδης· την πρώτη φωτιά σε πρύμνη. Αφότου συνέβαινε τούτο, θα εγκατέλειπε τη μάχη και τη ροή της στα χέρια των κόρων του· των Μοιρών.

Αφενός, εμάνιζε ασυγκράτητος ο Έκτωρ και σκότωνε αμέτρητους Αχαιούς στο πέρασμά του. Αφετέρου, ο Αίας λυσσούσε και δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει τα καράβια, ωσάν να πολεμούσε μόνος όλο τον τρωικό στρατό. Παραταύτα, ο Έκτωρ δεν τον φοβόταν· αφροκοπούσε το στόμα, έλαμπαν άγρια τα μάτια κάτω από φρύδια πυκνά και το κράνος σειόταν βροντερά στα μηνίγγια όσο πολεμούσε αδιάκοπα κι ακούραστα. Από τον αιθέρα, ο ίδιος ο Ζεύς τον βοηθούσε, τον δόξαζε και τιμούσε δεκαπλά, με το μαύρο προαίσθημα ότι λίγες ημέρες του έμεναν ακόμα. Όπου έβλεπε, λοιπόν, πυκνότερες τις σιδερόφραχτες, καλαρματωμένες γραμμές, εκεί έπεφτε ο πρωτότοκος του Πριάμου, για να τος σπάσει και διαλύσει.

Δεν κατάφερνε πολλά. Οι Αρχηγοί των Αχαιών είχαν στηθεί αγέρωχοι κι επιβλητικοί, σαν πύργοι, σαν αγέραστα όρη και βαστούσαν αγόγγυστα την ορμή του και των Τρώων. Ωστόσο, ο Δίας μερίμνησε και μάργωσε τις καρδιές τους, τις γέμισε πάγο τρόμου. Έγιναν σαν ναύτες στη φουρτούνα, που μεσοπέλαγα το άμοιρο σκαρί χτυπά με αστραπές και κύματα θεόρατα. Ο στρατός χάλασε, άρχισε να διαλύεται, ενώ έβλεπαν στον ουρανό οράματα απίστευτα, της Αιγίδας άπατες.

Τότε, με το φονικό δόρυ του πέταξε το κράνος του Μυκηναίου Περιφήτη ο Έκτωρ και δυο βέλη του τρυπήσαν ευθύς τα μηνίγγια. Εκείνος ο μεσήλικας λεβέντης ήταν ο μοναχογιός του Κοπρέα, του θρασύδειλου ανθρωπάριου που κήρυττε τα προστάγματα του Ευρυσθέα κάποτε στον Ηρακλή. Από πατέρα άθλιο είχε γεννηθεί ένα αγόρι μάλαμα, γοργό και γεμάτο ανδραγαθία μα και κοφτερό νου. Έτσι όπως σπαρταρούσε στο χώμα, του κάρφωσε ξανά το δόρυ στην καρδιά ο Έκτωρ, σκορπώντας ζητωκραυγές στους δικούς του. Όσο κι αν συνεθλίβησαν οι Μυκηναίοι, τους οποίους προσωρινά διοικούσε ο Μενέλαος, δεν έκαναν βήμα να υπερασπιστούν το πτώμα· άπαντες τρόμαζαν και μόνο στη θέα του Έκτορα.

Οι μισοί τρέχοντας κρύφτηκαν στις σκηνές τους, καταντροπιασμένοι που εγκατέλειπαν τη μάχη και προσεύχονταν να μην τους κάψουν ζωντανούς οι Τρώες. Οι άλλοι μισοί ανέβηκαν στα πλοία και προσεύχονταν για σωτηρία. Ο μόνος που αποπειράθηκε να τακτοποίησε το χάος ξανά ήταν ο Νέστωρ. Με το που άκουσαν τη φωνή του, βγήκαν όλοι και μαζεύτηκαν, με κεφάλια κατεβασμένα. Οι Τρώες τους έφταναν. Όλα έμοιαζαν χαμένα.

«Σας το είπε ο Αίας, φίλοι μου, να νιώσετε ντροπή και θα το πω κι εγώ,» ξεκίνησε συντηρητικά. «Θυμηθείτε συζύγους, παιδιά, γονείς, τη γη σας κι αν θέλετε να γυρίσετε, δεν πρέπει να φυγομαχήσετε! Για όσους έχουν φύγει ήδη, σταθείτε διπλά και τριπλά θαρραλέοι, εγώ κλητός σας ξορκίζω! Μην υποχωρείτε, έτσι μας καταδικάζετε όλους σε θάνατο!»

Όσο κι αν η φωνή του γέροντα λειτούργησε ως βάλσαμο στις ταραγμένες τους ψυχές, οι Αχαιοί είχαν σκορπίσει για τα καλά, οι περισσότεροι Αρχηγοί είχαν εξαφανιστεί στις σκηνές κι η όποια ανασύνταξη φάνταζε ουτοπική. Μια καταχνιά παχιά, ένα νέφος γκρίζο, ομιχλώδες είχε πέσει και τυλίξει το οπτικό του πεδίο, ώστε έβλεπαν ελάχιστα, μόνο κοντά τους. Οι φωνές τους μπέρδευαν κι ο φόβος για την αιφνίδια επέλαση των Τρώων γιγαντωνόταν. Αυτή ήταν η δύναμη της Αιγίδας, που εκδηλωνόταν περίτρανα πια.

Άξαφνα, ωστόσο, ο Απόλλων ένιωσε πόνο οξύ να σκίζει το χέρι του, από τον καρπό και κάτω, το χέρι με το οποίο κρατούσε την Αιγίδα σταθερή στο στήθος του. Την άφησε για λίγο, αναγκαστικά, θέλοντας να εξετάσει το πονεμένο χέρι μα αυτό αρκούσε. Η Αιγίδα ως διά μαγείας, ξεκόλλησε από πάνω του, ξέφυγε του ελέγχου του κι υψώθηκε στον ουρανό, ταξιδεύοντας πίσω στον Όλυμπο.

«Πατέρα, τι συνέβη μόλις; Πώς είναι δυνατόν να χάθηκε από τη λαβή μου η Αιγίδα;» Εξεπλάγη ο Θεός της Μαντικής, σπεύδοντας στον Δία, με βλέμμα απορίας και θαυμασμού.

«Η Αθηνά, Απόλλων,» του απάντησε αμέσως ο Δίας, με τα μάτια προς τον Όλυμπο, χωρίς ίχνος σαστίσματος. «Την κάλεσε πίσω στον Όλυμπο, για να πάρει τη σκοτοδίνη από τους Δαναούς και να τους συντρέξει.»

«Τι αυθάδης, παράκουσε τις εντολές σου για ουδετερότητα!»

«Όπως κι ο Ποσειδών,» τόνισε ο πατέρας του ήρεμα. «Ωστόσο, αυτή δε βρίσκεται εδώ, οπότε δε θα λάβει καμία κύρωση. Ας συνεχίσουμε το έργο μας.»

«Ποτέ κανείς δε θα υπερτερεί της αγαπημένης σου κόρης, σωστά;» Αναστέναξε ο Φοίβος απηυδισμένος.

«Επέστρεψε στη θέση σου, νεαρέ, δίπλα στον Έκτορα,» πρόσταξε βλοσυρά ο Δίας κι η συζήτηση τους έληξε ολότελα.

Πλέον, οι Αργείοι, παρότι τα τρομακτικά σημεία κι η καταχνιά είχαν εξαλειφθεί, αναγνωρίζοντας τον μανιασμένο Έκτορα και τα αδέλφια του, μαζί με τους αιμοδιψείς Αρχηγούς των συμμάχων, σύρονταν όσο πιο πίσω μπορούσαν, δε σάλευαν για μάχη, δε βαστούσαν να πολεμούν άλλο. Ο Αίας, όμως, με τον Τεύκρο και τον μικρό Αίαντα, δεν έστεργαν με τις γενναίες ψυχές τους να κρύβονται άλλο κι έτσι όρμησαν μπροστά οι Αίαντες κι ακολουθούσαν οι δικοί τους· Σαλαμίνιοι, Λοκροί και Κεφαλληνίοι. Ακολουθούσαν από την αμμουδιά οι άνδρες μα οι Αίαντες πηδούσαν από πρύμνη σε πρύμνη, για να φτάσουν γρηγορότερα. Κράδαιναν αμφότεροι καμάκια θαλασσόμαχα, δώδεκα μέτρα μακριά, με καρφιά επενδεδυμένα στην αιχμή. Η κραυγή δε, που έβγαλε ο Μέγας Αίας, για αφύπνιση των συμπολεμιστών και φόβο των εχθρών, έφτανε ως τον ορίζοντα κι ακούστηκε ως τα τείχη του Ιλίου.

«Βγείτε από τις τρύπες, ευτελισμένοι σκώληκες, σαθρά ποντίκια! Βγείτε γρήγορα, να σώσουμε σκηνές και πλοία!»

«Αυτός ο σκύλος δεν τα παρατά ποτέ, επιτέλους;» Μουρμούρισε ο Έκτωρ -εντυπωσιασμένος ενδόμυχα- και πέρασε στην πρώτη γραμμή της επίθεσης, για να ηγηθεί άλλης μιας εφόδου, με τις ευλογίες του Δία κι αρωγό τον Φοίβο.

Ξέσπασε η ύστατη μάχη στα καράβια, αψιά κι αιματηρή, για θρίαμβο, καύση ή συντριβή. Κι οι δυο μάχονταν αδάμαστοι, αγόγγυστα, σαν να ήταν η πρώτη τους μάχη. Όμως, οι Αχαιοί στοχάζονταν πως είχε φτάσει η ημέρα του ολέθρου τους, ενώ οι Τρώες αδημονούσαν να βάλουν φωτιά στα μαύρα πλοία και να σφάξουν τους εχθρούς άπαντες, ακόμα και τους σκλάβους.

Με την πρώτη ευκαιρία, στο πρώτο κενό άμυνας που εντόπισε, ο Έκτωρ χίμηξε και γαντζώθηκε στην πρύμνη ενός σκαριού γερού, που προ εννέα ετών είχε φέρει τον Πρωτεσίλαο, για να θαφτεί εκεί. Οι Τρώες τον κάλυπταν, για να ανεβεί επάνω, καθώς οι Αχαιοί τους αντιμάχονταν με πέλεκεις, αξίνες, ξίφη μακρά και δίστομα κοντάρια. Βέλη άλλα δεν υπήρχαν, μόνο σώμα με σώμα γινόταν η συμπλοκή. Καθώς έπεφταν από ώμους ή χέρια κομμένα οι μάχαιρες κι αίμα πηχτό έρρεε στη γη ασταμάτητα, ο Έκτωρ, έχοντας γραπωθεί χειροπόδαρα στο ακρόπρωρο, φώναξε στους δικούς του.

«Φέρτε φωτιά και σηκώστε πολεμική βοή, ιαχή απέραντη! Σήμερα τελειώνουν όλα, στη μέρα που ο Δίας μας ευνόησε· πατάμε στα πλοία που μας περικύκλωσαν κι εισέβαλαν στην πόλη μας, φέρνοντας συμφορές αμέτρητες. Οι γέροντες φταίνε, που οι δειλοί τόσα χρόνια δε με άφηναν να σύρω τη μάχη ως τα καράβια και σας κρατούσαν κοντά στα ιερά μας τείχη! Κι αν τότε ο Βροντοφόρος μας παραζάλιζε τον νου, τώρα μας κινεί και σπρώχνει την ψυχή μας!»

Τότε, οι Τρώες τοξότες ξεκίνησαν πάλι τις ρίψεις, στοχεύοντας όλους τους στρατιώτες που παραμόνευαν στα πλοία. Ο Μέγας Αίας, που φυλούσε το πλοίο του Οδυσσέα, ακριβώς δίπλα στου Πρωτεσίλαου, μολονότι πάνοπλος, δέχτηκε τις περισσότερες βολές και τέσσερα βέλη τον λάβωσαν. Δεν πτοήθηκε· γνώριζε πως δεν ήταν θανάσιμες πληγές για το άτρωτο σώμα του, ωστόσο φοβήθηκε για τους συντρόφους του. Συνεπώς, άφησε το κατάστρωμα με αργό βήμα, προσεκτικό κι ανέβηκε μόνος στο ακρόπρωρο, στην κορυφή της πρύμνε, με την πανίσχυρη ασπίδα και το δόρυ, έτοιμος να κατασφάξει όποιον πλησίαζε μα δαυλό.

«Φίλοι και ήρωες Δαναοί, θεράποντες του Άρη κι όμοιοι, φανέρωστε όλοι σας τη δύναμη!» Η βροντερή φωνή του δεν έπαυε στιγμή να παλεύει για το ηθικό των ανδρών. «Τι νομίζετε; Ότι έχουμε κι άλλους βοηθούς ή τείχη προστατευτικά για τους αμάχους μας; Ή μήπως ότι βρίσκεται σιμά καμία πόλη προσφιλής, με λαό να μας συνδράμει; Είμαστε στη γη της Τρωάδας, από την πατρίδα μας μας χωρίζει θάλασσα πλατιά, κανείς δε θα μας σώσει, μόνοι θα λυτρωθούμε από τον εχθρό! Ελάτε να βοηθήσετε, θα μας κάψουν τα πλοία! Όχι η ατολμία, μόνο τα χέρια μας κρατούν τη σωτηρία μας!»

Κι όσο μιλούσε, τρικύμιζε με το σουβλερό, ακονητό δόρυ. Αν έβλεπε Τρώα να πλησιάζει σταλμένο από τον Έκτορα με δαυλό, χτυπούσε ανηλεώς. Εκεί, σιμά στα πλοία, έστρωσε δώδεκα τέτοιους νεκρούς κι έσβηναν οι φωτιές τους στην αιματοβαμμένη άμμο και στα βότσαλα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν για σήμερα, παιδιά μου! Ίσως το πιο action packed Κεφάλαιο του βιβλίου, ΑΛΛΑ αναμένετε, διότι έρχονται και πιο βαρβάτα.

Πώς σας φάνηκε;

Είναι ή δεν είναι ο Τελαμώνιος Αίας το καλύτερο ζουζούνι που έχει βγει ποτέ σε cinnamon roll? (Έτσι, για να ξέρετε πότε θα με πάρουν τα κλάματα και πότε θα ρίξω γέλιο, διότι ορισμένων οι θάνατοι συμπίπτουν σχεδόν)

ΟΜΩΣ, το επακόλουθο μας αφορά, επί του παρόντος!

Ραψωδία Π έρχεται. Π, όπως Πάτροκλος, όπως Πτώση μετά απότομης ανόδου... Στο επόμενο κεφάλαιο, παίζει μπάλα ο Απόλλων, πεθαίνει ένας άκρως επιφανής Τρώας και φυσικά, έχουμε ανατροπή. Η αρχή του τέλους για πολλά πράγματα.

Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Αν δεν τα πούμε νωρίτερα, Καλό Πάσχα σας εύχομαι, με υγεία, ευτυχία, θαλπωρή και φως!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top