XXXVII Πρόμαχοι Προστάτες

Η Εκαμήδη, δούλα του Νέστορα, βγήκε από τη σκηνή, αναζητώντας νερό στο μεγάλο πιθάρι που φυλασσόταν έξωθεν της. Ετοίμαζε λουτρό για τον κύρη της μα και για τον τραυματισμένο τους φιλοξενούμενο, τον Μαχάονα, τον γιο του Ασκληπιού, τον καλύτερο ιατρό που είχε ο στρατός τους και δεν έπαυε να πηγαινοέρχεται στη σκηνή του, για να βοηθάει τις γυναίκες που πάλευαν μόνες με τους αναρίθμητους πλέον πληγωμένους. Όταν πλέον η μετακίνηση καθίστατο αδύνατη, διότι δεν υπήρχε χώρος διέλευσης για κανέναν παρά για τις θεραπεύτριες, ο Μαχάων έμεινε μόνιμα με τον Νέστορα κι έτσι, είχε ζητηθεί από την ταπεινή κι εργατική Εκαμήδη να επιληφθεί ενός πραϋντικού λουτρού.

Γύρισε πολύ γρήγορα, έχοντας γεμίσει επιμελώς μπόλικα λαΐνια κι αμφορείς, για να βεβαιωθεί πως το λουτρό θα ήταν πλήρες και το νερό του άφθονο.

«Πρώτα τον φιλοξενούμενο μας,» πρόσταξε ο Νέστωρ κι η δούλη οδήγησε τον Μαχάονα στην ανάλογη γωνία, με το χέρι της για έρεισμα επιπρόσθετο.

Ενώσο η κοπέλα έπλενε τον τραυματία, ο Άναξ της Πύλου έτρωγε το λιτό μα θρεπτικό γεύμα που είχε ετοιμάσει. Το κρεμμύδι και το μεστό κρασί πλέον συνόδευαν ψωμί κι ελιές ξαρμυρισμένες. Τότε, άκουσε ο γέροντας σοφός τον αλαλαγμό της μάχης να φουντώνει έντονα κι απότομα, ενώ ακουγόταν εγγύτερα από ποτέ. Ανησύχησε. Σηκώθηκε από το τραπέζι και φώναξε προς τα άλλα δυο πρόσωπα της σκηνής.

«Έχει αγριέψει η οχλαγοή. Ακούω τη βοή των ανδριωμένων στα πλοία να δυναμώνει. Τρέχω να μάθω τι συμβαίνει. Εσείς, μείνετε εδώ. Εκαμήδη, φρόντισε μονάχα το νερό να είναι αρκετά ζεστό, πρόσεχε τις πληγές του και να προσέξεις να φύγει η βρωμιά και το αίμα της μάχης!»

«Μείνε ήσυχος, κύριε μου,» τον καθησύχασε η κοπέλα.

Ο νεότερος των Αργοναυτών, δεν έφυγε άοπλος. Φορούσε ήδη την πανοπλία του μα έλειπαν τα άρματα. Πήρε μια απλή ασπίδα -τη δική του την είχε αναλάβει με καμάρι ο δευτερότοκος του, ο Θρασυμήδης- κι ένα ακόντιο μακρύ, άρτια ακονισμένο. Έσπευσε στην άκρη του στρατοπέδου τους, ατενίζοντας τη μάχη, για να εκπλαγεί τρομερά από το ειδεχθές θέαμα που αντίκριζε. Οι Αχαιοί έτρεχαν πανικόβλητοι, σε πλήρη αναταραχή κι οι άτολμοι Τρώες τους κυνηγούσαν μανιασμένα, με το τείχος ολότελα γκρεμισμένο. Σφίχτηκε η καρδιά του. Έτρεμε για τη μοίρα των γιών του που πολεμούσαν, των ανδρών και συντοπιτών του μα και λυπήθηκε το τείχος, που ήταν δική του ιδέα κι οι Δαναοί είχαν εξουθενωθεί, για να το χτίσουν ταχέως. Σφόδρα, η ψυχή του χωρίστηκε στα δυο. Δεν ήξερε πού ήταν αναγκαιότερος· να πήγαινε να βοηθήσει στον πόλεμο ή να έσπευδε να βρει και να ενημερώσει τον Αγαμέμνονα, στη σκηνή των Ασκληπιάδων; Ο Ατρείδης Αρχιστράτηγος έπρεπε να γνωρίζει πόσο είχαν δυσχεράνει τα πράγματα αλλά κι η πατρική καρδιά του ούρλιαζε να συντρέξει τα παιδιά του, να μάθαινε αν ήταν καλά. Οι ηρωισμοί δεν τον ενδιέφεραν ποσώς, μολονότι τους εκπαίδευε μια ζωή για ανδρείους. Μονάχα η επιβίωση κι η υγεία τους τον ένοιαζε.

Σκεπτόμενος με γνώμονα τη λογική, έκρινε πιο συμφέρον και ορθό να συναντήσει πρώτα τον Αρχιστράτηγο. Παρόλα αυτά, δεδομένης της ταραχής του, ήταν βέβαιος πως δε θα μπορούσε να του περιγράψει με λόγια το μέγεθος του κινδύνου. Έτσι, έτρεξε στη σκηνή των Ασκληπιάδων και βρήκε την Τέκμησσα.

«Κόρη μου, ο Αγαμέμνων μονάχα στο χέρι είναι λαβωμένος. Θαρρώ πως μπορεί να με ακολουθήσει, για να δει με τα μάτια του τα γεγονότα της μάχης. Είναι ανάγκη επιτακτική να έρθει.»

Δε χρειάστηκε να εξηγηθεί. Η σύνευνη του Αίαντα εντόπισε φόβο, πανικό στο βλέμμα του, αρκετά για να τη θορυβήσουν. Αν εκείνος έκρινε την κατάσταση κρίσιμη, δε θα τολμούσε να διαφωνήσει. Έσπευσε στα ενδότερα της σκηνής και κινητοποίησε τη Βρυσηίδα.

«Συνόδεψε τον έξω. Τον περιμένει ο Νέστορας.»

«Ο Νέστορας;»

Βλαστήμησε ενδόμυχα. Έπρεπε να ψιθύριζε. Δεν είχε προλάβει να σκεφτεί τους Αρχηγούς που νοσηλεύονταν γύρω από τον γλαρωμένο Αρχιστράτηγο. Τους νέους, οργισμένους Αρχηγούς, που διψούσαν για δράση, διαφυγή από την ακινησία και την αυτολύπηση, πόσο μάλλον από την αναισθησία των ηρεμιστικών που τους είχαν ποτίσει. Εξαίρετα ταίριαζαν αυτές οι περιγραφές στον Διομήδη και τον Ευρύπυλο, που την κοιτούσαν αδημονώντας, ενώ στα γαλάζια μάτια του Οδυσσέα διαφαινόταν μόνο περιέργεια.

«Θα φύγει ο Αγαμέμνων;» Μούγκρισε Διομήδης, παλεύοντας να σταθεί στα πόδια του μα οι σουβλεροί πόνοι της πατούσας τον ακινητοποιούσαν. «Όπου πάει, θα έρθω κι εγώ!»

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε πλαγίως, ζαρώνοντας αυθόρμητα τα φρύδια. Η Τέκμησσα έσπευσε να τον συγκρατήσει.

«Δεν μπορείς να περπατήσεις χωρίς υποβοήθεια,» δήλωσε, δίνοντας του ένα γερό κλαδί ελιάς, τέλεια ακονισμένο. «Χρησιμοποίησε το ως βακτηρία. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να περπατήσεις.»

Αμέσως μετά, ένευσε στις πιο χειροδύναμες γυναίκες να σηκώσουν το υποτυπώδες φορείο του Οδυσσέα και να μεταφέρουν κι εκείνον. Αυτόματα, ο γιος του Λαέρτη εξερράγη.

«Ανοησίες! Τέκμησσα, δεν υπάρχει λόγος να συνοδεύσω κανέναν, πόσο μάλλον με τόσο μεγάλη συνοδεία, λες κι εγώ είμαι ο Αρχιστράτηγος! Μη δεσμεύεις γυναίκες, τις χρειάζεσαι εδώ για τους τραυματίες μας.»

Με ανδρική αυθάδεια, του έκλεισε το στόμα με το χέρι της, ατενίζοντας τον με αποφασιστικότητα.

«Εσύ είσαι ο μόνος που δύναται να δει το πεδίο της μάχης και να καταστρώσει μια λύση στην όποια συμφορά έχει βρει τον στρατό. Εκεί, πολεμάει ο πατέρας των παιδιών μου. Πώς γίνεται να στέλνω τον κουρασμένο από τη φλυαρία Διομήδη κι όχι εσένα, τον αυθέντη στη στρατηγική;»

«Δεν πρόκειται να δεχτώ τέσσερις γυναίκες, για να με κουβαλήσουν, είναι υπερβολικά πολλές,» επέμεινε εκείνος, απομακρύνοντας απαλά το χέρι της από το στόμα του. «Θα πάρω κι εγώ μια βακτηρία.»

Παρά τις κάθετες κι ολοφάνερες διαφωνίες της Τέκμησσας, ο Οδυσσέας, στηριζόμενος στο κρεβάτι με τα δυο χέρια, κατάφερε να σηκωθεί και να καθήσει στα σκεπάσματα, χωρίς να διαλύσει το κατάπλασμα της πληγής του. Η γυναίκα του Αίαντα στάθηκε στο δίπλα του και του στήριξε την πονεμένη πλευρά με το σώμα της, ώστε κατόρθωσε να σηκωθεί όρθιος ολοκληρωτικά. Αμέσως, του χορήγησε ένα ξύλο ελιάς, όπως του Διομήδη.

«Πάρε το στήριγμα σου αλλά θα έρθω κι εγώ να σε συγκρατώ. Φοβάμαι πως η πληγή σου θα ανοίξει και θα κινδυνεύεις από την αιμορραγία.»

«Για την πληγή φοβάσαι ή για τον άνδρα σου, οπότε μας ακολουθείς, για να τον δεις έστω κι εκ του μακρόθεν;» Αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας χαμογελώντας πονηρά.

Δεν του απάντησε. Μονάχα έστρεψε τα μάτια στιγμιαία στο ταβάνι της σκηνής. Ύστερα, ένευσε στη Βρυσηίδα να δώσει άλλη μια βακτηρία στον Αγαμέμνονα.

«Θα μείνεις εδώ εσύ,» της είπε σε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Όσο λείπω εγώ, αναλαμβάνεις εσύ επικεφαλής.»

Η Βρυσηίδα κατένευσε με αποφασιστικότητα, πειθαρχία κι ετοιμότητα. Σήκωσε τα μανίκια του χιτώνα της ακόμα περισσότερο κι εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος των πληγωμένων, για να ελέγξει την πρόοδο καθενός. Η Τέκμησσα, αγκαλιάζοντας την πονεμένη πλευρά του Οδυσσέα, έδωσε το έναυσμα για να φύγουν, αγνοώντας τα παράπονα του Αγαμέμνονα για την ξαφνική απόσπαση της Βρυσηίδας.

Οι τρεις Αρχηγοί κι η υποδειγματική νοσηλεύτρια δεν άργησαν να συναντήσουν τον Νέστορα, ο οποίος περίμενε εναγωνίως μα κατανοούσε τη δεινή κατάσταση των ανδρών. Μολονότι εξεπλάγη, αντικρίζοντας τον Διομήδη και τον Οδυσσέα, ο Αρχιστράτηγος τον πρόλαβε και μίλησε πρώτος, βιαστικός να γίνει ξανά χρήσιμος ή απλά να επανέλθει σε μια απειροελάχιστη δράση.

«Τι γίνεται, μέγα Νέστορα, αδάμαντα των Αχαιών;» Απόρησε πρώτος -ως αναμενόταν- ο Αγαμέμνων. «Γιατί άφησες το μέτωπο κι ήρθες εδώ; Τρέμω μήπως ο Έκτορας εκπληρώσει τη φοβέρα του· πως δε θα μας αφήσει να γυρίσουμε στην πατρίδα, διότι θα μας κάψει τα πλοία. Και να, λοιπόν, το βλέπω, έχοντας ακούσει και νέα από πλήθος πολεμάρχων τραυματιών. Μα ξέρω ακόμη πως κι η χολή των ανδρών μας έναντι μου έχει γιγαντωθεί, δε με εχθρεύεται μόνο ο Πηλείδης. Και για αυτή τη μνησικακία, αρνούνται να πολεμήσουν και φυγομαχούν.»

«Δεν μπορώ να πω ψέματα, έχεις απόλυτο δίκιο,» παραδέχτηκε με θλίψη ο Νέστωρ, σκύβοντας το κεφάλι. «Άσπονδη μάχη έχει φουντώσει γύρω από τα πλοία μας, το τείχος έχει γκρεμιστεί ολότελα, μάτι δε δύναται να ξεχωρίσει πού πλήττονται και διαταράσσονται περισσότερο οι Δαναοί. Ο πόλεμος μαίνεται ασύστολα, λυσσομανούν οι Τρώες όσο ποτέ άλλοτε κι οι δικοί μας τρομάζουν, με τόσο θάνατο που σκορπάται γύρω τους και τον Έκτορα μαινόμενο. Πρέπει, για αυτό, να σκεφτούμε πώς θα σώσουμε τα καράβια και τον στρατό. Η επιστροφή στη μάχη είναι αδύνατη· λαβωμένοι είμαστε όλοι κι αποκαμωμένοι.»

«Εμφανώς, ο Δίας επιθυμεί το ίδιο με τον Έκτορα· να πεθάνουμε εδώ, περικυκλωμένοι από εχθρούς και σφαγμένοι,» αναστέναξε εξαντλημένος, περίλυπος ο Αγαμέμνων. «Πόσο ανώφελα χτίζαμε το τείχος και σκάβαμε χάνδακα! Θαρρεύαμε πως θα σταθεί προφυλακή ασύγκριτη κι ιδού ο όλεθρος του! Ο Μέγιστος Θεός μονάχα τους εχθρούς βοηθά, είναι σίγουρο κι εμάς θε να συντρίψει! Εμείς είμαστε καταβεβλημένοι και μόνο να θρηνούμε μπορούμε πλέον! Άκουσε, λοιπόν, τι θα κάνουμε. Θα ορμήσουμε ευθύς και θα ρίξουμε τα πρώτα πλοία των σειρών στη θάλασσα, για να μην τα φτάσουν εύκολα οι Τρώες. Ο άνεμος, με την ευλογία του Αιόλου, δε θα μας προδώσει. Όταν βραδιάσει, μάλιστα, θα ρίξουμε κι όλα τα υπόλοιπα και θα φύγουμε το συντομότερο δυνατόν. Κατακριτέα δεν είναι η φυγή στη νύχτα από τον ύψιστο κίνδυνο. Φρόνιμος είναι, όποιος μπορεί να φύγει πριν τον πιάσουν.»

«Τι λόγος βγήκε από τα χείλη σου, γιε του Ατρέα;» Τον αγριοκοίταξε άφοβα, υψώνοντας ανερυθρίαστα τη φωνή ο πολύβουλος Οδυσσέας, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά του. Ενόσω οι άλλοι τον κοιτούσαν μουδιασμένα, εκείνος επιτέθηκε λεκτικά, αποφασισμένος να εκφράσει την αλήθεια του. «Ελεεινέ, έπρεπε να ηγούσουν αλλού στρατού, όχι του δικού μας, επειδή εμάς μας ευλόγησαν ο Δίας κι όλος ο Ολύμπος να αγωνιζόμαστε ανδρεία κι ισχυρά από τα πρώτα νιάτα ως τα γηρατειά μας! Δεν κόντεψα να ξεκοιλιαστώ, για να φύγω μέσα στη νύχτα. Θες να παρατήσεις την εξαίσια πόλη, για την οποία αγωνιζόμαστε σύσσωμοι εδώ και τόσα χρόνια;» Έριξε τον τόνο του μα η ματιά του πετούσε φλόγες κι είχε σκοτεινιάσει επικίνδυνα. Η Τέκμησσα έσφιξε τη λαβή της και παρακολουθούσε τον σφυγμό του. «Πρόσεξε· μίλα σιγά· μην ακούσει κανείς άλλος αυτά που λες, διότι άνθρωπος εχέφρων και μετρημένος δε θα μιλούσε ποτέ έτσι. Πόσο μάλλον ένας σκηπτροφόρος, που κυβερνά και διατάζει τόσους λαούς, όπως εσύ τους Αργείους. Σε κατακρίνω ευθέως κι ολοκληρωτικά. Δεν είναι δυνατόν, ενώ μαίνεται μάχη σφοδρή, να προστάζεις να διαφύγουμε και να δώσουμε ευχαρίστηση και θρίαμβο στους Τρώες, τι κι αν υπερισχύουν τώρα και να αφανιστούμε στην προσπάθεια πολλοί. Να είσαι βέβαιος, όταν δουν οι δικοί μας καράβια να πλέουν, θα πανικοβληθούν, θα στρέφουν τα κεφάλια ανήσυχα, δε θα κρατήσουν κανένα μέτωπο, θα χαθούν αυτοστιγμεί. Ιδού, λοιπόν, Αρχηγέ, πώς θα μας βλάψει η τεχνική σου.»

Μυκτήρισε ο Αγαμέμνων κι απέστρεψε το βλέμμα, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι κρατούσαν την ανάσα τους, αγωνιώντας για την ανταπόκριση του. Ακόμα κι ο Διομήδης, που είχε ακολουθήσει με ανυπομονησία και προθυμία, είχε γουρλώσει τα μάτια, με φόβο για τα αντίποινα εις βάρος του φίλου του. Αναλογίστηκε πως κανείς δε μετρούσε τα λόγια του όπως ο Οδυσσέας, που μελετούσε προσεκτικά την κάθε του λέξη, πριν την ξεστομίσει κι αυτό το ξέσπασμα φάνταζε ανάρμοστο του, ξαφνικό και παράλογο. Είχαν γίνει μάρτυρες σε πολλές εξωφρενικές αποφάσεις του Αρχιστράτηγου στο παρελθόν, με πιο πρόσφατες την απόφαση φυγής που ο γιός του Τυδέα είχε απορρίψει και την προσβολή του Αχιλλέα. Σε καμία μέσα σε αυτά τα σχεδόν δέκα χρόνια δεν είχε αντιδράσει τόσο έντονα ο Οδυσσέας, το μέγιστο ήταν ένα ανασηκωμένο φρύδι, ένας υπόκωφος αναστεναγμός και μάτια βυθισμένα στη σκέψη.

Ο ίδιος ο Οδυσσέας, πάλι, δε μετάνιωνε ουδόλως για τον παράτολμο λόγο του. Ήταν αποφασισμένος να μη φύγει από την Τροία, αν δεν την κατακτούσε, κι αν πέθαινε στην προσπάθεια. Για χάρη εκείνου του πολέμου είχε φύγει από την οικογένεια και την εστία του. Δεν είχε καμία πρόθεση να τον αφήσει ανεκπλήρωτο, ατελή και τους Τρώες νικητές, χωρίς να αγωνίζεται μέχρις εσχάτων. Αρνούταν να πεθάνει έτσι· αποδειλιώντας· με δυσκολία ακόμη και να αναπνεύσει, διότι ο αέρας θα δηλητηριαζόταν από τόσα καμμένα πλοία, τα θύματα των εχθρών. Δεν επέδειξε φόβο, περίμενε την όποια κύρωση όσο πιο στητός μπορούσε, καθώς η πληγή τον σούβλιζε κι ένιωθε το αίμα να πάλλεται φρενήρως. Δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλου και ανέμενε. Η Τέκμησσα δίπλα του, δεν ήξερε αν έπρεπε να τον λυπηθεί για την απερισκεψία του ή να τον θαυμάσει για το θάρρος του, σίγουρη ότι αν ήταν ο σύζυγος της παρών, θα συμφωνούσε μαζί του απόλυτα.

«Γιέ του Λαέρτη, με πλήγωσες με τον ονειδισμό σου, αναντίρρητα,» ξεκίνησε ο Αγαμέμνων με τόνο επίπεδο, που δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα. «Ποτέ δεν είπα να τους αναγκάσω να το πράξουν. Αν το θέλουν, ας ρίξουν τα καράβια στο νερό.» Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα στους υπόλοιπους έναν προς έναν, για να ανακτήσει το ηθικό του. «Τώρα, θα ήθελα να ακούσω κάτι πιο ευάρεστο από κάποιον άλλον. Πού θα βρεθεί ένας ευγενής, άραγε;»

«Μην ψάχνεις μακριά, εδώ είμαι εγώ,» πετάχτηκε ο Διομήδης, κοιτάζοντας τον Οδυσσέα καθησυχαστικά. Εφόσον του δινόταν η ευκαιρία, θα διόρθωνε αυτός το σφάλμα του φίλου του, μολονότι ο ίδιος δεν το θεώρησε καθόλου ως λάθος. «Εγώ είμαι από ευγενική γενιά αναμφίβολα και προτίθεμαι να εκφράσω τη γνώμη μου, παρότι νεότερος όλων σας, να με στέρξετε ή να με ακούσετε τουλάχιστον, χωρίς πείσμα κι υποτίμηση. Προτείνω να γυρίσουμε στο πόλεμο -παρά τις πληγές μας- μα να αποφύγουμε την πρώτη γραμμή. Τα βέλη θα μας τσακίσουν και τραύματα πολλά δε θα αντέξουμε. Η καλύτερη μας αρμοδιότητα είναι πιστεύω να εμψυχώσουμε κι ωθήσουμε όλους αυτούς που αυτομόλησαν και ξαραθυμούν μακριά της μάχης, να επιστρέψουν και να αμυνθούν.»

«Σοφός κι ορθός ο λόγος σου,» ένευσε, παλεύοντας να χαμογελάσει ο Ατρείδης. «Αυτό θα γίνει.»

Πρώτος πορεύθηκε αυτός κι έσπευσαν όλοι να τον ακολουθήσουν. Μονάχα η Τέκμησσα έμεινε στη θέση της λίθινη και δεν άφησε τον Οδυσσέα να φύγει.

«Δε θα πας πουθενά,» τον πρόσταξε, σαν να μιλούσε στους γιούς της. «Αυτοί φέρουν τραύματα στα άκρα, εσύ στον κορμό κι ανά πάσα στιγμή μπορεί να αιμορραγήσεις μέχρι θανάτου. Δεν πρόκειται να σε οδηγήσω στο στόμα του λύκου.»

«Χαίρομαι που συμφωνούμε,» της χάρισε ένα αινιγματικό μειδίαμα, καθώς προχωρούσαν αργά προς τη σκηνή των Ασκληπιάδων. «Δεν είχα πρόθεση να ακολουθήσω, άλλωστε.»

«Για κάποιον που προκάλεσε ανοιχτά τον Αρχιστράτηγο, πάντως, δε φαίνεσαι ταραγμένος,» δεν μπόρεσε να μη σχολιάσει την ψυχραιμία του.

«Είχα άπλετο χρόνο να σκεφτώ, όσο βρισκόμουν στο κρεβάτι του πόνου, Τέκμησσα,» της εξήγησε ήρεμα. «Δεν είμαι ημίθεος κι άτρωτος όπως ο Αχιλλέας, αλλά είμαι εξίσου πολύτιμος στον Αγαμέμνονα κι απαραίτητος. Η αυτογνωσία είναι η ύψιστη αρετή· αυτό μου είχε διδάξει κάποτε ένας μέντορας. Δεν αναμένω αναγνώριση, τιμές και δόξες για την προσφορά μου αλλά -μόνο και μόνο η επίγνωση ότι δεν υπάρχει Άναξ όμοιος μου- με καθιστά σε προνομιακή θέση. Ο Αγαμέμνων πρέπει να με φοβάται, όχι εγώ αυτόν. Αρχιστράτηγοι υπάρχουν πολλοί κι ακόμα περισσότεροι που θα ήθελαν να γίνουν. Πανίσχυροι άνδρες, πάμπλουτοι, δυνατοί και ρωμαλέοι βρίσκονται εύκολα. Η ευφυΐα σπανίζει. Από όλους τους Αχαιούς, μονάχα εγώ κι άλλος ένας τη διαθέταμε κι αυτός ο άλλος χάθηκε από τη δύναμη, διότι δε γνώριζε τη θέση ισχύος του.»

«Ο Παλαμήδης,» μουρμούρισε αυθόρμητα η Τέκμησσα, έχοντας ακούσει πληθώρα ιστοριών από τον άνδρα της.

Ο Οδυσσέας κατένευσε. Το βλέμμα σκοτείνιασε, τα γαλανά μάτια γέμισαν αλλά δεν απάντησε. Συνέχισαν τον δρόμο τους σε μια βαθιά σιωπή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τη θέση του Λαερτιάδη στην έξυπνη κίνηση του Διομήδη, ανέλαβε ο Ευρύπυλος, που πέταξε από τη χαρά του αφού τον ενημέρωσαν, κατανοώντας πως επιτέλους αποκτούσε χρησιμότητα και δε γινόταν βάρος στη σκηνή των Ασκληπιάδων. Με φτερωμένα πόδια, δεν άργησε να φτάσει τη συντροφιά των άλλων τραυματισμένων Αρχηγών, που στο μεταξύ είχε εντοπίσει κι ο Ποσειδών. Με ανθρώπινη μορφή, έτρεξε στο πλευρό του Αγαμέμνονα και του έπιασε το δεξί χέρι σφιχτά, εκείνο που είχε πληγωθεί, για να του μεταλαμπαδεύσει δύναμη και να απορροφήσει πόνους.

«Γιε του Ατρέα, σίγουρα ο Αχιλλέας ευφραίνεται κι η χαιρέκακη, διεστραμμένη του ψυχή αγαλλιάζει με αυτά που λαμβάνουν χώρα. Βλέπει τους Αχαιούς να σφάζονται και να τρέχουν να γλιτώσουν τρομαγμένοι, γιατί μυαλό δεν έχει μα σίγουρα από Θεό θα βρει τον όλεθρο και θα χαθεί, μέσα στην έπαρσή του» χρησιμοποίησε το πιο ευερέθιστο σημείο του, επιζητώντας να αφυπνίσει πλήρως το θάρρος και την ασίγαστη ορμή του Αρχιστράτηγου. Παρότι είχε μεταμορφωθεί σε γέροντα, η φωνή του έμοιαζε πυρωμένη και παθιασμένη ωσάν εφήβου. «Εσένα, άλλωστε, οι μακάριοι Θεοί δε μισούν τόσο, είμαι βέβαιος πως σύντομα θα δεις τους Τρώες Αρχηγούς να κονιορτοποιούνται και να τρέχουν πίσω στα τείχη τους ηττημένοι.»

Ένευσε με θαυμασμό στα λόγια του ο Αγαμέμνων κι ο Ποσειδών ξεχύθηκε πίσω στη μάχη -ακράτητος πλέον- με την Αμφιτρίτη δίπλα του. Μαζί οι Θεοί της Θάλασσας, έβγαλαν μια πολεμική ιαχή βροντερή, ίση με δέκα χιλιάδων ανδρών, ωθουμένων από τον Άρη. Τότε, ξεσηκώθηκαν ευθύς οι Δαναοί κι αναπτερώθηκαν ολότελα ξανά, αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, για να σώσουν τα πλοία με τα θνητά τους σώματα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Εξαιρετικά τα πηγαίνει ο Ποσειδών, ο αδελφός μου,» καμάρωσε η χρυσόθρονη Ήρα από τον Όλυμπο, πάντοτε δίπλα στην Αθηνά. «Ο αγώνας ανάβει και πάλι, τουλάχιστον δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια.»

«Η σιγή του πατέρα με φοβίζει,» μουρμούρισε η Παλλάδα με σκεπτικισμό. «Έφυγε από τον στρατό των Τρώων αλλά σίγουρα δεν έχει εγκαταλείψει την επιτήρηση της μάχης.»

«Εκεί είναι,» έδειξε η Θεά του Γάμου την Ίδα, στην κορυφή της οποίας ο Δίας στεκόταν στον θρόνο του και παρακολουθούσε κάθε στιγμιότυπο και λεπτομέρεια της συμπλοκής.

«Όσο στέκεται εκεί, οι Αχαιοί δε θα καταφέρουν τίποτα,» αναστέναξε κουρασμένα η Θεά της Σοφίας.

«Ο αχρείος, ο εγωιστής,» εκείνη έφτυνε τις λέξεις με φαρμάκι. «Τον μισώ με όλη μου την ψυχή. Εξευτελίζει και καταστρέφει ένα γένος ασυναγώνιστο, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την επιπολαιότητα ενός κακομαθημένου και της ακόμα πιο άθλιας μάνας του.»

«Κρίμα που το λες,» στράφηκε προς το μέρος της με συνομωτικό ύφος. «Θα μπορούσα να ορμήσω στο πεδίο της μάχης και να βοηθήσω -όπως κι όλοι οι άλλοι Θεοί που προστατεύουν τους Αργείους, αν ο πατέρας ήταν διαφορετικά απασχολημένος.»

Στένεψαν τα μάτια της Ήρας, πτύχωσαν τα φρύδια της σκεπτικά. «Εννοείς να αναλάβω να τον πλανέψω; Να τον σαγηνεύσω, για να πάψει να παρακολουθεί τη μάχη και να επικρατήσετε εσείς;»

«Δε σου ζητώ καμία τεράστια θυσία,» τόνισε η Αθηνά. «Ούτως ή άλλως, αργά ή γρήγορα, μετά από κάθε ρήξη, αναθερμαίνετε τη σχέση σας. Τώρα, μπορείτε να το πράξετε και να επωφεληθούμε όλοι. Είδες· ο Ποσειδών μονάχα με απειλές δεν κατάφερε να τον αποκλείσει. Κι η γυναίκα αναμφίβολα μπορεί να κατορθώσει πολλά περισσότερα με ελάχιστη προσπάθεια, πόσο μάλλον εσύ, η Θεά των Γυναικών.»

«Δίκιο έχεις,» κατένευσε η κόρη της Ρέας. «Πράγματι, συμφερότερο φαίνεται να τον αποπλανήσω σήμερα παρά να του κρατώ κακιά. Μια συζυγική αντιπαλότητα δεν πρόκειται να επηρεάσει τη σύρραξη.»

Έσπευσε στο παλάτι της, για να προετοιμαστεί καταλλήλως, ενώ η Αθηνά χασκογελούσε, ανασηκώνοντας τους ώμους της.

«Η σύρραξη ξεκίνησε για πολύ λιγότερα από μια συζυγική αντιπαλότητα,» ψιθύρισε στον γαλήνιο, ευωδιαστό άνεμο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ήρα σκεφτόταν πόσο τάχιστα έπρεπε να δράσει, να φορέσει τα καλύτερα υφάσματα στα χρώματα που λάτρευε ο άνδρας της, να λαμποκοπά, να μοσχομυρίζει, να στολιστεί και να δείχνει πιο ποθητή από κάθε άλλο πλάσμα που είχε ποτέ του αντικρίσει ο Δίας. Χρειαζόταν η υπερβολή στον σχεδιασμό, για να εξασφαλιστεί η σίγουρη επιτυχία. Η τύχη και ο όλεθρος των Δαναών εξαρτούνταν αποκλειστικά από εκείνη πλέον.

Το ολόχρυσο, ασύγκριτα επιβλητικό και υπέροχο ανάκτορο της, το είχε κατασκευάσει εξ ολοκλήρου ο αγαπημένος της γιός, ο Ήφαιστος, με μια πανώρια, ολόλαμπρη θύρα, το κλειδί της οποίας κατείχε μονάχα εκείνη. Πέρασε στα ενδότερα και κλείδωσε τα στιλβωμένα φύλλα ξανά πίσω της, μένοντας ολότελα μόνη.

Κινήθηκε βιαστικά μα λεπτολογικά, προσέχοντας με τελετουργική ευλάβεια την παραμικρή της κίνηση. Καθαρίστηκε με αμβροσία κι άστραφτε το δέρμα, προτού αλειφθεί σύσσωμη με λάδι αιθέριο, άφθαρτο, γλυκύτατο, ενισχυμένο με μύρα, ώστε, όποτε αναδευόταν, μοσχομύριζε όλος ο Ολύμπος κι έφτανε και στους θνητούς η ηδύς πνοή του.

Χτένισε τα μαλλιά της σχολαστικά και τα έπλεξε πλεξούδες θαυμάσιες, τις οποίες έδεσε στο κεφάλι ως στέφανα και στερέωσε με γυάλινες πόρπες. Φόρεσε, έπειτα, ένα φόρεμα αριστουργηματικό, κεντημένο από την Αθηνά με σκηνές της Δημιουργίας και της Τιτανομαχίας, πλουμισμένο μοναδικά, ένα εργόχειρο μεγαλειώδες. Με χρυσές περόνες το έκλεισε στο στήθος ολόσεμνα, διότι ποτέ της δεν είχε ντυθεί προκλητικά ή αποκαλυπτικά. Δήλωνε εμμέσως πλην σαφώς ότι η φυσική της ευμορφία ανήκε μόνο στον ομόκλινό της, ως σύζυγος υποδειγματική, αξιοπρεπής και αδιάβλητη.

Προς την ολοκλήρωση της ενδυμασίας, τύλιξε στη μέση μια εξαίσια ζώνη με εκατό κρόσσες, κούμπωσε σκουλαρίκια τριόφθαλμα -με τρεις πολύτιμες πέτρες- στα αυτιά, έργα του Ηφαίστου κι αυτά, που ακτινοβολούσαν χάρη. Έδεσε στα μαλλιά ολοκαίνουριο μαντήλι, πέπλο αραχνοΰφαντο, με χρυσή κλωστή, που έλαμπε ωσάν ηλιαχτίδα.

Τελειώνοντας με τα σανδάλια, εξήλθε του παλατιού της κι επέστρεψε στο παλάτι του Δία. Αναζητούσε τον ύστατο εγγυητή της επιτυχίας της και δεν άργησε να τον βρει. Αγνοώντας τα βλέμματα θαυμασμού από αρκετούς παρευρισκόμενους, ένευσε στην Αφροδίτη και την οδήγησε παράμερα, για να μην ακουστεί η κουβέντα τους.

«Χρειάζομαι τη βοήθεια σου, παιδί μου. Θα με στέρξεις ή αρνηθείς, διότι υποστηρίζω τους Αχαιούς κι εσύ τους Τρώες;» Ψιθύρισε, κοιτώντας την κατάματα.

«Μεγάλη Ήρα, Άνασσα, δε θα σου αρνιόμουν τίποτα ποτέ,» έσπευσε να την καθησυχάσει, πλέκοντας τους βραχίονες τους θελκτικά η Αφροδίτη, χωρίς ίχνος επιτήδευσης. «Ζήτησε μου αυτό που ποθείς κι αν δύναμαι να το πράξω, θα το πράξω.»

Η κόρη του Κρόνου μειδίασε. Φάνηκε ευχαριστημένη μα ενδόμυχα ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει δόλο. Παρόλη την αμυαλοσύνη της Αφροδίτης, δεν επρόκειτο να έθετε το σχέδιο της σε κίνδυνο ή να το εξέθετε. Της ετοίμασε ένα περίτεχνο ψέμα και το προσέφερε, αποφασισμένη να αξιοποιήσει την εχθρό των Δαναών, για να τους σώσει.

«Μονάχα έρωτα, χάρη κι ευλογία αγάπης αιτώμαι, αυτά που διαθέτεις άπλετα εκ φύσεως, τα ανίκητα όπλα σου προς θνητούς κι αθάνατους. Θα πάω στα πέρατα της γης, στα βάθη των θαλασσών, για να βρω το αρχέγονο ζεύγος των Τιτάνων, τον Ωκεανό και την Τηθύ. Με τις κόρες τους μεγάλωσα, δίπλα στους ίδιους έζησα μετά την Τιτανομαχία, ωσάν γονείς τους θεωρώ. Έχουν μαλώσει, ξέρεις, αρνούνται να μοιραστούν κλίνη πλέον κι αποζητώ αυτό να επιλύσω. Αν μαλακώσω τις καρδιές τους με λόγια ταιριαστά και τους μονιάσω, θα με ευγνωμονούν αιωνίως.»

Με χαμόγελο της αποκρίθηκε κι η Θεά της Ομορφιάς, εντελώς ειλικρινές και γλυκό.

«Ποιά είμαι εγώ, για να αρνηθώ στη σύνευνη του μέγιστου Θεού;»

Αμέσως, έλυσε τη ζώνη της την περίφημη, την αξιοθαύμαστα κεντημένη, όπου φυλούσε όλες της τις γητείες. Έβριθε πάθους, πόθου στυγνού, χάρης περισσής, γλυκόλογα, ως κι ερωτικά έμμετρα ποιήματα, ικανά να κλέψουν και νόες φρονίμων. Της την έκλεισε στη χούφτα με καμάρι.

«Πάρε τη ζώνη μου, δέσε τη στη μέση σου κι αυτή θα καθοδηγήσει τα λόγια σου. Ελπίζω να πετύχεις τον στόχο σου σύντομα και ολοκληρωτικά.»

Η Ήρα την ευχαρίστησε, μην κρύβοντας την ικανοποίηση της, καθώς έδενε το θαυμάσιο κόσμημα και κινητό θησαυροφυλάκιο του Έρωτα προσεκτικά πάνω από τη ζώνη της. Αποχαιρετίστηκαν γρήγορα κι εκείνη έσπευσε να φύγει από τον Όλυμπο.

Κατέβηκε το πανύψηλο βουνό, πέταξε πάνω από την Πιερία, πέρασε στη Θράκη όπου είχε γεννήσει τον Άρη, πάνω από τερπνές οροσειρές και κατέβηκε στη θάλασσα από τον Άθω, για να φτάσει στη Λήμνο, το νησί του Θόαντα κι εργαστήριο ξακουστό του γιού της. Κανέναν από τους δυο δεν αναζητούσε, άλλωστε αμφότεροι έλειπαν. Τον Ύπνο βρήκε, δίδυμο αδελφό του Θανάτου κι έθεσε το χέρι της πάνω στο δικό του με ανυπομονησία κι αληθινή παράκληση.

«Ύπνε, που εξουσιάζεις Θεούς κι ανθρώπους εύκολα, εισάκουσε με, όπως άλλες φορές και θα σου χρωστώ χάρη αιώνια. Θέλω να βυθίσεις σε λήθαργο τα λαμπρά μάτια του Δία, αφού πρώτα εγώ πλαγιάσω δίπλα του ερωτικά. Θα λάβεις δώρο ένα άφθαρτο, από χρυσό κι αλάβαστρο θρονί, φτιαγμένο από το παιδί μου, τον ασύγκριτο Ήφαιστο, με υποπόδιο κιόλας, για να στηρίζεσαι στην τράπεζα.»

Έσκυψε ντροπαλά το βλέμμα ο Θεός στο χώμα ετοιμάζοντας την απάντηση του επιμελώς.

«Σεβαστή μου Ήρα, υπέρτατη, όλους τους αθάνατους δύναμαι να αποκοιμίσω, ακόμα και τα αρχέγονα ρεύματα του Ωκεανού, αν θες, που έγιναν όλων η αρχή. Μολαταύτα, δε θα πλησίαζα ποτέ μου τον Κρονίδη μηδέ θα τον κοίμιζα χωρίς διαταγή του. Αδυνατώ να ξεχάσω τι συνέβη σε εσένα, μετά τον τρόμο που προκάλεσες στον γιό του. Εγώ τότε, τον είχα κοιμίσει μετά από παραίνεση σου κι όταν ξύπνησε, ούρλιαζε εξοργισμένος και με αναζητούσε σε όλο τον Όλυμπο. Με άρπαξε και με πέταξε στη θάλασσα να χαθώ και θα χανόμουν, αν δε με έσωζε η Νύχτα, η μάνα μου, στην οποία δεν τόλμησε να αντιταχθεί ο Ζεύς. Και τώρα, πάλι σε ανοσία έργα με οδηγείς;»

Η Ήρα αναστέναξε. Ο Ύπνος είχε δίκιο. Πράγματι, όταν ο γιός του Δία, ο Ηρακλής, είχε αλώσει την Τροία κι έπλεε προς την Κω, του είχε στείλει θαλασσοταραχή τρομακτική μήπως και τον εξολοθρεύε. Ο σύζυγος της, φυσικά, είχε αναισθητοποιηθεί από τον Ύπνο μα μόλις ξύπνησε, η οργή του ήταν αμείλικτη. Παρότι ο Ύπνος είχε πέσει από τον Όλυμπο ανεπιστρεπτί όπως η Άτη παλιότερα -πάλι εξαιτίας της Ήρας- η ίδια είχε αλυσοδεθεί στην κορυφή του Ολύμπου και βίωνε ταπείνωση, πείνα, βασανισμό και πόνο αφόρητο. Έσφιξε τις γροθιές της με αποφασιστικότητα. Είχε έρθει, για να πετύχει τον σκοπό της κι αυτό θα γινόταν. Σκέφτηκε ένα μεγαλύτερο αντάλλαγμα, για να πείσει τον Θεό.

«Άκουσε, Ύπνε, δεν είναι τόσο κρίσιμη η κατάσταση αυτή τη φορά. Δεν πρόκειται να θυμώσει τόσο ο Δίας για τους Τρώες όσο εξερράγη για τον αγαπημένο του γιό, τον Ηρακλή. Εγώ, εξάλλου, η Θεά του Γάμου, σου υπόσχομαι ότι θα σου δώσω για γυναίκα λατρευτή μια από τις Χάριτες θεραπαινίδες της Αφροδίτης, τις ωραιότερες Νύμφες του Ολύμπου!»

Κλονίστηκε η ορμή άρνησης του Θεού. Ξεκίνησε να το σκέφτεται καλύτερα, προβληματίστηκε κι αυτό αναπτέρωσε τις ελπίδες της.

«Θέλω να ορκιστείς στο φοβερό ποτάμι της Στυγός,» της είπε με απόλυτη σοβαρότητα. «Βάλε το ένα χέρι στην πολυθρέπτρα γη και το άλλο στη λευκή θάλασσα, για να μαρτυρήσουν όλοι οι αθάνατοι των Ταρτάρων, ακόμα κι οι τιμωρημένοι Τιτάνες, πως υπόσχεσαι για γυναίκα μου την Πασιθέα, ακόλουθο της Αφροδίτης, διότι αυτή λαχταρά η καρδιά μου.»

«Το ορκίζομαι,» βροντοφώναξε η Ήρα, εναποθέτοντας σωστά τα χέρια της. «Μάρτυρες μου ας στέκονται ο Ωκεανός, η Τηθύς, ο Κόιος, η Φοίβη, ο Υπερίων, η Ευρυφάεσσα, ο Κρείος, ο Ιαπετός, η Θέμις, η Μνημοσύνη, η Ρέα κι ο Κρόνος, οι δώδεκα Τιτάνες, παιδιά του Ουρανού και της Γαίας.»

Ευθύς μετά την πλήρωση του ισχυρότερου όρκου, ο Ύπνος ζώστηκε τα σύνεργα του και την ακολούθησε, κρατώντας τον ποδόγυρο της. Πέταξαν μαζί, πέρασαν την Ίμβρο και τους τύλιξε άνεμος πυκνός, ομίχλη ολόλευκη και πάχνη θερμή. Έφτασαν στην Ίδη, της οποίας οι αναρίθμητες βρύσες πότιζαν πληθώρα πλασμάτων, πατώντας σε στεριά απόμερη, στο Λεκτό, ενώ στα πόδια τους σείονταν οι λογγοί.

Κρύφτηκε ο Ύπνος κατευθείαν, για να μην κινδυνεύσει να τον εντοπίσει ο Δίας, σε ένα πελώριο, αιωνόβιο έλατο, αλλάζοντας τη μορφή του στο ορεινό, καλλόφωνο πουλί γνωστό ως κύμινδη ή χαλκίς. Όσο για την Ήρα, ανέβηκε ταχέως το βουνό και πάτησε σε μια κορυφή του, τον Γάργαρο.

Σε μια στιγμή, την αντίκρισε ο Δίας και σάστισε. Τον κατέλαβε πόθος ακατανίκητος, όμοιος με τη λαχτάρα της πρώτης νύχτας του γάμου τους. Ολόψυχα συνεπαρμένος, σχεδόν μαγεμένος, την πλησίασε και στάθηκε αντίκρυ της, σταυρώνοντας τα χέρια, δήθεν αυταρχικά.

«Γιατί κατέβηκες τόσο βιαστικά από τον Όλυμπο, Ήρα;» Απαίτησε να μάθει, παλεύοντας να φανεί ανεπηρέαστος από την αδιανόητη γοητεία της. «Θαρρώ έδωσα μια ρητή εντολή.»

«Πράγματι,» απάντησε με όλο τον αισθησιασμό που διέθετε εκείνη, παραμένοντας ακίνητη. «Για αυτό, πέρασα να με δεις, προτού φύγω. Θα πάω να βρω τον Ωκεανό και την Τηθύ. Έχουν χολωθεί άσχημα και χρειάζονται βοήθεια για επανένωση. Αν δε σπεύσω εγώ, η Θεά του Γάμου, ποιός θα το κάνει;»

«Έχεις άπλετο χρόνο να πας, δεν είναι επείγον το ζήτημα,» έφτασε αποπνικτικά κοντά της ο Άρχοντας των Θεών και το χέρι του κύκλωσε τη μέση της ωσάν ερπετό. Ανατρίχιασε άθελα της από ανυπομονησία. «Τώρα, ωστόσο, θέλω να μείνεις μαζί μου, να σε κάνω δική μου, μου έχεις λείψει αφόρητα προφανώς. Τον πόθο που νιώθω για εσένα δεν τον έχω νιώσει ποτέ για καμία άλλη. Η Δία, η γυναίκα του Ιξίονα, που μου χάρισε τον Πειρίθοο ωχριά, όπως κι η Δανάη, η Ευρώπη, η Σεμέλη, η Αλκμήνη, η Δήμητρα, η Λητώ! Τέτοια ωμή κι ακατανίκητη επιθυμία δεν έχω ξανανιώσει ποτέ άλλοτε!»

«Σε σιχαίνομαι, αχρείε, που πάντοτε αρπάζεις ευκαιρίες να κατονομάζεις τις ερωμένες σου,» αποκρίθηκε, μη συγκρατώντας το φαρμάκι της η Ήρα, μην παύοντας, όμως, να χαμογελά πλατιά. «Σε αγαπάω, παρόλα αυτά, άνδρα μου. Ήμουν, είμαι και θα είμαι για πάντα δική σου.»

Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και τον φίλησε με άφθονο πάθος και θέλγητρα. Με το που αισθάνθηκε το ελεύθερο χέρι του να ανεβάζει τον ποδόγυρο του φορέματος της, τον έσπρωξε μακριά με αρκετή δύναμη.

«Τι έκανες; Θα με τρελάνεις; Σε θέλω μανιασμένα,» βρισκόταν ένα βήμα πριν τον εκνευρισμό εκείνος, τυφλωμένος από επιθυμία.

«Μη δρας ανόητα,» του υποδείκνυε με τον δείκτη της σαν αυστηρή παιδαγωγός. «Δεν είναι σωστό να πλαγιάσουμε εδώ, σε κοινή θέα. Ξέρεις πολύ καλά ότι γυμνή μονάχα εσύ με έχεις δει. Από το δώμα σου, φεύγω πάντοτε, μην τύχει και μας δει κανένας. Είμαι υπερήφανη για τη σεμνότητα μου και δε θα σου επιτρέψω να τη διασαλεύσεις. Τέλος πάντων, πάμε στο παλάτι σου, να έχουμε την ησυχία μας, στο γιγαντιαίο κρεβάτι σου.»

Τα χείλη του, αγρίως πεινασμένα και βιαστικά, χωρίς ίχνος υπομονής ή ευπρέπειας, βρέθηκαν στον λαιμό της και προσκυνούσαν το αλάβαστρο με ευσεβή πόθο. Ανάμεσα στα ασίγαστα φιλιά του, της έδωσε ετοιμόλογη απάντηση.

«Μη φοβάσαι τίποτα, κανείς δε θα μας δει. Θα απλώσω γύρω μας νέφος πυκνό, χρυσαφένιο, που ούτε οι ακτίνες του Ηλίου δε διαπερνούν, πόσο μάλλον το όποιο μάτι. Δεν πρόκειται να περίμενα να φτάσουμε ως το παλάτι.»

Αγκαλιάστηκαν. Φιλήθηκαν κι ένωσαν τις φωτιές τους. Τα χέρια του έλυσαν επιδέξια τις κορδέλες κι οι πλεξούδες έπεσαν στην πλάτη της. Η Ήρα κούνησε το χέρι απαλά κι η γη βλάστησε χλωρό χορτάρι ολοκαίνουριο, για να τους υποδεχτεί ως στρώμα· κρόκο, τριφύλλι τρυφερό και υάκινθους ογκώδεις. Εκεί ξάπλωσαν, τυλιγμένοι στο χρυσό σύννεφο, που τους έραινε με δροσοσταλίδες, σαν να βρίσκονταν πίσω από καταρράκτη. Μέσα στην απόλυτη γαλήνη και νηνεμία, στο χρυσό μεγαλείο της θνητής ατέλειας, η Βασίλισσα των Θεών επιστράτευσε όλη την ερωτική της τεχνογνωσία και γοητεία, ώστε εν τέλει φάνταζε αδιόρατο ποιός είχε κατακτήσει ποιόν. Μόλις ο πόθος έσβησε προσωρινά κι ο Δίας σωριάστηκε πάνω της, μακαρίως εξουθενωμένος, χαμογέλασε, χαϊδεύοντας τους πυρρόξανθους βόστρυχους του. Αποτελούσε κοινό μυστικό στον Όλυμπο· ο Ζεύς εξουσίαζε άπαντες μα σε εκείνον κυριαρχούσε η Ήρα.

Δε χρειάστηκε σήμα, για να έρθει ο Ύπνος. Ο δίδυμος του Θανάτου κατάλαβε πότε ολοκληρώθηκε το σμίξιμο τους, καθώς ο Δίας δε γνώριζε διακριτικότητα ή ησυχία. Αμέσως, άπλωσε την αυθεντία του πάνω από τον Πατέρα Θεών κι Ανθρώπων και τον αποκοίμισε αυτόματα.

«Έξοχα,» τον επιδοκίμασε η Ήρα, που είχε ήδη ενδυθεί ξανά το φόρεμα της. «Τρέξε τώρα στην πεδιάδα της μάχης. Βρες τον Ποσειδώνα και δώσε του ώθηση. Όλα τα άλλα, θα επακολουθήσουν. Σου είμαι ευγνώμων για την πολύτιμη αρωγή σου.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ήρα ξελόγιασε τον Δία, πλάγιασαν κι ο Ύπνος τον συνεπήρε. Όσο κοιμάται, είμαστε ελεύθεροι να βοηθήσουμε με όλες μας τις Δυνάμεις τους Αχαιούς και να τους οδηγήσουμε στη νίκη.

Η φωνή του Ποσειδώνα αντήχησε στον νου της Αμφιτρίτης, η οποία φυλούσε τα νώτα του Τελαμώνιου Αίαντα. Ο άνδρας της βρισκόταν στα μετόπισθεν, οπότε η τηλεπάθεια αποτελούσε την πιο γρήγορη επικοινωνία τους. Χωρίς καθυστέρηση, η Θεά έφυγε από το μέτωπο και βρέθηκε δίπλα του, έτοιμη να απευθυνθεί για άλλη μια φορά στους φυγόμαχους, που είχαν αυξηθεί δραματικά σε ελάχιστη ώρα.

«Δαναοί όλοι σας! Θα αφήσουμε τη νίκη πάλι στον Έκτορα, να δοξαστεί και να κάψει τα καράβια; Θέλετε να καυχιέται πλέον, με την αφορμή ότι ο Αχιλλέας έχει απομονωθεί θυμωμένος στη σκηνή του; Δε θα γίνει αισθητή η απουσία του, σας βεβαιώ, αν όλοι βοηθήσουμε στον αγώνα.»

«Ζωστείτε τις πιο τρανές ασπίδες του στρατού, σκεπάστε τα κεφάλια με κράνη αστραφτερά, αδράξτε τα κοντάρια!» Συμπλήρωσε ο Κοσμοσείστης, που έμοιαζε ακράτητος για μάχη. «Εγώ θα ηγηθώ της επίθεσης και πιστεύω πως -όσο κι αν ορμητικός πέσει πάνω μας ο Έκτωρ- δε θα αντέξει μπροστά στην ενωμένη ισχύ μας.» Ο λόγος του έγινε δεκτός με ζητωκραυγές αμέτρητες, βροντερές, οι οποίες σίγησαν μονάχα όταν δήλωσε την ύστατη οδηγία. «Δώστε τις καλύτερες ασπίδες στους πιο ανδρείους, να στελεχώσουν τις πρώτες γραμμές.»

«Ακούσατε τον ύψιστο Θεό!» Αντιλάλησε μια φωνή που έσπειρε δέος. «Ανασυνταχθείτε, αρματωθείτε, δε φοβόμαστε κανέναν, θα θριαμβεύσουμε!»

«Οδυσσέα!» Αναφώνησε χαρούμενος ο Διομήδης και τον πλησίασε, μην κρύβοντας την έκπληξη του. «Αφάνταστα ευφραίνομαι που σε βλέπω κοντά μας. Είσαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις;»

«Όσο αντέξω, Διομήδη, θα μείνω και θα σας βοηθήσω,» δήλωσε ο Άναξ της Ιθάκης. «Δεν μπορώ να στέκομαι στη σκηνή των Ασκληπιάδων άπραγος, όταν εδώ διακυβεύονται τόσα πολλά. Εσείς κάνετε εξαιρετική δουλειά, οι Θεοί είναι μαζί μας· θαρρώ η σημερινή ημέρα ίσως αποδειχθεί πιο ελπιδοφόρα από όσο πιστεύαμε.»

«Έλα, λοιπόν,» τον προέτρεψε ο Άναξ του Άργους. «Πάμε να εμψυχώσουμε τους ράθυμους. Δεν πρέπει να μείνει ούτε ένας αρτιμελής πολεμιστής εκτός μάχης!»

Ο Οδυσσέας έριξε ένα βλέμμα οδύνης προς τη μεριά των σκηνών και τον ακολούθησε.

Για αρκετή ώρα, οι δυο τους μιλούσαν κι ωθούσαν με κάθε μέσο τους δειλιασμένους άνδρες να γυρίσουν στον πόλεμο κι ο γιός του Τυδέα είχε εκπλαγεί με την επιβλητικότητα του φίλου του. Είχαν αναλάβει τη βόρεια μεριά κι ο Αγαμέμνων με τον Νέστορα τη νότια. Σε οποίους απευθυνόταν, άγγιζε ελαφρά ή κοιτούσε καν ο Οδυσσέας, τον υπάκουαν με δέος κι ορμούσαν πίσω στη μάχη γοργόποδα, με απίστευτο θάρρος. Τα λόγια του ήταν -ως συνήθως- άψογα και περιεκτικά μα το βλέμμα του· αυτό ήταν που ξεχώριζε κι έστρεφε γνώμες και συνειδήσεις. Εξέπεμπε απίστευτο κύρος, εξουσία, μεγαλείο, μαχητικότητα και σοφία. Ακόμα κι ο Διομήδης που τον άκουγε φευγαλέα, συγκρατούταν, για να μην τρέξει κι αυτός στο μέτωπο, αγνοώντας την πατούσα του που υπέφερε.

Όταν είχαν μείνει ελάχιστοι πείσμωνες πλέον, ο Οδυσσέας στράφηκε προς το μέρος του, παρακλητικά κι εξαντλημένα.

«Θαρρώ πρέπει να πάω πίσω, στη σκηνή των Ασκληπιάδων,» είπε. «Αισθάνομαι πως εξάντλησα τις δυνάμεις μου. Η πληγή μου με ξεσκίζει στον πόνο. Ανάλαβε εσύ τους τελευταίους και βρες τους άλλους δυο.»

«Φυσικά, φίλε μου!» Παραμέρισε ο Διομήδης, ανοίγοντας του δρόμο. «Μήπως θα ήθελες βοήθεια στη μετακίνηση;»

«Θα τα καταφέρω,» αρνήθηκε κοφτά και κατηγορηματικά. «Είσαι απαραίτητος εδώ.»

Δεν επέμεινε άλλο. Τον άφησε να φύγει και κινήθηκε αργά με τη βακτηρία του προς το μέρος των λιποτακτών.

Ο δε Οδυσσέας, φτάνοντας στη σκηνή των τραυματιών, έγινε αόρατος από κάθε ζεύγος ματιών πλην ενός και πέρασε ανενόχλητα στα ενδότερα. Ανάμεσα στους πλείστους τραυματίες και τις γυναίκες που έτρεχαν παντού φρενήρως κι αδιάκοπα, εντόπισε αυτόν που αναζητούσε. Τον πραγματικό Οδυσσέα, κλινήρη και κατάκοπο, να καίει από πυρετό κι η πληγή του να έχει ανοίξει εκ νέου.

Οδυσσέα μου...

Γονάτισε δίπλα του κι ένιωσε το καυτό του μέτωπο στην ανάποδη της παλάμης. Χλώμιασε από ανησυχία. Στο δροσερό άγγιγμα, τα μάτια του πετάρισαν.

«Αθηνά!» Αναφώνησε αυτοστιγμεί, αναγνωρίζοντας τη πανεύκολα. Του έκλεισε το στόμα απαλά με τον δείκτη της.

«Μη μιλάς, σπαταλάς τις δυνάμεις σου,» τον συμβούλεψε με απόλυτη ηρεμία, παρόλο που τα μάτια πρόδιδαν την απύθμενη αγωνία της. «Μη φοβάσαι τίποτα. Είμαι εγώ εδώ, μαζί σου. Θα σε ιάσω με τα χέρια μου.»

Δεν ασχολήθηκε κανένας με τον Οδυσσέα, που φαινόταν να έχει βυθιστεί σε παραισθήσεις. Ακόμη κι η Τέκμησσα τον αγνόησε, γιατί ορισμένοι πληγωμένοι χρειάζονταν εγχειρήσεις και μονάχα εκείνη γνώριζε αρκετά, για να τις φέρει εις πέρας. Έτσι, η Αθηνά έδρασε ανενόχλητη, σταθεροποιώντας την αριστερή παλάμη της στο μέτωπο του μόνιμα, εντελώς κρύα, για να απορροφήσει τη θερμότητα. Το δεξί, ανέλαβε να καυτηριάσει ισχυρά την πληγή στο πλευρό, αφότου την εξέτασε με εντελή προσοχή.

«Τι σου έκανε ο αχρείος, αγόρι μου,» μουρμούρισε επίπονα, σφίγγοντας τα δόντια. «Θα τον στείλω να γειτονεύει με τους Τιτάνες στα Τάρταρα.»

«Σκέψου ότι χάριν σε αυτόν, κέρδισα απίστευτη δόξα σήμερα,» τόνισε ο θνητός, παλεύοντας να χαμογελάσει μέσα στην οδύνη του. «Αυτό μου δίδασκες πάντοτε, εξάλλου. Ο πιο ευγενής και υψηλός αυτοσκοπός είναι η καταξίωση κι η υστεροφημία για σπουδαία έργα.»

«Ήταν πραγματικά μεγαλειώδες αυτό που κατάφερες, το παραδέχομαι,» γέλασε άθελα της, χωρίς να κρύψει την υπερηφάνεια. Ωστόσο, δε θα διακινδύνευα τη ζωή σου ούτε για το κλέος του Ηρακλή.

Έκαψε τη λάμα του σπαθιού της αγγίζοντας το απλώς. Όταν το ακούμπησε στην πληγή του, ούρλιαξε ασυγκράτητα από πόνο, δάκρυσε νευρικά, μα δεν πτοήθηκε η αθάνατη. Ήξερε ότι τον έσωζε. Οι φωνές του αγνοήθηκαν ως μέρος των παραισθήσεων του. Η Αθηνά, ύστερα, τοποθέτησε αμφότερα τα χέρια της στην πληγή, με σκοπό να ιάσει το κάψιμο. Η ουλή ήταν αναπόφευκτη μα δεν είχε σημασία. Είχε γλιτώσει από μια θανατηφόρα μόλυνση και αφόρητους πόνους. Ύψωσε τα μάτια της και το κεφάλι ψηλά, προσευχόμενη στον Ουρανό και στη Γη, στον Προμηθέα και την Εκάτη, τους διδασκάλους της, στο Έρεβος και στον Έρωτα, τους δημιουργούς του Κόσμου. Τα χέρια της μουσκέψαν στο αίμα του. Παραδόξως, αυτή η αίσθηση έμοιαζε πιο απεχθής από εκείνη της δίκης της ιχώρας. Αφότου ολοκλήρωσε και βεβαιώθηκε για την επιτυχία της, κάθησε δίπλα του, με το δεξί χέρι στο μέτωπο του για δροσιά και το αριστερό πάνω στα αποδυναμωμένα χέρια του.

«Κοιμήσου,» του ψιθύρισε σαν θρόισμα. «Είμαι εγώ μαζί σου, όπως πάντα. Δε θα σε αφήσω ποτέ.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Ώστε ο Οθρυονέας είναι νεκρός;»

Ακούγοντας την κουβέντα από τα χείλη της δίδυμης του, ο Έλενος ανατρίχιασε. Ήλπιζε να μην το είχε ακούσει, όταν το ανακοίνωσε στην Ανδρομάχη και την Κρέουσα, που τον υποδέχτηκαν λαβωμένο μαζί με τον Διήφοβο. Δαγκώθηκε λυπημένος. Δεν ήθελε να το μάθει η αγαπημένη του αδελφή από εκείνον.

Όπως και πολλές ανύπαντρες γυναίκες της Τροίας, η Κασσάνδρα είχε προσφερθεί να βοηθήσει του γέροντες ιατρούς, που αναλάμβαναν τους τραυματισμένους Τρώες, λίγο πιο πίσω από τα τείχη, εκεί όπου προ του Πολέμου στέγαζαν μια υπέροχη αγορά. Πλέον, ο θεσμός παράπαιε, καθώς μονάχα Τρώες πραματευτές κατέφθαναν κι ελάχιστοι είχαν να πουλήσουν κάτι αξιόλογο. Άλλωστε, τα γύρω χωράφια λεηλατούνταν από τους πολιορκητές τους κατά κόρον, τα τρόφιμα λιγόστευαν μα δεν πεινούσε κανείς, διότι ο Βασιλιάς Αγχίσης της Δαρδάνου τους έστελνε κάθε καλούδι με τον Αινεία. Οι αγρότες τους, πάλι, όσοι διέμεναν εκτός της πόλης, βίωναν έναν εφιάλτη και δεν μπορούσαν να τους κρατήσουν ασφαλείς, παρά μόνο αν τους παρείχαν στέγη εντός των τειχών κι εγκατέλειπαν τις περιουσίες τους.

Ο Έλενος κοίταξε την Κασσάνδρα κατάματα. Έδενε νωχελικά το πληγωμένο χέρι του, αφότου το είχε πλύνει με ροδόνερο κι ανακουφίσει με κατάπλασμα το τραύμα. Όσο κι αν πάλευε να κρύψει τον θρήνο της, εκείνος πάντα θα διέκρινε και το ελάχιστο συναίσθημα της· είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει μαζί, τη γνώριζε καλύτερα κι από τον εαυτό του. Με το καλό του χέρι, χάιδεψε το αναψοκοκκινισμένο της μάγουλο.

«Ήμαστε μπροστά. Έπεσε σαν ήρωας από το χέρι ενός σπουδαίου αντιπάλου· του Ιδομενέα, εγγονού του μεγάλου Μίνωα-»

«Ακόμα κι ο Δίας θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι πέθανε και χάθηκε διά παντός,» διαφώνησε με απόλυτη ηρεμία η Κασσάνδρα, συνεχίζοντας την προσεκτική φροντίδα της. «Έπρεπε να τον είχα παντρευτεί πριν πολλά χρόνια. Ήμουν ανόητη που δε δέχτηκα, όταν μπορούσα. Προτού πέσει πάνω μου η κατάρα που με διέλυσε και με έκανε τέρας. Ούτε καν προίκα δε ζήτησε, μόνο εμένα ήθελε.» Πλατάγισε τη γλώσσα της κι η γλυκόπικρη αίσθηση πλημμύρισε και τη δική του γεύση. «Άλλος ένας αποβλακωμένος από έρωτα μέσα σε τόσους άλλους.»

«Σε αγαπούσε, αυτό είναι αναμφίβολο,» συμφώνησε κι ο Έλενος, ξεροκαταπίνοντας μήπως και συγκρατούσε τα δάκρυα που τον απειλούσαν. Το καλό του χέρι άρπαξε το αδρανές δικό της και το έσφιξε με όλη του τη στοργή. «Σε λάτρευε τόσο, που σε περίμενε. Υποσχέθηκε νίκες στον πατέρα και το μόνο που ζητούσε πάντοτε ήταν το χέρι σου.»

Το βλέμμα της χάθηκε μακριά, στο υπερπέραν, σε μια άλλη, ουτοπική πραγματικότητα, όπου δε μαινόταν πόλεμος, η θλίψη έλειπε και θριάμβευε η γαλήνη, η ευημερία, η αγάπη. Εκεί, ήταν παντρεμένη με τον Οθρυονέα, δεν είχε εμπλακεί με τον Απόλλωνα, δεν είχε επιθυμήσει τίποτα που δε διέθετε εκ γενετής, δεν είχε κυριευθεί από παιδιάστικη κι ολέθρια πλεονεξία. Χαμογέλασε στην ανέλπιστη σκέψη κι αυτόματα άρχισαν να τρέχουν ποταμοί τα δάκρυα από τα ταλαιπωρημένα μάτια.

«Θα μπορούσαμε να είχαμε παιδιά,» ψιθύρισε κι έγειρε στον ώμο του αδελφού της αποκαμωμένη. «Αγαπημένε μου, δε θα τον θρηνούσα μόνη τώρα· ούτε θα ένιωθα πιο μόνη από ποτέ. Σήμερα, νιώθω ότι βρίσκομαι ένα βήμα εγγύτερα στην ολική παράνοια.»

«Όχι, αγάπη μου,» τη φίλησε στο μέτωπο με θαλπωρή ο αδελφός της. «Δε θα σε αφήσω εγώ να τρελαθείς, μη φοβάσαι. Όπως κι η μοναξιά δε θα σε καταβάλει.»

Την κράτησε στη μισή αγκαλιά του με όλη του την προστατευτικότητα και αγάπη. Κατανοούσε πόσο χρειαζόταν η δίδυμη του μια στιγμή ξεσπάσματος και πραγματικής οιμωγής, προτού επανερχόταν στην πέτρινη έκφρασή της και στην απόπειρα να διώχνει ή να καταπνίγει τα οράματα που την κατέκλυζαν.

«Ανέβα στην Ίδα, στην αγαπημένη μας σπηλιά. Σώσε τον εαυτό σου,» ψέλλισε στο αυτί του, τι κι αν ήξερε πως ήταν κούφια και μάταιη προειδοποίηση.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αφότου το αθάνατο ζεύγος της Θάλασσας κατάλαβε ότι διέθετε πλήρη ελευθερία κινήσεων, δε σπατάλησε στιγμή. Πέρασαν ξανά στην πρώτη γραμμή κι ενώ ο Ποσειδών ηγούταν του στρατού επίσημα, η Αμφιτρίτη έλεγχε το νότιο άκρο -το πιο επικίνδυνο- διότι εκεί βρισκόταν ο Έκτωρ. Κι οι δυο δεν επιθυμούσαν τίποτα παρά να ξεπληρώσουν την αιματοχυσία των Αργείων με τρωικό λουτρό αίματος.

Από τη μια πλευρά, ο Ποσειδών ηγείτο, κραδαίνοντας το ξίφος του, έργο του Ηφαίστου, σμιλεμένο ωσάν τις αστραπές του Δία, αδιανόητα μακρύ και φοβερό, ώστε ακόμα και στη θέα έσπερνε τρόμο. Από την άλλη, ο πρωτότοκος του Πριάμου είχε αναλάβει μόνος να ανασυντάξει τους δικούς του και να μην αφήσει κανέναν να λιποτακτήσει. Πάνω στο ήδη απλωμένο πέπλο της, η Έρις έχυσε αίμα αγριόχοιρου, που νότισε τον άνεμο και φούντωσε το μίσος και τη διχόνοια των εχθρών. Ταυτόχρονα έδωσαν οι Αρχηγοί το έναυσμα με πολεμικές ιαχές. Από την ορμή του Ποσειδώνα, σηκώθηκε η στάθμη της θάλασσας, φτάνοντας ως τις πρώτες σκηνές των Δαναών, μαζί με τα μαύρα πλοία. Βοούσε ο άνεμος, βροντούσε η γη, πάλλονταν οι ηλιαχτίδες. Μεσημέριασε. Η μάχη αντί να ηρεμεί με την πάροδο του χρόνου εντεινόταν και χειροτέρευε, διακυβεύοντας ακόμα περισσότερες ψυχές. Η νίκη πλέον αποτελούσε ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Αντικριστά του Έκτορα ακριβώς στεκόταν ο Τελαμώνιος Αίας, οπότε δε δίστασε ο γιός της Εκάβης και του πέταξε το δόρυ του, ελπίζοντας να τον αφανίσει πριν τη σύγκρουση. Βρήκε μεν τον στόχο του μα δεν κατόρθωσε τίποτα. Χτύπησε στη χοντρή ζώνη όπου ο Αίας τοποθετούσε ασπίδα και δόρατα κι έδενε χιαστί στο στήθος. Η Αμφιτρίτη δίπλα του, φανερά ανακουφισμένη, τράβηξε το φονικό όπλο χωρίς σταγόνα αίμα.

Ο Έκτωρ θύμωσε, διότι έχασε το δόρυ του κι ευθύς κίνησε όπισθεν, για να ανεφοδιαστεί από τα πτώματα του τείχους. Ο γιός του Τελαμώνα δεν τον άφησε· σήκωσε μια μεγάλη πέτρα -από τις πολλές που κείτονταν στα πόδια τους, ως σταθεροποιητές για τα καράβια- την πέταξε προς το μέρος του και δε λάθεψε. Τον πέτυχε στον αυχένα, πάνω από την ασπίδα, ενώ είχε ήδη γυρίσει την πλάτη κι έφευγε.

Ο Αρχηγός των Τρώων κατεβλήθη από ζάλη κι άρχισε να τρεκλίζει. Σειόταν ολοσχερώς, έτρεμε, το κεφάλι του βροντούσε και βούιζε, οι αισθήσεις είχαν ξεφύγει του ελέγχου του, ένιωθε να παραλύει και σωριάστηκε στο χώμα σαν δέντρο ξεριζωμένο από τον αήττητο κεραυνό του Διός. Ξεγλιστρήσαν από πάνω του ξίφη, ασπίδα και κράνος, έμεινε αναίσθητος κι απροστάτευτος, μια τέλεια λεία και πηγή απίστευτης δόξας για τον Αχαιό που θα του έδινε τη χαριστική βολή.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Τρώες δε θα άφηναν ποτέ αβοήθητο κι εκτεθειμένο τον αγαπημένο τους Πρίγκιπα κι επικεφαλής. Αμέσως, στήθηκαν γύρω του ως υπεράνθρωπο τείχος ο Αινείας, ο Πολυδάμας, ο Αγήνωρ, ο Πάρης και ο Σαρπηδών, ο Στρατάρχης των Λυκίων. Μα και κανείς απλός στρατιώτης δεν έμεινε άπραγος, προτάσσοντας θαρραλέα μπροστά τις στρογγυλές ασπίδες. Στην κάλυψη αυτή, ο Πολυδάμας κι ο Πάρης σήκωσαν τον αναίσθητο αδελφό τους και τον οδήγησαν στο άρμα του, σπεύδοντας στον ποταμό Ξάνθο. Του έβρεξαν το μέτωπο κι αγωνιούσαν. Όταν άνοιξε τα μάτια κι έβηξε αίμα, ανακουφίστηκαν ελάχιστα. Ύστερα, έχασε ξανά τις αισθήσεις του και κατάλαβαν πως έπρεπε να γυρίσει στην πόλη.

«Θα τον πάω εγώ,» προθυμοποιήθηκε ευθύς ο Πάρης, βρίσκοντας την τέλεια ευκαιρία να διαφύγει της μάχης, προτού η μανία των Αργείων ξεκινούσε να θερίζει.

Έτσι, ο Πολυδάμας τον χαιρέτησε, τον άφησε με το άρμα του Έκτορα κι επέστρεψε στη μάχη, θυμούμενος τα σοφά του λόγια πρωτύτερα.

Ένας είναι ο άριστος οιωνός· να προμαχούμε για την πατρίδα!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι Αργείοι, μετά τη βιαστική αποχώρηση και τον εμφανή τραυματισμό του Έκτορα, αναθάρρησαν ακόμα περισσότερο κι όρμησαν δυνατότεροι. Με το ακονισμένο του κοντάρι ο Λοκρός Αίας χτύπησε με ακρίβεια τον Σάτνιο -γιό Ναϊάδας- στους λαγόνες και τον έριξε νεκρό ανάσκελα.

Ξέσπασε συμπλοκή τεράστια πάνω από το πτώμα. Έσπευσε ο Πολυδάμας να εκδικηθεί, λαβώνοντας θανάσιμα στον ώμο τον Προθοήνορα, έναν από τους πέντε Αρχηγούς των Βοιωτών και τρανό πολέμαρχο.

«Ορίστε, λοιπόν, άδικα δεν πήγε το δόρυ μου, αυθάδεις Αχαιοί!» Καυχήθηκε ο Πολυδάμας βροντερά. «Ένας δικός μας κατεβαίνει στον Άδη κι άλλους δέκα δικούς σας θα στέλνουμε!»

Εξοργισμένος με την αλαζονεία του, ο Τελαμώνιος Αίας έβγαλε το ακόντιο από το πτώμα του άτυχου νέου και το έριξε καταπάνω του, ενώ έφευγε κι επέστρεφε στη γραμμή του. Την τελευταία στιγμή, το πήρε είδηση ο Πολυδάμας και παραμέρισε, ώστε γλίτωσε τον θάνατο αλλά το όπλο βρήκε άλλον έναν γιο του σοφού Αντήνορα, τον Αρχέλοχο. Έπεσε με το πρόσωπο στη γη το παλικάρι, με τον σβέρκο του τσακισμένο, ενώ ήθελε να φτάσει την πρώτη γραμμή.

«Τι έχεις να πεις τώρα, Πολυδάμα;» Βρυχήθηκε λυσσασμένα ο Αίας. «Έφυγες, δειλέ κι εκδίκηση για τον Προθοήνορα πήρα με έναν γιο του Αντήνορα, το δίχως άλλο. Του μοιάζει, συγγενής του είναι! Αρκεί αυτός ή θέλεις κι άλλα πτώματα να προτάξω;»

Ο Πολυδάμας βρισκόταν πολύ πίσω, για να του απαντήσει μα ο Ακάμας, τέκνο του Αντήνορα κι αυτός, είδε πως ένας Βοιωτός τραβούσε τον αδελφό του κι έσπευσε να σώσει τη σωρό. Με δυο βέλη, τον αποτελείωσε.

«Στις βολές είστε πρώτοι, Αχαιοί και δοξαστοί στις απειλές!» Ειρωνεύτηκε ευθύς, ευτυχισμένος που είχε σώσει το νεκρό σώμα. Δε θα μοχθούμε και πενθούμε μόνο εμείς σπουδαίους πλέον μα κι εσείς! Έτσι, θα σας σκοτώσουμε έναν προς έναν! Εκδικήθηκα τον αδελφό μου με τον πρόμαχό σας κι ακολουθούν κι άλλοι!»

«Τι είπε το ποντίκι!» Γρύλισε ο Βοιωτός Πηνέλαος κι όρμησε με το δόρυ του, χωρίς να το πετάξει. Αναζήτησε τον μεγαλόστομο Ακάμαντα μα δεν τον βρήκε. Έτσι πήδηξε και έμπηξε με όλο το μένος το δόρυ στο μάτι του Ιλιονέα, μοναχογιού του πάμπλουτου Τρώα Φόρβαντα. Έβγαλε αυτόματα την κόρη, τρύπησε τον οφθαλμό κι έφτασε στο ζνίχι, ώστε ο νεκρός έπεσε κι έχασκε με μια λίμνη αίματος στο κεφάλι. Ο Πηνέλαος σήκωσε το ξίφος κι έκοψε ανηλεώς το κεφάλι, σηκώνοντας το ως τρόπαιο, με τη λαβή στο δόρυ.

«Πείτε εσείς, τρωκτικά του υπογείου, Τρώες, στους γονείς του Ιλονέα να τον κλάψουν τώρα! Δε φοβόμαστε κανέναν, πόσο μάλλον τις κούφιες φοβέρες σας!»

Κουνούσε και περιέφερε ωσάν παπαρούνα το μακάβριο λάβαρο κι οι Τρώες καταβλήθηκαν από φόβο και δειλία.

«Μη λυπηθείτε κανέναν! Πάμε για τη νίκη, γρήγορα!» Φώναξε ο Ποσειδώνας κι όλοι οι μεγάλοι Αρχηγοί και μη, τον ακολούθησαν συσπειρωμένοι.

Ξεκίνησε η χαώδης προέλαση κι ο σαρωτικός θρίαμβος των Αχαιών. Με την ευλογία του Ενοσίγαιου και της Νηρηίδας, δεν τους πτοούσε τίποτα και κανείς. Πρώτος ο Αίας της Σαλαμίνας σκότωσε τον Ύρτιο, πολέμαρχο της Μυσίας, ενώ ο Αντίλοχος εξολόθρευσε τον Μέρμερο και τον Φάλκη, Τρώες Πολέμαρχους. Ο Μηριόνης αποκεφάλισε τους Μόρυ και Ιπποτίωνα, Ασκάνιους Αρχηγούς, που ήταν γιός και πατέρας. Ο Τεύκρος ταυτόχρονα με τριπλές βολές βελών φόνευσε τον Προθόωνα και τον Περιφήτη των Μυσών. Στη λαπάρα, βαθιά στα σπλάχνα του Τρώα άρχοντα Υπερήνορα, ο Μενέλαος βύθισε το ξίφος του και του πήρε τη ζωή ορμητικά. Μα πιο φοβερός από όλους και φονικός στεκόταν ο μικρός Αίας από τη Λοκρίδα, που με την ασύγκριτη ταχύτητα του σκορπούσε τον όλεθρο, αιφνιδίαζε και παγίδευε.

«Δοξασμένος ο Μέγας Ποσειδών,» αναφώνησε ανακουφισμένα ο Αγαμέμνων, που παρακολουθούσε τη μάχη από τις ύστατες γραμμές. Καμάρωνε την ευνοϊκή τους πορεία και κυρίως τον μικρό του αδελφό, ο οποίος μαχόταν άγρια κι οδυνηρά για τους εχθρούς. «Αν συνεχίσουμε έτσι, σε ελάχιστη ώρα θα τους κλείσουμε με το ζόρι πίσω στα τείχη τους και θα σώσουμε τα καράβια.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Πάτροκλος περιφερόταν μέσα στις σκηνές σαν φάντασμα. Πρόσεχε, να μην τον δει κανένας και βημάτιζε ανάλαφρα, παρόλο που το κεφάλι του βάρυναν σκέψεις ζοφερές. Δεν μπορούσε να γυρίσει στη σκηνή του Αχιλλέα. Δεν ήθελε να φύγουν. Ήλπιζε ότι δε θα έφευγαν χωρίς αυτόν. Αφενός, είχε αρπαχτεί από αυτή την ανόητη επιμονή μήπως κι απέτρεπε τον απόπλου. Αφετέρου, ζύγιζε μέσα του τα λόγια του πάνσοφου Νέστορα και του κόβονταν τα γόνατα. Έτρεμε στη σκέψη να προσεγγίσει τον γιό της Θέτιδας μέσα στην παρανοϊκή του, εμμονική οργή αλλά τα λόγια εκείνα είχαν ριζωθεί για τα καλά στον νου του.

Προσπάθησε να τον μεταπείσεις, εσύ μονάχα. Ποιός ξέρει, ίσως τα καταφέρεις τελικά, γιατί ο λόγος του φίλου είναι ο ωραιότερος. Κι αν τον εμποδίζει χρησμός θεϊκός της μάνας του ή του Δία, ας στείλει εσένα με τους Μυρμιδόνες του, για να γίνεις το Φως των Αχαιών.

Δεν είχε ιδέα πώς πήγαινε η μάχη, ποιοί νικούσαν, τις απώλειες, τίποτα απολύτως. Δεν τολμούσε να ρωτήσει κανέναν, δεν άντεχε άλλους εμπαιγμούς και κατηγορίες για τον Αχιλλέα αλλά ούτε και είχε αρκετό θάρρος, για να πλησιάσει στο πεδίο της μάχης. Εκεί, κινδύνευε να συναντήσει κάποιον σπουδαιότερο του απλού στρατιώτη, ίσως και τον ίδιο τον Αγαμέμνονα.

Τα βήματά του ανεπαίσθητα τον οδήγησαν στη σκηνή των Ασκληπιάδων. Κινήθηκε με εντελή προσοχή, παίρνοντας τον δρόμο από πίσω, καθώς έμπροσθεν ήταν στρωμένος με λαβωμένους. Προχώρησε μέσα από τα πιθάρια με νερό, την αποθήκη με τα βότανα και τα πολύτιμα ιατρικά φάρμακα, που έφεραν την παράδοση του Ασκληπιού. Κοντοστάθηκε άθελα του. Ήξερε τις χρήσεις όλων, τις είχε μάθει από τον Χείρωνα. Θα μπορούσε να εμένε και να βοηθούσε στις νοσηλείες και περιθάλψεις των πολεμιστών. Κατέπνιξε την αυθόρμητη ιδέα ευθύς. Αν το μάθαινε ο Αχιλλέας, θα εξοργιζόταν περαιτέρω και δεν άντεχε άλλον θυμό ούτε εκδικητικότητα ούτε καν εκείνον τον άθλιο πόλεμο και τους ποταμούς αίματος.

Έκλεισε τα μάτια κι ευχόταν με όλη του τη θνητή καρδιά να ξυπνούσε από έναν εφιάλτη, στην υπέροχη, δροσερή σπηλιά του Χείρωνα, όπου είχε ζήσει τα πιο ευτυχισμένα του χρόνια με τον Αχιλλέα ή στο λιτό παλάτι της Φθίας τουλάχιστον, όπου το πιο συνταρακτικό γεγονός ήταν η επίθεση ενός λύκου στα κοπάδια βοδιών του Πηλέα. Όταν, φυσικά, τα άνοιξε ξανά, βρέθηκε στην ίδια ερεβώδη πραγματικότητα, όπου στεκόταν αμήχανος κι ανίκανος να αποτρέψει τον Αχιλλέα να μείνει και να ολοκληρώσει την αποστολή κλέους του. Ήξερε ότι η παραμονή σήμαινε θάνατο μα ήταν εξίσου βέβαιος ότι αν επέστρεφαν ωσάν λιποτάκτες στη Φθία, ο Πηλείδης θα βασανιζόταν πάντοτε από τύψεις κι Ερινύες που είχε διαλέξει την κοίλη, απατηλή ζωή, έναντι ενός υπέρλαμπρου, τρισένδοξου θανάτου. Πονούσε μέσα του ο γιός του Μενοιτίου. Βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι, από το οποίο δε θα τον έβγαζε ούτε η Εκάτη.

«Πάτροκλε!»

Αναγνώρισε αμέσως τη φωνή με την οποία είχε ζήσει κάτω από την ίδια στέγη για πέντε χρόνια. Είχε αρκετές ημέρες να τη δει και δεν είχε χαθεί σταγόνα από την ευγένεια, αξιοπρέπεια και γλυκύτητα της.

Στράφηκε κι αντίκρισε τη Βρυσηίδα, χαμογελαστή, βουρκωμένη από συγκίνηση. Άνοιξε τα χέρια του αυθόρμητα κι η γυναίκα χώθηκε μέσα τους, σαν κατατρεγμένο πουλάκι στην αυτοσχέδια φωλιά.

«Είσαι καλά;» Τη ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον.

«Δεν έχει σημασία αυτό,» κούνησε το κεφάλι της, ήδη αναζωογονημένη από το καταφύγιο του. Αποτραβήχτηκε απότομα και τον άρπαξε από τους ώμους, με μια βεβιασμένη αποφασιστικότητα, ωθούμενη εμφανώς από ένα εσωτερικό καθήκον. «Πάτροκλε, δεν έχω χρόνο, πρέπει να βρίσκομαι στο πλευρό της Τέκμησσας, αλλά οφείλω να σε συμβουλέψω, όπως εσύ με στήριξες και νουθέτησες αμέτρητες φορές τόσα χρόνια.»

«Τι συμβαίνει;» Απόρησε, ζαλισμένος από τον κυκεώνα των λογισμών του.

«Μόνο εσύ μπορείς να εμποδίσεις τη φυγή του Αχιλλέα,» ξεκίνησε η γυναίκα και στα μάτια της άστραφτε το πάθος της δράσης. «Κατανοώ πόσο λαχταράς μα ξεφύγεις από αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου αλλά δε γίνεται να αφεθούν τόσοι άνθρωποι στη μοίρα τους, όταν είχαν εναποθέσει άπειρες ελπίδες σε εκείνον.»

«Έχεις δίκιο,» αναστέναξε με θλίψη, σκύβοντας το κεφάλι.

«Μίλησε του, σε ικετεύω, μονάχα εσένα θα ακούσει!» Την άκουσε παρακλητικά να σφίγγει το δέρμα του. Δεν είχε συνηθίσει να σηκώνει όλο τον κόσμο στην πλάτη του.

«Εσένα θα ακούσει, Βρυσηίδα,» της είπε, φιλώντας το αριστερό χέρι της με αδελφική στοργή μήπως την ηρεμούσε. Δεν έπαψε να τρέμει κι ανησύχησε.

«Δεν μπορώ να απομακρυνθώ, για να του μιλήσω εγώ ούτε μπορώ να διακινδυνεύσω υποψίες του Αρχιστράτηγου,» τόνισε το πασιφανώς λογικό η γυναίκα. «Εσύ πρέπει να το κάνεις. Επιμένω πως μόνο εσύ μπορείς. Αν υπάρχει ένας που θα ακούσει, είσαι εσύ!»

«Δεν πρόκειται, Βρυσηίδα, σπαταλάμε τον χρόνο μας-»

«Δεν καταλαβαίνεις ότι τίθεται η ακεραιότητα και το ηθικό του στρατού, ίσως και το μέλλον του πολέμου;»

Η γυναίκα έπεσε στα γόνατα, σήκωσε ένα νέφος σκόνης κι ένιωσε τα χέρια της να δροσίζουν απόκοσμα τα πόδια του. Το χέρι του βρήκε το ιδρωμένο της κεφάλι και το θώπευσε ανεπαίσθητα.

«Είναι αποφασισμένος. Δεν ανέχεται την προσβολή. Δεν ωφελεί να προσπαθούμε να τον μεταπείσουμε. Τον ξέρεις κι εσύ.»

Ακουγόταν παραιτημένος μα η Βρυσηίδα δε σκόπευε να εγκαταλείψει ουδόλως. Έσφιξε τα γόνατα του με φιλοδίκαιο ζήλο.

«Γιατί είσαι εδώ, λοιπόν; Γιατί περιφέρεσαι και δεν είσαι δίπλα του, να βοηθάς στα φορτώματα και στους ελέγχους; Δε θέλεις να φύγεις, Πάτροκλε. Ούτε αυτός θέλεις να φύγει. Βάλε τα δυνατά σου και πείσε τον να μείνει. Ο στρατός τον χρειάζεται, υπάρχουν προφητείες, είναι παραπάνω από αναγκαίος!»

«Δε γίνεται-»

«Αν το κάνει για μένα, θα γυρίσω κοντά του αμέσως! Θα αψηφίσω τα πάντα και θα έρθω, ακόμα κι αν ο Αγαμέμνων με σφάξει ως τιμωρία! Αν πρόκειται να μείνει ο Αχιλλέας και να σωθεί ο στρατός από βέβαιο όλεθρο, θυσιάζονται τα πάντα

Τα πάντα. Αυτή η απλή φράση κλείδωσε στο μυαλό του Πάτροκλου σαν τέλεια ακονισμένο γρανάζι. Λειτούργησε σαν βάλσαμο που γαλήνεψε τους φόβους και τις αναστολές του. Ανεπαίσθητα, η Βρυσηίδα του είχε προσφέρει ένα σπουδαίο, μεγαλειώδες, ανεκτίμητο δώρο. Με μια φαινομενικά ασήμαντη ρήση, ξύπνησε μέσα του μια φοβερή, απίστευτη αποφασιστικότητα, μια ώθηση που τον γέμισε θάρρος και θράσος, για να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα και να του μιλήσει ειλικρινά.

«Θα του το πω, Βρυσηίδα,» της υποσχέθηκε, σηκώνοντας τη από το χώμα απαλά, σαν εύθραυστο αγγείο. «Κι αν σε ζητήσει κοντά του, θα έρθω να σε πάρω. Αν μας εμποδίσει οποιοδήποτε, θα τον σκοτώσω.»

Αποχαιρετήθηκαν με γλυκόπικρα χαμόγελα κι όσο η γυναίκα έσπευδε πίσω στη σκηνή και στο ενεργό της καθήκον, ο Πάτροκλος προχωρούσε με βήμα σίγουρο προς τα πλοία του Αχιλλέα. Πρώτα, σκόπευε να διατάξει να πάψουν οι μεταφορές και τα γεμίσματα των αμπαριών. Ύστερα, θα έτρεχε στη σκηνή και θα άλλαζε τη γνώμη του αγαπημένου του χωρίς δισταγμό. Ένιωθε για πρώτη φορά πως ίσως κατάφερνε να σηκώσει το ασήκωτο βάρος, τελικά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν παιδιά μου! Πάει κι η Ραψωδία Ξ, συνεχίζουμε για την Ο, αυτό το γράμμα που τόσο μας έχει απασχολήσει τον τελευταίο καιρό...

Καλή Χρονιά με υγεία, ευτυχία και μόνο επιτυχίες σας εύχομαι ολόψυχα! Άφθονο φως και πρόοδο να έχετε! ❤️❤️❤️

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Στο επόμενο, ο Δίας ξυπνάει... Κι αφού ξυπνάει ο Ζεύς, οι Αχαιοί πάνε προς Τάρταρα μεριά. Έχουμε να ζήσουμε δράματα, οπότε, για να ελαφρύνουμε το κλίμα, θα πετάξω λίγη Ελλάδα εμβόλιμη και σίγουρα τα βασιλικά ενδότερα της Τροίας... Τι άραγε; 😈

Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top