XXXIX Άνοδος και Πτώση ενός Ήρωα

~Ντεζά Βι από το 2016, που είχα πει την ίδια ατάκα. Γινόταν να μην ανεβάσω κεφάλαιο στα γενέθλια μου; 🤣🤣~

Στη σπηλιά του Χείρωνα, στο Βουνό των Κενταύρων, με θέα την αλλοτινή Πόλη της Ιωλκού και φόντο ένα ταπεινό οίκημα με άπλετη δροσιά κι αρχέγονα μυστικά ίασης, ελάχιστοι ανέμεναν να δημιουργηθεί ένας δεσμός απαράβατος, μια αγάπη βαθιά, ουσιαστική κι άρρηκτη, ένας έρωτας ολέθριος, σαρωτικός, συναρπαστικός.

Ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος· εξαρχής καταδικασμένοι μα συνδεδεμένοι άτιγκτα, αναπόδραστα, χωρίς σωτηρία ή επανόρθωση. Αυτοί αφιερώθηκαν στο αδύνατον κι ο καθείς πλήρωνε το βαρύ τίμημα. Ο Αχιλλέας θα πέθαινε νέος, ο Πάτροκλος θα έμενε πίσω και θα θλιβόταν, μέσα στην πολυχρωμία της φύσης και την κενότητα της ψυχής, αφού το έτερον ήμισυ θα απουσίαζε διά παντός.

Τα δυο μόλις χρόνια που έζησαν στο Πήλιο, από τα δέκατα τρίτα μέχρι τα δέκατα πέμπτα γενέθλια τους, σημάδεψαν τη ζωή αμφοτέρων. Επρόκειτο για τα πιο ξέγνοιαστα, αληθινά, ευτυχισμένα χρόνια τους. Εκεί, δεν ήταν πρίγκιπες· δεν ήταν ο ημίθεος γιος μιας Θεάς κι ένας παιδικός του φίλος. Ήταν δυο άνθρωποι, δυο σώματα ελεύθερα, αποδεσμευμένα από όποιον ενδοιασμό, δισταγμό κι αισχύνη, ανήκαν στους εαυτούς και στις αγνές ψυχές τους. Διότι ο Πάτροκλος το γνώριζε· όσο επιδέξιος πολεμιστής και σφαγέας ήταν ο Αχιλλέας, όσο άπιαστος δρομέας, τόσο ισχυρά, με ανείπωτη θέρμη κι αφοσίωση, αγαπούσε. Αφηνόταν στην παραζάλη του έρωτα με την ίδια ορμή που ίππευε, τόξευε ή σήκωνε δόρατα θεόρατα.

Είχαν ανταλλάξει φιλία παθιασμένα, στιγμές κλεμμένες μα παγωμένες στην αιωνιότητα· εκείνες συμβόλιζαν την αγνότητα της αγάπης τους, εκείνες μόνο αποδείκνυαν την πανίσχυρη σύνδεση τους, τι κι αν μόνο οι δυο τους γνώριζαν.

Κι η Θέτις, βέβαια. Κι εκείνη γνώριζε· η Θεά μπορούσε με μια ματιά να αναγνώσει τις σκέψεις του παιδιού της και με μια μυρωδιά να αδράξει την οσμή του πάνω στον ιδρώτα του Πάτροκλου. Μα αφού δεν ανησυχούσε ο Αχιλλέας, ο θνητός παρέμενε ήσυχος εξίσου.

Όταν μαθεύτηκαν τα νέα του πολέμου, χωρίστηκαν βίαια. Η Θέτις ήρθε, πήρε τον γιό της χωρίς εξηγήσεις και τον έκρυψε καλά, ώστε κανένας δε θα τον έβρισκε. Ο Πάτροκλος γύρισε στο σπίτι του πατέρα του, ζούσε ήρεμα και περίμενε καρτερικά, με γλυκόπικρη αδημονία κι απίστευτη προσμονή να ανταμώσει ξανά τον αγαπημένο του φίλο.

Πέρασαν οχτώ χρόνια. Τον είδε, όταν επέστρεψε στη Φθία πάνω σε ένα πλοίο, με βλέμμα σκυθρωπό, σκοτεινιασμένο, απότομα προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Δίπλα του, βρισκόταν ένας άνδρας παράδοξα επιβλητικός, αδιόρατα σιωπηλός, που αργότερα έμαθε ότι ήταν ο Οδυσσέας. Τον είχε βρει, τον είχε ανακαλύψει στη Σκύρο, κρυμμένο σε γυναίκες, φουστάνια και κοσμήματα μύρια, νυμφευμένο μυστικά με μια βασιλοπούλα και πατέρα ενός γιού που κόντευε ήδη τα οχτώ έτη. Είχε γίνει βλοσυρός, είχε ανδρωθεί πλήρως μέσα σε λίγες στιγμές κι ο Πάτροκλος εντόπισε τον λόγο· ήξερε ότι δε θα έβλεπε ποτέ ξανά το παιδί του.

«Θα έρθεις μαζί μου στον Πόλεμο;» Τον είχε ρωτήσει απλά, σχεδόν παγωμένα κι εκείνος είχε δεχθεί χωρίς δεύτερη σκέψη.

Εξάλλου, το γνώριζε· ακόμη και στα Τάρταρα θα κατέβαινε μαζί του. Πόσο μάλλον μετά τον όρκο που είχαν συνθέσει μόνοι, κάτω από τον έναστρο ουρανό του Πηλίου, με τον αστερισμό του Ωρίωνα μπροστά στον Σκορπιό ως μόνους φωτισμούς. Βούρκωνε και μόνο στη σκέψη. Είχαν σφραγίσει τον λόγο με αίμα κι ασπασμούς διάπυρους, διακαείς, μανιώδεις.

Ο Πάτροκλος βρέθηκε έξω από τη σκηνή του Αχιλλέα επιτέλους. Το βήμα βαρύ όσο ποτέ άλλοτε, τον είχε οδηγήσει βραδέως κι εξαντλημένα, σαν τσακισμένο από τις Μοίρες γέροντα. Ένιωθε πως σε λίγες ημέρες, είχαν στραγγίξει όλα του τα νιάτα, δεν είχε μείνει παρά ένα κουρέλι, ένα κούφιο, κίβδηλο κέλυφος, ανδρείκελο της παλιάς αίγλης. Δεν τον πείραζε που βρισκόταν πάντοτε στη σκιά του Αχιλλέα. Ήταν βέβαιος ότι αποτελούσε μεγαλύτερη τιμή και περηφάνεια από ό,τι συνέβαινε σε πολλά άλλα πρόσωπα, πολύ πιο επιφανή κι αναγνωρίσιμα από το δικό του. Μόνο και μόνο που μπορούσε ανέκαθεν να παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής τον άψογο ημίθεο στη γη, επρόκειτο για ανείπωτη χαρά, συγκίνηση και μεγαλείο.

Τράβηξε ανεπαίσθητα, με διακριτικότητα που είχε αναπτύξει με τα χρόνια το πλεκτό ύφασμα που χρησίμευε ως θύρα κι εισήλθε χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Φρουρός στεκόταν ένας και μοναδικός Μυρμιδών ονόματι Ώτος -αν δεν έκανε λάθος- που τον άφησε ανενόχλητο. Ήδη φαινόταν στυφός κι ανήσυχος· άκουγε τις ιαχές, τα ουρλιαχτά, τις κλαγγές, ήθελε να πολεμήσει. Δε θα παρέμβαινε ποτέ, όμως, την προσταγή του κυρίου του. Όσο ο Αχιλλέας απείχε της μάχης, το ίδιο θα έπρατταν οι Μυρμιδόνες.

Δεν βρήκε κάπου τον Πηλείδη, σίγουρα όχι κάπου φανερά και δεν τον φώναξε. Ίσως περνούσε την ώρα του με τη Διομήδη ξανά, ίσως κοιμόταν σε ένα απίθανο σημείο ή απλά ρέμβαζε, αποκομμένος από τα πάντα. Ένας μακρινός ήχος από σκοινιά και φορτώματα αρκούσε για να καταλάβει· επέβλεπε τις προετοιμασίες για τη φυγή τους. Δεν είχε αλλάξει γνώμη.

Κάθισε στην αγαπημένη του θέση, ένα ξύλινο σκαμνί με μια απλή προβιά για κάλυμμα, αγκάλιασε τα γόνατα του κι ανάμεσα τους, έθαψε το κεφάλι.

Σκέφτηκε. Τα λόγια του Νέστορα και της Βρυσηίδας τριβέλιζαν το μυαλό του αδιάκοπα, αντηχούσαν σαν δυσοίωνα ονείρατα, ένιωθε λίγος, ανήμπορος να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Μα αν δεν ήταν εκείνος που θα μετέπειθε τον Αχιλλέα, ποιός θα ήταν;

Θα σε αγαπώ για πάντα...

Η πρώτη φράση του όρκου τους. Έδιωξε τη μνήμη από τη σκέψη, την έθαψε καλά, φοβόταν να μπλέκει τα συναισθήματα με τη λογική· δεν ανήκε στους άνδρες που τα ξεχώριζαν κι έλεγχαν.

Κι άλλες κραυγές έφτασαν στα αυτιά του, από τον προδοτικό άνεμο, που μετέφερε άσματα και βαυκαλήματα με την ίδια ταχύτητα. Οι Αχαιοί πέθαιναν, σφάζονταν δίπλα στα καράβια τους. Η ιαχή του Τελαμώνιου Αίαντα ακούστηκε να σκίζει τον αέρα, παγώνοντας ακόμα και το αίμα του Πάτροκλου. Προσευχήθηκε να μην ήταν φωνή λαβωματιάς μα προαίρεση για ανασύνταξη.

Φέρτε τους δαυλούς μπροστά!

Ο Έκτωρ. Δε χωρούσε αμφιβολία. Τον είχε δει πολλές φορές στη μάχη, τον είχε ακούσει άλλες τόσες να διευθύνει τους εχθρούς τους. Πλέον, ανέμενε να κάψει τα πλοία τους και θα το απολάμβανε.

Δε θα επιτρέψω ποτέ να πάθεις κακό...

Ο όρκος επανήλθε. Χασκογέλασε κι ένιωσε να βουρκώνει. Τι σημασία είχε η τιποτένια του ζωή, όταν ένας λαός χανόταν, γενιές ξεκληρίζονταν δίπλα τους, στο όνομα ενός πείσματος; Τι νόημα είχε μια προσβολή, μια αιχμή στην περηφάνεια, όταν μια σφαγή συντελούταν κι εκείνοι υποκρίνονταν τους κωφούς και τυφλούς;

Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα, τους λυγμούς να ξεσπάσουν. Δε χαιρόταν πλέον για τη φυγή. Δεν ένιωθε ανακούφιση που θα ζούσε ευτυχής με τον Αχιλλέα· όχι όταν η ευτυχία δυο ανθρώπων πληρωνόταν με αίμα αναρίθμητων.

Δεν άκουσε τη θύρα που ανοιγόκλεισε ούτε τα βήματα που πλησίαζαν, μονάχα τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς του που πενθούσε.

Ένα χέρι άγγιξε τον ώμο του. Αναγνώρισε ευθύς τη στιβαρή λαβή του γιού της Θέτιδας.

«Πάτροκλε, κλαις;» Τον κοίταξε κατάματα με απορία, στους οφθαλμούς που θύμιζαν πιότερο βρύσες σε γκρίζους βράχους, αναβλύζοντας ύδωρ πικρό αδιάκοπα. «Μα γιατί; Πώς κι έγινες σα φοβισμένο κοριτσάκι που αναζητά διαρκώς την ποδιά της μητέρας; Μήπως έφτασαν μαντάτα από τη Φθία; Έπαθε τίποτα ο πατέρας σου ή ο δικός μου; Τρομερή θα ήταν, πράγματι, η αναγγελία θανάτου καθενός. Δε νομίζω να θρηνείς τους Αχαιούς που σφάζονται και πληρώνουν το κρίμα τους όπως πρέπει!»

«Απορείς, αφού κλαίω, υπέρτατε των Δαναών;» Τραύλισε, τρέμοντας ακόμη από τους λυγμούς ο Πάτροκλος. «Οι δικοί μας πέφτουν νεκροί ή λαβώνοντας στις πρύμνες των πλοίων, ολότελα παγιδευμένοι!»

«Δεν είναι δικοί μας,» τον διόρθωσε παγερά ο Πηλείδης. «Οι δικοί μας είναι οι Μυρμιδόνες και βρίσκονται όλοι ασφαλείς στις σκηνές τους.»

«Κι οι πρώτοι των πρώτων Αρχηγών είναι τραυματίες, Αχιλλέα,» συνέχισε, σφίγγοντας τα χέρια σε γροθιές, για να πάρει θάρρος ο γιός του Μενοίτου. «Ο Αγαμέμνων ξέσκισε το χέρι του, ο Διομήδης λαβώθηκε στο πόδι, ο Οδυσσέας κόντεψε να ξεκοιλιαστεί, ο Ευρύπυλος κόντεψε να χάσει το χέρι του από βέλος! Και για αυτούς μα και για αμέτρητους άλλους, σπεύδουν οι θεραπεύτριες μας, με επικεφαλής τον εξίσου τραυματισμένο Μαχάονα, ενώ ο Ποδαλείριος πολεμά! Αδιανόητη η αναλγησία σου κι είθε ποτέ να μη νιώσω χολή σαν τη δική σου!» Τα δάκρυα στέγνωναν, καθώς τη θλίψη αντικαθιστούσε η αποφασιστικότητα και τα λόγια της Βρυσηίδας κυριαρχούσαν στη σκέψη του. Κούνησε τον ώμο κι έδιωξε το χέρι του μακριά. «Σκληρέ. Δε σε γέννησαν η Θέτις κι ο Πηλέας αλλά η θάλασσα κι οι βράχοι, ώστε ασύντριφτη μένει η γνώμη σου στο άπονο στήθος. Δεν ξέρω τι σου έχει πει η μητέρα σου και σε έχει πετρώσει έτσι. Ακόμα κι αν έρχεται από τον ίδιο τον Δία, δε με ενδιαφέρει!»

«Πρόσεξε τι λες, Πάτροκλε!» Πετάχτηκε ορθός, ο γνωστός σε όλους επιβλητικός Πηλείδης. «Το ξέρεις πολύ καλά· δε με κρατά ούτε η μητέρα μου ούτε Θεός από τη μάχη. Δεν πρόκειται να τους συγχωρήσω την αλόγιστη αρπαγή της Βρυσηίδας, που είχα κερδίσει σε δική μου εκστρατεία, κιόλας! Στη μάχη θα γυρίσω, μόνο αν δω να καίγονται τα δικά μου πλοία. Αυτή είναι η ύστατη εντολή μου.»

«Τι;» Γούρλωσε αυθόρμητα τα μάτια ο Πάτροκλος. «Τι εννοείς; Δε θα φύγουμε;»

Έπεσε στην ανοιχτή, ευρεία αγκαλιά του με άπλετη χαρά, ελπίδα κι ανακούφιση. Δε θα έφευγαν. Δεν είχαν όλα χαθεί.

«Αυτό πρόσταξα τους άνδρες,» του εξήγησε γαλήνια ο Αχιλλέας. «Δε φορτώθηκε τίποτα, θα μείνουμε εδώ.»

Καταβρόχθισε ο ένας τα χείλη του αλλού, σε ένα φιλί με απέραντη, θεσπέσια αγάπη και αλμυρά δακρύων.

«Δώσε μου την αρχηγία των Μυρμιδόνων, ώστε να τους οδηγήσω στη μάχη,» άδραξε την ευκαιρία ο Πάτροκλος, ενώ ακόμη ανάσαιναν βαριά, πετώντας την έξυπνη πρόταση του Νέστορα.

Ήταν σειρά του Πηλείδη να μείνει εμβρόντητος.

«Τρελάθηκες; Από πού κι ως πού να επιτρέψω κάτι τέτοιο;»

«Ίσως έτσι δουν λίγο φως οι νικημένοι,» επέμεινε με την ίδια θέρμη ο Πάτροκλος κι η γλώσσα του έτρεχε ροδάνι, δε δίσταζε, δεν ντρεπόταν· τον κοιτούσε στα μάτια και διεκδικούσε σθεναρά. «Δώσε μου την πανοπλία σου· μόλις τη δουν οι Τρώες, θα τραπούν σε φυγή από τρόμο. Θα ανασάνουν οι καταρρακωμένοι συμπολεμιστές μας, ακόμη κι ελάχιστα. Κι όπως εμείς είμαστε ξεκούραστοι, θα κυνηγήσουμε εύκολα τους Τρώες πίσω στα τείχη τους, που πολεμούν ολημερίς κι έχουν κουραστεί, το δίχως άλλο!»

«Δεν υπάρχει περίπτωση! Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο!» Αντιτάχθηκε λίθινα ο Αχιλλέας μα αμέσως μαλάκωσε, αναστενάζοντας βαριά. Σωριάστηκε στο θρονί του. «Δεν έχω λόγο ούτε δικαίωμα να σε κρατήσω· δεν είσαι υπηρέτης μου. Ωστόσο, δεν ξεχνώ τον όρκο που έδωσα στο Πήλιο. Δε θα επιτρέψω ποτέ να σου συμβεί κακό και το προκαλείς ορμητικά-»

«Αχιλλέα, σε αγαπώ και το ξέρεις, εδώ κι ούτε κι εγώ δε γνωρίζω πόσα χρόνια. Ίσως από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,» εξερράγη ο Πάτροκλος, μολονότι ποτέ στη ζωή του δεν υπήρξε πιο ειλικρινής, θαρραλέος και ταγμένος σε έναν σκοπό. «Η αγάπη, όμως, σημαίνει θυσία, προστασία, μέριμνα. Αγαπώ συνεπάγεται φυλάω ωσάν κόρη οφθαλμού, σαν τον μέγιστο θησαυρό. Αυτό πράτταμε ο ένας για τον άλλον από τότε που ανταλλάξαμε αυτόν τον όρκο, τι κι αν χωριστήκαμε για λίγο. Τώρα, άφησε με να σε σώσω από τον εαυτό σου, να σώσω την αθάνατη ψυχή σου από το θνητό σου σώμα. Έτσι, θα ξεπληρώσω εσένα και τους Θεούς, που με αξίωσαν να αγαπηθώ από εσένα, τον πρώτο των Αχαιών.»

Όταν φιλήθηκαν ξανά, πολύ πιο γλυκά και αισθησιακά από πριν, ο Πάτροκλος εξεπλάγη στη γεύση δακρύων του ημίθεου. Τον αγκάλιασε σφιχτά, σαν να επιθυμούσε να του εξαλείψει κάθε ανησυχία κι έγνοια για εκείνον.

«Ξέρω πως η υπερηφάνεια κι η ευθιξία σου θα σε εμποδίσουν να πολεμήσεις ξανά. Άφησε με και θα ανακτήσω την υπόληψη και το κύρος σου στα μάτια όλων, ενώ θα σώσω πάμπολλους από θανή ή τραύματα. Σου το ζητώ ως προσωπική χάρη· θα ήταν τιμή, χαρά και προνόμιο να ηγηθώ ως Αχιλλέας και να σε δοξάσω.»

Του φίλησε τα χέρια με λατρεία, τρίβοντας τα στοργικά, να τα ζεστάνει θαρρείς. Ο Πηλείδης, πάλι, αποτραβήχτηκε ολικά κι απόθεσε τα χέρια στους κροτάφους, για να σκεφτεί και να αποφασίσει για κάτι πολύ σημαντικότερο από όσο νόμιζε. Ανεπαίσθητα, από εκείνη την πράξη ή απραξία, έμελλε να κριθεί όλη η πορεία κι εξέλιξη του Πολέμου.

Ο Δίας το είχε προβλέψει, το είχε περιγράψει αδρομερώς στην Ήρα, για να της αποδείξει ότι τα πράγματα για τους Αργείους θα βελτιώνονταν. Το κόστος, όμως, για τον Αχιλλέα, το επίκεντρο της κατάπτωσης και πιθανής αποκατάστασης των, θα απέβαινε λίαν συντόμως υπέρογκο, ανυπολόγιστο και δεν είχε ιδέα ότι πλησίαζε με τρομακτική γρηγοράδα.

Πήρε μια βαθιά ο γιός της Θέτιδας κι αποκρίθηκε, μετά από μια σιγή, φαινομενικά αιώνια.

«Τα Τρωικά σκυλιά, ένας λαός θρασύδειλων!» Γρύλισε με δόντια σφιγμένα. «Όρμησαν να ρημάξουν το κοπάδι, τώρα που λείπουν τα κριάρια. Τόσα χρόνια, όσο πολεμούσα εγώ, δεν τολμούσαν να κατασκηνώσουν έξω από τα τείχη τους και να· υποκρίνονται τους εξαίσιους, τους θεόσταλτους σωτήρες!»

Ο Πάτροκλος κατάπιε τη γλώσσα του. Δεν του επισήμανε ότι πράγματι, οι Θεοί ευνοούσαν τους Τρώες αναμφίβολα, ύστερα από προτροπή και παράκληση του ίδιου του Αχιλλέα.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια για ύστατη φορά. Η αποφασιστικότητα στα μάτια εκείνου που ανέκαθεν παρουσιαζόταν μετρημένος, συνετός και διστακτικός, γοήτευε τον γιό του Πηλέα. Αναστέναξε ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, σαν μεσημεριανός Ζέφυρος στον λίβα. Πίστεψε πως λαχταρούσε κι εκείνος μια δική του στιγμή λάμψης και δόξας. Όλη δική του, χωρίς να βρίσκεται στη σκιά του, χωρίς να λαμβάνει ψίχουλα κλέους· μια δική του ηρωική γένεση.

«Πάρε την πανοπλία μου, λοιπόν, φόρεσε τη κι ηγήσου των ατρόμητων Μυρμιδόνων στη μάχη,» δήλωσε ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, για να ακουστεί ανάμεσα τους η δέσμευση, προτού τη μάθαιναν όλοι. «Πραγματικά, υποφέρουν οι Αχαιοί. Ζώθηκαν από τα ζώα, που αν ήταν πράος ο Ατρείδης, εγώ θα έστελνα στους τάφους τους. Ο Διομήδης να τους σώσει δεν μπορεί αλλά ούτε κι ο μισητός Αγαμέμνων ακούγεται. Μόνη αντηχεί η λύσσα του Έκτορα και πλημμυρίζει την πεδιάδα ο στρατός του. Για αυτό, όρμησε, Πάτροκλε ανδρειωμένε, πρόφτασε, πριν βάλουν φωτιά στα πλοία, μαζί και στην άγια επιστροφή μας.»

Ο άλλος, δε μιλούσε. Μονάχα τον παρακολουθούσε, καθώς έφερνε τα όπλα του ένα προς ένα και τα τοποθετούσε τριγύρω. Όταν τελείωσε, του φόρεσε τον αστερωτό θώρακα κι έδεσε ο ίδιος ο Αχιλλέας. Ο Πάτροκλος έχασε τη λαλιά και την ανάσα του.

«Με το ανδραγάθημα σου τούτο, ακόμα και τη Βρυσηίδα θα μου δώσουν πίσω,» μειδίασε εύχαρα, σφίγγοντας τη ζώνη στη σχεδόν κοκαλιάρα μέση. Σοβάρεψε απότομα και τον κοίταξε στα μάτια, ενώ έδενε το σπαθί και τα ακόντια στην πλάτη. «Όμως, πρόσεξε· μην τους κυνηγήσεις πέρα από τα χαλάσματα του τείχους μας. Απλά διώξε τους μακριά από τα πλοία, γύρισε πίσω αμέσως και θα αναλάβουν οι υπόλοιποι. Αν τόσο λαχταράς καταξίωση στη μάχη, μόνο μαζί μου θα τη βρεις, στο πλάι μου. Αφού ποθείς να δοξάσεις κι εμένα, έτσι θα το κάνεις, όχι αλλιώς.» Μολονότι είχε σκύψει, για να του δέσει τις περικνημίδες με ασημένιες περόνες, δεν άφηνε με τίποτα τις ματιές τους να χωριστούν. «Πρόσεξε· μη μεθύσεις από νίκες και θριάμβους, μη φτάσεις ως τα τείχη του Ιλίου, γιατί θα εξοργιστούν οι Θεοί που τα προστατεύουν.» Στο τέλος, του παρέδωσε τη βαριά ασπίδα, την περικεφαλαία κι έδεσε στους ώμους περιώμιο βαθυκόκκινο, ωσάν το αίμα τρομερό. Αναστέναξε, καμαρώνοντας τον φανερά. «Είθε ο Ζεύς, η Αθηνά κι ο Απόλλων να δώσουν ολικό θάνατο σήμερα στους Τρώες αλλά και στους Δαναούς, για να μείνουμε μόνοι οι δυο μας, να πορθήσουμε την Τροία.»

Μηχανικά, έπαιζε με τις μπούκλες των κροτάφων του κι ο Πάτροκλος γέλασε σαν μικρό παιδί. Ίσως από την απίστευτη του ευχή, ίσως από το χάδι, ίσως από αμφότερα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Αίας, ο γιγαντόσωμος γιός του Τελαμώνα, δεν άντεχε άλλο, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Ένιωθε να λυγίζει από τον τρόμο που είχε ενσταλάξει στον νου του η Αιγίδα μα και τα βέλη, που τον είχαν τρυπήσει σε κάθε ευάλωτο σημείο της πανοπλίας. Βροντούσαν στα μηνίγγια τα φάλαρα, οι άκρες της περικεφαλαίας, η αριστερή του πλάτη αγανακτούσε, καθώς κρατούσε εμπρός του ασάλευτη την ασπίδα, τον συμπαγή του βράχο, για να απωθεί τις εχθρικές επιθέσεις. Είδε με την άκρη του ματιού του τον Έκτορα να αρπάζεται από την πρύμνη του πλοίου του Πρωτεσίλαου κι έτσι, παρέμενε σε διπλή εγρήγορση. Πονούσε ολόκληρος, ίδρωνε φοβερά, αισθανόταν να βράζει μέσα στην πανοπλία. Τον έπλητταν, τον έσπρωχναν, δεχόταν βέλη κι ακόντια από παντού, που χτυπούσαν μέχρι να στην περικεφαλαία του.

Τότε, βλέποντας τον αποκαμωμένο, άρπαξε την ευκαιρία ο Έκτωρ κι έκοψε στα δυο το δόρυ του με το ξίφος. Μάταια κουνούσε το κολοβό κομμάτι ξύλο ο Αίας, είχε χάσει τη φονική λόγχη. Εξέπνευσε αγκομαχώντας κι η ψυχή του έκλαιγε· ήταν ολοφάνερο, η Νίκη ευνοούσε τους Τρώες με τις ευχές των Θεών. Έσφιξε κι άλλο την ασπίδα μαζί με τη γυμνή του γροθιά, τα μόνα όπλα που του έμεναν. Αν δεν τον γκρέμιζαν νεκρό οι καταραμένοι, δε θα εγκατέλειπε τη θέση άμυνας του. Ρίγησε, έβγαλε μια ιαχή κι έπεσε στα πλήθη ως κομήτης, σκορπώντας χάος όσο μπορούσε και λουζόταν στα βέλη απτόητος.

«Φωτιά! Τώρα!» Ούρλιαξε ο Έκτωρ κι αφότου έλαβε αμέσως τον δαυλό, άναψε το πλοίο του Πρωτεσίλαου και το τύλιξε στις φλόγες.

Άσβεστη απλώθηκε η κόκκινη καταστροφή, χωρίς εμπόδιο ή στάση, έζωσε το καράβι ολικά κι οι Αργείοι φώναζαν αδιάκοπα.

«Φωτιά! Φωτιά! Ελάτε όλοι στο κέντρο, να σώσουμε τα πλοία του Οδυσσέα! Θα μας κάψουν ζωντανούς!»

Οι κραυγές έφτασαν τάχιστα στη σκηνή του Πηλείδη. Τότε, εκείνος χτύπησε ηχηρά τους μηρούς του Πάτροκλου κι ένευσε με νόημα.

«Ήρθε η ώρα. Κατέφθασαν οι φλόγες. Πήγαινε, διογέννητε Πάτροκλε, προτού γιγαντωθεί η συμφορά. Τρέχω να συλλέξω τους άνδρες.»

Ο Πάτροκλος ήταν έτοιμος και πάνοπλος με όλα τα άρματα του Αχιλλέα, πλην του θεόρατου δόρατος του, το οποίο μόνο εκείνος μπορούσε να σηκώσει. Δώρο του Χείρωνα ήταν στον πατέρα του κι από εκείνον το είχε λάβει, για να ηγείται σθεναρά στους γενναίους.

«Αυτομέδων! Ζέψε τον Ξάνθο και τον Βαλίο στο άρμα! Θα το χρειαστεί ο Πάτροκλος!» Άκουσε τον Αχιλλέα να διατάζει τον ηνίοχο του, φίλο ξεχωριστό κι αγαπητό, ώστε ανατρίχιασε με δέος.

Επρόκειτο για άλογα πανώρια, δυνατά κι αθάνατα, που είχαν γεννηθεί από την Άρπυια Ποδάργη και τον Ζέφυρο, τον Δυτικό Άνεμο, στα παλάτια του Ωκεανού. Δίπλα τους, έδεσε τον Πήδασο, λάφυρο της πόλης του Ηετίωνα, της πόλης της Ανδρομάχης. Έτσι, συμβάδιζε ίππος θνητός με αθάνατα πουλάρια.

Ταυτόχρονα, οργάνωνε ο Αχιλλέας τους Μυρμιδόνες, τους διακόσιους πενήντα που είχαν έρθει από τη Φθία, σε ομάδες των πενήντα, με πέντε Διοικητές. Κι όσο διψούσαν για μάχη και θρίαμβο οι άνδρες, τόσο εκείνος τους φούντωνε το μένος, με ιαχές, με πολεμικούς ρυθμούς, με παλλόμενους βόμβους. Λυσσούσαν, σχεδόν τους έτρεχαν τα σάλια για εχθρικό αίμα· είχαν να πολεμήσουν μέρες πολλές κι εκτός από ανία τους είχε καταβάλει και φθόνος για όλους τους άλλους που συμμετείχαν στον πόλεμο κανονικά. Είχαν χαρεί που δε θα έφευγαν μα ακόμα περισσότερο αγαλλιάζαν που θα γύριζαν στο φυσικό τους περιβάλλον, τι κι αν δε θα ηγούταν ο αγαπημένος, οικείος, προσηνής Πρίγκιπας τους.

Ασπιδοφόρους διέθετε πεζούς κι αρκετούς ιππείς, με πανοπλίες γυαλισμένες, αστραφτερές, ώστε προσιδίαζαν στους Κουρήτες, τους φύλακες του νεογνού Δία και πλέον του Ολύμπου. Μα ξέχωρα έλαμπαν οι πέντε Διοικητές, ημίθεοι όλοι σχεδόν κι αυτοί, σαν τον Αχιλλέα. Πρώτος ο Μενέσθιος, ανιψιός του Πηλείδη από την ετεροθαλή αδελφή του Πολυδώρη, που είχε νυμφευθεί τον Βώρο και λογιζόταν πατέρας του μα αληθινός ήταν ο Θεός Ποταμός Σπερχειός. Δεύτερος, ο γιός του αντίκακου Ερμή και της ανύμφευτης Πολυμήλης, ο Εύδωρος. Την είχε δει κι ερωτευτεί ο Θεός, ενώ χόρευε με συνομήλικες της για την Αρτέμιδα, ώστε κρυφά ενώθηκαν κι ο γιός τους ήταν άνδρας ζηλευτός, ανδρείος πολεμιστής και γοργοπόδαρος.

Τρίτος ήταν ο Πείσανδρος, που δεύτερο τιμούσε περισσότερο μετά τον Πάτροκλο ο Αχιλλέας, καθώς δεν τον έφτανε κανείς Μυρμιδών στη μάχη. Τέταρτος, ο γέροντας Φοίνιξ, ο πακτωλός σοφίας και πέμπτος στάθηκε ο Αλκιμέδων. Κι αφού συνάχτηκαν όλοι σε μηδενικό χρόνο, ο γιός της Θέτιδας πήρε τον λόγο με αυστηρότητα, σφρίγος κι ύψιστη αυταρχικότητα.

«Θυμηθείτε, Μυρμιδόνες άφταστοι, πόσες βρισιές και φοβέρες εξαπολύατε για τους Τρώες από την ώρα που πάψαμε να πολεμάμε και μου παραπονιόσαστε διαρκώς. Ένθερμα μου φωνάζατε ότι στανικώς σας κρατούσα εκτός μάχης και προτιμούσατε να γυρίσετε στην πατρίδα παρά να βιώνετε τον εξευτελισμό του πείσματος και της σκληρότητας μου. Αυτός ο πόθος σας, λοιπόν, σήμερα εκπληρώνεται, διότι ξημέρωσε ημέρα δράσης και πολέμου για εσάς. Ετοιμαστείτε να επιτεθείτε στους Τρώες!»

Αλάλαζαν από ενθουσιασμό οι άνδρες όλοι, τον περικύκλωσαν λατρευτικά, τον σήκωσαν στα χέρια και μετέφεραν σαν θεό. Μολαταύτα, σε μια στιγμή, τον άφησαν στη σκηνή του κι έλαβαν τις θέσεις τους, πρόθυμοι να οδηγηθούν από τον Πάτροκλο και τον Αυτομέδοντα. Κίνησαν, ύστερα, για το πεδίο της μάχης, όπου το μαύρο σύννεφο της φωτιάς δέσποζε ήδη.

Ο Αχιλλέας έμεινε μόνος. Χρόνο δε σπατάλησε. Βρήκε σε μια γωνία, λάρνακα ακριβή, που η μητέρα του είχε στοιβάξει με αντάνεμες χλαμύδες, δασείς τάπητες και διαλεχτούς χιτώνες. Εκεί, φυλούσε την πιο περίτεχνη, όμορφη, από ατόφιο χρυσό κούπα του, από όπου κανείς δεν έπινε κρασί και την κρατούσε για σπονδές σε κανέναν αθάνατο πλην του ίδιου του Διός.

Την καθάρισε σχολαστικά με θειάφι και ξέπλυνε, ώσπου γυάλισε. Έπειτα, έπλυνε κι ο ίδιος τα χέρια του, τη γέμισε κρασί και στάθηκε όρθιος, ολομόναχος στην αυλή του, για να σπονδίσει και να ευχηθεί, με τα μάτια στον ουρανό. Τότε, στράφηκε προς το μέρος του με ενδιαφέρον ο Χαιρεβρόντης Δίας.

«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη στην Δωδώνην πέρα την κακοχείμωνην, όπου από σε προσφέρουν
οι άλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία, ως έδωκες ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα και τώρα πάλιν την εξής ευχήν ευδόκησέ μου.
Ότι αν και μένω εγώ μακράν κλεισμένος στα καράβια, ιδού στέλνω τον φίλον μου με Μυρμιδόνων πλήθη.
Δόξαν λαμπρήν, βροντόφωνε Κρονίδη, απόστειλέ του, θάρρος στα πλήθη βάλε του, να μάθει ο Πριαμίδης, ο ακόλουθός μου, αν μοναχός να πολεμεί γνωρίζει ή μόνον τότε μαίνονται τ' ανίκητά του χέρια όταν πετιούμ' εγώ μ' αυτόν στου Άρη τον αγώνα. Και άμα της μάχης την βοήν μακρύνει από τες πρύμνες, να μου γυρίσει άβλαπτος με όλα τ' άρματά μου στα πλοία μας και οι σύντροφοι, κονταρομάχοι ανδρείοι.» ➡️

Ο Ζεύς τον άκουσε μα το σχέδιο του δε θα άλλαζε. Συνεπώς, αποφάσισε να του ευδοκήσει μονάχα μια από τις δυο παρακλήσεις του.

Ολοκληρώνοντας τη δέηση, έκρυψε ξανά την κούπα στη λάρνακα, βρέχοντας με το κρασί της το χώμα κι έτρεξε να πάρει θέση στην άκρη του στρατοπέδου, για να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, με απρόσμενη αγωνία.

Τα στράτευμα των Μυρμιδόνων έφτασε γρήγορα στο πεδίο της μάχης, καθότι ξεχύνονταν με απίστευτη ορμή κι αδημονία, αιμοβόρα όρνια, μέλισσες που είχαν διωχθεί από το μελίσσι μετά βίας κι έσπευδαν να επιστρέψουν. Κυνηγόσκυλα που επέστρεφαν στο κυνήγι μετά από μήνες ησυχίας και δεν έβλεπαν την ώρα να γραπώσουν στα σαγόνια τους πτηνά και ζώα των δασών.

«Άνδρες Μυρμιδόνες, δείξτε όλη σας τη δύναμη κι ανδρεία, φίλοι μου, για να δοξαστεί ο μέγας Αχιλλέας, ο Πρώτος των Αργείων και να μάθει από το πάθημα ο Ατρείδης Αγαμέμνων, που τον αψήφησε και χλεύασε,» φώναξε ο Πάτροκλος, καταφέρνοντας να ξεχωρίσει, μέσα στην απίστευτη βοή του στρατού και τις ανατριχιαστικές κραυγές τους.

Δούλεψαν άρτια τα λόγια του. Με αδιανόητο μίσος, με πρωτοφανή λύσσα κι οργή έπεσαν πάνω στους Τρώες οι Έλληνες, με μονόδρομο τη νίκη και τον διωγμό τους. Οι δε Τρώες, βλέποντας τον άνδρα με τη γνώριμη -τρομακτική για εκείνους- πανοπλία και τον Αυτομέδοντα ηνίοχο στο άρμα, ταράχθηκαν, πλημμύρισαν ασίγαστο φόβο· ήταν βέβαιοι πως είχε γυρίσει στη μάχη ο Πηλείδης. Λάκτισαν οι καρδιές, σαλευτήκαν τα τάγματα, κοιτούσαν μόνο από πού θα φύγουν, για να γλιτώσουν τον όλεθρο.

«Γύρισε! Είμαστε χαμένοι!»

«Έρχεται να εκδικηθεί για τους άλλους και το καμένο πλοίο. Δε θα αφήσει κανέναν ζωντανό!»

«Νομίζαμε ότι με τον τραυματισμό του Διομήδη σωθήκαμε αλλά να, συνέβη το απίστευτο!»

Ο Πάτροκλος δεν έμεινε άπραγος. Έριξε το πρώτο κοντάρι στο επίκεντρο του χάους, στο πλοίο του Πρωτεσίλαου κι έριξε νεκρό έναν Αρχηγό των Παιόνων, των Θρακών του Αξιού, τον Πυραίχμη της Αμυδώνας. Στον δεξί ώμο τον πέτυχε μα τον έριξε από την πρύμνη στην άμμο μπρούμυτα και τον τσάκισε με βόγγο φοβερό.

Σκόρπισαν έντρομοι οι Παίονες που έμειναν ακέφαλοι άξαφνα, ώστε το πεδίο καθάρισε για λίγο κι ο Πάτροκλος κατέβηκε από το άρμα, νεύοντας στους Μυρμιδόνες να γεμίσουν τα κράνη τους νερό και να σβήσουν τη φωτιά. Ο ίδιος, μάλιστα, πέταξε στον πυρήνα της το κόκκινο περιώμιο του Αχιλλέα και τον εξάλειψε. Έτσι, σώθηκε το μισό πλοίο.

Δίπλα, ο εξουθενωμένος Αίας παρακολουθούσε άναυδος. Δεν πίστευε στα μάτια του, σε εκείνη την ανέλπιστη σωτηρία κι ανάσα, η οποία φάνταζε θεόσταλτη.

«Αχιλλέα, φίλε μου, σε ευχαριστώ που επέστρεψες!» Του φώναξε και σωριάστηκε στο κατάστρωμα του Οδυσσέα, για να ανακτήσει λίγες δυνάμεις και να συνεχίσει.

Ο Πάτροκλος δεν του απάντησε, μονάχα γύρισε και τον κοίταξε, με τα καστανά του μάτια που απείχαν παρασάγγας από τα γαλανά του Αχιλλέα. Ο Αίας ένευσε, αναγνωρίζοντας τον αυτοστιγμεί και του ένευσε με ένα πνιχτό καλή τύχη.

Σηκώθηκε οχλαγωγία τρομερή, σκόνη και βόμβος εκκωφαντικός, ενώ οι Τρώες από διώκτες έγιναν διωκόμενοι κι οι Δαναοί έπαιρναν πίσω το θάρρος τους πολλαπλά. Η παύση της πύρινης απειλής τους προσέφερε απίστευτη ανακούφιση, παρότι η μάχη δεν είχε τελειώσει κι ούτε έμελλε να τελειώσει σύντομα. Οι πολέμαρχοι των εχθρών παρέμεναν γαντζωμένοι στις πρύμνες, δεν οπισθοχωρούσαν ποσώς κι έτσι, η μάχη επανήλθε στη σώμα με σώμα μορφή της, με Αρχηγό επιφανή τον γιό του Μενοίτιου, που σχεδόν όλοι οι φίλοι μα άπαντες οι πολέμιοι ονόμαζαν Αχιλλέα.

Πρώτο σκότωσε αυτός με το ακόντιο του τον Αρηίλυκο, που όρμησε καταπάνω του, του το βύθισε στον μηρό, διέλυσε το κόκκαλο και το διαπέρασε, ώστε να τον βροντήσει στο χώμα επίστομα.

Στην ορμή του Πάτροκλου, έσπευσαν να συνδράμουν όλοι οι ανδράγαθοι Πολέμαρχοι που είχαν μείνει στη μάχη αλώβητοι. Ο Μενέλαος, αφού ξεφορτώθηκε την ασπίδα του και τον άφησε εκτεθειμένο, λόγχισε κατάστηθα τον Θόαντα των Θρακών και του έλυσε τα μέλη αιωνίως. Ο Μέγης της Ήλιδας χτύπησε το ιερό κόκαλο του Τρώα Αμφίκλου, κόβοντας τα νεύρα και το νήμα της ζωής του.

Ξεχωριστοί πολεμούσαν κι οι γιοί του Νέστορα· ο Αντίλοχος σούβλισε τους λαγόνες του Ατυμνίου κι ο αδελφός του ο Μάρις έτρεξε να εκδικηθεί, να σφάξει τον νέο πισώπλατα. Παραμόνευε, όμως, ο Θρασυμήδης και βύθισε το σπαθί στον ώμο του, τρυπώντας του την κλείδα, για να φτάσει στην καρδιά. Σκότωσαν, λοιπόν, τα αδέλφια από την Πύλο δυο αδελφούς, τους γιούς του Αμισωδάρου, βασιλιά της Καρίας, πρωτοπαλίκαρα του Σαρπηδόνα, που είχαν ανατραφεί με το γάλα της Χίμαιρας που είχαν κρατήσει οι Λύκιοι. Αμέσως, ανέλαβε ο Λύκιος Κλεόβουλος να εκδικηθεί κι άρπαξε στα μπράτσα του τον μικρόσωμο Αίαντα του Οϊλέα, μα εκείνος τον παγίδεψε. Τον κλώτσησε στα αχαμνά και τον πέταξε κάτω, ώστε βύθισε τη σπάθα στον σβέρκο του και τη ζέστανε με αίμα άλικο.

Ο Λύκιος πολέμαρχος Λύκων κι ο Άναξ της Θήβας Πηνέλεως ήταν οι πρώτοι που ξεκίνησαν να μάχονται με ακόντια και βλέποντας πως δεν επικρατούσε κανείς, ξεθηκάρωσαν τα ξίφη. Ο Λύκων θέλησε να του τρυπήσει το κράνος μα δεν κατάφερε τίποτα παρά μόνο να σπάσει το σπαθί του. Χωρίς καθυστέρηση, ο Πηνέλεως έμπηξε το ξίφος στον σβέρκο του μέχρι το ριζαύτι, τον κρόταφο, κόβοντας του κεφάλι περίτεχνα. Ο Μηριόνης, πάλι, ο άριστος Κρήτης, διαπέρασε με το δόρυ τον Ακάμαντα, γιό του Αντήνορα, καθώς προσπαθούσε να ανεβεί στην άμαξα και να φύγει, ώστε το ασημένιο κατασκεύασμα πλημμύρισε με το αίμα του. Ο Ιδομενέας ανέλαβε τον Τρώα Ερύμαντα, χτυπώντας τον με φοβερή ακρίβεια στο στόμα με το δόρυ, διαπερνώντας κρανίο κι εγκέφαλο, τα λευκά κόκαλα τσακίστηκαν. Γέμισαν αίμα τα μάτια του, πετάχτηκαν τα δόντια, το αίμα ανέβλυζε ως πήδακας από μύτη και στόμα, ενώ του Θανάτου το μαύρο σύννεφο τον τύλιξε.

Οι Δαναοί είχαν πέσει στους τρομαγμένους, διαλυμένους Τρώες σαν λύκοι σε αφύλακτο κοπάδι αρνιών. Δεν είχαν σωτηρία, η καρδιά τους νεκρώθηκε· δεν τους έμενε παρά η κακοθόρυβη φυγή.

«Πού είναι ο Πάρις; Πού είναι ο γεννήτορας όλων των κακών, να τον σκοτώσω και να λυτρωθώ;» Γρύλιζε ο Μενέλαος, ως αληθινός γιός του Ατρέα.

Αυτό αφύπνισε τον Τελαμώνιο Αίαντα, που πετάχτηκε από το καράβι του Οδυσσέα, πήρε το δόρυ ενός νεκρού Τρώα κι έσπευσε να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή.

«Τον Έκτορα βρείτε μου! Δεν τον βλέπω!» Φώναζε κι αυτός στους δικούς του και στους Κεφαλληνίους. Κι όσο θέριζε όποιον εχθρό αντίκριζε, ωρυόταν μανιασμένα. «Αυτόν πρέπει να σκοτώσω, για να σωθούν τα πλοία μας για πάντα! Πού είσαι, θρασύδειλε γιέ του Πριάμου; Έμοιασες κι εσύ στον τιποτένιο αδελφό σου; Κρύβεσαι και τρέμεις, τώρα που βλέπεις να χάνεις την εύνοια των Θεών; Εμφανίσου, κάθαρμα! Αντιμετώπισε με!»

Ο Έκτωρ, πράγματι, κρυβόταν. Είχε σκεπαστεί με την ασπίδα του, για να γλιτώνει από βέλη κι ακόντια που έπεφταν ως βροχή και χαλάζι. Μολονότι καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να κερδηθεί η μάχη πια, κοντόστεκε και προσπαθούσε να σώσει όσους περισσότερους Τρώες μαχητές μπορούσε. Όταν, ωστόσο, έφτασαν στην τάφρο, όπου είχαν αφήσει τα άρματα και τα περισσότερα άλογα, ο Έκτωρ ανέβηκε στο δικό του μαζί με τον Πάρη και τον Αινεία κι έφυγε αμέσως, μέσα στην απίστευτη βοή, που θύμιζε καταιγίδα σταλμένη από τον Όλυμπο. Άφησε πίσω τον λαό, που γκρεμίστηκε στα χαλάσματα, ποδοπατήθηκε και στον ευρύ πανικό, αμάξια καταστράφηκαν κι άλογα ξεχύθηκαν ακυβέρνητα.

Ο Πάτροκλος δεν τους λυπήθηκε.

«Πίσω τους, Μυρμιδόνες! Κυνηγήστε τους! Κι εσείς, Αργείοι κραταιοί! Σήμερα, ήθελαν να μας παγιδεύσουν για πάντα! Δε θα τους ελεήσουμε!»

Σκορπισμένοι οι Τρώες, γέμισαν την πεδιάδα και κάθε δρόμο. Η σκόνη που σηκώθηκε από τα άτια και τους πεζούς που έτρεχαν πανικόβλητοι, έφτανε ως τον ουρανό. Εκεί που είδε περισσότερο πλήθος να συγκεντρώνεται, σαλαγούσε τους ίππους ο Πάτροκλος, σκοτώνοντας με ακόντια αναβάτες πολλούς, που πλακώθηκαν στο χώμα από τα ίδια τους τα άτια. Τα αθάνατα άλογα, όμως, τα δώρα των Θεών στον Πηλέα, διασκέλισαν άνετα πάνω από τον χάνδακα, τον πέρασαν χωρίς ίχνος δυσκολίας, οδηγώντας τάχιστα τον κύρη τους στους επιφανείς Τρώες, που ίππευαν εμπρός. Ο στόχος του ήταν ένας και μοναδικός· ο ίδιος ο Έκτορας. Θα τον σκότωνε και θα χάριζε την απόλυτη νίκη στους Αχαιούς, τρομερό κλέος στον Αχιλλέα και για αντάλλαγμα θα του ζητούσε μόνο ένα· να φύγουν από την Τροία. Με τον Έκτορα νεκρό, τίποτα δε θα εμπόδιζε πλέον τους συμμάχους τους να αλώσουν την Τροία, ο Αχιλλέας κι οι Μυρμιδόνες δε θα ήταν απαραίτητοι, θα μπορούσαν να φύγουν με τις ευλογίες όλων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Ο Αχιλλέας επέστρεψε στη μάχη! Έσβησε τη φωτιά και τους έδιωξε από τα καράβια ολότελα. Σωθήκαμε!»

«Τι λες Υακίνθη; Τρελάθηκες;» Την προϋπάντησε η Τέκμησσα, με ψυχραιμία, παρόλο που δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο ανακούφισης, αγαλλίασης ή απλώς ελπίδας.

«Όχι, Τέκμησσα! Δεν ακούτε τον θόρυβο; Οι κλαγγές των Μυρμιδόνων είναι, που ξύπνησαν, για να εκδικηθούν τους χαμούς τόσων σπουδαίων σήμερα!» Αναφώνησε, σε ντελίριο χαράς η Υακίνθη.

Όλη η σκηνή, όσοι τέλος πάντων δε βρίσκονταν σε βαθύ λήθαργο από τα υπνωτικά του Μαχάονα -μεταξύ αυτών κι ο Αγαμέμνων- ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, ώστε κατόρθωσαν να ξυπνήσουν τον Οδυσσέα. Δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι συνέβαινε και γιατί επικρατούσε τόσος ενθουσιασμός. Παρακολουθούσε το μικρό πλήθος και προβληματιζόταν. Επρόκειτο για εξαίρετη εξέλιξη, άκρως ευοίωνη, αλλά -δεδομένου ότι η ημέρα τους είχε ξεκινήσει με βροχή αίματος κι όλοι οι σκοτεινοί Θεοί είχαν πέσει πάνω τους- αναρωτιόταν αν αλήθευε.

«Ο Πάτροκλος τα κατάφερε, τον έπεισε!» Άκουσε τη Βρυσηίδα που δάκρυζε ευτυχής. «Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα πλέον. Θα πάω να τον βρω και να τον ευχαριστήσω εκ μέρους όλων.»

Πράγματι, έφυγε τρέχοντας, με φτερά στα πόδια, ενός τριαξονικού βάρους κρίμα είχε διαλυθεί, είχε εγκαταλείψει τους ώμους της κι ένιωθε ξανά ζωντανή, μετά από ένα διάστημα που φάνταζε ως ατέρμονες χιλιετίες κι όμως, αριθμούσε μέρες.

Όταν, όμως, πλησίασε τη σκηνή του Αχιλλέα και παρατήρησε το τελευταίο πράγμα που ανέμενε, έκανε μεταβολή κι επέστρεψε με μεγαλύτερη απορία από πριν κι ανησυχία φουντωμένη.

Στην είσοδο της σκηνής βρισκόταν η θέση του Οδυσσέα πια, ο οποίος, αναγνωρίζοντας αμέσως την ταραχή της. Με το χέρι του ακούμπησε ανεπαίσθητα το γόνατο της και τη σταμάτησε.

«Τι είδες;» Τη ρώτησε ψιθυριστά. «Αν δεν είναι χαρμόσυνο, μην τους το πεις. Τα νέα της Υακίνθης και μόνο θα γιατρέψουν πολλούς εδώ μέσα.»

Η Βρυσηίδα γονάτισε, ώστε να μπορεί να την ακούσει χαμηλόφωνα.

«Ο Αχιλλέας δεν είναι στη μάχη. Τον είδα στη σκηνή του, ατάραχο. Αλλά οι Μυρμιδόνες λείπουν όλοι.»

Ο γιός του Λαέρτη χρειάστηκε μια στιγμή, για να επεξεργαστεί την πληροφορία κι αναλύσει διεξοδικά. Μολονότι δε δυσκολεύτηκε να εξάγει τα κατάλληλα συμπεράσματα, δε φανέρωσε τίποτα συνταρακτικό στη Βρυσηίδα, γνωρίζοντας ότι θα την αναστάτωνε περισσότερο και πολλές ψυχές βρίσκονταν στα χέρια της για ίαση. Συγκράτησε τη γνώση για τον εαυτό του και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, σαν να ικέτευε.

«Μην το πεις πουθενά. Εφόσον οι Μυρμιδόνες πολεμούν, ξεκούραστοι κι ενεργητικοί, δε χρειάζεται να ανησυχούμε.» Χαμογέλασε κιόλας αδύναμα, για να την καθησυχάσει. «Εμπιστεύσου τον Αχιλλέα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει καταστρώσει σχέδιο.»

Μόλις του ανταπέδωσε το χαμόγελο, πείστηκε για την επιτυχία του. Η κρίση είχε αποφευχθεί.

Μονάχα ας ελπίσουμε αυτό το σχέδιο να μην του κοστίσει υπέρογκα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Πατέρα μου! Τι κάνει εκεί ο Πάτροκλος; Τι φαιδρότητες είναι αυτές;» Σαστισμένος ο Απόλλων πέταξε προς τον Δία, ο οποίος είχε πάψει να επεμβαίνει πλέον και παρακολουθούσε παθητικά.

«Έλα να φύγουμε, παιδί μου,» του ένευσε με το χέρι. «Η δουλειά μας ολοκληρώθηκε. Ας αφήσουμε την υπόλοιπη ημέρα να κυλήσει ως ορίζουν οι Μοίρες.»

«Δε θα πάω πουθενά, πατέρα!» Κούνησε ζωηρά το ολόχρυσο κεφάλι ο Θεός της Μουσικής. «Δε γίνεται να αποποιηθώ της ευθύνης που μου ανέθεσες. Σήμερα, ορίστηκα προστάτης του Έκτορα κι αυτό θα κάνω, μέχρι αυτή η μάχη να λήξει. Θα μείνω εδώ, ακλόνητος κι επαγρυπνών.»

«Όπως επιθυμείς,» δεν αιφνιδιάστηκε ο Ζεύς, την ανέμενε εκείνη την απόκριση κι εύλογα υπολόγιζε στη συμβολή του. Αν τα πράγματα έμελλαν να κυλήσουν όπως είκαζε, αναμφίβολα η παρουσία του γιού του χαρακτηριζόταν αναγκαία, αν όχι απαραίτητη. «Μη μείνεις πολύ, μετά το πέρας. Θα συγκαλέσω Συμβούλιο στον Όλυμπο.»

Κι ενώ ο Πατέρας των Θεών και των Ανθρώπων επέστρεφε στο παλάτι του τάχιστα, ο Φοίβος μετά λύπης παρέδωσε την Αιγίδα κι από φόβητρο των Αχαιών, υπέπεσε στον απλό αρωγό του Έκτορα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Βογγούσαν οι τρωικές φοράδες, καθώς έτρεχαν με ραπίσματα μύρια των μαστίγιων. Καμία ταχύτητα δε φαινόταν αρκετή, για να σώσει τους υποχωρούντες από την οργή του Πάτροκλου, που εκείνοι λόγιζαν για Αχιλλέα.

Δεν ακούγονταν πια ως ποδοβολητά μα ως θύελλα· νεροποντή τρομακτική. Εκείνους τους φριχτούς κατακλυσμούς που ενίοτε έστελνε ο Ζεύς στους ανθρώπους, όταν η αδικία τους πλήθαινε, γιγαντωνόταν. Όταν η ανομία θέριευε, οι άγραφοι νόμοι των Θεών καταπατούνταν κι οι αθεόφοβες ψυχές απέδιωχναν το Δίκαιο, ο Δία έριχνε καταιγίδα και βροχή, να θυμίζει τον Μέγα Κατακλυσμό, να πλημμυρίζουν ποτάμια και να καταστρέφονται χωράφια στο φθινόπωρο, να χαθούν οι κόποι, για να μη λησμονηθεί η Δίκη.

Ο γιός του Μενοίτου δε θα σταματούσε πουθενά, ούτε για μια στιγμή, μέχρι να μην άφηνε κανέναν ζωντανό, μαζί και τον Έκτορα. Αφότου κατέσφαξε τις πρώτες φάλαγγες των εχθρών, έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο πονηρό.

«Φράξτε τους τον δρόμο, Μυρμιδόνες! Δεν πρέπει να κρυφτούν στα τείχη και τους χάσουμε!»

Αναγκαστικά, γύρισαν πίσω στο κατεστραμμένο τείχος των Δαναών, πίσω στα σύνορα του στρατοπέδου, ακέφαλοι, άναρχοι, ευάλωτοι σε κάθε πληγή, παγίδα και σφαγή.

«Κανένα έλεος!» Φώναζε σε όλους συμπολεμιστές του τον άκουγαν, ενώ δε σταματούσε να σκορπά τον θάνατο. «Δεν έδειξαν οίκτο σε κανέναν όλη την ημέρα· ελάτε να εκδικηθούμε τους θανάτους των δικών μας.»

Λόγχισε τον Τρώα πολέμαρχο Πρόνοο στο στέρνο, σε ένα κενό που άφησα στιγμιαία η ασπίδα του, ρίχνοντας τον στο χώμα άψυχο. Χύθηκε ευθύς μετά στον Θέστορα της Λυκίας, που είχε ζαρώσει στο άρμα του έντρομος και προσπαθούσε να κρυφτεί, έχοντας απολύσει τα λουριά του τρόμου από τη ζάλη. Στάθηκε αστραπιαία δίπλα του και με το κοντάρι τρύπησε το στόμα ως τα δόντια, σηκώνοντας τον σαν ψαράς ένα πανάλαφρο ψάρι από την κρυψώνα, για να τον βροντήσει στο χώμα κι εκεί, να ξεψυχήσει. Ακολούθησε ο Ερύλαος, στον οποίο ο Πάτροκλος με λιθάρι μεγάλο αμύνθηκε, χτυπώντας τον ακαριαία στο κεφάλι. Το κράνος θρυμματίστηκε κι αυτός σωριάστηκε, άλλη μια βορά στον ψυχοθεριστή Θάνατο.

Η θεριστική του μανία, η αιμοδιψία, η ζοφερή σφαγή, δεν είχε τελειωμό· χωρίς ανάσα σχεδόν, έριξε νεκρούς άλλους εννιά Πολέμαρχους των Τρώων και των Λυκίων, που είχαν ορμήσει πάνω του ομαδικά, για να τον σκοτώσουν μαζί. Δεν είχε πτοηθεί, δεν είχε φοβηθεί, είχε σπείρει όλεθρο. Τότε, αναπόφευκτα, τράβηξε την προσοχή του μόνου Αρχηγού που δεν έτρεχε να σωθεί.

«Πού φεύγετε, Λυκίοι;» Αντήχησε σαν κεραυνός εκκωφαντικός η έξαλλη φωνή του γίγαντα Σαρπηδόνα. «Σκοτώνουν τους δικούς μας κι υποχωρήτε, ζώα; Δειλά υποκείμενα, δεν ακούτε; Ντροπή σας! Ανδρειωθείτε γρήγορα κι ανασυνταχθείτε! Θα πάω εγώ ο ίδιος να τον αντιμετωπίσω, να μάθω ποιός είναι αυτός ο τρομερός θρασύς, που εμφανίστηκε από το πουθενά και λύνει γόνατα τόσων σπουδαίων.»

Πήδησε στη γη από το άρμα του χωρίς καθυστέρηση. Αμέσως, ο Πάτροκλος τον μιμήθηκε κι άρχισαν να τρέχουν ο ένας προς τον άλλον, με ιαχές φοβερές, έτοιμοι να συγκρουστούν σαν πετρίτες αετοί στον αιθέρα, πάνω από βράχους τεράστιους, δυο αρπακτικά εξίσου κραταιά, θηριώδη, θανάσιμα.

Λούστηκε από ιδρώτα κρύο ο Ζεύς, που παρακολουθούσε τα πάντα από τον Όλυμπο μαζί με την Ήρα. Αναζήτησε το χέρι της και το έσφιξε.

«Τσακίζεται η καρδιά μου για τον λεβέντη γιό μου,» ψιθύρισε με οδύνη. «Προδιαγεγραμμένη φαντάζει η Μοίρα του. Νιώθω την παρόρμηση να τον αρπάξω και να τον στείλω πίσω στη Λυκία, στο παλάτι του, να ζήσει ήρεμα μα κυρίως να ζήσει.»

«Τι θα κάνεις, άμυαλε, επιπόλαιε;» Έσφιξε το χέρι κι η Ήρα, αναγκάζοντας τις ματιές τους να κλειδώσουν. «Θα επέμβεις στα γραφτά των Μοιρών; Θα αποπειραθείς να αλλάξεις το ήδη καθορισμένο πεπρωμένο; Αν το ποθείς, κάνε το. Μα οι υπόλοιποι Θεοί δε θα το στέρξουν, θα πυροδοτήσεις αντίδραση αλυσιδωτή, ολέθρια, με παράδειγμα αχρείο. Πολλά παιδιά Θεών μάχονται γύρω από τα κάστρα της Τροίας κι επειδή ξέρουν ότι δε θα τους αφήσεις να τα σώσουν, θα τους κακιώσεις.» Μετά το νεύμα συμφωνίας του και μόνο, προχώρησε, λιγότερο επιτακτική και πιο στοργική. «Αν αγαπάς τόσο τον Σαρπηδόνα, αφότου πέσει νεκρός από τον Πάτροκλο του Μενοίτου, διάταξε τον Θάνατο και τον γλυκό Ύπνο να τον σηκώσουν ευθύς και να τον μεταφέρουν ασφαλώς στο πατρικό του, στη Λυκία. Αυτοί θα τον θάψουν και τιμήσουν υπέρτατα, επάξια.»

«Έχεις δίκιο,» υποχώρησε κι ο λόγος του. «Αυτό θα γίνει.»

Ύστερα, απελευθέρωσε αιμάτινη ψιχάλα ξανά, μια σκοτεινή βοή, ώστε η ατμόσφαιρα μύριζε σίδηρο πάλι, για να τιμηθεί έτσι ο γιός του Διός, ο πεισιθανάτιος Σαρπηδών.

Κάτω στη μάχη, σαν βρέθηκαν αντίκρυ ο Πάτροκλος κι ο Σαρπηδών, έριξε ο Θεσσαλός το πρώτο κοντάρι και πέτυχε τον ακόλουθο του, τον Θρασύμηλο, στη γαστέρα, ρίχνοντας τον άψυχο ευθύς.

Ρίχνοντας ο γίγας το δόρυ, αστόχησε στον ήρωα μα πέτυχε τον μόνο θνητό του ίππο, τον Πήδασο, στη δεξιά πλάτη, οπότε αγκομαχώντας έπεσε νεκρό το ζώο, τρέποντας τα άλλα δυο άτια σε τρομερή αναταραχή, που ματαίως πάλευε να χαλιναγωγήσει ο Αυτομέδων. Αλλά δεν άργησε να βρει τη λύση ο επιδέξιος ηνίοχος· με το ξίφος του έκοψε εντελώς τα σκοινιά του νεκρού αλόγου, ώστε εύκολα μετά, ίσιασε τα αθάνατα. Παραμέρισε το άρμα και δεν έχανε από τα μάτια του τον προσωρινό του κύριο, που είχε ριχθεί στην πιο απίθανη, επικίνδυνη μονομαχία.

Δεύτερο δόρυ δοκίμασε ο Σαρπηδών, ξακρίζοντας αυτή τη φορά τον ώμο, χωρίς να λαβώσει. Το δόρυ, όμως, του Πάτροκλου που ακολούθησε δε λάθεψε· τον πέτυχε κατάστηθα, στο στέρνο, δίπλα στην καρδιά.

Ο γιγαντόσωμος γιός του Δία σωριάστηκε στο έδαφος βαρύς κι αιμόφυρτος σαν δρυς ή λεύκα ή ψηλό, φουντωμένο πεύκο, που κόβονταν από ξυλοκόπους, για να γίνουν πλοία. Έτσι, έπεσε ο πρίγκιπας βογγώντας με βοή και χούφτωσε το αιματοβαμμένο χώμα. Δεν έπαυε στιγμή να μουγκρίζει και να βρυχάται ο ετοιμοθάνατος, σκορπίζοντας άθελα του ακόμα περισσότερο τρόμο κι οιμωγή στους Τρώες και στους συμμάχους τους.

«Γλαύκε γλυκέ, ανίκητε πολεμιστή, ήρθε η ώρα να αποδείξεις την ανδρεία σου, να ακουστείς με πόθο τον τρόμο του πολέμου!» Έσκουζε όσο δυνατότερα μπορούσε κι ο Πάτροκλος ενθουσιαζόταν στη σκέψη ότι θα είχε την ευκαιρία να εξοντώσει και τον δεύτερο επικεφαλής των Λυκίων, έναν εγγονό του Βελλερεφόντη! «Πάρε τα όπλα και τα παλικάρια μας και σώσε με! Θα είναι αισχύνη ανυπολόγιστη, όνειδος διά βίου, να αφήσεις να με σκυλεύσουν οι Δαναοί! Ανδρειέψου, φίλε μου! Εμψύχωσε τα πλήθη! Μη με φάνε τα σκυλιά δίπλα στα καράβια του εχθρού!»

Στα παρακάλια του εκείνα, τον βρήκε η θανή. Ο Θάνατος κατέφθασε και του έκλεισε μάτια και ρουθούνια, καθώς σπαρταρούσε και γευόταν το αίμα του.

Ο Πάτροκλος τον πλησίασε άφοβα, πάτησε το στήθος με το πόδι, λιγώνοντας πνεύμονες, για να τραβήξει το δόρυ και να βεβαιωθεί ότι τον είχε σκοτώσει πραγματικά. Οι Μυρμιδόνες αλάλαζαν, ενώ τον περίμεναν να φύγουν, να γυρίσουν στις σκηνές τους, όπως είχαν λάβει εντολές. Δε διέτρεχαν κίνδυνο τα πλοία κι ο πιο σημαντικός Αρχηγός μετά τον Έκτορα κειτόταν νεκρός.

Ο δε Γλαύκος, που είχε ακούσει κάθε λέξη από τις παρακλήσεις και προσκλήσεις του Σαρπηδόνα, στεκόταν κι έκλαιγε βουβά, λίγο πιο έξω από τις Σκαιές Πύλες, σφίγγοντας με την παλάμη τον σκισμένο του βραχίονα. Η πληγή του Τεύκρου τον είχε αχρηστεύσει και δεν μπορούσε ούτε καν να υπερασπιστεί το πτώμα του φίλου και συμπολεμιστή του. Μολαταύτα, δεν απελπίστηκε. Ύψωσε τα βουρκωμένα μάτια στον ουρανό κι ευχήθηκε στον Φοίβο.

«Συνάκουσε με, Θεέ που έχτισες την Τροία με άσματα και στη Λυκία λατρεύεσαι υψηλά. Παντού δύνασαι να ακούσεις τους θλιμμένους κι εγώ πλέον κυριεύθηκα από θλίψη εβένινη. Με την πληγή στο χέρι μου και τους οξείς πόνους, δεν μπορώ να επιστρέψω στη μάχη. Χάθηκε, όμως, ο ασύγκριτος αρχηγός Σαρπηδών, γιός του Δία κι αυτός, που αφήνει κι ορφανό παιδί.» Ο πόνος τον σούβλιζε κι έτσι, ξεπήδησε η ιδέα. «Σε παρακαλώ, λοιπόν, εσένα, Θεέ της Ιατρικής, να μου θεραπεύσεις την πληγή. Κλείσε την εντελώς, για να μπορέσω να πολεμήσω ξανά. Καταπράυνε την οδύνη και δώσε μου δύναμη, για να ανασυντάξω τους Λυκίους και να σώσω το σώμα του φίλου από τη γύμνωση.»

Αμέσως τον εισάκουσε ο Απόλλων. Έπαψε το αίμα, εξαφάνισε τους πόνους, δεν έμεινε παρά η ανάμνηση του τραύματος. Ένιωσε δύναμη να τον κατακλύζει και χάρηκε ο Γλαύκος, διότι μπορούσε επιτέλους να δράσει όπως προστάζαν η Τιμή και η Γενιά του. Ευχαρίστησε τον Απόλλωνα κι ανασηκώθηκε με φωνή παντοδύναμη.

«Λύκιοι! Σας καλώ πίσω στη μάχη! Πρέπει να υπερμαχηθούμε το σώμα του πρίγκιπα μας!»

Σε μια στιγμή θαρρείς, τους είχε συγκεντρώσει όλους και κινήθηκαν σε ένα άκρο της μάχης, όπου είχαν βρει καταφύγιο ο Πολυδάμας, ο Αγήνωρ, ο Αινείας και ο Έκτωρ.

«Έκτορα, δεν πιστεύω τα μάτια μου!» Αναφώνησε έκπληκτος. «Εμφανώς, λησμόνησες τους συμμάχους σου, τόσους νέους που άφησαν τις εστίες και τους αγαπημένους τους, που φθείρουν τις ζωές τους εδώ, για να βοηθήσουν εσένα και την πόλη σου! Σκοτώθηκε ο Σαρπηδών, ο πρώτος των Λυκίων, έζωσαν τα ουρλιαχτά του όλο το στρατόπεδο, διότι τον παρέδωσε ο Άδης στη λόγχη του Πάτροκλου! Ελάτε, φίλοι, να τον σώσουμε! Αίσχος είναι να του πάρουν τα άρματα οι Μυρμιδόνες και να ατιμάσουν το σώμα του, καθότι μένος θα έχουν με τόσους Αργείους που έχει φονεύσει, ειδικά σήμερα.»

Έσκυψαν τα κεφάλια από λύπη κι όνειδος οι Τρώες πολέμαρχοι. Μολονότι ξένος, ο Σαρπηδών είχε αποδείξει περίτρανα την ασύγκριτη ανδρεία του, το θάρρος, τη στρατιωτική του ρώμη κι η απώλεια του θα πλήγωνε τον στρατό.

«Σηκωθείτε όλοι,» πρόσταξε ήρεμα ο Έκτωρ και πρώτος πετάχτηκε ολόρθος. «Σε ακολουθούμε, Γλαύκο.»

Πρώτος ξεχύθηκε ο διάδοχος του Πριάμου, με θυμό αναζωογονημένο από τον ξαφνικό χαμό του Σαρπηδόνα. Δε θα άφηνε τον θάνατο αυτόν χωρίς απόκριση κι εκδίκηση.

Από την άλλη, οι Αχαιοί έμοιαζαν ασταμάτητοι, αδυσώπητοι, ανελέητοι, υπό την ηγεσία του Πάτροκλου. Ακριβώς πίσω του, έρχονταν οι δυο Αίαντες, διψασμένοι για μάχη πάντοτε και λουσμένοι στο αίμα, έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. Βλέποντας την ασίγαστη ορμή τους, στράφηκε μονάχα σε αυτούς ο γιός του Μενοίτου.

«Αίαντες, σας ζήτω τώρα να γίνετε αρωγοί μου πρόθυμοι, ακόμα περισσότερο ατρόμητοι από πριν. Ο δυνατότερος εχθρός μας, ο Σαρπηδών, είναι πια νεκρός και θα ήταν θρίαμβος, αν κερδίζαμε το σαρκίο του, πόσο μάλλον αν σκοτώναμε κι άλλους πολέμαρχους, από αυτούς που θα τρέξουν να μας τον αρπάξουν.»

«Όπως προστάζεις, διογέννητε Πάτροκλε,» αμέσως συμφώνησε χτυπώντας το στήθος ο Αίας της Λοκρίδας. «Εφεξής, μόνη μας έγνοια θα είναι η μάχη κι η νίκη. Σωστά;»

Στράφηκε στον γίγαντα συνονόματο του. Τον καμάρωσε, καθώς έσφιγγε τα δόντια, τις γροθιές και σήκωνε στητό τον κορμό, ώστε φάνταζε ισάξιος του μέγιστου Ηρακλή.

«Σωστά,» συμφώνησε κι εκείνος, καλώντας ήδη τα τάγματα του σε πρόσμειξη με τους Μυρμιδόνες. «Άνδρες, ελάτε μαζί μου! Στόχος μας είναι η κτήση του Σαρπηδόνα!»

Μανίζοντας συγκρούστηκαν σχεδόν πάνω από το πτώμα Αχαιοί, Μυρμιδόνες, Λύκιοι και Τρώες. Μοναδικούς ήχους αποτελούσαν οι ιαχές κι οι κλαγγές των όπλων.

Τότε, έδωσε εντολή ο Δίας στην Έριδα και τους έριξε μαύρη ομίχλη, σαν νύχτα σκοτεινή, για να φουντώσει μάχη άγρια για το τρανό παιδί του.

Ο πρώτος νεκρός επρόκειτο για τον Μυρμιδόνα Επειγέα, γιό του Αγακλέα, παιδί που είχε ταχθεί στη Θέτιδα από μωρό κι είχε ακολουθήσει τον Αχιλλέα στην Τροία μα χαρά. Με πέτρα μυτερή τον πέτυχε κατακέφαλα ο Έκτωρ, τρυπώντας του το κρανίο, για να χαθεί αμέσως η ζωή του.

Γεμάτος θλίψη για τον χαμό του νέου ο Πάτροκλος όρμησε αλύγιστα, ανάλγητα στο τάγμα των Λυκίων, πρακτικά μόνος και το διέλυσε. Με λύσσα πρωτοφανή, γκρέμισε τον Σθενέλαο με πέτρα στον σβέρκο, σπάζοντας τα νεύρα του αιώνια. Ακόμη κι έτσι, ο Έκτωρ κι οι Τρώες δεν πτοήθηκαν και προχώρησαν, για να φτάσουν πρώτοι τον νεκρό.

Ο νέος επικεφαλής των Λυκίων, ο Γλαύκος, επιτέθηκε εξίσου φονικά στους Μυρμιδόνες, βυθίζοντας το ακόντιο του στο στήθος του Βαθυκλή, εξαίσιου Έλληνα πολέμαρχου, για να αναθαρρήσουν οι συμπολεμιστές του. Παρότι στεναχωρήθηκαν για τον βαρύ χαμό οι Δαναοί, δεν επρόκειτο πλέον να φοβηθούν τίποτα και κανέναν, δεν είχαν σκοπό να εγκαταλείψουν τη μάχη ή να οπισθοχωρήσουν πάλι.

Πετάχτηκε μπροστά παρευθύς ο Μηριόνης, ο περίοπτος Κρης, χτύπησε με το ξίφος τον Λαογόνο, σεβάσμιο ιερέα του Ιδαίου Δία, κάτω από το αυτί. Η λεπίδα βγήκε από το πηγούνι του, νεκρώνοντας το σώμα αυτοστιγμεί. Αμέσως, ήρθε η απάντηση· ένα δόρυ που ελάχιστα κόντεψε να καρφώσει τον Μηριόνη, τον πέρασε ανώδυνα, χάριν στα εξαίρετα του αντανακλαστικά και ταχύτατη μετακίνηση. Το δόρυ έπεσε στη γη και στη διεύθυνση του δεν άργησε να εντοπίσει ο Κρης τον Αινεία.

«Χορευτής είσαι Μηριόνη, θαρρώ!» Φώναξε με θυμό ο γιός της Αφροδίτης. «Αν σε είχε πετύχει η λόγχη μου, στον τόπο θα έμενες!»

«Παρότι ανδράγαθος, Αινεία, είναι δύσκολο να σκοτώσεις το καθέναν που στέκεται πάνοπλος εμπρός σου. Κι εσύ, θνητός γεννήθηκες,» αντείπε ετοιμόλογος ο Μηριόνης. «Άμα εγώ είχα ρίξει το δόρυ και σε πετύχαινα, θα είχα εγώ το καύχημα κι ο Άδης την ψυχή σου!»

Κατευθείαν, έτρεξε δίπλα του και του έσφιξε το μπράτσο ο Πάτροκλος, προειδοποιητικά.

«Μη μιλάς με ειρωνεία, Μηριόνη. Άσε τις προσβολές, ύβρεις στους Τρώες δε χωρούν, που δε θα μας αφήσουν τον νεκρό, μέχρι να τους σκοτώσουμε όλους! Αξίζει ο λόγος στη βουλή, στον πόλεμο το χέρι, έτσι δεν ωφελεί να φλυαρούμε μα να πολεμάμε.»

Τον ακολούθησε σιωπηλά ο Κρης, δε μίλησε ξανά κι η μάχη συνεχίστηκε, με πίεση αμφοτέρων και αίμα διαρκώς να χύνεται. Κανένας δε θα γνώριζε εκείνη τη στιγμή τον Σαρπηδόνα, που είχε πατόκορφα καλυφθεί με χώμα κι αίματα, ενώ δεν έπαυαν τριγύρω του να αναδεύονται όλοι, σαν μύγες που βουίζουν γύρω από καρδάρες γάλακτος.

Από αυτή τη συμπλοκή, ο Ζεύς δεν απέστρεψε στιγμή το φλογερό βλέμμα. Σκεφτόταν ποιά θα ήταν η πιο ταιριαστή έκβαση· ο θάνατος του Πάτροκλου, για να αποτραβηχτούν οι Αργείοι ή η σκύλευση του παιδιού του; Τελικά, κατέληξε ότι ταίριαζε μια ίση αποπεράτωση· η δίωξη θα πληρωνόταν με δίωξη. Έστειλε τον Δείμο και τον Φόβο να πλήξουν τον Έκτορα, ενώ μήνυσε στον Απόλλωνα με τον Αετό του.

Κυριευμένος από τρόμο και δειλία ο Έκτωρ, ανέβηκε στο άρμα του σπεύδοντας.

«Υποχώρηση! Γυρίζουμε πίσω στην πόλη! Δε θα σωθούμε από αυτή τη μάστιγα ποτέ!»

Ακόμη κι οι Λύκιοι, που λαχταρούσαν να σώσουν τον πρίγκιπα τους, δε στάθηκαν μα το έβαλαν στα πόδια. Ήξεραν ότι χωρίς την υποστήριξη του Έκτορα, δε θα άντεχαν για πολύ. Ταυτόχρονα, ελεύθεροι πια να κινηθούν και να προελάσουν, οι Αίαντες με τους Μυρμιδόνες έβγαζαν τα όπλα του Σαρπηδόνα και τα έστελναν στις σκηνές, κατά τη διαταγή του Πάτροκλου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πήγαινε, παιδί μου, σήκωσε τον νεκρό Σαρπηδόνα κι αφού τον καθαρίσεις από το αίμα, ένδυσε τον και στείλε τον πίσω στην κάρπιμη Λυκία, με οδηγούς τα φοβερά δίδυμα της Νύχτας. Εκεί, θα ταφεί και τιμηθεί αναλόγως.

Υπάκουσε αμέσως ο αθάνατος γιός, δε χρονοτρίβησε, άφησε τη θέση του δίπλα στον Έκτορα κι έφτασε σιμά του σκοτωμένου. Τον σήκωσε εύκολα στα μπράτσα του, σαν αβαρές πούπουλο ή πέπλο, για να τον μεταφέρει πρωτίστως στον ποταμό. Εκεί, τον έλουσε, το έρρανε με αμβροσία και τον έντυσε με ενδύματα άφθαρτα υφασμένα, με πείρα θεϊκή μόνο. Πολύ σύντομα, κατέφθασαν τα δίδυμα της Νύχτας, ο Ύπνος και ο Θάνατος, που τον ξεπροβοδίσαν κι ανέλαβαν να κουβαλήσουν ως το πατρικό του. Στον λαό της Λυκίας, όπου ακόμη ένα αθάνατο αυτί δύναντο να ακούσει τον βρυχηθμό της Χίμαιρας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Αυτομέδων!»

Δε δυσκολεύτηκε να επανενωθεί με τον ηνίοχο και το άρμα του Αχιλλέα ο Πάτροκλος. Δεν είχε δα απομακρυνθεί ιδιαίτερα.

«Ο Σαρπηδών χάθηκε, μάλλον τον μάζεψε ο Δίας, οπότε δε μας μένει παρά να ξεκινήσουμε έφοδο ολική κι ακαριαία. Είναι τόσο φοβισμένοι όλοι που ίσως καταφέρουμε να πατήσουμε την πόλη πριν βασιλέψει ο Ήλιος!»

Ήταν ενθουσιασμένος, ξαναμμένος από τη νίκη, παραζαλισμένος από τον αδιανόητο θρίαμβο. Είχε κατορθώσει άπειρα σε ελάχιστο χρόνο, είχε πραγματώσει άθλους που θα ζήλευαν ο Αγαμέμνων κι ο Διομήδης, ήδη πορθητές πόλεων ισχυρών. Είχε μεθύσει, γιατί είχε σκοτώσει τον γίγαντα τον εχθρών, έναν ημίθεο γιό του Δία, λογιζόταν ήρωας πια, έφερε έναν τίτλο που δεν περίμενε, δεν ονειρευόταν καν να αποκτήσει.

«Πάτροκλε, οφείλω πιστεύω να σου θυμίσω τη συμβουλή του πρίγκιπα μας· σε συμβούλεψε να μην απομακρυνθείς, να μην προκαλέσεις τη Μοίρα και την οργή των Θεών,» προσπάθησε να τον νουθετήσει ο Αυτομέδων, που διστακτικά ετοιμαζόταν να οδηγήσει ξανά τα αθάνατα άλογα.

«Με την ευλογία του Αχιλλέα, είμαι Αρχηγός δικός σου και των Μυρμιδόνων και προστάζω να γίνει αυτό· θα επιτεθούμε σαρωτικά και θα πάρουμε την Τροία. Αυτοί ήθελαν να μας κάψουν τα πλοία, εγώ θα τους κάψω τα σπίτια.»

Καθώς το μαστίγιο ράπιζε τις θείες πλάτες των ατιών κι ορμούσε στην πεδιάδα, ο Πάτροκλος ύψωσε τη φωνή του τόσο, ώστε τίποτα δε θα τον σιωπούσε.

«Πάμε Μυρμιδόνες, Αχαιοί, παιδιά των Αργοναυτών και Θεών καμάρια! Πάμε να μπούμε στην πόλη τους και να πληρώσουν τη συμφορά που μας προκάλεσαν όπως τους αρμόζει!»

Δεν τον ενδιάφερε πλέον τίποτα παρά μόνο ο θρίαμβος, η δόξα, η υστεροφημία. Ακόμη κι αν πέθαινε στην προσπάθεια, δε θα οπισθοδρομούσε. Ο δρόμος του ανοιγόταν μοναδικός κι ονομαζόταν Έφοδος. Καταξίωση ή θάνατος, αιώνια δόξα ή καταστροφή, δεν υπήρχε ενδιάμεση λύση, δεν ταίριαζαν τα μέτρια στους Ήρωες. Ήρωας ήταν ο Αχιλλέας, Ήρωας είχε γίνει πλέον κι ο ίδιος. Συνεπώς, ως ίσος με τον γιό του Πηλέα, δεν είχε υποχρέωση να τον εισακούει. Ήταν αποφασισμένος να χαράξει τη δική του πορεία, να δημιουργήσει τη δική του ιστορία, το δικό του έπος και ραψωδία, που θα υμνούταν αιώνια ως Πάτροκλου αριστεία και μόνο. Διψούσε για το μόνο πράγμα που είχε τόσα χρόνια αποβάλει δίπλα στον Αχιλλέα· μια στιγμή δική του και την είχε. Εμπρός του ανοιγόταν η απόλυτη εξύψωση, η ύψιστη Τιμή.

Στη μανιώδη του επέλαση, σκότωσε και σκύλευσε μόνος εννιά πολέμαρχους Τρώες, ενώ αμέτρητοι άλλοι δείλιαζαν κι έτρεχαν, χωρίς το θάρρος να τον αντιμετωπίσουν. Αίμα, πτώματα, λάφυρα, δόξα, αυτά έβλεπε κι ευφραινόταν μα δεν ένιωθε πλησμονή· ήθελε την απόλυτη, την ακατόρθωτη Άλωση. Με τη λύσσα του, την ορμή και την ασίγαστη λαχτάρα, φάνταζε πιο πιθανή από κάθε άλλη φορά, αν όχι βέβαιη. Όμως, ο Φοίβος Απόλλων καραδοκούσε ακούραστος φρουρός, φύλακας της Τροίας και μέγας μάντης και γνώριζε ήδη πότε και πώς θα έπεφτε το Ίλιο. Στεκόταν, λοιπόν, στις πολεμίστρες αόρατος και μελετούσε ευφυώς τον όλεθρο του νέου.

Στην πρώτη ευκαιρία που είδε ο γιός του Μενοίτου, έσπευσε στο τείχος, γαντζώθηκε κι άρχισε να σκαρφαλώνει, καλυπτόμενος από τον Μηριόνη που θέριζε κάτωθεν όσους τον πλησίαζαν. Κρατούσε στο κεφάλι την ασπίδα, για να μην τον πετύχει βέλος. Άξαφνα, ένιωσε ένα βαρύ σπρώξιμο κι έπεσε στο χώμα.

Πείσμωσε. Αποπειράθηκε ξανά. Το ίδιο σπρώξιμο, ωσάν να του πετούσαν κοτρώνες άυλες. Έπεσε στη γη ξανά. Αγνόησε τον προβληματισμένο Μηριόνη και προσπάθησε τρίτη φορά. Η πίεση επανήλθε σύντομα και τον γκρέμισε πάλι.

Σηκώθηκε, αγνοώντας επιδεικτικά τον πόνο στο σώμα του και το αίμα που έτρεχε από τη μύτη. Ίσως είχε ραγίσει κάποιο πλευρό, ίσως είχε τραυματιστεί η μύτη, δεν τον ένοιαζε ποσώς. Αρπάχτηκε ξανά από το τείχος κι ανέβαινε σιγά, πάνοπλος κι ασταμάτητος.

Αυτή τη φορά, ένιωσε κάποιον να τον σηκώνει ψηλά άνευ δυσκολίας και βεβαιώθηκε ότι Θεός τον είχε στοχοποιήσει. Δε φοβήθηκε, ένιωσε πιο γίγαντας κι από τον Σαρπηδόνα με τον μέγα Αίαντα μαζί. Όταν, παραταύτα, αντίκρισε τον ολόφωτο Απόλλωνα, έπαψε να θαρρεύει.

«Ανόητε Πάτροκλε, δεν είναι ορισμένο από τις Μοίρες να ονομαστείς εσύ Πορθητής της Τροίας μηδέ ο Αχιλλέας, που είναι ανώτερος σου απείρως.»

Μια και μόνη του ματιά, αρκούσε. Σύρθηκε πίσω ο Πάτροκλος, για να αποφύγει τον θυμό του μακροβόλου Θεού. Παρόλα αυτά, ο Απόλλων επιθυμούσε να αφυπνίσει τους Τρώες.

Ο Έκτωρ είχε απομείνει στις Σκαιές Πύλες κι αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να τρέξει στην ασφάλεια της πόλης ή να γυρίσει στη μάχη και να υπερασπιστεί τους άνδρες του. Αν περνούσε μέσα, θα διέταζε ολική οπισθοχώρηση κι αποκλεισμό στα τείχη.

Τότε, τον πλησίασε ο Φοίβος, μεταμορφωμένος στον θείο του τον Άσιο, τον αδελφό της Εκάβης και τον αγκάλιασε από τους ώμους με γαλήνη, για να του απορροφήσει την αγωνία.

«Έκτορα, γιατί απέχεις από τον πόλεμο; Δε σου πρέπει αυτό, αγόρι μου. Μακάρι να ήμουν ανώτερος κι όχι κατώτερος σου, ώστε θα σε τιμωρούσα οικτρά για την ανάπαυλα σου. Έλα, πάρε τα όπλα σου και ρίξου στον εχθρό μας, ο Απόλλων είναι μαζί σου.»

«Δικαίως μίλησες, θείε μου,» παραδέχτηκε ο πρίγκιπας και μεμιάς, είχε σηκώσει όλα τα άρματα του.

«Κεβριόνη, ράβδισε τους ίππους γρήγορα! Γυρίζουμε στη μάχη!» Διέταξε τον ηνίοχο αδελφό του κι έδραμε προς τον υποτιθέμενο Αχιλλέα, αποφασισμένος να χαρίσει τη νίκη στους Τρώες, έστω και την ύστατη ώρα. Δεν τον ενδιέφεραν οι άλλοι, στόχο του αποτελούσε μονάχα ο Αχιλλέας.

Σαν τον είδε ο Πάτροκλος, πλημμύρισε τέρψη και κατέβηκε από το αμάξι, για να τον συντρίψει. Πήρε μια πέτρα στιβαρή και την πέταξε καταπάνω του. Κόντεψε να τον χτυπήσει αλλά πέτυχε τον Κεβριόνη αντί αυτού, ανάμεσα στα φρύδια. Το μετωπιαίο οστό ράγισε, τα μάτια του πετάχτηκαν έξω κι έπεσαν εμπρός του, για να ακολουθήσει κι αυτός, γκρεμισμένος από το βάθρο σαν άγαλμα.

«Κοιτάξτε αξιοθαύμαστα!» Καυχήθηκε με όλη του την ψυχή ο νεογέννητος Ήρωας. «Πόσο ελαφρύς είναι που βουτάει ο νόθος του Πριάμου! Αν έπλεε στο πέλαγος, θα έπεφτε με το πρώτο κούνημα στον βυθό, να χορτάσει στρείδια τον λαό του όλο! Δεν το ήξερα ότι είχε κι οι Τροία τόσο επιδέξιους δύτες!»

Μα δεν έμεινε στον κομπασμό. Ξεχύθηκε στον ετοιμοθάνατο και τον λόγχισε στο στήθος, απολαμβάνοντας τον θάνατο με μια λάμψη στο βλέμμα απίστευτη, σχεδόν αρρωστημένη. Δεν είχε τίποτα να φθονήσει από τον Πηλείδη, ωσάν εκείνη η πανοπλία να είχε νοτίσει από τον ιδιοκτήτη της. Την ίδια στιγμή που ετοιμάστηκε να αρπάξει το πτώμα ο Πάτροκλος, έσπευσε να το σώσει ο Έκτωρ.

Μέσα στο μένος τους, με γυμνά χέρια πέσαν οι τιτάνες, οι εκδικητές, πάνω στο βαρυσήμαντο σώμα, διεκδικώντας θάνατο ή επικράτηση. Είχε βουτήξει το κεφάλι ο Έκτωρ μα δεν μπορούσε να κινηθεί, διότι ήδη είχε ξεσπάσει μάχη νέα γύρω. Η φυγή δεν περνούσε από το μυαλό κανενός, καθώς λόγχες, βέλη, δόρατα, ξίφη και λιθάρια φτεροκοπούσαν και ρύπαιναν τον ήρεμο αέρα.

Είχε μεσημεριάσει πλήρως, έκαιγε ο ήλιος κι η μάχη σε εκείνο το σημείο δε σταματούσε με τίποτα. Κατά την έλευση του απογεύματος, όσο το πανίερο άρμα στράφηκε στο κατευόδιο του, κόντρα στων Μοιρών τη βούληση, νικούσαν οι Δαναοί. Κατάφεραν οι Αίαντες και τράβηξαν τον Κεβριόνη, έτοιμοι για γύμνωση. Ποσώς δε νιαζόταν ο Πάτροκλος για το μικρό θήραμα· τον Έκτορα και μόνο στόχευε πλέον.

Μοναχός του έκανε εφόδους στους Τρώες, να τους αφανίσει. Με τρομακτική, ανατριχιαστική κραυγή ρίχτηκε τρεις φορές και κάθε φορά ροβολούσαν στον Άδη εννιά άνδρες. Αποδεκατίστηκε η εμπροσθοφυλακή του Έκτορα, ο κλοιός του έσφιγγε επικίνδυνα.

Η τέταρτη επίθεση, σήμανε την αρχή του τέλους.

Παρουσιάστηκε μπροστά του ο Φοίβος Απόλλων, με τα εκτυφλωτικά, μελιά μάτια. Έτσι, τρομακτικός κι ανελέητος ανδροφάγος ανέλαβε δράση ο Θεός, έχοντας καταστρώσει σχέδιο άψογο. Τον έζωσε με καταχνιά θαμπή και στάθηκε πίσω του για να αποδομήσει το νεοφερμένο του πρόβλημα στρώμα το στρώμα. Με χτυπήματα επιδέξια, του νέκρωσε ώμους και ράχη κατευθείαν. Έχασε τη δύναμη. Του έστριψε τα μάτια, μια μόνιμη ζάλη τον κυρίευσε. Με μια ανάλαφρη κίνηση, του εκσφενδόνισε το κράνος μακριά, που αντήχησε και κύλησε στα πόδια των θείων αλόγων. Μέσα στη λάσπη και το αίμα, η χαίτη του μολύνθηκε, λεκιάστηκε αποτρόπαια. Δε νοείτο ως τότε, να λερωνόταν το κράνος του Πηλείδη. Ωστόσο, ο Δίας μηχανευόταν να το έδινε λάφυρο στον Έκτορα.

Για λίγο, έμειναν εμβρόντητοι οι Τρώες. Ο ασυγκράτητος πολεμιστής, ο αιμοδιψής σάτυρος που φορούσε την πανοπλία του τρομερού Αχιλλέα, δεν ήταν ο Αχιλλέας.

«Ο Πάτροκλος είναι!» Ακούστηκε η φωνή του Θεού να σκίζει τη σιγή. «Ένας παρατρεχάμενος του Αχιλλέα, πιο θνητός κι από κώνωπα. Δεν αξίζει ούτε οίκτο.»

Κι ενόσω η συμπλοκή αναζωπυρωνόταν, η θεϊκή μήνις ξεσπούσε αργά, βασανιστικά, χωρίς ίχνος μαλθακότητας στον ευάλωτο πια Πάτροκλο. Του έσκισε τη ζώνη, το δόρυ κόπηκε στα δυο, η κροσσωτή ασπίδα σωριάστηκε κάτω με τον τελαμώνα της. Αμέσως μετά, ο Φοίβος έλυσε τον θώρακα και δεν παρέμεινε τίποτα στο σώμα του γιού του Μενοίτου παρά ένας απλός χιτώνας, δυο περιβραχιόνια και δυο περικνημίδες. Μα δεν έφταναν αυτά. Τον χτύπησε στο πρόσωπο δυνατά. Θεοκρούσθηκε ο Πάτροκλος, θαμπώθηκε μόνιμα, είχε χάσει τις μισές του αισθήσεις και τα μέλη του λύθηκαν, δεν έλεγχε τα πόδια του, τα χέρια του ατροφούσαν.

Ακόμη κι έτσι, δεν τολμούσε να τον πλησιάσει κανείς, η μνήμη των άθλων του παρέμενε ολόφρεσκη. Μονάχα ένας Δάρδανος, ο Εύφορβος του Πανθόου, πρωτοπαλίκαρο του Αινεία, όρμησε, διότι πρώτευε στο δόρυ και στην ιππομαχία κι εκείνος τον χτύπησε από πίσω, στη δεξιά μέση. Εκείνο το παιδί, που φτάνοντας στην Τροία εντελώς άμαθος από μάχη, είχε ρίξει είκοσι άνδρες από τα άλογα τους. Εκείνος λάβωσε τον Πάτροκλο μα δεν τον σκότωσε. Άρπαξε τη λόγχη του πίσω κι έφυγε, να χαθεί στο πλήθος, φοβόταν τα αντίποινα.

Σηκώθηκε αργά ο γιός του Μενοίτου, ήθελε να διαφύγει, να εξαφανιστεί όσο προλάβαινε, προσπαθώντας να πιάσει την πληγή και να συγκρατήσει την αιμορραγία μα αδυνατούσε, τα χέρια του έτρεμαν. Έτσι, τον εντόπισε ο Έκτωρ. Τον έφτασε με δυο δρασκελιές, σήκωσε το δόρυ του ανάλγητα και το βύθισε στους λαγόνες, το έμπηξε, μέχρι που διαπέρασε τη σάρκα και καρφώθηκε στη γη.

Η μάχη πάγωσε. Οι Αχαιοί σε κατήφεια έπεσαν, άναυδοι για το θέαμα, ενώ οι Τρώες παρακολουθούσαν τον επικεφαλής τους με δέος. Ο αδείλιαστος, ατρόμητος, λεοντόκαρδος πρίγκιπας είχε παγιδεύσει και φέρει τον θάνατο στον φονιά τόσων μαχητών, στον ψεύδο-Αχιλλέα. Ένιωθε κι ο ίδιος τον θαυμασμό, τα βλέμματα όλων πάνω του, τη στιγμή της υπέρογκης δόξας και σωτηρίας. Η μέρα δεν είχε κερδηθεί, όπως ανέμεναν, μα κι έτσι, μετρούσε μια σπουδαία νίκη, έναν φόνο ανυπέρβλητο.

«Τι πίστευες, Πάτροκλε;» Ρώτησε με πικρία, σαν να βρίσκονταν μόνοι σε μια αδειανή πεδιάδα. «Θα μας κατάστρεφες και θα υποδούλωνες τις γυναίκες μας, άνου, νήπιε!» Στη σκέψη και μόνο ότι εκείνο το ανθρωπάκι θα έκανε σκλάβα τη γυναίκα του, ένιωθε μια τάση προς εμετό. «Όσο ζω εγώ, ο πρώτος των Τρώων, δε θα συμβεί αυτό, δε θα το επιτρέψω ποτέ! Θα σε φάνε τα τρωικά όρνια, αυτά που ήθελες να ταΐσεις με εμάς, τιποτένιε!» Ανάσανε με ανακούφιση. Είχε λυτρώσει την πόλη από απειλή αδιανόητη κι αιφνίδια. Του ξέφυγε ένα γέλιο. «Δε σε ωφέλησε διόλου ο ανδρείος Αχιλλέας. Θα σου ζήτησε το κεφάλι μου, τον ματωμένο χιτώνα μου κι εσένα θα σου άρεσε τόσο, άφρονα, που πείσμωσες να το κατορθώσεις!»

Ετοιμοθάνατος, φτύνοντας αίμα, ύψωσε το κεφάλι ελάχιστα ο Πάτροκλος και του απάντησε, με το κύκνειο άσμα του να βγαίνει τραχύ, επώδυνο, προφητικό.

«Βαυκαλίσου ελεύθερα Έκτορα, όσο μπορείς, βέβαια. Τη νίκη στη χάρισαν ο Ζεύς κι ο Απόλλων. Αυτοί μου στράγγισαν τη δύναμη, την αντοχή, με έγδυσαν από τα όπλα. Είκοσι άνδρες όμοιοι σου να είχαν βρεθεί εμπρός μου, θα τους είχα σφάξει όλους. Πρώτοι με φόνευσαν οι Μοίρες και ο Φοίβος, έπειτα ο Εύφορβος κι εσύ τρίτος, να κομπάζεις για μια βολή σε άοπλο. Άκουσε με, τώρα και μη λησμονείς. Λίγες είναι οι μέρες σου. Σε παραστέκει, ιδού, το μαύρο πεπρωμένο του Θανάτου, οπότε θα πέσεις από το αδάμαστο, άτρωτο χέρι του Αχιλλέα.»

Με αυτά τα λόγια, πέθανε.

Ήρθε ο Θάνατος, άδραξε την ψυχή του και κλαίγοντας εκείνη, τεθλιμμένη που νέα χανόταν, χωρίστηκε από το σώμα, για να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. 

«Γιατί μου προμαντεύεις θάνατο από τον Αχιλλέα με τόση σιγουριά;» Απόρησε ο Έκτωρ, τραβώντας του το δόρυ, για να τον κλωτσήσει παράμερα προκλητικά. «Ποιός ξέρει· ίσως πρώτος χαθεί από εμένα ο γιός της Θέτιδας.»

Κι ενώ όλοι παρέμεναν άφωνοι, μουδιασμένοι, χωρίς να πιστεύουν ακόμη τον θάνατο του Πάτροκλου, του ανέλπιστου Ήρωα, ο Έκτορας επιτέθηκε στον Αυτομέδοντα, για να τον σκοτώσει και να πάρει τα άλογα μα εκείνα ήταν τάχιστα. Μόνα τους ίππευσαν, έφυγαν από τη μάχη, τραβώντας μαζί και τον σαστισμένο ηνίοχο.

«Επίθεση, άνδρες! Σώστε τον Πάτροκλο, μην τον χάσουμε από αυτούς!»

Η γνώριμη φωνή του Άνακτα αντήχησε παντού βροντερά, ταυτόχρονα με το κοντάρι του, που έπεσε πάνω σε εκείνο του Έκτορα και το απεμπόλησε μακριά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ένας τεράστιος αναστεναγμός ανακούφισης.

Έξι χρόνια με στοίχειωνε αυτό το κεφάλαιο, ήθελα να το γράψω και μα ησυχάσω. 🤣🤣

Πώς σας φάνηκε; Άξιζαν οι τελευταίες σκηνές, που έκατσα και τις έγραψα ανήμερα των γενεθλίων μου η μουλάρα; 🤣🤣

Τέλος πάντων, στο επόμενο κεφάλαιο θα σας γυρίσω Μυκήνες, να ζήσουμε το απόλυτο κορίτσι, την Κλυταιμνήστρα και τον απόλυτο κορίτσαρο, την Ηλέκτρα 🤣🤣🤣 Ενώ, η Ραψωδία Ρ θα σήμαινε μάλλον Ρώμη Ανδρών Σπουδαίων και ξεκινάμε με το αξιαγάπητο αγόρι που έκανε ντου τώρα.

Ποιό να είναι; 🤔🤔

Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας! Καλή επιτυχία σε όλα τα παιδιά που δίνετε Πανελλήνιες ή Εξετάσεις. Μη φοβάστε τίποτα, δεν είστε κανένας βαθμός 🤍🤍🤍

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top