XXX Η Μονομαχία της Τιμής

Η Τέκμησσα ήταν κόρη του Βασιλέως της Φρυγίας Τελεύταντος, μεγαλωμένη σε κάθε άνεση και επιείκεια. Ποτέ δεν της είχε λείψει τίποτα· ούτε χάρη ούτε εύνοια. Ήταν μοναχοκόρη, ηλικιακά ανάμεσα σε δυο αδελφούς και μια δεδομένη στοργή από όλους. Ως αδυναμία βρισκόταν στις καρδιές των γονιών, των αδελφών, των νυφών, των ανιψιών, των υπηρετών και των υπηκόων της Φρυγίας, ώστε, όταν δήλωσε πως ήθελε να μείνει εφ'όρου ζωής αγνή και να αφιερωθεί στους γονείς της, κανένας δεν είχε προβάλει αντίρρηση.

Ωστόσο, η επιδρομική εισβολή των δαιμονίων Αχαιών στη γη τους με επικεφαλής τον Αίαντα, τον γιο του ήρωα Τελαμώνα, γκρέμισε το σπίτι, την καρδιά και τον κόσμο της. Ο πατέρας κι οι αδελφοί της είχαν σφαχτεί βάρβαρα, η μητέρα της είχε πωληθεί ως σκλάβα στη Ρόδο κι η ίδια είχε οδηγηθεί μπροστά στον πρίγκιπα της Σαλαμίνας, πνιγμένη στα δάκρυα και με φωνή σβησμένη από τις διαρκείς κραυγές. Η ομορφιά της είχε υποσκελιστεί, διότι είχε χαράξει το πρόσωπο με τα νύχια θρηνώντας την οικογένειά της, καθώς και τα ρούχα της είχαν σκιστεί κι έμοιαζε πιότερο με παντοτινή σκλάβα παρά με βασιλογέννητη κόρη.

Ο Αίας δεν είχε αρθρώσει λέξη. Μονάχα την είχε περιεργαστεί με τα μάτια ψυχρά, σχεδόν αδιάφορα και τελικά είχε ψιθυρίσει κάτι στο αυτί του ενός από τους δυο στρατιώτες που την είχαν σύρει εμπρός του.

Την είχε πλύνει και λούσει μια κωφή γερόντισσα, σκλάβα -όπως της εξήγησε- από τη Λέσβο. Έπειτα, είχε ντυθεί με ρούχα πολύ πιο λιτά από όσο είχε συνηθίσει αλλά δεν αντιμίλησε, κυριευμένη από τρόμο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ύστερα, την είχαν οδηγήσει στη σκηνή του Πρίγκιπα Αίαντα, που ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από εκείνη που είχε διαμείνει ως τότε. Παρόλα αυτά, αν δεν την ενημέρωναν ότι οσονούπω ο Άρχων θα έφτανε, δε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η σκηνή ανήκε στον νέο της Κύριο. Σχεδόν είχε φτύσει στη σκέψη και μόνο του τίτλου. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ούτε περίμενε να αποκτήσει κι όμως πλέον έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα και στην πράξη.

Η σκηνή ήταν παραπάνω από λιτή· απολύτως απέριττη, σχεδόν άδεια, σαν ακατοίκητη. Ένα και μοναδικό τρίποδο τραπέζι με τρία καθίσματα από ταπεινό ξύλο ελιάς και γυμνά, χωρίς υφασμάτινα στρώματα ή δέρματα. Η οπλοθήκη -από το ίδιο ξύλο κι εξίσου άδεια- δέσποζε σε μια γωνία χωρίς ίχνος σκόνης μα με αρκετές γρατζουνιές αιχμών· εκείνη ήταν η μοναδική απόδειξη ότι η σκηνή κατοικούταν.

Ο Αίαντας εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε επιλέξει για να εισέλθει στη σκηνή κι η θωριά του της έκοψε την ανάσα. Φόβος, άγνοια για τις προθέσεις του και το φυσιολογικό άγχος της παρθένου την είχαν κυριεύσει. Αν μπορούσε να εξαλειφθεί ως σκόνη ή να λιώσει ή να πεθάνει απλώς, θα το έπραττε πρόθυμα. Η απόλυτα ουδέτερη στάση και ματιά του είχαν κοντέψει να την τρελάνουν.

Ήταν πανύψηλος, γιγαντιαίος, θεόρατος. Μύες διαγράφονταν πέτρινοι είτε γυμνοί ή κάτω από τον σκούρο χιτώνα του και οι ουλές των μαχών στόλιζαν το σώμα του σαν τρόπαια προς επίδειξη. Κι όμως, η απαθής, άχρωμη, ανέκφραστη μορφή του προσώπου του, την τρόμαζε. Θα τη συνέθλιβε σε μια στιγμή, αν την έκλεινε στα στιβαρά και ισχυρά του χέρια. Θα την ανάγκαζε να έπραττε την όποια του επιθυμία, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, αν δεν επιθυμούσε η ίδια να δοκιμάσει την ιδιοσυγκρασία του. Εκείνος ήταν ο Άρχων.

Δεν κατάφερε να χρονομετρήσει την ώρα που κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, παρατηρώντας και γνωρίζοντας τις νέες μορφές, τις παρουσίες στον ξένο και παγερό χώρο της σκηνής.

«Δεν είχα ποτέ μου δούλη στη θέση σου,» της αποκάλυψε αδιάφορα σχεδόν ο Αίας, μα ήταν σίγουρη για την ειλικρίνεια του. «Ούτε και σκόπευα ποτέ μου. Ο Αγαμέμνων επέμενε να σε κρατήσω, διότι η πόλη σου υποτάχθηκε χάριν σε εμένα. Προφανώς, θα κοιμάσαι εδώ για όσο διανείμουμε στην Τροία. Μετά την πτώση της, θα επιστρέψουμε στο νησί μου, Θεών θελόντων. Κοιμήσου.»

Στην τελευταία του λέξη, έτεινε το βαρύ χέρι του εμπρός, υποδεικνύοντας το μεγάλο κρεβάτι που κειτόταν στη γωνία, τόσο άνετο όσο επέτρεπε η λιτότητα. Η Τέκμησσα είχε ξαπλώσει διστακτικά χωρίς άχνα ή ανούσιο θόρυβο, παρατηρώντας με απορία ότι εκείνος -σαν άρτια πειθαρχημένος στρατιώτης- είχε ήδη οριζοντιωθεί στο πάτωμα, πάνω στο μοναδικό χαλί της σκηνής, με τα μάτια κλειστά.

Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, αποσύροντας την ανάμνηση που κιόλας έμοιαζε αρχαία, μολονότι μονάχα εφτά χρόνια είχαν περάσει από τότε. Ανασηκώθηκε από το αναπαυτικό της θρονί νωχελικά, τρίβοντας τα μάτια, για να συνέλθει από τον λήθαργο.

Το εργόχειρο της είχε σωριαστεί στο χώμα κι είχε σκονιστεί ελάχιστα. Καταράστηκε την ώρα που συμφώνησε να μη στρώσουν τάπητες σε ολόκληρη τη σκηνή και το σήκωσε απαλά, τινάζοντας το στην πορεία.

Το μυαλό της καθάρισε από την ονειρική ανάμνηση και κοίταξε γύρω της. Ήταν μόνη. Κοίταξε τον ήλιο έξω από τη σκηνή κι απόρησε, βλέποντας πως είχε προχωρήσει αρκετά στον ουρανό κι ο Αίας δεν είχε γυρίσει ακόμη. Φοβήθηκε. Γνώριζε πόσα σήμαινε για τον Αρχιστράτηγο εκείνη η μάχη· είχε ακούσει τον πυρωμένο του λόγο προτού σημάνουν τα κύμβαλα του πολέμου.

Συγκρατώντας την ψυχραιμία της, βάδισε εκτός της σκηνής, αδιαφορώντας για την τσαλακωμένη από τον ύπνο μορφή της, αναζητώντας κάποιο γνώριμο πρόσωπο, για να ρωτήσει για τον Αίαντα. Αντιθέτως, βρήκε τα παιδιά της, που έπαιζαν αμέριμνα λίγα μέτρα μακρυά.

«Ευρυσάκη! Φίλαιε!» Φώναξε κι οι γιοί της πλησίασαν με χαρά. Έπιασε τα χέρια τους και τα έσφιξε στοργικά. Ο Ευρυσάκης, έξι ετών, κι ο Φίλαιος σχεδόν δυο· οι γιοί του Αίαντα, γιου του Τελαμώνα. Δυο πανέμορφα αγόρια, τα ωραιότερα του κόσμου στα μάτια της, δυο αστέρια, δυο αχτίδες ελπίδας που είχαν γεννηθεί μέσα σε ένα στρατόπεδο, στη σκόνη, στην ταγκή του ανδρικού ιδρώτα και του αίματος, στην απόλυτη απελπισία του πολυετούς πολέμου.

Τα σήκωσε και τα δυο στα χέρια της και επέστρεψε στη σκηνή του Αίαντα, που πλέον θύμιζε περισσότερο οικογενειακή εστία παρά δώμα πολεμιστή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Αχιλλέας ανέγνωσε το μήνυμα της Βρυσηίδας αμέτρητες φορές, μόνο και μόνο για να αναλύσει ο νους του όλα του τα περιεχόμενα. Οι πρώτες πέντε απέβησαν ανωφελείς, μιας και το μυαλό του βρισκόταν ακόμη σε σύγχυση από τις στιγμές πάθους με τον Πάτροκλο, ο οποίος δεν είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και παρέμενε σιωπηλός, ρεμβάζοντας στο άπειρο του κενού. Τελικά, έχοντας κατανοήσει όσο περισσότερο δύναντο το γράμμα, το εναπόθεσε στη γωνία του ξύλινου τραπεζιού και απελευθέρωσε έναν αναστεναγμό, ρέοντας τα δάχτυλά του μέσα στα πυρόξανθα μαλλιά.

Όσο κι αν πάλεψε να συγκεντρωθεί, αδυνατούσε να παραγκωνίσει τόσο σύντομα τις ερωτικές πράξεις του με τον ξάδελφο και παιδικό του φίλο. Τον αγαπούσε· αναμφίβολα· από τότε που ήταν παιδιά. Ωστόσο, ποτέ του δεν είχε παραδεχτεί ότι αισθανόταν για εκείνον κάτι παραπάνω από φιλική αγάπη. Αρχικά, δε φαινόταν φυσιολογικό κι αποδεκτό, μα αναπάντεχο και καταραμένο, αφύσικο και αρρωστημένο. Ο Φοίνιξ, βεβαίως, ο πιο πολύτιμος διδάσκαλος του μετά τον Κένταυρο Χείρωνα, είχε αναφερθεί κάποτε στις φήμες περί αρσενικών εραστών του Απόλλωνα, του Ερμή ή του Διονύσου -ακόμη και του ίδιου του Μέγιστου Δία- μα δεν τις είχε πιστέψει.

Δε θα τολμούσε να κοιτάξει καν τον Πάτροκλο με πρόθεση εκτός από φιλική αλλά το παρελθόν τον είχε διαψεύσει. Εκείνος ήταν, ο ξάδελφος του, που είχε γείρει και ενώσει τα χείλη τους σε ένα φιλί ξέχειλο από έρωτα και σιγουριά, λίγες ημέρες μονάχα αφότου είχε επιστρέψει στη Φθία από τη Σκύρο κι ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για την Αυλίδα. Είχαν κι οι δυο επιλέξει να το ξεχάσουν, γεγονός που είχε φανερά πληγώσει τον Πάτροκλο και συγχύσει τον Αχιλλέα.

Συμπάθεια, έλξη, έρωτας, πόθος· όλα αυτά για έναν άνδρα, μάλιστα τον πιο κοντινό που είχε σε αδελφό. Για έναν άνδρα· αηδίαζε με τον ίδιο του τον εαυτό. Αδυνατούσε να το αποδεχτεί και το αρνούταν. Δέκα ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από εκείνη τη λαθραία στιγμή μεταξύ τους και σχεδόν την είχε ξεχάσει ο νους του. Το ακυβέρνητο και παράτολμο σώμα, όμως, θυμούταν κι είχε παρασυρθεί.

Η καρδιά του είχε διχαστεί, είχε διαμελιστεί ανάμεσα στην αίσθηση και την ορμή, στη διδαχή και το ένστικτο. Ήταν βέβαιος πως είχε ερωτευτεί τη Διηδάμεια τότε, όπως και τη Βρυσηίδα, μα τα αισθήματα του για τον Πάτροκλο διέφεραν σημαντικά· έκρυβαν μια απίστευτη δυναμική, μια ακαταμάχητη γοητεία που του κινούσε την περιέργεια, ένα σκοτεινό μυστήριο, που ακτινοβολούσε ωμότητα, πάθος και αισθησιασμό. Μα η διαίρεση κι η σύγχυση παρέμεναν.

Γύρισε προσεκτικά και διστακτικά προς το μέρος του κρεβατιού κι ανακουφίστηκε, βλέποντας τη ματιά του Πάτροκλου ακόμη χαμένη. Αναρωτήθηκε αν η πράξη τους ήταν εσφαλμένη, αν είχαν αμαρτήσει ή προσβάλει τη φύση και τους Θεούς. Φοβήθηκε· μα κοιτώντας τη γαλήνη στη στάση του σώματος του φίλου και πια εραστή του, άλλαξε γνώμη. Ίσως πράγματι αποτελούσε αμαρτία κι ύβρη, ωστόσο σίγουρα δεν επρόκειτο για λάθος. Ήταν σίγουρος πως επιθυμούσε τον άνδρα εκείνο στο κρεβάτι του κι αυτό θα ακολουθούσε. Γέλασε ειρωνικά και περιέπαιξε τον εαυτό του. Ούτως ή άλλως δε θα ζούσε για πολύ, ποιός ο λόγος να περιοριζόταν και να αρνιόταν τα πάθη του;

Ο Πάτροκλος αμέσως αντιλήφθηκε τη μεταστροφή στη διάθεση του και τον κοίταξε κατάματα, εξερχόμενος αμέσως από την ονειροπόληση του. Ένα και μόνο βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση τον απελευθέρωσε από κάθε μεταμέλεια ή ενδοιασμό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Τι είδους αίσχος εφηύρε ξανά ο αρρωστημένος σου νους, Αφροδίτη;» Γρύλισε η Ήρα, εισερχόμενη στην αρχοντική κάμαρα της Θεάς μαινόμενη σε έφοδο. Ξέχειλη από θυμό κι αγανάκτηση, αποφασισμένη να της ζητήσει η ίδια εξηγήσεις για το απεχθές της κατόρθωμα, δεν έδωσε καμία σημασία στις Ώρες και στις Χάριτες που την ικέτευαν να περιμένει, ώσπου να την καλέσουν. Τις έχει σπρώξει μανιωδώς στην άκρη, αμετακίνητη από τον στόχο της. Παρόλα αυτά, μια και μόνο ματιά στο κρεβάτι της την έκανε αμέσως να συνειδητοποιήσει γιατί την παρακαλούσαν να σταθεί.

Η οργή την είχε θολώσει τόσο που προφανώς είχε σαρώσει όλες τις αισθήσεις της, ειδάλλως θα είχε ακούσει τους ήχους της ερωτικής ένωσης του πρωτότοκου γιού της με τη Θεά που της την είχε προκαλέσει εξαρχής.

Σε μια διαφορετική περίπτωση, η θέα της ολόγυμνης Αφροδίτης και του εξίσου γυμνού Άρη ανάμεσα στα λινά σεντόνια της, θα της προκαλούσε αποστροφή, αηδία και πιθανότατα ναυτία κι εμετό. Στη συγκεκριμένη, μονάχα την ενόχλησε, διότι η λογομαχία τους επρόκειτο να είχε ζωντανό ακροατήριο.

Πλησίασε αστραπιαία το κρεβάτι κι έπιασε τον αριστερό καρπό της Αφροδίτης σαν δαγκάνα, ώστε η Θεά ούρλιαξε πιότερο από ξάφνιασμα παρά από πόνο.

«Ήρα,» αναφώνησε επιτέλους. «Ειλικρινά, λυπάμαι που-»

«Για την εξαπάτηση του γιου μου του Ηφαίστου σε έχω πολλάκις στο παρελθόν επιπλήξει και ποτέ σου δε συμμορφώθηκες. Οπότε, δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ περαιτέρω με το ζήτημα, εκτός κι αν σφάξει έναν από τους δυο ή και τους δυο σας ο γιος μου, όπου πρώτη θα τον υποστηρίξω,» προσπέρασε το προφανές η Άνασσα του Ολύμπου γογγύζοντας.

«Μητέρα,» ξεκίνησε κι ο Άρης μια ευφάνταστη απολογία που καμία όρεξη δεν είχε να ακούσει.

«Σιωπή, ανόητε!» Τον σίγησε και τον κουκούλωσε ολόκληρο με το πρώτο σεντόνι που έπιασε το ελεύθερο χέρι της.

«Τι κάνεις;» Τρόμαξε η Αφροδίτη, θωρώντας την άλικη μήνι στα πράσινα μάτια της.

«Μονάχα με εσένα θέλω να μιλήσω· δεν είμαι υποχρεωμένη να λαμβάνω συνεχώς την υπενθύμιση ότι σε βρήκα με τον άχρηστο γιο μου,» επεξήγησε τάχιστα η Ήρα και έσφιξε δυνατότερα τον καρπό της. «Τι στο όνομα του Άδη έκανες στον Αχιλλέα, προξενήτρα της κακιάς ώρας;»

«Τι εννοείς;» Καμώθηκε την αθώα η Αφροδίτη.

«Άφησε τους θεατρινισμούς για την προσποίηση της απόλαυσης που υποθετικά σου προσφέρει ο γιος μου,» άρχισε να χάνει την υπομονή της η Ήρα και δεν έλεγχε τις προσβολές που εκτοξεύονταν από τη γλώσσα της. Ήταν σίγουρη πως κάτω από το κάλυμμα ο Άρης φούντωνε με θυμό εξίσου. «Πες μου τι του έκανες και έχασε τον νου του, για να το διαλύσω. Κι αν είσαι ψωροπερήφανη, διάλυσε το μόνη σου, ειδάλλως θα σε στείλω νύφη στα Τάρταρα!»

Η Αφροδίτη δεν της απάντησε· μονάχα άφησε ένα γέλιο μέσα από την καρδιά της· υπέροχο, εύηχο, γάργαρο, χαριτωμένο μα και τόσο αυθάδες, υβριστικό για τη Θεά του Γάμου.

«Πες μου, καταραμένη, πώς γίνεται να ερωτοτροπεί με έναν άνδρα αυτός· ο πρώτος των πρώτων Αχαιών, ο λαμπρότερος πολεμιστής; Πώς τόλμησες να προξενήσεις τέτοιο αίσχος στον πιο προστατευόμενο μου Δαναό, φίδι; Δε φοβήθηκες την αντίδραση μου, τέρας, όταν του ξύπνησες πόθους για τον συστρατιώτη και συγγενή του;»

Αντί να λάβει απόκριση, όμως, από εκείνη, έλαβε από τον Άρη. Χωρίς να τολμά -φυσικά- ο Θεός να ξεπροβάλει από το κάλυμμα του, χασκογέλασε σαν χάνος.

«Ο Αχιλλέας με τον Πάτροκλο;» Αναφώνησε, φανερά διασκεδάζοντας. «Θαυμάσια ιδέα, Αφροδίτη! Συγχαρητήρια!» 

«Πραγματικά· ήταν εξαιρετική ιδέα και θεώρησα κρίμα να μην την εφαρμόσω,» αποκρίθηκε τελικά η Θεά του Έρωτα κι η Ήρα εξοργίστηκε, νιώθοντας όλο το κεφάλι της να καίει.

«Αχρεία, ποταπή, αδιάντροπη πόρνη, που τολμάς να μου υποκρίνεσαι την έξυπνη και την πονηρή!» Γρύλισε σφίγγοντας τα δόντια της. «Λύσε τώρα την ερωτική γοητεία και ίσως γλιτώσεις τις συνέπειες της αγανάκτησης μου. Αν με παρακούσεις, δε θα σε αποκαλέσει κανένας ποτέ όμορφη, αφότου τελειώσω μαζί σου.»

Η Αφροδίτη παρατήρησε για μια στιγμή το πρόσωπο της Θεάς, με μια ουδέτερη έκφραση. Αδιαμφισβήτητα, εννοούσε κάθε της λέξη. Ωστόσο, η πίεση κι ο εκβιασμός της μέσα στο ίδιο της το παλάτι, ενώ εκείνη ψυχαγωγούσε τον λανθασμένο γιο της φαινόταν πιο πολύ αστείο παρά απειλητικό και μια ρηξικέλευθη διάθεση την πλημμύρισε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν· η εξοργισμένη πράσινη κι η επαναστατική γαλάζια, με τη δεύτερη αποφασισμένη να επικρατήσει.

«Όχι, Ήρα,» είπε. «Δε θα σου εκπληρωθεί η χάρη.»

«Μην υποκρίνεσαι τη γενναία για τον θρασύδειλο που έχεις δίπλα σου,» την προειδοποίησε η Ήρα και τη χτύπησε στο πρόσωπο με την ανάποδη της παλάμης της, σημαδεύοντας το αλαβάστρινο δέρμα με τα τρία δαχτυλίδια της. Παραδόξως, η Αφροδίτη δε φάνηκε να νοιάζεται.

«Ακόμα και να μου χαράξεις όλο το σώμα, να μου ξεριζώσεις τα μαλλιά, να με φυλακίσεις, δεν πρόκειται να πάψω τον έρωτα του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο. Όλοι το ξέρουμε· λίγη ζωή του απομένει. Θα τη ζήσει, λοιπόν, διχασμένος, απορημένος και ντροπιασμένος.»

«Θα πληρώσεις για αυτό, παλιογυναίκα, που ανάθεμα στην ώρα που σε έδινα νύφη στον Ήφαιστο μου!» Σήκωσε ξανά το χέρι να τη χτυπήσει η Θεά των Γυναικών. Αν δεν κατάφερνε τίποτα, τουλάχιστον ας ξεσπούσε στην υπαίτιο του θυμού της.

«Κάνε το,» την προκάλεσε με μια παράξενη λάμψη στα μάτια εκείνη. «Χτύπησε με όσο ποθείς και ξέσπασε· μονάχα μάθε πως αν το πράξεις, θα διατάξω τον γιο μου κι εγγονό σου τον Έρωτα μαζί και τον Πόθο να πάψουν να τριγυρίζουν τον άνδρα σου. Όποτε σε πλησιάζει, δε θα σμίγει μαζί σου κι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ, όχι όσο ζω. Το ορκίζομαι στη Στύγα, θα το πράξω! Όσα λουσίματα με βάλσαμα στη Λέρνη κι αν κάνεις για να ξαναγίνεις αγνή, θα είναι μάταια. Μονάχα σε ξένες αγκαλιές θα βρίσκει το πάθος ο άνδρας σου εφεξής!»

Η Ήρα ακινητοποιήθηκε στιγμιαία μα τελικά απέσυρε τη γροθιά πίσω στα πλευρά της, όπως και τη λαβή στο αριστερό χέρι της Αφροδίτης. Κι οι δυο γνώριζαν πως δε θα μπορούσε να ζήσει με την οδύνη της διαρκούς απιστίας του Δία, όχι σε εκείνη που ήταν η Θεά του Γάμου. Αυτή την ειρωνεία δε θα την άντεχε και θα έχανε τα λογικά της. Ηττημένη και χίλιες φορές πιο οργισμένη, διότι ηττήθηκε από την τελευταία των ιδιωτών Θεών, έφυγε από το δωμάτιο, αφού πρώτα έβγαλε τον μεγάλο γιο της από τη λινή του κουκούλα και τον χτύπησε δυνατά με τη γροθιά της στο στήθος.

«Μη θαρρείτε πως αυτό δε θα φτάσει στα ανύποπτα αυτιά του γιού μου!» Ήταν η ύστατη της κουβέντα, κλείνοντας την ολόχρυση θύρα στον διάβα της με μια εσκεμμένη βοή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Έκτορας, μαζί με τον Πάρη για δεύτερη φορά μέσα σε μια ημέρα, διάβηκαν τις Σκαιές Πύλες και επανήλθαν στο Πεδίο της Μάχης. Μόλις οι Τρώες αντίκρισαν ξανά τον διάδοχο του θρόνου τους να τριγυρνά ξανά ανάμεσα τους, να ενθαρρύνει με τα λόγια και με το σώμα να εμπνέει ως γενναίος και γεμάτος αυτοθυσία νέος, αναπτερώθηκαν κι εκείνοι και συνέχισαν. Ο Πάρης, περήφανα δίπλα του διαρκώς, όρθωσε το τόξο του και σημάδευε με χρόνων μαεστρία. Πρώτο του θύμα έπεσε ο Μενέσθιος, ο ροπαλοφόρος Βοιωτός ήρωας της Άρνης, καθώη η Άρτεμις εκεί σιμά το βέλος του οδηγούσε. Την ώρα που ο Έκτορας διαπερνούσε με το δόρυ του τον λαιμό του Ηονέα, τους βρήκε ο Γλαύκος, ρίπτοντας το δικό του δόρυ, για να σκοτώσει ευθύς τον Ιφίνοο, που ανέβαινε στο άρμα του κι ήταν εκτεθειμένος.

Παρακολουθώντας τον ξαφνικό και μαζικό χαμό των Δαναών από το θανάσιμο αυτό τρίδυμο, η Αθηνά ταράχτηκε κι αμέσως άφησε τον Όλυμπο, επιστρέφοντας στη μάχη για να τη λήξει, την ίδια ακριβώς στιγμή που γυρνούσε από την Πέργαμο ο Απόλλων.

«Γιατί είσαι εδώ ξανά, Αθηνά, ορμώμενη από μεγαλοψυχία;» Τη ρώτησε με γλώσσα φαρμακερή εκείνος, καθώς πλησίασαν αντικριστά. «Θέλεις να δώσεις τη νίκη στους Αχαιούς, μια που διόλου δε σε νοιάζει η σφαγή των Τρώων. Θα σου προτείνω μια λύση συμφέρουσα και για τους δυο. Ας παύσουμε σήμερα τον φονικό αγώνα. Από αύριο, θα πολεμούν ξανά και δε θα σταματήσουν μέχρι να αλωθεί η Τροία· αυτό θα γίνει· διότι εσύ κι η Ήρα το ποθείτε και την κοινή σας θέληση δε νίκησε κανείς.»

«Όπως προτείνεις θα γίνει, Μακροβόλε,» συμφώνησε νεύοντας η Γλαυκώπις. «Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Η μάχη πρέπει να σταματήσει. Μα πώς θα το καταφέρουμε χωρίς άμεση παρέμβαση που θα εξοργίσει τον πατέρα μας;»

«Αν ωθήσουμε τη φλογερή καρδιά του Έκτορα να προκαλέσει έναν από εκείνους σε μονομαχία,» δε δίστασε να απαντήσει ο Φοίβος. «Οπωσδήποτε θα φιλοτιμηθεί ένας από τους Άνακτες ή πολέμαρχους να τον αντιμετωπίσει.»

«Σωστά,» ψέλλισε καταφατικά η Αθηνά και το βλέμμα της σκοτείνιασε, σκεπτόμενη την αλλόκοτη κουβέντα με τον Άρη. Ο Αίας. Την κατέβαλε η ανησυχία.

Ο Μέγας Μάντης έστειλε μια μέλισσα, να ψιθυρίσει στο αυτί του Πριαμίδη Ελένου τη βουλή τους, που αμφότεροι συμπαθούσαν. Εκείνος, πιστός κι ευσεβής όσο κανείς, αποτράβηξε τον μεγάλο αδελφό του στην οπισθοφυλακή.

«Αδελφέ μου Έκτορα, που μονάχα με του Δία συγκρίνεται η φρόνηση σου, θα δεχτείς άραγε τον λόγο μου; Είμαι αδελφός σου κι ευνοούμενος στον νου από τους Θεούς. Μονάχα εσύ μπορείς πια να πάψεις την αιματοχυσία αυτή, να ηρεμήσουν οι εχθρικές πλευρές για σήμερα επιτέλους. Προκάλεσε τον πιο γενναίο κι ανδρείο των Αχαιών να αγωνιστεί μόνος με εσένα. Και μη φοβάσαι, αδελφέ, δεν ήρθε η ώρα να φύγεις. Στον νου μου το φανέρωσε μια αθάνατου φωνή.»

Αγαλλίασε ο Έκτορας και με μια αναζωογονημένη δύναμη, με βήμα ανάλαφρο, σχεδόν ξέγνοιαστο, όρμησε στο σημείο που μαινόταν η μάχη και ούρλιαξε στους δικούς του να σταματήσουν να πολεμούν, προτάσσοντας το δόρυ του. Αμέσως έπαψαν όλοι, τα πλήθη στάθηκαν στη γη κι οι Αχαιοί μιμήθηκαν, με εντολή του Ατρείδη Αγαμέμνονα. Στην παύση αυτή, οι αθάνατοι· Άρτεμις, Αθηνά κι Απόλλων, έγειραν στον δρυ του αιγοδοφόρου Δία με τη μορφή γυπαετών, καμάρωναν τους άνδρες. Στριμωγμένοι όπως κάθονταν δε φαίνονταν τα στίφη, μονάχα ασπίδες, δόρατα και περικεφαλαίες. Σαν μια θάλασσα μετάλλων, όπου ενίοτε ξεχώριζαν τα χρώματα λοφίων.

«Ακούστε με, Τρώες κι Αχαιοί, λαμπροκνημιδοφόροι!» Ξεκίνησε ο Έκτωρ, καθήμενος στο κέντρο κι οι κήρυκες μετέφεραν τους λόγους του παντού. «Τα λόγια μου αυτά φτερουγίζουν κατευθείαν από την ψυχή μου και τα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, με την τιμή και την ειλικρίνεια που ανέκαθεν πρεσβεύω υπερήφανα. Τους όρκους μας δε στέριωσε ο υψίθρονος ο Δίας αλλά ετοιμάζει συμφορές σε αμφότερους ώσπου εσείς αλώσετε την Τροία ή εμείς σας εκδιώξουμε νικηφόρα στη θάλασσα. Δαναοί, έχετε άνδρες τρανούς ανάμεσα σας. Όποιος από εσάς επιθυμεί με εμένα να παλέψει, ας έλθει εδώ για να σταθεί στον Έκτορα τον θείο. Προτείνω το εξής· μάρτυς μου ο Δίας· αν με σκοτώσει εκείνος, ας πάρει τα όπλα μου λάφυρα μα ας δώσει το κορμί μου στην πόλη και στα γονικά, για να κηδευτεί και τιμηθεί από την πυρά και τα δάκρυα των δικών μου. Κι αν με αξιώσει ο Απόλλωνας κι η λόγχη μου τον ρίξει, θα πάρω τα όπλα του αναθήματα στον ναό του μα το σώμα του θα δωθεί στους συμπολεμιστές του, ώστε να ταφεί με κάθε τιμή και δόξα ευπρεπή. Κι όποιος περνά από το μνήμα του, γύρω από τον Ελλήσποντο θα λέει· Ανδρός που πέθανε το πάλαι ιδού ο τάφος, αυτόν που ο μέγας Έκτωρ φόνευσε κι ήταν ανδρειωμένος. Αυτά θα λέγονται κι η δόξα η δική μου κι η δική του θα μείνει άσβεστη αιώνια.»

Άφωνοι έμειναν όλοι, ακούγοντας τον. Να αρνηθούν την πρόκληση ντρέπονταν μα να δεχτούν ετρέμαν. Τελικά, σηκώθηκε ο Μενέλαος, μολονότι πληγωμένος είχε φύγει από τη σκηνή του Μαχάονα και πολεμούσε ήδη για ώρα αρκετή κι η παύση τον είχε βρει μαχόμενο. Στάθηκε όρθιος ο Άναξ της Σπάρτης με πόνο στην καρδιά και τους ύβρισε.

«Αλίμονο, φοβερολόγοι όλοι!» Φώναξε με πυρωμένους πνεύμονες. «Όχι Αχαιοί, μα Αχαιίδες, παιδιά θρασύδειλα, έτσι θα μας φωνάζουν, έτσι θα μας περιγελούν οι εχθροί! Τι αισχύνη μέγιστη θα είναι για τους Δανούς, αν κανείς δε βγει να αντιμετωπίσει τον Έκτορα. Γίνατε χώμα και νερό, το θάρρος σας εχάθη σαν αέρας, καθώς σας βλέπω να στέκεστε άδοξα, με μάτια χαμηλωμένα και τιμή ολότελα χαμένη. Ας είναι· θα ζωστώ εγώ τα όπλα μου και θα του αντιταχθώ. Στα χέρια των Ολύμπιων ας βρεθούν οι κορυφές της νίκης.»

Ήταν τόση η έκπληξη των Αχαιών στην ωμή ανδρεία του, που τον άφησαν να φορέσει τη ζώνη με το ξίφος και το δόρυ, να σηκώσει την ασπίδα παρόλη τη δυσφορία και την υπερβολική προσπάθεια που απαιτούσε, εξαιτίας της πληγής στη μέση του από το βέλος του Πάνδαρου. Μονάχα όταν έκανε το πρώτο βήμα προς τον Έκτορα αφυπνίστηκαν όλοι κι έπεσαν όσοι βρίσκονταν πλησιέστερα -οι δυο Αίαντες κι ο Ιδομενέας- και τον συγκράτησαν με όλη τους τη δύναμη· η θέληση των τριών φαινόταν ως μυρμήγκι σε λέοντα εμπρός στη δική του.

«Έχασες τον νου σου, μικρέ!» Τον επέπληξε ο Αγαμέμνων πλησιάζοντας, μολονότι ενδόμυχα χαιρόταν και καμάρωνε την τόλμη του αδελφού του. «Μα δες τι σε συμφέρει. Υπόμεινε λίγο ακόμα τους πόνους της καρδιάς σου και σκέψου σώφρονα. Μην κινδυνεύσεις να αγωνιστείς με άνδρα καλύτερο σου, όχι με τον πρωτότοκο του Πριάμου που όλοι τον φοβούνται. Όπως όλοι γνωρίζουμε, κι αυτός ο Αχιλλέας, που ανώτερος σου στη ρώμη είναι αναντίρρητα, τον Έκτορα τον τρέμει και στη μάχη ανέκαθεν απέφευγε. Πήγαινε, σε παρακαλώ, και κάθισε μαζί με τους δικούς μας· σίγουρα κάποιον άλλον θα ορίσουν οι Αργείοι. Όσο κι αν είναι ατρόμητος κι αχόρταγος πολέμου ο Τρώας, σήμερα ίσως και να λυτρωθεί από τον κίνδυνό του.»

Ο Μενέλαος τον κοίταξε για λίγο κατάματα, τα όμοια τους σμαραγδένια μάτια συναντήθηκαν· εκείνου γεμάτα αυτοπεποίθηση και του μεγάλου φόβο· δε θα το παραδεχόταν ποτέ εμπρός σε τόσους φίλους κι εχθρούς, μα καρδιοχτυπούσε για τον αδελφό του και δε θα του επέτρεπε ποτέ να πέσει σε μια μάχη άνιση, μάλιστα πληγωμένος ήδη. Σκέφτηκε την κόρη του για πολλοστή φορά μέσα σε ελάχιστες ημέρες· η Ερμιόνη είχε ορφανέψει από μάνα, είχε δει τη γιαγιά της να αυτοκτονεί και τους θείους της να σφάζονται. Δε θα άντεχε να έχανε και τον πατέρα της σε μακρινή γη, χωρίς να τον κηδέψει στο σπίτι το ιερό. Έκλεισε τα μάτια, εξέπνευσε βαριά και οπισθοχώρησε. Ανακουφισμένοι οι κρατούντες του απομάκρυναν τα όπλα και τον βοήθησαν να καθίσει σε ένα σκαμνί που έφεραν από τη σκηνή του.

Ο Αγαμέμνων ένευσε συνθηματικά στον Νέστορα κι ευθύς εκείνος στάθηκε στη μέση των δικών τους, για να ανάψει για ύστατη φορά εκείνη την ημέρα τις φωτιές των γενναίων ψυχών τους. Όσο περίμεναν το έναυσμα από τους κήρυκες, ο Αρχιστράτηγος σκέφτηκε αν ο ίδιος θα πολεμούσε τον Έκτορα. Δεν είχε καμία ελπίδα νίκης· ο πρίγκιπας της Τροίας ήταν νεότερος, ταχύτερος και πιο ευέλικτος από εκείνον, ανώτερος στο ακόντιο και πιο γεροδεμένος. Μα το σημαντικότερο· στο φρόνημα νικούσε. Σαν πάλευε είχε στο μυαλό μονάχα την πατρίδα, την οικογένεια, τους γονείς, τις αδελφές, τους φίλους μα κι όλους τους υπηκόους που μοναχά σε εκείνον είχαν εναποθέσει την ελπίδα της νίκης και της σωτηρίας τους. Αναγνώριζε τον ευγενή του σκοπό, διότι κάποτε τον είχε ενστερνιστεί κι εκείνος. Κατανοούσε πως ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή για την ασφάλεια των αγαπημένων του. Εκείνη η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση, η φιλαλληλία ήταν που διατηρούσαν τόσα χρόνια την πύρινη λαίλαπα στα μάτια του και τον ίδιο στη ζωή, ενώ πάντοτε πολεμούσε στην πρώτη γραμμή και δεν έλειπε από καμία μάχη. Ο Αγαμέμνων αναστέναξε με πικρία· αν μονομαχούσε με τον Έκτορα, τουλάχιστον θα πέθαινε ηρωικά. Μα κι εκείνη η απόφαση του θανάτου απαιτούσε θάρρος, το οποίο εκείνη τη στιγμή αδυνατούσε να συσσωρεύσει.

«Σήμερα πένθος απέραντο στους Αχαιούς απλώθηκε,» ξεκίνησε ο Νέστορας κι οι σκέψεις του σίγησαν. «Πόσο θα βογγούσε οδυνηρά ο ιππόμαχος Πηλέας, ο βουληφόρος ρήτωρ, άλλοτε αρχηγός των Μυρμιδόνων, αν έβλεπε αυτό που θωρώ εγώ, που κάποτε στο σπίτι του με ρωτούσε για τους προγόνους και το γένος των Αργείων. Θεοί, αν μάθαινε πως τώρα όλοι οι γόνοι τους τον Έκτορα φοβούνται, θα προσευχόταν σε εσάς, στον Άδη να κατέβει! Μακάρι Δία, Άρη κι Αθηνά, να ήμουν ακόμη νέος, όπως όταν πολεμούσα τους Αρκάδες κάτω από τα τείχη της Φειάς. Αμούστακο αγόρι, ο νεότερος όλων των συμπολεμιστών μου ήμουν τότε, που ο ευνοούμενος του Άρη ο Ερευθαλίων είχε προκαλέσει σε μονομαχία έναν από εμάς τους Πύλιους. Τότε, είχα δεχτεί υπερήφανα κι η Αθηνά μου αξίωσε τη νίκη. Μακάρι, ξαναλέω, να ήμουν ξανά όπως τότε, να είχε το σώμα μου την ανδρεία της ψυχής μου. Θα έβρισκε τον αντίμαχο ο λογοσείστης Έκτωρ. Μα τώρα, εσείς, οι Πολέμαρχοι των Δαναών, τα πρώτα παλικάρια, με νιάτα, ορμή και ρώμη κορυφωμένα, αρνείστε να του αντισταθείτε! Όνειδος, ντροπή σας, γόνοι Αργοναυτών, παίδες ζωντανών θρύλων!»

Την ίδια ακριβώς στιγμή που αποσύρθηκε από το κέντρο, ακούστηκαν εννέα ταυτόχρονα βαριά βήματα στο χώμα κι αμέσως μετά άλλα εννιά και με δέος αντίκρισαν Αχαιοί και Τρώες εννέα από τους πρώτους ολόρθους, με ματιές πυρωμένες, έτοιμες να απαντήσουν στην πρόκληση. Παραδόξως, πρώτος ήταν ο Αγαμέμνων, που ευθύς θέλησε να αποδείξει ότι δε δείλιαζε. Ας πέθαινε έτσι παρά να τον ονείδιζαν κατάμουτρα. Δεύτερος, ο αναμφίβολος ήρωας της ημέρας, ο Διομήδης και δίπλα του οι δυο Αίαντες, με αδάμαστη ανδραγαθία ζωσμένοι, οι ισόπαλοι στη δύναμη με τον Άρη Κρήτες Αρχηγοί, ο Ιδομενέας κι ο Μυριόνης, ο Ευρύπυλος από το Ορμένιο κι ο Θόας του Ανδραίμονα, μαζί κι ο Οδυσσέας, κραδαίνοντας το ακόντιο σθεναρά.

«Εγώ θα πολεμήσω!» Κραυγάσαν οι εννιά ταυτόχρονα κι η φωνή τους έσπειρε τρόμο στους Τρώες κι ανατρίχιασε άθελα του ο Έκτωρ. Η μονομαχία που ακολουθούσε, θα περνούσε αναμφίβολα στη σφαίρα του μύθου.

«Ας ρίξουμε, λοιπόν, λαχνούς, να δούμε ποιός θα λάχει,» διέταξε ο Νέστορας, χωρίς να κρύβει τη χαρά του με την πολυπληθή ανταπόκριση. «Θα είναι αφορμή χαράς για όλους, αν καταφέρουμε και λήξουμε τη μάχη τη σημερινή.»

Όλοι τους έγραψαν τα ονόματα τους και τα τοποθέτησαν στην περικεφαλαία του Αγαμέμνονα. Κι ενώ ανακατεύονταν σχεδόν σε λιτανεία, οι στρατιώτες έψελναν σιγανά ως δέηση στους Θεούς να τύχει ο Μεγάλος Αίας ή ο Αρχιστράτηγος ή ο μέγιστος Τυδείδης.

Τη στιγμή που τράβηξε το χέρι του Νέστορα, ο Άρης δίπλα του αόρατος, του έδωσε το όνομα που εκείνος είχε επιλέξει. Η Αθηνά, παρατηρώντας τον, κράτησε την ανάσα. Η αγωνία της μόλις ξεκινούσε.

Ο Νέστωρ παρέδωσε τον λαχνό στους εννέα υποψήφιους κι αμέσως ο Αίας τον αναγνώρισε.

«Το δικό μου όνομα κληρώθηκε, αγαπητοί συστρατιώτες! Και χαίρομαι ολόψυχα, γιατί τον θείο Έκτορα θαρρώ πως θα νικήσω!» Βροντοφώναξε ενθουσιασμένος ο γιγαντιαίος άνδρας. «Προσευχηθείτε για εμένα στον Δία -σιωπηλά ή φανερά, μη φοβηθείτε- διότι κανείς με δύναμη δε θα δαμάσει εμένα! Ούτε και με τέχνασμα πονηρό, μιας κι είμαι γέννημα θρέμμα της Σαλαμίνας και σίγουρα όχι αμαθής στη φαύλη πανουργία.»

Ο ίδιος ο Οδυσσέας μαζί με τον Τεύκρο, τον σεβαστό ετεροθαλή αδελφό του, δεήθηκαν για χάρη του πρώτοι.

«Πατέρα όλων Δία, δοξάστε, παντοδύναμε και παντεπόπτη, νεφεληγερέτη, βροντερέ, που βλέπεις από την Ίδη, ύψιστε, δώσε στον Αίαντα το καύχημα της νίκης. Κι αν ομοίως αγαπάς τον Έκτορα, ας έχουν κι οι δυο δύναμη ίση κι όμοια.»

Καθώς ο Μέγας Αίας συγκέντρωνε τα όπλα του με ευλάβεια, σαν τελετουργία ιερή, ο Οδυσσέας για λίγο χάθηκε, τρέχοντας δριμύς προς τη σκηνή του. Όπως αναμενόταν, βρήκε την Τέκμησσα, που σηκώθηκε να τον χαιρετήσει μαζί με τους γιούς της, στων οποίων αμφότερων τις γέννες ήταν παρών.

«Γιατί είσαι εδώ, Οδυσσέα;» Απόρησε. «Έληξε η μάχη; Πού είναι ο Αίας; Γιατί δεν ήρθε εκείνος; Μήπως μου φέρνεις νέα τραγικά;»

Ο κυκεώνας των ερωτήσεων θα τρόμαζε έναν συμβατικό νου μα όχι του Οδυσσέα, ο οποίος άγγιξε τον ώμο της απαλά, προσέχοντας να μη λερώσει τον χιτώνα της με το χώμα και το ξερό αίμα που τον περιέλουζαν. Ούτε εκείνη είχε φοβηθεί στη θέα του ούτε τα παιδιά, που αμέτρητες φορές είχαν αντικρίσει τον πατέρα τους σε παρόμοια αν όχι χειρότερη κατάσταση. Άθελα του ένιωσε οίκτο και πόνο για εκείνα, τα γεννημένα στη βαρβαρότητα και βία του πολέμου.

«Η μάχη δε φαινόταν να γέρνει νικηφόρα προς κανέναν,» της εξήγησε ήρεμα, με το πιο ειλικρινές του βλέμμα. «Ο Έκτωρ προκάλεσε έναν από εμάς σε μονομαχία. Από τους υποψήφιους που δεχτήκαμε κληρώθηκε ο Αίας. Σε λίγο θα μονομαχήσουν. Πίστευα πως έπρεπε να το γνωρίζεις.»

«Πού θα γίνει; Πήγαινε με εκεί. Θέλω να τη δω,» ζήτησε η Τέκμησσα, πολύ πιο προστακτικά από όσο άρμοζε, λησμονώντας για λίγο ότι δεν ήταν πιο βασιλοπούλα.

Ο Οδυσσέας δε φάνηκε να πειράζεται κι ένευσε καταφατικά. Αμέσως, η ίδια παρέδωσε τα παιδιά της σε μια σκλάβα του Τεύκρου που άκουγε στο όνομα Ευρυάλεια, ώστε να παραμείνουν ασφαλή και να μην την ακολουθήσουν και μαζί με τον Άνακτα της Ιθάκης, βρέθηκε στο πεδίο της μάχης, την ώρα που ο Αίας, των Αχαιών ο πύργος, με ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη, έριχνε το βαρύ του δόρυ στον Έκτορα, απρόσμενα κι αιφνιδιαστικά.

Ο Άρης πλέον βρισκόταν ανάμεσα στους Τρώες και παρακολουθούσε με τέρψη, αόρατος και γίγαντας, ωσάν βουνό υψηλός, θεόρατος. Απολάμβανε ιδιαιτέρως να παρατηρεί μια μάχη ή μονομαχία σε αυτή του την τερατώδη μορφή. Στα δεξιά του στεκόταν η Έρις και στα αριστερά η Ενυώ.

Αγαλλιάσαν οι Δαναοί στον αιφνιδιασμό του Αίαντα κι οι Τρώες πάγωσαν από τρόμο, ακόμη και του Έκτορα σπαρτάρησε η καρδιά. Δεν μπορούσε πια να διαφύγει, να κρυφτεί στα πλήθη να σωθεί, επειδή εκείνος είχε εξαρχής προκαλέσει και θρασύδειλος σαν τον μικρότερο αδελφό του δεν ήταν.

Το δόρυ καρφώθηκε μερικά μέτρα εμπρός του μα δεν τόλμησε να το ακουμπήσει καν, θωρώντας τον γιο του Τελαμώνα που πλησίαζε, προτάσσοντας την τεράστια ασπίδα του που τον κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο. Ένα σιδηρουργικό αριστούργημα ήταν εκείνη και όπλο πολύτιμο· σιδερένια, βαριά, με εφτά στρώματα δέρμα ταύρων επενδυμένη, έργο του Τυχίου, έξοχου σκυτοτόμου από την Ύλη.

«Τώρα θα μάθεις, Έκτορα, μόνος με εμένα απέναντι, αν βρίσκονται κι άλλοι ανδρειωμένοι και ρωμαλέοι στους Αργείους, πλην του ανδροφόνου λεοντόκαρδου Πηλείδη, που τόσο όλοι σας τρέμετε. Μόνο που αυτός απέχει από τη μάχη και διαμένει επίμονα μες στον καταυλισμό του, αφού χολώθηκε από τον Αρχιστράτηγο μας. Σε βεβαιώνω, εμείς είμαστε αρκετοί για να σε συντρίψουμε και πολυπληθείς. Ξεκίνησε εσύ τη μάχη, λοιπόν, κι είθε οι Θεοί να μας φροντίσουν.»

«Αίαντα διογέννητε, πολέμαρχε της Σαλαμίνας, γιατί τάχα με δοκιμάζεις σαν αδύναμο παιδί ή γυναίκα άμαθη στην τέχνη του πολέμου;» Αναρωτήθηκε ο Έκτωρ, αναζητώντας μέσα από τις σχισμές της περικεφαλαίας του έστω ένα αδύναμο σημείο στη φοβερή πανοπλία του. «Γνωρίζω άριστα από μάχες κι ανδροφονίες ή πώς να χειρίζομαι ασπίδα ακούραστα στον κόπο του πολέμου. Ξέρω πώς να οδηγήσω άρμα με ίππους μα και τον πεζό χορό του πολεμοκάπηλου Άρη. Έναν άνδρα γενναίο σαν εσένα δε θέλω να χτυπήσω κρυφά μα φανερά, αν σε πετύχει το ακόντιο μου.»

Εκτόξευε το μακρόσκιο κοντάρι του μεμιάς κι ο Αίας ύψωσε την ασπίδα, όπου εκείνο τελικά καρφώθηκε, διαπερνώντας τα έξι δέρματα για να σταματήσει στο έβδομο. Με μηδενική προσπάθεια, το ξεκάρφωσε και το πέταξε μακριά σαν χλωρό, απελέκητο κούτσουρο. Χωρίς χάσιμο χρόνου, έριξε κι εκείνος το δικό του ακόντιο. Μονάχα που αυτό βρήκε στόχο άξιο, διαπερνώντας με ευκολία την ασπίδα και τον θώρακα του διαδόχου της Τροίας κι αν δεν παραμέριζε την τελευταία στιγμή, θα του τρύπωνε στο πλευρό μα μονάχα διαπέρασε, σκίζοντας τον χιτώνα.

Αμέσως μετά, τράβηξαν από τις ασπίδες που είχαν κρυμμένες τις λόγχες τους. Η απόσταση τους εκμηδενίστηκε σε μια στιγμή κι όρμησαν ο ένας στον άλλον σαν λέοντες ωμοφάγοι ή αγριόχοιροι φοβεροί, αήττητοι. Τα μάτια και των δυο έκαιγαν από αποφασιστικότητα, θάρρος κι αιμοβορία.

Πρώτος ο Έκτορας θέλησε να χτυπήσει την ασπίδα του Αίαντα, ωστόσο κατάφερε μονάχα να κυρτώσει την αιχμή της λόγχης του. Ο γιος του Τελαμώνα αναθάρρησε και λυσσασμένος του επιτέθηκε, κατορθώνοντας να τρυπήσει ξανά την ασπίδα του και να του γρατζουνίσει τον τρυφερό δέρμα του λαιμού, ώστε έτρεχε αίμα κι οι Τρώες που το θωρούσαν άσθμαιναν έντρομοι. Το πρώτο αίμα ανήκε στους Δαναούς.

Ο Έκτορας, πάλι, έμοιαζε ανένδοτος, με καμία πρόθεση να εγκαταλείψει τη μάχη ή να γονατίσει νικημένα. Πέταξε τη λόγχη του και κρατώντας στιβαρά την ασπίδα σταθερή, με το ελεύθερο χέρι του έπιασε από τη γη μια μέτρα δυο φορές σαν την παλάμη του μεγάλη και κατάμαυρη. Την έριξε καταμεσής στον ομφαλό της τρανής ασπίδας του Αίαντα και ξανά δεν την έβλαψε παρά μονάχα δημιούργησε ένα ελαφρύ βαθούλωμα που θα έφερε υπερήφανα εφεξής. Ο Αίας δε, έβαλε την άθικτη λόγχη του στη θέση της και σήκωσε με το ένα χέρι έναν βράχο τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερο της πέτρας που είχε δεχτεί και τον εκσφενδόνισε αστραπιαία, εκπλήσσοντας όλους όσους παρακολουθούσαν, ακόμη και τους αθάνατους.

«Θα τον λιώσει,» ψέλλισε φοβισμένα ο Απόλλων κι έτρεξε στο πεδίο. Η Αθηνά δεν τον εμπόδισε, διότι ίσως κι εκείνη χρειαζόταν να σπεύσει αργότερα.

Καταπλάκωσε την ασπίδα του Τρώα ο βράχος και τη θρυμμάτισε, ενώ ο ίδιος κινδύνευε να συνθλιβεί, τρεκλίζοντας ριγμένος ανάσκελα. Ο Φοίβος τον σήκωσε όρθιο με τα μπράτσα του, ειδάλλως δε θα το έπραττε κανείς και θα λιποθυμούσε.

Πλησιάστηκαν ξανά, έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια, να πολεμήσουν με γροθιές, με νύχια και με δόντια. Ήδη απελευθέρωναν τα ξίφη από της ζώνες. Το αίμα της Τέκμησσας είχε παγώσει στις φλέβες της και στεκόταν ανάμεσα στους άνδρες Άνακτες ωσάν άγαλμα, στωική, επιδεικνύοντας σθένος, ενώ η ψυχή της σκιζόταν και καρδιοχτυπούσε για τον πατέρα των παιδιών της. Προς στιγμήν, σκέφτηκε να αναζητήσει υποστήριξη στον ώμο κάποιου από τους τόσους που την περιστοιχίζαν μα απέρριψε την ιδέα, προτάσσοντας την υπερηφάνειά της και την υπόληψη του Αίαντα, αν ζούσε για να γυρίσει κοντά της. Έτρεμε και τα γόνατα της κόπηκαν. Λύγισε και γονάτισε στο χώμα, ακούγοντας απόμακρες τις οικείες φωνές του Οδυσσέα, του μικρού Αίαντα και του Τεύκρου που έσπευσαν να τη συντρέξουν. Τα μάτια και τα αυτιά της ανήκαν μόνο σε εκείνον και στην κάθιδρη, λασπωμένη από αίμα μορφή του. Τότε μονάχα συνειδητοποίησε ότι η νύχτα είχε αρχίσει να απλώνεται στον κάμπο. Ο ήλιος είχε δύσει, η Σελήνη ανέτειλε, ο ουρανός είχε βαφτεί πορφυρός κι ιώδης, αλλά η μονομαχία φάνταζε ατελής, ατέρμονη, αέναη κι η καρδιά της σκίρτησε οδυνηρά.

«Παύσατε!» Ακούστηκαν τότε δίδυμες φωνές κηρύκων του Διός, που κρατούσαν σκήπτρα ενδεικτικά του κύρους των. Η Τέκμησσα αμέσως αναγνώρισε τον έναν ως τον Ταλθύβιο, δεξί χέρι του Αγαμέμνονα, κι άκουσε τον Τεύκρο να ονομάζει τον άλλον Ιδαίο, προφανώς αντιπρόσωπο των αντιπάλων. Ο τελευταίος ήταν που μίλησε πρώτος.

«Σταματήστε πια τη διαμάχη, παιδιά μου, γιατί είναι προφανές πως και τους δυο εξίσου ευνοεί ο Κρονίδης Ζεύς. Είστε κι οι δυο πολέμαρχοι ομόθεοι κι αυτό το αποδείξατε περίτρανα εμπρός μας. Νύχτωσε πλέον· ο ήλιος έδυσε· κι είναι καλό στη Νύχτα να υπακούμε

«Ο Έκτορας ξεκίνησε τη μονομαχία, προκαλώντας μας εξαρχής. Σε εκείνον, λοιπόν, μίλησε για ειρήνευση, Ιδαίε,» αποκρίθηκε τάχιστα ο Αίας. «Αυτός επιβάλλεται να τη λήξει. Αυτό που αποφασίσει, θα στέρξω κι εγώ.»

«Αία, σου έδωσαν οι Θεοί ρώμη, ανδρεία κι ανάστημα, μαζί όμως και νου κι ενώ πρωτεύεις σε όλους τους Αργείους στη λόγχη, παραμένεις σώφρων,» απάντησε ο Έκτωρ, φανερά εντυπωσιασμένος. Ας παύσουμε σήμερα κι από αύριο θα συναντηθούμε ξανά, ώσπου να μας χωρίσει Θεός και να χαρίσει σε έναν τη νίκη. Είναι πράγματι καλό στη Νύχτα να υπακούμε. Επέστρεψε εσύ στις σκηνές σας, να καμαρώσουν την παλικαριά σου οι συστρατιώτες σου κι εγώ στο σπίτι μου στο Ίλιο, για τους φίλους και την οικογένεια μου, για να δεηθούν οι μητέρες προς τον θρίαμβο. Προτού χωριστούμε, ωστόσο, ας ανταλλάξουμε δώρα, ώστε να μην πει κανείς Έλληνας ή Τρώας ότι χαιρετηθήκαμε ως εχθροί.»

Με χαρά και τιμή του πρόσφερε το ξίφος του, σιδερένιο κι επενδυμένο με ασήμι και κόκκινους λίθους, μαζί με το περίτεχνο θηκάρι του. Ο Αίας δε, του δώρισε μια άλικη ζώνη, που κεντημένο πάνω είχε τον ύμνο του Ορφέα προς τον Θεό Άρη, που όλα τα έβλεπε και χαιρόταν, επειδή είχε απολαύσει ένα θέαμα μοναδικό, ασύγκριτης ομορφιάς, αρχοντικής τιμής και θεϊκού μεγαλείου. Ο ακόμη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Θωρώντας τον Έκτορα μονάχα με μια γρατζουνιά στον λαιμό, οι Τρώες ανακουφίστηκαν και φαιδρά τον οδήγησαν σαν πομπή εορταστική πίσω στην ασφάλεια των τειχών, κουβαλώντας τα όπλα τους σαν πούπουλα.

Μόλις πέρασαν τις πύλες, τα μάτια του πρίγκιπα δεν έψαχναν κανέναν παρά μόνο την Ανδρομάχη. Όταν την εντόπισε μέσα στο πλήθος των γυναικών, μολονότι όλο του το σώμα πονούσε από τη ρίψη του βράχου, έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε.

«Έμαθα για τη μονομαχία μα δε με άφηναν να ανέβω στις πολεμίστρες και να παρακολουθήσω,» άκουσε την αγγελική της φωνή να ψιθυρίζει στο αυτί του. «Κόντεψα να πεθάνω από την αγωνία μα η Κασσάνδρα μου μετέφερε τις εξελίξεις.»

«Δεν έχει σημασία, πλέον. Ξέχασε το, μη βασανίζεσαι αδίκως,» την προέτρεψε ο Έκτορας, μην τολμώντας να αγγίξει το πρόσωπο ή τα μαλλιά της με τα βρομερά του χέρια.

«Έλα, αγάπη μου,» ένωσε τα χέρια τους η Ανδρομάχη, οδηγώντας τον στον δρόμο του παλατιού. «Θα σε πλύνω και θα σου δέσω την πληγή. Ο Αστυάνακτας σε ζητά. Δε σε χόρτασε μετά τη συνάντηση σας στις Σκαιές Πύλες.»

Άθελα του, ο Έκτορας χαμογέλασε πλατιά και παρά την κόπωση του, την ακολούθησε σχεδόν χοροπηδώντας μέσα στο βάρος της πανοπλίας του.

Λίγα μέτρα παραπέρα, κρυμμένη πίσω από μια κολώνα, η Κασσάνδρα τους κοιτούσε κι έκλαιγε σπαρακτικά μα βουβά. Μολονότι χαιρόταν ολόψυχα με την ευτυχία του μεγάλου της αδελφού, είχε οραματιστεί τον όλεθρο, το θανατικό, την αιχμαλωσία, το αίμα που θα έρρεε αγνό στα τείχη, μια σκύλευση, έναν αέναο θρήνο. Ένιωσε την παρουσία του δίδυμου αδελφού της δίπλα της κι αναθάρρησε ελάχιστα. Έπαψε να κλαίει μα δε σκούπισε τα δάκρυα.

«Έλενε,» τον χαιρέτησε με ένα αδύναμο μειδίαμα, αυθεντικά ανακουφισμένη και χαρούμενη που τον έβλεπε.

Το βλέμμα του αδελφού της ακολούθησε το δικό της πάνω στο ευτυχές ζεύγος που απομακρυνόταν και αναστέναξε.

«Σήμερα η χάρη του Φοίβου έσωσε τον Έκτορα από την ορμή και πυγμή του Αίαντα,» μουρμούρισε, ώστε μόνο εκείνη να τον ακούσει. «Το θηρίο θα τον έσκιζε στα δυο με τα γυμνά του χέρια.»

«Ήμουν στις πολεμίστρες, το είδα,» επισήμανε η αδελφή του στωικά, αποφεύγοντας την αναφορά στον Απόλλωνα. «Θα έρθει κι η μέρα που θα βρεθούμε όλοι εκεί, παρακολουθώντας τον σε μια μονομαχία όπου δε θα βγει νικητής μα νεκρός.»

«Είναι το τελευταίο μας προπύργιο,» συμπλήρωσε ο Έλενος κι αγκάλιασε τους ώμους της, μεταταθέτοντας την περικεφαλαία του στο αριστερό του χέρι. «Αν χαθεί, θα χαθούμε κι εμείς.»

«Ας προσευχηθούμε αυτή η ημέρα να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο,» συμφώνησε σιωπηλά η Κασσάνδρα. «Τότε, ας μας δώσουν δύναμη οι Θεοί να αντέξουμε τη δοκιμασία της οδύνης και της οιμωγής.»

Αγκαλιασμένα τα δίδυμα πορεύθηκαν στο παλάτι, με τελικό προορισμό τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Θα γονάτιζαν εμπρός στο ιερό Παλλάδιο με ευχές και δεήσεις ως το ξημέρωμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Στο ορκίζομαι, Οδυσσέα, αν οι κήρυκες δεν στέκονταν στη μέση, θα τον είχα λιανίσει,» καυχήθηκε ο Αίας, στον μοναδικό άνδρα του στρατού που δε θα τον παρεξηγούσε. «Θα του έσπαζα τα κόκαλα ένα προς ένα, για να το σκεφτεί διπλά και τριπλά ο επόμενος Τρώας που θα μας προκαλέσει σε μονομαχία με τόση αυθάδεια και εμπαιγμό.»

«Δεν αμφιβάλλω διόλου,» αποκρίθηκε ειλικρινά ο Οδυσσέας, διασκεδάζοντας με τον νικηφόρο αέρα του συναρχηγού και φίλου του, παρόλο που η μονομαχία είχε λήξει ισόπαλα.

«Κι εκείνο το κολοβό φίδι τον Πάρη δεν έπρεπε να τον αντιμετώπιζε ο Μενέλαος μα εγώ,» συνέχισε ο γιος του Τελαμώνα ακάθεκτος. «Ο Μενέλαος πολεμά με ευγένεια και άργησε να τον εκτελέσει. Εγώ θα του έσπαζα τον λαιμό προτού προλάβαινε καν να με πλησιάσει. Αν το είχα πράξει, τώρα θα επιστρέφαμε στην πατρίδα, δε θα παραμέναμε σε αυτό το άντρο σκουληκιών σαν ποντικοί στην παγίδα.»

Ο Οδυσσέας δεν του απάντησε, όμως ένευσε καταφατικά. Προτού καν το συνειδητοποιήσουν, είχαν σχεδόν φτάσει στη σκηνή του Σαλαμινίου πρίγκιπα.

«Πρέπει να γνωρίζεις κάτι,» σταμάτησε την πορεία του γίγαντα με ένα ευγενές χέρι στον ώμο του. «Η Τέκμησσα ήταν παρούσα στη μονομαχία. Έφυγε μονάχα όταν έφτασαν οι κήρυκες, διότι η αδυναμία την κατέβαλε και λύθηκαν τα γόνατα της. Στη σκηνή σου την οδήγησε ο Τεύκρος. Πιστεύω πως επιβάλλετο να το γνωρίζεις.»

Στο άκουσμα των λόγων του, ο Αίας πάγωσε στη θέση του.

«Η Τέκμησσα;» Ψέλλισε σαστισμένος. «Εκεί; Κι αν...» δεν άντεχε να συνεχίσει, τρομοκρατούταν στη σκέψη και μόνο του ότι η εκλεκτή της καρδιάς του θα μπορούσε να βρεθεί ενώπιον του θανάτου του. Ύψωσε τα μάτια στον έναστρο ουρανό κι ευχαρίστησε τους Θεούς που τον είχαν σώσει. Γνώριζε πολύ καλά πως όταν εκείνος υπέφερε μια φορά από ένα τυχερό τραύμα στη μάχη, εκείνη υπέφερε δέκα. Η άτρωτη φύση του έφερε δυο ατέλειες· τις αδύναμες μασχάλες του και εκείνη, που έκανε την καρδιά του να λιώνει σαν κερί με ένα της βλέμμα.

«Είναι εντυπωσιακό,» έσπασε τη βαριά σιωπή ο Οδυσσέας, με εύθυμο ύφος. «Πάλεψες με τον Έκτορα και δεν έπαθες ούτε μια γρατζουνιά.»

«Ευλογημένο αυτό το σιδηρούργημα,» υπέδειξε την τεράστια ασπίδα του εκείνος και την εναπόθεσε στην οπλοθήκη έξω από τη σκηνή, αφού πρώτα τη φίλησε ευλαβικά σαν λείψανο. Αμέσως μετά, έσπρωξε με τη γροθιά του τον Οδυσσέα προς την κατεύθυνση της δίκης του σκηνής και γελώντας βροντερά του υπενθύμισε·

«Ξέπλυνε τους ρύπους και τη λέρα της μάχης γρήγορα, διότι ο Αγαμέμνων μας περιμένει στη σκηνή του!»

«Αυτό μάλλον θα έπρεπε να σου το νουθετήσω εγώ,» ανταποκρίθηκε ο Άναξ της Ιθάκης με ένα ευρύ, άτακτο χαμόγελο. «Εγώ άλλωστε δεν έχω εδώ γυναίκα και παιδιά, για να με αποσπάσουν.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όσο κι αν δεν αναμενόταν, η Τέκμησσα υποδέχτηκε τον Αίαντα απόλυτα ψύχραιμα, με τον συνηθισμένο έλεγχο στο σώμα του με τα μάτια για τυχούσες πληγές και το άγγιγμα των χεριών τους, για να τον οδηγήσει στην οπίσθια έξοδο, όπου πάντοτε είχε έτοιμους κρατήρες με νερό, για να τον πλύνει η ίδια.

Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μέχρι που η Φρύγισσα άρχισε να τρίβει τα σημεία όπου η βρωμιά επέμενε να μένει με ένα κουρέλι, το οποίο σύντομα από ολόλευκο βάφτηκε καφετί.

«Ήσουν εκεί,» είπε ο Αίας διστακτικά, αγνοώντας το πώς να της φερθεί.

«Ο Οδυσσέας σε πληροφόρησε.»

Δεν επρόκειτο για ερώτηση μα απλή δήλωση. Δεν ένιωθε θυμωμένη, άλλωστε δεν είχε απαγορεύσει σε κανέναν να του το πει.

«Γιατί ήρθες; Και κυρίως, γιατί έμεινες;» Αναρωτήθηκε εκείνος, χωρίς να θέλει να φανεί επιτακτικός ή απότομος, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο για τη φύση του.

«Δε θα άντεχα να σε αφήσω μόνο, να διακινδύνευες για όλους και να μη βρισκόμουν κοντά σου, έστω κι ερήμην σου,» ασυναίσθητα χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά του με το ελεύθερο χέρι της. «Δε θα μπορούσα να αντικρίσω τα παιδιά μας με την ενοχή ότι σου συνέβη οτιδήποτε κι ήσουν μόνος.»

«Ήταν ο Τεύκρος,» τόνισε ο Αίας, κλείνοντας τα μάτια του, για να βυθιστεί στην αίσθηση των χεριών της.

«Δε μου αρκούσε,» παραδέχτηκε χωρίς ίχνος εγωισμού ή αλαζονείας. «Ήθελα να ήμουν εγώ, έπρεπε να ήμουν εγώ.»

«Έπρεπε,» επανέλαβε ψιθυριστά εκείνος και την άφησε να ολοκληρώσει το πλύσιμο του ήσυχη, να τον αρωματίσει με μύρα και έλαια, για να μοσχοβολά.

Αργότερα, καθώς έδενε σφιχτά έναν χιτώνα στη μέση του, αφήνοντας υπερήφανα τον θώρακα γυμνό κι ετοιμαζόταν να πάει στη σκηνή του Αρχιστράτηγου, επέστρεψαν οι γιοί του.

«Πού ήσαστε εσείς;» Τους ρώτησε, ανεβάζοντας και τους δυο με περισσή ευκολία στα χέρια του σαν αερικά.

«Ο θείος Τεύκρος μας έδειξε τα δωμάτια κωπηλασίας στα πλοία,» απάντησε αμέσως ο μεγάλος Ευρυσάκης κι ο Φίλαιος γέλασε, νεύοντας καταφατικά. Ο ενθουσιασμός καθρεφτίζονταν σε αμφοτέρων τα βλέμματα.

«Μα τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη, θα χάσω τα παιδιά μου στη θάλασσα!» Αναφώνησε με υποκριτική απόγνωση ο Αίας. «Θα γίνουν ναύτες και όλα τα λάφυρα του πολέμου θα γίνουν αναθήματα στον Κοσμοσείστη, για να τα προστατεύει! Συμφορά μου!»

Γέλασαν κι οι τέσσερις τους, ενώ η Τέκμησσα σύντομα ανέμειξε το γέλιο με τα πικρά δάκρυα. Ίσως να μη βρισκόταν κοντά τους ο Αίας. Ευχαρίστησε για πολλοστή φορά τους Θεούς που τον είχαν φέρει κοντά της σώο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Αίας, όπως είχε στοιχηματίσει ο Οδυσσέας με τον Ιδομενέα, τον Μενέλαο και τον Ευρύπυλο, κατέφθασε τελευταίος στη συνάντηση του Αγαμέμνονα, ωστόσο κανένας δεν τον επέπληξε ή του έριξε βλέμματα αποδοκιμασίας. Η μέρα ανήκε σε εκείνον και στον Διομήδη αναμφίβολα. Όσο κι αν είχαν συμφωνήσει σε ισοπαλία, η νίκη ήταν σίγουρα δική τους.

Ο Αρχιστράτηγος, επιθυμώντας να ευχαριστήσει τους Θεούς και πρώτο τον Δία για τη θριαμβευτική έκβαση της ημέρας, θυσίασε προς τιμήν των έναν ταύρο πεντάχρονο, καλαναθρεμμένο, παχύ και υπέρογκο. Αμέσως μετά, μαζί με τον Μενέλαο, τον Ιδομενέα και τον Μυρυόνη, τον έγδαραν, έκοψαν τα αχαμνά, τα λίπη και τα βρώμικα εντόσθια κι αφού τον τετάρτιασαν, το λιάνισαν με τέχνη και πέρασαν το κρέας σε σούβλες. Ψήθηκε εύμορφα, αργά και άριστα, ώστε το χώρισαν σε μερίδες οι υπηρέτες και το εναπόθεσαν στο στρωμένο, φαινομενικά απέραντο τραπέζι του Αγαμέμνονα, το οποίο σύντομα γέμισε κόσμο, τους άνδρες Αρχηγούς, που έτρωγαν κι έπιναν κρασί νερωμένο μαζί με όλα τα συνοδευτικά εδέσματα που προσέφεραν οι μάγειροι του Μυκηναίου. Στον Αίαντα τον Τελαμώνιο, μάλιστα, πρόσφερε ο Αρχιστράτηγος όλη τη νεφραιμιά του μόσχου, το καλύτερο κομμάτι, ως ένδειξη τιμής και εκτίμησης. Εκείνος καθόταν και δεξιά του, ενώ στα αριστερά ο Μενέλαος και στα δεξιά του Αίαντα ο μέγας Διομήδης. Όταν, τελικά, η όρεξη για φαγητό και ποτό σίγησε, ο Νέστωρ πήρε τον λόγο πρώτος, ξεκινώντας την κουβέντα και τον σχεδιασμό της επόμενης ημέρας.

«Συγχαρητήρια, γιε του Ατρέα, μα και σε εσάς, όλους τους πολέμαρχους των Αργείων,» είπε, μετατοπίζοντας ορθώς το βλέμμα από τον Αγαμέμνονα στους υπόλοιπους. Παρόλα αυτά, την ανάλαφρη μουσική του αυλού μιας σκλάβας, τα χαμόγελα των νέων γύρω του και την ανάλαφρη ευθυμία του οίνου, το πρόσωπο του σκοτείνιασε, θωρώντας άδειες θέσεις στο τέρμα του τραπεζιού. Μια σίγουρα θα ανήκε στον πείσμονα Αχιλλέα μα άλλη μια στον νεκρό Ηρακλείδη Τληπτόλεμο, στον Ελεφήνορα της Εύβοιας, στον Λεύκο από την Ιθάκη, στον Διώρη των Επειών, στους δίδυμους των Φερών και τόσοι άλλοι λαμπροί πολέμαρχοι που είχαν πέσει εκείνη την ημέρα από χέρια Τρώων ή συμμάχων. Είχαν πράγματι αφανίσει πολλούς αλλά πολλούς επίσης είχαν χάσει.

«Σήμερα, όμως, πέθαναν ανδρειωμένοι δικοί μας πάμπολλοι, με το αίμα τους έβαψε άλικες τις όχθες του Σκαμάνδρου ο Άρης και τώρα ο Πλούτωνας φιλοξενεί στον Κάτω Κόσμο,» εξέφρασε τις ζοφερές σκέψεις όλων ο Άναξ της Πύλου. «Για αυτό, πρέπει να ζητήσουμε ανακωχή μερικών ημερών. Με το πρώτο φως της αυγής, οφείλουμε να μεταφέρουμε εδώ τους νεκρούς μας μα αμάξια, για να τους κάψουμε όπως ταιριάζει κοντά στα πλοία κι ο καθείς θα λάβει τα κόκαλα των αγαπημένων του, όταν επιστρέψουμε στην ποθητή πατρίδα. Κι αφότου απεδείχθη ότι οι Τρώες θάρρεψαν υπέρ του δέοντος και παρατολμούν, πρέπει να οχυρωθούμε, για να προστατεύσουμε τα πλοία. Επομένως, μετά τον ενταφιασμό και την κηδεία, θα ξεκινήσουμε να χρίσουμε πύργους και τείχος τριγύρω από τις σκηνές, προφυλακή ισχυρή. Κατόπιν, πύλες στέρεες θα χτίσουμε πλατιές, για να περνούν τα άρματα των αλόγων ανενόχλητα κι εγγύς των πύργων έξωθεν βαθειά να γίνει τάφρος, για να ασφαλίσει τους αμάχους και τα ζωντανά, αν φτάσουν ως εκεί ποτέ οι Τρώες.»

«Άξια όπως πάντα κι ορθώς μίλησε ο Νέστωρ,» τον επικρότησε πρώτος ο Μενέλαος.

«Ποιοί πιστεύουν ότι αυτά πρέπει να πράξουμε; Ας ανατείνουν τους βραχίονες,» πρόσταξε ο Αγαμέμνων κι αυτόματα όλοι οι παρευρισκόμενοι ψήφισαν υπέρ του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όπως οι Αχαιοί γιόρταζαν πενθώντας, τόσο ανήσυχοι παρέμεναν οι Τρώες, έχοντας συναχθεί οι πάντες ξανά -λαός, ευγενείς, σύμμαχοι πολέμαρχοι, στον προαύλιο χώρο πέρα από τις πύλες, θωρώντας τον Πρίαμο στον θρόνο του και γύρω του σοφούς γέροντες. Ομίλησε, τότε, ο Αντήνωρ, ο σοφότερος των γερόντων και φρονιμότερος.

«Ακούστε Τρώες κι εσείς Δάρδανοι κι όσοι είστε αρωγοί μας, δε μιλώ απερίσκεπτα ούτε με καταφρόνηση. Πρέπει αμέσως τώρα να παραδώσουμε στους γιούς του Ατρέα την Άργισσα Ελένη με όλα τα κλεμμένα πλούτη της. Εμείς πατήσαμε επίορκα τους όρκους του πολέμου ωσάν αλήτες κι άναψε ξανά η μάχη, ενώ είχε συμφωνηθεί εκεχειρία. Μα τον Δία και τον Απόλλωνα, αν πράξουμε κάτι άλλο από αυτό που πρότεινα, προβλέπω τέλος θλιβερό.»

«Αντήνορα, διαφωνώ πλήρως κι αδυνατώ να δεχτώ τα λεγόμενα σου,» πετάχτηκε ο Πάρης, προτού προλάβει να καθίσει στο θρονί του ο γέροντας σοφός. «Σίγουρα μπορείς να σκεφτείς κάτι λογικότερο και σοβαρότερο. Μα, αν πράγματι δε μίλησες μετέωρα, θαρρώ πως οι Θεοί σου στέρησαν τον νου τώρα στα γηρατειά! Καθαρά θα σας μιλήσω, Τρώες ιππόδαμοι. Κατηγορηματικά δηλώνω· δε θα επιστρέψω την πανώρια νέα, ωστόσο προτίθεμαι να δώσω τους θησαυρούς που πήρα από τη Σπάρτη και πολλούς δικούς μου επιπρόσθετους να προσφέρω.»

Αφότου κάθισε ο Αλέξανδρος, σηκώθηκε ο Βασιλεύς Πρίαμος και μίλησε ευγενώς.

«Πηγαίνετε, Τρώες, Δάρδανοι κι άξιοι σύμμαχοι μας, να δειπνήσετε και να ξεκουραστείτε από την κόπωση της μάχης. Αύριο το πρωί το χάραμα, θα στείλω τον Ιδαίο στη σκηνή του Αγαμέμνονα, να παρουσιάσει την πρόταση του Πάρη στον Μενέλαο. Αν εκείνοι δε δεχτούν να πάψει ο επικατάρατος πόλεμος, θα ζητήσουμε ανακωχή για ταφή των νεκρών κι έπειτα θα συνεχίσουμε τις μάχες, ώσπου να ευνοήσει η τελική νίκη εκείνους ή εμάς.»

Τα πλήθη διαλύθηκαν ησύχως κι αποσύρθηκαν για να γευματίσουν, μα κανένας δεν κοιμήθηκε ήσυχα εκείνο το βράδυ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Με το πρώτο φως της Ηούς, στη βρεγμένη από τη δροσιά της γη και βλάστηση, κίνησε ο Ιδαίος, πιστός στις διαταγές του Πριάμου, για να μεταφέρει το μήνυμα της ειρήνης ή του αλληλοσπαραγμού. Οι φρουροί της σκοπιάς τον οδήγησαν στη σκηνή του Αρχιστράτηγου, όπου ήβρε όλους τους Αρχηγούς μαζί, πράγμα που δεν τον εξέπληξε, ωστόσο τον ανησύχησε, δεδομένων των υπόπτων βλεμμάτων που εισέπραξε.

«Αγαμέμνων, σεβαστοί Δαναοί στρατηγοί, σας φέρνω πρόταση του Αλεξάνδρου, του υπαίτιου της έχθρας. Προσφέρει πίσω τους κλεμμένους θησαυρούς από το παλάτι του Μενέλαου, μαζί κι άλλους δικούς του. Παρόλο που την Ελένη, τη σύζυγο του ένδοξου Μενέλαου αρνείται ολότελα να επιστρέψει, μολονότι το απαιτούν οι Τρώες. Επιπλέον, ο Βασιλεύς μου ο Πρίαμος, ζητά παύση του κατάρατου πολέμου, για να κηδευτούν οι νεκροί μας. Έπειτα, αν το θελήσετε, θα χτυπηθούμε ξανά.»

Κανένας δε φαινόταν να προτίθεται να του απαντήσει παρά μόνο ο Μενέλαος, που το απαγορευτικό και τρομακτικό βλέμμα του Αγαμέμνονα απέτρεπε διαρκώς. Εν τέλει, ο ανίκητος Διομήδης  σηκώθηκε και μίλησε με πάθος και ορμή.

«Ούτε τα πλούτη ούτε την Ελένη θα δεχτούμε από τον άνου Πάρη. Φανερά, κι ένα μωρό θα το έβλεπε, πως ο όλεθρος κυκλώνει την κεφαλή των Τρώων και το Ίλιο.»

Τα λόγια του επικρότησαν όλοι οι παρόντες νέοι με αλαλαγμό και στέρξαν, θαυμάζοντας τον εμφανώς. Με μια κίνηση του χεριού του Αγαμέμνονα σώπασαν κι εκείνος απευθύνθηκε στον Ιδαίο.

«Άκουσε την απάντηση των Αχαιών, Ιδαίε, θαρρώ ολοκάθαρα. Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Όσον αφορά την ανακωχή για τους νεκρούς, δε θα τη στερηθείτε. Και ποιός φιλαργυρεύεται προς τους αποθανώντες παρηγοριά με την πυρά στο πνεύμα τους να δώσει; Σου το ορκίζομαι με μάρτυρα τον Παντεπόπτη Δία.»

Ο Ιδαίος υποκλίθηκε έντιμα και επέστρεψε στην Τροία, όπου τον περίμεναν όλοι οι στρατηγοί και Βασιλείς αδημονώντας. Καθώς απομακρυνόταν, ο Τελαμώνιος Αίας έσκυψε στο αυτί του Αρχιστράτηγου χαμηλόφωνα.

«Αγαμέμνων, επιθυμώ να σου ζητήσω μια χάρη.»

«Ευχαρίστως να την ικανοποιήσω,» είπε ο Ατρείδης, σκεπτόμενος τον πρόσφατο ηρωισμό του. «Αν, βεβαίως, δεν περιέχει φυγή σου από τον πόλεμο,» πρόσθεσε ειρωνικά, κάνοντας τον γίγαντα να χασκογελάσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αφού η απάντηση των Αργείων ανακοινώθηκε, οι Τρώες ξεκίνησαν τις ετοιμασίες της ταφής, μαζεύοντας κάρα, για να φέρουν τους νεκρούς, ενώ άλλοι πήγαν στα βουνά για ξυλεία. Το ίδιο ακριβώς κι οι Αχαιοί σπουδάσαν από τα πλοία· είτε στρατιώτες είτε Αρχηγοί, όλοι τους βοηθούσαν, εκτός από τους Μυρμιδόνες, που παρέμεναν αδρανείς στον καταυλισμό τους πεισματικά.

Τότε, ο Ήλιος φωτοβόλησε τους αγρούς ξανά κι από τον βαθύ, σιγανό Ωκεανό ανέβηκε στον ουρανό με το χρυσό του άρμα. Η Ηώς απεσύρθη κι ο γιος του Υπερίωνα εδραιώθηκε στο στερέωμα. Βγήκαν, τότε, κάτω από το χρυσό φως, στο πεδίο της μάχης, για να συλλέξουν τους νεκρούς τους, Αχαιοί και Τρώες συναπαντήθηκαν. Με κόπο πολύ ξεχώριζε ο καθένας τον νεκρό του και δακρύζοντας βουβά, ξέπλεναν τα πτώματα, για να τα φορτώσουν και να τα μεταφέρουν στους τόπους των κηδειών. Οι Τρώες έκαψαν τους νεκρούς τους έξω από τα τείχη, σε μια τελετή απόλυτα λιτή, παρόλο που στα πτώματα βρίσκονταν πέντε γιοί του Πριάμου, που παρίσταντο αυτοπροσώπως και στωικός, μολονότι τα μάτια του έκαιγαν από θρήνο.

Εντοπίζοντας το πτώμα του Λεύκου, ο Οδυσσέας εισέπνευσε αργά από τη μύτη και με τρεμάμενα χέρια βάλθηκε να ξεπλύνει το αίμα από πάνω του και τη λάσπη. Το μισό του πρόσωπο ήταν κατασπαραγμένο από όρνια κι η θωριά του ανακάτευε τα σωθικά μα δε σταμάτησε. Ο Διομήδης δίπλα του αμέσως το αντελήφθη και ακούμπησε ένα υποστηρικτικό χέρι στον πλατύ του ώμο.

«Ξέρεις, ως μοναχοπαίδι, δεν είχα άλλη χαρά ως παιδί παρά μόνο τις γιορτές, όπου συναντιόμουν με τα παιδιά των ευγενών κι όχι μόνο και παίζαμε αδιάκοπα, ακούραστα,» είπε ο Οδυσσέας, πιότερο σαν εξομολόγηση στον άνεμο παρά σαν κουβέντα· ίσως να ήταν επικήδειος. «Ο Λεύκος ήταν ο παλιότερος φίλος μου και στην Ιθάκη τον περιμένουν γυναίκα και τρεις κόρες. Σαν επιστρέφαμε, λέγαμε, θα αρραβωνιάζαμε τον Τηλέμαχο με την πρωτότοκή του. Αθώες εποχές· πριν τον πόλεμο ήμαστε παιδιά ανώριμα, άμυαλα, που μας εξόργιζε ένας τσαλακωμένος χιτώνας ή μια λανθασμένα στιλβωμένη ασπίδα. Αν είναι ποτέ δυνατόν, θεωρούσαμε τα όπλα και τον πόλεμο παιχνίδι!»

«Μην αναλώνεσαι στο φαύλο παρελθόν,» τον συμβούλεψε ήρεμα ο Διομήδης, σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που έτρεχαν στα δικά του μάτια. Ο Οδυσσέας παρέμενε βράχος, δεν είχε χύσει ούτε ένα.

«Σωστά,» συμφώνησε πικρά ο Άναξ της Ιθάκης και ανέβηκε στο αμάξι που ένας μόνο όνος έσερνε. «Έχουμε κι ένα τείχος να χτίσουμε.»

Με θλίψη περισσή κήδευσαν τους νεκρούς τους οι Δαναοί και αποσύρθηκαν για ολιγόωρη ξεκούραση στις σκηνές τους.

Σύντομα, οι Μυκηναίοι, οι Σπαρτιάτες κι οι Λοκροί ξύπνησαν. Σύμφωνα με το πρόγραμμα που τάχιστα είχαν δημιουργήσει την προηγούμενη ο Οδυσσέας, ο Διομήδης κι ο Ιδομενέας, η κατασκευή του τείχους των θα γινόταν με βάρδιες ανάλογα την καταγωγή. Τον σχεδιασμό και τη γενική επίβλεψη του έργου είχε αναλάβει ο Επειός από τον Ορχομενό, εξαίρετος τεχνίτης κι αρχιτέκτων.

Το τείχος κι ο βαθύς χάνδακας που τον περιέβαλε χτίστηκαν αυθημερόν, με τη συμβολή όλων των στρατιωτών κι Αρχηγών, μέχρι και του Αγαμέμνονα. Τελικά, οι Κεφαλληνίες με επικεφαλής τον Οδυσσέα, ολοκληρώνοντας την τάφρο, έμπηξαν στην άκρη της πασσάλους κοφτερούς, καψαλισμένους, για να σταματούν άλογα κι άρματα.

Κατάκοποι όλοι επέστρεψαν στις σκηνές τους κι ο Οδυσσέας τελευταίος, διότι ξεχάστηκε συζητώντας με τον Επειό για τα κράματα μετάλλων που είχε χρησιμοποιήσει για τους μεντεσέδες των πυλών. Όταν έφτασε στη σκηνή του, βρήκε τη μοναδική του σκλάβα, την Υακίνθη από τη Λέσβο, μια συνομίληκή του νέα που με χίλια ζόρια του είχαν δωρίσει για την ανέλπιστη νίκη του επί του Φιλομηλείδη. Παραδόξως, τη βρήκε να εξέρχεται από τη σκηνή, κουβαλώντας υφάσματα κι αρώματα σε ένα πανέρι.

«Πού πηγαίνεις;» Ρώτησε, από καθαρή περιέργεια.

«Θα βοηθήσω στη ραφή του νυφικού της Τέκμησσας,» του απάντησε κοφτά εκείνη.

«Τι;» Απόρησε ο Ιθακήσιος και δεν ξαναμίλησε, για να σκεφτεί.

Δεν είχε δεν τον Αίαντα μετά την πρωινή τους συνάντηση στη σκηνή του Αγαμέμνονα κι είχε ακούσει πως ζητούσε μια χάρη από εκείνον. Άραγε αιτούνταν άδεια γάμου; Η ιδέα ακουγόταν σουρεαλιστική κι ολίγον παρανοϊκή, όμως ταίριαζε απόλυτα στην επιπόλαιη, δραστική και οξεία ιδιοσυγκρασία του γίγαντα. Άθελα του, άφησε ένα πλατύ χαμόγελο ψυχαγωγίας να λάμψει στο πρόσωπό του, ξεχνώντας στιγμιαία το πένθος και το σκοτάδι που τον είχε ζώσει από την προηγούμενη ημέρα, λησμόνησε τις σκληρές εικόνες της απερχόμενης ταφής και αγαλλίασε. Ίσως ο ευλογημένος από τον Ηρακλή φίλος του να είχε δίκιο· ίσως εκείνη ήταν η καταλληλότερη στιγμή να παντρευτεί, να ακουστεί και μια χαρμόσυνη είδηση στο τεθλιμμένο τους στρατόπεδο.

Αποδέσμευσε την Υακίνθη, αγνοώντας τα καυστικά της σχόλια περί φιλίας με τον Αίαντα κι άγνοιας του και πέρασε στην έρημη σκηνή του, γελώντας μόνος, ενώ έπλενε το ιδρωμένο του πρόσωπο και σώμα, για να αναζητήσει δριμύς τον μέλλοντα νυμφίο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ορίστε μας! 9150 λέξεις παρακαλώ! Ρεκόρ για τον Τρωικό Πόλεμο!

Στο επόμενο κεφάλαιο έχουμε μια νέα μάχη, έναν Δία που επιβάλει νέους κανόνες, πολλή δουλειά για τον Μαχάονα και φυσικά τον γάμο! Ραψωδία Θ και πάμε πολύ καλά! Η καραντίνα ταιριάζει στη Βασίλω όπως το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα!

Πώς μου περνάτε εσείς; Κανένα νέο;

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, που σας βεβαιώ θα έρθει συντομότατα, μην ξεχάσετε να αφήσετε κανένα σχόλιο διότι επιταχύνουν τις ενημερώσεις και βεβαίως να δείτε τα κεφάλαια των cast που ανέβασα!! Μόνο οι Τρώες μου μένουν τώρα και συμπληρώσαμε!

Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας και μη φοβάστε! Όλα θα περάσουν!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top