XXVIII Διομήδης ο Ήρωας
Ζνίχι= Η μοναδική ελληνική λέξη που ξεκινά με «ζν». Σημαίνει αυχένας και δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να το μεταφέρω αυτούσιο από το πρωτότυπο.
Καλή Ανάγνωση!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Διομήδης. Ένας απλός γιος του Βασιλιά Τυδέα του Άργους και της Βασίλισσας Διυπήλης. Διομήδης σημαίνει αυτός που σκέφτεται σαν τον Δία, ο θεϊκά σκεπτόμενος. Ο Διομήδης είχε γονείς θνητούς και συνηθισμένους· δεν ήταν γιος θεάς όπως ο Αχιλλέας, ούτε είχε ευλογηθεί από θεό όπως ο Αίας ο Τελαμώνιος κι ο Οδυσσέας. Είχε μόνος του αποδείξει την αξία του και τα χαρίσματά του, όταν στην τρυφερή ηλικία των δεκαέξι ετών ηγήθηκε τον στρατό των Επίγονων και πόρθησε την Εφτάπυλη Θήβα. Η Μοίρα για εκείνον είχε γράψει να πορθήσει και την εφτάλοφη Τροία.
Μόλις η Αθηνά τον αντίκρισε να ορμά στη μάχη πρώτος, αφού δεν άντεχε άλλο να υποτιμάται από τον Αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, συνειδητοποίησε πόσο μεγάλο πλεονέκτημα θα μπορούσε να φανεί αυτό το παλικάρι μετρίου αναστήματος και φυσιολογικής όψης για τους Αχαιούς. Η δίψα του για αίμα, καταξίωση και υστεροφημία δε συγκρινόταν με κανενός άλλου από αυτούς που πολεμούσαν στο πεδίο της μάχης εκείνη την ημέρα. Πολεμούσε μανιασμένα, με πάθος, οργή, εκδικητικότητα, μένος που θα ζήλευε κι ο Άρης ο ίδιος. Η Αθηνά αισθάνθηκε άσχημα που τόσα χρόνια δεν τον είχε παρατηρήσει με τη σημασία που του άρμοζε, θεωρώντας τον απλώς δεξί χέρι του αγαπητού της Οδυσσέα. Δεν έπρεπε να τον θεωρεί σκιά του, μα ξεχωριστό, αυτοπροσδιοριζόμενο πολεμιστή, ασύγκριτου και εξίσου ηρωικού με όλους τους υπόλοιπους. Ορκίστηκε στα σκούρα γαλάζια νερά της Στυγός να τον προστατεύει σε όλη του τη ζωή, πράγμα που είχε ορκιστεί μονάχα για τον Ηρακλή και τον Οδυσσέα ως τότε.
Τον πλησίασε η Αθηνά αόρατη από όλους και την καρδιά του γέμισε ισχύ αγνή και θάρρος, ώστε εκείνος να δοξαστεί κι υπέρλαμπρη φήμη να κερδίσει. Από το κράνος του άναβε κι από την ασπίδα φλόγα, που ακτινοβολούσε ακοίμητη, σαν άστρο φθινοπώρου. Τόσο φως πάνω τους έριξε, από το κεφάλι ως τους ώμους, και τον έσπρωξε να πολεμήσει στο κέντρο, όπου σφοδρότερα δινόταν η μάχη.
Ο Δάρης, ιερέας του Ηφαίστου στην Τροία, ήταν πλούσιος άνδρας κι άψογος. Είχε δυο γιούς, τον Φηγέα και τον Ιδαίο, κι οι δυο στον πόλεμο αυθέντες. Μόλις τον είδαν, όρμησαν, πάνω στο άρμα τους ιππεύοντας και πρώτος έριξε ευθύς το ακόντιο ο Φηγέας.
Η λόγχη πέρασε ξυστά στον ώμο του Διομήδη, χωρίς να τον πληγώσει. Αυτός τότε ακόντισε και πέτυχε τον στόχο· έπεσε νεκρός ο Φηγέας, με το ακόντιο στο στέρνο καρφωμένο. Ο Ιδαίος πήδησε κι αυτός κι άφησε εκεί την άμαξα μα και τον αδελφό του, ούτε εκείνον τολμούσε καν να προστατέψει, γιατί τον είχε καταβάλει τρόμος. Σίγουρα θα τον θέριζε κι αυτόν ο Διομήδης, αν ο Ήφαιστος δεν τον τύλιγε σε σκότος, για να μη μείνει ο ιερέας του άτεκνος σε μια μέρα. Ο δε Διομήδης, ευτυχής κι ακόμα πιο αναπτερωμένος ηθικά, πήρε τα άλογα του άρματος και τα έδωσε στους συντρόφους του για τον στρατό τους.
Οι Τρώες πάλι, κατατρόμαξαν, βλέποντας την κατάληξη των κραταιών γιών του Δάρεως· ο ένας νεκρός κι ο άλλος άφαντος.
Την ώρα που ο Άρης ετοιμαζόταν να αναζωπυρώσει την ανδρεία των στρατιωτών του, η Αθηνά τον πρόλαβε, η γλαυκομάτα κόρη.
«Άρη φονικέ, αδελφέ μου, των βροτών δολοφόνε, τειχοπλήκτη, αήττητε, δε νομίζεις πως θα ήταν κάλλιστο να αφήσουμε τους Αχαιούς και τους Τρώες να μάχονται κι ας δοξαστεί όποιος ο Δίας θελήσει; Από τη μέση ας λείψουμε, μήπως σε εμάς θυμώσει.»
Προτού προβεί σε κάποια αντίρρηση, τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε μακριά από το πεδίο της μάχης, κρατώντας στην παλάμη της ασφόδελους σωρό. Μυρίζοντας τους ο Θεός, μόνο ύπνο λαχταρούσε κι έτσι τον έβαλε η Θεά να αναπαυτεί αμέσως, στις όχθες του Σκαμάνδρου ποταμού, που οι Τρώες λέγαν Ξάνθο. Έτσι, η Αθηνά απαλλάχτηκε από την απειλή του Άρη.
Από τότε και στο εξής, οι Αχαιοί φάνηκε να έχουν το πάνω χέρι, διότι η Αθηνά γέμισε τις ψυχές τους ανδρεία, ζήλο κι ασίγαστο μίσος για τους εχθρούς.
Πρώτος ο Αγαμέμνων, πάνω στην τρανή του άμαξα, σκότωσε τον αρχηγό των Αλιζώνων Οδίο, με το ακόντιο του να διαπερνά το στήθος. Ο Ιδομενέας φόνευσε τον Φαίστο από την Τάρνη, τον γιο του Μαιονίδη. Την ώρα που του επιτίθονταν πάνω σε άμαξα, τον λόγχισε με το δόρυ και τον τσάκισε στη γη, ώστε οι σύντροφοι του τον γύμνωσαν ταχέως.
Ο Αίας από τη Λοκρίδα, με το αλάνθαστο τόξο του, σκότωσε τον Στροφίδη, γιο του Σκαμάνδρου, έξοχο κυνηγό, περίφημο μαθητή της ίδιας της Αρτέμιδας. Εκείνη τη στιγμή εμφανώς, ούτε η Θεά τον έσωσε, ούτε τα γοργά του πόδια και ξάπλωσε νεκρός με δυο βέλη του Αίαντα που καρφώθηκαν στον αυχένα του και βγήκαν από το στήθος. Ο Μηριόνης έπειτα, ο νέος από την Κρήτη, σκότωσε τον Φέρεκλο, τον θαυμάσιο τεχνίτη που είχε προικίσει η Παλλάδα. Εκείνος είχε φτιάξει τα καράβια που πήγαν τον Αλέξανδρο στη Σπάρτη, τα αρχέκακα, που γέννησαν τη συμφορά στην Τροία και σε εκείνον, που αγνοούσε ως ανόητος τις ρήσεις των Θεών. Κάρφωσε το δόρυ του ο Μηριόνης στο δεξί του οπίσθιο, διαπερνώντας του λεκάνη και ουροδόχο κύστη, ώστε ο Φέρεκλος έπεσε στα γόνατα και σφαδάζοντας από πόνο ξεψύχησε.
Ο Μέγης, ο άναξ των Δουλιχείων, των νήσων του Ιονίου που δε διαφέντευε ο Οδυσσέας, όρμησε στον νόθο γιο του Αντήνορα, τον Πηδαίο. Η γυναίκα του σεβαστού Τρώα, η Θεανώ, είχε αναθρέψει όλα τα παιδιά του συζύγου της- είτε δικά της είτε όχι- με στοργή κι αγάπη, για χάρη της λατρείας που έτρεφε για τον σύζυγό της. Ο πολεμοχαρής Μέγης τρύπησε με το ξίφος του τον αυχένα, έκοψε τη γλώσσα του και βγήκε από το στόμα. Ο Πηδαίος πέθανε πνιγμένος στο αίμα του και το σίδερο του Λευκαδίτικου ξίφους. Τον σεβαστό από όλους Υψήνορα, τον περήφανο ιερέα του Σκαμάνδρου που σαν Θεός λατρευόταν, βρήκε ο Ευρύπυλος από το Ορμένιο. Μόλις τον είδε, έπεσε κατά πάνω του και του έκοψε το χέρι από τη ρίζα με το ξίφος. Χωρίς δισταγμό, ακολούθησε και το κεφάλι του, που τον αποτελείωσε. Έτσι ενεργούσαν οι Αχαιοί μαινόμενοι σε αυτή τη σφόδρα μάχη.
Ήταν αδύνατον πια να καταλάβει κανείς σε ποιό στρατόπεδο ανήκε ο γιος του Τυδέα, γιατί σκορπούσε θάνατο κι όλεθρο με ξίφος και με δόρυ, ώσπου οι Τρώες τρόμαζαν και μόνο στη θωριά του. Κουνώντας το δόρυ του απειλητικά, κατόρθωνε να τους σπρώξει πίσω και κέρδιζαν έδαφος οι Αχαιοί κι οι φάλαγγες τους θράσος.
Αυτή τη μανία αντίκρισε βλοσυρά ο Πάνδαρος και την αλαζονεία στο πρόσωπο του Διομήδη. Σκεπτόμενος τα πλάνα λόγια της Αθηνάς, πίστεψε ότι ήταν στο χέρι του αν αυτή η απειλή θα συνέχιζε να υφίσταται ή όχι. Αποφασισμένος να δοξαστεί διπλά μετά την εξόντωση του Μενέλαου, τέντωσε σταθερά το κυρτό του τόξο και του έριξε ένα και μοναδικό βέλος, όταν είχε στραφεί επιθετικά εναντίον του. Τον πέτυχε στον δεξί ώμο και το χτύπημα ήταν τόσο ορμητικό, ώστε ευθύς ο ωμός του Αργίτη πλημμύρισε αίμα.
Ευτυχής ο Πάνδαρος για αυτό του το κατόρθωμα, ύψωσε τα χέρια και τη φωνή ψηλά.
«Ε, Τρώες γενναίοι, αναθαρρήστε! Πληγώθηκε των Αχαιών ο πρώτος, ιδού! Θα πεθάνει από το σφοδρό μου βέλος! Πράγματι το έσπρωξε ο προστάτης μου ο Απόλλων και πάλι τον στρατό μας θα λυτρώσω!»
Ο Διομήδης τον άφησε στο καύχημα του και μετά βίας περπάτησε ως το άρμα του συναρχηγού του, του Σθένελου. Όσο κι αν το βέλος έπληττε και πονούσε τον κορμό του, δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει και να ενδώσει μπροστά στα μάτια του μισητού εχθρού.
«Έλα, γιε του Καπανέα, κατέβα για λίγο από την άμαξα και βγάλε αυτό το βέλος από πάνω μου,» τον παρακάλεσε ψύχραιμα.
Ο Σθένελος υπάκουσε ευθύς και πίδακας ανεύλισε το αίμα, μόλις ελευθερώθηκε η λόγχη από το σώμα.
Αφήνοντας έναν συριστικό ήχο και σφίγγοντας τα δόντια ο Διομήδης προσευχήθηκε στην Αθηνά απευθείας, σαν να αισθανόταν ότι τον άκουγε και στεκόταν δίπλα του, έτοιμη να τον οδηγήσει στον μόνο δρόμο που του άρμοζε· στη νίκη.
«Αθηνά, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία, άκουσε με. Αν ποτέ στον πόλεμο φάνηκες του πατέρα μου αρωγός, αγάπησε κι εμένα, θεά μου, τώρα. Αυτόν τον σκύλο που με λάβωσε κι επαίρεται και βροντοφωνάζει σαν κηφήνας ότι λίγη ζωή μου μένει ακόμα, βοήθησε να τον φτάσει το δόρυ μου και νεκρός να πέσει εμπρός μου.»
Η Παλλάδα άκουσε την τίμια δέησή του και τη δέχτηκε με ένα χαμόγελο ζεστό. Στα δεξιά του στάθηκε, τον άγγιξε στον ώμο και φτερωτά του μίλησε, για να τον ενθαρρύνει, ενώ το χέρι το ζερβό τον άγγιξε στο στήθος.
«Διομήδη, τώρα τους Τρώες πολέμησε με θάρρος πλείστο, γιατί στα στήθη σου μόλις έλαβες την πατρική ανδρεία, την ατρόμητη, του ένδοξου Τυδέα. Ακόμα και το σκότος το θνητό που σκιάζει την όρασή σου αφαίρεσα, ώστε να βλέπεις θνητούς κι αθάνατους το ίδιο καθαρά. Έτσι, λοιπόν, αν έρθει Θεός και σου επιτεθεί, να μην τον πολεμήσεις, να δείξεις πρέποντα σεβασμό. Όμως, αν δεις την Κύπριδα Αφροδίτη εμπρός σου, χτύπα τη με τη λόγχη αλύπητα!»
Προτού θελήσει να της απαντήσει ο νέος, η Αθηνά εχάθη, πετώντας μακριά. Ξαπόστασε παράμερα, στις όχθες του Σκαμάνδρου, όπου κοιμόταν ο Άρης ακίνδυνος, για να θεωρεί τη μάχη.
Ο δε Διομήδης ρίχτηκε στη μάχη σαν θηρίο, σαν λέων σε κοπάδι με αρνιά αφύλαχτα, κι αν και ήταν ήδη ορμητικός, είχε τριπλή ορμή και θάρρος. Άφοβος και ατρόμητος, δε λόγιαζε κανέναν κι αν το ήθελε ο Κρονίδης Ζεύς, θα έπαιρνε και την Τροία.
Πρώτα του θύματα έπεσαν ο Αστύνοος κι ο άρχοντας Υπείρων. Τον πρώτο σκότωσε μπήγοντας το δόρυ του στο στέρνο, του δεύτερου με μια σπαθιά έκοψε λαιμό και το ένα χέρι. Αμέσως μετά, πέρασε του γιούς του γέροντα Ευρυδάμαντα, γνωστού ονειροκρίτη, τον Άβαντα και τον Πολύιδο. Έπεσαν κι αυτοί γρήγορα από το θείο του ξίφος και ευθύς ο ίδιος τους σκύλευσε. Έπειτα, πάλεψε με τους δίδυμους γιούς του Φαίνοπα, τον Θόωνα και τον Ξάνθο, τους πήρε τη γλυκιά ζωή, τους γύμνωσε κι άφησε τον πατέρα άκληρο, να μοιραστεί το βιός του στους συγγενείς τους μακρινούς.
Με την άκρη του ματιού αντίκρισε δυο παίδες του Πριάμου, τέκνα όμορφα της Εκάβης, τον Χρομίο και τον Εχέμμονα. Τους αποκεφάλισε αδίστακτα, τους έδεσε στο άρμα τους και τους έσυρε ως τη σκηνή του, για να τους σκυλεύσουν οι άνδρες του και να κρατήσουν τα άλογα.
Τον είδε τότε ο Αινείας, όταν γύριζε με το άρμα του στην πρώτη γραμμή, να διαβαίνει μέσα από τα ακόντια, να σπάει τις παρατάξεις των Τρώων φίλων του με ευκολία περισσή, αγνοώντας εντελώς την ανοιχτή πληγή στον ώμο του. Οργισμένος έτρεξε, βρήκε τον Πάνδαρο και τον λόγο του ζήτησε.
«Πάνδαρε, πού είναι το τόξο, πού είναι τα φτερωτά σου βέλη, πού η δόξα σου;» Τον επέπληξε αυστηρά, αναφερόμενος στην πρότερή του οίηση. «Ισόπαλο εδώ δεν έχεις κανέναν, ούτε μες στην πατρίδα σου κανείς δε σε περνά. Έλα τάχιστα, δεήσου στον Δία τον ισχυρό και τόξευσε αυτόν τον Αχαιό αφανιστή, που μαίνεται και κατασπαράζει τους δικούς μας, αλύπητος φονιάς. Ήδη πολλούς ανδρειωμένους έχει στείλει στον Άδη, πρωτοπαλίκαρά μας. Θαρρείς είναι κάποιος Θεός, που οργίστηκε από την έλλειψη θυσιών του και έτσι μας εκδικείται; Ως γνωστόν, η μήνιδα των αθανάτων είναι ασύγκριτη.»
Ο Πάνδαρος, με το βλέμμα καρφωμένο στον Τυδείδη, κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Αινεία ημίθεε, από τη θωριά της πανοπλίας και τα άλογα στο άρμα του είναι ο Αργίτης Διομήδης. Ωστόσο, δεν είναι ανθρώπου λύσσα αυτή, μα κάποιον στο πλευρό του έχει αθάνατο σε νέφος τυλιγμένο, αόρατο, που έδιωξε μακριά το βέλος που του κάρφωσα στον ώμο πριν από λίγο. Είχα αναθαρρήσει βιαστικά, πίστεψα πως τον έστειλα να βρει τους προγόνους του. Θεός είναι ανταριασμένος, το δίχως άλλο. Δεν έχω άλογα εδώ για να τον πολεμήσω, έμειναν όλα πίσω στο ανάκτορο του πατέρα μου. Με είχε νουθετήσει εκείνος προτού φύγω να πάρω μια άμαξα και εκεί να δέσω τρία, αλλά αυτό δεν το δέχτηκα, φοβόμουν βλέπεις μήπως και λιμοκτονήσουν εδώ τα ζωντανά, που έχουν μάθει στην άφθονη τροφή και νερό. Ήρθα στο Ίλιον πεζός, μονάχα με τα τόξα, μόνο που εδώ δεν έμελλαν αυτά να με ωφελήσουν. Σήμερα πέτυχα δυο βασιλείς· Μενέλαο, Διομήδη· ο πρώτος τραυματίστηκε κι ο δεύτερος δεν πτοήθη. Σε ώρα ακατάλληλη, λοιπόν, ξεκρέμασα τα τόξα μου, όταν ερχόμουν ως εδώ για χάρη του Έκτορα του ισόθεου.» Αναστέναξε βαριά προτού συνεχίσει. "Αν αξιωθώ να γυρίσω στην πατρίδα, στην ποθητή συμβία μου και στο όμορφο παλάτι, ας μου κοπεί η κεφαλή αν με τα δυο μου χέρια δεν κομματιάσω αυτά τα άχρηστα όπλα και δεν τα ρίξω βορά στις φλόγες.»
«Μη μιλάς τόσο σκληρά, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξεις,» τον συμβούλεψε ο Αινείας, καθώς πηδούσε πάνω στο άρμα του. «Πρέπει να τον πολεμήσουμε με όλα μας τα όπλα. Έλα, κάθησε δίπλα μου στο άρμα, για να γνωρίσεις τα άλογα τα τρανά που ξέρουν την πεδιάδα και τρέχουν ωσάν τις αστραπές. Ακόμα κι αν ο Δίας ευνοήσει τον Διομήδη, θα μας οδηγήσουν σε μέρος ασφαλές. Κράτησε το μαστίγιο και τα δυο χαλινάρια κι εγώ θα πολεμώ, για να δει ο γιος του Τυδέα ότι ορισμένοι δεν τον τρέμουν.»
Ο Πάνδαρος χαμογέλασε πονηρά και του έδωσε πίσω τα χαλινάρια.
«Κράτησε εσύ, Αινεία, την κυβέρνηση της άμαξας, γιατί τα άλογα σε γνωρίζουν και σίγουρα θα μας βοηθήσουν, αν ο Διομήδης μας κυνηγήσει. Ίσως να μην υπακούσουν σε εμένα κι αυτό να αποβεί μοιραίο τόσο για εμάς όσο και για αυτά, που λάφυρα θα πέσουν εκείνου του ανδροκτόνου. Εσύ, λοιπόν, γίνε ηνίοχος και εγώ ο μαχητής, για να δωθεί η απάντηση που πρέπει στον Τυδείδη.»
Χωρίς άλλη κουβέντα, ο Αινείας έσφιξε τα ηνία στο χέρι του και το άρμα βρέθηκε αμέσως στην πρώτη γραμμή, με κύριο στόχο το άρμα του Διομήδη.
Πρώτος τους είδε να έρχονται ο Σθένελος, ο ηνίοχος του Αργίτη, κι όταν τους αναγνώρισε έντρομος στράφηκε προς εκείνον.
«Διομήδη, βλέπω δυο ανδρειωμένους δύναμης άμετρης να έρχονται προκλητικά κοντά μας. Ο Πάνδαρος, ο ασύγκριτος τοξότης της Ίδας κι ο Αινείας, ο γιος του Αγχίση, που καυχιέται πως έχει μάνα την Αφροδίτη. Ας γυρίσουμε πίσω, να τους αποφύγουμε, μη χάσεις τη ζωή σου.»
Κοιτώντας τον λοξά, απάντησε ο Διομήδης και αντίρρηση δε σήκωνε.
«Μην ξαναμιλήσεις για φυγές, δεν πρόκειται να με πείσεις. Δεν είναι δα στη φύση μου τη μάχη να αποφεύγω ή τον δειλό να ακολουθώ. Η καρδιά μου είναι ακόμα δυνατή κι ασάλευτη. Η Αθηνά δε θέλει να υποχωρήσω σήμερα. Πεζός θα τους επιτεθώ και ούτε τα γοργά άλογα δε θα τους σώσουν, ένας τουλάχιστον σήμερα από εμένα θα πεθάνει. Άκου και τούτο· αν η Αθηνά μας χαρίσει τη δόξα να τους σκοτώσουμε αμφότερους, όρμα εσύ, κόψε τα ηνία της άμαξας του, πάρε τα άλογα και φέρε τα στο στρατόπεδο μας. Αυτά είναι δώρα αθάνατα του παντεπόπτη Δία στον γιο του Γανυμήδη, του οινοχόου του, ως τα καλύτερα άλογα που είδε ποτέ ο Ήλιος. Από τον βασιλιά Λαομέδοντα -πατέρα του Πριάμου- έκλεψε ο Αγχίσης έξι νεογέννητα πουλάρια τους, εκ των οποίων τα δυο σέρνουν τώρα την άμαξα του Αινεία. Αν του τα πάρουμε, η δόξα μας θα είναι μέγιστη.»
Δεν είπαν περισσότερα, γιατί τους έφτασαν οι δυο Τρώες πολέμαρχοι κι ο Διομήδης πήδησε στη γη βιαστικά.
«Σιδηρόκαρδε Διομήδη, το βέλος μου δε σε πτόησε. Ας δοκιμάσω, λοιπόν, με το ακόντιο να σε αποτελειώσω,» είπε ο Πάνδαρος και αμέσως εκσφενδόνισε το ακόντιο προς τον Αργίτη νέο.
Την τελευταία στιγμή ύψωσε την ασπίδα του ο Διομήδης. Η αιχμή τη διαπέρασε ολόκληρη και σταμάτησε αγγίζοντας τον θώρακά του.
«Λαβώθηκες θανάσιμα, σκουλήκι! Λίγη ζωή σου μένει πια και καύχημα μου έδωσες τεράστιο! Μετά τον Μενέλαο πέφτεις εσύ από μένα!» Βροντοφώναξε ο Πάνδαρος ευτυχής.
«Έσφαλες, δε με πέτυχες,» απάντησε ο Διομήδης, παραμερίζοντας την ασπίδα του, ώστε το κοντάρι να πέσει και να μείνει μονάχα η οπή του. «Δε θα σας αφήσω αν δεν σκοτώσω τουλάχιστον τον έναν από εσάς, να χορτάσει κι ο αδάμαστος πολεμιστής, ο Άρης, το αίμα που του χρωστώ!»
Έριξε το δόρυ του ψυχρά. Η Αθηνά το οδήγησε με το χέρι της και πέτυχε τον Πάνδαρο στην περικεφαλαία, ανάμεσα στο μάτι και στη μύτη. Διαπέρασε η κοφτερή αιχμή τα δόντια του, έκοψε τη γλώσσα από τη ρίζα και φάνηκε στο πηγούνι του να βγαίνει. Έπεσε από το άρμα ο άρχοντας της Ίδας νεκρός αυτόματα, ανταριάζοντας τα θεία άλογα του Αινεία.
Άφησε το άρμα ο γιος της Αφροδίτης, για να προστατεύσει τον νεκρό από τη σκύλευση των εχθρών. Με πολεμικές ιαχές και απειλητικές κινήσεις του δόρατος του, φυλούσε τον άψυχο Πάνδαρο.
Με ένα χαμόγελο θράσους, ο Διομήδης, απτόητος, προχώρησε στον επόμενο του φόνο. Σήκωσε με γυμνά χέρια μια πέτρα τεράστια, τρανή, θεόρατη, που δυο κανονικά θα σήκωναν. Την πέταξε προς τον Αινεία και τον πέτυχε στη λεκάνη. Ράγισε το κόκαλο και τα δυο νεύρα έσπασαν, ενώ η τραχεία επιφάνεια του έγδαρε το δέρμα. Σωριάστηκε καταγής ο Αινείας, στηριζόμενος στο ένα χέρι του, ενώ την όραση πλημμύρισε σκοτοδίνη.
Θα πέθαινε εκείνη την ημέρα ο Αινείας, αν δεν έτρεχε κοντά του η αθάνατη του μάνα, η Αφροδίτη. Τον έκλεισε στην αγκαλιά της και πάνω του έριξε ολόλευκο πέπλο, ασπίδα απόρθητη, για να μην τον τρυπήσει κάποιο βέλος εχθρικό. Κρατώντας τον σφιχτά, τον πήρε μακριά από τη μάχη τρέχοντας η Θεά.
Εν τω μεταξύ, ο Σθένελος δεν είχε λησμονήσει την προσταγή του φίλου του και άδραξε την ευκαιρία. Με τον Πάνδαρο νεκρό και τον Αινεία χαμένο, το άρμα είχε μείνει αφύλαχτο. Έτρεξε αμέσως προς το μέρος του, έλυσε τα θεία άλογα του Αγχίση και τα οδήγησε στις σκηνές, όπου τα έδωσε στον Δηίπυλο, για να τα φροντίσει. Αφότου ολοκληρώθηκε η αποστολή του, ανέβηκε στο άρμα ξανά κι επέστρεψε στο πλευρό του Διομήδη, αν και το θέαμα που αντίκρισε τον τρόμαξε. Ο γιος του Τυδέα κυνηγούσε με το δόρυ του την ίδια την Αφροδίτη, η οποία έτρεχε έντρομη, ως άνανδρη που ήταν, άσχετη με τις πολεμίστριες Θεές, την πορθήτρα Ενυώ ή την Αθηνά Παλλάδα.
Άπειρες φορές προσπάθησε να τη χτυπήσει ο Διομήδης, αλλά εκείνη ήταν ταχύτατη και ξέφευγε. Ώσπου, κάποια στιγμή, πήδησε ψηλά, κέρδισε έδαφος, την πλησίασε σημαντικά και έτεινε το δόρυ. Έσκισε το αραχνοΰφαντο πέπλο των Χαρίτων και την πάγωσε στο χέρι, μέσα στο τρυφερό δέρμα της παλάμης. Κύλησε το αίμα το θεϊκό πάνω στο χώμα και στις πέτρες, το ονομαστό ιχώρ, μια που οι Θεοί είναι αναίματοι, μην πίνοντας κρασί και μην τρώγοντας σίτο.
Κραύγασε από πόνο η Αφροδίτη κι ο Απόλλων έτρεξε κοντά να τη συντρέξει. Πήρε από τα χέρια της τον Αινεία και μαζί οι δυο τους πέταξαν μακριά για να γλιτώσουν.
Γελώντας την έμπαιξε ο Διομήδης.
«Φύγε από τη μάχη, Κύπριδα! Παράτα τους πολέμους! Σου φτάνει που ξελογιάζεις γυναίκες ανόητες, αυτή είναι η δουλειά σου!»
Όσο τον άκουγε, τόσο περισσότερο τρόμαζε η Αφροδίτη. Ωστόσο, δεδομένου ότι είχαν έρθει μαζί με τον Άρη στην Τροία, δεν είχε κανέναν πια για να επιστρέψει στον Όλυμπο. Φρενήρης αναζήτησε τον Θεό του Πολέμου μα ήταν άφαντος. Το σώμα της είχε μελανιάσει αφύσικα, το ρόδινο χρώμα της είχε χαθεί. Ζαλιζόταν, έτρεμε, πονούσε ολόκληρη και το ιχώρ είχε βάψει χρυσά τα χέρια και το λευκό της χιτώνιο. Κατέβηκε αμέσως η Ίρις από το βουνό των Θεών, για να τη συντρέξει. Ξύπνησε τον Άρη από τον λήθαργο και τον οδήγησε κοντά της.
«Άρη μου, αγαπημένε μου,» τον αγκάλιασε θερμά η Αφροδίτη και τον λέρωσε με το ιχώρ. «Σε ικετεύω, δώσε μου τα άλογα σου, να μεταβώ στον Όλυμπο, στο σπίτι μας το θείο. Με πλήγωσε ο γιος του Τυδέα· με την ορμή που έχει αυτός ακόμα και στον μέγα Δία θα επιτίθονταν.»
Έκπληκτος άκουσε τα λόγια της ο Άρης και της έδωσε αμέσως το άρμα με τα κατάμαυρα άλογα του. Τα ηνία έπιασε η Ίρις και μαζί οι δυο Θεές έφτασαν στην Ίδα, όπου η Ίρις άφησε την Αφροδίτη να συναντήσει τον Δία, ενώ εκείνη τάισε τα άλογα αμβροσία.
Θωρώντας ο Δίας την Αφροδίτη γεμάτη αίμα και τρόμο, θορυβήθηκε. Ακούμπησε ευγενικά τους ώμους της και την κοίταξε στα μάτια.
«Ποιός Θεός σου φέρθηκε τόσο απρεπώς, ποιό δαιμόνιο τον κατέβαλε και σου έκαναν αυτό το κακό;»
«Ο Διομήδης ο Αργίτης με λάβωσε, επειδή πήρα τον γιο μου τον Αινεία, για να μην τον σφάξει,» απάντησε η φιλόφελη Αφροδίτη. «Ξέρεις, Δία, ότι δεν αγαπώ κανέναν περισσότερο από τον Αινεία. Δεν είναι πια μάχη Αχαιών και Τρώων· οι Έλληνες πολεμούν με τους αθάνατους ήδη!»
«Βάστα με υπομονή τα πάθη σου, Αφροδίτη,» τη νουθέτησε η Θέμις, που καθόταν μπροστά στον θρόνο του Δία ακοίμητη σύμβουλος. «Όλοι μας πάθαμε από τους ανθρώπους, όπως δίνουμε αφορμή κακών ανάμεσα τους. Ο Άρης υπέμεινε το μαρτύριο, όταν οι Αλωάδες -ο Ώτος κι ο Εφιάλτης- τον είχαν δέσει και εσωκλείσει σε ένα αγγείο για μήνες δεκατρείς. Θα χανόταν ο Άρης, αν δεν τον ελευθέρωνε ο Ερμής εγκαίρως. Υπέμεινε η Ήρα, όταν την τραυμάτισε στο στήθος ο Ηρακλής. Κι ο Άδης το ίδιο υπέμεινε όταν τον χτύπησε το δηλητηριασμένο βέλος του Ηρακλή και μονάχα στον Όλυμπο μπόρεσε να γιατρευτεί. Τώρα η Αθηνά έβαλε τον Διομήδη να σε χτυπήσει κι εκείνος ο μωρός δε σκέφτεται πως λίγες μέρες έχει όποιος τους Θεούς αψηφά κι εχθρεύεται κι ότι μετά τον πόλεμο παιδιά δε θα δει να του αγκαλιάζουν τα γόνατα και να τον καλωσορίζουν. Για αυτό, αν κι ο Τυδείδης είναι δυνατός, ας συλλογάται να μη συναντήσει αντίπαλο ανώτερο σου. Τότε θα ξυπνήσει η θαυμαστή Αιγιάλεια στο Άργος με τα μαντάτα του νεκρού της άνδρα.»
Άγγιξε το χέρι της Αφροδίτης η Τιτανίς θεματοφύλακας της δικαιοσύνης, σκούπισε τον ιχώρα από την παλάμη, έκλεισε την πληγή κι έπαυσε τους πόνους της.
Σιωπηλές παρακολούθησαν το θέαμα η Αθηνά κι η Ήρα, συγκρατώντας τα χαμογέλα ευχαρίστησης από τα θεία τους χείλη, μια που το βάσανο της Κύπριδας τις ηδόνιζε.
«Πατέρα,» στράφηκε στον Δία η Αθηνά, «όσα θα πω μη σε θυμώσουν. Μήπως η Αφροδίτη ήθελε να αγκαλιάσει την αγαπημένη της Σπαρτιάτισσα που έχουν οι Τρώες ενώ έραβε και κατά λάθος μπήχτηκε στην παλάμη η βελόνα;»
Η Αφροδίτη της έριξε ένα άγριο βλέμμα, το οποίο φάνηκε αστείο πάνω στο τέλειο της πρόσωπο, για τον διπλό της εμπαιγμό· για την ήττα από έναν θνητό και για τον έλεγχο στην Ελένη που προ πολλού είχε χάσει. Ο Δίας πάλι, γέλασε με την καρδιά του στο ευφυολόγημα της κόρης του και κοίταξε την Αφροδίτη γλυκά σαν πατέρας.
«Δε σου ανήκουν τα έργα του πολέμου, Αφροδίτη,» της είπε και τη βοήθησε να σηκωθεί όρθια. «Εσύ καταπιάσου με τις ζηλευτές φροντίδες του γάμου κι άσε αυτά για την Αθηνά και τον μανιώδη Άρη.»
Κι όσο οι Θεοί γελούσαν κι ορισμένοι χαίρονταν με το πάθημα της Αφροδίτης, ο Διομήδης επέμενε να σκοτώσει και να σκυλεύσει τον Αινεία. Το γεγονός ότι τον προστάτευε πια ο ίδιος ο Φοίβος δεν τον πτοούσε διόλου, μια που η Αθηνά του είχε προσφέρει ακόμα περισσότερη τόλμη και θράσος. Ακόμα κι ο ίδιος ο Ζεύς να παρουσιαζόταν μπροστά του, δε θα επηρέαζε την ορμή του στο ελάχιστο.
Τρεις φορές χύθηκε αποφασιστικά να αποτελειώσει τον Αινεία ή να τραυματίσει τον Απόλλωνα και τρεις φορές ο γιος της Λητούς είχε προστατευθεί με τη φωτεινή του ασπίδα, που ακτινοβολούσε σαν ήλιος το φως. Στην τέταρτη προσπάθεια, απηύδησε ο Φοίβος.
«Σκέψου γιε του Τυδέα, πρόσεξε!» Του φώναξε προειδοποιητικά. «Μη θαρρείς πως είσαι ίσος με τους Θεούς, γιατί πολύ διαφέρει η φύση των βροτών από των αθανάτων.»
Ο Διομήδης αποτραβήχτηκε, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν ήταν το περιεχόμενο των λόγων του Θεού, αλλά το απειλητικό του βλέμμα και το εξοργισμένο του ύφος. Η Αθηνά τον είχε ορμηνέψει να μην προκαλέσει κανενός τον θυμό.
Ευχαριστημένος με το απότοκο της κίνησης του, ο Απόλλων σήκωσε τον Αινεία άφοβα και μαζί πέταξαν ως τον ναό του στην Πέργαμο. Εκεί περίμενε η Άρτεμις, που έγιανε τις πληγές του ημίθεου και τον έκανε να αστράφτει ολόκληρος από λάμψη. Ο Φοίβος ταυτόχρονα, έπλασε ένα πλάσμα εντελώς όμοιο στο πρόσωπο και στα όπλα του Αινεία, μα άψυχο, κούφιο. Επέστρεψε ταχύτατα στο πεδίο της μάχης και βρήκε τον Άρη.
«Φονικέ Άρη, άπονε, γιατί δεν διώχνεις από εδώ εκείνον τον Αργίτη βασιλιά, που αν μπορούσε θα όρμαγε και στον πατέρα Δία; Στείλε τον στον Άδη, όπου ανήκει -αν όχι στα Τάρταρα. Το θράσος του υπέρμετρο· πρώτα λάβωσε στο χέρι την Αφροδίτη και έπειτα μου επιτέθηκε τέσσερις φορές!»
Ο Άρης απλώς ένευσε καταφατικά, πήρε το ομοίωμα του Αινεία και το ξάπλωσε σαν πτώμα στο χώμα. Αμέσως, ομοιώθηκε με τον βασιλιά της Θράκης Ακάμαντα -μια που κι εκείνος στη Θράκη είχε γεννηθεί- και στάθηκε εμπρός στις τρωικές φάλαγγες, απευθυνόμενος στους σαράντα πέντε γιούς του Πριάμου που πολεμούσαν στο κέντρο, για να τους υψώσει το ηθικό.
«Παιδιά του Πριάμου, ως ποτέ θα επιτρέπετε στους Αχαιούς να σφάζουν τον λαό σας; Θέλετε μήπως η μάχη να φτάσει στις πύλες; Να, έπεσε ο Αινείας, ο ισότιμος σε όλα του Έκτορα, του δοξαστού Αγχίση ο γιός. Προφτάσατε, κινηθείτε, για να σώσουμε τον σύντροφο μας πριν τον γυμνώσουν.»
Αμέσως τα λόγια του αναζωπύρωσαν το θάρρος κι ο Σαρπηδών των Λυκίων συνέβαλε δίπλα, απευθυνόμενος στον ίδιο τον Έκτορα.
«Πού χάθηκε η πρότερη σου ανδραγαθία, Έκτορα; Είχες πει πως θα σώσεις μόνος της πόλη σου, χωρίς λαούς βοηθούς, μόνο με τους γαμπρούς και τους αδελφούς σου. Από αυτούς τους συγγενείς δεν βλέπω κανέναν, όλοι δειλιάζουν φαίνεται. Μόνο εμείς οι βοηθοί τον πόλεμο κρατάμε. Εγώ ήρθα πολύ μακριά, από τη Λυκία, άφησα τη γυναίκα μου και το νεογνό παιδί μου, τη γαλήνη και την ηρεμία μου. Κι όμως, διατάζω τους άνδρες μου να πολεμήσουν κι ας μην έχω να χάσω ούτε να κερδίσω τίποτα από τους Αχαιούς. Εσύ στέκεσαι ακίνητος, απαθής, δεν παροτρύνεις τους συμπολίτες σου να πολεμήσουν για τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Γρήγορα θα τη χάσετε την πόλη σας, θαρρώ, κι είναι ντροπή να σου συστήνω εγώ να ανδρειωθείς, ένας αρωγός κι όχι συντοπίτης.»
Πληγώθηκε κατάκαρδα η τιμή του πρωτότοκου γιού του Πριάμου από αυτά τα πύρινα λόγια κι ευθύς κατέβηκε από την άμαξα, έπιασε τα δυο του ακόντια κι όρμησε πίσω στην πρώτη γραμμή του στρατού, ως παράδειγμα προς μίμηση κι εμψυχωτής του στρατού.
Οι Τρώες αναπτερώθηκαν μα οι Αχαιοί δεν πτοήθηκαν και ψηλότερα σηκώθηκαν τα νέφη του κονιορτού από τα άλογα που χλιμίντριζαν ξέφρενα. Ο Άρης τότε, έστειλε σκότος πυκνό και αναχαίτισε τον στρατό των Δαναών, ελεύθερος να δράσει ενώ η Αθηνά απουσίαζε. Ο Φοίβος δε έλαβε την ευκαιρία κι επανέφερε στη μάχη τον Αινεία γερό και ανανεωμένο πλήρως, ώστε όλοι σαστίσαν που τον είδαν ζωντανό, μα κανείς δεν τον ρώτησε τίποτα, γιατί προείχε η μάχη.
Την επίθεση των Αχαιών ηγούνταν οι δυο Αίαντες, ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης, μεριμνώντας να παραμείνουν θαρραλέοι οι στρατοί τους και να μη δειλιάζουν στην ορμή των εχθρών. Ατάραχοι παρέμεναν, όπως τα σύννεφα που ο Δίας συνταιριάζει ανάμεσα σε δυο βουνά και δε μετακινούνται ούτε από ήλιο ούτε Βοριά. Ο Αγαμέμνων μάλιστα τριγυρνούσε ανάμεσα στα πλήθη και ενίσχυε το ηθικό τους.
«Σταθείτε, άνδρες. Να έχετε, φίλοι μου, θάρρος και καρδιά δυνατά, παραμείνετε αποφασιστικοί και αισιόδοξοι! Αυτό το πνεύμα το λευκό θα μας διασώσει όλους κι όχι ο φόβος. Τους λιποτάκτες δεν κοιτούν η δόξα και η δύναμη!»
Ξαφνικά, εξαπέλυσε το ακόντιο του στον Δηικόωντα, σύντροφο του Αινεία, από όλους τους Τρώες σεβαστό, γιατί πολεμούσε στην πρώτη γραμμή πάντα. Η αιχμή του τρύπησε την ασπίδα και τον θώρακα και έσκισε την κοιλιά του.
Εξοργισμένος ο Αινείας με τον θάνατο του φίλου του, σκότωσε τους δυο γιούς του Διοκλή, τον Κρήθωνα και τον Ορσίλοχο, από τη Φερά της Πύλου. Ήταν δίδυμοι κι είχαν ακολουθήσει τους Αχαιούς στην Τροία μόλις δεκαπέντε ετών. Έμελλε κάτω από αυτή την πόλη να πεθάνουν.
Ο θάνατος τους πόνεσε τον Αγαμέμνονα, ο οποίος με πρωτοφανή μανία έτρεξε στον Αινεία, για να εκδικηθεί. Αυτή βεβαίως τη μανία φούντωνε ο Άρης, θέλοντας να πέσει ο Αρχιστράτηγος εκείνη την ημέρα από τον γιο της αγαπημένης του Αφροδίτης. Για καλή τύχη του Ατρείδη, τον είδε ο Αντίλοχος, ο πρωτότοκος του Νέστορα, έσπευσε και στάθηκε δίπλα του αμυντικά, για να τον προστατεύσει. Έτσι, ο Αινείας δεν επιτέθηκε στον Αγαμέμνονα, διότι γνώριζε πως δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους δυο τους ταυτόχρονα.
Ο Αντίλοχος κι ο Αγαμέμνων έσυραν τους νεκρούς νέους πίσω στις σκηνές, τους άφησαν σε χέρια ασφαλή κι επέστρεψαν στη μάχη δρυμύτατοι. Ο τελευταίος κατόρθωσε να σκοτώσει τον αρχηγό των Παφλαγόνων Πυλαιμένα, τρυπώντας του την κλείδα με το δόρυ. Ο πρώτος φόνευσε τον Μήδωνα, γιο του Ατύμνου, έφιππο. Του πέταξε μια πέτρα στον αγκώνα, για να αφήσει τα ηνία του αλόγου κι έπειτα του επιτέθηκε με το σπαθί του, που το βύθισε στα μηνίγγια του, ώστε ο καύκαλος έπεσε στο χώμα και στους ώμους. Πολλή ώρα χρειάστηκαν να τον βρουν οι δικοί του, ενώ τα άλογα του ήταν χαμένα, αρπαγμένα από τον Αντίλοχο.
Εκείνη τη στιγμή, είδε τους δυο ομαδοποιημένους Αχαιούς ο Έκτωρ και με μια ιαχή ανατριχιαστική όρμησε καταπάνω τους και πίσω του μια φάλαγγα Τρώων. Η σεπτή Ενυώ κι ο Άρης τον συντρόφευαν, θεριεύοντας τη δίψα του για αίμα. Ο Θεός του Πολέμου κρατούσε το δόρυ του ψηλά απειλητικά, πότε στεκόμενος δίπλα στον Έκτορα και πότε πίσω του. Ρίγησε ο Διομήδης μόλις τον αντίκρισε κι απευθύνθηκε στον στρατό, ώστε να τους προειδοποιήσει.
«Φίλοι μου, τον Έκτορα όλοι μας θαυμάζουμε ως μέγα πολεμιστή κι ατρόμητο. Ωστόσο, πάντοτε ένας Θεός βρίσκεται δίπλα του και τη ζωή του σώζει. Τώρα με μορφή θνητού είναι ο Άρης. Οπισθοχωρείτε, μην προκαλείτε σε μάχη τους Θεούς.»
Προτού προλάβουν να αντιδράσουν στα λόγια του οι Αχαιοί, τους πρόλαβαν οι Τρώες. Με μάτια αιμοσταγή ο Έκτορας σκότωσε πάνω στην ίδια άμαξα των Αγχίαλο και τον Μενέσθη. Λυπήθηκε ο Αίας του Τελαμώνα κι έριξε το ακόντιο στον Αμφίο από την Παισό, πετυχαίνοντας τον στη ζώνη και διαπερνώντας του την κοιλιά. Πέθανε αμέσως κι ο Σαλαμίνιος ήρωας τον πλησίασε, για να του πάρει τα όπλα. Βροχή έπεφταν πάνω του τα τρωικά βέλη και γέμισε η περίφημη ασπίδα του με πλήθος αναρίθμητων. Τότε, έβγαλαν από τον νεκρό το φονικό κοντάρι και στάθηκαν γύρω του προστάτες, εμποδίζοντας τον γιγαντόσωμο Αχαιό. Φοβούμενος ο Αίας ότι ίσως τον περικύκλωναν, υπέκυψε σε μια σπρωξιά και βρέθηκε παραπίσω, παρατώντας το πτώμα ολότελα.
Οι Μοίρες οι άκαρδες εκείνη την ημέρα θέλησαν να συγκρουστεί ο μέγας Τληπτόλεμος, ο γιος του Ηρακλή, με τον Σαρπηδόνα των Λυκίων.
«Τι σε αναγκάζει Σαρπηδών, άνθρωπε αμαθή στον πόλεμο, να βρίσκεσαι εδώ;» Αναρωτήθηκε ο Ηρακλείδης καθώς οι δυο τους πλησιάζονταν. «Κρύβεσαι στις ακριανές γραμμές ως δειλός. Ψεύδονται θαρρώ όσοι λένε πως είσαι γιος του Δία, διότι είσαι πολύ κατώτερος των πρώτων γιών του, των μεγάλων ηρώων, σαν τον πατέρα μου. Ο Ηρακλής, λεοντόψυχος κι ατσάλινος στην τόλμη, ήρθε εδώ να λάβει τα θεία άλογα που ο Λαομέδων του είχε υποσχεθεί, μόνο με έξι καράβια και στρατό ελάχιστο, πόρθησε το Ίλιο κι από λαό ορφάνεψε τους δρόμους. Κι εσύ εμφανώς δειλή ψυχή έχεις, άθελα σου ως εδώ στους Τρώες ήρθες στήριγμα από τη μακρινή Λυκία. Θα δεις τώρα που το δόρυ μου στον Άδη θα σε στείλει.
«Τληπτόλεμε, εκείνη η πτώση του Ιλίου οφείλεται στην ανοησία του σεβαστού Λαομέδοντα, ο οποίος τον ευεργέτη του είχε εξυβρίσει και αδικήσει, εφόσον δεν του έδωσε όσα του είχε υποσχεθεί. Σήμερα από εμένα φόνο και μαύρο ριζικό θα λάβεις, από τη λόγχη μου θα πέσεις. Εγώ θα πάρω το καύχημα κι ο Άδης την ψυχή σου,» απάντησε απτόητος και προκλητικός ο Σαρπηδών.
Έριξαν ταυτόχρονα τα δόρατα οι βασιλείς. Του Τληπτόλεμου η λόγχη τρύπησε τον αριστερό μηρό του Σαρπηδόνα, αλλά δεν τραυμάτισε το κόκαλο του, διότι ο Δίας πατέρας τον φυλούσε. Εκείνου, όμως, η λόγχη διαπέρασε τον λαιμό του Ηρακλείδη και βγήκε από το ζνίχι του, ώστε το αιώνιο σκότος σκέπασε τα μάτια του αυτοστιγμεί.
Τράβηξαν οι Λύκιοι τον τραυματία Σαρπηδόνα μακριά από τη μάχη και μέσα στην ταραχή του δε σκέφτηκαν ούτε το ακόντιο να βγάλουν από τον μηρό του. Το ίδιο έπραξαν κι οι Αχαιοί με πρώτους τους Ροδίτες, μαζεύοντας το πτώμα του θαρραλέου νέου.
Ο Οδυσσέας βρέθηκε πολύ κοντά στην νεκρική πομπή του Τληπτόλεμου κι η καρδιά του σκίστηκε, θωρώντας τον γιο του Ηρακλή σφαγμένο. Πάθος για εκδίκηση τον κυρίευσε και βάλθηκε να σκέφτεται τι ήταν αξιότερο· να αποτελείωνε τον Σαρπηδόνα ή να ορμούσε στους Λυκίους στρατιώτες του. Η Αθηνά τον βοήθησε, γνωρίζοντας ότι ο πατέρας της δεν επιθυμούσε τον θάνατο του γιού του, και τον ώθησε προς το πλήθος.
Ο Οδυσσέας έζωσε το τόξο ξανά στη ζώνη του ώμου του και επιτέθηκε στους Λυκίους με το ξίφος, την ασπίδα και το δόρυ. Σχεδόν αμέσως φόνευσε μανιωδώς εφτά· τον Κοίρανο, τον Αλάστορα, τον Άλιο, τον Χρομίο, τον Νοήμονα, τον Άλκανδρο και τον Πρύτανι. Θα σκότωνε πολλούς ακόμα στην ορμή του ο γιος του Λαέρτη, αν δεν τον έβλεπε ο Έκτωρ. Εμφανίστηκε λαμπρός ανάμεσα στους προμάχους, ο φόβος κι ο τρόμος των Αχαιών. Θωρώντας τον ο Σαρπηδών, αναθάρρησε.
«Γιε του Πριάμου, σε παρακαλώ, μη με αφήσεις εδώ, να γίνω λεία των εχθρών ως νεκρός. Ας πεθάνω στην πόλη σου ήρεμος, αφού δεν έμελλε να ξαναδώ τη γυναίκα και το βρέφος μου.»
Δεν του απάντησε ο λοφοσείστης Έκτωρ μα τον προσπέρασε βιαστικά, ποθώντας να εκδιώξει μακριά τους Δαναούς και να σκοτώσει κι άλλους.
Οι σύντροφοι του κάθησαν τον Σαρπηδόνα κάτω από την εύμορφη βελανιδιά του Δία κι ο γενναίος Πελάγων του έβγαλε το ακόντιο επιτέλους. Ο γιος του Δία ένιωσε την ψυχή και τα μάτια του να θαμπώνουν, το δίχως άλλο ο θάνατος πλησίαζε. Παρόλα αυτά, έφτασε ο δροσερός Βορέας, των ανέμων ο κυρίαρχος, φύσηξε απαλά και αναζωογόνησε την ημιθανή ψυχή του.
Όσο κι αν τους χτυπούσε ο Έκτορας και δίπλα του ο ίδιος ο Άρης με ορμή και δύναμη ανυπέρβλητη, οι Δαναοί δεν υποχωρούσαν ούτε αποδέχονταν την ήττα τους. Ωστόσο, ούτε τους επιτίθονταν, αναγκαστικά οπισθοδρομούσαν, θυμωμένοι την προειδοποίηση του Τυδείδη για τον Άρη.
Σκότωναν πλήθος Έλληνες ο Έκτορας κι ο Άρης μαζί· ο θείος Τεύθρας έπεσε, δίπλα του ο Ορέστης, ο Αιτωλός λογχιστής Τρήχος, ο Οινόμαος, ο γιος του Οινόπου Έλενος κι ο λαμπρός Ορέσβιος, που στην Ύλη κατοικούσε και θησαύριζε μαζί με τους άλλους Βοιωτούς από την αφθονία της λίμνης τους.
Θορυβήθηκε κι οργίστηκε η Ήρα, συνειδητοποιώντας τον θρίαμβο του Έκτορα με αρωγό τον Άρη. Έγειρε στην Αθηνά δίπλα της και μουρμούρισε νευρικά.
«Συμφορά μας, Αθηνά, αν επιτρέψουμε να συνεχιστεί η λύσσα αυτή του Άρη. Είμαι βέβαιη πως η υπόσχεση σου στον Διομήδη να πορθήσει την Τροία δε θα πραγματωθεί. Σήκω· πρέπει κι εμείς να θυμηθούμε τις μάχες.»
Σηκώθηκαν μαζί οι Θεές, άφησαν το πλευρό του Δία και ετοιμάστηκαν για μάχη. Έζεψε τα χρυσόφαρα άλογα στο άρμα της η Ήρα κι η κόρη της η Ήβη έσφιξε τους τροχούς. Κάτω από τον ζυγό έδεσε τα άλογα η Ήρα που δεν είχε πιάσει όπλα από τη Γιγαντομαχία και αδημονούσε. Η Αθηνά ταυτόχρονα ζώστηκε περιώμιο που η ίδια είχε υφάνει, έδεσε στον ώμο την κροσσωτή ασπίδα, που είχε πάνω της Μέδουσας την κεφαλή και τα ιερά της φίδια. Στο τέλος φόρεσε την περικεφαλαία, ολόχρυση, με τέσσερα λοφία κι ανέβηκε με το ξίφος και το δόρυ της στο θεϊκό τους άρμα.
Η Ήρα μαστίγωσε τα άλογα και κρατώντας τα ηνία σταθερά, ξεκίνησε η κατάβαση τους στην Τροία. Οι πύλες του ουρανού άνοιξαν διάπλατα για εκείνες από τις ακοίμητες φύλακες του, τις τρεις Ώρες. Προτού, όμως, περάσουν και μεταβούν στη γη, εμφανίστηκε μπροστά τους ο ίδιος ο Ζεύς κι η Ήρα σταμάτησε την άμαξα απότομα.
«Πού νομίζετε πως πηγαίνετε;» Τις ρώτησε απειλητικά.
«Δία, στα αλήθεια σου αρέσουν οι κτηνωδίες του Άρη και τις δέχεσαι;» Αναρωτήθηκε νευρικά η Ήρα. «Άδικα αφάνισε κι απρεπώς τόσους Αχαιούς ανδρείους. Με λύπησε, μα ευφράνθηκαν ο Φοίβος κι η Αφροδίτη, γιατί αμολήσαν τον τρελό που νόμο δε γνωρίζει!»
Αναστέναξε ο Δίας και χαμήλωσε τα οργισμένα του μάτια, σφίγγοντας τις γροθιές του.
«Σπρώξε την Αθηνά καταπάνω του,» είπε, συγκρατώντας το ξέσπασμα. «Ας τον πλήττει εκείνη με οδύνες ελεύθερα κι ασυγκράτητα.»
Αμέσως, ο Πατέρας των Θεών και των Ανθρώπων παραμέρισε και άφησε το θείο άρμα να διαβεί τις πύλες των αθανάτων και να βρεθεί στη γη της Τρωάδας, πετώντας με τα άλογα στον ουρανό και στα άστρα.
Προσγειώθηκαν στο σημείο όπου τα ρεύματα του Σκαμάνδρου και του Σιμόεντα έσμιγαν. Ξεπέζεψαν κι η Ήρα σκέπασε με καταχνιά το άρμα, ενώ βλάστησε φύλλα αμβροσία να βοσκήσουν.
Μόλις έφτασαν στο πεδίο της μάχης, αντίκρισαν τον τρανό Διομήδη περικυκλωμένο από δεκάδες άνδρες σαν γύπες ή άγρια σκυλιά, που πάσχιζαν να τον φονεύσουν, αγκομαχώντας να τους αναχαιτίσει.
Αμέσως η Ήρα πήρε τη μορφή του Στέντορα και κραύγασε οργισμένα στους συστρατιώτες του.
«Ντροπή σας Αργείοι, θαυμαστοί στην όψη μα αχρείοι! Όσο ερχόταν στον πόλεμο ο Αχιλλέας, ούτε από την πύλη δεν τολμούσαν να περάσουν οι Τρώες, τόσο πολύ εκείνον και τα όπλα του έτρεμαν. Και τώρα από την πόλη τους μακριά μας πολεμούν, έφτασαν ως τα πλοία!»
Αυτά είπε κι αποτραβήχτηκε, για να αναλάβει δράση, ενώ η Αθηνά την παρατηρούσε άναυδη.
«Είσαι απόλυτα απελπισμένη, σωστά;» Τη ρώτησε με αληθινή περιέργεια. «Αναφέροντας τον Αχιλλέα με τόση μισαλλοδοξία κι ως αρνητικό παράδειγμα, πείστηκα για αυτό.»
«Οι απεγνωσμένες εποχές μας αναγκάζουν να προβούμε σε απεγνωσμένα μέτρα, ένα εκ των οποίων είναι η σύμπραξη των δυο μας,» αποκρίθηκε με την απαραίτητη ειρωνεία η Ήρα κι έτρεξε να αναμειχθεί με το πλήθος, ώστε να αναζωπυρώσει το ηθικό ξανά. Πράγματι, οι Δαναοί σύντομα έλυσαν την πολιορκία γύρω από τον γιο του Τυδέα κι η μάχη άναψε για άλλη μια φορά σώμα με σώμα σε παράταξη. Εκείνος χάθηκε από το πεδίο κι η Αθηνά τον ακολούθησε.
Τον βρήκε δίπλα στην άμαξα του να δροσίζει με νερό και κρασί την πληγή από το βέλος του Πάνδαρου. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπο και σε όλο του το σώμα, ενώ εκείνος σκούπιζε με ένα πανί το αίμα.
«Δεν μοιάζεις στον πατέρα σου,» ξεκίνησε να του μιλά η Θεά και την άκουγε χωρίς να την κοιτάζει. «Εκείνος δε με άκουγε, τον οδηγούσε το θάρρος κι η απέραντη τόλμη του, μολονότι ήταν μικρόσωμος. Πολλάκις τον είχα νουθετήσει να φερθεί μυαλωμένα και να μην τραβήξει τα όπλα, όταν οι Εφτά κινήσαν ενάντια της Θήβας. Βεβαίως, με αψηφούμε κι ακολουθούσε την καρδιά και την ορμητική του δίψα για μάχη κι αίμα. Ομοίως, εσύ πλέον με έχεις πάντα δίπλα σου να σε προστατεύω και να κρατώ άσβεστο το μίσος για τους Τρώες. Τώρα, όμως, είτε η κόπωση κι ο πόνος σε αποδυνάμωσαν είτε ο φόβος σε απονέκρωσε και γιος του Οινείδη Τυδέα, του αδερφού της Διηάνειρας και του Μελέαγρου, εσύ δεν είσαι.»
Φέρθηκε σκληρά· δεν ήταν επίπληξη αυτό, μα προσβολή απροκάλυπτη. Με βεβαιότητα πίστευε ότι έτσι θα κατόρθωνε να φουντώσει ξανά την πολεμοχαρή του φύση.
Ο Διομήδης ύψωσε το πρόσωπο και την κοίταξε κατευθείαν στα γαλάζια της μάτια, πράγμα που την ξάφνιασε θετικά και την έπεισε για το αντίθετο που μόλις είχε υποστηρίξει· ήταν γιος του πατέρα του· είχε ακριβώς την ίδια απείθεια στο βλέμμα, εκείνη την ανυπακοή που είχαν ο Ηρακλής κι ο Οδυσσέας, την ευγενή αψήφηση που γεννούσε τους αληθινούς ήρωες. Η Αθηνά μειδίασε προκλητικά.
«Σε γνωρίζω καλά, Αθηνά σεπτή, άρα θα σου μιλήσω ειλικρινά και τίποτα δε θα σου κρύψω,» απάντησε τελικά ο Διομήδης. «Ούτε ο κόπος με μούδιασε, ούτε ποσώς κι ο φόβος, αλλά θυμάμαι ακριβώς όσα με ορμήνεψες πιο πριν. Με εμπόδισες άλλους Θεούς σε μάχη να προκαλέσω, αλλά αν τη Θεά του Έρωτα μπροστά μου αντικρίσω, αμέσως να χτυπήσω κι έτσι έπραξα, μια που γνωρίζω να σέβομαι τις θεϊκές βουλές και να ανταποδίδω την εκτίμηση που δέχομαι. Για αυτό, αποτραβήχτηκα και συμβούλεψα και τους συντρόφους μου να πράξουν αναλόγως, διότι είδα μπροστάρη των Τρώων δίπλα στον Έκτορα τον Άρη.»
Με τις παλάμες της ζέστανε τα μάγουλα του η Αθηνά και σαν μάνα του μίλησε στοργικά.
«Διομήδη αγαπημένε, ώσπου να λάβεις αντίθετη εντολή από εμένα, μη φοβάσαι κανέναν αθάνατο που θα βρεθεί μπροστά σου· ούτε τον Άρη, ούτε τον Φοίβο, μήτε κανέναν άλλον πολεμικό προστάτη. Αρωγό σου έχεις εμένα. Εσύ είσαι ο ήρωας των Αχαιών πια και κανείς άλλος· διεκδίκησε τη λάμψη που σου αναλογεί κι αξίζεις!Ανέβα στο άρμα και χτύπα τον από κοντά χωρίς ίχνος σεβασμού, όχι για τον μανιακό, πανκάκιστο κι άστατο, που πρότερα υποσχόταν σε εμένα και στην Ήρα πως θα πολεμούσε εναντίον των Τρώων και πρώτος συμμάχησε μαζί τους!»
Ευθύς, ένευσε στον Σθένελο να αφήσει τη θέση του στο άρμα και την κατέλαβε εκείνη. Έγινε η Θεά ηνίοχος του Διομήδη κι εκείνος στάθηκε δίπλα της υπερήφανα, πιο αποφασισμένος, ορμητικός και γενναίος από ποτέ άλλοτε. Η Αθηνά οδηγούσε το άρμα ταχέως, για να φτάσουν στην πρώτα γραμμή. Βρήκαν τον Άρη την ώρα που γύμνωνε από τα όπλα του τον Περίφαντα, εξαίσιο πολέμαρχο από την Αιτωλία και θέλοντας να ευνοήσει ακόμα περισσότερο τις συνθήκες, η Αθηνά φόρεσε την περικεφαλαία του Άδη, το ακριβό έργο των Κυκλώπων, που την έκανε αόρατη ακόμα κι από αθάνατους.
Μόλις είδε ο Άρης τον Διομήδη, παράτησε τον νεκρό και του επιτέθηκε, πρόθυμος να του πάρει τη ζωή. Έριξε απότομα το δόρυ του, στοχεύοντας τον λαιμό αλλά η Αθηνά το έπιασε στον αέρα, προτού αγγίξει καν τον Διομήδη.
Έριξε έπειτα το δικό του ακόντιο ο γιος του Τυδέα, κρατώντας το στην άφεση μαζί με την Παλλάδα, που το οδήγησε ακριβώς εκεί που επιθυμούσε. Η αιχμή καρφώθηκε βαθιά στους λαγόνες του Άρη, σπάζοντας και το ίδιο από την ορμή και τη δύναμη της εκτόξευσης και της κρούσης.
Βόγκηξε ο Θεός του πολέμου, τόσο δυνατά και σπαραχτικά, όσο δέκα χιλιάδες άνδρες που συγκρούονται στη μάχη, σκορπώντας τρόμο στις καρδιές Αχαιών και Τρώων ανεξαιρέτως, απίστευτη ευχαρίστηση, διασκέδαση ηδονή στην Αθηνά, ενώ στην Ήρα μια αίσθηση δικαίωσης. Τόσο δυνατά σφάδασε ο αιματόχαρος Άρης από τον οξύ πόνο. Τότε, σηκώθηκε μια μαύρη σκόνη από τη γη, σαν σκότος παχύ, σαν στάχτη και θειάφι, σαν καύτρες νεκρικών πυρών και πήραν τον Θεό πίσω στον Όλυμπο, ολότελα ηττημένο και εξευτελισμένο. Έκθαμβος ο Διομήδης παρακολουθούσε το θέαμα κι αποτύπωνε κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη του.
Τα σκοτεινά νέφη οδήγησαν τον Άρη πίσω στην Ίδα, όπου λυπημένος και πληγωμένος με την ιχώρα να τρέχει ωσάν ποτάμι από τα γεννητικά του όργανα κάθισε στον θρόνο δίπλα στον πατέρα του.
«Πατέρα, γιατί δε θυμώνεις στο κακό που θωρείς;» Παραπονέθηκε πονώντας στον Δία. «Φριχτά πάσχουμε οι Αθάνατοι από δική μας δράση, όταν λαμβάνουμε τα μέρη των θνητών. Ωστόσο, σε εσένα όλοι θυμώνουμε, γιατί από το κεφάλι σου βγήκε κόρη παλαβή, κακότροπη, που στα άνομα είναι ο νους της! Όλοι οι Θεοί στον Όλυμπο είναι υποτελείς σου, υποτάσσονται και κλίνουν τον γόνυ εμπρός σου. Εκείνη, όμως, ούτε καν τιμωρείς για τις παρατυπίες της ούτε με έργα ούτε με λόγια, την υπομένεις κακή, γιατί είναι η πρωτότοκη σου! Και τώρα που ωθεί τον Διομήδη να μάχεται αθάνατους ποσώς την εμποδίζεις! Πρώτα λάβωσε το χέρι της Αφροδίτης και μετά όρμησε σε εμένα σαν δαίμων του Ταρτάρου. Αν δε με έσωζαν τα γοργά μου πόδια, τώρα θα κειτόμουν πληγωμένος κάτω από πτώματα σωρό ή άψυχος νεκροζώντανος από τις μύριες λόγχες.»
«Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια,» σχολίασε πικρόχολα η Θέμις προς τον Δία, ο οποίος σηκώθηκε όρθιος, κοιτώντας τον πρωτότοκο γιο του αγριωπά.
«Μην κάθεσαι εδώ, ανισόρροπε, να κλαις σαν το μωρό. Από όλους τους Θεούς του Ολύμπου εσένα μισώ περισσότερο, γιατί την έριδα αγαπάς, τις μάχες και τον πόλεμο. Έχεις την ακράτητη κι αδυσώπητη ορμή της μητέρας σου και συζύγου μου, που δύσκολα δαμάζουν τα λόγια μου και προφανώς αυτή ευθύνεται για αυτή σου την κατάντια. Ωστόσο, δεν μπορώ να σε αφήσω να τυραννιέσαι, είσαι αίμα μου, γιος μου από Θεά επιφανή. Αν ήσουν γιος άλλου Θεού -τόσο κακός που είσαι- προ πολλού θα είχες εκδιωχθεί από του Ολύμπου τα παλάτια.»
Αμέσως, ο παντοδύναμος γιος του Κρόνου διέταξε τον ιατρό των αθανάτων, τον Παιήονα, να κατέβει από τον Όλυμπο και να τον ιάσει. Με βότανα παυσίπονα πολλά τον τύλιξε εκείνος και ταχύτατα τον γιάτρεψε από τον πόνο.
«Η πληγή θα κλείσει αύριο,» ήταν η γνωμάτευσή του και δεν είπε άλλη κουβέντα, παρά μόνο δέχτηκε ταπεινά τις ευχαριστίες των Θεών, προτού επιστρέψει στον Όλυμπο.
Ύστερα, η Ήβη ανέλαβε τον μεγάλο της αδελφό. Τον έπλυνε, τον έλουσε, καθάρισε από πάνω του όλη την ταγκή και τη βρωμιά της μάχης, του ιδρώτα και του αίματος, ώσπου έλαμπε ξανά σαν Θεός, πανώριος και ασύγκριτος στο κάλλος. Τον έντυσε με νέο χιτώνα πορφυρό κι έτσι εκείνος επέστρεψε στην αίθουσα του θρόνου και κάθισε δίπλα στον πατέρα του όπως πριν, μόνο που αυτή τη φορά δεν κλαψούριζε, ήταν στητός κι υπερήφανος. Εκείνη τη στιγμή, φάνηκαν θριαμβευτικές η Ήρα κι η Αθηνά πάνω στο θείο άρμα, έχοντας αναχαιτίσει τις τρωικές δυνάμεις κι εμποδίσει τον Άρη από γενοκτονία. Αυτόματα κλείδωσαν οι ματιές των δυο θετών αδελφών, που είχαν πατέρα κοινό τον Δία και μάνες διαφορετικές, μια κόρη του Κρόνου και μια του Ωκεανού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
7200 λέξεις και δεν πρόσθεσα δικές μου plotlines, παρέμεινα στην αφηγηματική πορεία του Ομήρου.
Με έτρωγε το χέρι να γράψω κι Αχιλλέα για χλεύη αλλά δεν άντεχα να λερώσω το αφιερωμένο κεφαλαίου ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΜΗΔΗ με φλώρους σαν τον Αχιλλέα.
Διότι πρέπει να το παραδεχτείτε. Μπροστά στον Διομήδη ο Αχιλλέας είναι φλώρος. Το ημίθεο kitten δεν μπόρεσε ποτέ να πληγώσει αθάνατο, ενώ ο Διομήδης το έκανε διπλό σε μια μέρα κόντρα σε όλους τους ανέμους και στον άστατο ουρανό!
Τέλος πάντων, πώς σας φάνηκε εσάς αυτό εδώ το τεράστιο κεφάλαιο;;;
Στο επόμενο, έχουμε την επιστροφή των δικών μου σαλτσοειδών (κυρίως κοριτσίστικων), επανερχόμαστε στα ενδότερα της Τροίας, με μπόλικη μπόλικη ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΕΠΙΔΕΙΞΗ πραγματικά αξιών ανθρώπων και χαρακτήρων, με κύριο πρωταγωνιστή τον αγαπημένο μου ήρωα της Ιλιάδας και τα κορίτσια της Τροίας.
Μάντεψε τον αγαπημένο μου ήρωα και κέρδισε αφιέρωση στο επόμενο ;)
Όσον αφορά την μαντεψιά του Διομήδη, πρώτη το βρήκε η dimitramrt κι έπειτα οι marinapap18 και @Wikipendotia Το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο και στις τρεις τους!
Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top