XXV Θεϊκή Απάτη
~Είμαι βέβαιη ότι θα έχουμε πάρτυ στα σχόλια, οπότε θα σας το πω από τώρα.
Όσον αφορά την Επανάσταση των Θεών, θα μιλήσουμε αναλυτικά σε μελλοντικό κεφάλαιο του Πολέμου των Τεσσάρων, αλλά και στο βιβλίο μου "Ηρακλής: Ο Μέγιστος Ήρωας" , όταν ξεκινήσει με το καλό. Εκεί θα απαντηθούν όλες οι τυχούσες απορίες ;)~
~Καλή Ανάγνωση!~
Η Θέτιδα ανακουφίστηκε μόλις αντίκρισε τον Δία μόνο στην Αίθουσα του Θρόνου των Θεών. Φυσικά, κοντά του βρισκόταν η κόρη του η Ήβη, η οινοχόος των Θεών και πιο πέρα οι Μουσες, που έπαιζαν μουσική και τον γαλήνευαν. Ωστόσο, η Ήρα ή οποιοσδήποτε άλλος πρωτεύων Θεός που είχε ταχθεί με τους Αχαιούς δε φαινόταν πουθενά. Δε θα μπορούσε να διανοηθεί πώς θα έκανε γνωστό το αίτημά της μπροστά στην Ήρα, που με βεβαιότητα θα οργιζόταν με εκείνη και τον γιο της.
Ο Δίας χαμογέλασε εγκάρδια όταν την αντίκρισε.
"Καλωσήρθες, Θέτιδα! Ποιός καλός άνεμος σε φέρνει στον Όλυμπο; Πώς κι άφησες τα πέλαγα για τη βουνοκορφή μας;"
"Δία μου τρανέ, ως Παντοκράτωρ και Παντεπόπτης θα έπρεπε ήδη να γνώριζες την αδικία που συνέβη στο μοναχοπαίδι μου,"
Η ματιά του Δία σκοτείνιασε επικίνδυνα. Από τις μαρμάρινες κολώνες, πέρασε και στάθηκε δίπλα του ο αθάνατος, γιγάντιος αετός του, παιδί του Τυφώνα και της Έχιδνας.
"Τη γνωρίζω, πράγματι, Θέτιδα. Ωστόσο, ούτε λυπάμαι ούτε χαίρομαι. Είναι μια ανατρεπτική εξέλιξη, που θα μεταβάλει την πορεία των μαχών."
Η πανώρια Νηρηίδα έπεσε στα γόνατα, ακουμπώντας το ένα χέρι στο γόνατο του και το άλλο στο γένι του. Έγινε ικέτης κι αυτό τον προβλημάτισε.
"Το παιδί μου υποτιμήθηκε Δία· εξευτελίστηκε, ληστέφθηκε, μόνο και μόνο επειδή φάνηκε ειλικρινής και τολμηρός τη στιγμή που όλοι οι άλλοι σώπαιναν. Αν ο Αχιλλέας ήταν γιος σου, θα εκδικόσουν για χάρη του τους φταίχτες. Αυτό θέλω να κάνεις και τώρα."
"Ως τι; Δεν είμαι πατέρας του, Θέτις, γιατί δε ζητάς από τον Πηλέα να σε βοηθήσει;"
"Οφείλεις να με βοηθήσεις εσύ," απάντησε θαρραλέα εκείνη. "Πρώτα από όλα, προφήτευσα τη συντριβή σου από τον γιο που θα έκανες με τη Μήτιδα κι έτσι σώθηκες την τελευταία στιγμή, με την Αθηνά, που σε λατρεύει και δε σκοπεύει να σε εκθρονίσει. Δεύτερον -δε θα τολμούσα να το ξεστομίσω ως υποχρέωση μα η ανάγκη είναι μεγάλη- εγώ κι η αδελφή μου η Ευρυνόμη μεγαλώσαμε κι αναθρέψαμε τον γιο σου τον Ήφαιστο, όταν τον πέταξε η Ήρα στη θάλασσα λίγο μετά τη γέννα. Ύστερα, μην ξεχνάς ότι αν δεν ήμουν εγώ, δε θα ήσουν ούτε εσύ εδώ. Πάνε σχεδόν τριακόσια χρόνια από τότε, μα είμαι βέβαιη ότι οι μνήμες σου θα είναι πιο φρέσκιες κι από την πρωινή δροσιά. Όλοι οι ισχυροί Θεοί στράφηκαν εναντίον σου μετά από παρακίνηση της Ήρας, που διψούσε για εκδίκηση μετά την προδοσία σου. Σε αιφνιδίασαν και σε έδεσαν με ασημένιες αλυσίδες δια χειρός του Ηφαίστου· ο Ποσειδώνας, η Αθηνά, η Ήρα, ο Απόλλων, ο Ερμής· το πιο άρτια οργανωμένο πραξικόπημα. Κανείς δεν μπορούσε να σε βοηθήσει παρά εγώ. Είμαι βέβαιη ότι θυμάσαι τα υπόλοιπα."
"Πράγματι," ήταν η μόνη απάντηση του Δία, που είχε βυθιστεί σε σκέψεις, ενώ το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει στη θύμιση εκείνων των ζοφερών ημερών.
"Γνωρίζεις ότι όλα αυτά τα έκανα επειδή αγαπώ εσένα και την οικογένειά σου," συμπλήρωσε η Θεά των Παιδιών. "Δε θα τολμούσα να σου πω ότι μου χρωστάς οτιδήποτε, όμως το καθήκον μου ως μητέρα μου απαγορεύει να μείνω άπραγη ενώ το παιδί που αδικείται και κλαίει στην ακροθαλασσιά με σπαραγμό νεογνού. Σε ικετεύω Δία, εισάκουσε το αίτημά μου."
Ο Δίας δεν ήταν άκαρδος, αυτό το γνώριζαν όλοι. Επρόκειτο για κυβερνήτη δίκαιο, επιεική και αξιοκράτη. Δεν μπορούσε να μη συγκινηθεί, θωρώντας τη μητρική λύπη. Η ψυχή του πληρώνονταν στη σκέψη ότι αυτή η μεγαλειώδης θεά οδύρονταν σαν χήρα για τον μοναχογιό της.
"Όπως θέλεις έτσι θα γίνει," της ανακοίνωσε την απόφαση του. "Θα φροντίσω προσωπικά να τιμωρηθούν οι φταίχτες για τη δυσμένεια του γιου σου. Θα γεμίσω συμφορές το στρατόπεδο των Αχαιών. Οι Τρώες θα νικούν συνεχώς και θα φτάσουν να βάλουν φωτιά στα εχθρικά τους πλοία, στο ορκίζομαι στο ποτάμι της Στυγός. Θα μετανιώσουν οι Βασιλείς την ώρα και τη στιγμή που προσέβαλαν το παιδί σου!"
"Σε ευχαριστώ," ψέλλισε συγκινημένη η Θέτιδα και του έσφιξε λατρευτικά το χέρι.
Ο Δίας έκλινε το κεφάλι ήρεμα και τότε τα μάτια του πέταξαν σπίθες, ενώ δώδεκα κεραυνοί και αστραπές σκόρπισαν στον ουρανό. Οι βροντές πρόσθεσαν μεγαλοπρέπεια στον Κύριο των Θεών που ακτινοβολούσε ολόκληρος.
"Ο όρκος μου είναι ιερός κι ακόμα πιο ιερή είναι η σφραγίδα μου με τους κεραυνούς, που με έκαναν Βασιλιά των Θεών και νικητή σε όλες τος διαμάχες," είπε τελικά. "Πήγαινε, Θέτις, γύρισε στη θάλασσα, όπου ανήκεις, και βεβαίωσε το παιδί σου ότι όλα θα γίνουν όπως επιθυμεί."
"Μέσα από την καρδιά μου σε ευχαριστώ," έλεγε και ξαναέλεγε η Θέτις. "Γνωρίζω ότι δεν ήταν εύκολη η επιλογή σου."
"Πράγματι," συμφώνησε ο Δίας. "Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η Ήρα, που αγαπά και στηρίζει τους Αχαιούς από την πρώτη ημέρα του Πολέμου. Όταν της ανακοινώσω τις προθέσεις μου, θα εξοργιστεί το δίχως άλλο, όμως δεν μπορώ να επιτρέψω στην αδικία και στην αυταρχικότητα να διαιωνιστούν!"
Η Θέτις υποκλίθηκε μπροστά του με αληθινό σεβασμό κι έφυγε από την Αίθουσα, με ένα χαμόγελο ευτυχίας, διότι ο γιος της ο μονάκριβος, που είχε από τις Μοίρες στιγματιστεί ολιγόζωος, θα έπαιρνε την εκδίκηση που λαχταρούσε. Πέταξε σαν πανάλαφρο περιστέρι ως την ακροθαλασσιά, για να του το ανακοινώσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ταξίδι προς τη Χρύση ήταν σύντομο. Ο ούριος Ζέφυρος που με καλοσύνη τους προσέφερε ο Αίολος συνέβαλε καταλυτικά ώστε το πλοίο να πλεύσει ταχύτατα και να φτάσει στον προορισμό του μέσα σε τρεις ώρες. Ο Οδυσσέας θα έπρεπε να χαίρεται που η δυσάρεστη περιπέτειά τους θα έληγε γρήγορα, ωστόσο ο φόβος τον εμπόδιζε. Στο μυαλό του τριγύριζαν όλα τα πιθανά σενάρια αποτυχίας τους. Τι θα συνέβαινε αν ο Χρύσης δεν ηρεμούσε με την επιστροφή της κόρης του; Ακόμα κι αν ησύχαζε εκείνος, θα έκανε το ίδιο κι ο Απόλλων, ή θα παρέμενε οργισμένος μετά τη θυσία των ζώων που κουβαλούσαν μαζί με το κορίτσι; Μόνο και μόνο στην ιδέα ότι τα θανατηφόρα βέλη θα συνέχιζαν να θερίζουν τον στρατό των Δαναών, ένιωθε το στομάχι του να σφίγγεται και τις τύψεις να τον ζώνουν. Μπορεί να μην έφταιγε για τον ξεπεσμό τους, αλλά είχε ευθύνη για τους άνδρες του απέναντι στις μητέρες και στις συζύγους που τους είχαν αποχαιρετήσει πριν περίπου δέκα χρόνια.
Έφτασαν στο λιμάνι της Χρύσας, λίγο πριν τη Δύση του Ηλίου. Ήταν όπως ακριβώς το θυμόταν ο Οδυσσέας, όταν είχαν αράξει εκεί πριν τόσο και τόσο καιρό. Μάζεψαν εκείνος και το πλήρωμα τα περήφανα από τον ούριο άνεμο πανιά και τα εναπόθεσαν στο μελανό καράβι, διότι πρόσφατα είχαν βάψει με πίσσα, έλυσαν τα ξάρτια και άπλωσαν το κατάρτι στο δίκρανο. Αγκυροβόλησαν· πέταξαν στην ολόχρυση άμμο και στη θάλασσα τις αγκυρόπετρες κι έδεσαν σφιχτά την πριμάτσα. Τότε, στράφηκαν προς το πολύτιμο φορτίο τους. Οι άνδρες του πληρώματος ανέλαβαν τη μεταφορά των σφαχτών. Ο Οδυσσέας πήρε τη Χρυσηίδα ευγενικά από το χέρι και στάθηκαν επικεφαλής στην πομπή που πορεύθηκε ως τον Ναό του Απόλλωνα, στα βάθη του νησιού.
Σαν πέρασαν από το θυσιαστήριο της Αθηνάς, ο Οδυσσέας επέτρεψε στην όψη του να αγριέψει και σκυθρώπιασε, θυμούμενος ότι σε εκείνο ακριβώς το σημείο πριν εννιά χρόνια είχε δαγκώσει εκείνη η καταραμένη έχιδνα τον Φιλοκτήτη. Κάποτε ζήλευε αυτό τον μεγαλόκαρδο και βαρύτονο βασιλιά, διότι είχε κληρονομήσει το τόξο και τα θανατηφόρα βέλη του Ηρακλή, αλλά πλέον τον λυπούνταν ξαι αγωνιούσε για την τύχη του. Είχε άραγε επιβιώσει σε εκείνη την ακτή της Λήμνου που τον είχαν παρατήσει ή είχε υποκύψει στο ειδεχθές, κακόφορμο τραύμα του και τώρα δείπνιζε με τους νεκρούς τους φίλους στον Άδη; Αυτό το γεγονός θα τον στοίχειωνε όσο κι ο θάνατος του Παλαμήδη.
Βρήκαν τον Χρύση στον θρονίσκο του, με κλειστά μάτια και ψαλμούς στα χείλη του. Υμνούσε τον Φοίβο και τον ευχαριστούσε για την τιμωρία των Αχαιών για χάρη του, ενώ τον παρακαλούσε να φέρει κάπως πίσω το σπλάχνο του.
"Αρχιερέα Χρύση, είμαι ο Οδυσσέας, ο Βασιλιάς της Ιθάκης, και έρχομαι απεσταλμένος από τον Αρχιβασιλέα Αγαμέμνων. Εξ ονόματος του φέρνω πίσω στα πάτρια εδάφη της την κόρη σου. Σε διαβεβαιώνει ότι δεν την άγγιξε ποτέ παρά τη θέλησή της και σου στέλνει ολόκληρος ο στρατός μας αρνιά και μόσχους, για να τα θυσιάσουμε στον Φοίβο, μήπως και ελεηθεί και πάψει τα δεινά που μας ποτίζει."
Ο Αρχιερέας άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και στη θέα του παιδιού του, βούρκωσε. Ο Οδυσσέας άφησε το χέρι της κι η Χρυσηίδα έτρεξε και έπεσε δακρύβρεχτη στην αγκαλιά του, μουρμουρίζοντας συγκινημένη λόγια που πνίγονταν στους λυγμούς της. Ο πατέρας την έσφιξε και της χάιδευε τις χρυσές μπούκλες στοργικά, ενώ δόξαζε τον Απόλλωνα ανάμεσα στους δικούς του λυγμούς. Ο Οδυσσέας και το πλήρωμα δε μίλησαν· άφησαν την οικογένεια να επανενωθεί· γνώριζαν πόσο σημαντική ήταν η στιγμή για εκείνους, μια που την ονειρεύονταν για τους εαυτούς τους την τελευταία δεκαετία.
"Σε ευχαριστώ, νέε μου," είπε ο Αρχιερέας στον γιο του Λαέρτη κι εκείνος αισθάνθηκε άβολα, διότι ήταν τριάντα δύο χρονών και κατά συνέπεια όχι πια νέος. "Πέντε χρόνια αναζητούσα την κόρη μου κι όταν τη βρήκα επιτέλους δεν μπορούσα να την ελευθερώσω."
"Το δίκιο ήταν μαζί σου εξ αρχής," απάντησε ο Οδυσσέας. "Απλώς ο Αγαμέμνων χρειάστηκε να το συνειδητοποιήσει δια της βίας."
Τα μάτια του Αρχιερέα έπεσαν στα ζώα που κουβαλούσαν οι άνδρες γύρω τους.
"Ας ετοιμάσουμε τη θυσία για τον Απόλλωνα," είπε δυνατά, για να αφυπνίσει και τους υπηρέτες του, ώστε να καθαριστεί αμέσως το θυσιαστήριο κι εκείνοι το ίδιο. Έπλυναν τα χέρια τους και τα αρωμάτισαν με ροδόνερο, ενώ ο Αρχιερέας φόρεσε στον εαυτό του και σε όλους τους Έλληνες στέφανους δάφνης, σαν κι εκείνους που κοσμούσαν το σκήπτρο του. Η Χρυσηίδα στάθηκε στο πλευρό του πατέρα της, με το κεφάλι ψηλά περήφανη και ευτυχισμένη, αναμένοντας κάποια εντολή ή θέλημα.
"Προστάτη μου Αργυρότοξε, που κυβερνάς τη Χρύσα, την Κίλλα και την Τένεδο. Πρότερα με εισάκουσες ευθύς και με τίμησες, σπέρνοντας συμφορά στων Αργείων τον στρατό με τα βέλη σου. Έτσι και τώρα επιθυμώ να μου αρνηθείς αυτή τη χάρη. Πάψε το φοβικό και γλίτωσε τους Αχαιούς από τον άδικο χαμό!"
Ύστερα έψαλλαν μερικούς ύμνους προς τον Θεό, άπλωσαν τα ξύλα στον βωμό, έσφαξαν τα ζώα, τα έγδαραν, διαχώρισαν το ψαχνό κέρας από το λίπος και κόκαλα, τα οποία εναπόθεσαν στον βωμό και κάλυψαν με τα δέρματα. Άναψαν τη φωτιά, περιρρέοντας την κρασί φλογάτο, και ταυτόχρονα οι υπηρέτες έβαλαν το κρέας σε σούβλες και το έψηναν. Σαν έσβησε η τελετουργική φωτιά, ψήθηκε και το κρέας.
Μοίρασαν το κρέας σε τάβλες και κάθησαν στο στρωμένο τραπέζι. Ο Χρύσης διέταξε να φέρουν κρατήρες μα κρασί και λαίνια με νερό, για να γεμίσουν τα ποτήρια από τις σπονδές και να δειπνήσουν γλεντώντας.
"Ας τιμήσουμε τους άνδρες που μας έφεραν το πολυτιμότερο δώρο!" Έλεγε και ξαναέλεγε.
Όλη τη μέρα και σχεδόν όλη τη νύχτα έτρωγαν, χόρευαν και τραγουδούσαν ύμνους και λαμπρούς παιάνες, τιμώντας τους Αχαιούς μα και τον Φοίβο, ο οποίος άκουγε τα πάντα κι ευφραίνονταν. Θωρώντας τον Αρχιερέα του ξανά ευτυχή δεν είχε πια λόγο να θερίζει τους εχθρούς. Έτσι, το φονικό τελείωσε.
Οι Αχαιοί επλάγιασαν σαν σώθηκε το γλέντι μπρος στις πριμάτσες του πλεούμενου κι εκεί τους βρήκε η μέρα. Μόλις η ροδοδάχτυλη Αυγή φάνηκε στον αιθέρα, έδωσε ο Οδυσσέας εντολή κι έφυγαν από τη Χρύσα. Ήδη αισθανόταν άσχημα που είχαν μείνει και τρωγώπιναν ενώ οι σύντροφοι τους στην Τροία υπέφεραν. Ο Απόλλων τους έστειλε ούριο άνεμο, ενώ ο Ποσειδών γαλήνευσε τη θάλασσα κι έγινε το ταξίδι της επιστροφής ταχύτερο από της άφιξης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ηλέκτρα δεν κοιμόταν πια τα βράδια. Από τότε που είχε έρθει αυτός στο παλάτι των Μυκηνών, είχε χάσει την ησυχία της.
Δώδεκα χρονών ήταν όταν ο Αίγισθος κατέφθασε στο σπίτι τους. Τότε, ακόμα κι η μητέρα της τον είχε υποδεχθεί με καχυποψία. Εκείνη και οι τρεις αδελφές της· η Χρυσόθεμις, η Λαοδίκη και η Ιφιάνασσα, είχαν κρυφτεί πίσω από μια κολώνα και παρακολουθούσαν καθώς ο γιος του θείου τους Ναύπλιου σύστησε τον άγνωστο άνδρα στη μητέρα τους. Μίλησαν για ώρες πολλές κι οι μικρές αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα λεγόμενα τους, εκτός από την Ηλέκτρα, που παγωμένη κατάπινε τις λέξεις και τις αποθήκευε στη μνήμη της, για να τις αναλύσει αργότερα.
Από τότε είχε περάσει σχεδόν μισή δεκαετία κι η μάνα της συζούσε με τον Αίγισθο ενάντια σε κάθε νόμο γραπτό ή άγραφο κι ενώ οι μικρές της αδελφές χαίρονταν παίζοντας με τα νέα τους αδέλφια, η Ηλέκτρα κλείνονταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Τον τελευταίο μήνα δεν είχε βγει καν από την κάμαρη της. Δεν άντεχε να βλέπει την Ηριγόνη, που ήταν κιόλας πέντε ετών ούτε τον Αλήτη, που κόντευε τα τρία, διότι σκέψεις σκοτεινές έπλητταν το μυαλό της και το απαγόρευε στον εαυτό της· ήταν μονάχα αθώα παιδιά, δε θα έπρεπε να κουβαλούν τις αμαρτίες των γονέων τους.
Άκουσε χτύπημα στην πόρτα. Επέτρεψε να περάσει όποιος και να ήταν, δεν την ενδιέφερε πια. Ήταν δεκαεφτά χρονών κι είχε χάσει κάθε διάθεση και νόημα για ζωή.
"Πώς είσαι παιδί μου;"
Αναγνώρισε τη φωνή αμέσως και στράφηκε με ένα παγερό βλέμμα προς τη μητέρα της, η οποία έκλεισε τη θύρα και κάθισε στο προσκέφαλο δίπλα της. Βλέποντας πόσο αφύσικα φουσκωμένη έμοιαζε η κοιλιά της, σχεδόν άφησε τον θυμό να ταράξει την αχρωμία του προσώπου της.
"Κι άλλο; Δε σου έφταναν δυο;"
Η Κλυταιμνήστρα κατάλαβε ευθύς πού αναφερόταν η πρωτότοκη κόρη της. Αναστέναξε και της χαμογέλασε αχνά.
"Δεν είναι ευλογία που αξιωθήκαμε με άλλο ένα παιδί;" Απόρησε στην ερώτηση της. "Ωστόσο, θαρρώ θα είναι το τελευταίο. Οι εγκυμοσύνες έχουν καταστρέψει τη μέση μου, Ηλέκτρα. Εν τέλει, δεν είμαι και νιόπαντρη.»
"Τριάντα χρονών είσαι," επισήμανε ξερά η Ηλέκτρα. "Κι αντί να σχεδιάζεις τον γάμο κάποιας κόρης ή να περιμένεις εγγόνια, μόνο εσύ γεννοβολάς. Εγώ θα έπρεπε να ήμουν έγκυος τώρα, όχι εσύ."
"Έχω χάσει πλέον το μέτρημα· πόσους γαμπρούς με προξενιά σου έχω φέρει πλέον και τους έχεις αρνηθεί;"
"Ποιός θα με δώσει στον γαμπρό; Αυτός ο σφετεριστής που έβαλες στο σπίτι μας;" Την κατηγόρησε ανοιχτά η Ηλέκτρα, χωρίς να φοβάται. "Ή μήπως θα με νυφοστολίσεις εσύ; Τι είσαι εσύ για μένα;"
"Πώς μιλάς έτσι στη μάνα σου, κόρη;" Εξεπλάγη η Κλυταιμνήστρα.
"Όπως ακριβώς σου αξίζει. Μάνα μου δεν είσαι. Μάνα μου είναι αυτή που περιμένει τον πατέρα μου και δεν σπέρνει τα νόθα του επίβουλου του ξαδέλφου!"
"Με κρίνεις αδίκως," είπε ήρεμα η μεγαλύτερη γυναίκα. "Ο πατέρας σου πρόδωσε όλους μας. Δεν είναι επόμενο να αναζητήσω εκδίκηση; Τον Αίγισθο θα τον παντρευτώ, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα."
"Αποδεικνύεις ότι είσαι τόσο απερίσκεπτη και άνους όσο κι η θεία Ελένη, που παράτησε τα πάντα για έναν ανόητο έρωτα," συμπέρανε λυπηρά η Ηλέκτρα.
"Μην ξανατολμήσεις ποτέ να με παρομοιάσεις με την Ελένη!" Εξοργίστηκε η μάνα της. "Αυτή ήταν ανόητη και αγνώμων απέναντι στην αγάπη του άνδρα της. Και τώρα που πέθανε μέχρι κι η μάνα μας, συνεχίζουμε να πληρώνουμε το τίμημα της παρορμητικότητας της!"
"Θαρρείς πως είσαι καλύτερη;"
"Δεν παράτησα τα παιδιά μου όπως έκανε εκείνη."
"Αλήθεια;" Πείσμωσε η Ηλέκτρα, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της. "Πού είναι ο Ορέστης; Πού τον έστειλες, για να έχεις το πεδίο ελεύθερο και να βάλεις στον θρόνο του πατέρα μου ένα νόθο σου; Είναι καν ζωντανός ή τον τρώνε οι σκώληκες άταφο;"
Η Κλυταιμνήστρα τη χαστούκισε, ενώ βουβά δάκρυα έβρεχαν τα άψογα της μάγουλα. Η κόρη της δεν κινήθηκε πιθαμή.
"Είναι ποτέ δυνατόν να σκότωνα το αγόρι μου, το λατρεμένο μου σπλάχνο; Τι να έκανα, ανόητο κορίτσι, που η γλώσσα σου τρέχει πιο γρήγορα από το μυαλό σου; Τον φυγάδευσα σε μέρος όπου θα είναι ασφαλής. Αν τον άφηνα εδώ, ο Αίγισθος θα τον σκότωνε!"
"Αυτό ακριβώς σκοπεύει να κάνει με όλους μας!" Προσπάθησε να τη συνετίσει. "Πέταξε τον από το σπίτι μας τώρα που είναι ακόμα νωρίς!"
"Όχι," είπε αποφασιστικά η Κλυταιμνήστρα. "Ο πατέρας σου διάλεξε μια άλλη για να συζεί κι εγώ θα πράξω το ίδιο. Στο υπόσχομαι, κόρη, θα τον τιμωρήσω σκληρά για την ασέβεια και την απιστία του. Εκτός όλων των άλλων, δεν πρόκειται ποτέ να τον συγχωρήσω για τον θάνατο της Ιφιγένειας."
"Κι εγώ θα σε τιμωρήσω, μάνα, αν τολμήσεις να πειράξεις τον πατέρα μου! Κατάλαβε επιτέλους ότι ο Οίακας μας φλόμωσε στα ψέματα και συνετίσου! Όσον αφορά την Ιφιγένεια, πίστεψε ότι είναι μαζί με την Άρτεμη και ζει πιο ευτυχής από όλους μας!"
Η Ηλέκτρα βγήκε από το δωμάτιό της βιαστικά, αφήνοντας τη μητέρα της μόνη και στο κατώφλι της αντίκρισε την Ερμιόνη, τη μεγάλη της εξαδέλφη, τη δεύτερη κόρη της Ωραίας Ελένης. Τους επισκέπτονταν πολύ συχνά από την αρχή της εκστρατείας κι από τότε που η γιαγιά Λήδα είχε αυτοκτονήσει με μια θηλιά στον λαιμό της, η Κλυταιμνήστρα είχε πάρει την Ερμιόνη κοντά της στο παλάτι και δεν την ξεχώριζε από τα βιολογικά της παιδιά, όπως ακριβώς είχε κάνει και με την Ιφιγένεια. Ίσως τελικά και να είχε δίκιο μέσα στο παραλήρημα η μητέρα της· πράγματι η οικογένεια τους πλήρωνε τις απερισκεψίες της Ωραίας Ελένης.
Αγκάλιασε την ξαδέλφη της και μύρισε το ρόδι στα μαλλιά της. Εκείνη ανταπέδωσε διστακτικά την αγκαλιά με διακριτικότητα.
"Πάμε στον κήπο," πρότεινε η Ηλέκτρα, παλεύοντας να δείξει ευδιάθετη. "Πλησιάζουν οι Αλκυονίδες ημέρες, οπότε και θα ανθίσουν όλα τα αγριολούλουδα, προτού τα ξηράνει ο παγετός."
Από το ανοιχτό παράθυρο της κεντρικής αίθουσας, όπου κάποτε ελάμβαναν χώρα τα μεγάλα συμπόσια των Βασιλέων, ο Δημόδοκος, ο γλυκόλαλος αοιδός, είχε στήσει αυτά και μάτια, παρακολουθώντας σαν γεράκι τις κινήσεις της Κλυταιμνήστρας και της Ηλέκτρας, των πιο επικίνδυνων γυναικών του παλατιού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Από τον μεγάλο τσακωμό του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα κύλησαν σαν νερό γάργαρο δώδεκα ημέρες και νύχτες. Κατά την αυτή διάρκεια, ο γιος της Θέτιδας είχε αμπαρωθεί στη σκηνή του κι αρνούνταν να μιλήσει σε οποιονδήποτε. Αγωνιούσε που η μητέρα του αργούσε τόσο να του φέρει την απάντηση του Δία, γεγονός που σχεδόν τον είχε πείσει ότι είχε αρνηθεί κι ότι η αδικία εις βάρος του δε θα ξεπλένονταν όπως έπρεπε.
Σαν αντίκρισε την Νηρηίδα μάνα στην είσοδο της σκηνής του με ένα διάπλατο χαμόγελο στα χείλη, πείστηκε ευθύς για το αντίθετο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Δίας, αμέσως μετά τη συμφωνία με τη Θέτιδα, βρήκε το επικείμενο δείπνο των Θεών ως τέλεια ευκαιρία για να ανακοινώσει την απόφασή του να τιμωρήσει τους Αχαιούς. Μόλις η Ήρα κάθησε μεγαλόπρεπα δίπλα του, τον κοίταξε προσεκτικά και δε χρειάστηκε περισσότερο για να καταλάβει ότι είχε κινηθεί μυστικά από όλους και μάλιστα με κάποιον άλλον Θεό, κρίνοντας από τη ματιά του που κάποιον αναζητούσε. Ευχήθηκε να μην ήταν ανακοίνωση νέου παντοδύναμου νόθου, διότι η εκδίκηση απέναντι στην Αφροδίτη και στον Δία ταυτόχρονα θα την εξουθένωνε. Με αληθινή απορία και διάθεση για καυγά, στράφηκε στον άνδρα της και μίλησε δυνατά, ώστε όλοι να τους ακούν.
"Ποιός πάλι από τους αθάνατους, δολόγνωμε, τα ταίριαξε μαζί σου; Ανέκαθεν σου άρεσε να γνέθεις κρυφά τις σκέψεις σου και να αποφασίζεις μόνος, ουδέποτε δε σκέφτηκες να μοιραστείς μαζί μου μια σκέψη ούτε να ζητήσεις τη γνώμη μου."
"Ήρα, τους στοχασμούς μου μην αναμένεις ποτέ να σου φανερώσω, είναι πολύ δύσκολο, αν κι είσαι γυναίκα μου," απολογήθηκε ο Πατέρας των Θεών και των Ανθρώπων. "Αν ήταν κάτι ευχάριστο να μαθευτεί, πρώτη εσύ θα το ήξερες, στο υπόσχομαι. Αυτό που μόνος μου όμως σχεδιάζω να πράξω, μη ζητάς ανώφελα να το μάθεις."
"Στερνό παιδί του Κρόνου, τι είναι αυτά που λες; Ποτέ μου δεν προσπάθησα να πάρω λόγια σου που δεν ήθελες, ήσουν πάντα ελεύθερος να σκέφτεσαι ως επιθυμείς. Ωστόσο, τρέμει η ψυχή μου μήπως κάποιος αθάνατος έχει διαβάλει την άποψη σου για τον Πόλεμο που γίνεται στην Τροία. Μου φάνηκε πως είδα από το παλάτι μας να εξέρχεται η Θέτις κι ανησύχησα ότι σου μίλησε εκ μέρους του εξοργισμένου με τους Αχαιούς γιου της."
Η ματιά της Ήρας έπεσε στο νεότερο της παιδί, την Ήβη, η οποία την είχε ενημερώσει για τον ερχομό της Θέτιδας. Όλη αυτή η σοβαρότητα του άνδρα της την προβλημάτιζε.
Ο Δίας χτύπησε τη γροθιά του απότομα στο τραπέζι κι όλο το δώμα σείστηκε, μαζί κι οι ουρανοί.
"Δαιμόνια γυναίκα! Πάντα το κακό βάζεις στο μυαλό σου!" Βροντοφώναξε. "Ωστόσο, άκαρπα προσπαθείς, μονάχα από την καρδιά μου καταφέρνεις να απομακρυνθείς. Ακόμα κι αν ήρθε εδώ και μου μίλησε η Θέτιδα, δικό μου θέλημα ήταν. Κάθησε κάτω τώρα και μη βγάλεις αχνά ξανά, διότι θα ξεσπάσω πάνω σου την οργή μου και δε θα σε γλιτώσουν ούτε όλοι οι Θεοί σύσσωμοι!"
Η Ήρα προσβλήθηκε και πληγώθηκε από την αυταρχική του στάση και κάθησε κάτω αμίλητη κι αρκούντως λυπημένη.
Τότε, ήρθε και στάθηκε ανάμεσα στους γονείς του ο Ήφαιστος, ο κουτσός Θεός κι ασύγκριτος τεχνίτης, με σκοπό να ηρεμήσει τα πνεύματα και να παρει τη λύπη της μητέρας του.
"Τι συμφορές μας βρήκαν αδέλφια μου, αν οι γονείς τσακώνονται εδώ για μερικούς θνητούς, μοιράζοντας φοβέρες κι απειλές. Πώς να χαρούμε την αμβροσία της Εστίας, όταν μας καταδυναστεύει η κακοδαιμονία; Πωλ να φάμε ειρηνικά, όταν ο Πατέρας Δίας ετοιμάζεται να ξεσπάσει;"
Πήρε μια κούπα νέκταρ ασημοστόλιστη και την παρέδωσε στη μάνα του, που τον κοιτούσε συγκινημένη.
"Κάνε υπομονή μάνα, κράτα χαρακτήρα κι ας έχεις πικραθεί, μην τύχει να σε δω να δέρνεσαι και δεν μπορέσω να αντιδράσω με όλη μου την αγάπη, μολονότι θα πονώ για σένα," είπε, κοιτώντας την κατευθείαν στα μάτια. "Αλίμονο σε αυτόν που προκαλεί την οργή του Βασιλέως Δία. Μην ξεχνάς όσα πέρασες μετά την Επανάσταση, αλλά ούτε κι εμένα, που όρμησα να σε βοηθήσω κι ο πατέρας με άρπαξε από τα πόδια και με πέταξε με τόση ορμή που γκρεμιζόμουν από την ανατολή ως τη δύση του Ηλίου, για να πέσω τελικά στη Λήμνο και να με περιθάλψουν οι Σίντες."
Η Ήρα χαμογέλασε και ένα μειδίαμα φάνηκε στα χείλη της. Χάιδεψε στοργικά το μάγουλο του γιου της και γέμισε ευτυχία την πονεμένη του καρδιά.
Ο Ήφαιστος πανευτυχής πήρε στα χέρια του κούπες πολλές και της μοίραζε στους αθάνατους Θεούς, γεμάτες νέκταρ και νερωμένο κρασί, σέρνοντας τα πόδια του σαν τέλειος γελωτοποιός, σκορπώντας γέλιο γάργαρο στα χείλη των Θεών. Το κέφι κι η χαρά επανήλθαν στην ομήγυρη και η έχθρες ξεχάστηκαν ολότελα. Η Εστία έφερε το φαγητό μαζί με τος τρεις Ώρες και σαν έφαγαν όλοι, έπιασε ο Απόλλων τη λύρα. Η θεία του φωνή πλημμύρισε το παλάτι απ' άκρη σ'άκρη, με τη συνοδεία των Μουσών και των Χαρίτων, που ασύγκριτα χόρευαν και τραγουδούσαν.
Λίγο πριν δύσει ο Ήλιος, η Ήρα ξεμάκρυνε από τη γιορτινή ατμόσφαιρα κι ένευσε όλους τους φιλέλληνες Θεούς να πράξουν το ίδιο. Με την ανάλογη χρονοκαθυστέρηση, για να μην κινήσουν υποψίες, συγκεντρώθηκαν όλοι πίσω από το παλάτι του Άρη, εκεί όπου σίγουρα κανείς δε θα σκεφτόταν να τους αναζητήσει.
"Η Θέτιδα αγαπά παθολογικά τον μοναχογιό της," ξεκίνησε σκασμένη η Ήρα. "Κι εκείνος είναι πείσμων, δεν πρόκειται να αποτραβηχτεί από τη μάχη χωρίς να ζητήσει εκδίκηση."
"Κατά τα φαινόμενα, αυτή την εκδίκηση θα τη λάβει από τον ίδιο τον Δία," πρόσθεσε η Δήμητρα.
"Αν ο Δίας στραφεί ενάντια στους Αχαιούς, οι Τρώες θα τους κατατροπώσουν," συμπλήρωσε ο Ποσειδώνας.
"Όσο κι αν θλίβομαι για τους Αχαιούς, δεν μπορώ να μη χαίρομαι, επειδή ο αγαπημένος σας προστατευόμενος προκαλεί αυτή τη σύγχυση," σχολίασε η Αθηνά. "Ήσαστε τόσο βέβαιοι ότι ο Αχιλλέας θα γίνει ο ήρωας που θα πορθήσει την Τροία κι ιδού· μάλλον θα γίνει ο φονιάς των Αχαιών! Για το δικό του το πείσμα ο πατέρας Δίας θα τους αφήσει να αφανιστούν!"
"Έχεις δίκιο," ήταν η μόνη απόκριση της Ήρας, που οι εξελίξεις είχαν αποστομώσει.
"Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Σημασία έχει τι ακολουθεί," επισήμανε ο Ηρακλής.
"Από εδώ και στο εξής οφείλουμε να βοηθούμε τους Δαναούς με διπλή θέρμη, τόλμη και δύναμη," πρότεινε η Αθηνά.
"Με τη συνεργασία μας, ίσως εξασφαλίσουμε κάποιες ελπίδες για αυτούς," συμπλήρωσε ο Ερμής.
"Συμφωνείτε;" Ρώτησε ο Ποσειδώνας.
Εφόσον συμφώνησαν όλοι, οι Θεοί διέλυσαν το συμβούλιο όσο γρήγορα όσο το ξεκίνησαν και επέστρεψαν στη γιορτή ανά ομάδες κι από διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η Ήρα κάθησε στο ανάκλιντρο του Δία και σχεδόν κόλλησε τα σώματα τους, για να τον διεγείρει.
"Θα ήθελες να συνεχίσουμε τη γιορτή μόνοι;" Τον ρώτησε με την πιο θελκτική της ματιά και με ένα απαλό φιλί στο μάγουλο τον χαιρέτησε και αποσύρθηκε στα ενδότερα δωμάτια τους. Όπως περίμενε, ο Δίας δεν άργησε καθόλου να την ακολουθήσει και μαζί ξάπλωσαν στο νυφικό τους κρεβάτι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το φεγγάρι μεσουράνησε. Η γιορτή των Θεών σώθηκε και όλοι είχαν αποσυρθεί στα αρχοντικά τους. Ο γλυκός ύπνος είχε βασιλέψει σε όλους, Θρους και θνητούς, εκτός από τον Βασιλιά των Βασιλέων, τον Δία, ο οποίος ανάσκελα στο κρεβάτι, με την Ήρα ξαπλωμένη στο πλατύ του στήθος να κοιμάται γαλήνια, είχε στερηθεί την ανάπαυση και μια σκέψη τριβέλιζε το μυαλό του· πώς θα κατάφερνε να κερδίσει τιμή για τον Αχιλλέα αλλά και να εξασφαλίσει τους θανάτους όσο το δυνατόν περισσότερων Αργείων. Η συνεύρεση με την Ήρα είχε πάντοτε θετικά αποτελέσματα πάνω του· ενίσχυε την ευστροφία και τον βοηθούσε να σκέφτεται αξιόλογες ιδέες. Αυτή η φορά δεν ήταν η εξαίρεση· πράγματι, δεν άργησε να καταστρώσει ένα πανούργο, υποχθόνιο και αλάθητο σχέδιο, που θα κατάφερνε αυτό ακριβώς που επιθυμούσε.
Χωρίς να κουνηθεί από την θέση του, κάλεσε τον Όνειρο, τον Θεό των Ονείρων και του ψιθύρισε τη διαταγή του προσεκτικά, για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του.
"Όνειρε, των πλάνων μέγιστε, τρέχα στην Τροία, στο στρατόπεδο τον Αχαιών, στάσου στη σκηνή του Αγαμέμνονα και ψιθύρισε του αυτολεξεί όσα θα σου υπαγορεύσω."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Κοιμάσαι γιε του Ατρέα, του ανδράγαθου, του αλογαφέντη πολέμαρχου; Δεν πρέπει να κοιμάται τόσο ο βουληφόρος, που από αυτόν εξαρτώνται τόσοι λαοί και έγνοιες τον βαραίνουν," ξεκίνησε ο Όνειρος τον ορισμένο από τον Δία λόγο του, με τη φωνή του Νέστορα, του πιο σεβαστού Αχαιού από όλους. "Άκουσε με τώρα, με στέλνει αγγελιοφόρο σε εσένα ο Δίας, που σε συμπονεί και σε ελεείται. Σου λέει πως πλέον μπορείς να αρματώσεις τους ανδρείους Δαναούς και να πορθήσεις την πόλη του Πριάμου, διότι δε διχογνωμούν πια οι αθάνατοι στον Όλυμπο. Η ίδια η Ήρα έπεσε γονυπετής και παρακάλεσε να λήξει πια η αναμονή. Όλοι συμφώνησαν μαζί της κι ο Δίας αποφάσισε μονάχα όλεθρο για τους Τρώες. Αυτά τα λόγια μην τα λησμονήσεις, όταν ο ύπνος σε αφήσει το πρωί."
Αυτά είναι ο πλάνος Θεός, όπως ακριβώς τον είχε ορμηνέψει ο Δίας, κι ύστερα πέταξε μακριά, πίσω στην Πελοπία. Ο Αγαμέμνων πείστηκε ολότελα για την ακεραιότητα αυτών των λόγων που δεν εμελλαν ποτέ να πραγματοποιηθούν. Εκείνη την ημέρα ο τυφλός εθάρρευσε να κυριεύσει το Ίλιο, χωρίς να γνωρίσει το δόλιο σχέδιο του Δία, ο οποίος ακόμα ήλπιζε να γεμίσει στεναγμούς την πεδιάδα του Δαρδάνου, από τις τρομερές μάχες που θα ακολουθούσαν.
Ο Αγαμέμνων ξύπνησε ευτυχής, με τα θεία λόγια να γυροφέρνουν το μυαλό του ανελλιπώς. Φόρεσε χιτώνα καινούριο, ολόλευκο, πανέμορφο κι έριξε πάνω του μανδύα πορφυρό, ενώ έδεσε στα πόδια του τα λαμπερά σανδάλια, στη ζώνη του το ξίφος το ασημοκάρφωτο και στο χέρι του κράτησε το πατροπαράδοτο σκήπτρο του Διός. Μεγαλοπρεπής και αξιοσέβαστος, ίδιος Θεός στην όψη και λαμπρότητα, προχώρησε προς τη σκηνή του Βασιλιά Νέστορα. Την ώρα που η κρινοδάχτυλη Ηώς δρόσιζε ως Αυγή τη γη της Τρωάδας, ο Αρχιστράτηγος διέτασσε τους κήρυκες να συγκεντρώσουν όλους τους Αρχηγούς εκεί. Δεν άργησαν να μαζευτούν όλοι κι αμέσως πήρε ο ίδιος τον λόγο. Τους διηγήθηκε το όνειρο του αυτολεξεί κι έπειτα πρόσθεσε:
"Ο Όνειρος χάθηκε κι εγώ ξύπνησα ευθύς. Αυτό που προτείνω είναι να βρούμε έναν τρόπο να αρματώσουν όλοι οι άνδρες και να ορμήσουν στη μάχη γενναία."
Έπεσε σιωπή στους Βασιλείς. Πράγματι, τις τελευταίες ημέρες, εξαιτίας της διχόνοιας του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα που οδήγησαν στην παραίτηση του πρώτου, οι στρατιώτες είχαν μουδιάσει και διχαστεί· αφότου ο μέγιστος Αχαιός αρνούνταν να παλέψει, εκείνοι τι να έκαναν; Το ηθικό είχε καταρρακωθεί εντελώς, σε συνάρτηση με τα κατάλοιπα του λοιμού. Κι αν ο Φοίβος είχε πάψει το θανατικό, ασθενείς ανάρρωναν ακόμα και οι στάχτες των νεκρικών πυρών άχνιζαν. Δε θα ήταν διόλου εύκολο να αφυπνίσουν την ανδρεία και το θάρρος σε έναν στρατό θρηνώντα.
Ο Αγαμέμνων μίλησε ξανά και τους παρουσίασε το σχέδιο που είχε σκεφτεί. Μόλις τελείωσε, σηκώθηκε ο πρεσβύτερος Νέστωρ κι απευθύνθηκε σε όλους κακοπροαίρετα.
"Φίλοι μου και πολέμαρχοι, αν είχαμε ακούσει το όνειρο οποιουδήποτε, θα το αψηφούσαμε δικαίως. Αφού, όμως, πρόκειται για θεόσταλτο μήνυμα από τον πρώτο των Θεών στον πρώτο των Ελλήνων, οφείλουμε να εισακούσουμε. Ελάτε, ας πράξουμε όπως όρισε ο Ατρείδης Αρχηγός μας."
Με πρώτο τον Νέστορα βγήκαν οι Βασιλείς και διέδωσαν το νέο του καλέσματος. Φάνηκαν οι άνδρες να ξεχύνονται από τις σκηνές ωσάν μέλισσες από κούφιο βράχο, μόλις άκουσαν ότι ο Δίας ο ισχυρός τους είχε εξηγγέλει. Ταραχή επικράτησε στη σύνοδο, βογγούσε η γη στον κρότο, καθώς τα πλήθη κάθονταν και εννέα κήρυκες στάθηκαν υψωμένοι και βροντόφωνα διέταζαν να γίνει ησυχία.
Μόλις επεβλήθη σιγή, ο Αγαμέμνων σηκώθηκε όρθιος και ξεκίνησε τον λόγο του, κρατώντας το θείο σκήπτρο, εργόχειρο του Ηφαίστου.
"Ήρωες φίλοι Δαναοί, πολεμιστές του Άρη, βαριά πολύ με τύφλωσε και σύγχυσε ο Κρονίδης. Μου υποσχέθηκε ο σκληρός την πυργωμένη Τροία ότι θα πορθήσω κι ένδοξα στην πόλη μου θα γυρίσω, αλλά ο δόλος του με έζωσε και τώρα εκεί στο Άργος άδοξα θα γυρίσω, αφού εδώ πολλοί μου άνδρες χάθηκαν. Έτσι φαίνεται ορέγεται ο Δίας, που τόσες πόλεις ξερίζωσε με την τρανή ισχύ του κι άλλες πολλές ακόμα ακολουθούν. Είναι πράγματι μεγάλη ντροπή για το γένος μας και για τους απογόνους να λεμε ότι ήρθαμε ως εδώ και φύγαμε ηττημένοι, ενώ είχαμε χάσει τόσους ανδρείους συντρόφους, άπραγοι. Αλήθεια, δεκαπλάσιοι είμαστε των Τρώων, αλλά αυτοί κάλεσαν όλους τους τους συμμάχους, άνδρες αιμοδιψείς, κονταροσείστες, κι αυτοί μας εμποδίζουν σθεναρά την πόλη να αλώσουμε. Εννέα χρόνια ολόκληρα παλεύουμε εδώ, τα πλοία μας σάπισαν, τα ξάρτια έλιωσαν κι οι γυναίκες την πατρίδα μεγαλώνουν τα παιδιά μας μόνες και καρτερούν κι αυτό που εμείς ήρθαμε εδώ να κατορθώσουμε ακατόρθωτο μένει."
Αυτά τα ψεύτικα λόγια έφεραν γέλιο τρανταχτό στα χείλη του Μέγα Δία, που τα πάντα θωρούσε από τον Όλυμπο και κατανοούσε την ειρωνεία της κατάστασης. Αν έφευγαν τώρα οι Αχαιοί, θα γλίτωναν τους απερίγραπτους σπαραγμούς που θα ακολουθούσαν. Ωστόσο, ήταν βέβαιος ότι θα έμεναν και κάποτε θα νοσταλγούσαν εκείνη τη στιγμή της παρολίγον φυγής. Το πιο τραγελαφικό θέαμα, βεβαίως, ήταν ο στρατός, που αναστατώθηκε και ξεσηκώθηκε όπως τα κύματα του πελάγου όταν λυσσούν ο Εύρος και ο Νότος, όπως τα στάχυα τα ψηλά, σαν τα φυσά ο Ζέφυρος. Έτσι ακριβώς το πλήθος των Αργείων όρμησε προς τα πλοία με βοή και φούντωνε η σκόνη όπως έσπρωχναν μαζί να σύρουν τα καράβια μέσα στη θάλασσα και να φύγουν μια ώρα αρχύτερα για τη γλυκιά πατρίδα.
"Μα τι είναι αυτό το ειδεχθές έκτρωμα που παρακολουθούμε; Τι αηδία συμβαίνει και μένετε απαθείς;" Εξερράγη η Ήρα, μπροστά στην καταστροφή που συνέβαινε μπροστά τους. Το ειρωνικό γέλιο του άνδρα της είχε πυροδοτήσει τον θυμό κι ένιωθε ανίκανη να αντιδράσει. Ένευσε στην Αθηνά που καθόταν δίπλα της και ψιθύρισε στο αυτί.
"Αλήθεια τώρα θα γυρίσουν πίσω; Θα αφήσουν την Ελένη καύχημα για τον Πρίαμο, που για χάρη της σκοτώθηκαν τόσοι Αχαιοί και Τρώες; Σύρε Αθηνά και πέταξε ανάμεσα στα πλήθη και κράτησε τους με τη γλυκιά σου γλώσσα, για να μη ρίξουν τα καράβια στη θάλασσα."
Η Αθηνά έφυγε αμέσως για την Τροία κι αναζήτησε τον Οδυσσέα, τον μόνο που στη γνώση ταίριαζε με τον Δία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Εξαίρετο σχέδιο, αδελφέ μου," έφριττε ο Μενέλαος, εξοργισμένος με την τροπή των γεγονότων. "Θέλησες να δοκιμάσεις τον στρατό και ιδού τα αποτελέσματα! Πώς θα τους σταματήσουμε τώρα; Θα ναυλώνουν τα οποία και θα φύγουν μόνοι, με τόσο ζήλο και ορμή που τους διακατέχει."
"Τι προτείνεις, Οδυσσέα;" Στράφηκε στον Βασιλιά της Ιθάκης ο Αγαμέμνων. Καθόλη τη διάρκεια των καταιγιστικών εξελίξεων, ο ευφυής άνδρας παρέμενε σιωπηλός και κοιτούσε τη θάλασσα περίλυπος και καταπικραμένος. Είχε απαρνηθεί την οικογένεια του για να συμμετέχει σε εκείνον τον Πόλεμο και τώρα τελείωνε με τον πιο άδοξο τρόπο. Είχε χάσει δέκα χρόνια ευτυχίας με τη γυναίκα και τον γιο του για το τίποτα. Καταράστηκε ενδόμυχα την Ελένη για πολλοστή φορά, αυτη την τόσο άκαρδη γυναίκα, που ανέχονταν τις σφαγές τόσων ανδρών για μια ποταπή επιπολαιότητά της. Έτσι ακριβώς τον βρήκε η Αθηνά, τον τράβηξε μακριά από τους άλλους Αρχηγούς και του ψιθύρισε αόρατη από όλους.
"Γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε, τι χάος είναι αυτό; Στα αλήθεια θα φύγετε και θα επιτρέψετε να γίνετε περίγελος των Τρώων και του άνανδρου Πάρη; Μίλησε στον στρατό, μόνο εσύ μπορείς να τους μεταπείσεις να μην αυτομολήσουν."
Η παραίνεσή της ήταν η μόνη ώθηση που χρειαζόταν ο Οδυσσέας για να αναλάβει δράση. Πέταξε τη βαριά του χλαμύδα στον Ιθακήσιο κήρυκα και φίλο του Ευρυβάτη (*Απλή Συνωνυμία με τον κήρυκα που είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο*) κι έτρεξε προς τον Αγαμέμνονα. Ζήτησε και πήρε το μεγαλειώδες του σκήπτρο και γρήγορα έτρεξε προς τα καράβια, φωνάζοντας με λόγια πυρωμένα, πασχίζοντας να αποτρέψει την άτακτη φυγή.
"Άνδρα εσύ," απευθύνθηκε σε κάθε στρατιώτη ξεχωριστά, "δεν πρέπει να δειλιάζεις ως άνανδρος. Στάσου εσύ και να σταθούν παράγγειλε τους άλλους, γιατί δεν ξέρεις καθαρά τι κρύβει ο νους του Ατρείδη. Μας δοκιμάζει κι ύστερα θαρρώ θα μας πατάξει. Κρίμα γιατί μόνο οι Αρχηγοί άκουσαν όσα είπε στο συμβούλιό μας κι αλίμονο σε αυτόν που οργίζει τον τρανότερο Αχαιό, που σέβεται κι αγαπά ο ίδιος ο Κρονίδης."
Η Αθηνά ταυτόχρονα είχε ξεχυθεί στον άναρχο όχλο και προσπαθούσε προσωπικά να καταλαγιάσει την αναταραχή, σπέρνοντας λόγια γλυκά και καθησυχαστικά. Ωστόσο, υπήρχε ένας άνδρας ανάμεσα στους χιλιάδες, από την Αιτωλία, αυτός που ανέτρεψε τον σφετεριστή της Καλυδώνας και θείο του Οινέα, κι η γλώσσα του ήταν πύρινη, τίποτα δεν κρατούσε ανείπωτο.
"Σιγά, χαμένε, ποταπέ, υπάκουσε στους ανώτερους σου. Άνανδρος κι ουτιδανός εσύ βεβαίως δεν είσαι ούτε στον πόλεμο ούτε στα συμβούλια. Θαρρείς μήπως πως όλοι θα διαφεντεύυμε εδώ; Η Πολυαρχία βλάπτει! Ένας θα είναι πάντοτε ο κύρης, αυτός που κρατά το σκήπτρο του Διός."
Ο Οδυσσέας δε φοβήθηκε τον αντίλογο κι η ανδρεία του φωνή έκανε τους στρατιώτες να τον ακολουθήσουν πίσω στη σύνοδο. Μόλις κάθησαν όλοι ξανά, φάνηκε ποιός ήταν ο ταραξίας φλύαρος. Ο Θερσίτης, γιος του Άγριου από την Αιτωλία, που λόγια γνώριζε άπρεπα πολλά να εφεύρει ο νους του -αλήθειες πικρές- να λοιδωρεί τους βασιλείς όποτε ευρίσκε ευκαιρία και μόνο να δώσει κάποια αφορμή στο πλήθος να γελάσει. Ένας άνδρας άμορφος, άπλερος, λοξόποδος, χωλός στο ένα πόδι, με ώμους κυρτούς που πλάκωναν το στήθος κι ένα κεφάλι στενόμακρο με λίγες τρίχες πάνω. Ο Αχιλλέας κι ο Οδυσσέας τον μισούσαν εντόνως, διότι συχνά τους ύβριζε. Μα κι όλοι οι Αχαιοί τον μισούσαν και κατέκριναν, επειδή ήταν θρασύς κι ήθελε να προκαλεί με την αυθάδεια του. Αυτη τη φορά έστρεψε τις κατηγορίες του στον ιδιο τον Αγαμέμνονα.
"Γιε του Ατρέα, τι θες και μας τυραννάς; Πες μας τι σου λείπει· πλήθος λαφύρων στη σκηνή ομοίως και γυναίκες, που εμείς σου δίνουμε πρώτο κάθε φορά που πατάμε του εχθρού μια πολιτεία; Μήπως χρυσάφι λαχταρείς, εδώ κάποιος Τρως να σου το φέρει ζητώντας το παιδί του που εγώ ή κάποιος άλλος σου φέραμε δεμένο; Μήπως ζητάς καμία παιδούλα καινούρια να χαίρεσαι μοναχός; Ως Αρχηγός των Στρατηγών δε θα έπρεπε να μας βασανίζεις έτσι! Λέρες λιπόψυχες! Δεν είστε Αχαιοί, αλλά Αχαιάδες! Πάμε να γυρίσουμε στην πατρίδα κι ας μείνει εδώ αυτός με τα δώρα του, να καταλάβει αν κάπου βοηθούσαμε κι εμείς. Τέτοιο είναι το θράσος του που ατίμασε αναίσχυντα τον άριστο Αχιλλέα, του κατήσχε άδικα των Αχαιών το δώρο. Αλλά αν δε συγκρατούνταν τότε και ξεθηκάρωνε το σπαθί, θα ήταν η τελευταία φορά που αδικήσες, Ατρείδη!"
Αμέσως ετοιμάστηκε να του αντιμιλήσει ο Οδυσσέας ο ευφυής, ο πρώτος των ρητόρων, με το ύφος του άγριο, κοφτό και οργισμένο.
"Αν και λαμπρός ομιλητής, μωρόλαλε Θερσίτη, στέκε βουβός και Βασιλείς μην ψέγεις μοναχός σου· αγνοώ από εσέ χειρότερο σύντροφο Αχαιό. Πάψε, λοιπόν, τους Βασιλείς να πιάνεις στο στόμα σου και να αναμένεις τόσο έντονα του γυρισμού την ώρα· ακόμα δε γνωρίζουμε ποιό θα είναι το τέλος· αν για καλό ή θα κακό γυρίσουμε στα σπίτια. Άκουσε με και πίστεψε όσα σου πω· αν σε ξανάβρω να λυσσομανάς, να πάψω να είμαι ο Οδυσσέας, ο πατέρας του Τηλέμαχου, αν δε σ'αρπάξω παρευθύς και σε γυμνώσω πλήρως, ώστε να φύγεις μοναχά ελεεινά δαρμένος, κλαίγοντας σαν το νήπιο προς το χαμόσκηνό σου!"
Αμέσως σήκωσε το σκήπτρο και τον χτύπησε δυνατά, στη ράχη και στους ώμους, ώστε εκείνος κύρτωσε κι έχυσε δάκρυα καυτά. Το σκήπτρο φάνηκε με αιματοβαμμένη άκρη κι ο Θερσίτης κάθησε μαζί με τους άλλους κοιταζοντας χαμένα, παλεύοντας να σφουγγίσει τα δάκρυα.
Τότε, κάποιος άνδρας Αθηναίος μίλησε από το πλήθος.
"Πόσο εξαίσια έργα σήμερα κατόρθωσε ο Οδυσσέας, σύμβουλος πρώτος, συνετός κι άξιος πολέμαρχος! Τώρα ευεργέτησε πια υπέρτατα εμάς όλους, που την αυθάδεια έκοψε του κακογλώσσου αχρείου. Τώρα θα αργήσει να θαρρέψει και να κατηγορήσει τους Αρχηγούς μας."
Όρθιος πετάχτηκε αμέσως μετά ο Οδυσσέας, έτοιμος να μιλήσει ξανά, όσο η Αθηνά έκανε τα πλήθη να σωπάσουν.
"Σήμερα οι Αχαιοί θέλουν τον Αγαμέμνονα να εξευτελίσουν σε όλο τον κόσμο, αφού τον λόγο αθετούν που εξαρχής του δώσαν, όταν στην Τροία έρχονταν από το πλούσιο Άργος, πως θα γυρίσουν πορθητές της πόλης του Πριάμου. Και τώρα σαν μωρά παιδιά κι απόχηρες κυράδες τους πήρε το παράπονο να δουν τα γονικά τους. Πώς άλλωστε να μην ποθούν, τόσο που υποφέρουν; Ο άνθρωπος αδημονεί κι ένα φεγγάρι αν μείνει μακριά από τη γυναίκα του και τα αθώα παιδιά του. Κι εμάς τώρα ήυρε ο ένατος χρόνος κι ακόμα εδώ διαμένουμε. Για αυτό, δε σας κατηγορώ που τόσο λαχταράτε, ωστόσο είναι αισχύνη μέγιστη μετά από τόσα χρόνια άπραγοι να γυρίσετε. Μείνετε, σας παρακαλώ, υπομονή επιδείξτε, να δούμε αν του Κάλχαντα τα λόγια βγουν αλήθεια."
Τότε, τους υπενθύμισε με κάθε λεπτομέρεια όλους τους οιωνούς και τα σημάδια που τους είχαν φανερωθεί κατά το ταξίδι του ερχομού τους, που υποδείκνυαν ότι η Τοια θα παρθεί τον δέκατο χρόνο πολιορκίας, αφήνοντας εσκεμμένα την προφητεία της μεγάλης φιλονικία δυο μεγάλων στρατηγών για το τέλος.
"Είμαι βέβαιος ότι το δυστυχές συμβάν μεταξύ του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα είναι αυτό που εννοούσε η προφητεία ότι θα προηγηθεί της μεγάλης μας νίκης. Θωρείτε, όλα πραγματοποιούνται, όπως ήταν αναμενόμενο. Για αυτό, σας ζητώ να μείνετε, να κυριεύσουμε μαζί το Ίλιο του Πριάμου."
Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς και βοές επιδοκιμαστικές. Ο λόγος του Οδυσσέα τους είχε για αλλη μια φορά συγκινήσει.
Για να βεβαιώσουν την επιτυχία τους, σηκώθηκε κι ο γέροντας Νέστωρ και μίλησε ειλικρινά.
"Είναι ντροπή να συναθροίζεστε και να δημηγορείτε σαν ανήλικα, άμαθα στον πόλεμο νήπια! Πού πήγαν οι υποσχέσεις σας, τους όρκους λησμονάτε; Εσείς δε λύσατε σπονδές μεγάλες στον Δία και στη Νέμεση, για να εκδικηθείτε τους άδικους προς την Ελένη; Λογομαχούμε μάταια και τόσα χρόνια εδώ λύση σωστή δε βρήκαμε." Στράφηκε στον Αγαμέμνονα με τόσο συμβουλευτικό, σχεδόν πατρικό. "Αγαμέμνων, μείνε όπως και πριν στη γνώμη ασάλευτος, να σαι Αρχηγός μας πάντοτε άξιος, κι αγνόησε τους ελάχιστους που του κάκου παλεύουν να σε διαβάλουν." Επέστρεψε τη ζέστη ματιά του στο πλήθος. "Ο Δίας μας φανέρωσε ότι αποφασίστηκε στον Όλυμπο όλεθρος μόνο για τους Τρώες. Κανείς σας μη βιαστεί σπίτι του να γυρίσει, προτού γυναίκα από το Ίλιο στην κλίνη του σκλαβώσει, προτού δικαιωθεί ο πόνος και το δάκρυ της Πανωραίας Ελένης. Εν τέλει, όποιος τολμήσει να σπρώξει καράβι στα ανοιχτά, θα του κοπούν τα δυο τα χέρια. Όσες νουθεσίες ακούσεις σήμερα, κύριε, μην τις καταφρονήσεις. Αυτά φυλές να χωριστούν και κατά γένη οι άνδρες, ώστε όλοι τους μεταξύ να αλληλοβοηθιούνται. Αν το πράξεις αυτό θα κατανοήσεις ποιοί είναι πράγματι ανδρείοι και πιο λιποψυχούν, θα δεις αν την άλωση της Τροίας καθυστερούν η αθάνατη βουλή ή η θνητή ελαφίσια καρδιά."
"Γέροντα, στους Αχαιούς κανείς δε θα βρει καλύτερη ορμήνεια από τη δική σου," τον επιδοκίμασε υπερήφανα ο μεγάλος Ατρείδης. "Πατέρα Δία, Αθηνά και Ποσειδώνα, Θεοί μου, μακάρι να είχε δέκα σαν αυτόν συμβούλους στο πλευρό μου! Τότε, θα έπεφτε γρήγορα η πόλη του Πριάμου. Μα αλλιώς τα θέλησε ο Ζεύς και με έμπλεξε σε εχθρες αδιόρθωτες και έριδες σκληρές. Λογομάχησα με τον γιο του Πηλέα για χάρη μιας γυναίκας, αλλά αν ομογνωμήσουμε ξανά, η νίκη θα είναι βέβαιη. Φάτε άνδρες μου κι έπειτα οπλιστείτε. Ετοιμάστε τις ασπίδες, τρογχίστε τις λόγχες, ταΐστε γενναιόδωρα τα γρήγορα μας άτια, γυαλίστε τις άμαξες και να θυμάστε τούτο· σήμερα θα πολεμούμε ολημερίς ασίγαστα, ώσπου να πέσει η νύχτα και να διακόψει την ορμή μας, ώσπου να λουστούμε εμείς και τα άλογα στην ταγκή του ιδρώτα. Όποιος δε μείνει πίσω στις σκηνές, θα λιθοβοληθεί ως προδότης."
Το πλήθος ξύπνησε ευθύς και σκόρπισε τριγύρω, έφεραν ζωντανά πολλά, να αρχίσει το φαγοπότι. Τότε, αποφάσισαν οι Βασιλείς να θυσιάσουν, ευχόμενοι να επιβιώσουν της φοβερής εκείνης μάχης. Πεντάχρονο βόδι διάλεξε να θυσιάσει ο Αγαμέμνων, παχύτατο, για να χαρεί ο Δίας. Κάλεσε ευθυς τους γέροντες με πρώτο τον Νέστορα, μετά τον Ιδομενέα, τους δυο Αίαντες, τον Διομήδη κι έκτο τον πολυμήχανο Οδυσσέα, ενώ αυτοκάλεστος φάνηκε ο κραταιός Μενέλαος. Τη δέηση έκανε ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος.
"Υπέρτατε γιε του Κρόνου, ένδοξε, μαυρονέφελε, εγκάτοικε του αιθέρος, δώσε προτού δύσει ο Ήλιος να σωριαστεί συθέμελα το ανάκτορο της Τροίας και στη φωτιά τις ολόχρυσες πύλες του να λιώσω. Να σκίσω τον θώρακα του Έκτορα με το σπαθί και γύρω από το ματωμένο στήθος του να μην υπάρχει σκόνη, μονάχα Τρώων πτώματα, που δάγκωσαν το χώμα."
Φώναζε εκείνος ευλαβικά, αλλά ο Δίας γελούσε δυνατά στον Όλυμπο, τράνταζε όλο το στήθος του, ενώ η Ήρα έβραζε, αν και δέχτηκε εύχαρα τη θυσία.
"Αναρωτιέμαι, αν σε ευνουχίσω, θα συνεχίσεις να θεωρείσαι ακαταμάχητος εραστής;" Τον απείλησε καθαρά η γυναίκα του, με ένα επίπλαστο χαμόγελο στα χείλη, λες κι ήθελε να τον καλοπιάσει.
"Αναρωτιέμαι, αν σε ξανά κρεμάσω από τις άσπαστες κι άρρηκτες αλυσίδες του Ηφαίστου, θα αντέξεις το μαρτύριο;" Ήταν η εξίσου ειρωνική απάντηση του. "Μην ανακατεύεσαι, γυναίκα. Άφησε με να τηρήσω τον όρκο που έλαβα."
"Δε θα σε αφήσω να αποδεκατίσεις τους Αχαιούς πάλι," επέμεινε εκείνη.
"Σώπασε," έμεινε αμετακίνητος ο Δίας. "Και κάλεσε των Αθηνά πίσω, δε θέλω να τους βοηθήσει στη μάχη."
Κάτω στην Τροία, οι Δαναοί δείπνησαν μαζί με τα σφαχτά των θυσιών και αφότου τελείωσαν, τους συνεπήρε η κουβέντα.
"Μη χρονοτρίβουμε άλλο!" Κάλεσε τους πάντες ο Νέστορας. "Ας φέρουμε εις πέρας το έργο που ανέθεσε ο Δίας. Να έρθει ο στρατός εδώ, να είναι έτοιμος για μάχη και πάλι."
Καθώς οι άνδρες συγκεντρώθηκαν, οι κήρυκες τους διαχώρισαν σε φυλές κι η γλαυκομάτα Αθηνά, κρατώντας την ατίμητη, αθάνατη αιγίδα, που εκατό κρόσες γύρω της ολόχρυσες κρέμονταν κι άξιζε η μια μια εκατόμβη. Περνούσε αστραπιαία τα πλήθη και με εκείνη τα γέμιζε θάρρος, άναβε τα στήθη τους με ανδρεία, ώστε να πολεμούν ακατάπαυστα κι ακούραστα. Ξεχύθηκαν στον κάμπο σαν κύκνοι μακρύλαιμοι κι όταν παρατάχθηκαν στις όχθες του Σκαμάνδρου, η γη έτρεμε από τις κλαγγές των όπλων και τς βροντές των βημάτων ανθρωπίνων και μη. Στέκονταν άπειροι και θαρραλέοι, αδημονώντας μα αφανίσουν τους Τρώες αυθημερόν. Στο κέντρο φαίνονταν ο στρατός του Αγαμέμνονα, που μέσα στη λαμπρή του πανοπλία έμοιαζε Δίας στα μάτια και στο κεφάλι, Άρης στη ζώνη και Ποσειδών στον θώρακα. Επέμενε επίτηδες εκείνη την ημέρα ο Δίας να κάνει τον πιο μεγαλειώδη από όλους τον Ατρείδη.
Η Αθηνά στάθηκε εμπρός στον στρατό και καμάρωνε τα πλήθη, με τα καράβια που αχνοφαίνονταν στην ακτή και τους σιδερόφραχτους Αρχηγούς. Των Βοιωτών οι Βασιλείς, ο Κλονίος, ο Πηνέλαος, ο Προθήνωρας, ο Αρκεσίλαος και ο Λήτος κυβερνούσαν πενήντα πλοία με εκατόν είκοσι άνδρες το καθένα. Δεξιά τους, από τον Ορχομενό, είχαν έρθει οι γιοί του Άρη και της Αστυόχης, ο Ιάλμενος και ο Ασκάλαφος, με τριάντα πλοία. Αριστερά των Βοιωτών, οι Φωκείς Αρχηγοί, ο Επίστροφος κι ο Σχεδίος, που ο πατέρας τους Ίφιτος είχε στείλει με σαράντα πλοία. Των Λοκρών Αρχηγός ήταν ο Οιλείδης Αίας, ταχύτατος, μικρόσωμος και πρώτος στο κοντάρι, με σαράντα πλοία. Τους περίφημους Άβαντες της Εύβοιας διέταζε ο Ελεφήνορας, με σαράντα πλοία κι αυτός.
Από την Αθήνα, την πόλη του Ερεχθέα, την αγαπημένη της Αθηνάς, είχε έρθει ο Μενεσθέας, ο μόνος που έφερε άλογα για να ιππεύσουν άνδρες κι ασπιδοφόρα τάγματα, τόσα που μόνο ο πρεσβύτερος του Νέστωρ τον ξεπερνούσε, μέσα σε πενήντα ολόμαυρα πλοία. Από τη Σαλαμίνα ο Μέγας Αίας είχε έρθει με πλοία δώδεκα, στεκούμενος πάντοτε δίπλα στους Αθηναίους. Απο το Άργος, την Τίρυνθα κι όλες τις γύρω πόλεις ήρθαν ο Διομήδης, ο Σθένελος, του Καπανέα άξιος γιος, κι ο Ευρύαλος, εγγόνι του Ταλαού. Όλους όμως διεφέντευε ο ανδρείος Διομήδης, τα ογδόντα πλοία που ξεχώριζαν με ομοίους θυρεούς. Από τις πολύχρυσες Μυκήνες, την πλούσια Κόρινθο κι όλες τις Κυκλάδες, ήρθε με εκατό καράβια ο Αγαμέμνων και τον πιο πολυπληθή στρατό, γεμάτος έπαρση για αυτό. Από τη Σπάρτη, την κλειστή από τα βουνά Λακεδαίμονα, ερχόταν ο αδελφός του ο Μενέλαος, ο διψασμένος για εκδίκηση, με εξήντα πλοία. Από τη γειτονική τους Πύλο, ερχόταν ο σεβαστός Νέστωρ, με τους δυο μεγάλους του γιους και ενενήντα κραταιά πλοία. Από την Αρκαδία, ορμούσε με τον άρτιο στρατό του ο Αγαπήνορας, γιος το Αργοναύτη Αγκαίου, με εξήντα πλοία δανεικά του Αγαμέμνονα, διότι οι Αρκάδες δεν είχαν ιδέα από θαλάσσιες εξορμήσεις. Από τη δε Ήλιδα, την ευλογημένη γη των Επειών, τέσσερις αρχηγοί στέκονταν με δέκα πλοία ο καθένας· ο Θάλπιος, ο Αμφίμαχος, ο Διώρης και ο Πολύξενος, εγγόνι του Αργοναύτη Αυγείου.
Από τα νησιά αντίκρυ της Ήλιδας, τις Εχίνες και το Δουλίχιον, εστάλησαν σαράντα πλοία με Αρχηγό τον Μέγη, ισόπαλο του Άρη. Δίπλα τους στέκονταν οι μεγαλόψυχοι Κεφαλλήνες, από την Ιθάκη, τα τριγύρω Ιόνια νησιά και τα μέρη της στεριάς αντίπερα, που τους διοικούσε ο οξυδερκής Οδυσσέας, με πλοία δώδεκα με κόκκινες τις πλώρες. Τους Αιτωλούς όλους, ακόμα και τους άνδρες που θα ανήκαν στον αδικοχαμένο Μελέαγρο, διαφέντευε ο Θόας με σαράντα πλοία. Τους Κρήτες τους πολεμοχαρείς, τους άξιους ναυμάχους, διέταζε ο Βασιλιάς Ιδομενέας και ο ασύγκριτος στη μάχη Μηριόνης, με ογδόντα πλοία ερχόμενοι.
Ο τρανός κι ωραίος Ηρακλείδης Τληπτόλεμος, από τη Ρόδο έφερε πρύμνες εννιά κι ο εικοσιπεντάχρονος απόλεμος Νιρέας από τη Σύμη τρεις. Αν έλειπε ο Αχιλλέας, θα ήταν εκείνος ο κάλλιστος των Αχαιών, μολονότι άπειρος στη μάχη. Με τριάντα πλοία ήρθαν από τη Νίσυρο, την Κάρπαθο, την Κάσο και την Κω άλλοι δυο Ηρακλείδες, ο Άντιφος κι ο Φείδιππος.
Από το Άργος το Πελασγικό, στη Βόρεια Θεσσαλία, από την εύμορφη Ελλαδα και τη Φθία, είχε έρθει με πενήντα πλοία και τους ξακουστούς Μυρμιδόνες ο Αχιλλέας, ο οποίος στέκονταν στη σκηνή του, θρηνώντας την αρπαγή της Βρυσηίδας του, κι αρνούνταν να πολεμήσει εκείνος κι οι άνδρες του. Από τη γειτονική της Φθίας Φυλάκη και την Πύρασσο είχε έρθει ο άτυχος Πρωτεσίλαος, ο πρώτος νεκρός των Αχαιών, κι αν τώρα Αρχηγός ήταν ο αδελφός του Ποδάρκης, οι άνδρες εκείνον σκέφτονταν και στην καρδιά τους είχαν, μέσα στα σαράντα τους πλοία. Με έντεκα πλοία ήρθε από τις Φερές ο Εύμηλος, γιος της Άλκηστης, της ωραιότερης κόρης του Πελία, και του Αργοναύτη Άδμητου. Από τη Θαυμακία και τη Μηθώνη, με Αρχηγό τον άτυχο Φιλοκτήτη είχαν έρθει άνδρες γενναίοι σε εφτά καράβια, που τώρα κυβερνούσε ο νόθος Μέδων, ενώ από την Τρίκκη και την Ιθώμη ήρθαν με τριάντα πλοία οι γιοί του Ασκληπιού, ο Ποδαλείριος κι ο Μαχάων. Από το δε Ορμένιο έφτανε ο Ευρύπυλος με σαράντα καράβια. Τους Λάπιθες τους τρομερούς, που νίκησαν τους Κενταύρους, διαφέντευε ο Πολυποίτης, γιος του Αργοναύτη Πειρίθου και ο ανδρείος Λεοντέας, με σαράντα κατάμαυρα καράβια.
Από την Κύφο της Δωδώνης ήρθε ο Γουνέας με είκοσι δυο κατάρτια κι ο γοργοπόδης Πρόθοος με τους Μάγνητες του Πηλίου ήρθε με άλλα σαράντα.
Σείονταν η γη στο ρυθμικό βάδισμα του σύσσωμου στρατού, η όψη τους η τρομερή θα φόβιζε τους πάντες. Για αθτό, ο Πρίαμος διέταξε αμέσως σύνοδος να γινει, με γερουσία και νέους, μήπως και σκέφτονταν κανείς πώς να σωθούν από το βαρύ τους μένος.
Τότε, ο Δίας κάλεσε τη Φτερωτή Ίριδα και την έστειλε σε εκείνους αρωγό. Η Θεά μεταμορφώθηκε σε έναν νόθο γιο του Πριάμου, τον Πολίτη, που μόνιμος σκοπός στεκόταν στις επάλξεις, για να τους αναγγείλει τα νέα της επίθεσης. Υποκλίθηκε στον Πρίαμο και τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια.
"Γέροντα σεβαστέ πατέρα μου, ακόμα και τώρα σου αρέσουν οι ατέλειωτες συζητήσεις, λες κι έχουμε ειρήνη. Όμως, έφτασε η ώρα του αμείλικτου πολέμου. Τα μάτια μου είδαν μάχες πολλές αυτά τα εννέα χρόνια, αλλά ποτέ δεν αντίκρισα τον εχθρό τόσο πολυπληθή κι αντρειωμένο· σαν φύλλα αμέτρητα και σαν την άμμο χύνονται την πόλη μας να αλώσουν."
Έπεσε σιωπή στο ακροατήριό του. Κανείς δεν τολμούσε να αντιδράσει ή να αρθρώσει λέξη, θωρώντας τη σκοτεινή ματιά του Βασιλέως Πριάμου. Η Ίριδα στράφηκε έξυπνα στον μόνο άνδρα που θα αφυπνούσε τους άλλους· τον Έκτορα.
"Αδελφέ μου άριστε, άκου τα λόγια μου προσεκτικά· μιας κι είναι πολλοί οι σύμμαχοι που πολεμούν μαζί μας και γλώσσα άλλη χωριστή το κάθε γένος έχει, να διοικεί κάθε Αρχηγός τους δικούς του πρόσταξε, για να οδηγεί στον πόλεμο με τάξη τους πολίτες."
Ο Έκτορας ένευσε καταφατικά και στάθηκε στο κέντρο της αίθουσας με φωνή βροντερή.
"Δίκιο έχει ο Πολίτης. Δεν μπορούμε να σπαταλάμε χρόνο σε λόγια, όταν ο εχθρός μαινόμενος μας απειλεί. Τους ζυγούς λύσατε, τρέξτε κι αρματωθείτε! Ας δείξουμε στους Αχαιούς κι εμείς τη δύναμη μας!"
Αμέσως έγιναν όλα όπως τα είπε και πολύ σύντομα ο στρατός των Τρώων ετοιμάστηκε. Δώθηκε το σήμα, οι πύλες άνοιξαν, ξεχύθηκε το πλήθος, πεζοί και ιππείς με αλαλαγμούς ανατριχιαστικούς. Εκεί ξεχώρισε ο Έκτορας τους άνδρες, σύμφωνα με τη συμβουλή της Ίριδας της θείας. Στο κέντρο στάθηκε εκείνος, με όλα του τα αδέλφια -πλην του Πάρη- και τους γιους της Τρωάδας, ενώ στα δεξιά του οι Δάρδανοι συντρόφοι του Αινεία, με συναρχηγούς τους γιους του σοφού Αντήνορα, τον Αρχέλοχο και τον Ακάμαντα, τεχνίτες του πολέμου. Αριστερά του στάθηκαν οι άγριοι πολεμιστές της Ίδας, λαός πλούσιος, με Αρχηγό τον Πάνδαρο, που το τόξο του ήταν δώρο του ίδιου του Απόλλωνα. Από τις Αδραστείς και την Απαισό ήρθαν οι γιοί του έξοχοι μάντη Μέροπα, ο Άδραστος κι ο Άμφιος, τι κι αν ο πατέρας τους είχε αποτρέψει, μια που εκεί προμήνυαν τον θάνατο του. Από τη Συστό και την Περκωτή είχε έρθει ο Άσιος, με το πιο αστραφτερό άρμα. Ηρθαν κι οι Πελασγοί οι Λαρισαίοι του Ελλήσποντου, με Αρχηγούς τον Ιππόθοο και τον Πύλαιο. Από τη γενέτειρα του Άρη, τη Θράκη, ήρθαν ο Ακάμας κι ο Πείροος, αλλά κι ο Εύφημος με τους Κίκονες. Οι τοξοφόροι Παίονες ήρθαν από τον μακρινό Αξιό με τον Πυραίχμη κι οι Παφλαγόνες από τη γη των Ενετών με τον Πυλαιμένη, όπως κι ο Επίστροφος με τον Οδίο έφεραν του Αλιζώνες από την Αλύβη, τη γη του Ασημιού. Από τη μακρινή Μυσία ήρθε ο Χρόμις κι από τη Φρυγία ο Ασκάνιος κι ο Φόρκυς. Ο Άντιφος και ο Μέσθλης διοικούσαν τους Μήονες, τους Λύδους, κι ο Νάστης με τον Αμφίμαχο τους Κάρες, τους βαρβαρόφωνους άνδρες από τη Μίλητο, την Αλικαρνασσό και τη Μυκάλη. Αυτοί οι δυο πρίγκιπες ντύνονταν ως και στη μάχη με χρυσό από την κορφή ως τα νύχια. Τέλος, τους Λυκίους έφεραν ο Σαρπηδόνας και ο Γλαύκος από τα μέρη που πότιζε ο Ξάνθος.
Κι όσο οι Τρώες παρατάσσονταν με αλαλαγμούς και κρώξεις, οι Αχαιοί κινούνταν σιωπηλά, ο ένας τον άλλον πρόθυμοι στη μάχη να βοηθήσουν, σήκωναν σκόνη σαν βουνό, σαν έσκιζαν γοργά την πεδιάδα. Μόλις, όμως, προχώρησαν και βρέθηκαν αντίκρυ, ο Μενέλαος πάγωσε, θωρώντας τον άνδρα απέναντι του· ήταν ο εφιάλτης του, η αιτία όλων των συμφορών του, αυτός που διέλυσε το σπίτι του κι έκλεψε την Ελένη· ο Πάρης, ο Αλέξανδρος, ο πρίγκιπας της Τροίας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τελειώσαμε την Α, είδαμε όλη τη Β και μπήκαμε λίγο και στη Γ Ραψωδία· αναμενόμενο να σπάσει το ρεκόρ ξανά: 8300 λέξεις μετά τις 7700 του προηγούμενου!
Στο επόμενο κεφάλαιο, θα δούμε πολλή Ελένη, Κασσάνδρα και γενικώς πολλούς Τρώες, μαζί βέβαια με το πιο τρανταχτό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Πώς σας φάνηκε αυτό το κεφάλαιο;
Μέχρι το επόμενο να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
*Ένεκα της ερχόμενης Εξεταστικής, το επόμενο κεφάλαιο θα ανεβεί μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου. Η σχολή προηγείται, παιδιά, μη με ξεσυνερείζεστε!*
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top