XVIII Η Πρώτη Είσοδος

Την επόμενη ημέρα, κι αφού οι ταφικές τελετές ολοκληρώθηκαν, οι Αχαιοί ξεκίνησαν να στήνουν τις σκηνές τους. Στο κέντρο, σε ένα υπερυψωμένο πλάτωμα από πέτρες, στήθηκε μια πολύ μεγάλη σκηνή για τον Αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα. Από εκεί ο βασιλιάς των Μυκηνών θα μπορούσε να ελέγχει ολόκληρο τον στρατό του. Ωστόσο, έπρεπε να φροντίσουν και για τη άριστη προστασία των άκρων. Για αυτό τον σκοπό, ο Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες στρατοπέδευσαν στη δεξιά άκρη κι ο Αίας ο Τελαμώνιος με τον στρατό της Σαλαμίνας στην αριστερή. Όλοι οι υπόλοιποι βασιλείς επέλεξαν τις θέσεις τους. Ο Οδυσσέας διάλεξε να βρίσκεται κοντά στον Αγαμέμνονα, διότι γνώριζε ότι στη σκηνή του θα συνέβαιναν όλα τα συμβούλια και δεν ήθελε να απουσιάζει ή να αργοπορεί.

Σαν όλα τακτοποιήθηκαν, ο Αγαμέμνονας κάλεσε τον αδερφό του, τον Οδυσσέα και τον Παλαμήδη, λέγοντας τους ότι τώρα ήταν η τελευταία ευκαιρία τους για συνθηκολόγηση. Για αυτό, τους διέταξε να προσεγγίσουν τον βασιλιά Πρίαμο, ώστε να φανεί η ειρηνική τους διάθεση. Δεν επιθυμούσε να φανεί πολεμοχαρής κι άκαρδος Αρχιστράτηγος, μα διπλωμάτης.

Όταν οι φρουροί της πόλης είδαν από τις επάλξεις τρεις φαινομενικά άοπλους να στέκονται έξω από τις πύλες, θεώρησαν ότι επρόκειτο για κάποιου είδους παγίδα. Μπερδεμένοι, έστειλαν και φώναξαν τον διάδοχο Έκτορα.

Ο νέος έφτασε αμέσως και επόπτευσε ο ίδιος τους τρεις Αχαιούς Απεσταλμένους.

"Επικοινωνήσατε μαζί τους;" Ζήτησε να μάθει.

"Όχι κύριε," αποκρίθηκε ένας σκοπός ονόματι Γαίων. "Άλλωστε, δεν μπορούμε να καταλάβουμε την περίεργη προφορά τους εύκολα."

"Καλώς," σχολίασε αδιάφορα ο πρίγκιπας και τους άφησε μόνους, κατεβαίνοντας γρήγορα τη σκάλα του Πύργου, κατευθυνόμενος προς την κεντρική πύλη της Τροίας.

Δε χρειάστηκε να περπατήσει πολύ. Μόλις έφτασε, διέταξε τους φρουρούς να του ανοίξουν την πύλη ελάχιστα για να περάσει στην άλλη πλευρά. Αφού το έκανε, αντίκρισε τρεις αγνώστους και ταυτόχρονα γνωστούς σε εκείνον άνδρες. Τους είχε δει την προηγούμενη ημέρα στο πεδίο της μάχης. Ο μεσαίος ήταν κοκκινομάλλης και ρωμαλέος, ο δεξιός μελαχρινός και με φανερή πονηριά στα μάτια, ο αριστερός ψηλός και με πυκνές μπούκλες στα σκοτεινά του μαλλιά.

"Ποιοί είστε και τι θέλετε εδώ;" Γρύλισε πρακτικά ο Έκτορας, μη θέλοντας να δείξει το όποιο σημάδι αδυναμίας σε Αχαιούς.

"Είσαι ο Έκτορας, σωστά; Ο διάδοχος της Τροίας;" Του απάντησε με απανωτή ερώτηση ο δεξιός.

"Πώς με γνωρίζεις;" Απόρησε ύποπτα ο Τρώας, στενεύοντας τα μάτια του.

"Σε είδα στην μάχη εχθές," αποκρίθηκε επίπεδα ο ξένος. "Ονομάζομαι Παλαμήδης, γιος του Ναύπλιου."

"Κι εσείς;" Ρώτησε τους υπόλοιπους δύο ο Έκτορας. "Εσείς ποιοί είστε;"

"Εγώ είμαι ο Οδυσσέας, ο βασιλιάς της Ιθάκης," του συστήθηκε πρώτος ο ψηλός από τα αριστερά.

"Κι εγώ ο Μενέλαος, ο βασιλιάς της Σπάρτης," του είπε ο μεσαίος.

Τα μάτια του Έκτορα διογκώθηκαν ακούσιά του. Αναγνώρισε αμέσως το όνομα του άνδρα της Ελένης.

"Εσύ είσαι αυτός που αδίκησε ο αδερφός μου," αναφώνησε.

Ο Μενέλαος ένευσε καταφατικά.

"Ξέρω ότι μια απολογία δεν είναι αρκετή," συνέχισε με μια ιδέα όνειδους ο πρίγκιπας της Τροίας. "Το γεγονός ότι ο Πάρης είναι αδερφός μου δε με αναγκάζει να τον δικαιώσω. Δεν είχε κανέναν λόγο να το κάνει αυτό. Όσο κι αν αγαπούσε την Ελένη, δεν είχε δικαίωμα να σου ληστέψει το θησαυροφυλάκιο."

"Χαίρομαι που υπάρχουν και λογικοί άνδρες στην πόλη σας," αποκρίθηκε ο Παλαμήδης, για να αποτρέψει κάποια θυμωμένη απάντηση από τον Μενέλαο, ο οποίος κοιτούσε τον Τρώα στα μάτια με ψυχρότητα.

"Τι θέλετε έξω από την πόλη μου;" Ζήτησε να μάθει ανυπόμονα ο Έκτορας. Ακόμα φοβόταν ότι επρόκειτο για κάποιο όπλο.

"Είμαστε άοπλοι," ξεκίνησε ο Οδυσσέας. "Ήρθαμε για μια τελευταία προσπάθεια αποφυγής του πολέμου. Αν συνθηκολογήσουμε, εμείς οι Αχαιοί βασιλείς είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτός θα είναι ο καλύτερος τρόπος να λήξει αυτό το ζήτημα."

"Καλώς," μουρμούρισε ύποπτα ο Έκτορας. "Θα σας ελέγξουν οι φρουροί για το αν πράγματι είστε άοπλοι."

Και με τα λόγια του αυτά, άνοιξε την πύλη, άφησε τους τρεις βασιλείς να περάσουν κι εκείνος ακολούθησε τελευταίος, κλείνοντας την βαριά πόρτα με έναν δυνατό ήχο.

Ο έλεγχος δε χρειάστηκε καθόλου χρόνο, μια που οι ξένοι ήταν ειλικρινείς μαζί του. Δεν βρήκαν κανένα όπλο πάνω τους. Έτσι, ο Έκτορας τους ένευσε να τον ακολουθήσουν, αγνοώντας τα παραξενεμένα, ύποπτα ή φοβισμένα βλέμματα των κατοίκων, που έβλεπαν τον επόμενο βασιλιά τους να συνοδεύει τρεις εχθρούς τους μέσα στην πόλη.

"Κατανοείστε ότι είναι επικίνδυνο να σας φιλοξενήσουμε στο παλάτι," τους είπε καθώς προχωρούσαν μέσα στους δρόμους και τις συνοικίες. "Ωστόσο, θα φροντίσω να μείνετε στον πιο τίμιο και αξιόπιστο άνδρα της Τροίας."

"Και ποιός είναι αυτός;" Αναρωτήθηκε ο Μενέλαος.

"Ο Αντήνορας," αποκρίθηκε ο Τρώας πρίγκιπας. "Είναι σύμβουλος του πατέρα μου. Η σοφία του δε συγκρίνεται με κανενός άλλου Τρώα. Δε θα μπορούσα να εμπιστευτώ κάποιον άλλον για αυτό το έργο."

"Ας ελπίσουμε ότι δε μας έχουν παγιδεύσει," ψιθύρισε ο Παλαμήδης στον Οδυσσέα, ο οποίος εσκεμμένα δεν αντέδρασε.

Πολύ σύντομα, οι τέσσερις τους έφτασαν στο σπίτι του Αντήνορα. Ο ίδιος ο άρχοντας τους υποδέχτηκε και ευχαρίστησε τον Έκτορα για την τιμή που του έκανε. Τους υπέδειξε τις κάμαρες τους και όταν βράδιασε έφαγαν μαζί ένα πλουσιοπάροχο γεύμα που τους είχε ετοιμάσει.

"Μακάρι να καταφέρετε να μεταπείσετε τον Πρίαμο," τους εξομολογήθηκε, μόλις τελείωσαν το δείπνο. "Κανείς κάτοικος δε θέλει τον πόλεμο. Όμως, ο βασιλιάς και η βασίλισσα έχουν μεγάλη αδυναμία στον Πάρη, τόση που είναι πρόθυμοι να θέσουν την πόλη ολόκληρη σε κίνδυνο, για να μην τον δυσαρεστήσουν. Του το χρωστούν."

"Τι εννοείς του χρωστούν;" Απόρησε ο Παλαμήδης.

"Λίγο πριν γεννηθεί ο Πάρης, η Εκάβη ονειρεύτηκε ότι γέννησε έναν αναμμένο δαυλό που έκαψε συθέμελα την Τροία. Οι μάντεις το ερμήνευσαν ως κακό οιωνό· το παιδί που θα γεννιόταν θα έφερνε συμφορές. Έτσι, αναγκάστηκαν να το αφήσουν να πεθάνει στο βουνό της Ίδης. Όμως, το βρήκε μια αρκούδα κι ύστερα ένας βοσκός που το μεγάλωσε σαν παιδί του. Ο μικρός κάποια στιγμή πήρε μέρος σε βασιλικούς αγώνες και πρώτευσε. Εκεί αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Η χαρά των βασιλέων δείχνει τόσο μεγάλη, που μάλλον έχουν λησμονήσει τον χρησμό. Εγώ όμως ακόμα φοβάμαι. Αν η αποκοτιά του καταστρέψει την πόλη μας, τότε ας θυσιάσουμε και τιμή και υπερηφάνεια. Προσωπικά, ποσώς με ενδιαφέρει αν ο χαϊδεμένος πρίγκιπας έχει γυναίκα του την ομορφότερη της γης ή όχι. Σας αδίκησαν. Έχετε το δίκιο με το μέρος σας," εξήγησε με απόλυτη ειλικρίνεια ο σύμβουλος του Πριάμου.

"Ποιός όμως θα μας δικαιώσει αύριο μπροστά στον βασιλιά σας;" Αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας, βυθισμένος σε ένα συνοθύλευμα σκέψεων.

"Ευγενικέ Αντήνορα, θα ηθελα να σου ζητήσω μια χάρη," παρακάλεσε σχεδόν ο Μενέλαος.

"Αν μπορώ θα την εκπληρώσω, βασιλιά Μενέλαε," απάντησε καλοσυνάτα ο γέροντας.

"Αύριο, θα ήθελα να στηρίξετε αυτό που πιστεύετε ότι είναι το σωστό και να πείτε στον βασιλιά αυτά που μας εκμυστηρευτήκατε τώρα. Πρέπει να ακούσει κι από κάποιον μια λογική κουβέντα."

Ο Αντήνορας χαμογέλασε.

"Μην ανησυχείτε," τους καθησύχασε. "Ο βασιλιάς αύριο θα ακούσει από εμένα την αλήθεια κι από τους κόλακες όσα θέλει να ακούσει. Ας ελπίσουμε ότι όλα θα τελειώσουν αναίμακτα."

Κανείς τους φυσικά δεν άκουσε το ειρωνικό και χαιρέκακο γέλιο της θεάς Ήρας, η οποία παρακολουθούσε τη συζήτησή τους από τον Όλυμπο και τους λυπόταν. Φυσικά και τίποτα δε θα τελείωνε την επόμενη ημέρα. Τίποτα δεν είχε αρχίσει καν.

Το πρωί, όταν ξεκίνησαν από το σπίτι του Αντήνορα, με τη συνοδεία του ίδιου και των δώδεκα γιων του, ο Οδυσσέας αφιέρωσε όλη τη διαδρομή κοιτώντας τριγύρω και απομνημονεύοντας όλα όσα έβλεπε. Ήθελε να θυμόταν όσο το δυνατόν καλύτερα την πόλη. Σε έναν λόφο στο βάθος, διέκρινε έναν ναό κι έξω από αυτόν τον ναό ένα τεράστιο άγαλμα μιας πάνοπλης γυναίκας πολεμίστριας. Την αναγνώρισε αμέσως.

"Βοήθησέ με, Αθηνά," ικέτευσε τόσο ψιθυριστά ώστε κανείς να μην τον ακούσει. "Είθε να επιτύχουμε στον σκοπό μας κι αύριο κιόλας να φύγω για την Ιθάκη. Γνωρίζεις πόσο νοσταλγώ τη γυναίκα και το παιδί μου."

Η πομπή τους έφτασε στο παλάτι και προχώρησαν στην Αίθουσα του Θρόνου. Εκεί, βρήκαν τον βασιλιά Πρίαμο να τους περιμένει. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και στα γενιά του ξεχώριζαν ακόμα μαύρες τρίχες κι ένας χρυσός κύκλος στεφάνωνε το κεφάλι του.

Δίπλα του και σε δικό της θρόνο κάθονταν η βασίλισσα Εκάβη. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, που διατηρούσε μια κάποια ομορφιά και κρατούσε ένα κοριτσάκι στα χέρια της, το πολύ πέντε ετών. Κοντά στη βασίλισσα κάθονταν τρεις νεαρές, οι οποίες από την απλή ενδυμασία τους θύμιζαν υπηρέτριες και δύο άλλες που έμοιαζαν με αρχόντισσες. Η μια είχε καστανά μαλλιά και δυο τεράστια, πράσινα, μελαγχολικά μάτια. Η άλλη έμοιαζε πολύ στην Εκάβη και τα μάτια της ήταν σχεδόν στο χρώμα των φτερών του κόρακα· έμοιαζαν χαμένα και έκρυβαν μια παραφροσύνη που ανατρίχιασε τον Οδυσσέα.

"Η κοπέλα με τα πράσινα μάτια είναι η Ανδρομάχη, η μέλλουσα σύζυγος του Έκτορα," ψιθύρισε στους Αχαιούς ο Αντήνορας. "Είναι κόρη ενός βασιλιά μιας γειτονικής μας πόλης. Δίπλα της στέκεται η Κασσάνδρα. Λένε ότι την ερωτεύτηκε ο ίδιος ο Απόλλωνας και της χάρισε μαντικές ικανότητες. Όμως, αυτή τον αρνήθηκε και ο Θεός την καταράστηκε."

"Το να αψηφάμε τους Θεούς δεν είναι σοφό," σχολίασε ο Οδυσσέας. "Κανείς δεν επιθυμεί να δεχτεί την οργή τους."

"Τον Πάρη δεν βλέπω πουθενά," σχολίασε πικρόχολα με τη σειρά του ο Μενέλαος. "Θα λείπει αυτός από την ακρόαση που θα αποφασίσει το μέλλον του;"

"Είναι θρασύδειλος," του απάντησε ο Αντήνορας αυστηρά. "Όπως όλοι οι κλέφτες."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ελένη κάθονταν στην κάμαρη της κι ύφαινε στον αργαλειό με τη βοήθεια της θεραπαινίδας της Αίθρας, όταν άκουσε να της χτυπούν την πόρτα. Ήταν μόνες, ο Πάρης είχε φύγει για το βουνό, από την μυστική έξοδο στην πίσω μεριά του τείχους.

"Ελένη, άνοιξε, η Ανδρομάχη είμαι!"

Η πρώην βασίλισσα έτρεξε κι άνοιξε στην μέλλουσα αδερφή της και οι δυο τους αγκαλιάστηκαν αγαπημένα. Από τότε που γνωρίστηκαν, τις ένωσε μια τρυφερή φιλία.

"Καλή σου μέρα," τη χαιρέτησε χαρούμενα.

"Είσαι καλά, Ελένη; Φαίνεσαι πολύ χλωμή," παρατήρησε η Ανδρομάχη.

"Χθες το βράδυ με ενοχλούσε αφόρητα η κοιλιά μου. Δεν έκλεισαν τα μάτια μου ούτε μια στιγμή," της εξήγησε η Ελένη.

"Ίσως είσαι έγκυος ξανά," της είπε η νεότερη κοπέλα, για να ευθυμήσει.

"Μακάρι να είναι αυτό," συμφώνησε η κόρη του Δία. "Αλήθεια, τι σε φέρνει εδώ;"

"Έχουν έρθει κάποιοι Αχαιοί," της αποκάλυψε η Ανδρομάχη. "Έμαθα τα ονόματά τους· Παλαμήδης, Μενέλαος κι ο Οδυσσέας."

"Τι θέλουν στο παλάτι μας αυτοί;" Αναρωτήθηκε σαστισμένη και αναστατωμένη η Ελένη.

"Θέλουν να συνθηκολογήσουν. Για να αποφύγουμε τον πόλεμο, πρέπει να σε πάρουν μαζί τους. Μου είπαν να σε φέρω στην Αίθουσα του Θρόνου, να τους συναντήσεις."

"Αρνούμαι να έρθω," φώναξε σχεδόν η Ελένη. "Δε θέλω να δω κανέναν τους. Δε θέλω να θυμάμαι ότι κάποτε υπήρξα γυναίκα του Μενέλαου. Αυτά τα χρόνια πέρασαν και δε θα επιστρέψουν. Δε θέλω να γυρίσω πίσω!"

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δίπλα στον πατέρα τους, στέκονταν οι γιοί του Πριάμου, φορώντας χρυσά στεφάνια στο κεφάλι. Ξεχώρισαν εύκολα τον Έκτορα, τον Διήφοβο, τον Λυκάονα και τον Έλενο, μια που είχαν πληροφορηθεί για αυτούς το προηγούμενο βράδυ κι ο Μενέλαος του γνώριζε από τότε που τον επισκέφθηκαν. Αναγνώρισαν επίσης τον Αινεία από το πεδίο της μάχης και παρατήρησαν πολλούς άλλους γέροντες συμβούλους, οι οποίοι τους κοιτούσαν επιφυλακτικά.

Μόλις δώθηκε η διαταγή κι έγινε ησυχία ο Πρίαμος διέταξε να μιλήσουν οι ξένοι. Ο Μενέλαος πήρε τον λόγο.

"Βασιλιά Πρίαμε και Άρχοντες της Τροίας, το όνομά μου είναι Μενέλαος κι είμαι ο σύζυγος της Ελένης." Σταμάτησε για λίγο, μια που τα λόγια του παρακάλεσαν ψιθύρους στο κοινό. "Ήρθα σε εσένα αποζητώντας μια δίκαιη πράξη. Φιλοξένησα τρεις γιούς σου στο σπίτι μου και τους τάισα από το ψωμί μου. Ο γιος σου ο Πάρης όμως, ενώ εγώ έλειπα στην Κρήτη για την κηδεία του παππού μου, έκλεψε τη γυναίκα μου, που η ίδια με είχε επιλέξει για άνδρα της. Έτσι προσέβαλε τον οίκο μου και πλήγωσε την τιμή μου. Σου ζήτω να μου τη δώσεις πίσω, για να επιστρέψει στο σπίτι μας και στην κόρη μας, την οποία τόσο άκαρδα παράτησε και δεν έχει δει εδώ και οχτώ χρόνια."

Όσο οι Άρχοντες και ο Βασιλιάς σκέφτονταν τα λόγια του Ατρείδη, ο Οδυσσέας συνειδητοποίησε πόσο παράδοξη ήταν η κατάσταση. Την είχε γνωρίσει την Ελένη, είχε συνομιλήσει μαζί της και είχε καταλάβει πολλά για τον χαρακτήρα της. Ήταν αδιανόητο να είχε παρατήσει τον άνδρα της και την κόρη της, που τόσο αγαπούσε για έναν άνανδρο και ανεύθυνο πρίγκιπα.

"Βασιλείς των Αχαιών," ξεκίνησε την απάντησή του ο Πρίαμος. "Κατανοούμε τη θέση σας και το αίτημά σας. Όμως, τι συμβαίνει με την Ησιόνη; Πώς έρχεστε και μου ζητάτε την Ελένη, όταν ένας από εσάς την κρατά στη Σαλαμίνα;"

"Δε φερθήκαμε άδικα," απάντησε ο Παλαμήδης. "Ο Ηρακλής κι ο βασιλιάς Τελαμώνας έσωσαν την Ησιόνη από βέβαιο θάνατο κι εκείνη με τη θελήσή της ακολούθησε τον Τελαμώνα. Παντρεύτηκαν και ζει ευτυχισμένη στη Σαλαμίνα. Αυτή είναι η αλήθεια."

"Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν ακολούθησε κι εμένα η Ελένη με την θέλησή της;" Ακούστηκε μια φωνή γνώριμη στον Μενέλαο· η φωνή του άνδρα που δε θα ξεχνούσε ποτέ και που τόση ώρα ήταν κρυμμένος και κάπως είχε καταφέρει να εμφανιστεί χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς. "Νομίζεις ότι την τραβούσα με τη βία σαν σκλάβα; Θα αδικούσα έτσι την ωραιότερη ύπαρξη που γεννήθηκε ποτέ;"

Ο Μενέλαος, που ένιωθε τον θυμό του να βράζει από τη στιγμή που ξεκίνησε να μιλά ο εξολοθρευτής της ευτυχίας του, ετοιμάστηκε να του απαντήσει υβριστικά. Ωστόσο, ο Οδυσσέας ανέλαβε δράση και πρόλαβε το επεισόδιο.

"Ακούστε με βασιλιά, βασίλισσα κι όλοι εσείς οι φιλήσυχοι κάτοικοι ετούτης της περήφανης πόλης. Ο σύμβουλος σου, βασιλιά, μου είπε χθες ότι είσαι πατέρας πενήντα γιων και δεκαεννία κοριτσιών. Τότε, πες μου, σου προσφέρει τέρψη να βλέπεις τα παιδιά σου, το αίμα σου, να πολεμούν και να διακινδυνεύουν τη ζωή τους κάτω στη γη σου, μπροστά στα τείχη σου, να θέτουν σε κίνδυνο τους εαυτούς τους τους ίδιους για κάτι που δεν φταίνε; Οι μόνοι φταίχτες και υπεύθυνοι για αυτή τη διαμάχη είναι ο Πάρης και η Ελένη. Κανείς άλλος. Για αυτό, βασιλιά, σε παρακαλώ, όχι μόνο εγώ αλλά κι όλοι οι Αχαιοί βασιλείς· δώστε μας πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς που έκλεψε ο Πάρης από τον βασιλιά Μενέλαο. Κάντε το για την Ειρήνη. Αλήθεια, υπάρχει ωραιότερο πράγμα από την Ειρήνη; Πείτε μου· γνωρίζετε; Η Ειρήνη, ο ορισμός της ευημερίας. Τον καιρό της Ειρήνης, οι άνθρωποι ερωτεύονται, παντρεύονται, γεννούν παιδιά. Στον καιρό της Ειρήνης, οι άνθρωποι μεγαλουργούν, καλλιτεχνούν, χτίζουν υπέροχα σπίτια, υπέροχα παλάτια, υπέροχες πόλεις! Φτιάχνουν έργα τέχνης τέτοια που δεν μπορούν τον καιρό του πολέμου, γιατί τότε ο άνθρωπος το μόνο που σκέφτεται είναι η επιβίωση και τίποτα άλλο. Τον καιρό της Ειρήνης, οι άνθρωποι καλλιεργούν τη γη, τη μητέρα μας, τη μητέρα όλων. Την καλλιεργούν και παράγουν την τροφή τους· καλλιεργούν τη ζωή τους."

Έκανε μια εσκεμμένη παύση, αφήνοντας τους να ζυγίσουν τα λόγια του και να καταλάβουν ότι είχε δίκιο. Μόνο που ο Μενέλαος δεν τον άφησε. Σπρωγμένος από την ανυπομονησία για δικαίωση και την οργή της Ήρας, που βρισκόταν δίπλα του αόρατη, βρήκε ευκαιρία και μίλησε στην παύση του συντρόφου του.

"Βρίσκομαι εδώ για να σας ζητήσω να επανορθώσετε μια αδικία· ο πρίγκιπας Πάρης έμεινε στη Σπάρτη ως φιλοξενούμενος μου κι έκλεψε τη γυναίκα μου, εκμεταλλευόμενος την απουσία μου. Και τώρα διστάζει να με αντιμετωπίσει ως άνδρας προς άνδρα!"

Ένα δυνατό σούσουρο ξέσπασε στο κοινό. Έπρεπε να χτυπήσει το ραβδί στο δάπεδο ο ίδιος ο Πρίαμος για να σωπάσει.

"Δώστε πίσω τη γυναίκα μου κι αποζημιώστε με ανάλογα για όσα μου ληστέψατε κι εγώ θα τα ξεχάσω όλα. Αν δεν το κάνετε..." Ο Οδυσσέας προσπάθησε να τον σταματήσει με μια μάταιη κίνηση του χεριού του. "Θα έχουμε πόλεμο!"

Αμέσως ξέσπασαν φωνές κι όλο το πλήθος αντάριασε οργισμένο. Ο Αντήνορας αμέσως πλησίασε τον βασιλιά και φώναξε.

"Βασιλιά μου, ας αφήσουμε τον βασιλιά Οδυσσέα να ολοκληρώσει τον λόγο του."

Ο Οδυσσέας δε χρειάστηκε δεύτερο έναυσμα. Προσευχήθηκε σιωπηλά στην Αθηνά για φώτιση και ξαναπήρε τον λόγο.

"Ο βασιλιάς Μενέλαος της Σπάρτης μίλησε ωθούμενος από πικρία και θυμό. Άραγε δε θα αντιδρούσατε κι εσείς έτσι, αν έπρεπε να ανεχθείτε μια τέτοια ταπείνωση; Αν η φιλοξενία και η φιλία σας πληρώνονταν με προδοσία και ύβρη; Δε φέρθηκαν στον πρίγκιπα σας όπως αρμόζει σε γιο φίλου; Οι χώρες μας δεν είναι άραγε δεμένες με δεσμούς φιλοξενίας και αίματος; Η πριγκίπισσα σας, η Ησιόνη δεν είναι παντρεμένη με Αχαιό βασιλιά;
Αν όμως αυτά δεν αρκούν, σκεφτείτε τι θα συμβεί αν οδηγηθούμε στον πόλεμο. Θα θρηνήσουμε δικούς μας κι εσείς δικούς σας κι η γη θα χορτάσει από το αίμα τους κι από τα ουρλιαχτά πόνου των μητέρων, που θα βλέπουν τα παιδιά τους να καίγονται στην πυρά. Και πόσοι άλλοι δε θα κοιτούν στη θάλασσα, ελπίζοντας να γυρίσουν τα παιδιά τους, ενώ αυτά δε θα το κάνουν ποτέ;"

Κι εκείνη την ώρα, ενώ ο βασιλιάς της Ιθάκης αναζητούσε πρόσωπα που τον είχαν πιστέψει στο πλήθος, είδε δυο ζευγάρια μάτια, γαλάζια σαν το πέλαγος του Αιγέα, να τον παρακολουθούν. Θα αναγνώριζε παντού αυτά τα μάτια. Ήταν η Ελένη. Η υπεύθυνη για όλα αυτά ήταν εκεί και κρυβόταν πίσω από μια τεράστια κολώνα. Ήθελε να της φωνάξει Σκύλα! Όμως δεν το έκανε.

"Αν αρνηθείτε την πρότασή μας, για την τιμή και τη δικαιοσύνη, θα πάρουμε αυτά που δικαιούμαστε με τη βία και το σπαθί. Ποιός από εσάς δε θα έκανε το ίδιο, αν του στερούσαν την αξιοπρέπειά του; Στα αλήθεια θα θυσιάσετε τόσες ζωές για μια γυναίκα; Ας συνθηκολογήσουμε μεταξύ μας, αν υπάρχει θέληση, υπάρχουν άπειροι τρόποι να λήξει μια διαφωνία."

"Εγώ την Ελένη δεν τη δίνω!" Βροντοφώναξε ο Πάρης. "Είναι θεϊκό δώρο, όχι μόνο σε εμένα μα και σε ολόκληρη την Τροία!"

"Δεν τη δίνουμε!" Τον υποστήριξαν τα αδέρφια του, εκτός από τον Έκτορα, που διατήρησε τη σιωπή του.

"Ακούστε με," επενέβη ο Αντήνορας. "Αν δεν επιστρέψουμε τη βασιλισσα και τους κλεμμένους θησαυρούς, θα έχουμε το άδικο στο πλευρό μας. Κι αυτό μπορεί να σημάνει το τέλος του Ιλίου. Για μια τρέλα του Πάρη δε χρειαζεται να παραλογισθούμε όλοι και να ριχτούμε στη μεγαλύτερη τρέλα, τον πόλεμο."

Αυτά τα λόγια εισέπραξαν άγριες ματιές από τον Πάρη και τους αδερφούς του, ενώ ο Έκτορας τον επικρότησε.

Τότε, ο Έλενος, που είχε μαντικές ικανότητες, βγήκε μπροστά, με την Ήρα να του ψιθυρίζει προσβολές και να του θολώνει την κρίση. Ήταν από τα πιο σοφά παιδιά του Πριάμου και τώρα θα αδικούσε τον εαυτό του, την οικογένεια και την πατρίδα του.

"Τίποτα να μη δώσουμε! Δε θα ντροπιαστούμε έτσι! Προβλέπω ότι θα κερδίσουμε τον πόλεμο περίλαμπρα και πολύ σύντομα. Σαν διαλύσουμε τον στρατό τους, θα κατακτήσουμε τη γη τους και θα τους σβήσουμε από την ιστορία για πάντα!"

Αυτά τα λόγια αναζωπύρωσαν ακόμα περισσότερο την οργή των αδερφών του.

"Θάνατος στους ξένους!" Φώναξε ο Διήφοβος, κραδαίνοντας το σπαθί του. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι, ορμώντας στους βασιλείς με ξύλα ή και πέτρες.

Αμέσως, έτρεξαν και στάθηκαν μπροστά τους προστατευτικά ο Έκτορας μαζί με τον Αντήνορα και τους δώδεκα γιούς του.

"Μόνο πάνω από το πτώμα μου θα τους φτάσετε," απείλησε ο γέροντας σύμβουλος. "Αλίμονό μας αν παραβιάσουμε τους ιερούς νόμους της φιλοξενίας."

"Σταματήστε, στο όνομα των Θεών!" Προσπάθησε να τους λογικέψει κι ο Πριάμος.

"Κάντε πίσω γρήγορα! Αν φτάσουμε ως εκεί, χαθήκαμε," τους προειδοποίησε ο Έκτορας.

Με την πρώτη ευκαιρία κι όταν είχε πια βραδιάσει, ο Αντήνορας κι οι γιοί του συνόδευσαν τους τρεις αρχηγούς πίσω στις πύλες της Τροίας κι ο μυαλωμένος Τρώας τους αποχαιρέτησε.

"Σας υποστήριξα γνωρίζοντας ότι είχατε δίκιο, όμως κανείς δεν πείστηκε. Τώρα το χρέος μου είναι να υπερασπιστώ την πατρίδα μου και με τη ζωή μου ακόμα."

Οι τρεις Αχαιοί τον αποχαιρέτησαν θερμά κι έφυγαν, γραμμή για το στρατόπεδο.

"Σωστός απέναντι στο δίκαιο, σωστός απέναντι και στο καθήκον," είπε εντυπωσιασμένος ο Παλαμήδης, καθώς προχωρούσαν αργά, για να μην τους δουν οι σκοποί.

"Τέτοιοι άνθρωποι αξίζουν πολλά κι είναι κρίμα να χάνονται στον ανδροφάγο πόλεμο," συμπλήρωσε μελαγχολικά ο Οδυσσέας.

Ο βασιλιάς της Ιθάκης αναστέναξε βαθιά. Τώρα πλέον ήταν σίγουρος ότι δε μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει το αιματοκύλισμα. Ο πόλεμος είχε κηρυχθεί κι επίσημα.

Ανέβασε τα μάτια του ψηλά. Στα κλαδιά ενός δέντρου έλαμπαν χαρούμενα τα μάτια μιας κυανόχρωμης κουκουβάγιας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφάλαιο!

Ανυπομονώ να ακούσω τις γνώμες σας! Γράψτε μου στα σχόλια διότι σας έχω τρεις ερωτήσεις:

1) Πώς σας φαίνεται ο Παλαμήδης; Να γράψω κι άλλον;

2) Θα σας ενδιέφερε να γράφω το τι συμβαίνει στην Ελένη αυτά τα χρόνια μέσα στην Τροία;

3) Θα θέλατε να γράψω τι συμβαίνει πίσω στην Ελλάδα;

Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο, όπου κύριο πρόσωπο θα είναι ο Αχιλλέας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top