XV - Οι Οιωνοί
Με το γενικό πρόσταγμα του βασιλιά Αγαμέμνονα, του επίσημου Αρχιστράτηγου, ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε για την Τροία, πλέοντας με τον ούριο άνεμο που του έστειλε η Άρτεμις και ο Αίολος.
Λίγο πριν ξεκινήσουν, στις τελευταίες σπονδές στους Θεούς, οι στρατηγοί είδαν με κατάπληκτα μάτια ένα φίδι με κατακόκκινη ράχη να ξεπροβάλλει από τον βωμό που είχαν στήσει και να έρπεται προς το μέρος τους. Κανείς, ωστόσο, δεν τόλμησε να το πειράξει, διότι θεώρησαν πιθανό το γεγονός να το είχε στείλει κάποιος Θεός.
Το φίδι με τη ράχη στο χρώμα του αίματος, σύρθηκε ανάμεσα στους βασιλείς και πλησίασε έναν πλάτανο. Ανέβηκε τον κορμό του και έφτασε σε ένα κλαδί, όπου βρισκόταν μια φωλιά σπουργιτιών. Εύκολα μέτρησαν εννέα μικρά σπουργίτια.
Το φίδι τυλίχτηκε τρεις φορές γύρω από τη φωλιά, περικυκλώνοντας τα μικρά. Αμέσως, όρμησε κι έφαγε ένα. Έπειτα κι άλλο. Κι άλλο ένα. Κι ύστερα κι άλλο. Σε ελάχιστο χρόνο είχε καταβροχθίσει και τα εννιά. Σε λίγο κατέφτασε η μάνα τους, αλαφιασμένη και τρομαγμένη. Το φίδι έφαγε κι εκείνη. Και στο τέλος άξαφνα πέτρωσε και σωριάστηκε στο έδαφος, όπου και κομματιάστηκε.
Εκστασιασμένοι από τον θαυμαστό οιωνό, οι στρατηγοί κατέφυγαν στον μάντη Κάλχα, ο οποίος έδωσε μια εξήγηση που δεν ευχαρίστησε κανέναν.
Εννέα χρόνια οι Αχαιοί θα πολεμούν στην Τροία, με δυσκολίες και δυσχέρειες. Στο δέκατο, όμως, πάνω, η Τροία θα παραδώσει στις φλόγες.
Ο χρησμός του Κάλχα εξαπέλυσε ένα κύμα απαισιοδοξίας στο πλήθος· οι Αρχηγοί, λοιπόν, φρόντισαν να επαναφέρουν την ηρεμία διαλαλώντας περίτεχνα ότι ο χρησμός παρερμηνεύτηκε και ότι δεν είχε μεγάλη ισχύ. Εξάλλου, δεν έβγαιναν πάντοτε όλοι οι χρησμοί σωστοί· θεωρία αποδεδειγμένη.
Η εκστρατεία, παρόλα αυτά, ξεκίνησε χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Σύντομα, ο τεράστιος στόλος που αριθμούσε χίλια διακόσια και πλέον πλοία, διέσχιζε το Αιγαίο και πλησίαζε στο Ίλιο.
Προτού φτάσουν, σταμάτησαν στη Δήλο, στο ιερό νησί του Απόλλωνα. Βασιλιάς εκεί ήταν ο Άνιος, γνωστός για τις μαντικές του ικανότητες. Ο Άνιος είχε τρεις κόρες, την Σπερμώ, την Οινώ και την Ελαΐδα. Αυτά τα κορίτσια είχαν λάβει θεία δώρα από τον θεό Διόνυσο, του οποίου ήταν και ιέρειες. Ό,τι άγγιζε η Σπερμώ γινόταν σιτάρι, ό,τι άγγιζε η Οινώ γινόταν κρασί κι ό,τι άγγιζε η Ελαΐδα γινόταν ελαιόλαδο. Αυτό ακριβώς το χάρισμα θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Αγαμέμνονας και διέταξε τον στρατό να σταθμεύσει εκεί.
Ο βασιλιάς Άνιος και ο μοναχογιός του ο Άνδρος -μετέπειτα βασιλιάς της Άνδρου- καλοδέχτηκε και φιλοξένησε της βασιλείς στο παλάτι του. Και οι κόρες του γέμισαν τα αμπάρια των πλοίων με όλα τα εφόδια που χρειάζονταν και μάλιστα σε γενναιόδωρες ποσότητες.
Ο Άνιος, ως τελευταίο δώρο, χρησιμοποίησε τις μαντικές του ικανότητες και προφήτεψε με τη σειρά του ότι το Ίλιο θα παρθεί τον δέκατο χρόνο. Για αυτό και πρότεινε στους βασιλείς να μείνουν στη Δήλο για εννέα χρόνια και την αρχή του δεκάτου να φύγουν για την Τροία και να την κυριεύουν χωρίς να παλεύουν για μια δεκαετία. Φυσικά, οι στρατηγοί αρνήθηκαν, μια που θεωρούσαν άδικο να παραμείνουν στο νησί και να καταχραστούν τη φιλοξενία του βασιλιά και χωρίς να ξέρουν αν η προφητεία του ήταν βάσιμη.
Το ίδιο βράδυ, μετά την πρόταση του Άνιου, ο Αγαμέμνονας είχε επιστρέψει στο πλοίο του και είχε ετοιμαστεί να κοιμηθεί εκεί. Διέταξε να καλέσουν, όμως, τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, κάτω από άκρα μυστικότητα.
"Μπορούμε να μάθουμε τον λόγο της αγρύπνιας σου, αδελφέ;" Τον χαιρέτησε με ειρωνία ο Μενέλαος, καθώς οι δυο νέοι βασιλείς μπήκαν στη Βασιλική καμπίνα του. "Μήπως θα ήθελες να σε νανουρίσουμε;"
Ο Αγαμέμνονας τον αγριοκοίταξε κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα του εξολοκλήρου στον Οδυσσέα.
"Οδυσσέα, αγαπημένε μου φίλε, σε κάλεσα σήμερα εδώ -αν και έκανα λάθος και δε σε κάλεσα μόνο σου- γιατί πρέπει να συζητήσουμε κάτι υπερβολικά σημαντικό για τον στρατό μας."
"Αν είναι τόσο σημαντικό, βασιλιά Αγαμέμνονα, τότε προχώρησε στο δια ταύτα αμέσως, μη χρονοτριβείς," τον παρότρυνε ο Οδυσσέας, επιλέγοντας σοφά να μην εμπλακεί στις κόντρες μικρής εμβέλειας των δυο πανίσχυρων βασιλέων και αδερφών.
Ο Αγαμέμνονας ανακάθισε στον θρόνο του προτού μιλήσει ξανά. Αρκετός χρόνος για τον πανούργο βασιλιά της Ιθάκης, ο οποίος σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πέρασε πλήθος διαφορετικών σεναρίων από το μυαλό του για να μαντέψει τους λόγους πρόσκλησης του και να ετοιμάσει τις πιο προσφιλείς αντιδράσεις για τον συνομιλητή του.
"Ο Άνιος, όπως γνωρίζεις, προφήτεψε το ίδιο με τον Κάλχα, ότι δηλαδή η πολιορκία της Τροίας θα παρθεί μετά από δέκα χρόνια προσπαθειών."
Ο Οδυσσέας μετά βίας δε χαμογέλασε· ήταν σχεδόν βέβαιος ότι για αυτό τους είχε προσκαλέσει στη σκηνή του μέσα στην ολόμαυρη νύχτα.
"Το γνωρίζω φυσικά και το απεύχομαι, για το καλό όλων μας," αποκρίθηκε, μιλώντας ειλικρινά.
"Αν όμως ο πόλεμος διαρκέσει πολύ, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ξεμείνουμε από προμήθειες," συνέχισε ο Αγαμέμνονας.
"Λογικό," σχολίασε επιφυλακτικά ο γιος του Λαέρτη. "Μα δεν κατανοώ πού οδηγείτε τη συζήτησή μας."
"Την οδηγώ στο ότι υπάρχει ένας πανεύκολα τρόπος να μην ξεμείνουμε ποτέ από προμήθειες!" Αναφώνησε ο Αρχιστράτηγος. "Θέλω να πάρουμε μαζί μας τις κόρες του Άνιου!"
Η διαταγή ήταν απλή. Ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας έπρεπε να εισβάλουν μυστικά στο παλάτι της Δήλου, να αρπάξουν τις θαυματουργές κόρες και να τις κρατήσουν ομήρους.
Η εκτέλεσή της ήταν ακόμα πιο απλή. Ωστόσο, τα τρία κορίτσια είχαν περισσότερο θάρρος από όσο είχαν υπολογίσει κι έτσι, όταν τις έλυσαν πάνω στο πλοίο οι Αχαιοί, έπεσαν στη θάλασσα και κολύμπησαν πίσω στο παλάτι της Δήλου.
Ο Αγαμέμνονας εξοργίστηκε. Απείλησε με πόλεμο. Κι ενώ καμία από τις δυο πλευρές δε φαινόταν να υποχωρεί, οι τρεις πριγκίπισσες προσφέρθηκαν οι ίδιες οικειοθελώς να ακολουθήσουν τους Αχαιούς στην Τροία.
Όλα αυτά τα παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον ο θεός Διόνυσος από τον Όλυμπο.
"Οι Αχαιοί είναι βλάσφημοι," μονολόγησε αγριεμένα. "Αψηφούν το γεγονός ότι αυτά τα κορίτσια είναι ιέρειες μου και νομίζουν πως αυτή τους η ύβρη θα με αφήσει αδιάφορο. Ας μάθουν, λοιπόν, ότι εγώ δεν ανέχομαι προσβολές."
Έτσι, ο θεός με μια μόνο κίνηση του χεριού του μεταμόρφωσε τις τρεις νέες σε περιστέρια, τα οποία πέταξαν και παρέμειναν αιώνια στη Δήλο.
Οι Αχαιοί, μετά το θαύμα του Διονύσου, έφυγαν από τη Δήλο χωρίς αργοπορία.
Επόμενη στάση έκαναν στην Νέα, το νησί της θεάς Χρύσης, λίγο πιο πέρα από τη Λίμνο. Εκεί βασίλευε η Νύμφη Χρύση, κάτοχος ενός παντοδύναμου στόλου, που εξουσίαζε τη θάλασσα της Τροίας και τα στενά του Ελλήσποντου. Τότε, οι βασιλείς αποφάσισαν να θυσιάσουν στη θεά Αθηνά, την προστάτιδα του νησιού και έτσι θα κέρδιζαν ταυτόχρονα και την εύνοια της θεάς και την εύνοιας της βασίλισσας.
Όλα ήταν έτοιμα για τη θυσία. Όλοι οι στρατηγοί είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τον βωμό και πρώτος ο Μενέλαος, που θα έκανε τη θυσία.
Εκείνη τη στιγμή, όμως, συνέβη ένα τρομερά σοβαρό ατύχημα. Ένα κατάμαυρο φίδι ξεπετάχτηκε από τον βωμό και δάγκωσε στο πόδι τον βασιλιά Φιλοκτήτη, τον περιβόητο τοξότη, αυτόν στον όποιον ο μέγας Ηρακλής είχε δώσει τα θανατηφόρα του βέλη πριν φύγει από τον Κόσμο των Ανθρώπων.
Η θυσία συνεχίστηκε κανονικά. Ο Φιλοκτήτης, ωστόσο, είχε τραυματιστεί άσχημα. Η πληγή του καλοφόρμισε κι ένα καφέ υγρό ανέβλυζε. Ο ήρωας βογκούσε όλη μέρα από τους πόνους και μια αφόρητη δυσοσμία απλωνόταν στον αέρα.
Οι στρατηγοί δεν άντεχαν άλλο. Στο συμβούλιο που ακολούθησε, ο βασιλιάς Οδυσσέας πρότεινε να ξεφορτωθούν τον τραυματία Φιλοκτήτη με τον πιο έμμεσο τρόπο, που δε θα όργιζε τους Θεούς. Τη νύχτα που κοιμόταν, τον σήκωσε ο Αίας ο Τελαμώνιος στις τεράστιες πλάτες του και τον άφησε σε μια έρημη παραλία της Λήμνου, όπου τον πήγε με βάρκα. Δίπλα του άφησε αρκετά τρόφιμα και τα βέλη του Ηρακλή, τα ποτισμένα στο δηλητηριασμένο αίμα της Λερναίας Ύδρας, το πιο ακαριαίο δηλητήριο που υπήρξε.
Το ξημέρωμα της επόμενης, άφησαν τη Νέα και έβαλαν πλώρη για την Τένεδο. Εκεί τους περίμενε ένα νέο εμπόδιο. Βασιλιάς εκεί ήταν ο Τένης, ένας υπερβολικά γιγαντόσωμος άνδρας, γιος του Απόλλωνα. Αυτός προσπάθησε να αναχαιτίσει την πορεία τους. Κι ένα ετοιμαζόταν να τους ρίξει μια τεράστια πέτρα, ο Αχιλλέας του έριξε το δόρυ του και τον σκότωσε. Μόνο που δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πατέρας του θύματος του, διότι λίγο καιρό πιο πριν η μητέρα του η Θέτιδα τον είχε προειδοποιήσει ότι εάν ποτέ σκότωνε γιο του Θεού του Φωτός, εκείνος δε θα ησύχαζε ποτέ, πριν τον στείλει στον Άδη. Κι όταν ο Αχιλλέας έμαθε ότι ο Φοίβος ήταν ο πατέρας του Τένη, ήταν πια πολύ αργά.
Μετά από αυτό το ανδραγάθημα του Αχιλλέα, οι Αχαιοί κυρίευσαν την Τένεδο. Εκείνη την ημέρα, ο Κάλχας προφήτεψε ότι η μεγάλη νίκη των Αχαιών θα έρθει μετά από τον τσακωμό δυο σπουδαίων στρατηγών.
Το ίδιο βράδυ, όταν γιόρταζαν τη νίκη τους, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας φιλονίκησαν έντονα, για μια παρεξήγηση. Κι ενώ όλοι οι Αχαιοί είχαν τρομοκρατηθεί βλέποντας τους δυο γίγαντες να διαφωνούν, ο Αγαμέμνονας χαμογελούσε, πιστεύοντας ότι αυτή επρόκειτο για τη νικηφόρο διαμάχη που είχε προφητέψει ο Κάλχας.
Από την Τένεδο που είχαν στρατοπεδεύσει, φαινόταν πια ολοκάθαρα το πυργωμένο Ίλιο.
Για αυτό και οι αρχηγοί αποφάσισαν να στείλουν μια μικρή ομάδα, μια πρεσβεία, στον Πρίαμο και να προσπαθήσουν να λύσουν το προβλημα της αρπαγής της Ελένης αναίμακτα και ειρηνικά. Πρόταση προφανώς του Οδυσσέα, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να νοσταλγεί την πατρίδα του και οι προφητείες περί δεκάχρονου πολέμου τον απογοήτευαν.
Ο οξύθυμος Μενέλαος, ο διπλωμάτης Παλαμήδης, ο πολυμήχανος Οδυσσέας και η εύνοια της Αθηνάς επιλέχθηκαν για αυτή την αποστολή διαπραγμάτευσης. Οι τρεις βασιλείς, λοιπόν, μπήκαν σε μια βάρκα και έπλευσαν στην Τροία, μόνοι και εν Ειρήνη.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Αυτό ήταν το κεφάλαιο!
Περιμένω τις γνώμες σας στα σχόλια!
Στο επόμενο σας εχω την επική διαπραγμάτευση των Ελλήνων και των Τρώων, λίγη Κασσάνδρα, λίγη Ελένη και πολλούς Θεούς!
Θα σας δω εκεί! Να είστε όλοι καλά!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top