XLVIIIβ ~ Οι Πριγκίπισσες των Αμαζόνων
Η Θεμίσκυρα αποτελούσε αναντίρρητα -με βάση όλους τους ταξιδευτές που είχαν την τύχη να την επισκεφθούν και να επιστρέψουν ζωντανοί- την ωραιότερη ακτή της Ασίας, το ομορφότερο, επιβλητικότερο και το πλέον εύφορο μέρος της γης εκείνης, που είχε να προσφέρει πλούτη αμύθητα στους κατοίκους της και συμφορές ισάξιες αφειδώς. Πολλοί λαχταρούσαν τα παραλία εδάφη τούτα, για την εκλεκτή εμπορική τους θέση, την προνομιούχα τους βλάστηση και το ευλογημένο χώμα μα και το υπόγειο, που παρήγαγε μεταλλεύματα πολύτιμα, γνωστά κι άγνωστα του καιρού τους. Στη Θεμίσκυρα, παρόλα αυτά, επικρατούσε πάντοτε ειρήνη, μια ειρήνη για την οποία οι αμιγώς θηλυκές της κάτοικοι είχαν αγωνιστεί και κατορθώσει, με την -ειρωνική- ευλογία του πατέρα των γεναρχών τους, του Άρη. Ο Θεός του Πολέμου είχε δείξει την εύνοια στις πολεμίστριες κόρες του κι είχε εξασφαλίσει ένα από τα πιο υπέροχα, μαγευτικά όμορφα και ειρηνικά μέρη του Κόσμου για το σπίτι τους.
Τι κι αν δεν επρόκειτο για κόρες της Αφροδίτης μα των νυμφών Αρμονίας και Ορτήρης -με την τελευταία μάλιστα να υπήρξε κι η πρώτη τους Βασίλισσα- ο Άρης λάτρευε τις κόρες του, τις πιο επιφανείς πολέμαρχους των Αμαζόνων όσο κανένα άλλο του παιδί. Η Αντιόπη, η Μελανίππη, η Λυσίππη, η Ωρείθυια, η Μύρινα, η Αντιάνειρα, η Πανθεσίλεια και η τωρινή τους Βασίλισσα, η Ιππολύτη ήταν οι πρώτες Αμαζόνες, που δημιούργησαν έναν πολιτισμό αυτάρκη, ανεξάρτητο, ξεχωριστό.
Μακριά από κάθε άλλη πόλη, απομονωμένες εσκεμμένα, έχτισαν το δικό τους κράτος, μια αμιγώς γυναικεία κοινωνία, χωρίς άνδρες ούτε για υπηρέτες, ένα νομικό σύστημα μοναδικό, βασισμένο το Δίκαιο των Ολύμπιων Θεών, με πυρήνα την πειθαρχία, τη στρατιωτική ισχύ και υπεροχή. Η μόνη χρησιμότητα που αναγνώριζαν στο αρσενικό φύλο ήταν η αναπαραγωγή, συνεπώς, όταν το επιθυμούσαν, επισκέπτονταν φιλικές τους πόλεις, όσες ανήκαν στους Γαργαρείς και τεκνοποιούσαν ελεύθερα με συντρόφους της επιλογής τους. Αν γεννούσαν κόρη, την κρατούσαν και τη μεγάλωναν στη Θεμίσκυρα ως Αμαζόνα μα, αν γεννούσαν γιό, τον επέστρεφαν στον πατέρα του. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο Ιππόλυτος, ο μοναχογιός της Πριγκίπισσας Αντιόπης από τον Θησέα, το παιδί που οι Αμαζόνες ανέθρεψαν, για να θυμούνται πάντοτε το μεγαλύτερο τους κρίμα κι αισχύνη.
Στο λιτό, απλοϊκό, λειτουργικό ανάκτορο, με τις ελάχιστες πολυτέλειες και τον μοναδικό χρυσό να είναι αφιερωμένος στα αγάλματα των Θεών, διέμεναν μόνο οι πρώτες Αμαζόνες, οι κόρες του Άρη. Εκεί, κάποτε είχαν φιλοξενηθεί οι Αργοναύτες, ο Ηρακλής και ο Θησέας αργότερα κι εκεί, υποδεχόταν η Βασίλισσα Ιππολύτη τους απεσταλμένους από το εκάστοτε κράτος που ζητούσε τη βοήθειά τους ή κάποια χάρη. Δε σπάνιζαν διόλου αυτά τα φαινόμενα στη Θεμίσκυρα, αποτελούσαν, μάλιστα, την κυριότερη τους ενασχόληση. Δέχονταν αγγελιοφόρους, διαπραγματεύονταν μια δίκαιη ανταμοιβή και προσέφεραν τις αμίμητες, ασύγκριτες πολεμικές τους υπηρεσίες, που ανταποκρίνονταν πλήρως στη φήμη τους ως τον πιο θανάσιμο, πανίσχυρο στρατό.
Η Ιππολύτη διήγαγε μια γαλήνια περίοδο στην αθάνατη ζωή της. Οι κόρες του Άρη, κόρες Θεών, επρόκειτο για αθάνατες γυναίκες, αγέραστες μα τρωτές, όπως τους είχε αποδείξει πικρά, οδυνηρά η θανή της Αντιόπης. Η Ιππολύτη επρόκειτο για τη Βασίλισσα που η μητέρα της, η Ορτήρη, είχε επιλέξει αυτοπροσώπως για διάδοχο της, με την ευλογία του Άρη κι όλων των γυναικών Θεών που προστάτευαν τη Θεμίσκυρα. Μολονότι η επικεφαλής ενός τόσο πολεμοχαρούς, αιμοβόρου λαού, που αναζητούσε διαρκώς συρράξεις και διαμάχες, η ίδια ένιωθε οικεία στην απόλυτη ησυχία, ηρεμία και σιγή. Επέβλεπε νωχελικά τις καθημερινές, προγραμματισμένες προπονήσεις, δεν ηγούταν των κυνηγιών παρά μόνο στις εορτές προς τιμήν της Αρτέμιδας και γυάλιζε περιστασιακά τα όπλα της σε κοινή θέα, για να διατηρεί την τρομερή μορφή κι εικόνα μιας τρομερής πολέμαρχου. Είχε, βέβαια κι αυτήν την πλευρά, εκείνη που την έκανε περίοπτη, αξιολάτρευτη κι αξιοσέβαστη από όλες τις Αμαζόνες μα είχε αποφασίσει να την κρύψει, να τη θάψει μέσα της, μετά τον χαμό της Αντιόπης.
Οι μοναδικές αδελφές που έδειχναν να μην έχουν επηρεαστεί -φαινομενικά- από το τραύμα εκείνο ήταν η Μελανίππη και η Πανθεσίλεια, οι οποίες είχαν εξελιχθεί στις ουσιαστικές Αρχηγούς κι εκπαιδεύτριες του στρατού, όπως και αγαπημένες του λαού. Η Μελανίππη, με ώμους φαρδείς, μύες θαυμαστούς και ακούραστο πνεύμα, είχε οριστεί επικεφαλής σε κάθε δραστηριότητα, στο κυνήγι μα και στις εκστρατείες, οπουδήποτε τους ζητούσαν να βοηθήσουν στρατιωτικά. Η Πανθεσίλεια, δε, η πιο άγρια, ατίθαση κι αδάμαστη ψυχή, εκπαίδευε ακούραστα τις Αμαζόνες, παλιές και νεοσύλλεκτες, ανίχνευε το τάλαντο εκάστης και διαμόρφωνε αναλόγως το πρόγραμμα, ενώ η ίδια προπονούσε κάθε μια στην πάλη, την πυγμή, το παγκράτιο· αθλήματα μεν, εξαιρετικά χρήσιμα για τη διάπλαση και το πολεμικό ένστικτο δε.
Έμοιαζε ανέκαθεν με μια ώριμη παιδούλα, καθότι τα μελιά μάτια της μόνο πρόδιδαν ότι μετρούσε αιώνες ζωής, γεγονός που έκανε τις νέες πάντοτε να τη συμπαθούν, ξεχωρίζουν κι εμπιστεύονται εύκολα. Αυτή της η επαφή με τα νέα κορίτσια, τα οποία αγαπούσε σαν παιδιά της, την παρηγορούσε κάπως, διότι δεν της είχαν δώσει ποτέ κόρη οι Θεοί· είχε μείνει τέσσερις φορές έγκυος και μόνο γιούς είχε γεννήσει, για να τους παραδώσει στους πατέρες τους και ποτέ δεν είχε αναθρέψει ένα σπλάχνο της. Η μόνη αδελφή της που κατανοούσε τη γλυκόπικρη αίσθηση που ταλάνιζε την καρδιά της μυστικά ήταν η Ιππολύτη, η οποία δεν είχε τεκνοποιήσει ποτέ.
«Οι Θεοί, εμφανώς, με όρισαν μητέρα όλων των Αμαζόνων,» έλεγε χαριτολογώντας μα τα μάτια της γέμιζαν με όλη τη θλίψη του κόσμου.
Όταν, λοιπόν, της παρουσίασαν το αγόρι από την Τροία, με το αραιό μούσι που προφανώς πάλευε να καλλιεργήσει και να αγριέψει κάπως το χαριτωμένο, παιδικό του πρόσωπο, η Βασίλισσα των Αμαζόνων είχε μείνει στιγμιαία εμβρόντητη.
«Είσαι πράγματι γιός του Βασιλιά Πριάμου;» Ρώτησε, μολονότι έτσι της τον παρουσίασε η αδελφή της, η Μύρινα, η Αρχηγός της Βασιλικής Φρουράς.
«Ορθώς, Υψηλότατη Βασίλισσα Ιππολύτη,» υποκλίθηκε εκ νέου το αγόρι, μιλώντας για πρώτη φορά από την είσοδό του στο παλάτι. «Του Πριάμου και της τιμημένης Βασίλισσας Εκάβης.»
«Την προηγούμενη φορά, πριν έξι μήνες περίπου, μου έστειλαν έναν δούλο για αγγελιαφόρο και τώρα, υποδέχομαι εσένα. Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα με τους Αχαιούς;»
Η ανησυχία κι η συμπόνια στη φωνή και στο βλέμμα της κυριαρχούσαν, οπότε η απελπισία στον νεαρό πρίγκιπα δεν άργησε να φανεί.
«Θα συγκαλέσω όλες μου τις αδελφές Πριγκίπισσες να έρθουν εδώ, να ακούσουμε όλες μαζί το μήνυμά σου,» τον σταμάτησε, προτού απαντήσει. Έπειτα, στράφηκε στη Μύρινα. «Φρόντισε να λουστεί, να φάει πλουσιοπάροχα, να φορέσει χλαμύδα καθαρή κι όταν χορτάσει, να έλθει στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου θα τον περιμένουμε.»
Κι ενόσω οι γηραιότερες Αμαζόνες, που υπηρετούσαν πλέον οικιακά τις αδελφές τους, ανέλαβαν να περιποιηθούν τον βασιλικό τους φιλοξενούμενο, η Ιππολύτη έστειλε τη Μελανίππη να συγκεντρώσει τάχιστα τις υπόλοιπες τρεις κόρες του Άρη.
Η Λυσίππη δεν ήταν διόλου δύσκολο να βρεθεί, διότι είχε μετατρέψει το αναγνωστήριο της Θεμίσκυρας σε σπίτι της, πρακτικά. Νυχθημερόν, με ελάχιστα και σπάνια διαλείμματα, μελετούσε, διάβαζε καθετί που υπήρχε στη βιβλιοθήκη, διεξήγαγε πειράματα κι ανέπτυσσε νέες θεωρίες στην επιστήμη και στη φιλοσοφία. Αφενός, δεν έλειπε ποτέ από κανέναν πόλεμο, αφετέρου η μέγιστη λατρεία της ήταν η μόρφωση και η έρευνα. Ένιωθε μονάδα ευτυχής, ευλογημένη και τυχερή που της είχε δοθεί πλήρης ελευθερία δράσης από την αδελφή και Βασίλισσα της χωρίς δισταγμό. Αυτή ήταν η Θεμίσκυρα της Ιππολύτης· μια γη ελευθερίας, ανεξαρτησίας για τη γυναίκα, ένα ασφαλές καταφύγιο και έρεισμα για όλες, κατατρεγμένες, καταπιεσμένες, κακοποιημένες, για όλες τις γυναίκες που ασφυκτιούσαν, έχοντας ανάσες κομμένες, όπως και φτερά. Στο κάλεσμα της Ιππολύτης, λοιπόν, αμέσως ανταποκρίθηκε η Λυσίππη κι εγκατέλειψε τους πάπυρους της ανοιχτούς στο μεγάλο, μαρμάρινο τραπέζι, για να επιστρέψει αργότερα.
Η Ωρείθυια επρόκειτο επίσης για εύκολη να βρεθεί Πριγκίπισσα. Εξασκούταν στο μοναδικό όπλο που μπορούσε πλέον· στο τόξο. Μαζί με την ομάδα των πιο άρτιων τοξοβόλων, εκείνων που η ίδια είχε εκπαιδεύσει κάποτε, μάχονταν μαζί διαγωνιστικά κι όταν προείχαν άλλες υποχρεώσεις, εκείνη αναλωνόταν στις κουζίνες, μαγειρεύοντας αδιάκοπα και με μεράκι φοβερό. Η μαγειρική ήταν η ασχολία που είχε ανακαλύψει μετά την απρόσμενη, τρομερή της ατυχία. Στη θωριά της Μελανίππης, έδεσε το τόξο και τη φαρέτρα στην πλάτη και την ακολούθησε σιωπηλά, υποβοηθούμενη από την ίδια.
«Η Πανθεσίλεια μένει μονάχα άφαντη,» κατέληξε η τελευταία, εξηγώντας της τα τεκταινόμενα αναλυτικά. Είχαν αρκετό χρόνο για συζήτηση στη διαδρομή τους και τον αξιοποιούσαν πλήρως.
«Εφόσον δεν ήταν μαζί μου στο Εκπαιδευτήριο, μονάχα σε ένα μέρος μπορώ να την τοποθετήσω,» αποκρίθηκε σχεδόν βαριεστημένα η Ωρείθυια, χτυπώντας τα νύχια στην ξύλινη καρέκλα της. «Στη σπηλιά, στη βόρεια παραλία, εκείνη που αφιερώσαμε στον πατέρα μας. Και πολύ αμφιβάλλω ότι θα είναι μόνη.»
Η Μελανίππη, άθελα της, χασκογέλασε με το εξαιρετικά ειρωνικό, φαιδρό ύφος της αδελφής της.
«Αυτή είναι η Ωρείθυια που γνωρίζω κι αγαπώ,» σχολίασε εύχαρα. «Με ένα ειρωνικό σχόλιο αγάπης για όλους πάντοτε. Δεν άλλαξες καθόλου, αγαπημένη μου.»
Όσο κι αν εννοούσε την κάθε λέξη της, όσο κι αν τα τεράστια μάτια της πρόδιδαν θαυμασμό και περηφάνια, η Ωρείθυια δεν αποποιούταν ποτέ την πικρία, που είχε γίνει η δεύτερη φύση της, ούτε και τη λύπη, που αγωνιζόταν να κρύψει, για να μη στεναχωρεί τις αδελφές της, μα αδυνατούσε ενίοτε. Μια Αμαζόνα χωρίς πόδια, καθηλωμένη σε ένα κάθισμα με ρόδες· αυτό είχε καταντήσει, ένα ανήμπορο τίποτα, ένα ακίνητο βάρος για όλες, ντροπή της φυλής και της γενιάς της. Έτσι ένιωθε κι έτσι επιβεβλημένα της φέρονταν, τι κι αν ήταν κόρη της Αρμονίας και του Άρη.
Η Αντιάνειρα ήταν η πρώτη που είχε ενημερώσει η Μελανίππη, αφού περνούσε τον καιρό της διαρκώς στους στάβλους, περιποιούμενη τους ίππους τους με στοργή μητέρας, μεγαλύτερη από όση είχε δείξει στις κόρες της ακόμη. Οπότε, πράγματι, μονάχα η Πανθεσίλεια της εμένε, για να τελειώσει με τις προσκλήσεις και να συνομιλήσουν επιτέλους με τον Τρώα πρίγκιπα, γεγονός για το οποίο αδημονούσε. Χωρίς πολλές κουβέντες, έφτασαν με την Ωρείθυια στις πύλες του παλατιού, όπου την παρέδωσε στην πρόθυμη Λυσίππη κι αποχώρησε ξανά, για να βρει την Πανθεσίλεια.
Δεν την ένοιαζε που περπάτησε καμπόσο και βράχηκε στη θάλασσα, για να φτάσει στη σπηλιά, τη φυσικά προστατευμένη από το νερό, με την είσοδο να οδηγούσε θαρρείς στον Κάτω Κόσμο. Μονάχα να αιφνιδιάσει την αδελφή της ενδιαφερόταν, για να της αποδείξει ότι ήταν καλύτερη κατάσκοπος από εκείνη. Αφότου πέρασε την είσοδο της σπηλιάς, βάδιζε ανάλαφρα, σχεδόν αιωρούταν, για να μην προκαλέσει κανέναν ήχο και προειδοποιήσει την Πανθεσίλεια. Φαινόταν παιδαριώδες αλλά αυτή η άτυπη διαμάχη με την αδελφή της ήταν εκείνο που τη γέμιζε ζωτικότητα κι έδιωχνε την ανία των τελευταίων ετών. Αποκτούσε νόημα η καθημερινότητα με μια τέτοια, ασήμαντη αντίφαση· υπέροχη ήταν η αίσθηση να την υπακούν όλες, να παρακολουθούν κάθε της οδηγία στην προπόνηση με ευλάβεια και θαυμασμό αλλά η πρόκληση από την Πανθεσίλεια, το αντίπαλο δέος, προσέθετε ενθουσιασμό, το απρόσμενο στοιχείο της ανατροπής που της έδινε ώθηση να νικήσει τη νωθρότητα που την κατέκλυζε κάθε πρωινό. Είχε, επομένως, επιστρατεύσει όλη τη διακριτικότητα ενός ελαφιού και την ακοή ενός αίλουρου, για τον άρτιο αιφνιδιασμό του λέοντα που επιθυμούσε, για μια -κυρίως ηθική- ικανοποίηση.
Έφτασε εγκαίρως στο πρώτο μεγάλο κοίλωμα, ένα θεσπέσιο σημείο, με μια καταγάλανη λίμνη και φυσικό φως από μια τρύπα του βράχου άνωθεν. Ανυπομονώντας να θριαμβολογήσει για τη νίκη της και την εμφανή υπεροχή, με το ευφυέστατο σχόλιο που επεξεργαζόταν στον νου της για μέρες έτοιμο να ξεστομιστεί, αντίκρισε το πλέον αναπάντεχο θέαμα. Όχι δυο γυναίκες κείτονταν στον λείο βράχο μα μια μόνο κι όχι αυτή που αναζητούσε.
«Αρμοθόη!» Αναγνώρισε ευθύς τα εβένινα μαλλιά της κι εξεπλάγη με τον πιο αρνητικό τρόπο. «Πού είναι η Πανθεσίλεια;»
Προτού προλάβει να αρθρώσει λέξη η πολέμαρχος, η Μελανίππη αισθάνθηκε κάποιον να αρπάζει το σώμα της, να την εγκλωβίζει σε λαβή σιδήρου και μια εξαιρετικά λεπτή κι ακονισμένη λεπίδα να παγώνει τον λαιμό της.
«Καλωσήρθες, αδελφή μου,» ψιθύρισε στο αυτί της η Πανθεσίλεια και μπορούσε να ακούσει το μειδίαμα θριάμβου στα χείλη της, τον εμπαιγμό, το φαρμάκι. «Κρίμα που σιχαίνομαι να μοιράζομαι τις ερωμένες μου, ειδάλλως θα σε καλούσα στην παρέα μας. Τι θέλεις; Άλλη μια ανόητη πρόκλησή σου, επειδή δεν έχεις άλλη ασχολία;»
«Οι ευτελείς σου επιλογές συντρόφων δε με αφορούν,» αποφάσισε να το διασκεδάσει η Μελανίππη κι έσκυψε απότομα, παρασύροντας το χέρι της να χτυπήσει στον εγγύτερο βράχο.
Το εγχειρίδιο που απειλούσε τον λαιμό της έπεσε κι εκείνη το άδραξε, προλαβαίνοντας την Αρμοθόη, που έδειχνε ετοιμοπόλεμη, όπως πάντα, παρότι εμφανώς σε έκσταση από την ερωτική πράξη. Χωρίς χρονοτριβή, γράπωσε το χτυπημένο χέρι της Πανθεσίλειας και την έστρεψε όλη ανάποδα στον αέρα, πετώντας τη πίσω της δυναμικά. Βέβαια, δε θα εγκατέλειπε τόσο εύκολα η αδελφή της κι επανήλθε, τραβώντας με όλη τη δύναμη το πόδι της, για να τη σωριάσει δίπλα της, στο πέτρινο, ακανόνιστο δάπεδο της σπηλιάς.
«Αυθάδη και θρασύδειλη νεαρή,» πλατάγισε τη γλώσσα με αποδοκιμασία η Μελανίππη κι απτόητη έγειρε κι έπεσε πάνω της, για να παλέψουν σώμα με σώμα.
«Δε θυμάμαι ποτέ να σε έχω διακόψει από προσωπικές στιγμές, οπότε, εσύ είσαι η αυθάδης.»
Ακόμα κι ενόσω αγωνιζόταν να αποκρούσει τα τάχιστα χέρια της, δεν έλειψε το ανασηκωμένο της φρύδι, που πρόδιδε μονάχα υπεροπτική αδιαλλαξία στα μάτια της Μελανίππης.
Καταραμένες κόρες της Ορτήρης, σκέφτηκε, με έναν μορφασμό χλεύης να αλλοιώνει τα πανώρια χαρακτηριστικά της. Ενέτεινε την επίθεση της, διπλασίασε την ταχύτητα των λαβών και την πίεσε αισθητά. Η Πανθεσίλεια βρισκόταν οριζόντια στο έδαφος και μπορούσε μονάχα να αμυνθεί.
«Παραδώσου,» πρόσταξε η Μελανίππη, για να εμφανίσει ευθύς ένα ασημένιο εγχειρίδιο, που κόλλησε στον λαιμό της, με την ίδια απειλητική κίνηση που είχε δεχθεί η ίδια προηγούμενα.
«Ποτέ,» γρύλισε εκείνη και τη σημάδεψε στην κοιλιά με το δικό της, το εφεδρικό.
«Θα θέλατε να σταματήσετε, τώρα;» Επενέβη η Αρμοθόη, η οποία -παρότι απολάμβανε να θωρεί τις δυο καλύτερες πολέμαρχους να μονομαχούν- είχε το δίχως άλλο πλήξει και κουραστεί. Ολημερίς αντάλλασσαν προσβολές και αντικρουόμενες ρήσεις, σε ατέρμονες διαφωνίες. «Δε μας έχει ενοχλήσει ποτέ ξανά η υψηλότατη, Πανθεσίλεια, οπότε, οφείλουμε να την ακούσουμε.»
Ως ένδειξη καλής θέλησης και σεβασμού για τα φρόνιμα λόγια της Αρμοθόης, η Μελανίππη σηκώθηκε όρθια, έκρυψε το εγχειρίδιο στη ζώνη της και βοήθησε την Πανθεσίλεια να ορθωθεί κι αυτή, ενώ έπειτα, η μια ξεσκόνισε τα ρούχα της άλλης.
«Με αναζητάς για κάτι σημαντικό, αδελφή μου.»
Δεν ήταν ερώτηση. Η Μελανίππη ένευσε καταφατικά αμέσως.
«Έχει έρθει ένας πρίγκιπας κι η Ιππολύτη πρόσταξε να είμαστε όλες οι κόρες του Άρη παρούσες στην ακρόαση.»
«Πρίγκιπας;» Έσκωψε και σταύρωσε τα χέρια η Πανθεσίλεια. «Ποιός απελπισμένος άμοιρος μας θυμήθηκε, πάλι; Από τη Θράκη, τη γη του πατέρα μας, μήπως; Ξέσπασε πόλεμος μεταξύ οικογενειών, ως συνήθως;»
«Από την Τροία, Πανθεσίλεια,» απάντησε χωρίς δισταγμό η αδελφή της, προσέχοντας, όμως, με αμείωτο ενδιαφέρον τις αντιδράσεις της.
Η πρώτη ήταν ένα πλατύ, αυθεντικό χαμόγελο στα ρόδινα, σαρκώδη της χείλη.
«Ο Έκτωρ είναι; Ο διάδοχος;» Αναρωτήθηκε με λαχτάρα έφηβης παρθένας.
«Σίγουρα όχι. Υπερβολικά νεαρός, σχεδόν αγόρι, για να είναι ο Έκτωρ,» εξήγησε προσεκτικά.
Το πρόσωπό της σοβάρεψε μα τα φλογέρα, μελιά της μάτια με τις πράσινες πινελιές δεν έχασαν την εκθαμβωτική τους λάμψη.
«Έρχομαι αμέσως, Μελανίππη!» Δήλωσε με πειθαρχία, ωσάν στρατιώτης και στράφηκε στην Αρμοθόη.
Την αγκάλιασε με όλη της την αγάπη, τη φίλησε στα χείλη και διατήρησε τα μάγουλά τους ενωμένα.
«Απολογούμαι που φεύγω, ενώ σου είχα υποσχεθεί όλη την ημέρα ως δική μας αλλά δεν μπορώ να αγνοήσω τη Βασίλισσα αδελφή μου.»
«Ούτε νέα από το αγαπημένο σου αγόρι,» συμπλήρωσε, μειδιώντας η Αρμοθόη. Παρόλα αυτά, φαινόταν να κατανοεί πλήρως, ούσα κι εκείνη μητέρα δυο αγοριών και δυο κοριτσιών. «Βεβαίως και να παρευρεθείς. Δε θα σε κρατούσα ποτέ τόσο κτητικά κι αλαζονικά.»
Κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερης συζήτησης τους, η Μελανίππη δεν είχε αποπειραθεί καν να επιδείξει διακριτικότητα, στεκούμενη ακριβώς στην αρχική της θέση, με τα μάτια καρφωμένα στην Πανθεσίλεια. Χρέος της είχε να την οδηγήσει στο παλάτι κι αυτό δε θα υποθαλπόταν από καμία ανόητη αίσθηση ντροπής.
Αφού φίλησε τα χέρια της ερωμένης της στοργικά, η Πανθεσίλεια στράφηκε στην αδελφή της.
«Σε ακολουθώ, Μελανίππη.»
Με υπερηφάνεια, την οδήγησε τυπικά στο παλάτι, όπου όλες οι αδελφές τους περίμεναν συγκεντρωμένες κι αφού χαιρετήθηκαν εγκάρδια, χτύπησαν τη θύρα της Ιππολύτης, της Αίθουσας του Θρόνου. Τους άνοιξε η Μύρινα, η ύστατη αδελφή κι επικεφαλής της Βασιλικής Φρουράς. Στη λιτή αίθουσα, τη διακοσμημένη με όπλα, πολεμικά τρόπαια και ένα δωρικό άγαλμα της Αθηνάς, τους περίμενε καθήμενη στον θρόνο της η Ιππολύτη. Χαιρετώντας τη με μια βαθειά υπόκλιση, πήραν τις θέσεις τους εκατέρωθεν της και η Μύρινα πρόσταξε να φέρουν τον φιλοξενούμενο άνδρα.
Ο νεαρός εισήλθε με το βλέμμα στο δάπεδο, περπατώντας αργά και σκεπτόμενα, προσέχοντας να φανεί δουλοπρεπής σχεδόν, να μην προσβάλει τόσο τη φιλοξενία των Αμαζόνων όσο και το ευγενές όνομα του πατέρα και της πόλης του.
«Σας χαιρετώ, Βασίλισσα Ιππολύτη και Πριγκίπισσες της Θεμίσκυρας, σεπτές κόρες του ανδροφόνου Άρη,» εξέφρασε τον χαιρετισμό του, που είχε δοκιμάσει και τελειοποιήσει επιμελώς κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. «Ονομάζομαι Πολίτης, είμαι γιός του Πριάμου και της Εκάβης, πρίγκιπας του ιερού Ιλίου.»
«Παρουσίασε μας τη σφραγίδα του Βασιλέως Πριάμου,» διέταξε αυστηρά η Μύρινα. «Ειδάλλως, δεν έχουμε καμία εγγύηση για τα λεγόμενα σου. Μη σπαταλάς άδικα τον χρόνο μας.»
Άφοβα, ο Πολίτης άνοιξε τον απλοϊκό του σάκο κι έβγαλε το ζητούμενο αποδεικτικό· ένα από τα τρία δαχτυλίδια που φυλούσε επιμελώς ο πατέρας του, εκείνα που κατείχαν τη σφραγίδα της Τροίας. Παραδίδονταν πάντοτε στους αγγελιοφόρους, για πειστήρια φερεγγυότητας.
Η Πανθεσίλεια το πήρε από τα χέρια του και το περιεργάστηκε προσεκτικά, καθότι το είχε ξαναδεί πολλάκις στο παρελθόν. Βέβαιη για τη γνησιότητά του, ένευσε στη Βασίλισσα αδελφή της.
«Τι ζητά από εμάς, λοιπόν, ο πατέρας σου;» Έκανε την τυπική ερώτηση η Ιππολύτη.
«Στρατιωτική αρωγή,» αποκρίθηκε ο πρίγκιπας, ηρεμώντας αισθητά, επειδή έπαψαν να τον κοιτάζουν καχύποπτα. «Ένα τάγμα και μόνο, ακόμη κι αυτό θα αρκέσει, Βασίλισσα μου. Έστω εκατό ή διακόσιες από τις εκλεκτές, ασύγκριτες πολεμίστριες Αμαζόνες. Δε χρειάζονται τόσο για ενίσχυση αριθμητική, όσο για ηθική και πνευματική. Δεν έχουμε πια έναν άξιο, σημαντικό ηγέτη για τον στρατό μας ενάντια στους μνησίκακους, αιμοβόρους Αχαιούς.»
«Και ο Έκτωρ, ο αδελφός σου; Δε χαρακτηρίζεται τουλάχιστον άξιος, αν όχι πανάξιος αυτός;» Ξέφυγε η ερώτηση από την Πανθεσίλεια, προτού τη σκεφτεί καλά. Αγωνιούσε να μάθει ειδήσεις για εκείνον, από την πρώτη στιγμή που άκουσε για την άφιξη του Τρώα. Ανεπαίσθητα, έσφιξε με όλη της τη δύναμη το ακόντιο που κρατούσε.
Ο Πολίτης στράφηκε προς το μέρος της και την αναγνώρισε αυτοστιγμεί, μιας και δεν είχε διόλου αλλάξει από την τελευταία φορά που την είδε. Τη θυμόταν φευγαλέα, στην αυλή του Ιλίου, να βρίσκεται πάντα στο πλευρό του μεγάλου του αδελφού και να τον εκπαιδεύει, να του μιλά, να τον συμβουλεύει και να ξεχωρίζει επιβλητικά από κάθε γυναίκα κι άνδρα. Ήταν περίπου τεσσάρων ετών, όταν είχε φύγει εκείνη και δεν αποτελούσε παρά μια θολή ανάμνηση, η οποία πια ζωντάνευε θεαματικά. Θλίψη σκοτείνιασε το νεανικό του βλέμμα. Γνώριζε πόσο θα την πληγώναν τα λόγια του μα είχε χρέος να της πει την αλήθεια, να μην κρύψει τίποτα. Αν δεν στεκόταν απολύτως ειλικρινής, θα εξέθετε τον πατέρα και την πόλη του.
«Ο Έκτωρ, Αρχόντισσά μου, είναι νεκρός. Έχουν περάσει πάνω από σαράντα ημέρες από την καταραμένη εκείνη ημέρα.»
Ένας αναπάντεχος ήχος σπασίματος ξύλου αντήχησε κι έσπασε τη σιγή. Οι ματιές όλων έπεσαν στην Πανθεσίλεια, που είχε θρυμματίσει τελικά το ακόντιο της, γεμίζοντας το χέρι της με σκλήθρες κι αίμα. Γνώριζαν ότι εκείνο το τραύμα την επόμενη ημέρα θα είχε εξαφανιστεί· σε πλήρη αντίθεση με το τραύμα που δημιούργησε στην ψυχή της ο λόγος του Πολίτη. Χωρίς να δώσει σημασία σε κανέναν ή μια ματιά, η Πανθεσίλεια πέταξε το αχρηστευμένο όπλο κι έφυγε τρέχοντας από το δώμα. Καμία δεν τη σταμάτησε, κατανοώντας ότι δεν επιθυμούσε άντρας να τη δει να κλαίει.
«Πέθανε ο Έκτωρ,» επανέλαβε το λυπηρό γεγονός η Μελανίππη, με ανεπιτήδευτο στόμφο. «Από την απαρχή του Πολέμου σας, λαμβάναμε διαρκώς νέα για τα κατορθώματα του. Τον ονόμαζαν χωρίς δισταγμό τον σπουδαιότερο πολεμιστή που γέννησε ποτέ η Τροία.»
«Λυπούμαστε ειλικρινά για την απώλειά σας, πρίγκιπα Πολίτη,» δήλωσε χωρίς ψέμα ή υπερβολή η Βασίλισσα. «Για αυτό, συνεπώς, έστειλαν εσένα, έναν βασιλικό γιό, για αγγελιαφόρο· διότι είναι απελπισμένοι και θαρρούν πως θα τους σώσουμε.»
«Η οικογένεια μου σας υπόσχεται πλούτη αμύθητα, Εκλαμπροτάτη,» έσπευσε να τη βεβαιώσει ο νέος. «Θα λάβετε το ένα δέκατο του θησαυροφυλακίου της Τροίας, το οποίο δεν έχει αλωθεί ποτέ κι από όταν χτίστηκε, μονάχα γεμίζει. Τον θησαυρό πέντε γενεών σας προσφέρουμε.»
Η Ιππολύτη δεν έμοιασε να θαμπώνεται από την προγραφή του· όχι επειδή δεν ήταν εντυπωσιακή ή επαρκής μα γιατί δεν την ενδιέφεραν καθόλου τα πλούτη και τα υλικά αγαθά. Το μοναδικό αντικείμενο που είχε λατρέψει ήταν η Ζώνη της και την είχε χάσει πριν πολλά χρόνια.
Αιφνιδιαστικά, σηκώθηκε από τον θρόνο της, με τα μάτια αμιγώς επικεντρωμένα στον πρίγκιπα.
«Ακολούθησε με, νεαρέ,» τον πρόσταξε, χωρίς καμία αναμενόμενη ευπρέπεια και πορεύθηκε δυναμικά, χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Ο Πολίτης χρειάστηκε σχεδόν να τρέξει, για να την προλάβει. Στο κατόπι τους κινήθηκαν όλες οι πριγκίπισσες, αν και υποπτεύονταν πού όδευε η αδελφή τους. Την Ωρείθυια συνόδευσε η Μύρινα, για να μην έμενε μόνη κι ένιωθε μειονεκτικά. Επιβεβαιώθηκαν πλήρως, όταν η Βασίλισσα σταμάτησε απότομα μπροστά σε μια χρυσοστόλιστη θύρα που φυλασσόταν εντόνως. Οι φρουροί παραμέρισαν στη θέα της. Με ένα βλέμμα της, η Λυσίππη της παρέδωσε ένα ασημένιο κλειδί, το οποίο ταίριαξε άψογα στην κλειδαριά και με μια ώθησή της, εμφάνισε το πιο μεγαλοπρεπές θησαυροφυλάκιο που είχε αντικρίσει ποτέ του ο Πολίτης.
Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από εκείνο του πατέρα του, μολονότι είχε περάσει δυο πρόσφατες λεηλασίες. Έβριθε χρυσού, πολύτιμων λίθων σε άπειρα χρώματα, ασημιού, κασσίτερου, σιδήρου καθαρού, μαργαριταριών κι αντικειμένων κάθε λογής. Τρίποδες, αμφορείς, λέβητες, κύπελλα, πιάτα, γαβάθες, όπλα περίτεχνα κι ολόχρυσα, δίπλα σε ρούχα αραχνοΰφαντα, από τα πιο λαμπρά λινά και μετάξια που είχε απαντήσει. Το μάτι του δε χόρταινε· άπληστα καταβρόχθιζε της εικόνες χλιδής, πολυτελείας και λαμπρότητας που απροσδόκητα είχε κληθεί να αντικρίσει. Ακόμα και ένα πανώριο, λευκό υλικό αντάμωσε πάνω σε όπλα και κοσμήματα, που μόνο ακουστά γνώριζε· το ελεφαντόδοντο.
«Δεν έχουμε ανάγκη κανέναν θησαυρό του Πριάμου,» έσπασε την άβολη σιωπή η Βασίλισσα Ιππολύτη. «Ίσως δε βρισκόμαστε στο απόγειό μας πλέον αλλά παραμένουμε οι Αμαζόνες, οι κόρες του Άρη, που πολεμήσαμε το γένος του Πέρση δίπλα στους δράκους του Αιήτη, δε διστάσαμε να αντιταχθούμε στους παντοδύναμους Ατλάντες και κατατροπώσαμε τους Χρυσοφύλακες Γρύπες των Σκυθών.»
«Με τις ιστορίες των ασύγκριτων κατορθωμάτων σας μεγάλωσα, Μεγαλειοτάτη, αλλά πρέπει να καταλάβετε πόσο δεινή είναι η κατάσταση της Τροίας πλέον,» μιλούσε σε εκείνη ο Πολίτης, μα η ματιά του ταξίδευε σε όλες τις παρούσες κόρες του Άρη. «Είχαμε συγκεντρώσει με την ευλογία του πατέρα σας τους μέγιστους πολεμιστές της Ανατολής να ηγηθούν του στρατού μας· τον Σαρπηδόνα, τον Πάνδαρο, τον μέγα Ρήσο και τον αδελφό μου, τον Έκτορα. Σε λίγες ημέρες, χάθηκαν όλοι.»
«Ο δε Ρήσος, δεν πρόλαβε καν να μπει στη μάχη, σφαγμένος από τον Διομήδη σε νυχτερινή επιδρομή,» συνέχισε τα λόγια του η Λυσίππη, προκαλώντας του αδιανόητη έκπληξη. «Ο Αργίτης, προηγουμένως, είχε σκοτώσει και τον Πάνδαρο, για να σφάξει την επόμενη ημέρα ο Πάτροκλος των Μυρμιδόνων τον διογέννητο Σαρπηδόνα. Κι επειδή ο Έκτωρ σκότωσε τον Πάτροκλο, ο Αχιλλέας τον εκδικήθηκε, θαρρώ· αυτό φαντάζει το πιο λογικό επακόλουθο.»
«Πολύ δώστα τα είπες όλα, κυρά,» ψέλλισε σαστισμένος ο νέος. «Είσαι κι εσύ μάντισσα, σαν τον αδελφό μου, τον Έλενο;»
«Μέχρι τον θάνατο του Πάτροκλου, μαθαίναμε τα πάντα, από έμπιστο κι αφοσιωμένο πληροφοριοδότη. Τι νομίζατε· δε θα παρακολουθούσαμε εκ των έσω τον μεγαλύτερο Πόλεμο που έχει συμβεί εδώ και δεκαετίες, αν όχι αιώνες;» Εξήγησε υπερήφανα η Ιππολύτη. «Γνωρίζαμε, επομένως, για όλα. Μονάχα τον θάνατο του Έκτορα αγνοούσαμε, δυστυχώς,» συμπλήρωσε, με αληθινή λύπη στη φωνή της. «Κατανοούμε την απόγνωση σας μα κι εσείς οφείλετε να κατανοήσετε πως πια, μετά τον ολέθριο πόλεμο με τους Αθηναίους, δεν επιθυμούμε να μπλεκόμαστε σε τεράστιες διενέξεις. Αποζητούμε τη γαλήνη, την ευημερία, την εσωστρέφεια της ειρήνης.»
«Εξαίσια τα λόγια σου, αδελφή μου, μα δε μας ανέφερε το πλέον σημαντικό ο Πολίτης,» τη διέκοψε απότομα η Ωρείθυια και στράφηκε στον άνδρα. «Ποιός ηγείται του στρατού των Αθηνών; Ο Θησέας, ο καταραμένος;»
Για μια στιγμή, θωρώντας το μένος να ξεχειλίζει από τα σκοτεινά μάτια της ανάπηρης γυναίκας, ο Πολίτης τρόμαξε κι έχασε τα λόγια του, μαζί με τον ειρμό της σκέψης. Ήταν βέβαιος ότι, αν δεν ήταν καθηλωμένη στην ασυνήθιστη καρέκλα της, η Αμαζόνα πριγκίπισσα θα τον άρπαζε από τον λαιμό, με διάθεση πνιγμού.
«Ο Θησέας έχει, το δίχως άλλο, πεθάνει χρόνια πολλά πριν,» απάντησε, ξεροκαταπίνοντας. Η φωνή του βρισκόταν ελάχιστα παραπάνω από έναν ψίθυρο. «Βασιλιάς της Αθήνας είναι ο Μενεσθέας, κάποιος ανιψιός του.» Έπειτα, του ήρθε μια ιδέα ριψοκίνδυνη μα τρομερά ωφέλιμη και την εφάρμοσε ευθύς. «Ωστόσο, είχα ακούσει πως πολεμούν δίπλα του ως Πολέμαρχοι των Αθηνών, οι δυό του γιοί.»
Η Ωρείθυια απέστρεψε σιωπηλά το βλέμμα της από εκείνον, κοιτώντας πλέον επίμονα τη Βασίλισσα αδελφή της, με μάτια αιμοσταγή. Η Ιππολύτη φάνηκε να την αγνοεί εντελώς· ούτε καν να ανησυχεί από τη μανιασμένη της όψη.
«Φύγετε όλες σας. Αφήστε με μόνη με τον ξένο,» διέταξε κι έγινε απολύτως σεβαστή. Η σαγηνευτικά πλούσια αίθουσα άδειασε σε ελάχιστες στιγμές.
«Πώς ξεκίνησε ο Πόλεμος, Πολίτη; Θυμάσαι ή ακόμη σε θήλαζε η τροφός, τότε;»
Είχε προσπαθήσει φιλότιμα να μην ακουστεί ειρωνική μα απέτυχε. Ο νέος χαμήλωσε το βλέμμα στο μαρμάρινο δάπεδο, μη θέλοντας ούτε να πει την αλήθεια μα ούτε και ψέμα. Η Βασίλισσα είχε δίκιο· κάτι παραπάνω από ενός έτους ήταν, όταν έφερε την Άνασσα Ελένη ο Πάρις στο Ίλιον, μετά βίας περπατούσε.
«Έχουν περάσει δεκαοχτώ χρόνια σχεδόν μα δε νομίζω ότι κάποιος έχει λησμονήσει, Βασίλισσα μου,» μίλησε ήρεμα, ζυγίζοντας τις λέξεις του. «Ο Πάρις έφερε την Ελένη από τη Σπάρτη.»
«Άρπαξε την Ελένη από την Σπάρτη κι άδειασε το θησαυροφυλάκιο του Μενέλαου,» τον διόρθωσε αποδοκιμαστικά η Ιππολύτη, ενώνοντας τα χέρια στην πλάτη. «Κάποτε, ο Θησέας άρπαξε την Αντιόπη, την αδελφή μου κι άδειασε το δικό μου θησαυροφυλάκιο. Ο πατέρας σου, λοιπόν, μου ζητάει να υπερασπιστώ ως δίκαιο έναν κοινό ληστή, εφάμιλλο του καταραμένου που διέλυσε την οικογένεια μου. Αν δεχτώ, θα εξευτελιστεί η τιμή των Αμαζόνων και η δική μου. Ηθικά, υλικά, και ποιοτικά, επομένως, δε βρίσκω κανέναν λόγο να δεχτώ την πρόσκληση της Τροίας, άρα και πάλι, θα αρνηθώ. Μονάχα, δε θέλω να υπάρξει τρίτος απεσταλμένος. Μετάφερε στον πατέρα σου ότι ο τρίτος αγγελιαφόρος θα γυρίσει ευνουχισμένος και με ένα μάτι στην Τροία.»
Φώναξε τη Μύρινα, η οποία ευθύς άρπαξε τον μικρό από τους ώμους και τον οδήγησε στην κάμαρα που του είχαν ετοιμάσει.
«Θα μείνεις εδώ απόψε κι αύριο το πρωί, θα κινήσεις τον δρόμο της επιστροφής με το ακριβές μήνυμα της Βασίλισσας αδελφής μου.»
Δεν ανέμενε απάντηση. Έκλεισε τη θύρα του καταπρόσωπα, όρισε φρουρά κι επέστρεψε στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου βρήκε μόνο την Αντιάνειρα.
«Εντοπίσαμε την Πανθεσίλεια;» Τη ρώτησε, αφήνοντας επιτέλους την αγωνία της να εκδηλωθεί.
«Ναι,» την καθησύχασε ευθύς εκείνη. «Η Μελανίππη πρακτικά την κουβάλησε στην κάμαρη της Ιππολύτης κι έμειναν μόνες τους, να συνομιλήσουν, εν τέλει.»
Η Μύρινα χρειάστηκε να στηριχτεί στον τοίχο, για να παραμείνει όρθια. Τα πόδια της την πρόδιδαν, αισθανόταν όλη την πίεση της ημέρας να την καταβάλλει απότομα, βάναυσα.
«Θα πάω να προσευχηθώ στον ναό του πατέρα μας για αρωγή και φώτιση,» δήλωσε, με φωνή ακλόνητη. «Εάν το θέλεις, έλα μαζί μου. Η Ιππολύτη πρέπει να αποφασίσει όχι απλά σοφά μα και σωστά· νιώθω ότι θα κριθούν πάρα πολλά από αυτό.»
«Θα έρθω, αδελφή μου,» δέχτηκε πρόθυμα η Αντιάνειρα, πλέκοντας τους αγκώνες τους, για να της προσφέρει στήριξη με το σώμα.
Μαζί οι δυο τους δεν άργησαν να φτάσουν στον ξύλινο ναό του Άρη, ο οποίος ήταν άδειος και τους επέτρεψε άφθονη ώρα περισυλλογής και προσευχής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Δε θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο με την αντίληψή σου!»
Η βροντερή φωνή της Πανθεσίλειας, άρτια σμιλεμένη σε μάχες και πολέμους να διατάζει και να επιβάλλεται, αντηχούσε κρυστάλλινα σε όλον τον διάδρομο, όχι απλά στο σφαλιστός δώμα της Βασίλισσας.
«Δε με ενδιαφέρει διόλου αν συμφωνείς ή όχι, Πανθεσίλεια. Εγώ είμαι η Βασίλισσα κι έχω τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, εδώ και αιώνες, σε όλα.»
«Επιβλήσου στις νεαρές, όχι σε εμάς, που είμαστε καθ'όλα ίσες σου!»
Η Πανθεσίλεια χτύπησε τη γροθιά της στην τράπεζα, όπου είχαν καθίσει με την αδελφή της κι υποθετικά έπιναν οίνο μα καμία δεν είχε αγγίξει το κύπελλό της.
«Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου δίνεις διαταγές ή να απαιτείς να φανώ ανέντιμη κι επίορκος!»
«Αν βοηθήσουμε τους Τρώες, θα φανούμε όλες ανέντιμες! Ο πόλεμος των Αχαιών είναι τόσο δίκαιος όσο ο δικός μας έναντι του Θησέα!»
«Ας είμαστε ειλικρινείς, Ιππολύτη, δεν υφίστατο ποτέ δίκαιος πόλεμος. Όλοι οι πόλεμοι είναι άδικοι.» Η πριγκίπισσα σηκώθηκε από το θρονί και γονάτισε εμπρός της, κλειδώνοντας τις ματιές τους. «Δε σου ζήτω να πολεμήσουμε τους κακούς Δαναούς ή να υπερασπιστούμε τους καλούς Τρώες αλλά απαιτώ δίκαιη εκδίκηση.»
«Δίκαιη εκδίκηση; Επειδή ένας ημίθεος σκότωσε έναν γιό του Πριάμου; Δε μας αφορούν οι κύκλοι αίματος τους.»
Η Ιππολύτη έγειρε την πλάτη στη δρύινη θέση της, εμφανώς κουρασμένη από τη συζήτηση, που θεωρούσε άστοχη.
«Δε σκότωσε έναν γιό· σκότωσε τον Έκτορα, Ιππολύτη, τον Έκτορα!» Η φωνή της Πανθεσίλειας προσπάθησε να είναι επιβλητική μα απέτυχε και έσπασε, στην αναφορά του ονόματος και μόνο. «Έχω γεννήσει τέσσερις γιούς και ποτέ δε δέθηκα ή αγάπησα κανέναν όπως αυτόν, που δεν τον κυοφόρησα καν. Μα την Αθηνά, ανυπομονούσα για τα νέα της στέψης του, να βρισκόμουν στην πιο λαμπρή του στιγμή και πλέον, δεν μάθαμε καν για την ταφή του.»
«Εύλογα, δεδομένου του πληροφοριοδότη μας,» ψιθύρισε η Βασίλισσα, με αρκετά άβολη διάθεση, μη γνωρίζοντας πώς να διαχειριστεί την οδύνη της αδελφής της. Αναστέναξε κι έπιασε το χέρι της απαλά. «Δε σε έχω δει ποτέ τόσο συντετριμμένη, πράγματι.»
«Τον γνώρισα εφτά ετών· ένα κομμάτι πηλός ήταν, έτοιμος να σμιλευθεί και τώρα, θα δω τις στάχτες του.»
Η Πανθεσίλεια έκρυψε το κεφάλι στην ευρεία παλάμη της. Δάκρυα πάλι κυλούσαν στις αγέραστες παρειές. Η Ιππολύτη είχε εντυπωσιαστεί αιφνιδίως. Για τον θάνατο της Αντιόπης δεν είχε βουρκώσει καν.
«Αγνόησε το συναίσθημα και δες λογικά την κατάσταση,» τη νουθέτησε σε ψυχρό, αποστασιοποιημένο τόνο. «Διόλου δίκαιη δεν είναι η εκδίκηση που ζητάς, καθώς δεν την ορκίστηκες δα σε κανέναν! Αν ήταν τόσο απερίσκεπτος ο λαός μας, θα έπρεπε να είχαμε επιστρέψει στην Αθήνα, για να σφάζαμε αυτούς που πελέκησαν τα πόδια της Ωρείθυιας και την εγκατέλειψαν ημιθανή. Δόξα στην Αθηνά, έχουμε τη Λυσιππη και τη βοήθησε, με εκείνο το περίεργο πλην φοβερά βοηθητικό κάθισμά της.»
«Αν την είχαν σκοτώσει, τότε σίγουρα θα επέστρεφα και στην Αθήνα, να έκοβα τα πόδια όλων των αρσενικών τους,» αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό η Πανθεσίλεια, στεντόρεια. Το είχε σκεφτεί ενδελεχώς κι ήταν βέβαιη για αυτό.
«Με την ίδια, επομένως, λογική του αλόγου θα έπρεπε να εκτελέσουμε κι εσένα, Πανθεσίλεια, που-»
Μα δε συνέχισε τη φράση της, παύοντας απότομα, διότι κατάλαβε την ύστατη στιγμή τι επρόκειτο να ξεστομίσει. Είχαν περάσει τόσες δεκαετίες κι όμως, δεν το είχε προφέρει ποτέ, δεν το είχε συζητήσει με κανέναν, πόσω μάλλον με την ίδια την Πανθεσίλεια.
Η τελευταία της έριξε ένα βλέμμα ξέχειλο οργής πύρινης, μιας ξαφνικής λαίλαπας πόνου και αγανάκτησης, γιατί ο δισταγμός τη διέλυε περισσότερο κι από το ίδιο το γεγονός.
«Πες το, Ιππολύτη! Αν τολμάς, δείξε το, φώναξε ότι εγώ, η αδελφή σου, σκότωσα την αδελφή μας, την Αντιόπη!»
Η Πριγκίπισσα άρχισε να γυροφέρνει νευρικά το δώμα, γεμάτη σύγχυση, απόγνωση και ώμους σκυφτούς, γκρεμισμένους από τη θλίψη, εμπρός στα μάτια της εντελώς σιωπηλής, ανέκφραστης, ακίνητης Βασίλισσας.
«Με αφήνεις να κουβαλώ αυτό το τρισμέγιστο αμάρτημα, όπως ο Άτλας τον Ουρανό, αδιαφορώντας πλήρως για το μαρτύριο που έχω υποβληθεί!»
«Αδίκως με ψέγεις,» της απάντησε ψύχραιμα η Ιππολύτη. «Δε σκότωσες την Αντιόπη ηθελημένα, οπότε, μη σε βαραίνει καμία αμαρτία.»
«Οι Ερινύες, Ιππολύτη, δε με έχουν αφήσει στιγμή γαλήνια έκτοτε!» Η οργή παρέμενε στο γλαφυρό βλέμμα κι ερχόταν η παραφροσύνη, η έκρηξη καταπίεσης, να τη συντροφεύσουν. «Η ψυχή μου πέθανε μαζί της κι έκτοτε, ζω ωσάν πνεύμα, ωσάν νεκρή μέσα σε ζωντανούς! Ικέτευσα για εξιλέωση τους Θεούς και σιωπούσαν!»
«Μα γιατί μου τα λες όλα αυτά; Μήπως θα αλλάξει κάτι τώρα;»
Η τρομακτική της ψυχραιμία την ερέθιζε ακόμα περισσότερο.
«Μονάχα εγώ βλέπω ότι αυτή η είδηση του Πολίτη είναι θεόσταλτη;» Δυνάμωσε κι άλλο τον τόνο της, εκνευρισμένη απείρως με την αδιαφορία που επεδείκνυε η Ιππολύτη. «Ο θάνατος του Έκτορα, του παιδιού που αγάπησα περισσότερο, είναι ο θάνατος που πρέπει να ξεπληρώσω, για να εξιλεωθώ, να ξεπλύνω το αδελφικό αίμα από τα χέρια μου και να βρω την πολυπόθητη γαλήνη, επιτέλους!»
«Δεν έχουμε καμία υπόδειξη για κάτι τέτοιο, θαρρώ είναι φρούδα η ελπίδα σου κι αυταπάτη,» αποκρίθηκε σκέτα, ωμά η Ιππολύτη. «Για ένα παίγνιο του απελπισμένου σου μυαλού, θα κινδυνεύσεις τον εαυτό σου κι όσες θα σε ακολουθήσουν, αδελφή μου; Γνωρίζουμε για τον Αχιλλέα· τραυμάτισε τον Τήλεφο, σκότωσε τόσους Βασιλείς και πόρθησε τις πόλεις τους, είναι άτρωτος πρακτικά, μοναχογιός της Θέτιδας κι αγαπημένος των Θεών για αυτό. Ο Θησέας, που δεν ήταν παρά ευνοούμενος του Ποσειδώνα, κόντεψε να μας καταστρέψει ολοσχερώς.»
«Η λύτρωση μου είναι η μόνη μου επιδίωξη, Ιππολύτη,» ομολόγησε η Πανθεσίλεια, πέφτοντας ξανά στο θρονί της, εξαντλημένη ψυχικά και πνευματικά πιότερο. «Δε με ενδιαφέρει πόσο θα ριψοκινδυνεύσω, αν αδράξω την ευκαιρία στην ησυχία και την απαλλαγή από το κρίμα αυτό το αβάσταχτο.»
Για λίγο, καμία τους δε μιλούσε, απλώθηκε απότομα μια παράξενη σιωπή ανάμεσά τους. Η Ιππολύτη έπιανε το πηγούνι της σκεπτική, ζυγίζοντας μέσα της τη Βασίλισσα και την αδελφή, ενώ η Πανθεσίλεια μονάχα καρτερούσε, ανασαίνοντας βαριά μήπως κι ηρεμούσε η καρδιά της, η οποία δε σταματούσε να βροντά λυσσασμένη από προσμονή και ανυπομονησία. Αισθανόταν πως σύντομα θα συναντούσε το πεπρωμένο της, τον λόγο για τον οποίο είχε γεννηθεί κι επιβιώσει ως εκείνη τη στιγμή.
«Η απόφαση μου δεν αλλάζει, Πανθεσίλεια,» απεφάνθη τελικά η αδελφή της, σε παγερό, απρόσωπο τόνο. «Δε θα σταλεί καμία αρωγή στους Τρώες, όχι μόνο για τους γνωστούς λόγους που ανέφερα στον Πολίτη μα κι επειδή δε θέλω να διακινδυνεύσω τη ζωή σου ουδόλως. Δε θα αντέξω να χάσω κι άλλη αδελφή, αδελφή μου.»
Στην τελευταία εκείνη προσφώνηση, η ψυχρή της μορφή έκφραση κι από το προσωπείο της Βασίλισσας αναδύθηκε για λίγο η αληθινή Ιππολύτη, όπως η Ελπίδα από το Κουτί της Πανδώρας. Δεν είχε επιλέγει τυχαία από τη μητέρα τους, την Ορτήρη, διάδοχος της. Δεν επρόκειτο απλώς για την πιο επιδέξια πολεμίστρια μα και για την πιο συμπονετική των κορών της, που συνδύαζε άψογα την αίσθηση καθήκοντος και την ενσυναίσθηση, που δε λησμονούσε καμία Αμαζόνα μα κι υπολόγιζε κάθε παράμετρο με ακρίβεια και ψυχραιμία. Σε εκείνη τη φευγαλέα στιγμή καθαρότητας, η Πανθεσίλεια θυμήθηκε όλα αυτά τα σπουδαία, που καθιστούσαν την Ιππολύτη αληθινή, σεβαστή, μεγαλειώδη Βασίλισσα.
Σηκώθηκε από το θρονί της, υποκλίθηκε βαθιά κι αποχώρησε, δείχνοντας με τη γλώσσα του σώματος τη συμφωνία και σύμπνοιά της. Δεν είχε πλέον σκοπό να της εναντιωθεί περαιτέρω κι όποια αίσθηση διέθετε για τον θάνατο του Έκτορα, θα την απέδιδε στην απέραντη θλίψη που την κατέβαλε. Θα τον πενθούσε με όλη της τη ραγισμένη, διαλυμένη καρδιά, σαν το πιο αγαπημένο της παιδί κι ακόμη παραπάνω.
Με το αλλοτινά ολόστητο σώμα της -που θύμιζε υπερήφανη δρυ- καταβεβλημένο και σκυφτό, σχεδόν καμπουριασμένο, προχώρησε ως την κάμαρη της, όπου βρήκε την Αρμοθόη να την περιμένει, με μια έκφραση λύπης και συμπόνοιας στα υπέροχα, γαλάζια μάτια της με τις καστανές κηλίδες.
«Άκουσα για τον Έκτορα,» εξέπνευσε θλιμμένα. «Λυπάμαι πάρα πολύ για την απώλεια σου.»
Η Πανθεσίλεια δεν της απάντησε· μόνο ρίχτηκε ξεψυχισμένα στην ανοιχτή αγκαλιά της και ξέσπασε σε ένα νέο κύμα δακρύων και λυγμών, χωρίς καμία πια προσποίηση ψυχραιμίας ή διακριτική οιμωγή. Επέδειξε όλο της το ταραχώδη, συθέμελη τριγμό, με ασυνάρτητους ψιθύρους και κραυγές πνιχτές να διακόπτουν τους κλαυθμούς της ενίοτε, ενώ η Αρμοθόη την κρατούσε στα χέρια της και μάλασσε απαλά την πλάτη και τους ώμους της μήπως κι απάλυνε μάταια την οδύνη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τη νύχτα, η Θεμίσκυρα βαφόταν όλη κατάμαυρη, με φώτα ελάχιστα ή μηδαμινά, με τους απολύτως απαρατήρητους δαυλούς στις καίριες θέσεις, για τη διατήρηση κι αλλαγή σκοπών. Στην κάμαρη της Πανθεσίλειας, από τη στενόμακρη βεράντα με τις λεπτές κουρτίνες, μονάχα το φεγγάρι προσέφερε έναν στοιχειώδη φωτισμό, ασημένιο και άκαρδο, άψυχο, απόμακρο. Όταν, ωστόσο, άναψε ξαφνικά ένας δαυλός κατακόκκινος, απόκοσμα αιμάτινος, η Αμαζόνα αφυπνίστηκε ευθύς. Τι κι αν έσπρωχνε και κουνούσε βίαια την Αρμοθόη που κοιμόταν δίπλα της, δεν έμοιαζε να ενοχλείται καν. Εγκατέλειψε εκνευρισμένη την προσπάθεια κι άρπαξε το ξίφος της, για να αντιμετωπίσει την απειλή με τον δαυλό.
Μολαταύτα, θωρώντας ποιός τον κρατούσε και πλέον ακουμπούσε στην ανάλογη θήκη στον τοίχο, η Πανθεσίλεια εγκατέλειψε κάθε απόπειρα επίθεσης και πέρασε στην άμυνα.
«Πατέρα,» πρόφερε μια λέξη που δε συνήθιζε διόλου, ανασηκώνοντας με περιέργεια το δεξί της φρύδι.
«Πανθεσίλεια, κόρη μου,» έτεινε το χέρι του για χειραψία κι εκείνη το δέχτηκε απρόθυμα.
«Δε συνηθίζεις να συνομιλείς μαζί μας. Συνήθως, στην Ιππολύτη εμφανίζεσαι κι αυτό είναι φυσικό.»
«Αν πω αυτά που επιθυμώ στην Ιππολύτη, δε θα με στέρξει, διότι αφορούν εσένα,» ο Άρης βρέθηκε εξαιρετικά κοντά της, μοιάζοντας ως άδολος, καλόγνωμος πατέρας παρά ο αχρείος, διαβόητος Θεός του Πολέμου.
«Σε ακούω,» σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, εντελώς ανεπηρέαστη από το γεγονός ότι μια βαθυκόκκινη αύρα στόλιζε ολόσωμα τον πατέρα της, κάνοντας τον να μοιάζει ωσάν να είχε μόλις γυρίσει από σφαγή και κολυμπούσε στο αίμα. Αν μη τι άλλο, αποζητούσε εντυπωσιοθηρία κι εκείνη ήταν πασίγνωστη ως η Αμαζόνα που δεν εντυπωσιαζόταν ποτέ. Ο παντοδύναμος Θεός της Καταστροφής φάνηκε να απογοητεύεται από την αποτυχημένη του επίδειξη.
«Είχες μέγα δίκιο που εμπιστεύτηκες το ένστικτο σου,» ξεκίνησε με ένα χαμόγελο μάλλον σαρδόνιο. «Οι Μοίρες σε οδηγούν στην Τροία, για να εκδικηθείς τον θάνατο του Έκτορα και να εξιλεωθείς από την αδελφοκτονία. Αναντίρρητα, είσαι η μόνη που μπορείς να σκοτώσεις τον Αχιλλέα, καθώς όλοι οι τρανοί άνδρες των καιρών προσπάθησαν κι απέτυχαν. Εσύ, Πανθεσίλεια, η κόρη μου, η μέγιστη Αμαζόνα πολέμαρχος, θα κατακρημνίσεις τον Πηλείδη, προσφέροντας μια γιγαντιαία νίκη στους Τρώες και σε εσένα αιώνια δόξα. Θα σκοτώσεις τον μεγαλύτερο πολεμιστή της εποχής, μπροστά στον όποιον ο Θησέας θα ωχριούσε κι ο Ηρακλής θα μετρούσε τα λόγια του. Ο θρίαμβος σου θα σηματοδοτήσει την ανάκαμψη σου μα και όλων των Αμαζόνων.»
«Είσαι βέβαιος;» Η επικέντρωση της ήταν μόνο μια. «Αν σκοτώσω τον Αχιλλέα, θα λυτρωθώ από την αμαρτία του μαύρου φόνου; Όμορφα ακούγονται τα δέλεαρ σου μα θαρρώ έχω γεράσει πολύ, για να σαγηνεύομαι από δόξες και αίμα πλέον. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η σωτηρία της ψυχής μου και η συμφιλίωση με τη νεκρή.»
«Φυσικά, κόρη μου,» ο Θεός με τα πύρινα μάτια έτεινε το χέρι του στον ώμο της, που έμοιαζε μολυβένιος. Έφτασε μια οσμή θειαφιού και σιδήρου στη μύτη της, προκαλώντας τη ναυτία. «Θα γίνουν όλα όπως πρέπει. Θα σκοτώσεις τον καταραμένο ημίθεο κι εγώ ο ίδιος θα σε εξαγνίσω από τον φόνο της Αντιόπης.»
«Σε ευχαριστώ, πατέρα,» ψέλλισε τυπικά κι ύψωσε τα μάτια, για να του κάνει μια ερώτηση σημαντική.
Ωστόσο, ο Θεός Άρης είχε ήδη χαθεί, αφήνοντας ως μόνη απόδειξη της διαμονής του ένα θαυμάσιο ξίφος από ορείχαλκο, το πιο πολύτιμο μέταλλο.
Εκείνη τη στιγμή, η Πανθεσίλεια ξύπνησε κι αντίκρισε τον τελευταίο άνθρωπο που θα ανέμενε· την Ωρείθυια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου!
Αμαζόνες στο φουλ, το κατευχαριστήθηκα που έγραφα μόνο για γυναίκες 😂😂
Πώς σας φάνηκαν τα κορίτσια; Ωραία;
Άμα θέλετε να τα δείτε κι άλλο, θα παίζουν από λίγο -ή πολύ- σε όλα τα επερχόμενα βιβλία της Μυθολογίας που θα γράψω, διότι εμφανίζονται παντού, σχετίζονται παντού κι αυτό είναι ΤΕΛΕΙΟ 😎
Τώρα, στο επόμενο κεφάλαιο, θα δούμε πώς θα σχεδιάσει τη φυγή της η Πανθεσίλεια με ανέλπιστη βοήθεια συν έμφαση στην Τέκμησσα, τη Βρυσηίδα και την Ίφιδα, με κερασάκι στην τούρτα... Πηνελόπη στις Μυκήνες!
Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας 🖤
ΥΓ. Το cast των Αμαζόνων· γνωρίζουμε ήδη ότι Πανθεσίλεια είναι η Laura Haddock. Επιπρόσθετα:
Bridget Regan ως Βασίλισσα Ιππολύτη
Millie Brady ως Λυσίππη
Stefanie Martini ως Μελανίππη
Peri Baumeister ύστατη, ως Αρμοθόη My Girl 😍 (για αυτόν τον χαρακτήρα είμαι ενθουσιασμένη)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top