XLVIIIα ~ Βοή Στη Σιωπή
Τα πρωινά στις Μυκήνες, όσο περνούσε ο καιρός, γίνονταν όλο και πιο σιγανά, όλο και πιο μουντά, όλο και πιο ζοφερά. Τι κι αν αυξανόταν το πλήθος των παιδιών, η σιωπή φάνταζε ο μοναδικός σύντροφος στο μεγαλείο του ανακτόρου και των τειχών που είχαν χτίσει οι Κύκλωπες για χάρη του Περσέα. Κάποια στιγμή, οι κόρες του Αγαμέμνονα περιορίστηκαν στα δώματα τους και δεν έβγαιναν, παρά μόνο όταν κρινόταν απολύτως απαραίτητο. Μόλις μαθεύτηκε ότι ο αυτοαποκαλούμενος Αντιβασιλέας Αίγισθος θα έφευγε, για να επισκεφθεί τα νησιά που διοικούσαν οι Μυκήνες, τις Κυκλάδες, επικράτησε τόση ανακούφιση στον Οίκο του Ατρέα, που ακόμα κι οι τάφοι φαίνονταν απαστράπτοντες από χαρά.
Η Ηλέκτρα, μια δεκαεπτάχρονη σκιά, που θύμιζε καθ'όλα τον Αγαμέμνονα, πιο γλαφυρά κι από το έμβλημά του, χτύπησε τη θύρα της μητέρας της λίγο μετά την Αυγή, με μια ματιά απερίγραπτη, που ταξίδευε σε άλλους κόσμους. Της άνοιξε η Αγαύη, μια θεραπαινίδα γερόντισσα και μέσα βρήκε τα δυο ετεροθαλή της αδέλφια και την κοιλιά της μητέρας της διπλάσια από την τελευταία φορά που την είχε δει. Της ήρθε αναγούλα αλλά συγκρατήθηκε διακριτικά, σε έναν κίονα.
«Έχουν περάσει τρεις μήνες από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, παιδί μου,» τη χαιρέτησε μουδιασμένα η Κλυταιμνήστρα, μη γνωρίζοντας πώς ακριβώς να της φερθεί. Σχεδόν έβλεπε μια ξένη κι όχι το σπλάχνο της.
«Διώξε τους όλους. Απαιτώ να συνομιλήσουμε μόνες,» τη διέταξε πρακτικά, σφίγγοντας τις γροθιές της μέσα στον γκρίζο χιτώνα. Μια κίνηση που δε φάνηκε, καθώς φορούσε έναν μαύρο μανδύα, που κάλυπτε πλήρως όλο της το σώμα από τον λαιμό ως τα νύχια.
«Ηλέκτρα, γίνεσαι αγενής,» αποπειράθηκε να την επαναφέρει στην ηρεμία η μητέρα της. «Τέλος πάντων, γιατί τριγυρνάς μαυροφορεμένη, ενώ η άνοιξη προελαύνει πια; Κρυώνεις παράλογα ή μήπως πέθανε κάποιος που δεν ξέρω;»
«Κάνε αυτό που σου είπα,» επέμεινε πέτρινα εκείνη κι εφόσον δεν έβρισκε ανταπόκριση, στράφηκε η ίδια στις θεραπαινίδες δούλες και την τροφό των παιδιών, με το ύφος που είχε αποτυπώσει και κληρονομήσει άψογα από τον πατέρα της. «Εξαφανιστείτε από τα μάτια μου· το προστάζει η κόρη του Άνακτα Αγαμέμνονα!»
Σε μια στιγμή περίπου, είχαν χαθεί όλες, αφήνοντας μητέρα και κόρη ολομόναχες στο δώμα. Μόλις έκλεισε πίσω τους η θύρα, η Ηλέκτρα πήρε ξανά τον λόγο, καθήμενη στο πιο κοντινό θρονί, για να βρίσκεται όσο εγγύτερα στην Κλυταιμνήστρα δύναντο. Την κοίταξε κατάματα και ψυχρά, χωρίς να φανερώνει τίποτα στο πράσινο βλέμμα, το αφοπλιστικά ίδιο με του Ατρείδη πατέρα της.
«Θυμάσαι την τελευταία φορά που μιλήσαμε και με χαστούκισες;»
«Ελάχιστα πράγματα έχω να θυμάμαι από εσένα τα τελευταία πέντε χρόνια, παιδί μου,» απάντησε με πικρία φανερή η μητέρα. «Φυσικά και θυμάμαι, κυρίως επειδή με πλήγωσαν ανεπανόρθωτα τα λόγια σου, ίσως όσο και οι πράξεις του αλόγιστου, αλαζόνα πατέρα σου.»
«Μην τον πιάνεις στο στόμα σου, δεν είσαι άξια και τον κιληδώνεις,» παραδόξως παρέμενε ήρεμη η Ηλέκτρα. «Ο πατέρας μου δε θα με πουλούσε ποτέ στον Αίγισθο αχρεία, όπως εσύ.»
Η Κλυταιμνήστρα δεν πρόδιδε τίποτα εκτός από απορία. Η Ηλέκτρα, για ελάχιστο, την παρατήρησε εξονυχιστικά στο πρόσωπο, για σημάδια ψεύδους και δεν εντόπισε τίποτα. Ωστόσο, δε μαλάκωσε απέναντι της.
«Το βράδυ μετά τη συνάντηση μας, ο Αίγισθος ήρθε στην κάμαρή μου,» της είπε, δαγκώνοντας τα μάγουλα, για να μη βουρκώσει. «Δόξα στην Ήρα, την προστάτιδα των γυναικών, ήμουν μόνη, γιατί είχες θυμηθεί ότι έχεις κι άλλα παιδιά πλην των νόθων αυτού και τις είχες πάρει να κοιμηθούν μαζί σου. Αν δεν ήμουν σίγουρη ότι το είχες κάνει, για να γαληνέψεις τις τύψεις σου από εμένα, θα μιλούσα για συνέργεια και δε θα σου έδινα καν ευκαιρία να απολογηθείς, όπως τώρα.»
«Τι συνέβη, Ηλέκτρα;»
Πλέον η φωνή της είχε γίνει παρακλητική και τα μάτια είχαν πλημμυρίσει αγωνία κι ανυπομονησία να μάθει.
«Τι θαρρείς πως συνέβη;» Δεν ύψωσε τη φωνή μα η όψη έβριθε οργής. «Μου έκανε αυτό που δεν μπορεί να κάνει σε εσένα, επειδή είσαι έγκυος! Τι άλλο περίμενες;»
Η Κλυταιμνήστρα δεν απάντησε. Δεν είχε δύναμη να απαντήσει. Με το ένα χέρι βαστούσε την εφτάμηνη κοιλιά της και με το άλλο κάλυπτε το κεφάλι της, για να κρύψει το αίσχος και τον αποτροπιασμό. Δεν τολμούσε να αντικρίσει το παιδί της στα μάτια.
«Αυτός είναι ο αγαπημένος σου, μητέρα. Αυτός ο έκνομος αχρείος, ο σφετεριστής που ροκανίζει τα πλούτη των Ατρειδών και του Αγαμέμνονα, αυτός ο τιποτένιος, που επειδή δεν μπορούσε να πάρει αυτό που ήθελε από εσένα, το πήρε από εμένα! Με βίασε χωρίς ίχνος οίκτου· τι κι αν ούρλιαζα, ικέτευα να με αφήσει, δεν σταμάτησε, εφόσον φυσικά οι φρουροί ήταν έμπιστοί του κι οι υπηρέτες εδώ μέσα έχουν σιωπήσει όλοι!»
«Έχουν περάσει τρεις μήνες,» αποκρίθηκε άνευρα, αδύναμα η Κλυταιμνήστρα. «Γιατί μου το λες τώρα;»
«Γιατί οι Θεοί είναι σκληροί και δεν επιτρέπουν σε κανένα έγκλημα να μείνει αναπόδεικτο και ακηλίδωτο.»
Η Ηλέκτρα έλυσε τον μανδύα της, αποκαλύπτοντας τον γκρίζο χιτώνα και μια κοιλιά ελαφρώς φουσκωμένη, αναντίρρητα στην αρχή μιας κύησης. Για την κατά κόρον λιγνή της φιγούρα, δε χωρούσε αμφιβολία.
«Από τότε που ήρθε αυτός, δεν έχω ματώσει,» συμπλήρωσε πικρά και σώπασε, δίνοντας τη χαριστική βολή στην τρομακτική της διήγηση.
Η Κλυταιμνήστρα πλέον έφερε μια έκφραση καθαρού τρόμου. Δεν ήταν στον χαρακτήρα της να ωρύεται, να θρηνεί μεγαλοφώνως, να χτυπιέται και να καταριέται Θεούς και δαίμονες. Σιωπηλά, τα δεχόταν όλα και στωικά τα επεξεργαζόταν. Η Ηλέκτρα δεν την είχε ξαναδεί ποτέ τόσο τρομαγμένη· αιφνιδιάστηκε.
«Το έκανε ξανά;» Κατάφερε να ρωτήσει, με φωνή τρεμάμενη.
Η Ηλέκτρα κούνησε το κεφάλι αρνητικά, ελευθερώνοντας ένα πικρό, παρανοϊκό γέλιο, για να μην επικρατήσουν οι λυγμοί κι η οιμωγή.
«Μάλλον δεν τον ευχαρίστησε η παλλακίδα. Δεν περίμενε να του επιτεθώ με νύχια και με δόντια,» αποκάλυψε ξερά κι η μητέρα της πάγωσε. «Ή πολύ απλά, αφού όλες οι δούλες είναι έμπιστες του, κάποια θα του το είπε για την εγκυμοσύνη.»
«Πράγματι,» μουρμούρισε στον εαυτό της περισσότερο, «τότε, κυκλοφορούσε με περίεργα σημάδια στο σώμα, που τα απέδιδε στο σύνηθες κυνήγι.»
Η Κλυταιμνήστρα πετάχτηκε απότομα από τον θρονίσκο της και περιφερόταν νευρικά, ρυθμικά στο δώμα, γεμάτη απόγνωση και πανικό.
«Ω Θεοί, το παιδί μου καταστράφηκε,» ψιθύριζε ενίοτε, με πρόσωπο ερυθρό από όνειδος. «Τι έκανα στο βλαστάρι μου, η καταραμένη;»
Η Ηλέκτρα δεν αντιδρούσε. Την παρακολούθησε διαρκώς με εξαιρετικά ουδέτερη έκφραση και κάποια στιγμή, με τελείως συνολική διάθεση, κάθησε στον θρονίσκο της.
«Θα διατάξω στον Φρούραρχο να εκπαιδεύσει εσένα και τις αδελφές σου, για παν ενδεχόμενο,» συνέχισε η Κλυταιμνήστρα, ανακτώντας λίγη από τη χαρακτηριστική της αποφασιστικότητα και λογική. «Στα όπλα και στην πάλη, αυτό θα τον προστάξω.»
Η ιδέα άρεσε ιδιαίτερα στην Ηλέκτρα αλλά φρόντισε να μην επιδείξει κανέναν ενθουσιασμό, πιάνοντας σφιχτά την κοιλιά της, μην κρύβοντας την οδύνη.
«Κι έπειτα, πρέπει ευθύς να παντρευτείς, παιδί μου,» κατέληξε η Κλυταιμνήστρα, με τα χέρια στη μέση, στηριζόμενη σε έναν κίονα, μάλλον ζαλισμένη. «Θα δεχτούμε ένα από τα πλείστα προξενιά που μας έχουν στείλει και θα-»
«Όχι!» Φώναξε για πρώτη φορά η Ηλέκτρα. «Ο πατέρας μου και μόνο θα εγκρίνει τον άνδρα μου, όχι εσύ και σίγουρα όχι αυτός! Άλλωστε, πρέπει να μείνει κάποιος να προστατεύει τις αδελφές μου. Εάν φύγω, δεν εμπιστεύομαι κανέναν άλλον να το πράξει.»
Η Χρυσόθεμις ήταν δεκατριών ετών, η Λαοδίκη δώδεκα και η Ιφιάνασσα έντεκα, με ύστατο τον δεκάχρονο Ορέστη, που μονάχα η Κλυταιμνήστρα γνώριζε πού βρισκόταν.
«Τότε, τι θα κάνουμε με το μωρό;» Αναστέναξε η τελευταία.
«Οι δούλες γνώριζαν τρόπους να το ξεφορτωθώ γρήγορα-»
«Όχι!» Την έκοψε ορμητικά η μητέρα της, πέφτοντας στα πόδια της ένθερμα. «Αυτό να το ξεχάσεις, ευθύς· πρόκειται για αδιανόητα επώδυνη κι επικίνδυνη διαδικασία, πιθανότατα να κοστίσει τη ζωή σου!»
«Τι σε νοιάζει; Μια κόρη λιγότερη να σου θυμίζει τον Αγαμέμνονα,» έφτυσε την απάντηση κατά πρόσωπο η Ηλέκτρα.
«Μην τολμήσεις να ξαναπείς ότι δε σας νοιάζομαι, τα σπλάχνα μου, τη σάρκα από τη σάρκα μου,» η Κλυταιμνήστρα βούρκωσε ασυγκράτητα. Δεδομένου ότι εγκυμονούσε, δε δύναντο εύκολα να ελέγξει συγκινήσεις. «Εφόσον, λοιπόν, δεν επιθυμείς να παντρευτείς, μονάχα ένας τρόπος υπάρχει, για να ανατραφεί σωστά το παιδί.»
«Ο γνωστός,» κάγχασε η κόρη, κλαίγοντας απροκάλυπτα. Τα δάκρυα έρρεαν αρχοντικά στο αλαβάστρινο δέρμα, που έβριθε φακίδων. «Όπως πήρες την Ιφιγένεια, για να καλύψεις την Ελένη κι ονόμασες την ανιψιά, κόρη σου, έτσι και τώρα θα ονομάσεις το εγγόνι, παιδί σου. Οικείο, δοκιμασμένο, πετυχημένο σόφισμα. Μήπως λαθεύω;»
Έσκυψε το κεφάλι σχεδόν με λύπη η μητέρα.
«Η προστασία και διαφύλαξη της οικογένειας μου θεωρείς πως είναι σόφισμα και τέχνασμα, Ηλέκτρα;» Ύψωσε βασανιστικά αργά το βλέμμα, για να συναντήσει το δικό της. Έκλαιγε κι εκείνη πια. «Στον ανάλγητο, στρωμένο με πτώματα κόσμο των ανδρών που ζούμε και σε αυτήν την οικογένεια, τη γεμάτη κατάρες κι ευλογίες από τους Θεούς ισάριθμα, τι άλλο μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω, παιδί μου; Απαρνήθηκα τον μοναχογιό μου, για να τον σώσω και τώρα, βιώνω για δεύτερη φορά την τραγωδία του βιασμού αγαπημένου μου ομοαίματου. Δε χαίρομαι, μονάχα επιδιώκω να το λύσω και να σε γλιτώσω από κάθε βασανιστήριο και οδύνη που μπορεί να σου επιφέρει αυτός ο άσπλαχνος, αιμοβόρος κόσμος.»
«Και τι θα κάνεις με αυτόν; Δε νομίζεις πως επιτέλους πρέπει να εκδιωχθεί από εδώ;»
Στιγμιαία, η Κλυταιμνήστρα πάγωσε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και απάντησε εξαντλημένη.
«Δεν καταλαβαίνεις, παιδί μου. Εάν διώξω τον Αίγισθο, θα μας οδηγήσω στον όλεθρο αυτόματα.»
«Δικαιολογίες και ψεύδη, ως συνήθως,» απέστρεψε το βλέμμα με ειρωνία και φαρμάκι εκείνη. Σηκώθηκε όρθια, οδεύοντας στην πόρτα. «Ανακοίνωσε μου, λοιπόν, τι θα κάνουμε με το δικό μου νόθο και αναμένω στις επόμενες ημέρες να ξεκινήσω πολεμική εκπαίδευση με τις αδελφές μου. Ξέρω ότι ο γέρων Άλτης παραμένει απόλυτα πιστός στον πατέρα μας, τον αληθινό Άνακτα των Μυκηνών.»
Άνοιξε τη θύρα κι εξήλθε, χωρίς αποχαιρετισμό. Η Κλυταιμνήστρα έμεινε μόνη και, προτού ανακαλέσει τις θεραπαινίδες και τα παιδιά, σωριάστηκε στην κλίνη της και σπάραξε στο κλάμα.
Λίγο αργότερα, ένας δούλος την ενημέρωσε ότι κατέφθανε από τη Σπάρτη η εξαδέλφη της, η Άνασσα της Ιθάκης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η βοή στην Αίθουσα του Θρόνου, πρώτη φορά μετά από σαράντα ημέρες, δεν προερχόταν από οιμωγή μα από έναν όχλο που μιλούσε ακατάπαυστα και μαζικά, ταυτόχρονα. Συνήθως, επί Βασιλείας του Πριάμου, δεν επικρατούσε τόση αναρχία στα Συμβούλια των Αριστοκρατών και της Γερουσίας ούτε εκκωφαντική οχλαγωγία άνευ περιορισμών. Ωστόσο, η αιτιολόγηση του χάους ήταν πασιφανής· για πρώτη φορά στην μακρόχρονη Βασιλεία του, ο Πρίαμος έλειπε από το Συμβούλιο.
Κάποια στιγμή, μετά από πάμπολλες απόπειρες ησύχασης που απέβησαν μάταιες κι άκαρπες, ο Έλενος πλησίασε τον γέροντα Αντήνορα και του απευθύνθηκε ιδιαιτέρως. Αμέσως μετά, ο επικεφαλής της Γερουσίας ανέβηκε στο υπερυψωμένο δάπεδο όπου βρίσκονταν οι θρόνοι και με μια του φωνή, το πλήθος ειρήνευσε.
«Σε ευχαριστούμε πολύ, Αντήνορα,» μίλησε στην εντελή σιωπή ο δίδυμος της Κασσάνδρας και κάθησε στα σκαλιά του θρόνου, στην κλασική του θέση, ανάμεσα στον Πολίτη και στον Αγάθωνα.
Εκείνη του η κίνηση λειτούργησε ως έναυσμα, για να εγερθούν κατευθείαν ο Πάρις και ο Διήφοβος και να σταθούν ορθοί ανάμεσα στους θρόνους των γονέων τους. Το βασιλικό σκήπτρο ζήτησε από τον κήρυκα Ιδαίο ο Πάρις και το έλαβε χωρίς αντίρρηση, προκαλώντας έκπληκτα βλέμματα από όλους.
«Τούτο το σκήπτρο άγγιζαν ως τώρα μονάχα ο Βασιλεύς και ο Έκτωρ,» σηκώθηκε και διαμαρτυρήθηκε ο γέροντας Ίππασος. «Ο Έκτωρ, όπως και δυο εκ των τριών γιών μου, έπεσε ανδρεία στη μάχη. Ο Βασιλεύς πού είναι και γιατί εσύ κρατάς το σκήπτρο του;»
«Ο Βασιλιάς Πατέρας μας, καταβεβλημένος ως είναι από τον χαμό του Έκτορα, αδυνατεί να επανέλθει ακόμα στα καθήκοντα του,» απάντησε έναντι του Πάρι ο Διήφοβος. «Επομένως, στο επείγον κι αναγκαίο αυτό Συμβούλιο, θα προεδρεύσουμε εμείς, οι μεγαλύτεροι γιοί του από τη σεβαστή Εκάβη.»
«Κι εγώ, γέρο, κρατώ το σκήπτρο, γιατί είμαι ο διάδοχος της Τροίας πια,» συμπλήρωσε σφόδρα ο Πάρις.
«Ο διάδοχος ονομάζεται Αστυάναξ, όχι Αλέξανδρος!» Αντιτάχθηκε ο ίδιος ο Αντήνωρ αυτή τη φορά κι ο Διήφοβος ένιωσε δισταγμό και τριγμούς στην αυτοπεποίθηση.
«Ο διάδοχος είναι ένα μωρό χρονιάρικο, οπότε, μέχρι να ενηλικιωθεί, η θέση του μου ανήκει,» απάντησε ανερυθρίαστα ο Πάρις.
«Αν μη τι άλλο, διαθέτετε τον ίδιο νου και λογική όμοια,» μουρμούρισε ο Αντήνωρ κι επανήλθε στη θέση του, προσβεβλημένος από την αναίδεια του νέου εκ νέου. Το σχόλιο προκάλεσε απερίγραπτο γέλωτα στους εναπομείναντες γιούς του, που τον πλαισίωναν.
«Τα τείχη μας, μετά την ύστατη μάχη του Έκτορα και του Αχιλλέα, παραμένουν σφαλιστά ερμητικά,» πήρε τον λόγο κι ελάφρυνε -παραδόξως- το κλίμα ο Διήφοβος. «Από την ημέρα εκείνη, ο Βασιλιάς Πατέρας μας διέταξε απόλυτο εγκλεισμό, ο οποίος παραβιάστηκε μόνο για την έξοδο του ίδιου, την ανάκτηση της σωρού του αγαπημένου μας, ηρωικού αδελφού. Αφενός, διατηρώντας τον εγκλεισμό, διατηρούμε και την ασφάλειά μας. Αφετέρου, είμαστε ανίσχυροι να αντιμετωπίσουμε τη μόνιμη απειλή των Αχαιών.»
«Ο Έκτωρ ήταν ο Αρχηγός μας, ο Αρχιστράτηγος και μπροστάρης μας. Δεν είχε λείψει από καμία μάχη και έλεγχε επιμελώς κάθε μέτωπο,» επισήμανε με σεβασμό ο Άσιος, θείος των πριγκίπων, αδελφός της Βασίλισσας. «Με τη θανή του, χάσαμε την κεφαλή του στρατού. Συνεπώς, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον πόλεμο, αν δεν έχουμε έναν νέο επικεφαλής, κάποιον ισάξιο στη θέση του.»
Τα λόγια του έγιναν δεκτά με επιδοκιμασία από όλους.
«Ποιόν προτείνετε;» Ρώτησε ο Πάρις, αφού επέβαλε ησυχία χτυπώντας το σκήπτρο στο δάπεδο. Είχε κάποτε δει τον πατέρα του να το πράττει και μιμήθηκε ακέραια την κίνηση.
«Μονάχα ένας ημίθεος μπορεί να επιτελέσει το θείο έργο του Έκτορα,» ξεκίνησε επιβλητικά ο γέροντας Αντήνωρ. «Ο γιός της Αφροδίτης, ο Αινείας, που εξαφανίστηκε από το πεδίο της μάχης και δεν πληροφορηθήκαμε ποτέ πού βρίσκεται.»
«Ευλόγως,» σχολίασε ευγενικά ο Έλενος, «διότι έχουν κλειστεί πλέον όλες μας οι χερσαίες δίοδοι. Κανένας αγγελιαφόρος δεν μπορεί να περάσει τις γραμμές των Αργείων πια. Ακόμη κι αν υπάρχουν νέα από τη Δάρδανο, αμφιβάλλω αν μπορούμε να τα μάθουμε.»
«Όπως και να έχει, ο Αντήνωρ μίλησε ορθότατα,» επανήλθε ο Άσιος. «Ο Αινείας αποτελεί λαμπρή επιλογή για νέο Αρχιστράτηγο, εφόσον αγαπά και την Τροία ως πατρίδα του. Εφόσον, όμως, αγνοείται η τύχη του, δε γίνεται να σχεδιάζουμε με αμφιβολίες.»
«Κάποια εναλλακτική πρόταση έναντι του Αινεία υπάρχει;» Αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο Έλενος.
«Οι Λύκιοι σίγουρα δε θα στείλουν άλλον, μετά τον χαμό του Σαρπηδόνα,» επισήμανε ο Πολίτης δεξιά του.
«Ούτε και οι Θράκες, μετά τον Ρήσο και τόσους άλλους που θερίστηκαν,» πρόσθεσε ο Δίος, ο μικρότερος που είχε μείνει από τους γιούς του Πριάμου.
Τα βλέμματα των πριγκίπων έπεσαν στις αδειανές θέσεις των Συμμάχων, τους οποίους εσκεμμένα δεν είχαν προσκαλέσει στο Συμβούλιο. Εάν δεν παρέμενε άσβεστο το ζοφερό πένθος, θα είχαν προκαλέσει σοβαρό επεισόδιο και παρεξήγηση μα είχαν λάβει κατανόηση έντονη κι ειλικρινή. Άλλο ένα παράξενο φαινόμενο εκείνης της σύναξης.
«Προτού προβούμε σε προτάσεις εξωγενείς, γιατί δε μένουμε στο εσωτερικό της Τροίας;» Δήλωσε ο Διήφοβος με ύφος υπερόπτη και φωνή θρασύδειλου, σχεδόν ντροπαλή. «Ο Έκτωρ, εξάλλου, Τρώας ήταν. Θα μπορούσε ο Πάρις να ηγηθεί ή ο Έλενος ή ο Πολίτης ή εγώ. Πολλοί άξιοι γιοί του Πριάμου παραμένουν εν ζωή.»
Δεν επρόκειτο για έκθεση κι εκθειασμό των αδελφών του, μονάχα για τον εαυτό του προόριζε τον ευγενή χαρακτηρισμό αλλά δεν ήθελε να φανεί αλαζόνας εις βάρος του Έκτορα, τόσο νωρίς μετά την ταφή του. Θα ήταν πραγματική ασέβεια στα όρια της ιεροσυλίας κι η ισχνή, μικρόθυμη, αντίθεη ψυχή του δε θα άντεχε.
Οι νεότεροι Αριστοκράτες ξέσπασαν σε γέλια. Η Γερουσία κουνούσε κεφαλές ακυρωτικά. Οι δε πρίγκιπες, πλην του Έλενου, κοίταζαν απορημένοι, μην κατανοώντας την κωμική μετάλλαξη.
«Ο Έκτωρ ήταν ένας, μοναδικός και ανεπανάληπτος,» δήλωσε ο Αντήνωρ, επιφέροντας και πάλι ησυχία. «Σαν αυτόν, δεν είχε δει ούτε πρόκειται να δει, ίσως, η Τροία. Τα εναπομείναντα αδέλφια του δεν είναι ισάξια του, κανείς απολύτως. Ακόμη κι όλοι μαζί να γίνουν Αρχηγοί του στρατού, δε θα τον φτάσουν.»
Πλημμύρισε η αίθουσα με φωνές που συμφωνούσαν με τον γέροντα κι ο Πάρις έσφιξε το σκήπτρο στο χέρι του, αγωνιζόμενος να συγκρατήσει τον θυμό του.
«Μας προσβάλει μέσα στο σπίτι μας, ο θρασύτατος,» γρύλισε στον Διήφοβο και στους αδελφούς του. «Λαχταρώ όσο τίποτα να του πετάξω το σκήπτρο στο κεφάλι.»
«Δώσε τόπο στην οργή,» σηκώθηκε και τον συγκράτησε ο Πολίτης, αρπάζοντας τον από τους ώμους. «Αντιπροσωπεύεις τον γέροντα πατέρα μας. Εάν θέλεις να γίνεις κάποτε Αντιβασιλέας, πρέπει να αποδείξεις την αξία σου. Φέρσου σαν βασιλόπουλο κι όχι ως βοσκός!»
«Δε μας προσέβαλε, Αλέξανδρε,» κατέληξε ειρηνευτικά ο Έλενος, στεκούμενος ανάμεσα τους. «Είπε την αλήθεια γυμνή.»
Ύστερα, στράφηκε ο ίδιος στο πλήθος και ύψωσε τη φωνή, να ακουστεί.
«Όταν καλέσαμε, πριν έξι μήνες, όλους τους γείτονες και εμπορικούς μας συνεργάτες σε αρωγή, δεν απάντησε κανείς αρνητικά· είτε απάντησαν θετικά και ήρθαν είτε δεν απάντησαν καθόλου κι απουσίασαν. Το μόνο που μας μένει είναι να καλέσουμε ξανά τους δυο εκείνους που απήχαν· τους Αιθίοπες και τις Αμαζόνες.»
«Δυο γιοί του Πριάμου πρέπει να μεταφέρουν τα καλέσματα, αυτή τη φορά, όχι απλοί κήρυκες και να μη γυρίσουν χωρίς θετική ανταπόκριση,» είπε ευθύς ο Αντήνωρ. «Τούτο θα αποδώσει τεράστια τιμή στους βασιλείς των Αμαζόνων και των Αιθιόπων.»
«Και όνειδος σε εμάς,» σχολίασε ασυγκράτητος ο Πάρις. «Το να σταλούν οι πρίγκιπες ως αγγελιαφόροι μας εξευτελίζει· θα δείξει ότι είμαστε απελπισμένοι, ότι αυτοί είναι η τελευταία μας ελπίδα κι έπειτα, τέτοια ταπείνωση δύσκολα λησμονείται. Μετά το πέρας του Πολέμου, θα μας χλευάζουν!»
«Είναι αναγκαίο να το κάνετε, Αλέξανδρε, για να αναμένετε να δείτε το πέρας του Πολέμου,» είχε έτοιμη την απάντηση ο γέρων Ίππασος. «Εξάλλου, δε θα πάτε ως επαίτες μα ως διαπραγματευτές.»
«Έχετε δίκιο,» κατένευσε ο Έλενος, κερδίζοντας βαθμηδόν όλα του τα αδέλφια πλην αυτών που προέδρευαν. «Εσείς, Άρχοντες μου, συμφωνείτε;»
Ψήφισαν με ανάταση χειρός. Ελάχιστοι δε σήκωσαν το χέρι, υποδεικνύοντας ότι διαφωνούσαν. Μετά κι από την έγκριση των Αριστοκρατών, δε χωρούσε άλλη κουβέντα.
«Ποιοί θέλουν να γίνουν οι αγγελιαφόροι της Τροίας, λοιπόν;» Ρώτησε τα αδέλφια του ο Πάρις, προσπαθώντας κωμικά να κρύψει την ενόχλησή του.
«Εγώ θέλω να βοηθήσω, αδελφέ μου,» πετάχτηκε παρευθύς ο Πολίτης.
«Κι εγώ, μαζί!» Σηκώθηκε ο Πάμμων, που λαλιά δεν είχε βγάλει από την αρχή του Συμβουλίου.
«Εξαίρετα,» κατέληξε βιαστικά ο Πάρις. «Εσύ, Πάμμων, ως μεγαλύτερος, θα πας στον μακρύτερο προορισμό· την Αιθιοπία, στον Βασιλιά Μέμνονα. Εσύ, μικρέ Πολίτη, θα σταλείς στη Θεμίσκυρα, στη Βασίλισσα Ιπποθόη.»
«Ιππολύτη, αδελφέ μου,» τον διόρθωσε αμέσως ο Έλενος, ψιθυρίζοντας διακριτικά.
«Ιππολύτη, πράγματι,» ανακάλεσε ο Πάρις και παρέδωσε το σκήπτρο ξανά στον Ιδαίο, λύοντας το Συμβούλιο.
«Δεν υπήρχε λόγος να με διορθώσεις,» ανέφερε κοφτά ο ίδιος αργότερα, όταν ήταν μόνοι οι δυο τους. «Δεν υπάρχει δα κι άλλη Βασίλισσα στον κόσμο,» συμπλήρωσε γελώντας.
«Επίτρεψε μου πάλι να σε διορθώσω,» επέμεινε με το πιο αγχίνουν του μειδίαμα ο Έλενος. «Αυτή τη στιγμή, οι περισσότερες -αν όχι όλες- οι γαίες των Αχαιών υποκλίνονται σε Βασίλισσες.»
Δεν έλαβε απάντηση από τον μεγαλύτερο αδελφό του, μονάχα ένα σκωπτικό, χλευαστικό νεύμα. Μέχρι να χωρίσουν οι δρόμοι τους, παρέμειναν σιωπηλοί.
Περνώντας από τα μαγειρεία, ο Πάρις κάλεσε τον αρχιθαλαμηπόλο, που δεν άργησε να καταφθάσει, πρακτικά στα γόνατα, από δουλοπρέπεια.
«Στις διαταγές σου, πρίγκιπα μου.»
«Θέλω να ετοιμαστεί τραπέζι πλουσιοπάροχο και γιορτή απόψε στη Μεγάλη Αίθουσα,» τον διέταξε κοφτά, κατηγορηματικά. «Αρκετά με τους κλαυθμούς και τις αναμαλλιασμένες γυναίκες. Πρέπει να γίνει γλέντι, να υψωθεί το ηθικό των ανδρών. Πώς θα διώξουμε τους εισβολείς;»
Ο Έλενος τον κοιτούσε με ένα βλέμμα ανάμεικτο απορίας, τρόμου και απέχθειας, γιατί βάδιζε επικίνδυνα στα εδάφη της προσβολής του νεκρού και του πένθους τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο Συμβούλιο που συγκάλεσε την ίδια ημέρα ο Αγαμέμνων, δε βασίλεψε βοή μα σιωπή, καθώς άπαντες οι Αρχηγοί και Άνακτες αδημονούσαν να μάθουν ένα νέο σπουδαίο από ένα εξίσου σπουδαίο στόμα. Μα πάνω από όλα, ανυπομονούσαν για ένα πράγμα.
«Ευελπιστώ να μας κάλεσε ο Αγαμέμνων, για να ανακοινώσει την ημέρα της μεγάλης εφόδου,» είπε στην άφιξη του ο Ιδομενέας, προφέροντας την κρυφή επιθυμία όλων.
«Σοφά,» απεφάνθη ο Λοκρός Αίας. «Μετά τον θάνατο του Έκτορα, του μέγιστου προπύργιου, δε μας μένει παρά τούτο. Η έφοδος και η οριστική άλωση!»
«Ακριβώς!» Τον επικρότησε ο Μενέλαος, με μάτια πυρωμένα. «Αυτοί δεν έχουν κανέναν, ενώ εμείς έχουμε πρωτοπαλίκαρα μπροστάρηδες, ωσάν τον Πηλείδη, τον Διομήδη, τους Αίαντες!»
«Κι ωσάν εσένα, Μενέλαε,» ένευσε ευχαριστημένος ο Τυδείδης, στηριγμένος πάντοτε στη βακτηρία του με εμφανή σκαιότητα.
«Η βιασύνη δεν απέβη ποτέ ορθή λύση,» εμφανίστηκε από τα ενδότερα άηχα ο μεγάλος Ατρείδης. «Το κατανόησα τελευταία και άσχημα, όταν είδα τον απατηλο Όνειρο και τον Μορφέα να μου υπόσχονται την άλωση και μονάχα καταστροφή βιώσαμε.»
Πήρε τη θέση στον θρόνο του, ενθαρρύνοντας όλους τους παρευρισκόμενους να καθίσουν επίσης. Δεξιά του, κάθισε ο Μενέλαος και αριστερά ο Αχιλλέας, ως ένδειξη ενότητας. Οι δούλες έφεραν νερωμένο κρασί και ψωμοτύρι να τους φιλέψουν κι αφότου εξαφανίστηκαν, ο Αγαμέμνων πήρε επίσημα τον λόγο.
«Οι θεωρίες περί μεγάλης εφόδου είναι συναρπαστικές, δεν αντιλέγω. Ωστόσο, για όσο οι Τρώες παραμένουν εσώκλειστοι, αμπαρωμένοι στο Ίλιον, δεν μπορούμε να τις υλοποιήσουμε.»
«Ίσως, θα έπρεπε να τους προκαλέσουμε,» δήλωσε ο Πηλείδης. «Να βάλουμε φωτιές γύρω από το Ίλιον.»
«Μονάχα πέτρες υπάρχουν κι η πέτρα δεν καίγεται,» αντέκρουσε ευγενικά ο Ευρύπυλος.
«Να φτιάξουμε σκάλες, όπως παλαιότερα που μας τις έκαψαν,» αντιπρότεινε ο Διομήδης. «Εάν μας δουν με καθαρή πρόθεση να ανέβουμε στις πολεμίστρες τους, θα βγουν να πολεμήσουν, το δίχως άλλο.»
«Αυτό είναι πράγματι τελέσφορο,» ένευσε επιδοκιμαστικά ο Ιδομενέας.
«Συμφωνούμε όλοι;» Απευθύνθηκε στους παρευρισκόμενους ο Αγαμέμνων.
Όλοι σήκωσαν το χέρι θετικά πλην του Οδυσσέα.
«Θα δρομολογηθεί, λοιπόν,» χαμογέλασε ο Αρχιστράτηγος. «Αύριο κιόλας, με το πρώτο φως της Ηούς, θα βγούμε στα άλση, να κόψουμε ξύλα.»
«Εσύ, γιέ του Λαέρτη, γιατί δε συμφώνησες;» Αναρωτήθηκε ο Μενέλαος, προλαβαίνοντας τον αδελφό του. «Θεωρείς ανοησία να τους ασκήσουμε πίεση;»
«Όχι βέβαια,» απάντησε αμέσως ο Οδυσσέας και σηκώθηκε όρθιος, απολαμβάνοντας την πρώτη του ημέρα χωρίς βακτηρία. «Μα οι σκάλες δεν επαρκούν. Έχουν το έδαφος με το μέρος τους και μπορούν εύκολα να δημιουργήσουν πάμπολλες άμυνες και να μας αναχαιτίσουν, χωρίς να προκληθεί κανονική μάχη στο πεδίο. Έχουν περάσει σαράντα ημέρες από την τελευταία μάχη και μετά βίας έχουμε εντοπίσει ανθρώπους στο τείχος. Διακατέχονται από σιγή και πέπλο μυστηρίου καλύπτει τις κινήσεις τους. Θαρρώ πως θα αποκτήσουμε πλήρη υπεροχή, μόνο όταν έχουμε τον απόλυτο έλεγχό τους.»
«Δεν τον έχουμε ήδη, μετά τον θάνατο του Έκτορα;» Ρώτησε, φανερά μπερδεμένος, ο Τελαμώνιος Αίας.
«Ο θάνατος του Έκτορα, παρότι στέρησε τον σπουδαιότερο πολέμαρχο από τους Τρώες, μαζί και το ηθικό τους, δεν πρόκειται για πανάκειά μας,» ξεκίνησε ο Άναξ της Ιθάκης, επιβλητικά και στεντόρεια, απλώνοντας τα χέρια στην τράπεζα εμπρός τους. «Αναντίρρητα, μας προσδίδει τεράστιο, πολύτιμο πλεονέκτημα στη μάχη αλλά όχι στον Πόλεμο. Βρισκόμαστε στο σκοτάδι για τις κινήσεις των Τρώων τον τελευταίο μήνα και στην επόμενη αναμέτρηση, τα πάντα είναι πιθανά, ενδέχεται να έχουν φέρει τον ισχυρότερο ημίθεο ή Θεό Βασιλιά από την Ανατολή ή τη Θράκη. Να σας υπενθυμίσω, επιπροσθέτως, ότι στις τελευταίες μάχες, αντικρίσαμε σημεία που ανθρώπου νους δε θα δύναντο να φανταστεί· αιμάτινη βροχή, κεραυνούς εν αιθρία να σκίζουν τη γη, ποτάμια να αφρίζουν τη μια στιγμή και την άλλη ο Ήφαιστος να τα καίει.»
«Μεμονωμένα περιστατικά, που δε θα επαναληφθούν,» διαφώνησε ευθαρσώς ο Αχιλλέας. «Ο Δίας, όσο έλειπα, μας είχαν εγκαταλείψει, γεγονός που δεν ισχύει πια.»
«Οι Τρώες έχουν αποδεδειγμένα δίπλα τους τον Άρη και τον Φοίβο, δυο Θεούς διόλου ευκαταφρόνητης δύναμης, εφόσον η συζήτηση μεταλλάχθηκε υπερφυσικά,» τόνισε ο Οδυσσέας, με το ίδιο ύφος σιγουριάς και κύρους. «Άρα, τίποτα δεν έχει κριθεί ούτε μπορεί να θεωρηθεί απίθανο.»
«Τι προτείνεις, επομένως;» Έχασε την υπομονή του ο Λοκρός Αίας. «Να συμβουλευόμαστε τον Κάλχα, πριν τη συμπλοκή;»
Πολλοί γέλασαν ηχηρά με το σχόλιο του. Μεταξύ αυτών, δε βρισκόταν ούτε ο Διομήδης ούτε ο Μεγάλος Αίας ούτε οι Ατρείδες.
«Πράγματι, δεν προτείνω αυτό,» ύψωσε ελάχιστα τη φωνή ο Οδυσσέας κι επανήλθε η ηρεμία. Ο ίδιος έμοιαζε ανατριχιαστικά γαλήνιος.
Έβγαλε από τον χιτώνα του έναν πάπυρο, τον άνοιξε στην τράπεζα προσεκτικά και τον άφησε, να τον περιεργαστούν. Ελάχιστοι μπορούσαν να τον αναγνώσουν, διότι δεν ήταν οικείοι με το αλφάβητο, μια από τις πιο λαμπρές εφευρέσεις του Παλαμήδη.
«Τι είναι αυτό;» Τόλμησε και ρώτησε πρώτος ο Διομήδης κι ο Άναξ της Ιθάκης δεν παρέτεινε την αγωνία.
«Είναι ένα σχέδιο που ξεκίνησε ο αείμνηστος Παλαμήδης μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Σχέδιο ενός προτύπου δικτύου κατασκόπων, που όχι μόνο θα ελέγχουν τις κινήσεις των Τρώων αλλά θα προκαλούν δυνητικά και δολιοφθορές. Όταν μπήκαμε στην Τροία μαζί με τον Μενέλαο, πριν δέκα περίπου χρόνια, ως διαπραγματευτές, ο γιός του Ναυπλίου δεν είχε συμμετάσχει ιδιαίτερα, παρακολουθώντας, όμως, τα πάντα τριγύρω του, το περιβάλλον στην ελάχιστη του λεπτομέρεια. Με τη βιωματική του εμπειρία κι αυτοψία, ξεκίνησε να συντάσσει το σχέδιο αυτό μα πέθανε πρόωρα. Γνώριζα την ύπαρξη του, το βρήκα και το φύλαξα για την κατάλληλη στιγμή. Πλέον, είμαι βέβαιος πως η κατασκοπεία αποτελεί το ισχυρότερο μας όπλο. Θα εντείνουμε τον ισχύοντα τρόμο των Τρώων και θα διευρύνουμε τις γνώσεις μας για αυτούς σημαντικά. Εάν το δεχτείτε,» κατέληξε, «θα αναλάβω προσωπικά να εκπαιδεύσω όλους τους εθελοντές και θα ηγηθώ όλων των επιχειρήσεων.»
«Η περιγραφή σου ακούγεται μεγαλοφυής και σαγηνευτική αλλά χρονοβόρα και αμφίβολο παραμένει το αποτέλεσμα της,» μίλησε ο Αχιλλέας, ο μόνος που δε θωρούσε τον Λαερτιάδη αποσβολωμένος από δέος.
Εύλογο, σκέφτηκε ο ημίθεος, μετά την θριαμβευτική περιπέτεια που είχαν με τον Διομήδη εναντίον του Ρήσου, όλοι μυρίστηκαν εύκολα λάφυρα.
«Πρακτικά, εδώ κι έναν μήνα, καθόμαστε άπραγοι, άεργοι, ματαιοπονώντας αργόσχολα για το απόλυτο τίποτα, άστοχα κι ανερμάτιστα,» ανταπάντησε ο Οδυσσέας, με λίθινη έκφραση, ψυχρού εκτελεστή. «Με το σχέδιο τούτο, θα αξιοποιήσουμε τον χρόνο μας ουσιωδώς και θα επωφεληθούμε. Να περιμένουμε την επιστροφή των Τρώων, να έχουμε παραδοθεί εντελώς στην κρίση τους· αυτό, Μενέλαε, είναι ανοησία.»
«Θα μας αποκαλέσεις εσύ ανόητους και οκνηρούς;» πετάχτηκε από τη θέση του ο Λοκρός Αίας, με μάτια αιμοσταγή. Ο Αχιλλέας τον μιμήθηκε, σε επαγρύπνηση.
«Ησυχία!» Χτύπησε το σκήπτρο στην τράπεζα ο Αγαμέμνων, νεύοντας στους ορθούς να επιστρέψουν στις θέσεις τους κι έγινε αντιληπτός. «Προηγουμένως, δήλωσα ότι η βιασύνη δεν είναι σοφή μα το ίδιο ισχύει και για την υπερβολική καρτερία. Η ευφυΐα κι ευρηματικότητα του Παλαμήδη δεν αμφισβητείται, ουδόλως. Το σχέδιό του, λοιπόν, το εγκρίνω και στηρίζω ανεπιφύλακτα. Θα επωφεληθούμε εντόνως, ειδικά από τις δολιοφθορές.»
«Συμφωνώ,» έσπευσε να στηρίξει ο Μενέλαος. «Εσείς, φίλοι, Αρχηγοί; Ποιά είναι η άποψή σας;»
Φασαρία φοβερή σηκώθηκε, ωσάν σκόνη στον άνεμο και κύμα λυσσαλέο, αφού γνώμες ακούστηκαν πάμπολλες και ταυτόχρονα, από φωνές βροντερές, τραγουδιστές ή σιγανές. Ανέβηκε ορθός σε ένα σκαμνί ο κήρυκας Ταλθύβιος κατά εντολή του Αρχιστράτηγου και χτύπησε τα χέρια με κρότο τρομερό. Από καθαρή έκπληξη, σίγησαν όλοι.
«Θα ψηφίσουμε και πάλι!» Ανακοίνωσε επιτακτικά ο μεγάλος Ατρείδης. «Όσοι συμφωνείτε με την πρόταση του Οδυσσέα, σηκώστε το χέρι!»
Οι Ατρείδες αμέσως ψήφισαν, ο Διομήδης, ο Τελαμώνιος Αίας, ο Ιδομενέας, ο Ευρύπυλος και ο Πολυποίτης, ο γιός του Πειρίθου. Κανένα άλλο χέρι δε σηκώθηκε.
«Ποιός στηρίζει την πρόταση του Αχιλλέα, για επίσημη έφοδο και σκάλες ανάβασης;» Ρώτησε, πολύ πιο σφιγμένα, ο Αγαμέμνων, τελικά.
Όλοι όσοι δεν είχαν αντιδράσει πρωτύτερα, πλέον σήκωναν τα χέρια με ανυπομονησία και λαχτάρα για επιστροφή στη μάχη, σχεδόν με πόθο άστραφταν τα μάτια τους. Θαρρούσαν πως, με τον θάνατο του Έκτορα, είχε λυθεί κάθε πρόβλημα, κάθε εμπόδιο είχε εξαλειφθεί κι ο δρόμος της ύστατης νίκης και της κατάκτησης ήταν ορθάνοιχτος.
«Πάω να πάρω το τσεκούρι από τη σκηνή μου,» ήταν τα μόνα λόγια του Οδυσσέα, προτού αποχωρήσει με αξιοπρέπεια, ενόσω όλοι ανέμεναν κάποιου είδους δυσαρέσκεια κι ένταση.
Οι Ατρείδες, πάλι, δεν είχαν την ίδια διάθεση για διπλωματία κι έδειξαν πασιφανώς την απογοήτευση τους, ιδιαίτερα ο Μενέλαος, που έσπασε το πήλινο λαΐνι του οίνου τους με δύναμη στον ξύλινο τοίχο.
Όταν, πάντως, είδαν τον γιό του Λαέρτη να επιστρέφει με το στιβαρό, γερό του τσεκούρι στον ώμο, άπαντες σοβαρεύτηκαν, έπαψαν τα παράπονα ή οι ζητωκραυγές κι έτρεξαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Οι πιο χειροδύναμοι κι ευέλικτοι των Αρχηγών θα ηγούνταν της επικείμενης αποψίλωσης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν ο Τελαμώνιος Αίας έφτασε στη σκηνή του, για να πάρει το δικό του τσεκούρι, αντίκρισε έξωθεν την Τέκμησσα κουλουριασμένη στο χώμα, να αγκαλιάζει τα γόνατα και να κλαίει, σπαρακτικά σχεδόν. Του κόπηκε η ανάσα. Τη σήκωσε στα χέρια του, τρέμοντας από αγωνία.
«Το παιδί,» ψέλλισε ξέπνοα, ωσάν να της ήταν αδύνατη η ανάσα. «Ο Φύλαιος· άξαφνα έκαιγε ολάκερος στον πυρετό και πλάνταζε στο κλάμα.»
«Τον πήγες στον Μαχάονα;» Τη ρώτησε εκείνος, παλεύοντας να παραμείνει ψύχραιμος. Εφόσον η Τέκμησσα, η πιο δυνατή γυναίκα που είχε γνωρίσει, φαινόταν τόσο συντετριμμένη, δεν ήξερε πώς να φερθεί. Στεκόταν άναυδος και προσπαθούσε να την ηρεμήσει.
«Του μήνυσα, ενώ ήσαστε στο Συμβούλιο,» άρχισε να συνέρχεται η Τέκμησσα κι ένιωσε τα χέρια της να τον σφίγγουν στοργικά. «Ήρθε λίγο πριν από εσένα κι είναι μέσα, με το παιδί. Ο Ευρυσάκης είναι με τον Τεύκρο.»
Σε απόλυτο συγχρονισμό, φάνηκε από το δωμάτιο των παιδιών ο γιός του Ασκληπιού, με έκφραση απροσδιόριστη.
«Τι συμβαίνει, Μαχάων;» Δε συγκράτησε την ανησυχία του πια ο Αίας, αφήνοντας την Τέκμησσα να σταθεί μόνη, δράμοντας αυτός κοντά του.
Ήδη ηχούσαν στα εσώτερα τα κλάματα του παιδιού κι η μητέρα πέταξε στο προσκεφάλι του.
«Του χορήγησα ένα υποτυπώδες φάρμακο και θα επανέλθω σε λίγες ώρες, να τον εξετάσω εκ νέου. Να ξεκουράζεται, συνιστώ· αυτός κι η μητέρα του.» Ύστερα, έγειρε και ψιθύρισε εμπιστευτικά στον γίγαντα. «Αν θελήσει να βοηθήσει ξανά με τραυματίες, θα τη διώξω ευγενικά. Είναι εξουθενωμένη. Μην της το πεις αυτό, θα προσβληθεί.»
«Πράγματι,» τόλμησε να μειδιάσει αχνά ο Αίας. «Σε ευχαριστώ πολύ, Μαχάων, που φροντίζεις την οικογένειά μου.»
«Κάνω το καθήκον απέναντι στους ανθρώπους, το κληροδοτημένο από τον πατέρα και τον παππού μου,» υποκλίθηκε ταπεινά εκείνος κι αποσύρθηκε ήσυχα.
Με βήμα τόσο βαρύ όσο η καρδιά του, ο πρίγκιπας της Σαλαμίνας εισήλθε στο παιδικό δωμάτιο, χωρίς να είναι σίγουρος αν θα άντεχε το θέαμα του γιού του να υποφέρει. Παρόλα αυτά, όταν είδε τη συμβία του στο δάπεδο λιπόθυμη και το παιδί από πάνω της έντρομο, το ένστικτο ούρλιαζε πανικόβλητο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Κασσάνδρα, μέσα στη σιγή από την κηδεία του Έκτορα, είχε βρει μια γλυκόπικρη ηρεμία, διότι κι οι φωνές του μυαλού της είχαν ησυχάσει και δεν την ενοχλούσαν παρά μόνο αραιά, σπάνια. Ήταν κατάφορη, τραγελαφική ειρωνεία του Απόλλωνα και της Τύχης εις βάρος της· από την ώρα που είχε φέρει ο Πάρις την Ελένη στην Τροία, η γαλήνη την είχε εγκαταλείψει και πλέον, που οι δυο τους δημιουργούσαν σχέση αδελφική, την έβρισκε ξανά.
Αποτελούσε παράδοξο, ανορθόδοξο γεγονός η φιλία τους, ολότελα απρόσμενα και για τις δυο, ωστόσο, απόλυτα λογικό, εν τέλει, καθότι εκείνες ήταν οι πιο μοναχικές ψυχές του Ιλίου. Όσο αποκομμένη είχε βρεθεί από την οικογένειά της η Ελένη, που βρισκόταν πολύ μακριά της, εξίσου αποσχισμένη ένιωθε από τους δικούς της η Κασσάνδρα, εφόσον ο μόνος που την κατανοούσε, ο Έλενος, ήταν διαρκώς απασχολημένος με τη διακυβέρνηση και τον έλεγχο του χάους που είχε προκαλέσει η απουσία του Πριάμου. Την Ελένη δε, πλέον είχαν αρχίσει να τη μισούν παρά να τη θαυμάζουν ή να την ανέχονται. Μονάχα μια ματιά στους Πριαμίδες αρκούσε· πριν εννέα έτη αριθμούσαν πενήντα και πια δέκα.
Κάθονταν και έτρωγαν σιωπηλά, στο δώμα της Ελένης και του Πάρι, μια σιωπή που τις ηρεμούσε παρά ενοχλούσε. Οι περισσότερες συναντήσεις τους έτσι κυλούσαν, σε εντελή σιγή με ελάχιστες παρεμβολές ομιλιών.
«Απόψε, ο Πάρις παραθέτει γεύμα και συμπόσιο με αοιδούς,» ανακοίνωσε αδιάφορα η Ελένη, εισπράττοντας ένα βλέμμα απορίας από την Κασσάνδρα. «Δε με πειράζει διόλου. Αντιθέτως, χαίρομαι, γιατί θα μεθύσει και θα σωριαστεί στο κρεβάτι αναίσθητος για ώρες. Θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχα, επιτέλους.»
«Είμαι ανύπαντρη κι εξίσου λαχταρώ να κοιμηθώ ήσυχα,» ανασήκωσε τους ώμους η μάντισσα, αδυνατώντας να κατανοήσει τη δυσανασχέτηση. «Τόσο άσχημος είναι ο έγγαμος βίος;»
Η Ελένη κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Όταν ο σύντροφος είναι ο κατάλληλος, ο γάμος αποτελεί τη μέγιστη ευλογία. Ήμουν τυχερή κι άτυχη ταυτόχρονα, ώστε να έχω βιώσει αμφότερες καταστάσεις. Καταραμένη, βέβαια, γιατί εγκατέλειψα την πιο υπέροχη ζωή για τον Πάρι.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, καταπνίγοντας έναν λυγμό και την κοίταξε κατάματα. «Ήσουν λογοδοσμένη με εκείνον τον πολέμαρχο που σκότωσε ο Ιδομενέας· τον Οθρυονέα. Πώς σου είχε φερθεί αυτός;»
«Στις λίγες φορές που είχαμε συναντηθεί, μονάχα ευγενής και σεβαστικός στάθηκε απέναντι μου,» ανακάλεσε όμορφες μνήμες η Κασσάνδρα, χαμογελώντας ισχνά. «Άνδρας κανένας δε μου είχε φερθεί με τόση καλοσύνη κι αποδοχή, εκτός από τους αδελφούς μου, τον Έλενο και τον Έκτορα.»
Στην αναφορά του ονόματος του τελευταίου, τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Η Σπαρτιάτισσα της έπιασε το χέρι στοργικά.
«Δε θα έπρεπε να σε θεωρεί παρανοϊκή η οικογένειά σου, που γνωρίζει για εσένα και τον Έλενο· τη νύχτα που περάσατε στον ναό του Απόλλωνα ως παιδιά και λάβατε την ευλογία από α φίδια του. Γιατί σέβονται τον Έλενο και ατιμάζουν εσένα;»
«Ο Έλενος προφητεύει όπως όλοι οι μάντεις κι ιερείς του Απόλλωνα· με το πέταγμα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, όλα τα γήινα σημάδια,» εξήγησε η Κασσάνδρα, πιάνοντας ανεπαίσθητα τα μαλλιά της, που ήταν κομμένα τρομερά κοντά, ως ένδειξη πένθους. «Εγώ προφητεύω όπως η Σίβυλλα και η Πυθία που έχετε στους Δελφούς· ο Θεός μιλάει στον νου μου, μου δείχνει εικόνες και οράματα. Είναι δύσκολο να αποδειχθεί ένα όραμα κι η ιδέα της τρέλας φαντάζει πολύ πιο ελκυστική στους ανθρώπους.»
«Μονάχα τούτο είναι;» Τόλμησε να ρωτήσει η Ελένη.
«Ίσως κι όχι,» απέστρεψε το βλέμμα με φόβο, «μα δε θα σου το πω απόψε, δεν έχω κουράγιο. Ωστόσο, έχω μια συμβουλή για εσένα, ως αδελφή προς αδελφή.» Θωρώντας το πρόθυμο βλέμμα της, προχώρησε. «Ο αδελφός μου ήδη σε απεχθάνεται, επειδή είσαι ψυχρή και δεν τον δέχεσαι στην κλίνη. Παρόλα αυτά, δεν αρκεί, για να πάψει να σε βασανίζει. Είμαι σίγουρη πως του πέρασε από το μυαλό ότι τρελάθηκες. Επιβεβαίωσε την ιδέα και θα ηρεμήσεις διαπαντός. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουν ότι συναντιόμαστε· αν μη τι άλλο, θα πιστέψουν ότι σε επηρέασα.»
Ήταν τόσο φαιδρή η έκφρασή της που η Ελένη δε συγκράτησε τον γέλωτα.
«Δεν είναι διόλου κακή η πρόταση και σε ευχαριστώ ολόψυχα,» η ματιά της έλαμπε από ευγνωμοσύνη.
«Κι αν δεν τελεσφορήσει τούτο, υπάρχει κι άλλη λύση,» συνέχισε η Κασσάνδρα, πλησιάζοντας ένα μπαούλο απλό, ελαφρά σκουριασμένο. Έψαξε με εκπαιδευμένες, ακριβείς κινήσεις κι ανάμεσα σε έναν επιμελή σωρό από πέπλα, βρήκε αυτό που αναζητούσε. Στη θέα του, η κόρη της Λήδας γούρλωσε τα μάτια άναυδη, μην μπορώντας να διανοηθεί τι είχε εμφανιστεί κι από ποιόν άνθρωπο.
«Προτείνεις απροκάλυπτα και ψυχρά να σκοτώσω τον Πάρι, τον αδελφό σου;» Ψέλλισε σαστισμένη, χωρίς να πιστεύει ακόμη ότι έβλεπε την Κασσάνδρα να της προσφέρει ένα ακονισμένο πλην πολυκαιρισμένο ξίφος.
«Έπρεπε να είχε σκοτωθεί χρόνια πριν, όπως είχε διατάξει ο πατέρας μου μα οι άσπλαχνοι Θεοί είχαν άλλα σχέδια. Εκείνος έζησε, για να επιφέρει τον όλεθρο· το να ζει αυτός κι όχι ο Έκτωρ δεν αποτελεί απλά αμάρτημα μα έγκλημα.»
«Δε θα έστελνα ποτέ έναν αδελφό μου στον θάνατό του, ομολογώ,» τραύλισε η ημίθεη. «Δεν ξέρω αν πρέπει να σε θαυμάσω ή να τρομάξω.»
«Δε θα είσαι η πρώτη κόρη του Δία που σκοτώνει αίμα του Δαρδάνου,» ακούμπησε ευλαβικά, τελετουργικά το σπαθί δίπλα της. «Ο αδελφός σου, ο Ηρακλής, σκότωσε κάποτε τον παππού μου, τον Λαομέδοντα. Συνέχισε εσύ την οικογενειακή παράδοση.»
«Ο Λαομέδων μνημονεύεται πάντα ως τύραννος, εγωπαθής κι αδιάλλακτος,» τόνισε, ξεροκαταπίνοντας η Ελένη. «Ο Πάρις είναι ανίκανος πολεμιστής και κακοποιητικός σύζυγος. Αρκούν αυτά, για να σκοτωθεί;»
«Ίδιος ή και χειρότερος του παππού του θα γίνει, αν οριστεί αντιβασιλέας ή Βασιλεύς,» απάντησε με απόλυτη σιγουριά η Κασσάνδρα. «Πόσο θα ζήσει ο πατέρας μου ακόμη; Αν τον διδαχθεί αυτός, το μεγαλείο του θα σβήσει, μαζί με τη στάχτη του.»
«Θα ζήσει, όμως, ο Πρίαμος;» Αναρωτήθηκε ανήσυχα η Ελένη, για λόγο απροσδιόριστο. «Η επιβίωση του Πριάμου είναι συνυφασμένη την επιβίωση της Τροίας από τον Πόλεμο.»
Η πριγκίπισσα δεν απάντησε. Αντί λόγου, έζωσε το ξίφος με δυο μαύρα, πένθιμα πέπλα και της το παρέδωσε.
«Ήταν του Έκτορα, το πρώτο του όπλο σαν ενηλικιώθηκε. Δώρο της καλύτερης διδασκάλου που θα μπορούσε να βρει ο πατέρας μας· της Αμαζόνας Πανθεσίλειας.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το συμπόσιο που έστησε στη μέγιστη αίθουσα του Ιλίου ο Πάρις αποτελούσε τουλάχιστον γλέντι υψηλών προδιαγραφών· ο οίνος έρρεε άφθονος, το φαγητό προσφερόταν άπλετο, με πέντε διαφορετικά είδη σφαχτού, τυριά, φρούτα και μέλι εκλεκτό. Κι όσο αφειδώς διέθετε την πλησμονή της πείνας, εξίσου σκόπευε να τους ευχαριστήσει σε κάθε άλλη τους επιθυμία ο πρίγκιπας, προστάζοντας όλες τις νεαρές δούλες του παλατιού να προσέλθουν για διασκέδαση, όταν οι μισοί και πλέον είχαν βυθιστεί στη μέθη.
Παρότι η συγκυρία τον γέμιζε προσωπική τέρψη, γιατί είχε βαρεθεί να υποτάσσει βιαίως την Ελένη στο κρεβάτι του πια, είχε ευρύτερα οφέλη που ήθελε να καπηλευθεί. Στο κάλεσμα του είχαν ανταποκριθεί μονάχα νέοι, όλοι σχεδόν οι επιζήσαντες γιοί των ισχυρών γερόντων, δηλαδή οι διάδοχοι των πλουσιότερων και πιο επιδραστικών ανδρών της Τροίας. Εφόσον αποκτούσε τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη τους, θα εξασφάλιζε τη δική του διαδοχή, μετά τον θάνατο του Βασιλιά, ο οποίος, μετά την κηδεία του Έκτορα, έμοιαζε εγγύς όσο ποτέ άλλοτε. Κι όσο για τους δικούς του διαδόχους, εάν η Ελένη συνέχιζε με νεκρογέννητα, θα τους έκανε με μια πρόθυμη δούλα ή παλλακίδα από τις αμέτρητες του πατέρα του. Εξάλλου, παρέμενε ο ωραιότερος των Πριαμιδών.
Δίπλα του, στην κεντρική τράπεζα, καθόταν τιμητικά ο Έλενος, που πάλευε να κρατήσει τους οφθαλμούς ανοιχτούς, με τα βλέφαρα να προβάλλουν απίστευτη αντίσταση. Δεν είχε πιεί καθόλου οίνο παρά νερό, είχε φάει λιτά, ελάχιστα και δε συμμεριζόταν την ευρύτερη ευφορία που επικρατούσε. Αναμφίβολα, ο Πάρις γνώριζε ότι λειτουργούσε ως κατάσκοπος του πατέρα τους και θα του παρουσίαζε τα τεκταινόμενα ενδελεχώς. Αδιαφορούσε πλήρως, δεδομένου ότι ο Πρίαμος εμφανώς μετρούσε ημέρες.
«Μήπως θα ήθελες να αποσυρθείς, αδελφέ μου;» Τον ρώτησε, χωρίς να κρύβει πόσο διασκέδαζε με τη δυσφορία του. «Η κλίνη σου σε καλεί, θαρρώ.»
«Θα φύγω μετά από εσένα,» απάντησε αποφασιστικά ο μάντης, καταπνίγοντας ένα χάσμημα. «Θα ήταν αγένεια να αποχωρήσουν οι διοργανωτές του συμποσίου.»
Αυτό, όμως, που συνέβη αμέσως μετά τη σύντομη κουβέντα τους, έδιωξε κάθε διάθεση ύπνου από τον δίδυμο της Κασσάνδρας. Οι θύρες άνοιξαν κι εισήλθε ο τελευταίος άνθρωπος που ανέμεναν.
«Αινεία!» Αναφώνησαν μαζί οι δέκα εναπομείναντες Πριαμίδες, στη θέα του νέου που είχαν για νεκρό.
«Εξάδελφοι, γιατί εκπλήσσεστε τόσο;» Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος ο ημίθεος. «Θα σας άφηνα να διώξετε τους Αχαιούς χωρίς εμένα;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πώς σας φάνηκε η επιστροφή στην αρχή του τέλους; 😂😂
Σας είχα τάξει Αμαζόνες, το ξέρω, αλλά θέλω να έχουν περίοπτη θέση κι εδώ θα τις «έτρωγαν» οι άλλοι, οπότε θα ανεβεί ένα δεύτερο μέρος του ίδιου κεφαλαίου συντόμως ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για τις Αμαζόνες και θα τις δούμε όλες αναλυτικά στη Θεμίσκυρα, με έμφαση βεβαίως στην τρομερά ενδιαφέρουσα Πανθεσίλεια.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είστε εδώ, εννοείται αναμένω απόψεις!
Εύχομαι καλό υπόλοιπο καλοκαιριού! Εμείς θα τα πούμε πολύ σύντομα ξανά!
Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top