XLV Υπερασπιστής, Ήρωας, Έκτωρ

~Τα aesthetics παραγωγής Μάνας Βασίλως~

Σε ελάχιστες στιγμές, άδειασε η πεδιάδα από αθάνατους· μονάχα ο Φοίβος έμεινε, που πέρασε στα ενδότερα των τειχών, όχι μόνο για να ελέγχει καλύτερα την άμυνα των Τρώων αλλά και γιατί φοβόταν να απαντήσει την Αθηνά, τη μόνη που είχα απομείνει εκτός από αυτόν. Όλοι οι υπόλοιποι, γύρισαν στον Όλυμπο· υπερήφανοι ή ταπεινωμένοι, γελώντας ή κλαίγοντας, γεμάτοι παράπονα ή κομπασμούς, είχαν πάρα πολλά να συζητήσουν με τον Πατέρα των Θεών και των Ανθρώπων.

Ο Αχιλλέας, πάλι, πλήρως αγνοούσε τις θεϊκές αψιμαχίες και συνέχιζε τη μετωπική του επίθεση, την ατέρμονη σφαγή, δίχως έλεος ή δεύτερες σκέψεις. Τι κι αν αναζητούσε παντού με τα μάτια τον Έκτορα, δεν τον εντόπιζε πουθενά και φοβόταν ότι θα είχε προλάβει και κλειστεί στην ασφάλεια των τειχών και πως η εκδίκηση του θα έπρεπε να αναβληθεί. Η σκέψη εκείνη φούντωνε τη λύσσα του.

Αντί, όμως, να δεχτούν, οι πύλες άφησαν και πέρασε εκτός τειχών ένας και μοναδικός πολεμιστής, ο οποίος κουβαλούσε τραυματίες μέχρι ώρας και δε συμμετείχε ιδιαίτερα στη μάχη. Δεν ήταν άλλος από τον Αγήνορα, νόθο γιό του σοφού Αντήνορα. Αυτός ο νεαρός, με στήθη γεμάτα θάρρος από τον ίδιο τον Φοίβο, ερχόταν με στόχο καθαρό· όχι να σκοτώσει τον Αχιλλέα -αυτό πια φάνταζε αδύνατον- αλλά να τον καθυστερήσει αρκετά, για να μπορέσουν οι συμπολεμιστές τους να περάσουν τις Σκαιές Πύλες και να κλειστούν με ασφάλεια στην πόλη τους. 

Η πλάση γύρω από τα τείχη του Ιλίου έμοιαζε να καίγεται, να αναστενάζει η γη η ίδια από το αίμα και τους νεκρούς, ο Κάτω Κόσμος να σφαδάζει από τις νέες ψυχές αλλά καμία πυρκαγιά δεν είχε ξεσπάσει· απλώς, η μανία του Πηλείδη έδινε την εντύπωση θεομηνίας και χάους πρωτοφανούς.

Ο δε Έλενος, μαζί με τον αδελφό του τον Πάρη -που είχε σύρει αυτοπροσώπως από τα δώματα του, φυλούσαν σκοπιά στις Σκαιές Πύλες έσωθεν κι εκείνοι είχαν ανοίξει στον Αγήνορα. Όταν αντίκρισαν εμπρός τους να καταφθάνει πεζός και τρομερά ταραγμένος ο γέροντας και σεβάσμιος πατέρας τους, ανησύχησαν αμφότεροι παραδόξως.

«Ανοίξτε, παιδιά μου, τις πύλες κι αφήστε τες ανοιχτές διάπλατα, μέχρι να περάσουν όλοι οι δικοί μας και οι φίλοι λαοί! Εγγύς τους είναι ο Αχιλλέας και προβλέπω μεγάλη συμφορά, αν παραμένουν στην πεδιάδα. Με το που περάσουν όλοι μέσα, σφαλίστε τις πύλες και με σανίδα ακόμη. Διόλου απίθανο είναι να φτάσει και να ορμήσει στην πόλη μας το θηρίο τούτο!»

Με το που ορθάνοιξαν οι πύλες, ο Απόλλων βγήκε ξανά έξω, για να φροντίσει να περάσουν όλοι μέσα ασφαλώς κι ανενόχλητα, έτσι όπως έτρεχαν αλαφιασμένοι, πανικόβλητοι, γεμάτοι σκόνη κι αίμα. Κι ενώ άπαντες έφευγαν, ο Αγήνωρ έμενε, με αόρατο αρωγό του τον Φοίβο, πλησιάζοντας αργά και σταθερά τον Πηλείδη.

Ήξερε ότι το πιθανότερο ήταν να αποκεφαλιστεί από το λυσσαλέο, αδηφάγο ξίφος του ημίθεου προτού καν προλάβαινε να του επιτεθεί επίσημα. Πέρασε από το μυαλό του η σκέψη να τρέξει γύρω από τα τείχη, να διασχίσει το δασύλλιο και να ανεβεί στην Ίδη, όπου θα κρυβόταν με εντελή ασφάλεια και θα επέστρεφε τη νύχτα στην πόλη εύκολα. Αν, πάλι, έτρεχε να του ξεφύγει, αφού εκείνος άρχιζε την καταδίωξη, δε θα γλίτωνε ποτέ, δε θα μπορούσε να τρέξει γρηγορότερα από γιό Θεάς. Παρόλα αυτά, δεν τολμούσε να κάνει βήμα πίσω, μόνο μπροστά, αποφασισμένος κι ασάλευτος, έτοιμος να πράξει το καθήκον απέναντι σε γονείς, πατρίδα και Θεούς, ακόμη κι αν όδευε στον βέβαιο θάνατο. Εξάλλου, πώς θα αντίκριζε τον έντιμο, αξιοσέβαστο πατέρα του ως φυγάς και δειλός; Πόσο μάλλον, όταν πριν λίγο ο Αχιλλέας είχε σκοτώσει τον μοναχογιό του, τον Έχεκλο, μόλις δεκαπέντε ετών; Έθεσε εμπρός του τη στρογγυλή ασπίδα και του απευθύνθηκε, σημαδεύοντας τον με το ακόντιο.

«Τι νόμιζες, Αχιλλέα;» Του φώναξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. «Ότι σήμερα θα πατήσεις την ιερή Ακρόπολη της Τροίας; Μάθε, άνου υπερόπτη, ότι πολλούς ακόμα γενναίους θα θρέψει, γιατί τη φυλάμε εμείς, τα παλικάρια του Ιλίου, μαζί με τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα μας, για αυτό και εσύ σύντομα θα χαθείς, όσο ατρόμητος κι αήττητος κι αν φέρεσαι!»

Έριξε το ακόντιο με οξύνοια και αρτιότητα, στοχεύοντας εξαιρετικά όχι στη θεία ασπίδα μα κάτωθεν της, στα πόδια του Πηλείδη. Εξαρχής, σκοπός του δεν ήταν ο φόνος αλλά η καθυστέρηση. Αν τραυμάτιζε έστω τον μανιασμένο Έλληνα, θα κέρδιζε χρόνο αρκετό, για να διασωθούν όλοι οι συμπολεμιστές του πίσω από τα τείχη.

Κάτω ακριβώς από το γόνατο τον πέτυχε, στην κνήμη. Η αιχμή τρύπησε την περικνημίδα από κασσίτερο του Ηφαίστου αλλά δεν έφτασε ποτέ στο δέρμα· μοναχή της αποτραβήχτηκε κι έπεσε στο χώμα άγαρμπα.

Γελώντας σαρδόνια κι απολαμβάνοντας το θέαμα, στράφηκε στον Αγήνορα με όλο του το μένος, να τον σφάξει. Ο νέος δε δείλιασε, τον περίμενε πανέτοιμος. Δε συγκρούστηκαν, όμως, ποτέ. Επενέβη ο Απόλλων, άδραξε τον Αγήνορα τυλιγμένος με νέφη και τον απομάκρυνε από τη μάχη, ενώ έσπρωξε δυνατά τον Πηλείδη, να απομακρυνθεί των Τρώων. Αστραπιαία, άφησε τον Αντηνορίδη στην Τροία μέσα κι επέστρεψε μπροστά στον τρελαμένο γιό της Θέτιδας, με τη μορφή του. Παρότι μπερδεμένος, ο Αχιλλέας άρχισε να τον κυνηγά, θέλοντας να τελέψει την αποστολή του, να απαντήσει σε εκείνον τον ποταπό που τον είχε χτυπήσει στην κνήμη.

Με τον σφαγέα τους απασχολημένο και την αρωγή του Φοίβου, οι Τρώες όρμησαν στις Σκαιές Πύλες, για να σωθούν. Μέσα στον πανικό, κανέναν δεν ενδιέφερε ποιός σωζόταν, ποιός είχε πεθάνει, ποιός είχε ξεμείνει πίσω. Ο Αρχηγός τους μόνο αγωνιούσε, ο Έκτωρ, που, στεκόμενος δίπλα στις πύλες, παρακολουθούσε τη ροή των ανδρών. Ωστόσο, η απουσία του Πηλείδη τον θορυβούσε.

«Έχεις δει τον Αχιλλέα πουθενά;» Άρπαξε τον Διήφοβο, τον αδελφό του, που περνούσε από δίπλα του.

«Κυνηγάει τον Αγήνορα τον Αντηνορίδη, για αυτό, δε μας κατακλύζει,» του απάντησε ευθύς εκείνος.

Ανήσυχος για την τύχη του συμπολεμιστή του, ο Έκτωρ παράτησε τη θέση του κι έσπευσε να βρει και να βοηθήσει τον Αγήνορα. Έτσι, οι πύλες έκλεισαν και κανένας δεν αντιλήφθηκε ότι ο διάδοχος του θρόνου της Τροίας είχε κλειστεί έξωθεν της ιερής πόλης.

Όσο για τον υποτιθέμενο Αγήνορα, τον ευφυή Απόλλωνα, βαρέθηκε να τον καταδιώκει ο Πηλείδης και πήρε την κανονική του μορφή, όσο πιο θνητή δύναντο.

«Τι με κυνηγάς ακόμη, γιέ του Πηλέα, χωρίς να έχεις καταλάβει ότι είμαι Θεός; Η μανία σου κονιορτοποίησε και τον ελάχιστο νου σου. Κλείστηκαν στην πόλη τους οι Τρώες, γλίτωσαν από εσένα και μόνη σου έγνοια ήταν η καταδίωξη μου, ιταμέ!»

«Εσύ, Φοίβε, μοχθηρότερε των αθανάτων, με ανέκοψες προς το συμφέρον σου!» Του αποκρίθηκε, παντελώς εξοργισμένος ο Αχιλλέας. «Κι ενώ τόσοι άλλοι θα μπορούσαν να είχαν δαγκώσει το χώμα, επέζησαν από τύχη! Μου πήρες τη δόξα κι εγώ δεν μπορώ να σε εκδικηθώ!»

Γνωρίζοντας, βέβαια, ότι κάθε θυμός ενάντια σε αθάνατο ήταν μάταιος και μόνο κακό στον εαυτό του θα προκαλούσε, τον παράτησε κι έτρεξε με όλη του την ορμή πίσω στις Σκαιές Πύλες, ελπίζοντας να προλάβαινε να σφάξει έστω τους τελευταίους ή κάποιους που είχαν ξεμείνει εκτός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ενώ το μεσημέρι είχε παρέλθει προ πολλού κι είχαν δειπνήσει, η Ανδρομάχη κανάκευε τον Αστυάνακτα στα πόδια της και πολύ σύντομα, το αγόρι αποκοιμήθηκε, χορτασμένο κι ευτυχές. Παρατηρώντας τον γαλήνιο κι ακίνητο, συνειδητοποίησε για πολλοστή φορά πόσο έμοιαζε στον άνδρα της, τον αγαπημένο της, παρόλο  την τελευταία φορά που τον είχε δει, είχε αποκομίσει μια αίσθηση πικρή και μελανή.

Ο Έκτορας της είχε σταθεί ευλογημένος από τις Μοίρες ως πρωτότοκος του Πριάμου και της επίσημης συζύγου του αλλά απολύτως άτυχος, μιας και ο Πόλεμος του είχε στερήσει κάθε απόλαυση, ανώτατη τιμή ή αξίωση. Σχεδόν είχαν ξεχάσει ότι ήταν ο πρώτος πρίγκιπας τους, ο διάδοχος του θρόνου.

Ωστόσο, οι τίτλοι του αυτοί δεν είχαν λησμονηθεί επειδή δεν του άρμοζαν πλέον μα γιατί είχαν αντικατασταθεί από άλλους, υψηλότερους και ακόμα τιμητικότερους. Ο Έκτωρ πλέον ήταν ο κύριος υπερασπιστής της Τροίας, ο στρατηγός και βασικός συντονιστής κάθε στρατηγικής και επιχείρησης. Όταν, μάλιστα, πολεμούσε κάθε μέρα στην πρώτη γραμμή, δεν είχε λείψει από τη μάχη ποτέ κι είχε φτάσει σε κατορθώματα φοβερά, όπως τη μονομαχία με τον Τελαμώνιο Αίαντα, το γκρέμισμα του τείχους των Αχαιών και τον αμίμητο θρίαμβο της προηγούμενης κιόλας ημέρας, που τους είχε οδηγήσει να βάλουν φωτιά στα εχθρικά πλοία. Κι ύστερα, είχε σκοτώσει τον Πάτροκλο, τον δεύτερο καλύτερο των Μυρμιδόνων, επισφαλίζοντας αναντίρρητα τον πιο ιερό, ταιριαστό και συγκινητικό του τίτλο ως τότε· ήρωας.

Η Ανδρομάχη χαμογέλασε ανεπαίσθητα, διότι κι εκείνη του είχε προσφέρει έναν τίτλο, ίσως εξίσου μεγαλειώδη με τους άλλους· πατέρας. Η ίδια, βέβαια, έφερε απίστευτη υπερηφάνεια να τον αποκαλεί άνδρα της. Αναρωτιόταν, λοιπόν, τι άλλο του έμελλε. Αναμφίβολα, όταν ο Θάνατος καλούσε κοντά του τον γέροντα Πρίαμο, ο Έκτωρ θα γινόταν Βασιλεύς της Τροίας, εκείνη Βασίλισσα, με τα παιδιά τους διαδόχους.

Αναστέναξε, ήδη μετανιώνοντας την παράλογη συζήτηση και λογομαχία που είχαν την προηγούμενη νύχτα. Όταν τον έβλεπε ξανά, το βράδυ, θα του απολογούταν και θα του εξέφραζε για άλλη μια φορά πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί του.

Ένα ήρεμο μα σταθερό χτύπημα ήχησε στη θύρα της. Έσπευσε, άνοιξε κι αντίκρισε την Ελένη.

«Μας κάλεσε η Κασσάνδρα στο δώμα της. Θέλει να μας μιλήσει επειγόντως κι εσένα ειδικά, σε ζήτησε απαραιτήτως,» την τράβηξε πρακτικά η πανώρια γυναίκα, βιαστική όσο ποτέ.

Θέλοντας και μη, η Ανδρομάχη ξύπνησε την τροφό, για να προσέχει το παιδί της κι αναχώρησε τάχιστα με την Ελένη.

Το δώμα της Κασσάνδρας απείχε ελάχιστα από του Έκτορα. Εξεπλάγη η βασιλοπούλα της Θήβης, βλέποντας συγκεντρωμένες γύρω από την κάτοικο του σκοτεινού δώματος όλες τις αδελφές του Έκτορα· την Κρέουσα του Αινεία, την πανέμορφη Λαοδίκη και την Πολυξένη, τη μικρότερη. Οι αδελφές υποδέχτηκαν την Ανδρομάχη εγκάρδια, με αγκαλιές και φιλία, ενώ την Ελένη με ψυχρότητα.

«Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ήθελες παρούσα τη Λάκαινα,» ψιθύρισε στην Κασσάνδρα η Κρέουσα.

«Αυτή είναι το επίκεντρο των συμφορών μας· ας βιώσει και τις συνέπειες καθολικά,» απάντησε ανερυθρίαστα εκείνη, δυνατά κι επιβλητικά, προξενώντας πάνω της την προσοχή και πάλι. Κατευθείαν, άλλαξε το ύφος της, έγινε πιο φιλική. «Αδελφές μου αγαπημένες, σας κάλεσα εδώ, επιθυμώντας να σας προετοιμάσω για το ύστατο γεγονός αυτής της τρομακτικής ημέρας. Όσο κι αν δυο αδέλφια μας έχουν ήδη σκοτωθεί, έπεται κι ένας τρίτος. Πρέπει να σταθούμε βράχοι, να στηρίξουμε τους γονείς μας, να μην επιτρέψουμε στο μαύρο πένθος να μας συνθλίψει, να αντέξουμε το βάρος της τραγωδίας.»

«Μα για όνομα των Θεών, τι θα συμβεί;» Αναρωτήθηκε η Λαοδίκη, εμφανώς αναστατωμένη.

«Θα πεθάνει ο Έκτωρ, σε λίγο· θα σκοτωθεί στη μάχη, σε μονομαχία φοβερή. Πρέπει να το ξέρετε, αδελφές μου-»

«Για αυτό με έδιωξες από το πλευρό του παιδιού μου, Κασσάνδρα; Για να επαναλάβεις τις ασυναρτησίες σου σε ακόμα μεγαλύτερο κοινό;» Τη διέκοψε νευρικά η Ανδρομάχη.

«Κι εγώ τα παιδιά μου εγκατέλειψα κι ήρθα εδώ άρον άρον, ελπίζοντας πως για μια φορά θα έλεγες κάτι σοβαρό,» έτριβε το μέτωπο της απογοητευμένα η Κρέουσα. «Αδελφή μου, μην ταλανίζεσαι έτσι. Τίποτα από όσα έχεις δει, δεν πραγματοποιείται. Να ζητήσω να σου φτιάξουν ένα ηρεμιστικό βότανο, να κοιμηθείς ήρεμα;»

Έτεινε τα χέρια να την αγκαλιάσει στοργικά αλλά η Κασσάνδρα την έδιωξε, στεκούμενη κοντά στην Ελένη, την πλέον ουδέτερη. Όλες οι άλλες, την κοιτούσαν είτε αποδοκιμαστικά είτε με οίκτο.

«Κασσάνδρα, ίσως θα έπρεπε για λίγο να ανέβεις στο ερημικό καλύβι στην Ίδα, να βρεις γαλήνη,» πρότεινε η Λαοδίκη. «Η πόλη με την πολυκοσμία και τους θορύβους σε πληγώνει.»

«Κι η μητέρα θα συμφωνούσε,» τη στήριξε η Πολυξένη, της οποίας την αγκάλη η Κασσάνδρα δεν αρνήθηκε. Όλα τα παιδιά της Εκάβης λάτρευαν τη μικρότερη αδελφή τους περισσότερο από όλους. «Η μητέρα συνέχεια σε συμβουλεύει να απομονωθείς, για να ησυχάσεις.»

«Αν μπορούσε η μητέρα και δεν την εμπόδιζε αυτός που σε λίγο θα πεθάνει -ενώ εσείς ασχολείστε με εμένα, την ανάξια- θα με είχε θάψει ζωντανή στα υπόγεια, μαζί με τους ποντικούς και τα φίδια,» απάντησε πικρά εκείνη, με τα χέρια της γροθιές, σφίγγοντας όλο της το σώμα με μένος. «Εάν τόσο θεωρείτε ότι λέω ανοησίες, μη με ακούσετε. Εγώ, όμως, είχα χρέος να το μοιραστώ.»

Σωριάστηκε σαν βρωμόπανο στην κλίνη της, λιπόθυμη θαρρείς μα με απόλυτη επίγνωση των γεγονότων γύρω της, ενώ μία προς μία οι αδελφές της εξήλθαν του δώματος, ρίχνοντας της ματιές λύπης. Αμέσως, αντιλήφθηκε ότι μόνο μια παρέμενε, καρτερικά και σιωπηλά.

«Εσύ γιατί δε φεύγεις; Θέλεις να με πετάξεις στα μπουντρούμια μαζί με τη μητέρα μου; Τόσο απεχθής σου είμαι, επειδή ονομάζω τον άνδρα σου δαυλό;»

Η Ελένη αναστέναξε βαθιά, εξαντλημένα.

«Όλος ο κόσμος με ονομάζει κόρη του Δία και δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω ούτε να το διαψεύσω· γιατί εσύ, λοιπόν, να μην είσαι η καταραμένη του Απόλλωνα;» Της απάντησε επίπεδα, χωρίς ίχνος οίκτου, μόνο κατανόησης. «Αν πω ότι η Αφροδίτη με καταράστηκε, δε θα με πιστέψει κανείς, όπως ακριβώς δεν πίστεψαν ούτε και πιστεύουν εσένα. Για αυτό, θα σε πιστέψω εγώ.»

Η Κασσάνδρα ένιωσε ένα ζεστό χέρι να ακουμπά τα κρύα δικά της. Κοίταξε την Ελένη κατάματα και δε διέκρινε λύπηση ούτε ειρωνεία ούτε ψεύδος.

«Είμαι τόσο μόνη εδώ, όσο και εσύ. Θέλω να σε λυτρώσω από τη μοναξιά σου, γιατί δεν έχω γνωρίσει πιο αγνό άνθρωπο από εσένα, που να βασανίζεται αδίκως. Με κάλεσες εδώ και με συμπεριέλαβες στις αδελφές σου, με τίμησες. Εφεξής, θα σε τιμώ κι εγώ με φιλία και αγάπη, ως αδελφή μου.»

Η Κασσάνδρα ξέσπασε σε δάκρυα, με λυγμούς που τράνταζαν όλο της το ισχνό, σχεδόν ικτερικό χώμα. Η Ελένη, χωρίς να πει τίποτα άλλο, την αγκάλιασε στοργικά και την άφησε να ξεσπάσει για όσο επιθυμούσε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Διομήδης και ο Οδυσσέας, καθήμενοι στα θρονιά τους, έξω από τη σκηνή του δεύτερου, ήταν από τους πρώτους των τραυματισμένων Αχαιών που είδαν τους συμπολεμιστές τους να επιστρέφουν στο στρατόπεδο τόσο νωρίς, πριν τη δύση του ηλίου, με διάθεση νικητών και θριαμβευτών, απώλειες ελάχιστες και τραυματίες λίγους.

«Τι συνέβη, Μενέλαε, σήμερα;» Είδε τον νεότερο Ατρείδη ο Διομήδης και τον φώναξε πλησίον τους.

«Η μάχη κερδήθηκε,» απάντησε περιχαρής εκείνος. «Οι Τρώες κλείστηκαν στα τείχη τους έντρομοι, μετά τη σαρωτική μανία του Αχιλλέα. Έπρεπε να είσαστε εκεί, ακόμα και Θεοί κατέβηκαν να πολεμήσουν! Δεν μπορώ να περιγράψω αυτά που συνέβησαν σήμερα, είναι φτωχές οι λέξεις μου!»

«Ο Αχιλλέας πού βρίσκεται;» Αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας, με τη ματιά του να τρέχει ολούθε στους στρατιώτες που επέστρεφαν.

«Τον αφήσαμε να καταδιώκει έναν Τρώα, δεν καταλάβαμε ποιόν-»

«Με όλο τον σεβασμό, Μενέλαε, πριν λίγο είπες ότι κατέβηκαν Θεοί,» τον διέκοψε χαμηλόφωνα και προσεκτικά ο  γιός του Λαέρτη. «Αν τώρα ο Πηλείδης ακούσια προκαλεί έναν αθάνατο, βρίσκεται σε τεράστιο κίνδυνο. Επιβάλλεται να μάθουμε τάχιστα τι συμβαίνει, να τον παρακολουθούμε.»

Γούρλωσε τα μάτια αναστατωμένος ο Ατρείδης, ανακτώντας την ένταση της μάχης, απολύοντας κάθε αίσθηση χαλάρωσης και θριάμβου.

«Αμέσως, εγώ ο ίδιος θα γυρίσω στο πεδίο, να τον βρω και να τον φέρω πίσω!»

Πριν προλάβουν να αντιδράσουν καν οι συνομιλητές του, ο Μενέλαος είχε εξαφανιστεί αστραπιαία. Ο Οδυσσέας κάθησε πάλι στη θέση του, ήδη εξαντλημένος σωματικά μα διόλου πνευματικά. Ήταν βέβαιος ότι, μέχρι να έδυε ο Ήλιος, ο Αχιλλέας θα καταδίωκε όποιον Τρώα έβλεπε μπροστά του, χωρίς καν να τολμούσε να διανοηθεί τι θα συνέβαινε, αν αντίκριζε τον Έκτορα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έτσι όπως έτρεχε, ξαναμμένος και βράζοντας από θυμό ο Πηλείδης στην πεδιάδα, πρώτος τον εντόπισε ο γέροντας Πρίαμος, αστραφτερό και τρομερό σαν κεραυνό. Ωσάν τους κύνες του Ωρίωνα στον ουρανό φεγγοβολούσε φως χρυσό κι ασημένιο, τον Σείριο και τον Προκύωνα, αυτά τα άστρα που μόνο συμφορές προμήνυαν και οδύνες. Όμως, δεν αναζητούσε τον εχθρό στην πεδιάδα ο Βασιλεύς μα το παιδί του, τον Έκτορα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δε βρισκόταν πουθενά στην πόλη, επομένως, είχε κλειστεί εκτός τειχών. Δε χρειάστηκε ούτε στιγμή, για να καταλάβει πόσο φοβερό κίνδυνο διέτρεχε ο γιός του και, από την ψηλή πολεμίστρα, χωρίς να συγκρατεί δάκρυα και αγωνία από τη φωνή και το πρόσωπο, φώναζε με όλη του τη δύναμη στον γιό του.

«Σε ικετεύω, Έκτορα, μπες μέσα, τώρα που προλαβαίνεις! Αγόρι μου, άκουσε με!»

Τι κι αν κραύγαζε ο πατέρας με πόνο ψυχής, ο γιός κώφευε εσκεμμένα. Η μέγιστη επιθυμία του ήταν να μονομαχήσει με τον Αχιλλέα και να τον σκοτώσει. Τον περίμενε.

«Μην τον καρτερείς έτσι, αγόρι μου, μόνος κι αβοήθητος!» Συνέχιζε να ουρλιάζει ο Πρίαμος, κουνώντας τα χέρια του ξέφρενα, απελπισμένα, μήπως και του έλκυε την προσοχή. «Τρέμω μη βρεις θανή μαύρη, παλικάρι μου, γιατί ο καταραμένος σε υπερβαίνει στη δύναμη! Μακάρι οι Θεοί να τον μισούσαν και κακοτύχιζαν όσο εγώ· θα τον έτρωγαν τα όρνια και θα γαλήνευε η καρδιά μου. Δεκάδες παιδιά μου στέρησε -ή τα σκότωσε ή τα πούλησε σκλάβους. Και να, τώρα, τα αγόρια μου από τη Λαοθόη, τον Πολύδωρο και τον Λυκάονα, δεν τα είδα! Άμα τα έχουν αιχμάλωτους, όσο θέλουν χρυσό από εμένα θα έχουν. Μα και νεκροί να είναι, δε θα πενθήσει η Τροία για αυτούς τόσο όσο για εσένα, θησαυρέ μου, μέγιστο μου καμάρι! Μπες μέσα στο τείχος, Έκτορα! Μη θυσιάσεις τη ζωή σου, για εμάς· σκέψου πόση δόξα θα δώσεις στον Αχιλλέα! Λογίσου κι εμένα, γιέ μου, τον γέροντα, που θα μου δώσει ο Δίας γεράματα εφιαλτικά και θα δω τους γιούς μου να σφάζονται, τα βρέφη να κατακρεουργούνται και οι κόρες με τις νύφες μου να σέρνονται από χέρια βδελυρά! Το σώμα μου βορά για σκυλιά θα γίνει, το δίχως άλλο κι αλίμονο! Ο νέος που πεθαίνει στη μάχη ως ήρωας, είναι τυχερός αλλά ο γέρος ο ανυπεράσπιστος που τρέφει άγριους κύνες, λαμβάνει τη χείριστη φρίκη! Δε με ακούς, αγόρι μου;»

Τραβούσε τα μαλλιά του, βογκούσε, σαν να πενθούσε κιόλας για τον Έκτορα, ο οποίος παράμενε αμετακίνητος και στωικός, ανέκφραστος. Εκείνη τη στιγμή, κατέφθασε στις επάλξεις από την άλλη μεριά η Βασίλισσα Εκάβη, ορμώμενη από τα ουρλιαχτά του άνδρα της που αντηχούσαν σε όλο το κάστρο. Κατανοώντας την κατάσταση αυτοστιγμεί, λύθηκε κι εκείνη σε λυγμούς, οδυρόταν, χτυπούσε το στήθος της και του κραύγαζε κι αυτή.

«Έκτορα, πρωτότοκο μου παιδί, λαμπρά μου αετέ, λυπήσου τη μητέρα σου! Το γάλα και το αίμα μου σου έδωσα, καρδιά μου και σε εκλιπαρώ, αν με αγαπάς εξίσου, μην πολεμήσεις αυτόν τον άνδρα! Άμα σε σκοτώσει, βλαστάρι μου, δε θα σε θρηνήσουμε εγώ, οι αδελφές κι η γυναίκα σου, αφού θα σε ταΐσει στα όρνια, ο άσπλαχνος ταύρος!»

Ταυτόχρονα πλέον ηχούσαν τα παρακάλια κι οι ικεσίες των γονέων, σε μια διφωνία ανατριχιαστική, απερίγραπτου πόνου και αγωνίας. Μολαταύτα, ο Έκτωρ δεν άλλαζε στάση, ανέμενε τον Αχιλλέα υπομονετικά, με ανδρεία άσβεστη, θάρρος και την ασπίδα του στηριγμένη στον αθάνατο τοίχο του πύργου. Οι μύχιες σκέψεις, βέβαια, διατηρούσαν σύνεση και λογική, το δε ένστικτο τον ωθούσε ορμητικά να υπακούσει στους γονείς του.

Ωστόσο, γνώριζε πολύ καλά ότι αν περνούσε στα τείχη τότε, στην ασφάλεια της πόλης, πρώτος ο αδελφός του, ο Πολυδάμας, θα τον εξευτέλιζε και ονείδιζε δικαίως. Είχε αρνηθεί την προηγούμενη νύχτα να τον ακούσει, να ακολουθήσει την ορμήνεια του και να οδηγήσει τους Τρώες και πάλι στην Τροία. Είχε επιλέξει να μείνουν στην ύπαιθρο, έρμαια του Πηλείδη χωρίς άμεση σωτηρία. Ο λαός του είχε αφανιστεί από αλαζονεία δική του, το συνειδητοποιούσε κι έφριττε, γεμίζοντας ντροπή και φόβο να αντικρίσει τους συγγενείς και φίλους των νεκρών.

Έχασε ο Έκτωρ τον λαό από την αποκοτιά του, σκεφτόταν να λένε και γέμιζε τύψεις, τρόμο ανείπωτο και το ηθικό του γκρεμιζόταν. Αναρωτιόταν τι τον συνέφερε περισσότερο ως άνθρωπο· να επέστρεφε επιτόπου κι αν υποδαυλιζόταν ασύστολα ή να επιστρέψει μόνο αφού είχε φονεύσει τον Αχιλλέα ή να πέσει ένδοξα νεκρός για την πατρίδα του. Ύστερα, του ήρθε η πλέον ορθή και έντιμη σκέψη· να πέσει στα πόδια του Πηλείδη ταπεινά και ειλικρινά, με την υπόσχεση να επιστραφεί η Ελένη στους Δαναούς, με όλα τα κλοπιμαία από τη Σπάρτη που είχε αρπάξει ο Πάρης, μαζί και ένα μέρος από τους θησαυρούς της Τροίας. Ο ίδιος θα όρκιζε τη γερουσία να μην έκρυβε ούτε ένα νόμισμα από την περιουσία της πόλης. Ωστόσο, έπνιξε την ιδέα σχεδόν αμέσως. Ουδόλως θα τον ελεούσε ο Αχιλλέας και θα τον έσφαζε άοπλο κι απογυμνωμένο, σαν δειλό γύναιο. Κατέληξε, λοιπόν, ότι η μόνη έντιμη, θαρραλέα και άξια για εκείνον απόφαση ήταν να μονομαχήσουν πάνοπλοι, σώμα με σώμα και να δώριζε τη νίκη σε όποιον έκρινε ο Ζεύς.

Σήκωσε τα μάτια από το χώμα βουρκωμένα, ένα ξέσπασμα της αδιανόητης πίεσης που βίωνε, για να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον δυνάστη του, τον εφιάλτη όλων των Τρώων και συμμάχων των. Ερχόταν καταπάνω του με μάτια αιμοδιψή κι απείχε ελάχιστα μέτρα πλέον. Ένιωσε τα γόνατα του να λύνονται, ζαλίστηκε, η πανοπλία τον έπνιγε. Δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει έτσι, όχι εκεί.

Το έβαλε στα πόδια.

Έθεσε όλη του τη δύναμη και την αντοχή στα πόδια κι έτρεχε, σίγουρος ότι ο Πηλείδης θα τον ακολουθούσε κατά πόδας αλλά αισθανόταν πως δεν είχε άλλη επιλογή. Πολύ σύντομα, άκουγε τα βροντερά βήματα του διώκτη του σταθερά πίσω του και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Επιμελώς, παρέμενε δίπλα στα τείχη, σχεδόν ξυστά τους έδραμε, για να μην μπορούσαν να τους παρακολουθούν εύκολα από το κάστρο.

Πέρασαν την άγρια συκιά, το ορόσημο της πεδιάδας κι έπειτα, τους δυο κρουνούς του Σκάμανδρου· έναν που ανέβλυζε νερό χλιαρό, καθάριο, που σήκωνε αχό, ατμό πυκνό κι έναν που παρείχε κρύο ύδωρ, στον οποίο οι Τρωάδες είχαν οργανώσει τα πλυσταριά τους, τον καιρό της ειρήνης. Έτσι όπως έτρεχαν παθιασμένα, έμοιαζαν με αγωνιστές του Δρόμου, μόνο που το έπαθλο δεν ήταν ένας στέφανος ή ένα μοσχάρι αλλά μια ζωή ένδοξη, μεγαλειώδης και πολύτιμη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Τι ήταν αυτό;»

Η Ελένη άκουσε πρώτη στο δώμα τα ουρλιαχτά και μάταια παρακάλια της Εκάβης και του Πριάμου, καθώς σιγή απλωνόταν σε όλη την πόλη, που αγωνιούσε για τον διάδοχο της. Έτσι, έφταναν τα πάντα στο ανάκτορο, ως ηχώ.

«Η αρχή του τέλους ήταν,» αποκρίθηκε η Κασσάνδρα, προτού σηκωθεί από την κλίνη της αδύναμα. «Έλα, πάμε στις Σκαιές Πύλες. Πάμε να παρακολουθήσουμε το απόλυτο παράδοξο· να υφίσταται κόσμος χωρίς τον Έκτορα, το καμάρι όλης της πόλης, μα με τον Αλέξανδρο ζωντανό κι ακμαίο.»

Στον Όλυμπο, από την άλλη, κοινή σιγή επικρατούσε, εφόσον όλοι οι Θεοί είχαν συγκεντρωθεί και παρακολουθούσαν με τεράστιο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα της πεδιάδας. Εκείνοι μπορούσαν να δουν τα πάντα. Θαύμαζαν που ακούραστα κι αγόγγυστα ο Έκτωρ γύρισε το μέγα τείχος τρεις φορές και συνέχιζε, ενώ ο Αχιλλέας καταδίωκε ατέρμονα, χωρίς αίσθηση κούρασης, μόνο αποφασιστικότητας.

Ο Ζεύς έσπασε τη σιωπή, με έναν βαθύ αναστεναγμό.

«Αν πω ότι δε θλίβομαι για τον Έκτορα κι αγωνιώ, θα ψεύδομαι. Θυσίες μύριες μου έχει προσφέρει, με ευλάβεια τεράστια και τώρα, διατρέχει τον μέγιστο κίνδυνο.» Απότομα, στράφηκε στους αθάνατους γύρω του, αγκιστρώνοντας την προσοχή τους. «Σκεφτείτε, λοιπόν, Θεοί, αν θα σώσουμε τον Έκτορα σήμερα ή θα τον υποτάξουμε στην υπεροχή του Αχιλλέα.»

«Οι Μοίρες σήμερα, πατέρα, ήταν ξεκάθαρες,» απάντησε ευθύς η γλαυκομάτα Αθηνά, η πλέον ετοιμόλογη. «Όσες φορές προσπάθησε να χτυπήσει ο Αχιλλέας τον Έκτορα, θα το είχε καταφέρει, αν δε μεσολαβούσε κάποιος από εμάς. Θέλεις να σώσεις έναν θνητό από τον θάνατο, λοιπόν; Κάνε το μα μην αναμένεις να σε στέρξουμε όλοι.»

«Αθηνά, παιδί μου, έχεις δίκιο,» συμφώνησε με μισή καρδιά ο Δίας. «Για αυτό, ό,τι επιθυμείς να πράξεις, μην αργήσεις

Την παραίνεση του κατευθείαν εννόησε η Παλλάς και πέταξε κάτωθεν του Ολύμπου, με τις ευλογίες όλων των Θεών που στήριζαν τους Αργείους και αδημονούσαν για τον θρίαμβο του Αχιλλέα.

«Ήβη, κόρη μου, φέρε το χρυσό στατέρι, τον ζυγό με τα τάλαντα,» διέταξε ο Πατέρας των Θεών και των Ανθρώπων κι η Ήβη έσπευσε να υπακούσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Έκτωρ δε λησμονούσε ότι το πεδίο του ανήκε, ήταν η πόλη του, το κάστρο του κι άνωθεν, οι ανθρώποί του. Συνεπώς, θέλησε να τους αξιοποιήσει, για να λάβει βοήθεια. Διαρκώς, πλησίαζε στους πύργους, εκεί όπου στέκονταν οι σκοποί με τα τόξα και τα ακόντια, ώστε να χτυπήσουν τον Αχιλλέα. Σκιρτώντας έξυπνα, ελισσόταν αλλά ο Πηλείδης δεν τον άφηνε, τον έσπρωχνε στην πεδιάδα ξανά και πάλι, πάλευε να γυρίσει στο κάστρο. Παρόλα αυτά, ούτε ο Έκτωρ μπορούσε να του ξεφύγει μα μηδέ κι εκείνος να τον φτάσει. Ο Τρώας πρίγκιπας είχε σύμμαχο τον Φοίβο, που δεν έφευγε από το πλευρό του, γεμίζοντας τον αντοχές, δύναμη και κουράγιο, του φώτιζε την ψυχή. Από την άλλη, όποτε πλησίαζαν στο στρατόπεδο των Δαναών, ο Αχιλλέας έκανε νοήματα στα πλήθη να μην ακοντίσει ή τοξεύσει κανείς τον Έκτορα, για να μην του κλέψουν τη δόξα. Φυσικά, κανένας, όσο τεράστιος κι αν ήταν ο πειρασμός, δεν τολμούσε να προκαλέσει τη μήνι του Πηλείδη.

Στον τέταρτο μοιραίο γύρο της καταδίωξης, κατέφθασε ο ζυγός εμπρός του Δία κι εκείνος έθεσε πάνω του μια πέτρα λευκή προς συμβολισμό του Έκτορα και μια κόκκινη που συμβόλιζε τον Αχιλλέα, μια σε κάθε πλευρά. Εκείνη που θα έγερνε ως βαρύτερη, θα δήλωνε ποιός έμελλε να πεθάνει την ημέρα εκείνη. Μέχρι να πάψει η ισορροπία, άπαντες κρατούσαν την ανάσα τους εναγωνίως και με αμείωτο ενδιαφέρον. Τελικά, η λευκή πέτρα έγειρε και τράβηξε τον ζυγό στο μέρος της. Κανείς δε μίλησε, καθώς το μήνυμα ταξίδεψε με τον άνεμο κι έφτασε στα αυτιά της Αθηνάς και του Απόλλωνα, στην Τροία. Έτσι, με βαριά καρδιά και ώμους πεσμένους, ο Θεός της Μαντικής εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης κι άφησε τον Έκτορα παντελώς εκτεθειμένο.

Η Αθηνά, πάλι, στάθηκε δίπλα στον Αχιλλέα και του μιλούσε αόρατη.

«Είναι δική σου η νίκη, Πηλείδη. Θα λάβουμε δόξα ανυπολόγιστη σήμερα, καθότι σε γίνεται να μας ξεφύγει ο ισχυρός Έκτωρ πια. Μη σε πτοεί ότι τον ευνοεί ο Φοίβος. Ακόμα και γονατιστός να ικετεύσει τον Πατέρα Δία, δεν υπάρχει σωτηρία. Κάθισε εδώ εσύ, ξεκουράσου κι εγώ θα τον φέρω εδώ, να σε πολεμήσει.»

Ολόχαρος ο Αχιλλέας υπάκουσε στη συμβουλή της και έγειρε στο δόρυ του, να ξαποστάσει κάπως. Ταυτόχρονα, η Θεά έσπευσε να εκτελέσει το σχέδιό της. Πήρε τη μορφή του Διήφοβου και πλησίασε τον Έκτορα θορυβωδώς.

«Πολύ σε πιέζει με τις δρασκελιές του ο Αχιλλέας, αδελφέ μου. Μη φοβάσαι, όμως, γιατί ήρθα να σε βοηθήσω, να του αντισταθούμε μαζί.»

Με το χέρι της σταθερό στον ώμο του, ο Έκτωρ έδειξε έντονη ανακούφιση και γαλήνη.

«Πάντοτε σε αγαπούσα, Διήφοβε, από τους αδελφούς μου όλους περισσότερο και τώρα, θα σε τιμώ ακόμα παραπάνω. Κανένας άλλος δεν τόλμησε να πράξει αυτό που εσύ έπραξες.»

«Αδελφέ μου, η μητέρα μας κι ο πατέρας κι οι φίλοι αραδικώς με εκλιπαρούσαν να μείνω μέσα αλλά δεν άντεχα να σε αφήνω μόνο να δοκιμάζεσαι έτσι. Να δούμε τώρα τι θα γίνει, με τις δυνάμεις μας ενωμένες. Ή θα μας σύρει νεκρούς ο Αχιλλέας στη σκηνή του ή θα ξεψυχήσει κάτω από τη λόγχη σου.»

Αγκαλιάστηκαν και πρώτη κίνησε η Αθηνά προς τον Αχιλλέα. Όταν φάνηκε κι ο Έκτωρ, κάθε ίχνος της είχε χαθεί.

«Δε θα σου ξεφύγω πάλι, γιέ του Πηλέα, όπως πριν. Η ψυχή μου προστάζει να σε αντιμετωπίσω ολικά. Θα πέσεις ή θα πέσω,» είπε στον εχθρό του, κραδαίνοντας την ασπίδα που πριν μια ημέρα εκείνος γυάλιζε. «Πρώτα, όμως, να δώσουμε όρκους κι υποσχέσεις στον λόγο μας, με μάρτυρες τους Θεούς. Αν ο Ζεύς δεήσει να σου πάρω τη ζωή, δε θα φερθώ άπρεπα στο σώμα σου. Μονάχα τα όπλα θα σου πάρω και το σώμα σου θα δωθεί στους Αχαιούς. Το ίδιο να πράξεις κι εσύ, είναι το πρέπον.»

«Μισητό κάθαρμα, μη μου φέρνεις συμβάσεις, υποκρινόμενος τον τίμιο,» γρύλισε ο Αχιλλέας, φτύνοντας στο χώμα με αηδία. «Τα αρνιά κι οι λύκοι δεν κάνουν ειρήνη ούτε οι άνθρωποι με τους λέοντες. Κανέναν όρκο δεν κάνω μαζί σου ούτε υποσχέσεις δίνω, μονάχα ορκίζομαι στον Άρη ότι σήμερα θα χορτάσει αίμα. Ήρθε η ώρα να αποδείξεις περίτρανα πόσο καλός πολεμιστής είσαι. Δεν υπάρχει διαφυγή· καιρός μονάχα να πληρώσεις για όλα τα δεινά που έχεις προκαλέσει στον λαό μου.»

Χωρίς άλλη λέξη, εκτόξευσε το δόρυ του με όλη του την οργή. Με έναν άψογο ελιγμό, ο Έκτωρ το απέφυγε, για να καρφωθεί στο χώμα. Αστραπιαία, η αόρατη Αθηνά το μάζεψε και το έδωσε πίσω στον γιό της Θέτιδας.

«Και να που δε με πέτυχες, ημίθεε. Ο Δίας δε σου φανέρωσε, προφανώς, πότε θα πεθάνω,» τον έψεξε ο Έκτωρ, βγάζοντας το δικό του δόρυ. «Μόνο να κομπάζεις γνωρίζεις, να γίνεσαι κλεφτολόγος για να με αποθαρρύνεις.»

«Χαριτωμένο που ο ληστής της πανοπλίας μου μιλά για κλεψιές,» ανταπάντησε χασκογελώντας ο Αχιλλέας.

«Μονάχα νεκρός θα φύγω από εδώ ή μαζί και με τη νέα σου, υπέρλαμπρη πανοπλία,» τον αγνόησε πλήρως ο Τρώας. «Ο θάνατος σου θα επιφέρει αφάνταστη ησυχία στην πόλη μου και λαχταρώ να τον εξασφαλίσω.»

Εκτίναξε με τη σειρά του το δόρυ, πετυχαίνοντας το απόλυτο κέντρο της αριστοτεχνικής ασπίδας του Ηφαίστου. Με ένα κούνημα, το όπλο πετάχτηκε μακριά, χωρίς να έχει βλάψει κανέναν.

«Διήφοβε, αδελφέ μου, φέρε μου το δόρυ σου!» Φώναξε βροντερά ο Έκτωρ, που δεν είχε άλλο ακόντιο πια.

Δεν του απάντησε κανείς ούτε ήχος ακούστηκε. Αμέσως, συνειδητοποίησε την αλήθεια.

«Οι Θεοί με θέλουν νεκρό στον Άδη, λοιπόν,» μονολογούσε και το μυαλό του έτρεχε, για να συλλάβει σχέδιο. «Δόλια, με τύφλωσε η Παλλάς, με παγίδευσε, με τη σύμφωνη γνώμη των αρχικών μου προστατών, του Δία και του Απόλλωνα. Οι Μοίρες με κοιτούν κατάματα και με καταδικάζουν αλλά δε θα πέσω χωρίς μάχη, όχι άδοξα, όχι χωρίς να πράξω κάτι που θα κάνει περήφανο τον γιό μου και την πόλη μου.»

Χωρίς να δείχνει τον εσωτερικό του τριγμό και τη θλίψη, γιατί δεν είχε αποχαιρετήσει κανέναν, έβγαλε το μακρύ, τέλεια ακονισμένο ξίφος του με το ξερό αίμα των Αργείων επάνω και ξεχύθηκε προς τον ημίθεο με όλη του την ορμή, τον θυμό, το θάρρος και τη γενναιότητα. Δε μιλούσε, τα μάτια του κραύγαζαν όλη του την αυθεντική ανδρεία κι αποφασιστικότητα.

Ο Αχιλλέας, φυσικά απτόητος κι ατρόμητος, έστησε την ασπίδα του εμπρός, με το κρανοστόλιστο κεφάλι να καλύπτεται πλήρως και μόνο οι πυρρόξανθες τούφες του ξεχώριζαν. Με το δεξί του χέρι, έτεινε το δόρυ που είχε φτιάξει ο Χείρων για τον πατέρα του, ορμώντας κι αυτός στον εχθρό με όλη του την εκδικητικότητα, το μένος, την αιμοδιψία, την ακατανίκητη επιθυμία να ξεπληρώσει τον θάνατο του Πάτροκλου, πάνω από κάθε άλλον.

Απέναντι του, ο Έκτωρ είχε διαπράξει το πιο θανάσιμο σφάλμα· φορούσε την πανοπλία του, την πανοπλία του πατέρα του, αυτή που τον συντρόφευε και προστάτευε στα εννέα έτη του πολέμου ανελλιπώς. Γνώριζε κάθε πιθαμή της, κάθε ισχύ και αδυναμία. Ήξερε, λοιπόν, ότι, ανάμεσα στον τράχηλο του λαιμού και την κλείδα, βρισκόταν ένα κενό, το πλέον ευάλωτο σημείο του θώρακα και της περικεφαλαίας και μοιραίο, αν πληγωνόταν.

Εκεί, ακριβώς, τον σημάδεψε με το δόρυ κι όταν πλησίασαν, βύθισε με δύναμη κι ιαχή βροντερή την ανάλγητη αιχμή του, διαπερνώντας τον λαιμό του Πριαμίδη. Μολονότι δεν του έκοψε τον λάρυγγα, το χτύπημα ήταν ολέθριο, απολύτως θανάσιμο. Έτσι, τον άφησε, τον παρακολουθούσε να σπαρταρά και να φτύνει αίμα, γελώντας, πανευτυχής που τα είχε καταφέρει επιτέλους. Ήδη άκουγε αλαλαγμούς και ζητωκραυγές από το στρατόπεδό του, ενώ μια εκκωφαντική σιγή στο Ίλιον.

Πλησίασε τον ετοιμοθάνατο άνδρα, γονάτισε από πάνω του, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή, κάθε σπασμό του προσώπου του, κάθε ρυτίδα οδύνης, κάθε σταγόνα αίμα που έβρεχε το δικό του πρόσωπο. Γεύτηκε το αίμα του φονιά του Πάτροκλου, ως θριαμβευτής.

«Όταν σκότωνες τον Πάτροκλο, Έκτορα ιταμέ, δε σκέφτηκες εμένα που έλειπα, δε φοβόσουν τίποτα και κανέναν, μολονότι πολύ μακριά δε βρισκόμουν. Ιδού, τώρα, σε σκότωσα και θα ταΐσω στα σκυλιά, ενώ τον Πάτροκλο θα θάψουν μεγαλοπρεπώς οι Αχαιοί.»

Ο Έκτωρ έκλαιγε, ενώ ένιωθε την ψυχή του να νεκρώνεται και να φτερουγίζει σταδιακά. Σήκωσε τα χέρια του αποδυναμωμένα, θέλοντας να τον ικετεύσει.

«Να χαρείς τη ζωή σου και τους γονείς σου, μη με αφήσεις βρώση των κυνών. Δέξου λύτρα όσα ποθείς από τον πατέρα και τη μητέρα μου, δώσε το σώμα μου πίσω, για να θαφτώ κι εγώ. Δε θα το αντέξει η οικογένεια μου αυτό το πλήγμα, θα διαλυθούν.»

Λυγμοί, αίμα, δάκρυα, όλα θολώναν τα λόγια του μα τα μάτια του παρακαλούσαν -παρότι σκοτεινιασμένα από τον επικείμενο θάνατο.

«Πάλι με εξορκίζεις, βρωμόσκυλο αδιάντροπο!» Ούρλιαξε, εξοργισμένος με το θράσος του, ο Πηλείδης. «Για όσα μου έχεις κάνει, αν βαστούσα, εγώ ο ίδιος θα σε καταβρόχθιζα ωμό! Είκοσι φορές τον χρυσό της Τροίας να μου τάξει ο πατέρας σου κι άλλες τόσες, δε θα σε σώσει από τα όρνια! Δε θα σε κλάψει η μητέρα σου, δε θα σε στολίσουν σε νεκρική κλίνη, μόνο το σαγόνια των σκυλιών σε περιμένουν!»

Ο Έκτωρ, όπως θρηνούσε ήδη για τα βάσανα που περίμεναν τους γονείς και την Ανδρομάχη, ένιωσε τον επιθανάτιο ρόγχο και το κύκνειο άσμα να αναρριχώνται στον λαιμό του.

«Τη σιδερένια σου καρδιά δεν μπορώ να μαλακώσω, είναι εμφανές. Στοχάσου μονάχα ότι διαπράττεις ύβρη μέγιστη και προκαλείς την οργή των Θεών. Έχω αδελφούς πολλούς να με εκδικηθούν και με τη βοήθεια του Φοίβου ή του Άρη που με ευνοούσαν, θα με εκδικηθούν.»

Στην ύστατη συλλαβή, ξεψύχησε. Τα μάτια του έσβησαν μα έμειναν ανοιχτά. Η νεότητα χλώμιασε, η ανδρεία του πάγωσε κι η ψυχή έφυγε για τον Άδη.

Ο Αχιλλέας βροντοφώναξε, κηρύσσοντας τον θάνατο σε όλους, με μια κραυγή τερατώδη. Ύστερα, πλησίασε το πτώμα ξανά και του ψιθύρισε.

«Άμε στον Κάτω Κόσμο κι εγώ, όποτε αποφασίσουν οι Θεοί να σε ακολουθήσω, καρτερώ.»

Τότε μόνο, τράβηξε το δόρυ του από τον λαιμό, αφήνοντας αίμα να κυλήσει άπλετο κι άρχισε να του βγάζει αργά, τελετουργικά ένα προς ένα τα όπλα του, την πανοπλία που του είχε ληστέψει με όλη την αυθάδεια της πλάσης.

Οι Δαναοί, ενθουσιασμένοι με τον θάνατο του πιο επικίνδυνου εχθρού τους, πλησίασαν με πρώτο τον Μενέλαο, να τον θωρήσουν νεκρό, άκακο, ακίνδυνο. Θαύμαζαν το ανάστημά του, την ευειδή του μορφή κι όσοι πλησίαζαν πολύ, τον κεντούσαν, τρυπούσαν όπου ήθελαν το σώμα με ξίφος, δόρυ, βέλος, οτιδήποτε επιθυμούσαν κι ο Αχιλλεύς τους το επέτρεπε, τους επιδοκίμαζε κιόλας.

«Ιδού, πόσο εύκολα πιάνεται τώρα ο Έκτωρ, ενώ άγριος μας κυνηγούσε κι έβαζε φωτιά στα καράβια μας μόλις χθες!» Γελούσε, μαζί με τον Πηλείδη, ο Λοκρός Αίας.

Όταν ολοκλήρωσε τη γύμνωση ο φονιάς του, μόνο τότε τους ένευσε να πάψουν, για να μιλήσει. Ο δε Μενέλαος, μην πιστεύοντας το μεγαλούργημα που είχε τελεστεί, είχε φωνάξει ευθύς τον Αγαμέμνονα από τις σκηνές, για να δει και να ακούσει όλα όσα θα ακολουθούσαν και θα καθόριζαν τη ροή του πολέμου εφεξής.

«Φίλοι μου, Αρχηγοί και προστάτες των Αργείων, εφόσον δέησαν οι Θεοί να πέσει αυτός ο άνδρας -που μας προξένησε μεγαλύτερα δεινά από ό,τι όλοι οι άλλοι μαζί- προτείνω να στενέψουμε την πολιορκία ακόμη περισσότερο,» μίλησε στα πλήθη ο ίδιος ο γιός της Θέτιδας κι οι Μυρμιδόνες ως κήρυκες μετέφεραν τα λόγια του κατά λέξη. «Άραγε, οι Τρώες τώρα θα παραδοθούν, με τον χαμό του Έκτορα ή θα συνεχίσουν να αντιστέκονται; Ας γυρίσουμε στις σκηνές και στα πλοία μας τώρα, παιδιά των Αχαιών, να αναπαυθούμε και μα γιορτάσουμε τον σημερινό θρίαμβο, τη μεγάλη νίκη και τον θάνατο του Έκτορα, που λατρευόταν από τους Τρώες ωσάν Θεός!»

Ενόσω κίνησαν να επιστρέψουν όλοι, σιγοτραγουδώντας κιόλας ύμνους και παιάνες δόξας, ο Αχιλλέας συνέλαβε έργο απάνθρωπο, τρομερό για τον νεκρό. Τον έσυρε εύκολα ως το άρμα του κι εκεί, του τρύπησε τα νεύρα από τις φτέρνες ως τον αστράγαλο, περνώντας λουριά από μέσα, για να τον κρεμάσει από τα πόδια στην άμαξα και να σέρνεται καταγής το κεφάλι. Πήδηξε ανάλαφρα στη θέση του οδηγού, χαρούμενα ράβδισε τα θεία άλογα κι εκείνα πρόθυμα έδραμαν.

Σκόνη σηκώθηκε βουνό, ενώ το πανέμορφο κεφάλι του νέου, με τα σκούρα μαλλιά απλωμένα, παραδιδόταν στον χαλασμό, σε μια σκύλευση πρωτοφανή, που όμοιά της δεν είχαν δει ποτέ.

«Τι κάνει εκεί ο Αχιλλέας;» Αναφώνησε ο Οδυσσέας άναυδος, παλεύοντας να φανεί τόσο χαρούμενος όσο όλοι και να κρύψει την αποστροφή του. «Δεν του φτάνει που τον σκότωσε και πήρε πίσω την πανοπλία του; Πόση ασέβεια πρέπει να δείξει ακόμα στους Θεούς του Κάτω Κόσμου;»

«Άφησε τον,» θέλησε να τον ηρεμήσει ο Μενέλαος, που παρακολουθούσε δίπλα του, γεμάτος ανακούφιση. «Επιθυμεί να ξεσπάσει τον πόνο, να χορτάσει εκδίκηση. Τον κατανοώ, μα τον Ήφαιστο. Τα ίδια και χειρότερα θα κάνω, μόλις σκοτώσω τον αχρείο Πάρι.»

«Σου υπενθυμίζω, Μενέλαε, ότι την τελευταία φορά που προκάλεσε τους Θεούς ο Αχιλλέας, μαζί κι ο σεβαστός αδελφός σου, η κατάρα έπεσε στα κεφάλια όλων μας. Δε θαρρώ ότι θα αντέξουμε άλλο ένα τέτοιο πλήγμα και δεν μπορώ να παρακολουθώ άλλο αυτήν την κτηνωδία, ενώ όλοι τη χαίρονται.»

Χωρίς χαιρετισμό ή διάθεση ευγένειας, παράτησε το κύπελλο με κρασί προεόρτιο που του είχαν προσφέρει κι αποχώρησε κουτσαίνοντας, κατευθυνόμενος στο πλοίο του, να απομονωθεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σε αυτήν την πεδιάδα, όπου πλέον είχαν στρωθεί πτώματα και αίμα τη διαπότιζε, όπου όρνια και σκυλιά ήδη είχαν επελάσει και συμποσίαζαν, ο πρίγκιπας Έκτωρ είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια. Εκεί έτρεχε, έμαθε να τοξεύει, να πολεμά, εκεί έπαιζε με τα αδέλφια του και την Άνοιξη, στην ανθοφορία, βοσκούσε τα αρνιά του πατέρα του με τον Έλενο. Στη γη των πατέρων του, τόσο κοντά στη νυφική του κλίνη και στο λίκνο του παιδιού του, σερνόταν χειρότερα κι από σφαχτό σφαγέα, πιο οικτρά κι από τον πιο τιποτένιο επίορκο και προδότη, ενώ μόλις την προηγούμενη ημέρα, λάμβανε επευφημίες, ζητωκραυγές και φορούσε το απόλυτο λάφυρο. Άψυχος, έρμαιο στη διαστροφή του Αχιλλέα, λάμβανε τιμωρίες για αμαρτίες χιλίων ζώων, ενώ ελάχιστοι μπορούσαν να δηλώσουν ότι είχαν ζήσει εξίσου ή περισσότερο ενάρετα από εκείνον.

Την τρομακτική σιωπή του Ιλίου διέλυσε η κραυγή της Εκάβης, της χτυπημένης μητέρας, που έβλεπε το πρωτότοκο της σπλάχνο να λιώνει και δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ούρλιαξε και λύθηκε σε θρήνο ανείπωτο, απερίγραπτο, ανατριχιαστικό. Βίωνε πόνο τρισμέγιστο, που δεν άντεχε το σώμα και η καρδιά της και, σωριασμένη στα γόνατα, χτυπιόταν ολάκερη, σειόταν, ενώ από το στόμα δεν έβγαιναν συλλαβές μα ασυνάρτητα μουγκανητά. Πέταξε τη μαντήλα από τα μαλλιά και τα τραβούσε ανελέητα, καθώς δίπλα της θρηνούσε και ο γέροντας Πρίαμος, μάταια προσπαθώντας να τη στηρίξει. Μαζί τους, όλοι οι παρευρισκόμενοι έκλαιγαν και μοιρολογούσαν, ασυγκίνητος δεν είχε μείνει κανείς. Ωσάν να είχε τυλιχτεί στις φλόγες η Τροία, έτσι έμοιαζαν από μακριά οι πένθιμες φωνές.

Πάνω στον βασιλέα πατέρα τους είχαν πέσει ο Έλενος, ο Διήφοβος και ο Πολυδάμας, κρατώντας τον σθεναρά, για να μη διαπράξει την τρέλα που φώναζε απεγνωσμένα.

«Ελάτε, φίλοι μου, βοηθήστε με να βγω στην πεδιάδα, στο στρατόπεδο των Αχαιών!» Ονομάτιζε έναν προς έναν τους παρευρισκόμενους, ικετεύοντας για στήριξη. «Θέλω να προσπέσω σε αυτόν τον ανόσιο, εξαχρειωμένο άνδρα μήπως λυπηθεί το γήρας και που τόσα παιδιά κι εγγόνια μου έχει σφάξει! Και τον Έκτορα, το αγόρι μου, τον διάδοχο μου, δεν μπορώ καν να τον θρηνήσω, να τον αγκαλιάσω για τελευταία φορά!»

«Τι έπαθα, η πικρή, η άμοιρη γυναίκα, παιδί μου!» Κραύγαζε σιμά η Εκάβη, απαρηγόρητη στα χέρια του Πάρη. «Σωτήρα και ήρωα σε ονόμαζε όλη η Τροία, καμάρι μου, θησαυρέ μου κι έζησα να σε δω να χάνεσαι!»

Σε μια γωνία, όσο μακρύτερα από το βασιλικό ζεύγος, στέκονταν η Ελένη και η Κασσάνδρα, με την πρώτη να δακρύζει σιωπηλά, αξιοπρεπώς και τη δεύτερη να παρακολουθεί ανέκφραστα. Τα είχε δει όλα τούτα στον νου, τα γνώριζε και μετά θλίψης, τα θωρούσε να πραγματώνονται.

«Η Ανδρομάχη δεν έχει καταλάβει τίποτα,» ψιθύρισε στην Ελένη, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Δεν την ειδοποίησε κανείς ότι ο Έκτωρ κλείστηκε εκτός πόλης.»

«Ω Ήρα, τι τραγωδία,» ψέλλισε στον αέρα η ημίθεη γυναίκα κι ένας λυγμός της ξέφυγε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πράγματι, η Ανδρομάχη δεν είχε λάβει καμία είδηση. Γνώριζε, μεν, ότι οι Τρώες είχαν υποχωρήσει και κλειστεί στα τείχη κι έτσι, περίμενε από στιγμή σε στιγμή τον άνδρα της να εισέλθει στο δώμα τους. Απέδιδε την αργοπορία του σε διαδικαστικά τι ου στρατού, οργάνωση, απογραφή τραυματιών και νεκρών, όπως συνήθιζε. Ως κύριος επικεφαλής, δεν άφηνε ποτέ τίποτα στην τύχη κι επιθυμούσε να ενημερώνεται και να ελέγχει τα πάντα. Για αυτό, ήταν ιδιαιτέρως υπερήφανη.

Καθόταν, λοιπόν, με τις θεραπαινίδες της, ενώ ο Αστυάναξ κοιμόταν και κεντούσαν στο χέρι. Εκείνη φιλοτεχνούσε ένα υφαντό υπέροχο, που προοριζόταν για χιτώνα ή περιώμιο, πορφυρό με πλουμίδια πολλά.

«Μη σπαταλάμε χρόνο, αποθέστε το νερό στην εστία να ζεσταθεί, ώστε να το βρει έτοιμο για το λουτρό ο Έκτωρ,» μοίραζε διαταγές στις θεραπαινίδες, για να τον ευχαριστήσει και φιλιώσουν γρηγορότερα.

Την ώρα που φούντωνε η φλόγα κάτω από τον τρίποδα, αντήχησε μέσα από τους τοίχους η κραυγή της Εκάβης, την οποία κατευθείαν αναγνώρισε η Ανδρομάχη και της κόπηκαν τα γόνατα. Πάγωσε το αίμα· της έπεσε η περόνη του κεντήματος από το χέρι, μαζί και το εργόχειρο. Είχε ένα προαίσθημα ζοφερό.

«Ελάτε δυο μαζί μου, θέλω να δω τι έγινε,» ένευσε στις γυναίκες. «Η φωνή της σεβαστής Εκάβης ήταν αυτή. Συμφορά τρέμω πως έχει πέσει στα τέκνα του Πριάμου.»

Με καρδιά που σπαρταρούσε από την αγωνία, νου μουδιασμένο, παγωμένο, άδειο και με κινήσεις μηχανικές, σηκώθηκε και βγήκε από το δώμα, τρέχοντας σαν τρελή προς το κάστρο, στις επάλξεις κατευθείαν, να βρει την πενθερά της. Τη χτύπησε η σκέψη ότι ο Αχιλλέας είχε επιστρέψει στη μάχη κι είχε ίσως προκαλέσει τον Έκτορα, για τον φόνο του Πάτροκλου. Με θολές όλες τις αισθήσεις έτρεχε ασταμάτητα, αγνοώντας τα βλέμματα λύπης και πένθους που λάμβανε από όπου περνούσε. Κι αν κάτι της έλεγαν, δεν το άκουγε.

Η όραση, η ακοή, η αφή της, όλα ξεκαθάρισαν, όταν έφτασε στα τείχη, με την Κασσάνδρα, την Ελένη, την Κρέουσα, όλες να έχουν φτάσει κοντά της και να παλεύουν να τη διώξουν, να μην κοιτούσε κάτωθεν, στην πεδιάδα. Δεν υπάκουσε· διέφυγε και κοίταξε. Θωρώντας τον αγαπημένο άνδρα της νεκρό, χλωμό και δεμένο στο άρμα του Πηλείδη να σέρνεται ως λάφυρο, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια, την ανάσα και το φως. Λιποθύμησε στα χέρια της Λαοδίκης και φοβήθηκαν μήπως η καρδιά της είχε σταματήσει. Αφού βεβαιώθηκαν ότι ζούσε ακόμη, κάπως ησύχασαν. Ωστόσο, με το που συνήλθε, δεν επαναπαυθήκαν· όλες μαζί οι αδελφές και νύφες του Έκτορα τη συγκρατούσαν, την πρόσεχαν, για να μην πράξει κάτι παρανοϊκό. Μόλις κατάφερε να μιλήσει, ξέσπασε κι εκείνη σε κλάματα, με λυγμούς ακατάπαυστους, πετώντας ολούθε κοσμήματα, το διάδημα, τα πέπλα της όλα χωρίς έγνοια.

«Αγάπη μου, τι συμφορά με πότισε η μοίρα! Με κοινό πεπρωμένο γεννηθήκαμε και με άφησες! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί ποτέ, παρά να ζω τώρα χήρα, μόνη, με ένα μωρό παιδί ορφανό, πάντερμο! Αστυάνακτα τον ονόμασαν οι Τρώες μα πλέον, δεν πρόκειται να γίνει. Χωρίς εσένα υπερασπιστή, το βασίλειο του θα χαθεί! Ούτε να σε κλάψω δε θα μπορέσω, τα σκουλήκια θα σε φάνε· κάλλιο να καώ στις φλόγες, δεν αντέχω να ζήσω μακριά σου!»

Έπειτα, δε βγήκε άλλη λέξη ουσιαστική από τα χείλη της. Μόνο στεναγμοί, κραυγές, ουρλιαχτά, πνιγόταν στα δάκρυα και αγωνιζόταν να ξεφύγει από τις γυναίκες που την κρατούσαν, για να γκρεμιστεί από τα τείχη. Είχε χάσει τη ρίζα της, τον κορμό της, όλο της τον κόσμο· ένιωθε χαμένη κι ολότελα απροστάτευτη· μια σκιά, ένα ασήμαντο ίχνος, μια ανάξια ύπαρξη.

Κι ο άνδρας της, ο πιο λαμπρός νέος που είχε γεννηθεί στην Τροία, ο πιο υποσχόμενος βασιλόπαις, κανιβαλιζόταν ως κοπρίτης.

Ήταν υπερασπιστής· έγινε ήρωας και πάνω από τη λέξη ήρωας μόνο μια τοποθετήθηκε· Έκτωρ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφάλαιο, παιδιά μου.

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι εφτά και πλέον χρόνια μετά την αρχή του βιβλίου αυτού, ενώ από την πρώτη στιγμή οραματιζόμουν και σχεδίαζα αυτό το κεφάλαιο, έφτασε η ώρα του... Είμαι συντετριμμένη, πάντοτε με κάνει ράκος αυτή η Ραψωδία, δεν έχω να πω τίποτα άλλο.

Εσάς πώς σας φάνηκε;

Στο επόμενο, έχουμε κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον· την ταφή του Πάτροκλου του έρμου με ταφικούς Αγώνες φαντασμαγορικούς και μια ματιά στις Μυκήνες.

Σας εύχομαι ολόψυχα Καλό Πάσχα, με υγεία, γαλήνη και αγάπη σε όλους σας!

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να είστε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top