XLII Ενότητα και Απόταξη Οργής
~Επίσημα, απειρες ευχαριστοες στην καταπληκτική -truesoul για το φανταστικό εξώφυλλο~
Άλλη μια νύχτα σιωπής, τραγικής απουσίας και βασανιστικών ωρών μοναξιάς. Μια νύχτα που η φιλήσυχη Ανδρομάχη έφερε το αναγκαίο καθήκον να καθίσει βουβά και να περιμένει· απλώς να αναμένει και να μη δράσει. Άλλωστε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, παρά να περιφέρεται στην κάμαρη της νευρικά, ανήσυχα, σφίγγοντας στην αγκάλη τον γιό της, που κοιμόταν γαλήνια. Αυτό το αξιαγάπητο, πανέμορφο αγόρι, που έχαιρε απίστευτης αγάπης και φροντίδας αναπαύονταν σε δυο χέρια που το λάτρευαν, ξέγνοιαστο. Η Ανδρομάχη τον ζήλευε.
Λαχταρούσε να είχε κι εκείνη την ανέμελη σκέψη του παιδιού της, να λησμονούσε έστω κι ελάχιστα τον εφιάλτη που βίωνε. Να ξεχνούσε τον Πόλεμο, την καθημερινή αγωνία, την πολιορκία που έμοιαζε ατελείωτη, όλα όσα της είχε κοστίσει, αδέλφια και γονείς.
Μολονότι είχαν άπαντες λυπηθεί για τον Σαρπηδόνα, τον κραταιό ημίθεο που είχε χαθεί απροσδόκητα, ενώ ακόμη δεν είχαν συνειδητοποιήσει τον χαμό του Ρήσου, οι Τρώες είχαν αναθαρρήσει αισθητά από τον θάνατο του Πάτροκλου. Πιότερο επειδή γνώριζαν πόσο είχε τραυματίσει το ηθικό των Αχαιών παρά για την ίδια του την ικανότητα κι επικινδυνότητα· εξάλλου, δεν επρόκειτο για τη μέγιστη απειλή των Μυρμιδόνων. Ωστόσο, η Ανδρομάχη δεν είχε χαρεί διόλου, μάλλον είχε ανησυχήσει χίλιες φορές περισσότερο.
Ο Αστυάνακτας άρχισε να κλαίει, πεινώντας και πάλι κι αφού έλειπε η τροφός -την είχε στείλει για ύπνο προ πολλού- βάλθηκε η ίδια να τον θηλάσει. Απρόθυμα έμεινε ακίνητη, κάθισε στο ανάκλιντρο της ανακούρκουδα και γύμνωσε το στήθος, για να ταΐσει τον μοναχογιό της. Όσο εκείνος έπινε λαίμαργα το γάλα της μητέρας του, ένιωσε να χαλαρώνει ανεπαίσθητα, να απολύει τη μερίδα του λέοντος της ανησυχίας και αγωνίας της. Ωστόσο, ο μικρός της ήθελε να την κρατήσει σε εγρήγορση κι έτσι έπαιζε με τα λυτά μαλλιά της, ώστε τον κατέβασε στο δάπεδο να μπουσουλήσει. Προς μεγάλη της έκπληξη, επέδειξε αψήφηση, στηριζόμενος στα δυο του πόδια έναντι τεσσάρων, για να περπατήσει κανονικά. Την ξάφνιασε τόσο, που ένας νευρικός γέλωτας την κατέλαβε. Εκείνος, όμως, ακλόνητος, πείσμων σαν τον πατέρα του, δε λογάριασε τίποτα και στάθηκε με κορμί ολόισιο, αγνοώντας περήφανα το τρέμουλο στα γόνατά του.
Όταν κατάφερε το πρώτο βήμα, κόντεψε να πετύχει σχεδόν, χάνοντας την ισορροπία του την τελευταία στιγμή. Η Ανδρομάχη, όμως, τον άρπαξε από τα χέρια προστατευτικά, κρατώντας τα ψηλά, για να στηρίζεται και να βηματίζει με ασφάλεια το σπλάχνο της. Έτσι, ο πρίγκιπας εκτέλεσε ένα άρτιο βήμα κι άλλο ένα κι έπειτα άλλο, οργώνοντας ακούραστα το δώμα ενθουσιασμένος απερίγραπτα κι ευτυχής για τη νέα του ικανότητα. Στην ασφάλεια της μητέρας, ένιωθε ικανός και να πετάξει.
Όταν η θύρα άνοιξε απότομα, αποκαλύπτοντας έναν άνδρα με άγνωστη πανοπλία, η Ανδρομάχη θορυβήθηκε, αφήνοντας το παιδί άτσαλα. Για λίγο, η προσοχή της στον Αστυάνακτα χάθηκε, με το μυαλό και τα ένστικτα να οργιάζουν, αναζητώντας τρόπους να προστατεύσουν το αθώο πλασματάκι από την πιθανή απειλή. Μόλις, ωστόσο, έβγαλε την περικεφαλαία του, για να εμφανιστεί στη γυναίκα του ως Έκτωρ, ανακούφιση κι αγαλλίαση την κατέλαβαν, για να ορμήσει πάνω του, να γαντζωθεί στη λερωμένη πανοπλία ολόκληρη, χωρίς ρανίδα έγνοιας για το φόρεμα που θα καταστρεφόταν από λεκέδες. Τα χέρια του πρόθυμα της συγκράτησαν κολλημένη πάνω του, δεν ήθελαν να την αφήσουν ποτέ.
«Έκτορα, θησαυρέ μου, ήλιε μου,» δάκρυζε από χαρά η Ανδρομάχη, φιλώντας τον στο μάγουλο γλυκά, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε παραισθήσεις. «Δυο μέρες έχω να σε δω και φάνηκαν δυο χρόνια.»
«Έμαθες τα νέα, φαντάζομαι,» της είπε, χωρίς να την αφήνει ποτέ, χωρίς να παύει να χαμόγελα· είτε από χαρά που έβλεπε την οικογένειά του είτε από την ανείπωτα γλυκιά επίγευση του θριάμβου, αυτό παρέμενε διφορούμενο κι ασαφές. «Σκότωσα τον Πάτροκλο, κοντέψαμε να τους κάψουμε τα πλοία σχεδόν και θα παίρναμε και το πτώμα του αλλά εμφανίστηκε ο αδιάντροπος Πηλείδης από το πουθενά και κατατρόμαξε το στράτευμα!»
«Ο Αστυάνακτας περπατά,» του ανακοίνωσε εκείνη με ανάλογο ενθουσιασμό, πολύ πιο ουσιαστικό και ξεκάθαρο. «Κοίταξε τον,» έδειξε υπερήφανα το αγόρι, που και χωρίς βοήθεια πια σημείωνε βήματα τρεμάμενα μα επιτυχημένα, «το βλαστάρι σου αδημονεί να σου μοιάσει.»
«Πράγματι,» συγκινήθηκε, γεμίζοντας περηφάνεια για το αγόρι του. Δεν τολμούσε να τον πλησιάσει, φυσικά, όντας βρώμικος από τη μάχη. Άθελα του, το χαμόγελο σβήστηκε, διότι δεν είχε επιστρέψει κρυφά στην πόλη, μόνο και μόνο για να δει τη γυναίκα και τον γιό του.
«Δικαίως δε χαίρεσαι για όσα συμβαίνουν,» τον πρόλαβε η Ανδρομάχη, αναστενάζοντας κουρασμένα. «Τι να την κάνεις την εφήμερη νίκη, όταν αυτοί μας σκότωσαν τον Σαρπηδόνα, αυτόν τον εξαίσιο άνθρωπο και στρατηλάτη, τον γιό του Δία κιόλας; Μήπως τρόμαξαν από την απειλή των δαυλών κι έφυγαν; Την οργή τους φουντώσαμε, όχι τον φόβο.»
«Πολύ βαρύ το τίμημα, αβάσταχτο,» συμφώνησε ο Έκτωρ κι η καρδιά του βούλιαζε στην οδύνη εκ νέου. Ήθελε να το μάθει από εκείνον, να την παρηγορήσει πρώτος. «Πρέπει να σου πω κάτι. Να φανείς δυνατή, σε παρακαλώ. Δείξε για άλλη μια φορά πόσο υπέροχη, υποδειγματική και μεγαλειώδης γυναίκα είσαι.»
Σε άλλη περίπτωση, θα τον γέμιζε φιλιά για τον τόσο υψηλό έπαινο αλλά τότε, θωρώντας το σκότος στα μάτια του και ένα πρόσωπο γερασμένο χρόνια μέσα σε λίγες ώρες, ανησύχησε.
«Μη με κρατάς σε αγωνία, βάζω τέρατα στον νου,» ψιθύρισε, ξαφνικά ανυπόμονη.
«Ο Ποδέας πέθανε,» ανήγγειλε το μαύρο νέο ο άνδρας της. «Τον σκότωσε ο Μενέλαος, όταν πολεμούσαμε γύρω από το πτώμα του Πάτροκλου. Εάν θέλεις να τον δεις, τον έχουμε φέρει μέσα στα τείχη. Για αυτό, ήρθα εδώ απόψε. Έφερα τον αδελφό σου κι όσα πρωτοπαλίκαρα μας βρήκαμε μέσα στη νύχτα.»
Η Ανδρομάχη τον κοιτούσε, είχε πάψει να τον ακούει κάποια στιγμή, απλώς δακρύζοντας πικρά, προτού σηκώσει το παιδί από το πάτωμα για να το βάλει να κοιμηθεί στο λίκνο του. Αφού βεβαιώθηκε ότι ο γιός της ήταν ασφαλής και γαλήνιος, σωριάστηκε στο ανάκλιντρό της αποκαμωμένη, με τα χέρια να συγκρατούν το κεφάλι και την ίδια να παλεύει με τους λυγμούς της, για να μην ενοχλήσει το παιδί.
«Ήταν ο μόνος που μου είχε απομείνει από πατρίδα κι οικογένεια,» ψέλλισε με βαθύ παράπονο και μια ζοφερή θλίψη. «Όλοι είχαν σφαγιαστεί από τον Αχιλλέα, μόνο εκείνος είχε γλιτώσει.» Χασκογέλασε, σκουπίζοντας αδέξια μερικά δάκρυα, για να ακολουθήσουν σύντομα κι άλλα. «Τον έχασα κι αυτόν τώρα... Νιώθω τόσο μόνη, δίχως ρίζες και πατρίδα, δίχως μια σύνδεση με τα χρόνια της αθωότητας μου, τα χρόνια πριν τον πόλεμο και τις απανωτές δυστυχίες.»
«Δεν είσαι μόνη, έχεις μια ολόκληρη οικογένεια εδώ που σε λατρεύει, μαζί με εμένα και το παιδί μας,» της υπενθύμισε μειλίχια ο Έκτωρ, πλησιάζοντας προσεκτικά.
Έτσι, πλησίασε στα φώτα των λύχνων πολύ περισσότερο, αποκαλύπτοντας τη νέα πανοπλία του εντελώς στα μάτια της Ανδρομάχης.
«Τι είναι αυτό που φοράς;» Σάστισε στη θέα, με ένα δυσοίωνο συναίσθημα να κατακάθεται στα σπλάχνα της. «Σίγουρα όχι η πανοπλία σου, που τόσα χρόνια γυάλιζα και σου φορούσα ανελλιπώς.»
«Την πήρα ως λάφυρο από τον Πάτροκλο,» της εξήγησε υπερήφανα, ανακουφισμένος που το μυαλό της θα ξέφευγε προς στιγμήν από τον νεκρό αδελφό.
«Θα φορούσε ένας Μυρμιδόνας τόσο περίτεχνη κι αρχοντική πανοπλία;» Απόρησε εκείνη εύλογα. «Έχω δει τον Ατρείδη Μενέλαο πολλάκις. Τόσο λαμπρή δεν είναι η πανοπλία του.»
Τότε, η συνειδητοποίηση τη χτύπησε κατακέφαλα κι ένιωσε τα γόνατα να τρέμουν ξανά, ζαλίστηκε, σχεδόν λιποθύμησε, με το χέρι ενστικτωδώς στο μέτωπο. Άλλα δάκρυα της πορφύρωσαν το πρόσωπο κι ολάκερη έτρεμε πλέον, διότι το δυσοίωνο ένστικτο απεδείχθη σωστό.
«Φοράς την πανοπλία του Αχιλλέα.»
Δεν ήταν ερώτηση· μια φριχτή, λογική, δεινή επαγωγή ήταν.
«Με βλέπουν και το βάζουν στα πόδια σχεδόν. Τους τσακίζει το ηθικό,» έπαυσε να την καθησυχάσει, πιστεύοντας κάθε λέξη του ο Έκτωρ. «Να ανέβεις στο τείχος, για να με δεις, αύριο. Να δεις με τα μάτια σου πώς κατατρομάζουν στη θέα της πανοπλίας που ανήκε στον άριστο τους. Δε χρειαζόμαστε καν την εύνοια των Θεών πια, έχουμε το ακατανίκητο θάρρος κι αυτοί μόνο τον φόβο! Δεν άκουσες; Σήμερα, έβαλα φωτιά σε ένα πλοίο! Αν δεν ήταν ο προγονός της θείας μου εκεί, ο Αίας, θα είχα κάψει τον μισό στόλο, προτού ερχόταν ο ψευδό-Αχιλλέας. Αύριο, όταν συναντήσω τον Αίαντα, δε θα μου ξεφύγει. Θα τελειώσω αυτό που δεν μπόρεσα στη μονομαχία μας, πριν λίγες ημέρες και θα πάρω λάφυρο την ασύγκριτη ασπίδα του-»
«Έκτορα, αγάπη μου, σίγησε, σε παρακαλώ.»
Η Ανδρομάχη τον παρατηρούσε έντρομη, με τα χέρια στους ώμους του που πλέον τυλίγονταν στον λαιμό και τον αγκάλιαζαν όσο πιο σφιχτά δύναντο.
«Ακούς τι λες; Θαρρείς ότι δε σε ακούν οι Θεοί;» Αναρωτήθηκε, με τα βλέμματα τους κλειδωμένα. Τα σιωπηλά της δάκρυα δεν πενθούσαν τον Ποδέα μα αγωνιούσαν για τον άνδρα της. «Καταλαβαίνεις τι έκανες; Έκλεψες την πανοπλία ενός νεκρού και τη φοράς επηρμένα, όταν ο δύστυχος δεν έχει καν ταφεί! Είναι βλασφημία αυτό που διέπραξες, ύψιστη ύβρις κι ασέβεια στον Άδη, στην Εκάτη, σε όλους τους Θεούς της Νύχτας, που προστατεύουν τους νεκρούς. Και το χείριστο, ο αληθινός κτήτορας της πανοπλίας ζει ακόμα κι αναμφίβολα βράζει από οργή, ένα μένος που θα ξεσπάσει πάνω σου! Πώς είναι δυνατόν να υπερηφανεύεσαι για όλα αυτά; Βγάλε γρήγορα την πανοπλία και δώσε μου τη. Θα τη φυλάξω, μέχρι να ταφεί ο Πάτροκλος κι ύστερα, θα μπορείς να τη φοράς έντιμα.»
Ο Έκτωρ διέφυγε από την αγκάλη της απρόθυμα μα σθεναρά. Κάγχαζε. Δε συμφωνούσε καθόλου μαζί της, δεν κατανοούσε τη λογική της. Δεν προσέβαλε κανέναν φορώντας ένα λάφυρο που είχε κερδίσει δίκαια, δε θα προκαλούσε καμία θεϊκή οργή και νέμεση, διότι δεν είχε κλέψει τίποτα ενάντια στους νόμους των ανθρώπων. Άρχισε να πιστεύει ότι μάλλον η θλίψη για τον αδικοχαμένο Ποδέα είχε διαταράξει τον νου της αγαπημένης του.
Μονάχα, δεν έβλεπε πόσο θόλος ήταν ο δικός του νους· πώς είχε ξεκινήσει προτού εγκαταλείψει τη μάχη ο Πηλείδης και πώς κατέληγε. Ο πρώτος των Τρώων, έντιμος, ιδεολόγος, πιστός ακλόνητα σε κάθε υψηλό ιδανικό, που πολεμούσε μόνο για τη σωτηρία της πατρίδας του και τίποτα άλλο, είχε γίνει ο μπροστάρης τιμωρός, εκείνος που σκορπούσε τρόμο και χάος ανηλεώς, το δεξί χέρι του Άρη, που μαχόταν για λάφυρα, τα οποία μάλιστα επεδείκνυε. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει την καθοδική του πορεία, την απότομη στροφή από την Αρετή στην Κακία.
Εκείνη την ημέρα, είχε ακουμπήσει την απόλυτη δύναμη. Όχι μόνο όταν ο Δίας τους ευλόγησε μα και κατά την αρωγή του Φοίβου, όταν σκότωσε τον Πάτροκλο και πήρε αυτό το αριστούργημα, μια πανοπλία κειμήλιο, έργο του Ηφαίστου. Φορώντας τη, ένιωθε άτρωτος σαν τον Αχιλλέα, πανίσχυρος, έτοιμος να κατορθώσει τα ακατόρθωτα. Έβριθε πλέον από αυτοπεποίθηση, σιγουριά, απέραντο θάρρος και θράσος, για να μην αφήσει ζωντανό κανέναν Αχαιό, μια εκδίκηση που σιγόβραζε σχεδόν μια δεκαετία. Όλους θα τους σκότωνε, ακόμη και τον Πηλείδη, που είχε στείλει στον Κάτω Κόσμο χιλιάδες παλικάρια της Τροίας, μαζί κι αδέλφια του και την οικογένεια της γυναίκας του.
«Δε θα σου δώσω την πανοπλία, αν δεν τελειώσω το έργο που έχω επωμιστεί, αυτό που έπρεπε να είχα κάνει πολλά χρόνια πριν,» αποκρίθηκε στην Ανδρομάχη χωρίς περιθώρια αντίρρησης κι έφυγε γρήγορα από το δώμα, φιλώντας τη στο μέτωπο με όσο περισσότερη αγάπη διέθετε τότε.
Δεν έμεινε πολλή ώρα μόνη της, δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα από όσα είχε δει κι ακούσει· ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Ένας κυκεώνας από ανατριχιαστικά ουρλιαχτά, φωνές τρομακτικές κι ατέρμονα βήματα αντηχούσε απόμακρα μα συνεχώς πλησίαζε. Ώσπου, άκουσε χτυπήματα στη θύρα της και την πιο οικεία φωνή να την ικετεύει.
«Άνοιξε, Ανδρομάχη, πρέπει να με ακούσεις!»
Η Κασσάνδρα. Χτυπούσε προφανώς με παλάμες και γροθιές, φρενήρως, μάλλον περνούσε άλλη μια από τις κρίσεις της, μολονότι τις τελευταίες ημέρες ήταν εξαιρετικά ήρεμη. Της άνοιξε και τη δέχτηκε στο δώμα, γνωρίζοντας ότι δε διέτρεχε κανέναν κίνδυνο από εκείνη, πόσο μάλλον ο Αστυάνακτας που λάτρευε.
«Τον είδες; Είδες τι φορούσε;» Στράφηκε απότομα εμπρός της η καταραμένη μάντισσα, ως μια εικόνα εκφοβιστική.
Στα λυτά, ανάκατα μαλλιά της κρέμονταν πόρπες -ατελέσφορες προσπάθειες της μητέρας της να φανεί περιποιημένη- ο σκούρος ιώδης χιτώνας της εμφάνιζε σκισίματα, ενώ αίμα έτρεχε από τα χέρια της· είχε με νύχια και δόντια τραυματίσει τον εαυτό της. Δεν τρόμαξε, την είχε ξαναδεί έτσι.
Η Κασσάνδρα έριξε μια μάτια γύρω της, εντοπίζοντας το παιδί που κοιμόταν κι αμέσως ένευσε στην Ανδρομάχη να απομακρυνθούν, να περάσουν στα ενδότερα του δώματος, για να μην ενοχλούν. Πρόθυμα, την ακολούθησε.
«Ποιόν να είδα, Κασσάνδρα;» Απόρησε η Ανδρομάχη μα η πριγκίπισσα έμοιαζε να έχει ήδη ξεχάσει εκείνον τον λόγο.
«Γιατί κλαις;» Ανησύχησε ξαφνικά, με τις παλάμες της να αγγίζουν άγαρμπα το πρόσωπο της, παλεύοντας να εξηγήσουν το φαινόμενο.
«Σκοτώθηκε ο Ποδέας μου σήμερα,» της είπε κοφτά αλλά οδυνηρά.
«Τι σημασία έχει, αυτός γαλήνεψε πια,» απομακρύνθηκε εξίσου βίαια η Κασσάνδρα, για να πέσει στο δάπεδο και να κουλουριαστεί, αγκαλιάζοντας τα γόνατα. «Όπως σου σκότωσε τον αδελφό ο Μενέλαος, έτσι ο Ιδομενέας σκότωσε τον μόνο άνδρα που θα ήθελε ποτέ να με αγαπήσει αλλά στους καιρούς που ζούμε, Ανδρομάχη, οι νεκροί είναι τυχεροί. Ουαί στους ζωντανούς! Ουαί στον αδελφό μου κι άνδρα σου!»
«Τι συμβαίνει στον Έκτορα;» Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα.
«Μην τον αφήσεις να φύγει, απόψε,» την πρόσταξε πρακτικά. «Μην τον αφήσεις να πολεμήσει αύριο, γιατί θα πεθάνει, είναι σίγουρο. Σαν ανόητο, ανώριμο παιδαρέλι ατίμασε έναν νεκρό κι έναν ζωντανό, φοράει ένα τρόπαιο αίματος και θαρρεί πως θα μείνει ατιμώρητος; Οι Μοίρες θα του επιβάλουν ποινή τρομερή, για αυτό σου ζητάω να τον προστατεύσεις. Αν δε θέλεις να πεθάνει, κράτησε τον κοντά σου. Σε ικετεύω, πίστεψε με και κάνε αυτό που σου λέω.»
Ιδρωμένη και σε παραλήρημα, η Κασσάνδρα είχε αγκαλιάσει τα πόδια της Ανδρομάχης και το έντονο, σχεδόν αλλόφρον βλέμμα της, προκαλούσε ρίγος. Είρπε ωσάν φίδι πληγωμένο από το φαρμάκι του, σπασμωδικά μα αθόρυβα, σαν αερικό.
«Παραλογίζεσαι, Κασσάνδρα,» άγγιξε τους ώμους της συμπονετικά η Ανδρομάχη. «Λες ασυναρτησίες ξανά. Μη φοβάσαι, ο Έκτωρ δε θα πάθει τίποτα, έχει επιβιώσει από πολύ χειρότερα.»
Την αγκάλιασε μήπως την ηρεμούσε, ενώ αγωνιζόταν να την πείσει για τα λόγια της, μαζί και τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν πίστευε μεν τους παραλογισμούς της Κασσάνδρας, θεωρούσε δε ακόμη σοβαρή την ύβρη του ανδρός της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το έκπτωτο άστρο που αντίκρισε ο Οδυσσέας δεν ήταν τυχαίο· επρόκειτο για τη Νηρηίδα Θέτιδα αυτοπροσώπως, που κατέβαινε από τον Όλυμπο αστραπιαία, για να φτάσει στο παιδί της το συντομότερο δυνατό.
Καθώς προσγειωνόταν στο στρατόπεδο των Ελλήνων η Θεά, δεν εντόπισε σημαντική αλλαγή στη σκηνή του Αχιλλέα. Είχαν φέρει εμφανώς το σώμα του νεκρού κι εκείνος ηγούταν του θρήνου, μαζί με τις σκλάβες του και δεκάδες Μυρμιδόνων, που ξαγρυπνούσαν κοντά του ακάθαρτοι από τη μάχη και νηστικοί. Η σκούρα αιθάλη δεν είχε ξεπλυθεί από το θείο πρόσωπο του σπλάχνου της ακόμη, όπως κι ο κλαυθμός από τους οφθαλμούς. Ήλπιζε τα δώρα που προσκόμιζε, να τον παρηγορούσαν ελάχιστα. Προτού εισέλθει, κοίταξε τον ορίζοντα, ο οποίος κιόλας ντυνόταν αμυδρά χρώματα ροδαλά· κατέφθανε η Ηώς.
Οι Μυρμιδόνες την υποδέχτηκαν με σιωπηλό δέος, ανοίγοντας δρόμο για την αθάνατη μητέρα του Αρχηγού τους κι εκείνη έσπευσε στο βλαστάρι της, αγγίζοντας το χέρι του με όλη της τη στοργή.
«Αγόρι μου, άφησε τον μ'όλο τον πόνο σου να κείτεται τώρα, κατά τη βούληση των υπέρτατων Θεών και δες τι σου έφερα από τον Ήφαιστο, μια πανοπλία που δεν έχει ζωστεί άλλοτε θνητός.»
Με ένα νεύμα της, το φαινομενικά ασυνάρτητο σύμφυρμα σίδερων που είχε κουβαλήσει κι αφήσει έξω από τη σκηνή σηκώθηκε, ανέδειξε το μεγαλείο του τεχνήτη και βρέθηκε εμπρός στον Αχιλλέα, επάνω στο γυμνό του θρονί, σαν την παλιά του πανοπλία, την κλεμμένη.
Και μόνο από τον ήχο, την κλαγγή, την ηχώ του χρυσού που εξέπεμψαν, οι Μυρμιδόνες έσκυψαν το κεφάλι με φόβο αληθινό, μην τολμώντας να αντικρίσουν καν το σπουδαίο αριστοτέχνημα. Υποκλίθηκαν, υπέβαλαν σέβη σε πρίγκιπα και Θεά κι έφυγαν τάχιστα, νιώθοντας περιττοί και ανάξιοι σε τόσο μεγαλειώδη θεία παρουσία. Ακόμα κι όπλα είχαν καταφθάσει κατευθείαν από τον Όλυμπο.
Ο Αχιλλέας πάλι, άφησε απαλά τον νεκρό Πάτροκλο και πλησίασε το δώρο, ωσάν να είχε μόλις ξυπνήσει από λήθαργο βαθύ, γεμάτο όνειρα διττά, βουτηγμένα στο σκότος. Με βλέμμα χαμένο ακόμη, έτεινε τα χέρια και το περιεργάστηκε, για να το αισθανθεί στα ακροδάχτυλα και να κατανοήσει πλήρως ότι δεν ονειρευόταν. Στα μάτια του ζωγραφίστηκε υπέρμετρος θαυμασμός, για να εγκατασταθεί σύντομα από την οργή που επανερχόταν στην κυριαρχία της ψυχής του. Το πένθος κι η λύπη δε θα έφευγαν ποτέ αλλά το μίσος κόχλαζε ολοένα, κατακτούσε σταδιακά κι αποφασιστικά όλη του την υπόσταση. Άλλοτε, ήταν ο Κομιστής της ανυπόστατης πργής, πλέον θα γινόταν ο δίκαιος Εκδικητής, ο άλκιμος, ασίγαστος Τιτάνας.
«Θείο έργο, μητέρα, πραγματικά,» ψέλλισε με δυσκολία, καθώς ένιωθε το σώμα και την ψυχή του διαχωρισμένα ολοκληρωτικά. Η ψυχή βυθιζόταν στον ζόφο του θρήνου μα το σώμα αφυπνιζόταν, ακράτητο βρεχόταν, ζητούσε ανάδραση, αίμα και οιμωγή, να ξεπληρωθεί η θανή του Πάτροκλου δέκα επί δέκα φορές.
Δε χόρταινε να θωρεί τη νέα του πανοπλία, να την αγγίζει διεξοδικά, για να την οικειοποιηθεί, παλεύοντας να ξεχάσει την άλλη, την πιστή σύντροφο μιας δεκαετίας, το κειμήλιο. Με μια οδυνηρή φευγαλέα ματιά στον άψυχο Πάτροκλο, μια σκέψη ήρθε να τον βασανίσει.
«Μητέρα, φοβάμαι πολύ, ομολογώ. Εάν φύγω να πολεμήσω κι αργήσει η κηδεία του, δε θα προλάβω τη σήψη. Θα τον δω να χλωμιάζει και να λιώνει μέρα με την ημέρα, να ταλανίζεται αν και νεκρός, να χάνεται η ομορφιά του μέσα στο σάβανο. Δεν αντέχω τη σκέψη,» έσκυψε τεθλιμμένα το κεφάλι.
«Όχι, αγάπη μου,» έσπευσε στο πλευρό του η Θέτις, αγκαλιάζοντας τον με ένα χέρι. «Δε θα το επιτρέψω αυτό. Θα φροντίσω να μην πάθει τίποτα το σώμα του, να μείνει αβλαβές κι άφθαρτο, ούτε έντομο θα το πλησιάσει. Εσύ, πλέον, έχεις έργο σημαντικό. Συγκάλεσε συμβούλιο, χρωστάς μια απολογία. Για τίποτα άλλο μην ανησυχείς.»
Τον αγκάλιασε με όλη την αγάπη της, γεμίζοντας τον δύναμη και θάρρος, να φέρει εις πέρας το πιο δύσκολο εγχείρημα· να δαμάσει την υπεροψία και υπερηφάνειά του. Αμέσως μετά, στράφηκε στον νεκρό κι έσταξε στα ρουθούνια του νέκταρ κι αμβροσία, για να διατηρηθεί ακέραιος, άθικτος, για όσο χρειαζόταν.
Τότε, ο Αχιλλέας βγήκε στο προαύλιο της σκηνής του και σήκωσε στους πνεύμονες η οργή χείμαρρο τρανό, μια κραυγή εκκωφαντική, που ξύπνησε τους πάντες και τους κάλεσε κοντά του. Ασυγκίνητος κι ατάραχος δεν έμεινε κανείς· όλοι ανταποκρίθηκαν. Κωπηλάτες, δούλοι, οικονόμοι, μάγειροι, οι κομιστές του σίτου, όλοι έσπευσαν, μαζί με τους στρατηγούς, Άνακτες και τη γερουσία. Είχε τεράστια σπουδαιότητα το κάλεσμά του· δεν τον είχαν ακούσει για έναν μήνα περίπου κι ούτε περίμεναν πια, αφού η φήμη της φυγής του είχε εξαπλωθεί απανταχού. Η περιέργεια, το γνήσιο ενδιαφέρον και το καθήκον τους προσέλκυσαν.
Πρώτοι στην Αγορά, στον χώρο των καθολικών συμβουλίων, έφτασαν από τους Αρχηγούς ο Οδυσσέας κι ο Διομήδης, παρότι χωλοί. Ξάγρυπνοι ως είχαν μείνει, τριγυρνούσαν στο στρατόπεδο ανήσυχοι κι ήταν πλησίον, όταν ήχησε το κέλευσμα. Δεν έλαβαν τις θέσεις τους, στάθηκαν με στήριγμα τα ακόντια που τους έσερναν. Λίαν συντόμως, κατέφθασαν ο Μενέλαος κι ο Ιδομενέας, έπειτα ο Νέστωρ κι οι Αίαντες, μα πιο αισθητή από όλες έγινε η έλευση του Αγαμέμνονα, ο οποίος με δεμένο χέρι και κεφάλι σκυφτό, περπάτησε κι έλαβε τη θέση του σιωπηλά.
Ο Οδυσσέας κι ο Αχιλλέας αντάλλαξαν μια πύρινη ματιά, ενθυμούμενοι κι οι δυο πότε και πώς είχε λάβει χώρα το ύστατο Συμβούλιο στην Αγορά. Ο Πηλείδης είχε ξεθηκαρώσει το σπαθί κι απειλούσε θανάσιμα, είχε εγκαταλείψει τους πάντες και τα πάντα στη μοίρα τους, προκαλώντας συμφορές απανωτές και δεινά αβάσταχτα. Από την πρώτη στιγμή του είχε περάσει αυτό από τον νου· ότι η κακοδαιμονία κι η θεϊκή εχθρότητα οφειλόταν σε δική του διαμεσολάβηση. Άλλωστε, γιός Θεάς ήταν.
Μόλις κάθισε κι ο τελευταίος Αρχηγός, ο ιατρός Μαχάων, σηκώθηκε όρθιος ο Πηλείδης, λαμβάνοντας τον λόγο αυτόματα.
«Θαρρείς μας βοήθησε η διχόνοια που ξέσπασε ανάμεσα μας με αφορμή την κόρη, Αγαμέμνονα;» Ρώτησε ευθέως τον Ατρείδη, καρφώνοντας το βλέμμα στο δικό του με έκφραση εντελώς δυσανάγνωστη. «Πόσα δεινά επέφερε εκατέρωθεν, πόσους άδικους θανάτους κι οδύνη, με αιτία την οργή μου; Μακάρι να με είχε σκοτώσει με βέλος η Άρτεμις εκείνη την ημέρα που πόρθησα τη Λυρνησσό, να μην την είχα γνωρίσει ποτέ! Από τη διχογνωμία μας ιδού, νίκησαν εξακολουθητικά οι Τρώες κι ο Έκτωρ χαίρεται νίκες!» Πήρε μια βαθιά ανάσα κι εξέπνευσε βαριά, προτού συνεχίσει. Στη σύνοδο επικρατούσε απόλυτη σιγή, ήταν όλοι αγκιστρωμένοι σε κάθε του λέξη. «Μα είναι καιρός θαρρώ να αφήσουμε όσα μας πλήττουν στο παρελθόν, να ενωθούμε ξανά, για το καλό όλων. Δε θα πάψω, βέβαια, να κρατώ τον θυμό μου άσβεστο. Το πρωινό, όμως, που θα συνάξεις τον στρατό για μάχη, θα είμαι εκεί μαζί με τους Μυρμιδόνες. Όλους θα δοκιμάσω τους Τρώες αν χρειαστεί, να δούμε αν θα θελήσουν άλλο να ξενυχτούν σιμά μας. Σε βεβαιώ ότι όσοι προλάβουν και επιβιώσουν ή δεν κλειστούν εγκαίρως στα τείχη, θα κλίνουν το γόνυ πρόθυμα.»
Αν και κανείς δεν έβγαζε λαλιά, στα πρόσωπα των Αχαιών είχε αποτυπωθεί με τα πιο γλαφυρά χρώματα η ανακούφιση, η αγαλλίαση κι η ελπίδα. Η επιστροφή του Πηλείδη θα σήμαινε αναμφίβολα την παύση της ανησυχίας τους, την επαναφορά μιας σταθεράς ισχύος και ασίγαστης δίψας για νίκη. Και μόνο η θωριά του, θα τους ενέπνεε να μάχονται αδιάκοπα, με ηρωισμό και τόλμη.
Ο Οδυσσέας, ωστόσο, είχε συνοφρυωθεί, είχε σμίξει τα φρύδια και ρυτιδώσει το πρόσωπο, βαλλόμενος από σκέψεις ταχείες και ζοφερές. Η ψυχρή ματιά του Αγαμέμνονα τον θορυβούσε. Μοιράζονταν το ίδιο συμπέρασμα, εμφανώς· όλες οι συμφορές είχαν προέλθει από τον Αχιλλέα, εκείνος είχε εισηγηθεί τον όλεθρο τους. Αναλογιζόταν πόση οργή συσσωρευόταν μέσα του, βλέποντας τον να υποκρίνεται ανωτερότητα. Αμφότεροι Ατρείδης και Λαερτιάδης ήταν σίγουροι πως αν δεν είχε σκοτωθεί ο Πάτροκλος, ο Αχιλλέας θα βρισκόταν καθοδόν για το πατρικό του.
Όταν τελικά ο μέγας Αγαμέμνων σηκώθηκε από τη θέση του, σταθερά αμετακίνητος όμως, το ακροατήριο κράτησε την ανάσα του. Έστρεψε το βλέμμα σε εκείνους, φαινομενικά αγνοώντας τι να πει. Αποφάσισε, λοιπόν, να κερδίσει χρόνο και να αποφύγει την άβολη σιωπή.
«Ακούστε με προσεκτικά, φίλοι Δαναοί, μη με διακόψετε, διότι θα χάσω τον ειρμό μου κι ήσυχα αφήστε με να ολοκληρώσω, γιατί πάνω από την οχλαγωγία κι ο πιο τρανός νομικός σιωπεί.»
Τότε, επανήλθε στον Αχιλλέα, επιτρέποντας για πρώτη φορά στην ανακούφιση να εμφανιστεί στο πρόσωπό του. Μπορούσε να αφουγκραστεί την καρδιά του Μενέλαου που παλλόταν φρενήρως από αγωνία.
«Αχιλλέα, μαύρη κατάρα έπεσε πάνω μας και μας διέλυσε. Δεν είμαστε πάρα θνητοί, ανήμποροι να αντισταθούμε στην παντοδυναμία των Θεών. Οι Θεοί είναι ικανοί για όλα. Ορίστε, πού καταντήσαμε· οι Τρώες μας παραφυλούν, στο πεδίο κείτονται εκατοντάδες νεκροί μας, ενώ οι Βοιωτοί, οι Ροδίτες, οι Θεσσαλοί και πόσοι άλλοι θρηνούν πρωτοπαλίκαρα και βασιλόπουλα, παιδιά ηρώων, Αργοναυτών. Με ονείδισαν δίκαια για τη διαμάχη μας, καθώς η Άτη με εξαπάτησε, με γέμισε αυταπάτες. Ο δόλος της πασίγνωστος· για αυτό, εκδιώχθηκε κι έπεσε από τον Όλυμπο αυτή η φτερωτή θεά με τα ασημένια μαλλιά, η κοκαλιάρα μέγαιρα που πλάθει τα πιο στυγερά εγκλήματα. Αυτή με τύφλωσε, μου πήρε τον νου κι ο Δίας δε με άφηνε να κατανοήσω το μέγεθος της αμαρτίας και του σφάλματος μου. Για αυτό, πλουσιοπάροχα θα επανορθώσω τώρα. Σήκω, Αχιλλέα, ετοιμάσου να ηγηθείς της σημερινής επίθεσης και θα λάβεις όλα όσα σου υποσχέθηκε το προηγούμενο βράδυ ο Οδυσσέας. Θα στείλω αμέσως να στα φέρουν, να τα δεις όλα!»
Χαμογελώντας άκρως ευχαριστημένος ο Πηλείδης, απόθεσε ένα χέρι στον ώμο του καθησυχαστικά.
«Μην κουράζεσαι και μην κουράζεις κανέναν· δικά σου είναι τα δώρα και μπορείς να τα δώσεις όπου θες ή να τα κρατήσεις. Είναι ώρα μάχης κι ορμής, μη χρονοτριβούμε με λόγια,» αποκρίθηκε κρυπτικά και στράφηκε στο προφανώς ενθουσιασμένο πλήθος. «Το μέγα έργο παραμένει ακόμα άπρακτο. Έτσι, λοιπόν, θα δείτε ξανά τον γιό του Πηλέα να κόβει τις γραμμές των Τρώων και να συντρίβει τις ελπίδες τους για νίκη! Ας ετοιμαστούμε για μάχη!»
Αλαλαγμοί κι ευτυχείς ιαχές, ευέλπιδες, ζωηρές, ξεσηκώθηκαν από άκρο σε άκρο του όχλου, επευφημώντας τον ημίθεο ωσάν των Θεών πρώτο. Ο Οδυσσέας, όμως, παρότι ήσυχος ότι ο Αχιλλέας κι ο Αγαμέμνων είχαν ειρηνεύσει παροντικά, γνώριζε ότι η παραίνεση του Πηλείδη χαρακτηριζόταν επιεικώς επιπόλαια κι ίσως σήμανε άλλη μια ήττα. Όταν του ζήτησε το σκήπτρο του ομιλητή, του το έδωσε πρόθυμα μα παραξενευμένα. Βλέποντας τον στο βάθρο του ομιλητή, στο κέντρο της Αγοράς, σίγησαν όλοι.
«Ασύγκριτος όσο κι αν είσαι, θεόμορφε Αχιλλέα, μην αφήσεις τους άνδρες μας να κινήσεις για μάχη νηστικοί, γιατί σίγουρα δε θα είναι σύντομη. Όσο μένος έχουμε εμείς, τόσο έχουν κι αυτοί, που πολεμούν για τις εστίες τους. Διάταξε κάλλιστα να γευματίσουν πρώτα καλά και να σβήσουν τη δίψα τους. Η δύναμη του ανθρώπου τελικά, ο οίνος και το φαγητό είναι. Σωστά;»
Μόνο αφότου έλαβε νεύματα και φωνές επιδοκιμασίας, συνέχισε.
«Όσο γενναία κι αν μάχεται η ψυχή και ωθεί στον αγώνα, αν δε συμβαδίζει το σώμα αδύναμο και πεινασμένο, η δύναμη ατροφεί. Φρόνιμο τώρα είναι πρώτα να διαλυθεί το πλήθος, Αχιλλέα Πηλείδη και να δειπνήσουν όλοι επαρκώς.»
Το σαστισμένο, σχεδόν θυμωμένο βλέμμα του ημίθεου, που διόλου δε συμφωνούσε με την καθυστέρηση που του φάνταζε παράλογη, δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Άνακτα της Ιθάκης. Έγειρε κοντά του και ψιθύρισε, ώστε να τον ακούσει μόνο εκείνος.
«Είσαι ένας κι είναι χιλιάδες. Αν κλείνουμε τα αυτιά στις ανάγκες των χιλιάδων, χαθήκαμε. Ξέρω ότι αρκεί ως τροφή σου η δίκαιη οργή μα αυτοί δεν έχουν την πολυτέλεια των συναισθημάτων, όταν έχουν μάθει παιδιόθεν να επιβιώνουν απλά κι όχι να ζουν υπό τους χτύπους της καρδιάς.»
Στην παύση του, ο Πηλείδης ένευσε καταφατικά και πράγματι, έδωσε τη συγκατάθεσή του, επικροτώντας πλήρως την πρότασή του, φαινομενικά. Μολονότι κίνησε να απομακρυνθεί, ο Λαερτιάδης του γράπωσε το μπράτσο με εξαιρετική δύναμη και τόλμη, δεδομένης της διαφοράς ισχύος και του τραυματισμού του.
«Μη βιάζεσαι, έχω κι άλλα να σου πω,» σήκωσε προκλητικά το άριστες του φρύδι, για να του μαγνητίσει την προσοχή. «Δέξου τα δώρα του Ατρείδη, επίτρεψε να σου τα φέρουν στη σκηνή, για να τα δουν όλοι και να χαρείς κι εσύ. Να τον βάλεις να ορκιστεί δημόσια ότι δεν άγγιξε τη Βρυσηίδα όσο την κράτησε, για να εξαλειφθεί κάθε σκιά και μνησικακία ανάμεσά σας.»
«Συνετός και διορατικός, όπως πάντα,» του χαμογέλασε βεβιασμένα μα ειλικρινά, κατανοώντας ότι προσπαθούσε να εξομαλύνει πλήρως το χάσμα των Αχαιών που προ ολίγου έμοιαζε αγεφύρωτο.
«Παράθεσε, Ατρείδη τρανέ, γεύμα εσύ προς τιμήν του Αχιλλέα που επιστρέφει, του Αχιλλέα που ανακτά την πρωτοκαθεδρία μας επάξια, για να δικαιωθείτε αμφότεροι,» στράφηκε και στον Αγαμέμνονα ο Οδυσσέας με λίγο δυνατότερη φωνή, αν κι είχε φροντίσει να μη χάσει ούτε μια του λέξη από όσα είχε πει στον Αχιλλέα εσκεμμένα. «Έτσι, μελλοντικά, θα είσαι δικαιότερος και με άλλους, Αγαμέμνων, όπως σήμερα. Ποσώς κατάκριση δεν αρμόζει σε Βασιλιά που αδίκησε κι ύστερα, καταπραΰνει ανάλογα.»
Για μια στιγμή που έμοιαζε αιώνας, ο Αγαμέμνων δεν έβγαλε μιλιά, στα πυρόξανθα του χαρακτηριστικά δεν υπήρχε ίχνος συναισθήματος. Επρόκειτο για τη δεύτερη πράξη αψήφησης και καθαρής ειλικρίνειας του Οδυσσέα απέναντι του σε λιγότερο από μια ημέρα. Αυτή τη φορά, είχε μιλήσει δημόσια, σε όλον τον στρατό, λησμονώντας ότι ήταν κατώτερος του, ότι δεν είχε δικαίωμα να του κάνει υποδείξεις ως νεότερος κι όχι μέλος της Γερουσίας. Ωστόσο, την ώρα εκείνη κατάλαβε πόσο πολύτιμος ήταν πραγματικά· μέσα σε ένα Συμβούλιο που είτε τον υπηρετούσαν τυφλά με κολακείες είτε τον αψηφούσαν τυφλά με μίσος, χρειαζόταν ένας θεατής με καθαρή ματιά, ένας αμερόληπτος παράγοντας, που θα επιδείκνυε τη λογική και το δίκαιο. Με την ορθή του προτροπή, ο Οδυσσέας δεν είχε να κερδίσει τίποτα· τουναντίον, κινδύνευε να χάσει την εύνοια του Αρχιστράτηγου και το κύρος του. Ακόμη κι έτσι, δεδομένων των πολιτικών κινδύνων, είχε σηκωθεί και πει τη γυμνή αλήθεια, είχε προτρέψει στη δικαιοσύνη, είχε αναλογιστεί τις επιθυμίες του λαού.
Ο Αγαμέμνων σηκώθηκε ξανά από τη θέση του και χάρισε στον γιό του Λαέρτη ένα ειλικρινές, ολόφωτο χαμόγελο.
«Πολύ ευφράνθηκα από τους λόγους σου, Οδυσσέα,» τον άγγιξε προσεκτικά μα φιλικά στον ώμο με το αρτιμελές του χέρι. «Μίλησες με ορθότητα, όπως προστάζει η τάξη. Έτσι, λοιπόν, ομώνω μπροστά στους στρατιώτες μας τους ένδοξους και επίορκος δεν έγινα ποτέ μου· δεν άπλωσα χέρι άσεμνο στη Βρυσηίδα ποτέ κι άμωμη από εμένα την επιστρέφω στον Αχιλλέα.» Με ένα απλό του νεύμα, ο πιστός παντοτινά Ταλθύβιος φάνηκε δεξιά του. «Πήγαινε στο καράβι μου, Ταλθύβιε και προσκόμισε όλα όσα έταξα προχθές τη νύχτα στον Πηλείδη, μαζί και τον πιο παχύ μου χοίρο, για να θυσιάσουμε στον Ήλιο και στον Δία πριν τη μάχη.»
Κι ενώ ο κήρυκας έσπευδε να εκτελέσει τη διαταγή αμέσως, ο Πηλείδης φαινόταν πιο ευχαριστημένος από ποτέ άλλοτε, με το πρόσωπό του να λάμπει, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά ευγνωμοσύνης στον Οδυσσέα. Φυσικά και τα ήθελε όλα τα δώρα του Αγαμέμνονα, τα γεμάτα πλούτο και κύρος, πόσο μάλλον τη Βρυσηίδα ξανά δική του· αν, όμως, τα δεχόταν εξαρχής δημοσίως, θα φάνταζε παραδόπιστος κι άπληστος.
«Σε ευχαριστώ, τρισένδοξε Αγαμέμνονα, Αρχιστράτηγε μας, αλλά μη χρονοτριβούμε αδίκως πλέον. Επείγει η έναρξη της μάχης. Ας μην καίει άδικα η ορμή στα στήθη μας. Απο τον Έκτορα, τον φερόμενο ως ευνοούμενο του Δία, κείτονται τόσοι νεκροί μας καταγής κι εσείς θέλετε να ευφρανθούμε με φαγοπότια; Χίλιες φορές καλύτερα να πάμε νηστικοί στη μάχη και να χαρούμε συμπόσιο πλούσιο, μετά την εκδίκηση του ονείδους μας. Όσο με αφορά, ούτε να πιω μπορώ ούτε να φάω, μπροστά στο νεκρό σώμα του φίλου μου. Δε θα με κινήσει καμία τροφή παρά μόνο το αίμα, ο φόνος των εχθρών κι ο επιθανάτιος βόγγος τους.»
Και πάλι, για να αποτρέψει την όποια ανάρμοστη αναζωπύρωση, διαφωνία ή αψιμαχία, γνωρίζοντας πόσο ευέξαπτοι ήταν αμφότεροι οι πανίσχυροι άνδρες, επενέβη ο Οδυσσέας, στεκόμενος μπροστά στον Αχιλλέα με όλο του το θάρρος και μόνο όπλο το εύλογο.
«Με ξεπερνάς αναμφίβολα παρασάγγας στα όπλα, Υπέρτατε Αχιλλέα, αλλά εγώ υπερτερώ στη νόηση. Κι αν τούτο δεν πιστεύεις, σεβάσου με ως μεγαλύτερο και πιο έμπειρο από εσένα· στέρξε με και κλίνε στον λόγο μου. Ο κόρος του πολέμου έρχεται νωρίς για τον άνθρωπο, καθώς τον θερισμό προστάζει ο Ζεύς και ορίζει με την πλάστιγγά του. Δεν μπορούμε διαρκώς να κλαίμε τους νεκρούς μας, αφού κάθε μέρα χάνονται πλήθος. Πότε θαρρείς θα τερματίσει η λύπη μας; Μια ημέρα ολόκληρη θα κηδεύουμε και θα θρηνούμε με δάκρυα, οπωσδήποτε, όταν έρθει η ώρα. Όσοι, όμως, έμειναν να αγωνίζονται στον μισητό πόλεμο, θα καθίσουν τώρα να δειπνήσουν γαλήνια, για να κρατηθούν δυνατοί και να πολεμήσουν γενναία. Καμία άλλη προσταγή, κανένα άλλο θέλημα δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή.»
Έτσι, οι τράπεζες στρώθηκαν κι ενώ τα πρόχειρα εδέσματα καταναλώνονταν ήδη από τους λυσσασμένα πεινασμένους στρατιώτες, ο Οδυσσέας πήρε συντρόφους τον Αντίλοχο και τον Θρασυμήδη, του Νέστορα τα αγόρια, τον Θόαντα, τον Μελάνιππο, τον Μέγη, τον Μηριόνη και τον Λυκομήδη, τους πιο άξιους πολέμαρχους των Αχαιών που παρέμεναν αρτιμελείς και δεν ηγούνταν Οίκων. Μαζί, κίνησαν για τη σκηνή του Αγαμέμνονα, για να συλλέξουν τα τρόπαια του Αχιλλέα. Στα βλέμματα οίκτου στο τραύμα του, απάντησε απλά.
«Μη με φοβάστε· θα έχω ώρα άπλετη να ξεκουραστώ, όταν εσείς κουράζεστε στον αγώνα.»
Ο Θόας κι ο Μηριόνης πήραν στα χέρια τους εφτά ολόχρυσους τρίποδες που είχαν υποσχεθεί, τους είκοσι λέβητες πήραν οι γιοί του Νέστορα με τον Μέγη και τα δώδεκα πουλάρια ανέλαβαν να μεταφέρουν ο Λυκομήδης κι ο Μελάνιππος. Οι εφτά γυναίκες που είχαν ταχθεί εξήλθαν μόνες της σκηνής, με σκυμμένα κεφάλια, ταπεινές· όγδοη και στωική φάνηκε η Βρυσηίδα, κοιτώντας τον συνοδό Οδυσσέα με ευγνωμοσύνη και θλίψη ταυτόχρονα. Είχε μάθει προφανώς τη μοίρα του Πάτροκλου. Ύστερα, ο ίδιος ο γιός του Λαέρτη ζύγισε δέκα τάλαντα χρυσό στον ζυγό, για να μην παραληφθεί ούτε δράμι κι αμέσως μετά, κίνησαν όλοι, η πομπή των αμύθητων, πολύτιμων δώρων, για την Αγορά και πάλι.
Στο κέντρο καταμεσής, απόθεσαν όλα τα άψυχα αντικείμενα και τις κόρες περιστοίχισαν τα παλικάρια, διότι ακόμα δεν είχε τελεστεί το πιο σημαντικό· η θυσία του μεγάλου χοίρου, τον οποίο κρατούσε παραπέρα με σθένος ο Ταλθύβιος, για να σφραγίσει τον όρκο αλήθειας του μεγάλου Ατρείδη.
Ο Αγαμέμνων τότε, έβγαλε το εγχειρίδιο που φυλούσε πάντα δίπλα στο ξίφος του στη ζώνη κι αφού έκοψε εύκολα τις τρίχες του ζώου, ύψωσε τα χέρια με ευλάβεια στον ουρανό, στον Δία, για να αφιερώσει δέηση και σπονδή, η οποία εισακούστηκε με κατάνυξη και σιγή από τους Αργείους.
«Μάρτυς μου ο Δίας, ο παντοδύναμος, ο Ήλιος, η Γη, μαζί κι οι καταχθόνιες Θεές που ταλανίζουν τους επίορκους, οι Ερινύες. Μιλώ αληθινά· όσο την είχα κοντά μου, δεν άπλωσα χέρι άσεμνο στη Βρυσηίδα, δεν την άγγιξα ποτέ, αμόλυντη έμεινε από εμένα. Εάν ψεύδομαι, είθε να πάθω δίκαια όσα αξίζουν στους ασεβείς, τους ψεύτες κι υποκριτές.»
Με το πέρας του όρκου του, έσφαξε το ζώο με μια γρήγορη, ακριβή κίνηση κι ο Ταλθύβιος το πήρε και το πέταξε στη θάλασσα στους αφρούς, βορά για τα ζωντανά του ύδατος. Όταν επέστρεψε κι ένευσε τελετουργικά ο κήρυκας, σηκώθηκε από τον θρόνο του ο Αχιλλέας, για να μιλήσει με τη σειρά του.
«Ω Δία, πόσο άσχημα τυφλώνεις τους θνητούς! Ειδάλλως, δε θα αγρίευε τόσο αδάμαστα η ψυχή μου από τον Αγαμέμνονα, δε θα έπαιρνε από το πείσμα μου τη Βρυσηίδα αμάλακτα. Μα έτσι έπρεπε· θέλησε ο Ζεύς να χαθούν πολλοί γενναίοι από εμάς. Φάγετε τώρα, εσείς, για να χυθούμε μετά στη μάχη.»
Με το έναυσμα τούτο, η σύνοδος διαλύθηκαν και ξεκίνησε το βιαστικό μα αδρομερές φαγοπότι, για να ευφρανθεί το σώμα και το πνεύμα των ανδρών. Οι Μυρμιδόνες δε, ανέλαβαν να μεταφέρουν τα δώρα στη σκηνή του Αχιλλέα· πήραν τα χρυσά εκεί και τις κόρες, ενώ τα άλογα οι θεράποντες οδήγησαν στην αγέλη, στον στάβλο του.
Η Βρυσηίδα, αποσβολωμένη και καταβεβλημένη από κυκεώνας τρελούς συναισθημάτων, αντικρουόμενους, εισήλθε τελευταία στη σκηνή του Πηλείδη και προτού προλάβουν να συναντηθούν οι ματιές τους, το καθαρό της βλέμμα έπεσε στον νεκρό, τυλιγμένο Πάτροκλο. Τα γόνατα λύγισαν, η καρδιά τσακίστηκε. Το ήξερε ότι είχε χαθεί στη μάχη της προηγουμένης αλλά δεν άντεχε τη θέα του. Ούτε μια ημέρα πριν, τον είχε δει ακμαίο, υγιή, γερό, γεμάτο ζέση. Άθελα της, σκέφτηκε ότι αν δεν τον είχε παρακινήσει και πιέσει τόσο, ίσως να ζούσε ακόμα και ξέσπασε απότομα σε λυγμούς ασυγκράτητους, με ποταμούς δακρύων και σωριάστηκε δίπλα του, για να τον θρηνήσει. Χτυπιόταν, με τα νύχια ξέσκιζε το σώμα της, φώναζε κι έπνιγε ουρλιαχτά με τα αναφιλητά.
«Πάτροκλε, πολυαγαπημένε μου, αλίμονο· σε άφησα ζωντανό, όταν με πήραν από εδώ. Γυρίζω, βασιλιά μου και σε βρίσκω νεκρό, άψυχο, σκοτωμένο! Μαύρη η μοίρα μου, αρπάζει όλους τους αγαπημένους. Όπως χάθηκε η πόλη μου, η οικογένεια όλη, ο άνδρας μου από τον Πηλείδη, έτσι κι εσύ, καλέ μου, σφάχτηκες! Πιο γλυκός κι ευγενής από εσένα, δε γεννήθηκε· εδώ που κείτεσαι καθόμαστε και ονειρευόμασταν να με κάνεις νύφη του Αχιλλέα, να γυρίσουμε στη Φθία και να σταθώ δίπλα του Άνασσα, ακριβέ μου φίλε, θαρραλέε, που δε με άφησες ποτέ να κλάψω, να λυπηθώ μα πάντα να γελάω με έκανες.»
Τριγύρω της έπεσαν κι οι άλλες εφτά κοπέλες, θρηνώντας φαινομενικά τον Πάτροκλο μα ουσιαστικά τους δικούς τους νεκρούς. Μονάχα εκείνη, η Βασίλισσα της Λυρνησσού, μοιρολογούσε αδιάκοπα τον γιό του Μενοίτου, απαρηγόρητη. Ο Αχιλλέας την παρακολουθούσε βουρκωμένος κι όταν βρήκε τη δύναμη, πλησίασε, την αγκάλιασε από την πλάτη και τους ώμους και την κρατούσε σφιχτά, με πέτρινη στοργή. Η Βρυσηίδα συνέχισε τους πένθιμους ύμνους και τα δάκρυα της πια μουσκεύαν τον χιτώνα του.
Τους ζύγωσε διστακτικά σύντομα ο Αυτομέδων, φέρνοντας κρασί και φαγητό για τον Αχιλλέα. Αμέσως, κούνησε το κεφάλι αρνητικά, αδιάλλακτα.
«Αν με αγαπάς κι εσύ κι όλοι οι φίλοι μου, μη με στεναχωρείτε. Με φαγητό και ποτό δε θα ευφρανθεί η καρδιά μου ουδόλως, η θλίψη με πλακώνει. Μέχρι τη δόση του Ηλίου, μονάχα να υποφέρω είμαι άξιος.»
Εντός κι εκτός της βασιλικής, τεράστιας σκηνής, είχαν συγκεντρωθεί άπαντες οι Άνακτες, οι Αρχηγοί και πλήθος στρατιωτών χορτασμένων, για να συμπαρασταθούν στον Πηλείδη, με πρώτους τους Ατρείδες, τον Ιδομενέα, τον Οδυσσέα, τους Αίαντες. Ένιωσε καταπιεσμένος, σαν να μην μπορούσε να ανασάνει· δεν άντεχε τόσο κόσμο και η οδύνη της Βρυσηίδας τον τρέλαινε.
«Να φύγουν όλοι,» είπε στον Φοίνικα επιτακτικά. «Θέλω γαλήνη κι ηρεμία. Μονάχα εσύ να μείνεις κι ο γέροντας Νέστορας, μαζί ο Οδυσσέας, ο Ιδομενέας και οι Ατρείδες. Αυτούς θέλω συμπαραστάτες μου μόνο.»
Έσπευσε να υπακούσει ο γέροντας διδάσκαλος αλλά πρώτα, έσφιξε τον ώμο του μαθητή και πνευματικού του γιού με υπερηφάνεια στο πρόσωπο. Ήταν πράξη καλής θέλησης και αληθινής συμφιλίωσης να επιτρέψει στους Ατρείδες να μείνουν κοντά στο πένθος του.
Έτσι, ο όχλος αποσύρθηκε για μια ύστατη ανάσα ξεκούρασης προ της νέας μάχης, ενώ οι λίγοι επίλεκτοι έμειναν δίπλα στον Αχιλλέα και στη Βρυσηίδα. Εκείνη, αποκαμωμένη πλέον, μουρμούριζε θρήνους και δεν έπαυε να κλαίει, καθώς αυτός είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στην καρδιά του κι αντηχούσαν στον νου της χτύποι που δήλωναν πόνο απίστευτο, θλίψη και βαθειά, ασίγαστη οργή. Γύρω τους, ακούγονταν λόγια παρηγοριάς πολλά, που περνούσαν αδιάφορα. Ο Αχιλλέας ένιωσε κάποια στιγμή το σταθερό χέρι του Αγαμέμνονα στον ώμο του, που είχε χάσει έφηβος τους γονείς του κι ένιωθε τη μαύρη απώλεια κατάκαρδα ακόμη. Όσο κι αν έπρεπε να υποκριθεί ότι το εκτιμούσε, δεν είχε το κουράγιο.
Με την άκρη του ματιού του, είδε τον Μενέλαο· αυτό το πανέμορφο, θαρραλέο παλικάρι που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη σκιά του αδελφού του. Εκείνος κατά πάσα πιθανότητα δε θυμόταν τους γονείς τους, ήταν πάρα πολύ μικρός, όταν χάθηκαν άδοξα και εξευτελιστικά. Ήσυχος, σιωπηλός, στεκούμενος σε μια γωνία με τα χέρια σφιγμένα και μάτια κόκκινα που δεν ήξεραν αν τους επιτρεπόταν να δακρύσουν. Ένα μπερδεμένο, σκληραγωγημένο παιδί, γνήσιο τέκνο του Άρη και Άναξ της Σπάρτης, που έπαψε να μεγαλώνει στην ψυχή πριν δεκαετίες κι έχασε κάθε αξιοπρέπεια από την κοροϊδία και το στίγμα του απατημένου, του ανίκανου να κρατήσει τη γυναίκα του.
Έστρεψε το βλέμμα στη Βρυσηίδα, αποφεύγοντας επιμελώς το πιο επώδυνο σημείο· αν κοίταζε αυτό, θα κατέρρεε. Η γυναίκα που στα μάτια του φάνταζε η καλλονή των καλλονών κοιτούσε το τίποτα, τα αμυγδαλωτά της μάτια είχαν χαθεί στο υπερπέραν του κενού μα ένιωθε τη λαβή της. Είχε γαντζωθεί επάνω του αποφασιστικά, σαν να ήταν η μόνη της πηγή λογικής, ελπίδας και φωτός, μέσα στη ζοφερή τραγωδία που βίωναν κι είχαν χριστεί μη ηθελημένα πρωταγωνιστές. Ήταν ξανά δική του και δεν μπορούσε να αγαλλιάσει.
Μα τότε, τα μάτια του τον πρόδωσαν και έπεσαν στο μόνο μέρος που δεν ήθελε και σκοτείνιασε ολάκερος ξανά, για να κυλούν ολοένα νέα δάκρυα στις παρίες του. Κοιτούσε την τράπεζα, την οποία πλέον οι δούλες άδειαζαν από σκεύη κι αποφάγια, που θα ταΐζονταν στα γουρούνια.
«Κι εσύ, κάποτε, τριγυρνούσες ωσάν μέλισσα και μεριμνούσες γύρω από αυτήν την τράπεζα για τον στρατό, για να ετοιμαστεί στην εντέλεια ο αγώνας του πολύθρηνου Άρη,» αναστέναξε, με βλέμμα καρφωμένο στο δρύινο έπιπλο μα όλοι κατάλαβαν πού απευθυνόταν πραγματικά. «Πια, ο πόθος σου δε με αφήνει ούτε να γευματίσω καν, γιατί δε θα μπορούσε να με βρει μεγαλύτερο δεινό. Ούτε αν πέθαινε ο σεπτός πατέρας μου, που ξεροσταλιάζει να με περιμένει στη Φθία όσο πολεμώ για τη μισητή Ελένη και δε γυρίζω· ούτε αν χανόταν ο μοναχογιός μου, το βλαστάρι μου, ο Νεοπτόλεμος, που μεγαλώνει στη Σκύρο κι ιδέα δεν έχω αν ζει ακόμα. Μονάχα μια ελπίδα έτρεφα τόσα χρόνια· να πέθαινα εγώ εδώ και να γύριζες εσύ στη Φθία, να έπαιρνες το αγόρι μου και να του τα έδειχνες όλα· το παλάτι, το κάστρο, τον στρατό, τους δούλους, να μάθαινε τα πάντα, μη στηριζόταν στον γέροντα παππού του, που ζει μόνο για να ακούσει τη μαύρη είδηση του θανάτου μου και μπορεί από τη θλίψη να έχει ήδη πεθάνει.»
Έκλαιγε ο Αχιλλέας, η Βρυσηίδα, μαζί του κι όλοι οι παρευρισκόμενοι Άνακτες, ενθυμούμενοι όσους είχαν αφήσει στις πατρίδες. Ο Αγαμέμνων αναλογίστηκε τα παιδιά του, τον μοναχογιό του Ορέστη, που δεν ήταν πάρα μωρό όταν τον άφησε και μεγάλωνε μονάχα με τον βράχο που λεγόταν Κλυταιμνήστρα, εκείνη τη γυναίκα ευλογία, που μπορούσε εύκολα να μετατραπεί από στολίδι σε αγκάθι, όπως κι η αδελφή της. Κι εκείνη του έλειπε αφόρητα, διότι καμία δούλα δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει ή να του εκφράσει την απόλυτη αλήθεια με σκληρότητα και αμεροληψία. Σιχαινόταν και φοβόταν την άψογη υπακοή, κατά τη συμβουλή του πατέρα Ατρέα.
Η καρδιά του Μενέλαου ράγιζε πάντοτε στη σκέψη της Ερμιόνης, ενός ερήμου παιδιού που μεγάλωνε μοναχή, έχοντας φύγει κι από τις Μυκήνες πλέον. Μητέρα δεν είχε ούτε γιαγιά κι οι θείες της βρίσκονταν πολύ μακριά. Ήταν το μοναδικό του ανεξίτηλο σημείο από την Ελένη και το είχε εγκαταλείψει.
Ο Ιδομενέας αγωνιούσε για την οικογένειά του· τη Μήδα, τους γιούς και τη μοναχοκόρη του. Όσο κι αν εμπιστευόταν τον γαμβρό του για Αντιβασιλέα, ένα παράξενο, ανεξήγητο προαίσθημα τον γέμιζε ανησυχία. Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους πια, ήταν ανίκανος να διατάξει να δωθεί το σκήπτρο της Αντιβασιλείας στον πρωτότοκο γιό του, τον Ίφικλο, που πατούσε τα είκοσι χρόνια, εντελώς κατάλληλος επιτέλους στην ηλικία.
Ο Οδυσσέας, πάλι, δεν αγωνιούσε για το στέμμα και τον θρόνο του ούτε για την ακεραιότητα της οικογένειάς του, καθότι είχε αφήσει τον πιο ταιριαστό, υπεύθυνο και ευφυή άνθρωπο στη θέση του· την Πηνελόπη. Μια γυναίκα υπερβολικά τέλεια για εκείνον κι όποιον άνδρα, υπερβολικά υπέροχη για την Ιθάκη κι όποιο βασίλειο του κόσμου. Εκείνη του έλειπε πάντοτε, μαζί και το αγοράκι που δεν ήξερε καν πώς ηχούσε η φωνή του. Φοβόταν μόνο μήπως ο ευαίσθητος οργανισμός του πατέρα του εξασθενούσε πλήρως, προτού προλάβαινε να γυρίσει και να του κλείσει τα μάτια. Για τη μητέρα του δεν αγωνιούσε διόλου· ήταν δυνατή και σκληραγωγημένη, γνήσια κόρη του Αυτόλυκου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στον Όλυμπο, κατά την ώρα εκείνη της Αυγής, μονάχα ο άγρυπνος Δίας και η Αθηνά που αγωνιούσε ήταν ξυπνητοί από τους Θεούς κι αμφότεροι παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα της σκηνής του Αχιλλέα με θλίψη για λόγους αποκλίνοντες. Η Αθηνά έτρεμε για την πληγή του Οδυσσέα μήπως υποτροπίαζε εκ νέου, γιατί ταλαιπωρούταν απίστευτα στεκούμενος ορθός, ενώ ο Δίας ένιωθε κατάκαρδα το πένθος του Αχιλλέα και λυπόταν, παρότι γνώριζε πως έτσι ήταν το δίκαιο. Ο Πάτροκλος αποτελούσε το τίμημα για το πείσμα του, την κραταιή του μήνι, που είχε στείλει στον Άδη εκατοντάδες παλικάρια των Αχαιών. Οι Μοίρες έτσι, τον είχαν τιμωρήσει, διότι μπορεί να είχε κερδίσει την εύνοια του Δία μέσω της μητέρας του μα τη δική τους δεν την είχε ποτέ κανείς και με απολυτότητα απέδιδαν δικαιοσύνη.
«Τον ξέχασες, θαρρώ, τον Πηλείδη, Αθηνά,» σηκώθηκε από τον θρόνο του ο Ζεύς κι αγκάλιασε το παιδί του, ως μια ένδειξη λατρείας που δε σπάνιζε για εκείνη, σε αντίθεση με όλα τα άλλα βλαστάρια του. «Δεν έχεις τον νου σου πλέον σε αυτόν τον θείο άνδρα; Ο θρήνος τον κατέβαλε, αρνείται να φάει ή να πιεί και θα εξαντληθεί, θνητός είναι. Πάρε και δώσε του νέκταρ κι αμβροσία, για να αντέξει σήμερα την άγρια μάχη.»
«Όσα είπες, ήδη σκεφτόμουν, πατέρα,» απάντησε μουδιασμένα η Παλλάς και με μια υπόκλιση, αποχώρησε από τον Όλυμπο. Δεν εννοούσε, βέβαια, τους λόγους της μα ήξερε πάντοτε ποιά ανταπόκριση άρεσε στον πατέρα της.
Πήρε τη μορφή ενός γερακιού, ψιλόφωνου και πλατύφτερου, σκίζοντας τάχιστα τον άνεμο, για να βρεθεί σε ελάχιστη ώρα στο στρατόπεδο, όπου οι Αργείοι ετοιμάζονταν για τον πόλεμο. Στα νύχια της τα γαμψά, έσφιγγε τα θεία τρόφιμα· νέκταρ κι αμβροσία, φτιαγμένα από την ίδια την Εστία. Εντόπισε εύκολα τον Αχιλλέα και τα άφησε εσκεμμένα, ώστε να τον βρουν κατάστηθα. Νόμιζε ότι το πτηνό τον κουτσούλησε, μα η ευλογία πέτυχε. Επιτυχημένη, η Αθηνά επέστρεψε στον Όλυμπο, δίπλα στον πατέρα της πειθήνια, την ώρα που ο Μενέλαος έδινε το έναυσμα για να ξεκινήσει η επίθεση.
Ένας χείμαρρος από ακόντια, δόρατα, λοφία, περικεφαλαίες, ασπίδες ξεπετάχτηκαν και παταγμένοι εφόρμησαν, με κεντρικό τον Πηλείδη και τους Μυρμιδόνες. Δεξιά του, οι Αίαντες και ο Ιδομενέας στοιχίστηκαν κι αριστερά, ο Μενέλαος, ο Θόας, οι Νεστορίδες και οι Θεσσαλοί όλοι.
Ο Αχιλλέας δεν είχε μιλήσει σε κανέναν, δεν είχε απευθύνει λέξη στον στρατό. Μονάχα στα μάτια του άστραφτε η εκδίκηση, η δίψα για αίμα και θάνατο, η ανάγκη ανακούφισης έστω και μιας ρανίδας του συσσωρευμένου πόνου και των ενοχών.
Έτσι όπως έτριζαν τα δόντια του βροντερά, όπως έκαιγαν τα μάτια με φλόγα ασημένια, ήξερε πως δεν του είχε απομείνει τίποτα παρά το βαρύ ξέσπασμα στους Τρώες, το μένος που θα έπεφτε πάνω τους ανεξέλεγκτο, χωρίς οίκτο ή συναίσθηση.
Ενόσω το πρώτο στράτευμα βρισκόταν ήδη σε επίθεση υπό τις διαταγές των Αιάντων, ο γιός της Θέτιδας φορούσε την πανοπλία του. Με ευλάβεια, σχεδόν χαϊδεύοντας στοργικά τα αριστοτεχνήματα του Ηφαίστου, ζώστηκε το θείο δημιούργημα ακολουθώντας την ίδια τελετουργία με όταν φορούσε την πανοπλία του πατέρα του στον Πάτροκλο. Είχε παρέλθει λιγότερο από μια ημέρα έκτοτε και φάνταζε ένας χρόνος, μια ολόκληρη ζωή. Όταν, στο τέλος, σήκωσε την ασπίδα και την ανέμισε, η αναλαμπή της θύμιζε το ασημί φεγγάρι. Η λάμψη της ακτινοβολούσε σε όλη την πεδιάδα, στα στρατόπεδα και μέχρι και στις επάλξεις του Ιλίου την είδαν.
Με όλα τα νέα όπλα φορεμένα, έμοιαζε θεϊκός πολεμιστής· ένας αληθινός θεράπων του Άρη, ωσάν από στιγμή σε στιγμή θα πετούσε. Μειδίασε ο γιός της Θέτιδας, ευχαριστημένος από το δώρο της μάνας, αδημονώντας να το ποτίσει στο αίμα των εχθρών. Τελευταίο, άφησε το δόρυ του πατέρα του, το μυθικό σχεδόν όπλο που είχε φονεύσει μύριους κι αμέτρητους ακόμη έμελλε. Ήταν εξαιρετικά βαρύ και αδύνατον να ελεγχθεί από άλλον, μονάχα εκείνος το χρησιμοποιούσε.
Έσπευσε και βρήκε τον Αυτομέδοντα και τον Άλκιμο, που ετοίμαζαν το άρμα. Με υπέροχα ζυγόλουρα έζεψαν τα αθάνατα άλογα, τεντώσαν τα χαλινάρια προσεκτικά κι ανέβηκε πρώτος με τη μάστιγα ο Αυτομέδων, για να τον ακολουθήσει αμέσως ο πρίγκιπας τους.
«Ξάνθε, Βαλίε, αθάνατα άτια μου, προσέξτε σήμερα πολύ. Φροντίστε να μας γυρίσετε σώους στις σκηνές, όχι όπως τον άμοιρο Πάτροκλο χθες. Είθε να χορτάσουμε τη λύσσα του πολέμου σήμερα.»
Γέλασε με την προσταγή του η Ήρα από τον Όλυμπο και για να τον καθησυχάσει, έστειλε ευλογία κι ανθρώπου λαλιά στον Ξάνθο, που έτεινε στον κύριο του περήφανα με τη χαίτη.
«Μη μας επιβαρύνεις με παράπτωμα αδίκως. Δε φταίμε εμείς, κύριε, για τον θάνατο του Πάτροκλου. Καμία οκνηρία ούτε βραδύτητα υπήρξε παρά μονάχα το ανάλγητο θέλημα του Φοίβου και η λαβή του Έκτορα, που τον συνέτριψαν. Εμείς και την πνοή του μέγα Ζέφυρου μπορούμε να φτάσουμε. Να ξέρεις, όμως, ότι κι εσένα, η μοίρα αυτή σε περιμένει· από θνητό κι αθάνατο μαζί θα χαθείς.»
Δεν είπε τίποτα άλλο· η φωνή του χάθηκε όσο απότομα είχε κληθεί. Οι Ερινύες οι ίδιες του την άρπαξαν, θέλοντας να τον εμποδίσουν να αποκαλύψει άλλα μελλούμενα, τα μυστικά που γνώριζαν οι πανίσχυρες τρίδυμες κι είχαν αποκαλύψει στην προστάτιδα του, την Ήρα.
Κάγχασε ο Αχιλλέας.
«Προμηνύεις έτσι να χαθώ, πιστέ μου;» Γέλιο πικρό ξεπήδησε από τους πνεύμονες. «Εξάλλου, το γνώριζα εξαρχής ότι θα χαθώ μακριά από τους γονείς και τον οίκο μου. Ωστόσο, δε θα ησυχάσω διόλου, αν δεν τρικυμίσω δεόντως τους Τρώες!»
Στράφηκε αποφασιστικά στον Αυτομέδοντα κι ένευσε.
«Ξεκινάμε. Ήρθε η ώρα.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ξεκινάμε.
Ήρθε η ώρα η μεγάλη, της εκδίκησης, της μεγάλης πτώσης, της μεγάλης τροπής. Εφεξής, αίμα, σφαγή, θρήνος, οιμωγή παντού θα σκορπίσουν.
Τι είπα, τώρα; 😂😂
Τέλος πάντων, πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο τούτο;
Στο επόμενο, Ραψωδία Υ όπως Ύμνος θεϊκός, διότι στην επερχόμενη ραψωδία, στην 27η ημέρα της Ιλιάδας, ο Δίας αφήνει ξανά ελεύθερους όλους τους Θεούς να δράσουν και τα γεγονότα... Θα τα δούμε! ;)
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είστε εδώ, υπόσχομαι να μην καθυστερήσω ξανά. Άθλια ψυχολογικά περίοδος αυτή, ήμουν έτοιμη να εγκαταλείψω τη συγγραφή αλλά ζω, επιμένω σε αυτή την ιστορική τρέλα 😂😂
Να είστε όλες και όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top