XLI Το Χωράφι της Δόξας
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο —αφανισμένο—
μια σάρκα τώρα ποταπή —το πνεύμα του χαμένο—
ανυπεράσπιστο —χωρίς πνοή—
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ' την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ' εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα που είναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.» — Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
Κ. Καβάφης, 1897
~Ίσως άρμοζε στο προηγούμενο κεφάλαιο καλύτερα μα τώρα ξεκινά ο ουσιώδης θρήνος. Καλή Ανάγνωση~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Ο Αχιλλέας το ξέρει;»
Αυτή ήταν η μόνη λογική απορία που αναδύθηκε στον νου του Οδυσσέα, όταν γύρω του απλωνόταν ο πανικός ήδη. Ο Πάτροκλος κι η σαρωτική του νίκη ήταν η ανάσα τους· η μόνη τους ελπίδα για σωτηρία εκείνη την ημέρα. Με εκείνον νεκρό και σκυλευμένο από τον Έκτορα, όλη τους η αισιοδοξία είχε κονιορτοποιηθεί.
Καθώς η Βρυσηίδα λιποθυμούσε, έχοντας χάσει όλη τη φωνή στην κραυγή και καταπνίγοντας χείμαρρους δακρύων και λυγμών, η Υακίνθη έτρεξε στο πλευρό της, ενώ η Τέκμησσα ανέλαβε να επαναφέρει την τάξη.
«Ησυχία, παρακαλώ!» Φώναζε επανειλλημένα. «Εδώ είναι ιατρείο, όχι βρύση που πλένουν σκεπάσματα οι δούλες!»
«Ακούστε την Τέκμησσα,» έσπευσε να τη βοηθήσει και ο Μαχάων, από το κρεβάτι του πόνου του. «Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε στη μάχη μα μην αναστατώνουμε τους σοβαρά τραυματισμένους μας.»
Ο Οδυσσέας, που μετά την ανέλπιστη φροντίδα της Αθηνάς είχε ανακτήσει πολλές δυνάμεις τάχιστα και μπορούσε τουλάχιστον να σταθεί, έπιασε με το πιο δυνατό του χέρι τον πρωτότοκο του Νέστορα και τον ταρακούνησε, για να επικεντρωθεί σε αυτόν. Είχε κι εκείνος σαστίσει με τη φασαρία και τη γυναικεία επιβολή.
«Απάντησε μου, Αντίλοχε,» του επέστησε την προσοχή. «Το ξέρει ο Αχιλλέας;»
Ο πρίγκιπας της Πύλου ένευσε αρνητικά.
«Πηγαίνω τώρα να του το πω, αλλά χρειαζόμουν προθέρμανση· είχαν χαθεί τα λόγια, όταν το έμαθα από τον Μενέλαο.»
«Θα έρθω μαζί σου,» προσφέρθηκε ευθύς ο Λαερτιάδης. «Θα χρειαστεί να τον συγκρατήσουμε, για να μην κάνει καμία αποκοτιά.»
«Όχι, Οδυσσέα,» τον απέτρεψε ο Αντίλοχος. «Θα το κάνω μόνος, επωμίστηκα την ευθύνη.»
«Όπως επιθυμείς,» υποχώρησε εκείνος, κατανοώντας ότι δεν είχαν όλοι το δικό του προνόμιο, να μη ζουν στη σκιά των γονέων τους. «Πρόσεξε, μονάχα· εάν θελήσει να πολεμήσει αμέσως και να εκδικηθεί, τόνισε του ότι πλέον δεν έχει πανοπλία, την έχασε.»
«Σωστά,» μειδίασε άχνα ο Νεστορίδης και κίνησε να φύγει, προτού τον σταματήσει η ύστατη ερώτηση του Οδυσσέα.
«Ποιοί ανέλαβαν να κουβαλήσουν το σώμα του;»
«Ο Μενέλαος με τον Μηριόνη,» ήρθε τάχιστα η απάντηση. «Και πίσω, καλύπτουν τα νώτα τους οι δυο Αίαντες, για να σώσουν τον νεκρό και τους φίλους.»
Έφυγε αμέσως, δε στάθηκε στιγμή κι ήταν καλύτερα έτσι. Με την αγωνία σε εντελή κορύφωση, ο Οδυσσέας σωριάστηκε ξανά στο φορείο του.
«Τι σου είπε;» Ακούστηκαν ταυτόχρονα οι φωνές του Αγαμέμνονα, του Διομήδη, του Μαχάονα και του Ευρύπυλου.
Ο Άναξ της Ιθάκης αναστέναξε, προτού ξεκινήσει να τους εξηγεί.
«Είθε οι Θεοί που μας αγαπούν να προστατεύουν τους τέσσερις ήρωες που ανέλαβαν το άγιο έργο, μαζί κι όλους εκείνους τους υπερασπιστές που χάνονται και θα χαθούν.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δε δυσκολεύτηκε να φτάσει στη σκηνή του Αχιλλέα ο Αντίλοχος. Και με κλειστά μάτια θα την έβρισκε, αφού την επισκεπτόταν συχνότατα, πριν την αποστασία του Πηλείδη. Αδελφό τον θεωρούσε, τον θαύμαζε και λάτρευε, ενώ είχαν περάσει κάμποσες νύχτες με συντροφιά νερωμένο κρασί κι ατέλειωτες συζητήσεις για τη ζωή, τον πόλεμο, τις γνώσεις που τους είχε προσφέρει ο αδικοχαμένος Παλαμήδης. Κι όταν αργότερα είχε έρθει η Βρυσηίδα με το φυσικό της τάλαντο να διαβάζει τους χάρτες και να καταστρώνει στρατηγικές, απολάμβαναν τον ενθουσιασμό της, τη ζεστή της φιλοξενία και υπομονετική εγκαρτέρηση. Μετά την αποχώρησή του από τον Πόλεμο, ο πατέρας του του είχε απαγορεύσει να τον επισκεφθεί ξανά.
Προτού εισέλθει, παραμερίζοντας τη λινή κουρτίνα της εισόδου, αφουγκράστηκε τον μακάβριο ήχο της συμπλοκής, που όλο και πλησίαζε προς το μέρος τους. Η μάχη επέστρεφε στο στρατόπεδο τους κι ο Αντίλοχος ήλπιζε να είχε σωθεί το σώμα του Πάτροκλου από τα παλικάρια που πάλευαν ακράτητοι σαν φλόγες.
Πήρε μια βαθιά ανάσα για κουράγιο, δεήθηκε στον Ποσειδώνα για ετοιμότητα και θάρρος, προτού βρεθεί μπροστά στον αμέριμνο Αχιλλέα και τη συνεπαρμένη από τη μελωδία της λύρας του Διομήδη. Ωστόσο, από τα νεύρα του που εντείνονταν, θα την έσπαγε στο κεφάλι της ο Πηλείδης και με το που αντίκρισε τον γιό του Νέστορα, την έδιωξε με μια αυστηρή εντολή.
«Τι συμβαίνει, Αντίλοχε;» Ρώτησε ευθύς, αποφεύγοντας χαιρετισμούς, για να γλιτώσει χρόνο. «Γιατί κλονίζεται ο στρατός και οπισθοχωρεί πάλι; Φοβάμαι, τρέμω ότι θα βγει αληθινή η προειδοποίηση της μητέρας μου. Είχε πει ότι ο καλύτερος των Μυρμιδόνων θα χαθεί από το μένος των Τρώων.» Με μια βραχεία ανάσα, χτύπησε τη γροθιά του στο ξύλινο τραπέζι εμπρός του. «Τον είχα προειδοποιήσει τον Πάτροκλο! Να μην πλησιάσει τα τείχη, να μην προκαλέσει τον Έκτορα! Λες να μη με άκουσε;»
Ο Νεστορίδης δε συγκράτησε τα δάκρυα που άρχισαν να ρέουν αφειδώς στις παρειές του. Έτρεξε στον φίλο του κι άγγιξε τους ώμους του με τα χέρια, αναζητώντας ή προσφέροντας στήριξη.
«Αλίμονο, Αχιλλέα, σου φέρνω μήνυμα θλιβερό, που μακάρι να θαβόταν κάτω από τα πτώματα που γέμισαν την κοιλάδα.» Έσφιξε την καρδιά του και το ξεστόμισε. «Ο γιός του Μενοίτου πέθανε, κείται σφαγμένος από τον Έκτορα και τώρα, παλεύουν οι δικοί μας να τον σώσουν. Ο Λοφοσείστης, μάλιστα, τον γύμνωσε, πήρε τα άρματα σου δικά του και τα φόρεσε ήδη.»
Θαρρείς τα φωτεινά μάτια του Πηλείδη έσβησαν. Τα είχε σκεπάσει η σκοτεινιά της οδύνης. Πισωπάτησε, άλαλος, δεν είχε καν ανοίξει το στόμα του ούτε μορφάσει. Αργά, βασανιστικά νωχελικά, ενώ η αεργία δεν τον χαρακτήριζε, κάθισε πάλι στο θρονί του, μετακινώντας τη λύρα μακριά, να μην την έβλεπε καθόλου. Χωρίς ακόμα να παράγει τον παραμικρό θόρυβο, άπλωσε τα χέρια στη φωτιά της προηγούμενης νύχτας, από την οποία δεν είχαν παραμείνει παρά στάχτες και κάρβουνα σβησμένα. Άρπαξε με τη χούφτα του αιθάλη από εκεί και την έλουσε στο κεφάλι του, ώστε χάθηκε η ομορφιά του προσώπου του, μουντζουρώθηκε, θάφτηκε. Η στάχτη κύλησε και μαύρισε εξίσου τον καθαρό χιτώνα του.
«Σπόνδισα στον ίδιο τον Δία και δε με άκουσε,» μονολόγησε τραχιά, σαν να είχε να μιλήσει μέρες ολόκληρες. Η φωνή του έτρεμε, βραχνή και καταπονημένη.
Ένα υπόκωφο ουρλιαχτό ανέβηκε στον λαιμό του και ξεκίνησε να αντηχεί· ήσυχο πρώτα, για να εξελιχθεί ύστερα σε σπαρακτική κραυγή, ένα αλύχτημα ανατριχιαστικό. Δε σταμάτησε να βογκά στιγμή, ενώ σωριαζόταν στο πάτωμα καταγής και χτυπιόταν, σπαρταρούσε, άρπαζε τα μαλλιά του και τα ξερίζωνε. Αγάλι αγάλι, διέλυε τη θεία του ομορφιά.
Ακούγοντας τη φασαρία, έσπευσαν στο δωμάτιο από τον κοιτώνα τους η Διομήδη, η Ίφις, όλες οι σκλάβες που είχε κερδίσει ο Αχιλλέας στη Λέσβο, στη Θράκη, στη Θήβη, στη Λυρνησσό, στην Πήδασο, σε όσες πόλεις είχε κυριεύσει.
«Είναι αλήθεια; Σκοτώθηκε ο Πάτροκλος;» Ρώτησε για επιβεβαίωση των φόβων τους η Διομήδη στωικά, κρατώντας το χέρι της Ίφιδας που έτρεμε ασυγκράτητα.
Ο Αντίλοχος ένευσε πικρά κι αποτραβήχτηκε σε μια γωνία, χωρίς να αντιλαμβάνεται αν έπρεπε να πει ή να κάνει κάτι. Δεν ήθελε να φύγει ακόμη, έπρεπε να παρακολουθεί τον Αχιλλέα, τηρώντας τη νουθεσία του Οδυσσέα κατά γράμμα.
Οι δούλες, με τη σειρά τους, έπεσαν στα γόνατα κλαίγοντας, ουρλιάζοντας, θρηνώντας εκείνον τον ευγενή άνδρα, που τους είχε φερθεί με τόσο σεβασμό και διακριτικότητα, που δεν τις είχε κακομεταχειριστεί, δεν τους είχε καν μιλήσει άσχημα ποτέ. Δέρναν τα στήθη τους απαρηγόρητες, με κορυφαία την Ίφιδα, της οποίας οι γοεροί λυγμοί αντηχούσαν πάνω από όλων κι η Διομήδη την κρατούσε στα χέρια της στιβαρά, παλεύοντας να τη στηρίξει κάπως. Κι εκείνη ακόμη, θρηνούσε, με μοιρολόγια πένθιμα από τη Λέσβο.
Η ματιά του Αντίλοχου δεν έφευγε από τον Αχιλλέα. Όταν τον είδε να πλησιάζει το οπλοστάσιό του, αναζητώντας σίδερο κοφτερό, να τελειώσει τη ζωή του επιτόπου, γρήγορα, πάψει να πονά και να υποφέρει η ψυχή.
Πριν προλάβει να συρθεί, ο Αντίλοχος βρισκόταν δίπλα του, γραπώνοντας τα χέρια του με όλη του τη δύναμη. Σκοπό της ζωής του έκανε εκείνη την ώρα να σώσει τον Πηλείδη από την τρέλα της στιγμής.
Εισάκουσε τις φωνές του παιδιού της η Θέτιδα και ξεπρόβαλε από τη θάλασσα αλαφιασμένη, φοβούμενη μήπως ψυχορραγούσε ο μονάκριβος της. Μαζί της, ήλθαν οι σαράντα οχτώ αδελφές της, πλην της Αμφιτρίτης, της Βασίλισσας των Θαλασσών. (*➡️)
Αντικρίζοντας στην είσοδο της σκηνής τον γιό να θρηνεί φρενήρως, δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει ότι τον είχε βρει ζόφος και μαύρη συμφορά. Γύρισε στις αδελφές της κι άρχισε τον θρήνο, πενθώντας πιο πολύ τον ζωντανό έναντι του νεκρού.
«Το παιδί μου θα μείνει εδώ· πάει, χάθηκε,» μουρμούρισε πίνοντας το αλάτι των δακρύων της.
«Αγαπημένες μου αδελφές, αίμα του πανούργου, πάνσοφου Νηρέα, ακούστε πώς υποφέρω η κακότυχη γεννήτρια ενός ανδρείου! Γέννησα ένα αγόρι γενναίο, ενάρετο, τον πρώτο της γενιάς του κι αφού τον ανέστησα, ως ένα βλαστάρι καταπράσινο του κήπου, το έστειλα στον πόλεμο. Μα δε θέλει να γυρίσει στο σπίτι του, στην αγκαλιά μου, στην ασφάλεια του Πηλέα και το κλέος!»
«Ο οδυρμός μου γεννά την κραυγή!» Αντηχούσαν οι θαλάσσιες αδελφές και έκλαιγαν μαζί της, με τα πόδια τους ακόμη να πρόσκεινται στο αλμυρό νερό.
«Το σπλάχνο μου τώρα θλίβεται, πενθεί κι εγώ δεν μπορώ να τον βοηθήσω, να μειώσω καν τον πόνο του!» Χτύπησε το αθάνατο στήθος της Θέτις, όπως κάθε μητέρα θρηνούσα. «Σπεύδω να μάθω τι συμβαίνει ακριβώς, ποιά ζοφερή συμφορά τον απάντησε.»
Κι όπως όδευε εκείνη στην κορυφή της παραφυσικής πομπής, οι αδελφές της ακολουθούσαν, αθέατες από μάτι θνητό, αλλά το νερό έτρεχε από τα χιτώνια τους κι έβρεχε τα χώματα σαν υπόγεια ρυάκια. Μια ομάδα σαράντα εννέα Θεών περπατούσε ανάμεσα σε θνητούς, ευλογούσαν γη και ύδωρ στο πέρασμα τους και κανείς δεν πήρε είδηση τίποτα, παρά έβλεπαν μια γυναίκα σκυφτή, θλιμμένη, που θα μπορούσε να ήταν η όποια δυσαρεστημένη, κακομεταχειρισμένη δούλη. Κανείς δεν παρατήρησε το παράξενο άνοιγμα στη θάλασσα, σαν μια σπηλιά που είχε σκαφτεί θαυματουργά, μια πύλη που οδηγούσε κατευθείαν στο τρίσβαθο ανάκτορο του Νηρέα.
Εισήλθε η αθάνατη μητέρα, με τις αδελφές να φυλούν φαινομενικά την είσοδο, σκορπώντας δέος στους θνητούς παρευρισκόμενους και πίκρα στο παιδί, που έπαψε να κραυγάζει κι έσκυψε το κεφάλι, γονατιστός στο χώμα.
«Αφήστε με μόνη με τον γιό μου,» πρόσταξε παγερά κι οι δούλες σύσσωμες εξαφανίστηκαν, ενώ ο Αντίλοχος υποκλίθηκε με σέβας στη Θεά κι έφυγε από τη σκηνή, έχοντας ολοκληρώσει το έργο του.
Όταν επιτέλους έμειναν μόνοι, γονάτισε δίπλα στο μοναχοπαίδι της η Θέτις, αγκάλιασε τον λαιμό του κι έγειρε κοντά του, νιώθοντας τα δάκρυα του να τρέχουν στο πρόσωπο της.
«Γιατί κλαις; Ποιός καημός σε βρήκε πάλι; Μη μου το κρύβεις, πες μου,» τον ικέτευσε σχεδόν, τρέμοντας σύγκορμη. «Όλα όσα ζήτησες από τον Δία, τα εκπλήρωσε και με το παραπάνω! Αποκλείστηκαν στα πλοία οι Αχαιοί, μάχονταν να τα σώσουν και σε αποζητούσαν απεγνωσμένα.»
«Ναι, πράγματι, τα έκανε όλα ο Κρονίδης, όπως είχατε συμφωνήσει,» πήρε μια βαθιά ανάσα, μήπως έπαυε το κλάμα ο Αχιλλέας. «Μα πώς να ευχαριστηθώ; Πώς να χαρώ τη συντριβή τους, όταν έχει χαθεί ο αγαπημένος μου Πάτροκλος, ο υπεράκριβος, ο φίλος της καρδιάς μου; Τον έσφαξε ο Έκτορας, πήρε την πανοπλία του, την πανοπλία μου, το θείο δώρο στον Πηλέα από τους Θεούς για τον γάμο σας. Αυτό το αμάρευμα φοράει τώρα τα άρματα του πατέρα μου!»
«Ησύχασε, αγόρι μου, με τον θυμό δε θα καταφέρεις τίποτα,» θέλησε να τον γαληνεύσει κάπως η μητέρα μα δεν υπήρχε γυρισμός πλέον.
«Δεν έπρεπε να είχατε γνωριστεί ποτέ με τον πατέρα, έπρεπε να είχες μείνει στη θάλασσα κι εγώ να ήμουν γιός μιας θνητής,» προσπάθησε να ξεφύγει από την αγκάλη της μα η Νηρηίδα έφερε δύναμη σπουδαία· δε σάλεψε διόλου. «Έτσι, δε θα θρηνούσες εσύ τον γιό που δε θα γυρίσει στην πατρίδα ποτέ. Δε θέλω να ζω, μητέρα, δε θέλω να ανήκω στους ζωντανούς, αν δε δω τον Έκτορα εμπρός μου να ξεψυχά από το χέρι μου, για να πληρώσει τον θάνατο του Πάτροκλου!»
«Ήλιε μου, ολόλαμπρε, μην το λες αυτό,» έκλαιγε φανερά η Θέτις. «Άπαξ πεθάνει ο Έκτορα, θα πλησιάσει κι η δική σου ώρα.»
«Ας πεθάνω στον τόπο, δε με ενδιαφέρει,» αποκρίθηκε ο Πηλείδης, αγωνιζόμενος να μη δείξει τον πόνο του, να φανεί δυνατός, για χάρη της μητέρας. «Έγινα αυτουργός του θανάτου του φίλου μου, δε συγχωρείται αυτό μηδέ λησμονείται. Αφού, λοιπόν, αυτός δε θα ξαναδεί την ποθητή πατρίδα ούτε κι εγώ έσωσα τον ίδιο και μόνο οι Θεοί ξέρουν πόσους άλλους Έλληνες και Αργείους που χάθηκαν από τη λόγχη του Έκτορα, δε μου πρέπει η λύτρωση. Κάθομαι εδώ, σαν χαμένο βάρος της γης, εγώ, ο πρώτος πολέμαρχος των Αχαιών, παρότι στον λόγο με παίρνουν άλλοι. Μακάρι, μητέρα, να χανόταν για πάντα η διχόνοια, η Έρις, από Θεούς κι ανθρώπους, αυτή η χολή που εξαχρειώνει και τον πιο συνετό άνθρωπο, αυτή που φωλιάζει στο στήθος τόσο ζέστη, ηδεία, μελωμένη, για να εξελιχθεί σε καπνό μελανό, που όλο θεριεύει. Έτσι, δε θα με χόλωνε ποτέ ο Αρχιστράτηγος Αγαμέμνων.»
Τότε, η μητέρα πρόθυμα άφησε το παιδί της, διότι αντίκρισε στα μάτια του όχι μονάχα θρήνο μα και αποφασιστικότητα, πείσμα, μια ακατάσχετη δίψα για εκδίκηση. Σηκώθηκε όρθιος ξανά κι έτρεξε στο οπλοστάσιο του.
«Ό,τι έγινε, λοιπόν, ας το αφήσουμε στο φαύλο παρελθόν, αν κι αδικηθήκαμε, δαμάζοντας την ψυχή στο στήθος εξ ανάγκης. Θα φτάσω τώρα αμέσως τον φονιά Έκτορα. Και μη φοβάσαι, θα δεχθώ τη μοίρα του Θανάτου, όποτε ορίσουν οι Θεοί, ευχάριστα. Ούτε ο αγαπημένος γιός του Κρονίδη δεν ξέφυγε της Μοίρας, ο Ηρακλής, κυνηγημένος από την οργή της Ήρας. Έτσι κι εγώ, μόνο μετά θάνατον θα ησυχάσω, μα τώρα οφείλω να πάρω όνομα και ζωή περίοπη, επιβλητική, θα κάνω τις Τρωάδες μάνες να στενάζουν θλιβερά, να σφουγγίζουν δάκρυα αδιάκοπα. Δε θα δείξω έλεος σε κανέναν.» Στράφηκε τότε απότομα σε εκείνη. «Μη με κρατήσεις, μητέρα, θα πάω να πολεμήσω.»
Έσπευσε εμπρός του κι απίθωσε τα χέρια πάνω από την καρδιά του που βροντούσε στο μαυρισμένο από τη στάχτη στέρνο.
«Ορθώς μίλησες, Αχιλλέα μου. Είναι σωστό να βοηθάς τους φίλους, αν κακό στυγνό τους παραστέκει,» αποπειράθηκε μάταια να χαμογελάσει. «Όμως, δεν έχεις πανοπλία, σου την έκλεψαν οι Τρώες, ο Έκτωρ τα ζώστηκε και επαίρεται, μολονότι δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Εμφανώς, η Μοίρα κι ο Ζεύς τον στηρίζουν.» Το ένα της αγέραστο χέρι βρήκε το μάγουλο του και το χάιδευε, σνακατευοντας δάκρυα κι αιθάλη σε λάσπη απεχθή. «Σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη, μη γυρίσεις στον αγώνα του Άρη, όχι μέχρι να επιστρέψω. Θα έλθω τα χαράματα, με το πρώτο φως της Ημέρας, να σου φέρω νέα πανοπλία, από τα χέρια του Ηφαίστου, θεοποίητα.»
Λαμβάνοντας την ειλικρινή του υπόσχεση, αποχώρησε από τη σκηνή, για να συναντήσει τις αδελφές που καρτερούσαν.
«Κατεβείτε εσείς στον βυθό, να πείτε στον πατέρα τα μαντάτα,» τους υπέδειξε, μειδιώντας πικρόχολα. «Οι δρόμοι μας χωρίζουν εδώ. Θα ανέβω στον Όλυμπο αμέσως, να βρω τον ασύγκριτο τεχνίτη, τον Ήφαιστο, για να χαριστώ στο σπλάχνο μου άρματα λαμπρά.»
Οι αδελφές αποχαιρετίστηκαν και τράβηξαν οι σαράντα οχτώ πίσω στο πατρικό ανάκτορο, βουτώντας στη θάλασσα όλο χάρη, ενώ η Θέτις μόνη κίνησε για τη νέα της αποστολή με φτερά στα πόδια παρά τη θλίψη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όσο έγερναν στη θάλασσα ξανά, στα μαύρα καράβια οι Αχαιοί με τρόμο, ωθούμενοι ανηλεώς από τον Έκτορα και τον Αινεία, το ηθικό τους έσβηνε τραγικά. Μύριζαν την αλμυρά του Ελλήσποντου, ένιωθαν πως οσονούπω θα πατούσαν στην άμμο, στο νερό και συνθλιβόταν το θάρρος τους δραματικά. Ο Μενέλαος κι ο Μηριόνης που κουβαλούσαν τον Πάτροκλο είχαν περικυκλωθεί από παντού. Έσφιγγαν το σώμα τρομαγμένοι, νιώθοντας ότι ανά πάσα στιγμή θα τους το άρπαζαν οι εχθροί και θα αποτύχαιναν. Στρατιώτες, ιππείς, όλοι πάνω τους είχαν πέσει, με πρώτο τον μαινόμενο Πριαμίδη.
Κάποια στιγμή, πετάχτηκε κι άδραξε τα πόδια του Πάτροκλο μα ευθύς, οι Αίαντες έπεσαν πάνω του με τα ξίφη, σπρώχνοντας τον πίσω. Στη δεύτερη φορά, τον έπιασε από το αριστερό χέρι κι ο Λοκρός Αίας του πέταξε τρία βέλη μαζί, διώχνοντας τον ξανά επιτυχώς. Στην τρίτη φορά, άρπαξε πάλι τα πόδια κι ο Τελαμώνιος Αίας του επιτέθηκε ουρλιάζοντας τρομακτικά, κραδαίνοντας το ξίφος, για να του κόψει τα χέρια. Στιγμιαία, ο Έκτωρ φοβήθηκε τόσο, που χάθηκε τέσσερις γραμμές όπισθεν, αφήνοντας για λίγο τον Αινεία μόνο στην επίθεση. Οι Αίαντες δεν εγκατέλειπαν ποτέ, όσο κι αν βάλλονταν απανταχού κι είχαν κυριολεκτικά κολλήσει πλάτη με πλάτη, για να καλύπτονται πλήρως.
«Ορμήστε τους! Δεν είναι Θεοί! Αν πέσουμε ταυτόχρονα πολλοί, θα τον πάρουμε!» Ακουγόταν συνεχώς η φωνή του Τρώα πρίγκιπα, που δε σταματούσε ποτέ εξίσου. Σαν λυσσασμένο από την πείνα λιοντάρι έπραττε, αφρίζοντας, κορώνοντας, γρυλίζοντας, χωρίς να φοβάται ούτε την απειλή των Αιάντων ούτε τον Θόαντα και τον Πολυποίτη μήτε κανέναν πια. Είχε επικεντρωθεί στον πολύτιμο στόχο του και δεν έπαυε τις εφόδους. Συνεπώς, σύντομα η πομπή σταμάτησε να προχωρά κι έμεινε στάσιμη, με τον Μενέλαο και τον Μηριόνη να παρακολουθούν αγωνιώντας, όσο οι Αίαντες κι όλοι οι υπερασπιστές τους αγωνίζονταν να διαλύσουν τον κυκλικό, ασφυκτικό κλοιό των Τρώων.
«Ίρις!» Φώναξε η προβληματισμένη Ήρα, που δεν έχανε στιγμή από την πορεία της μάχης. Ανησυχούσε ανοιχτά, πλέον, ότι η ημέρα εκείνη θα τελείωνε με περισσότερες φοβερές απώλειες για τους Αργείους. Έπρεπε να δράσει άμεσα αλλά μυστικά, λαθραία από όλους, ακόμη και τον Δία.
«Στις διαταγές σου, κυρά,» υποκλίθηκε η φτερωτή Θεά, πάντοτε στη διάθεση της.
«Δράμε στον Αχιλλέα, στο πεδίο της Τροίας και πες του τι συμβαίνει στη μάχη. Πρέπει να βοηθήσει οπωσδήποτε,» πρόσταξε η Θεά των Γυναικών. «Είναι εξαιρετικά επείγον.»
«Μάλιστα,» ένευσε ταχέως η Ίρις, έχοντας ήδη ανοίξει τα φτερά της, για να πετάξει ιλιγγιωδώς, να φτάσει έγκαιρα.
Βρήκε τον Πηλείδη στη σκηνή του μόνο να οδύρεται να γραντζουνίζει τη λύρα άρρυθμα, να φαίνεται κιόλας χαμένος.
«Σήκω, τρανέ!» Τον παρακίνησε, προτού του αρπάξει το αριστερό χέρι, για να σταθεί στα πόδια του. «Τρέξε, αρωγός να γίνεις του Πάτροκλου, για χάρη του οποίου στις πρύμνες κοντά έχει ανάψει συμπλοκή σφοδρή. Όσο αγωνίζονται οι Αχαιοί να τον φέρουν στη σκηνή σου, τόσο παλεύουν οι Τρώες να τον σύρουν στο Ίλιο, με πρώτο τον μανιασμένο, ισχυρό Έκτορα, που λαχταρά να κόψει το κεφάλι του και σε παλούκι να το στήσει ως θέαμα στην πύλη. Σήκω, λοιπόν, αν σε διακατέχει έστω κι ελάχιστο σέβας για τη μνήμη του νεκρού. Αν ατιμαστεί από τους εχθρούς, θα είναι όνειδος δικό σου!»
Το μυαλό του έπαιρνε άπειρες στροφές τη στιγμή. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, με την οργή που κόχλαζε μέσα του και σύντομα θα ξεσπούσε. Ωστόσο, παίρνοντας στα χέρια του το πατρογονικό δόρυ, το μόνο όπλο που είχε κρατήσει από την πανοπλία του Πηλέα, στράφηκε στη Θεά με μια, μοναδική απορία.
«Ποιός αθάνατος σε έστειλε, Ίρις;»
«Η Ήρα, γιέ της Θέτιδας, η σύνευνη του Δία,» απάντησε αμέσως. «Δε γνωρίζει κανείς άλλος Ολύμπιος ότι βρίσκομαι εδώ. Δρούμε μυστικά για ιερό σκοπό.»
Αν δεν είχε μαυρίσει τόσο βαθιά η ψυχή του, θα χαμογελούσε. Η Μεγάλη Ήρα δεν τον ξεχνούσε ποτέ. Ακόμα και σε μια ώρα ζόφου, απώλειας, οδυρμού, η Θεά ήξερε πώς να αντιδράσει και επιλύσει τις κρίσεις. Τότε, όμως, τον χτύπησε στον νου η απολύτως λογική υπόσχεση που είχε δώσει προ ολίγου στη μητέρα του.
«Πώς να πολεμήσω χωρίς πανοπλία;» Αναρωτήθηκε ευθαρσώς. «Η δική μου εκλάπη κι αναμένω τη μητέρα μου με νέα από τον Ήφαιστο, όπως μου έταξε. Μέχρι να έρθει, είμαι γυμνός. Εξάλλου, μου αρμόζει να ζωστώ αλλού την πανοπλία, ούτε καν την ασπίδα του Τελαμώνιου Αίαντα, αν κι είμαι σίγουρος ότι μάχεται στην πρώτη γραμμή, όπως πάντα, πρόμαχος του Πάτροκλου.»
Γνώριζε, φυσικά, πως ήταν άτρωτος, όπως γνώριζε ότι έφερε ένα και μόνο τρωτό σημείο. Παραταύτα, δεν είχε ιδέα ποιό ήταν αυτό, η μητέρα του δεν το είχε αποκαλύψει ποτέ. Οπότε, δε διακινδύνευε να πολεμήσει χωρίς πανοπλία, φοβούμενος ότι οι εχθροί θα έβρισκαν το τρωτό του σημείο, προτού προλάβαινε να σκοτώσει τον Έκτορα.
Η Ίρις, πάντως, μειδίασε. Περίμενε αυτήν την ερώτηση, έχοντας ήδη ετοιμάσει μια πληρωμένη απάντηση καθοδόν.
«Μη φοβού, Αχιλλέα. Έχουμε επίγνωση πού βρίσκεται η πανοπλία που δωρίσαμε στον Πηλέα,» το μειδίαμα της πλάτυνε. «Δεν είναι απαραίτητη η εμπλοκή σου στη μάχη. Τώρα, πολεμούν έξω από τα χαλάσματα του τείχους σας. Μπορείς να ανέβεις στον χάνδακα, να φαίνεσαι από παντού. Πιθανότατα, μόνο και μόνο στη θέα σου, οι Τρώες θα χάσουν το θάρρος τους, θα λιποψυχήσουν, ώστε οι Δαναοί να αποκτήσουν υπέροχη και πάλι. Αν μη τι άλλο, θα ανασάνουν κι αξίζει πάντοτε στον Πόλεμο και το ελάχιστο ξανάνασμα.»
Κι ενώ ο Πηλείδης επεξεργαζόταν μέσα του τα λόγια της γοργόφτερης και ζύγιζε το απότοκο των πράξεων του, εμφανίστηκε η ίδια η Αθηνά, κρατώντας την ασπίδα με την κεφαλή της Μέδουσας και την Αιγίδα του Δία, που είχε βρει ευκαιρία κι αρπάξει από τον Φοίβο.
«Γύρισε στον Όλυμπο, Ίρις,» είπε στην αγγελιαφόρο βιαστικά. «Θα αναλάβω εγώ τον Αχιλλέα. Μη διακινδυνεύσεις να σε δει ο Δίας ή ο Απόλλων.»
Με ένα νεύμα κατανόησης, η κόρη του Θαύμαντα εξήλθε της σκηνής και πέταξε αστραπιαία για τον Οίκο των Θεών.
Μόλις έμεινε μόνη με τον ημίθεο η Παλλάς, άστραψαν τα μάτια της αστείρευτα η ευφυΐα, το πείσμα, η πανουργία.
«Ακολούθησε με,» του υπέδειξε και μαζί βγήκαν από τη σκηνή και προχώρησαν προς το τείχος, για να απομονωθούν πίσω από τη μοναδική του κολώνα που είχε μείνει όρθια.
Εκεί, ανέλαβε δράση η Θεά. Του φόρεσε στους ώμους την Αιγίδα του Δία, το τρομερό τομάρι που τόσο είχε εκφοβίσει τους Αργείους εκείνη την ημέρα. Ήταν καιρό να τους βοηθήσει, κιόλας. Ανοίγοντας τις παλάμες τις πλατιά, δημιούργησε δυο νέφη, που έπλεξε περίτεχνα σε στέφανο χρυσό και με αυτόν στόλισε τα μαλλιά του. Ύστερα, στάθηκε πίσω του, τον ανέβασε στον χάνδακα κι εκεί πήρε την αληθινή, θεία μορφή της, εκείνη που ακτινοβολούσε φως, ώστε τύλιξε τον γιό της Θέτιδας μια απίστευτη λάμψη, μια αχτίδα τρομερή που χανόταν στον αιθέρα. Δεν έμοιαζε πια ημίθεος μα Θεός πανίσχυρος, ένα θείο στοιχειό σταλμένο από τη Θέμιδα και τη Δίκη, για την επιβολή της Δικαιοσύνης και την ακριβή Τίση της Ύβρεως. Ο Αχιλλέας φάνταζε με εκδικητή εξ ουρανού, έναν επί γης αέναο μαχητή και τοποτηρητή της Αλήθειας, ένα κράμα του Ηρακλή, του Θησέα, του Βελλερεφόντη, του Περσέα, του Ιάσονα, των Διοσκούρων, όλων των περασμένων ηρώων.
Πρόσεξε. Δεν πλησίασε πολύ στον στρατό, μη νόμιζαν οι Αχαιοί ότι θα πολεμούσε. Δε θα το έκανε· σεβόταν τη δέσμευση στη μητέρα. Εκεί στάθηκε και κραύγασε, έβγαλε μια ιαχή αδιανόητα εκκωφαντική, τέτοια που δεν είχε ακουστεί ποτέ, στην οποία διοχέτευσε όλη του την οργή, το μίσος, τον πόνο, τον θρήνο, όλα του τα νοσηρά αισθήματα που διάβρωναν την ψυχή.
Η Αθηνά ως αρωγός, μερίμνησε να μιμηθεί την ιαχή του, ώστε να έχει αντίλαλο, να αντηχήσει ως την Τροία κι ακόμα παραπέρα, τη Δάρδανο, τον Καύκασο και την Κολχίδα. Κι αυτή η φωνή της Παλλάδος γέννησε τον απόλυτο τρόμο στις καρδιές των Τρώων, που όχι μόνο έβλεπαν ένα πλάσμα των Ταρτάρων εμπρός τους μα κι άκουγαν έναν βρυχηθμό, μια βοή που θα μπορούσε να ανήκει μονάχα σε ένα μανιασμένο τερας. Με τον ορυμαγδό του Αχιλλέα δεν μπορούσαν μα συγκριθούν ούτε πλήθος σάλπιγγες πολιορκητών σε κάστρο. Εκ βαθέων ταράχτηκαν οι ψυχές τους.
Οι ίπποι γύριζαν πίσω τα άρματα έντρομοι, διαισθανόμενοι το κακό, ενώ οι αναβάτες ζαλίζονταν και τυφλώνονταν από το απόκοσμο φέγγος της φωτιάς που εξέπεμπε ο Πηλείδης, με επίμετρο το εστεμμένο με νέφη κεφάλι. Τρεις φορές φώναξε μακρόσυρτα, ξέσπασε στην ιαχή τον θυμό του προσωρινά, ώστε σκόρπισε στον εχθρό χάος, διάλυση κι ανυπότακτο φόβο.
Δεν επρόκειτο ποτέ εκείνη την ημέρα να οργανώνονταν ξανά. Έτρεχαν να σωθούν από το αναπάντεχο σημείο, το επίγειο θηρίο, τον ζωντανή εφιάλτη, τη Θεία Δίκη ενσαρκωμένη, έτοιμη να τους καταστρέφει, επειδή θέλησαν να ατιμάσουν έναν νεκρό σπουδαίο. Στην πρωτοφανή, απροσδόκητη αναμπουμπούλα, δώδεκα πολέμαρχοι Τρώες, Δάρδανοι και Λύκιοι έχασαν τη ζωή τους άδοξα, είτε τρυπημένοι από αδέσποτες λόγχες είτε καταπατημένοι από οπλές αλόγων ή ρόδες αρμάτων, ενίοτε δικών τους ή από βέλη εχθρικά. Μια σίγουρη νίκη εξελίχθηκε εν ριπή οφθαλμού σε τραγική, εξευτελιστική υποχώρηση. Τι κι αν φώναζαν οι μόνοι ατρόμητοι που είχαν μείνει -ο Αινείας κι ο Έκτωρ- δεν τους άκουγε κανείς και μόνοι εκείνοι δε θα έμεναν, ενάντια σε τόσους γενναίους και φοβερούς Αχαιούς πολεμιστές. Ακολούθησαν απρόθυμα τους συστρατιώτες τους στην άγρια οπισθοχώρηση.
Τότε, λοιπόν, ηρέμησαν ο Μηριόνης κι ο Μενέλαος και μπόρεσαν επιτέλους να φέρουν τον Πάτροκλο στη σκηνή του Αχιλλέα, που έτρεξε να τους συναντήσει εκεί. Η Αθηνά αποσύρθηκε διακριτικά, μαζί με τα ευλογημένα της άρματα, όπως κι όλη η λύσσα του Πηλείδη για εκείνη την ημέρα. Πλέον, επιθυμούσε μόνο να θρηνήσει. Ο αλλόκοτος, αφάνταστος σωτήρας απλά χάθηκε, τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί.
Έφεραν το νεκρικό κλινάρι ο Αντίλοχος και ο Θρασυμήδης, για να εναποθέσουν εκεί τον νεκρό κι έπεσαν τριγύρω οι Μυρμιδόνες όλοι να θρηνούν, μαζί με Αρχηγούς κι απλούς στρατιώτες άλλους· κοντά ή μακριά της Φθίας, λίγη σημασία είχε. Μολονότι είχε χρόνο να πενθήσει και νωρίτερα, ο Αχιλλέας επανήλθε σαν να μην είχε ακόμα χύσει ούτε ένα δάκρυ για τον φίλο του. Σπάραζε ολόκληρος, θωρώντας τον οριζόντια, άψυχο, με σκισμένα στήθη από πληγές και γρατζουνιές, βουτηγμένο στο αίμα και στη σκόνη της μάχης.
«Σε έστειλα να πολεμήσεις πάνοπλος, με άρμα, με τα θεία μου άλογα και δεν έλαβα τίποτα. Χάθηκες και χάθηκαν μαζί σου τα πάντα,» ψιθύριζε, καθώς ασταμάτητα έρεαν τα δάκρυα στις παρειές κι έβρεχαν τον λαιμό του.
Ο Ήλιος έδυσε. Με τη Δύση, στο πολύχρωμο, βαθύ ηλιοβασίλεμα, η τρομερή ημέρα έλαβε τέλος, μαζί με την εξίσου φοβερή μάχη, που επέφερε την τροπή του Πολέμου, αυτό που είχε ορθώς προμαντέψει η Ήρα. Σε όλους φάνηκε πως η Δύση είχε επέλθει νωρίτερα από το σύνηθες. Εάν επρόκειτο για παραίνεση της Ήρας, του Δία ή του ίδιου του Ηλίου που δεν άντεχε την τραγωδία που είχε εκτυλιχθεί, δεν ήταν βέβαιο. (*➡️)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έπαψε ο ανδροφόνος πόλεμος, ο αιματηρός αγώνας για εκείνη την ημέρα, επιτέλους, με τους Τρώες να επιστρέφουν στον πρόχειρο καταυλισμό τους, πέζεψαν από τα άλογα, τα έβαλαν να ποτιστούν και ταϊστούν, ενώ ετοιμάζονταν για δείπνο, πριν το σιωπητήριο. Τότε, μήνυσε σε όλους τους Αρχηγούς ο Έκτωρ -σε όσους είχαν μείνει ζωντανοί και αρτιμελείς- να συγκεντρωθούν σε συμβούλιο. Ευθύς ανταποκρίθηκαν εκείνοι και θωρώντας τον όρθιο, έμειναν ορθοί κι αυτοί από σεβασμό.
Παρά την προθυμία τους, στα πρόσωπα όλων βασίλευε ο φόβος, σαν να κατοικούσαν πλέον ανάμεσα τους τα ζοφερά δίδυμα του Άρη και της Αφροδίτης. Η απίστευτη εμφάνιση του Αχιλλέα τους είχε συνταράξει. Όσοι βρίσκονταν εγγύτερα ήταν σίγουροι πως επρόκειτο για τον Πηλείδη, ενώ οι πιο μακρινοί κυκλοφορούσαν μύθους για έναν αναστημένο Πάτροκλο, οι πιο παλιοί θυμούνταν τον Παλαμηδη, ακόμη και το όνομα του Τυφώνα είχε ακουστεί.
Ο Έκτωρ δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Ντρεπόταν να αντικρίσει τους πολέμαρχους στα μάτια, οπότε είπε το μόνο που θεωρούσε ορθό και ακριβές για τα συναισθήματα του.
«Θλίβομαι που δεν μπόρεσα να σώσω τον Σαρπηδόνα. Ντρέπομαι να μιλήσω, όσο εκείνος είναι νεκρός και το σώμα του χαμένο.»
Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του· ήταν το χέρι του Πολυδάμα, γιού του Πανθόου, που τον λόγιαζε δίδυμο αδελφό του. Είχαν γεννηθεί την ίδια νύχτα μα διέφεραν τα ταλέντα τους· ο Πριαμίδης ξεχώριζε στα όπλα κι ο Πανθοΐδης στον λόγο. Για αυτό, σηκώθηκε να μιλήσει έναντι του φίλου του, να προλογίσει εκείνο το λυπηρό, συμβούλιο μιας πικρής ημέρας, που αδυνατούσαν να χαρακτηρίσουν νικηφόρα ή χαμένη.
«Σκεφτείτε καλά, φίλοι. Προσωπικά, συμβουλεύω να γυρίσουμε στην πόλη, πίσω από τα απόρθητα τείχη, να μη μας βρει η αυγή τόσο κοντά τους. Όσο ο Αχιλλέας κάκιωνε από τον Αγαμέμνονα, δεν κοπιάζαμε τόσο, ήμαστε ήσυχοι και κοιμόμουν γαλήνια στην ύπαιθρο, για να πολεμήσω με σθένος. Ήλπιζα να τους κάψουμε ζωντανούς. Πλέον, τρέμω και στη σκέψη του ημίθεου. Με την ασυγκράτητη ψυχή του, δε θα θελήσει να μείνει στην πεδιάδα, όπου ισάξια μαχόμαστε. Θα θέσει στόχο την πόλη, τους αθώους αμάχους μας. Για αυτό, σας επισημαίνω, να γυρίσουμε στην πόλη. Η θεία Νύχτα τον αποκόπτει τώρα μα αύριο με το πρώτο φως θα ξεχυθεί κι αν μας βρει εδώ, αμφιβάλλω αν θα δούμε το επόμενο φεγγάρι. Τυχεροί θα είναι όσοι προλάβουν και φτάσουν στα τείχη, διότι αμέτρητα θα στρωθούν τα πτώματα για τα όρνια και τα σκυλιά. Ούτε να ακούσω μηδέ να φανταστώ θέλω τέτοια συμφορά. Αν, με πόνο ψυχής βέβαια, δεχτείτε την πρότασή μου, ολονυχτίς θα είμαστε ασφαλείς. Έχουμε πύργους και πύλες σφραγισμένες με καλόξυστες σανίδες να μας φυλούν. Θα στηθούμε να φυλάξουμε σκοπιά στις επάλξεις κι ας τολμήσει να επιτεθεί τότε· κακήν κακώς θα γυρίσει πίσω, με ίππους εξαντλημένους, αφού δε θα βρίσκει τρόπο κανένα να παραβιάσει το πυργωμένο Ίλιο!»
Ενόσω οι πολέμαρχοι ζυμώναν την ιδέα κο έδιναν όλοι δίκιο στον Πολυδάμαντα, έτοιμοι να τον υπερψηφίσουν, ο Έκτωρ επενέβη, βράζοντας από αγανάκτηση.
«Διόλου δε μου άρεσαν όσα είπες, Πολυδάμα,» δε δίστασε να εκφραστεί απροκάλυπτα. «Λες να κλειστούμε πάλι στα τείχη, να τους δείξουμε ότι φοβόμαστε. Δε χορτάσατε κλειδωμένοι στα τείχη τόσα χρόνια; Πριν τον Πόλεμο, έλεγαν την πόλη μας πολύχρυση, πάμπλουτη και τώρα τόσα πλούτη χάθηκαν ως πληρωμές στους Φρύγες και στους Μαίονες για στρατό, αφού χάναμε ισχυρά, ο Δίας μας καταριόταν. Και να, πλέον μας ευνοεί, μας χάρισε νίκη υπέρτατη, φτάσαμε ως τα πλοία τους και βάλαμε φωτιά. Μπορούμε αύριο άνετα να τους πετάξουμε στη θάλασσα κι εσύ, ξεμωραμένε, λες να φύγουμε; Όσο ζω κι αναπνέω, δε θα εισακουστείς!» Έδειχνε μανιασμένα με το δάχτυλο τον Πολυδάμα, ως παράδειγμα προς αποφυγή, πριν στραφεί σε όλους ξανά. «Ακούστε με και συμφωνείστε· θα μείνουμε εδώ, θα δειπνήσουμε με τα τάγματα μας και θα κοιμηθούμε, κρατώντας νυχτερινή σκοπιά με βάρδιες. Κι αν κανείς εκθέτει πλούτη περήφανα, καλύτερα να τα μοιράσει στους δικούς του, παρά να τα αφήσει έρμαια στους Αχαιούς. Με την αυγή, θα επιτεθούμε εκ νέου. Θα ξεχυθούμε άπαντες, για να συγκεντρώσουμε τη μάχη πάλι στα καράβια. Κι αν φανεί ο Αχιλλέας, κακό του κεφαλιού του. Δε θα φύγω, δε θα υποχωρήσω, δε θα εγκαταλείψω τη μάχη, αν δε δρέψω τη δόξα του ή εκείνος τη δική μου. Ο Άρης δεν κάνει διακρίσεις· εύκολα παίρνει ζωές άλλων ανδρών, ενώ θα έπρεπε να σκότωνε άλλους.»
Αντί για αποδοκιμασία που ανέμενε ο Πολυδάμας, οι Τρώες επαίνεσαν τον Έκτορα, ζητωκραυγάζοντας κι αλαλάζοντας προς τιμήν του. Τους είχε γεμίσει θάρρος κίβδηλο κι ελπίδα κενή τις καρδιές η Αθηνά, είχε φροντίσει να δημιουργήσει το ιδανικό περιβάλλον για την επόμενη ημέρα. Μένοντας εκτός Τροίας, η πανωλεθρία τους θα συντελούταν ακόμη πιο ολοκληρωτικά. Ήταν βέβαιη η καταστροφή τους πια, δεδομένης της εκδικητικής μανίας του Πηλείδη. Μολαταύτα, τα πυρωμένα λόγια του Πριαμίδη δεν είχαν προέλθει από τη Θεά μα αμιγώς από τον αλλοτριωμένη του νου.
Έτσι, ο Πολυδάμας σώπασε κι ανήσυχος βάλθηκε να δειπνήσει με τον Έκτορα και μερικούς άλλους Τρώες πολέμαρχους, καθώς άπαντες έπρατταν το ίδιο, γύρω από τις ψηλές, νυχτερινές πυρές τους. Κοιτώντας απέναντι του τον πρίγκιπα με την πανοπλία του Αχιλλέα, δεν ήξερε αν έπρεπε να θαυμάσει ή να τρομάξει για το μέλλον.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο στρατόπεδο των Αχαιών, τα πάντα είχαν μουδιάσει. Κανένα συμβούλιο ακόμη δεν είχε γίνει, ούτε φαγητό είχε δοθεί, τίποτα απολύτως. Από άκρη σε άκρη, απλωνόταν οιμωγή κι οδυρμός. Οι Βοιωτοί πενθούσαν τους μισούς τους Αρχηγούς, οι Μυκηναίοι, οι Κεφαλλήνιοι, οι Αργίτες ακόμη αγωνιούσαν για την υγεία των τραυματισμένων τους Αρχηγών, ενώ όλος ο στρατός θλιβόταν είτε εξαρχής για τον θάνατο του Πάτροκλου είτε από τον κλαυθμό που αντηχούσε παντού.
Έφεραν τον νεκρό στη σκηνή του Αχιλλέα κι εκεί, πικρομοιρολογούσαν οι Μυρμιδόνες, οι Αίαντες, ο Μενέλαος, ο Μηριόνης, ο Θόας, ο Πολυποίτης, ο Νέστωρ κι οι γιοί του, μαζί με πλήθος απλών στρατιωτών. Ο Πηλείδης κρατούσε σφιχτά στα χέρια του το άψυχο κορμί από το στέρνο και στέναζε, χύνοντας δάκρυα ασταμάτητα· απελπισμένος κι οργισμένος ταυτόχρονα, πικραμένος και διαλυμένος, χαμένος και γεμάτος εκδικητικότητα.
«Ανοησία τεράστια ξεστόμισα, μια κενολογία, όταν υποσχέθηκα στον Μενοίτιο να του επιστρέψω τον γιό στον Οπούντα ως πορθητή της Τροίας, με δόξα και λάφυρα,» παραληρούσε, κατακλυσμένος από μνήμες. «Όσα επιθυμούν οι θνητοί, ο Δίας δεν τελεύει. Μονάχα μας έλαχε, Πάτροκλε, να βάψουμε το ίδιο χώμα με το αίμα μας. Ούτε κι εγώ θα δω την πατρική γη ξανά και τον πατέρα μου, είναι σίγουρο πια.» Τα μάτια του άστραφταν απο δάκρυα κι αιμοδιψία. Έμοιαζε έτοιμος να σφάξει όλους τους Τρώες και να καταβροχθίσει την ωμή τους σάρκα. «Στο υπόσχομαι, φίλε μου, δε θα θαφτείς, αν δε φέρω εμπρός σου τα όπλα που σου πήρε ο Έκτωρ, μαζί και το ρημαγμένο του σαρκίο. Στην κηδεία σου, δώδεκα Τρωικά μιάσματα θα αποκεφαλίσω, για εσένα. Θα σφαδάζει όλη η Τροία για τον χαμό σου, το ορκίζομαι.»
Απότομα, ύψωσε το κεφάλι κι έκανε νόημα στον Αυτομέδοντα, που παρακολουθούσε συντετριμμένος μαζί με τον Αλκιμέδοντα, σαν λίθινα αγάλματα. Σηκώθηκαν αργά, με σεβασμό μην κάνουν θόρυβο κι έτρεξαν να προσκομίσουν τα απαραίτητα. Γύρισαν κι έστησαν πάνω στη νυχτερινή φωτιά τον τρίποδα του λουτρού που χρησιμοποιούσε ο γιός της Θέτιδας. Τον γέμισαν με νερό, που λίαν συντόμως κόχλαζε κι έβρασε.
Έτσι, ο Αχιλλέας, ο Αυτομέδων κι ο Αλκιμέδων πήραν το ζεστό νερό κι έλουσαν τον νεκρό, τρίβοντας το σώμα σχολαστικά, για να καθαρίσει πλήρως από το αίμα, τη λάσπη, τη βρομιά. Έπειτα, με σταλαγμένο λάδι τον έχρισαν ολόσωμα, γέμισαν τις πληγές με εννιάχρονη αλοιφή, να μη φαίνονται. Ύστερα, τον ξάπλωσαν στην κλίνη του, καλύπτοντας του με λινή σινδώνη κι άνωθεν, το λευκό σάβανο, ολοΰφαντο από τα χέρια της Ίφιδος.
Τότε, ξεκίνησαν αγάλι αγάλι να φεύγουν οι παρευρισκόμενοι που δεν ανήκαν στους Μυρμιδόνες, να αφήσουν τους στενότερους δικούς του να πενθήσουν γαλήνια.
Ο Τελαμώνιος Αίας, περπατώντας βαριά, σέρνοντας το βήμα με πόνο κι απίστευτη κόπωση, συνάντησε στον δρόμο την Τέκμησσα κι αγαλλίασε η ψυχή του. Μη σκεπτόμενος ότι έφερε ακόμη την ταγκή και τη βρομιά της μάχης, την έκλεισε στην αγκαλιά του με όλη του την αγάπη.
«Γύρισες,» την άκουσε να ψιθυρίζει στο αυτί του, με δάκρυα που νότισαν τον ώμο.
«Πώς είναι τα παιδιά;» Τη ρώτησε, χαϊδεύοντας τα θεσπέσια μαλλιά της.
«Στη σκηνή, σε περιμένουν. Ο Τεύκρος είναι ήδη εκεί και θα σε βοηθήσει να πλυθείς. Εγώ δεν προλαβαίνω. Βοηθώ τον Μαχάονα και τον Ποδαλείριο, έχουμε πάνω από πεντακόσιους τραυματίες.»
Πρώτη φορά την άκουγε να μιλά έτσι, όταν δεν αφορούσε τα παιδιά τους. Τόση ζωντάνια στη φωνή της, τόσο αίσθηση καθήκοντος κι ευθύνης, ευθυμία που είχε γίνει χρήσιμη κάπου. Την καμάρωνε, ένιωσε στο στήθος του να φουντώνει η περηφάνεια, μαζί με μια επιθυμία που θα έπρεπε να περιμένει.
Καθώς την απελευθέρωνε από την ισχυρή του λαβή, τον παρατήρησε προσεκτικά κι ο τρόμος ζωγραφίστηκε στα μάτια της, εντοπίζοντας αναρίθμητες πληγές, κοψίματα, σημάδια από βέλη, ακόντια, ξίφη.
«Πρέπει να σε φροντίσω,» δήλωσε με έναν αναστεναγμό αγωνίας και χέρια που πλησίαζαν ένα άσχημο τραύμα στο δεξί του χέρι.
«Μην ανησυχείς για εμένα, θα γιάνουν όλα πολύ γρήγορα,» την καθησύχασε εύχαρα. «Πήγαινε εκεί που σε χρειάζονται.»
Της φίλησε τα χέρια με ευλάβεια και συνέχισε τον δρόμο του, αδημονώντας να δει τους γιούς του.
Στην αντίθετη κατεύθυνση μα στον ίδιο δρόμο, ο κουρασμένος Μηριόνης, με τους καταπονημένους μύες που ακόμη έκαιγαν από το κουβάλησα του νεκρού και το τρέξιμο, εισήλθε στη σκηνή που μοιραζόταν με τον ξάδελφο του και Άνακτα της Κρήτης. Ο Ιδομενέας τον περίμενε καθήμενος στον θρονίσκο του, εξοργισμένος φανερά και διόλου δε χαλάρωσε, θωρώντας τον αποκαμωμένο.
«Μηριόνη, γιατί με ξαπόστειλες έτσι; Γιατί με εξευτέλισες μπροστά στους αδελφούς Κρήτες μας; Δεν ήθελα να φύγω από τη μάχη, δεν ήθελα να εγκαταλείψω τον αγώνα και να φανώ δειλός,» ξέσπασε, συγκρατώντας τη φωνή του με αξιοπρέπεια.
«Ιδομενέα,» ξεκίνησε ο ασύγκριτος πολεμιστής μα τον σίγησε ο Άναξ με μια επιβλητική κίνηση του χεριού του.
«Είμαι ο Βασιλεύς σου κι έτσι θα με αποκαλείς,» του τόνισε ψυχρά.
«Άνακτα Ιδομενέα,» ακολούθησε τη διαταγή του πειθήνια, «ως δεύτερος Αρχηγός των Κρητών, είχα χρέος απέναντι στην Κρήτη και στην οικογένεια σου, την οικογένεια του Μίνωα, στην οποία ανήκω ανεπίσημα κι εγώ,» εξηγήθηκε με το βλέμμα στο πάτωμα. «Στη συγγένεια που μας δένει και στην υποχρέωση μου-»
«Ποιά υποχρέωση;» Τον πίεσε ο Ιδομενέας, τρίβοντας το μέτωπο νευρικά. «Η υποχρέωση μας, Μηριόνη, ανήκει μονάχα στους στρατιώτες μας και στο γένος που δεν πρέπει να ντροπιάζουμε. Με την επαίσχυντη πράξη σου, πρόδωσα αμφότερα. Κανένας Αρχηγός δεν εγκατέλειψε τη μάχη, πλην του γέροντα Νέστορα, που δεν άντεξε.»
«Το να ανακοινώσω τον θάνατο σου στα παιδιά σου αποτελεί εφιάλτη για εμένα,» παραδέχτηκε ανερυθρίαστα ο Μηριόνης. «Δεν αντέχω το αίμα του Άνακτα μου στα χέρια μου. Αν σκοτωθείς σε αυτόν τον Πόλεμο, θα το θεωρήσω προσωπική αποτυχία, διότι ορκίστηκα στους Θεούς του Κάτω Κόσμου να σε προστατεύω και υπηρετώ διαρκώς. Τιμώ τους όρκους μου, τιμώ τον Οίκο μου και τον Άνακτα μου. Καλύτερα να υπηρετώ έναν κατάπτυστο Άνακτα παρά έναν νεκρό.»
Άξαφνα, ο Μηριόνης έπαψε να γονατίζει, σηκώθηκε όρθιος κι υποκλίθηκε στρατιωτικά.
«Είπα όσα είχα πω, αυτή ήταν η απολογία μου. Η τιμωρία μου υπόκειται σε εσένα.»
Με όλη του την αξιοπρέπεια, την καθαρή συνείδηση και την εντιμότητα, κίνησε να αποχωρήσει στο δωμάτιό του, μα τον σταμάτησε η φωνή του Ιδομενέα, που έβριθε θαυμασμού για εκείνο το σπουδαίο παλικάρι, άξιο τέκνο του Μίνωα, μολονότι νόθο.
«Πήγαινε να πλυθείς κι έλα να μου πεις τα τεκταινόμενα της μάχης που έχασα, εξάδελφε. Οσονούπω θα συγκληθεί Συμβούλιο, δε θέλω να μείνω με απορίες.»
«Όπως επιθυμείς,» γύρισε και του χαμογέλασε ο Μηριόνης, βουρκωμένος, νιώθοντας μια τεράστια τιμή στην κατανόηση του Άνακτα και συγγενή του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Βροντητής Δίας έφτασε στον Όλυμπο την ίδια ώρα που η μάχη έληξε κι ήρθε αντιμέτωπος με όλους τους αθάνατους που ευνοούσαν τους Τρώες -μπροστάρηδες βέβαια ο Άρης κι ο Απόλλων- που τον κατέκλυσαν με παράπονα για το γεγονός ότι το σώμα του Πάτροκλου είχε καταλήξει στους Αργείους αλλά και για την παρέμβαση της Αθηνάς με τον Αχιλλέα. Χρειάστηκε αρκετή ώρα, για να τους ηρεμήσει και ξεφορτωθεί ειρηνικά, χωρίς εξαπόλυση απειλών, αλλά το κατόρθωσε, μετά πείρας και λεπτών χειρισμών. Τότε, έτρεξε και βρήκε τη γυναίκα του στο ανάκτορο της. Κρατώντας της το χέρι στοργικά, την οδήγησε στο μεγαλοπρεπές του παλάτι και στη μοναδικού κάλλους κρεβατοκάμαρα. Δε λησμονούσε ότι είχαν αναθερμάνει τη σχέση και γεφυρώσει το χάσμα τους με αμοιβαία υποχώρηση εκείνη την ημέρα. Όχι μόνο χαιρόταν μα και σκόπευε να συνεχίσει αυτό που είχαν αφήσει στη μέση το πρωί στην Ίδα.
«Το κατάφερες κι αυτό,» γέλασε με αληθινό θαυμασμό, προσφέροντας της ένα κύπελλο αμβροσία. «Έφερες τον Αχιλλέα πίσω στη μάχη! Πράγματι, αυτοί οι κομοφόροι Αχαιοί, δικά σου γεννήματα είναι. Για αυτό, σε λατρεύουν πάνω από όλους. Τόσο μοιάζετε στον δόλο.»
Χωρίς ίχνος δισταγμού ή φόβου και με την ευχάριστη διάθεση ολότελα χαμένη, η Ήρα άδειασε το κύπελλο στο κεφάλι του, αδιανόητα ενοχλημένη από το πικρόχολο σχόλιο του.
«Πώς τολμάς, Κρονίδη;» Πέταξε το πήλινο σκεύος στο πάτωμα και το θρυμμάτισε σε άπειρα κομμάτια. «Θαρρείς πως είμαι σαν τους θνητούς που χλευάζεις; Ότι αποσκοπώ να κερδίσω από αυτή τη διένεξη; Μονάχα θέλω να διδάξω στους Τρώες τι σημαίνει να προσβάλουν εμένα, τη σύγκλινη και νόμιμη σύζυγο σου. Τώρα, που ολοκληρώθηκε η χάρη στη Θέτιδα, να κάνεις κι εσύ το ίδιο.»
Δεν είπε τίποτα άλλο. Του γύρισε την πλάτη επιδεικτικά κι έφυγε, για να αμπαρωθεί εντελώς στο ανάκτορο της και να κοιμηθεί μόνη. Εμπαιγμούς δε δεχόταν, δεν αποτελούσε ούτε κτήμα του Δία ούτε ανεγκέφαλο πιόνι του ούτε σκεύος ηδονής. Λαχταρούσε να πλαγιάσει μαζί του μα ο τραχύς του λόγος την είχε χαράξει κι είχε ορκιστεί στον εαυτό της να μην του υποταχθεί ξανά, μετά την Επανάσταση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Σελήνη είχε κάνει δειλά την εμφάνιση της, όταν έφτασε στον Όλυμπο η Θέτις. Κατευθύνθηκε στο ανάκτορο του Ηφαίστου που μολονότι βρισκόταν στην πιο απόκρημνη πλαγιά με ελάχιστη θέα, ξεχώριζε από όλα τα άλλα. Σαν άφθαρτος αιθέρας δέσποζε, άφθαρτο, ολόλαμπρο, εξαίσιο, με κράματα μετάλλων και άργυρο στολισμένο, απλό μα ταιριαστό στον ζαβοσκελή Θεό, τον έξοχο τεχνίτη.
Τον εντόπισε στο εργαστήριό του, φυσικά, από τον ήχο του σφυριού στο αμόνι. Εμπρός στα φυσούνια τον είδε, που φιλοτεχνούσε είκοσι τρίποδες, για διακόσμηση και λειτουργικότητα. Σε κάθε ποδοστάτη, προσάρμοσε κύκλους χρυσούς, με σχέδιο να κυλούν μόνοι στα δώματα και να επιστρέφουν, με δικούς τους τροχούς. Ήταν έτοιμοι, μονάχα τα αυτιά τους έλειπαν, τα χερούλια, τα οποία σφυρηλατήσουσε κατά την είσοδο της Θέτιδας και πλέον προσέθετε με καρφιά προσεκτικά.
Έτσι απορροφημένος παντελώς που ήταν από την εργασία του, ίσως να μην αντιλαμβανόταν την παρουσία της. Βρισκόταν, όμως, εκεί και μια σιωπηλή παρέα σε κατήφεια, που με το που είδε την Θέτιδα αναθάρρησε με χαρά.
«Καλωσήρθες, Θέτις, σεπτή κι αγαπημένη μας!» Φώναξε η Αφροδίτη με πρόσωπο ολόφωτο, χωρίς να χρειάζεται τη φωτιά στο καμίνι. «Τι σε φέρνει εδώ; Δε συχνάζεις στο δώμα του Ηφαίστου, το δίχως άλλο. Έλα κοντά μου, να σου προσφέρω φιλοξενία.»
Την αγκάλιασε από τους ώμους εγκάρδια και την οδήγησε στη γωνία της, ένα θαυμάσιο τραπέζι με δυο ασημένια θρονιά, άνετα, αριστοτεχνικά, με υποπόδια. Αφού βεβαιώθηκε ότι η Θέτις είχε βολευτεί, πλησίασε τον Ήφαιστο, που παρέμενε ατάραχος, έχοντας μηδενική επίγνωση του τι συνέβαινε γύρω του.
«Ήφαιστε, άνδρα μου, ήρθε να σε δει η Θέτις, κάτι σε θέλει,» του είπε με προσποιητή γλυκύτητα, σκουντώντας τον ελαφρώς.
Ο Θεός της Φωτιάς ύψωσε το βλέμμα από τη δουλειά και την παράτησε, αφοσιωμένος πλέον στην επισκέπτριά τους, την οποία πάντοτε μνημόνευε με λατρεία. Σχεδόν δάκρυσε, αντικρίζοντας την.
«Πράγματι, σπουδαία κι αξιοσέβαστη Θεά πατάει στο σπίτι μου, αυτή που μου στάθηκε καλύτερα κι από μητέρα, στη μέγιστη συμφορά μου. Όταν η Ήρα με πετάξει στα βάθη του Πόντου από τον Όλυμπο, για να κρύβει ότι είχα γεννηθεί χωλός, εκείνη με έσωσε, Αφροδίτη, μαζί με την Ωκεανίδα Ευρυνόμη. Εννιά χρόνια, με ανέθρεψαν κρυφά από όλους, με φρόντιζαν, με έσωσαν από ανείπωτο κακό. Εγώ, ανακαλύπτοντας το ταλέντο μου, τις γέμισα κοσμήματα και στολίδια που όμοια τους δε φορούσε κανείς στην πλάση· τις θαύμαζαν και ζήλευαν για αυτό κι έτσι, με βρήκαν οι δικοί μου.»
«Και για να ξεχαστεί και συγχωρεθεί το αμάρτημα της μητέρας σου, νυμφεύθηκες εμένα,» σχολίασε με πικρία η Αφροδίτη, αδυνατώντας να πιστέψει με πόση αγάπη κοιτούσε τη Θέτιδα ο εν γένει ψυχρός άνδρας της κι εκείνη ανταπέδιδε.
«Κάναμε μια συμφωνία τυπικότητας, θαρρώ,» της υπενθύμισε με μια σκληρή ματιά εκείνος. «Σεβάσου τη φιλοξενούμενη μας, της χρωστάω τα πάντα για πάντα. Καλοδέξου την επάξια, όσο εγώ τακτοποιώ τα εργαλεία και τις φυσούνες.»
Όταν απομονώθηκε κάπως κι έφταναν στα αυτιά του αχνές οι γυναικείες κουβέντες, απίθωσε το χέρι του στον λίθινο πάγκο σταθερά και στηριζόμενος εκεί, σηκώθηκε όρθιος αργά· ένα πελώριο τέρας, μια μάζα παραμορφωμένη, που έκρυβε ισχνά την ωραιότητα των γονιών του. Με τις κνήμες του να σείονται αισθητά, περπάτησε μόνος, περήφανος, χωρίς βοήθεια, μάκρυνε τις φυσούνες από τη φωτιά και σύναξε τα σύνεργα σε αργυρή λάρνακα. Μετά, πήρε έναν καθαρό σπόγγο νωπό και καθάρισε το πρόσωπο από καπνιά και στάχτη, τα χέρια, τον δυνατό λαιμό, το δασερό στήθος. Πέταξε τον βρώμικο χιτώνα του και φόρεσε έναν νέο και τέλος, πήρε το χρυσό του ραβδί, παχύ κι αρχοντικό, για να εμφανιστεί κουτσαίνοντας.
Γύρω του, συνοδοί και φύλακες, μήπως πάθαινε τίποτα, στέκονταν και τον στήριζαν δυο θεραπαινίδες ολόχρυσες. Μολονότι τεχνητά όντα από χρυσό, έμοιαζαν απολύτως σε αληθινά κορίτσια, όπως τον ακουμπούσαν σαν γονέα και του μιλούσαν εγκάρδια, είχαν νου, συνείδηση κι είχαν διδαχτεί και τεχνάσματα από τους άλλους Αθάνατους. Αυτές, μαζί με άλλες που δε βρίσκονταν εκεί τότε, ήταν οι υπηρέτριες του Ηφαίστου, τα μεγαλύτερα του αριστουργήματα, φτιαγμένα ωσάν τον γίγαντα Τάλω. Με τη βοήθειά τους, λοιπόν, έφτασε στο τραπέζι της Αφροδίτης ο γιός του Δία και κάθισε στο ελεύθερο θρονί, εμφανώς ανακουφισμένος και χαλαρότερος.
Δε χρειάστηκε ούτε μια ματιά, για να αποσυρθεί η Αφροδίτη, με την πρόφαση να τους φέρει νέκταρ κι αμβροσία. Βλέποντας το ροζιασμένο χέρι του να βρίσκει το αλαβάστρινο της Θέτιδας και να το σφίγγει, αηδίασε.
«Αλήθεια, τι σε φέρνει εδώ, μακρόπεπλη Θέτις;» Ρώτησε με τη χαρακτηριστική φωνή του ο άμορφος Θεός, την πιο γλυκιά σε όλο τον Όλυμπο. «Δε σε έχω δει ποτέ στο παλάτι μου, από τότε που νυμφεύθηκα την Αφροδίτη. Πες μου τι επιθυμείς και θα το κάνω, αν υπόκειται στις ικανότητες μου.»
Δακρύζοντας από συγκίνηση αναμνήσεων κι απόγνωση αγνή, η Θέτις έπιασε και το άλλο του χέρι, χαϊδεύοντας τα με λατρεία.
«Ήφαιστε, σαν γιό μου σε αγαπώ,» χαμογέλασε μέσα στο σιωπηλό της κλάμα. «Γνωρίζεις ανάμεσα στις Θεές τις αθάνατες κάποια που να υπέφερε δεινά περισσότερα από εμένα; Ο Δίας θέλησε να αγαπήσω θνητό -όσο λίγο κι αν κράτησε- παρέμεινα στανικώς στην κλίνη του και μόνο μια πίκρα έχει απομείνει, όσο εκείνος τρώγεται από το γήρας. Ένα και μοναδικό τέκνο αξιώθηκα να γεννήσω και να θρέψω και πριν το καμαρώσω ως τον ασύγκριτο ήρωα που έγινε, μου τον πήρε ο Πόλεμος, αγαπημένο μου αγόρι. Κι αφού μου τον αδίκησαν και μεσολάβησα στον Δία για εκδίκηση, οι Τρώες κόντευαν να διαλύσουν εκείνα τα Αχαϊκά σκυλιά που τόλμησαν να προσβάλουν τον γιό μου. Μα τότε, μπήκε στη μάχη ο Πάτροκλος, ο παιδικός του φίλος-»
«Και κάτι παραπάνω, αν μου επιτρέπεις,» σχολίασε, ανασηκώνοντας τους ώμους ο Ήφαιστος, με προσοχή στην καμπούρα του. «Η μητέρα δεν είναι φειδωλή στον λόγο, όταν εκνευρίζεται κι από τότε που ο Αχιλλέας σου εγκατέλειψε τη μάχη, έτσι φέρεται μόνιμα.»
«Κι αφού τον σκότωσαν και σκύλευσαν οι Τρώες, το παιδί μου δεν έχει πανοπλία,» αντιπαρήλθε το σχόλιο του η Θέτις. «Για αυτό, προσέπεσα σε εσένα. Σου ζήτω να χαρίσεις στο ολιγοήμερο βλαστάρι μου μια νέα πανοπλία, που σπαράζει και μαραίνεται από θλίψη.»
Μειδίασε και της έσφιξε τα χέρια, φιλώντας τα με σέβας υπέρτατο.
«Θάρρου, Θέτις,» την καθησύχασε. «Μη σκέφτεσαι διόλου για τα όπλα. Θα του φτιάξω μια πανοπλία φοβερή, εκθαμβωτική, που δε θα έχει δει παρόμοια ποτέ το γένος των ανθρώπων, ωσάν αυτές που φτιάχνω στα αδέλφια μου.»
Την ώρα εκείνη, κατέφθασε η Αφροδίτη με το θεϊκό ποτό και έδεσμα.
«Καθίστε εσείς εδώ, διασκεδάστε η μια την άλλη, όσο εγώ εργάζομαι. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο,» πρόσταξε πρακτικά την Αφροδίτη ο Ήφαιστος κι ένευσε στις χρυσές θεραπαινίδες να τον οδηγήσουν πίσω στα ενδότερα του εργαστηρίου του.
«Μάλιστα, Άρχοντα διογέννητε,» υποκλίθηκαν και στάθηκαν κοντά του οι άψυχες μα έμβιες γυναίκες.
Φτάνοντας ξανά εμπρός στις φυσούνες, τις έστρεψε εμπρός στη φωτιά, στη σωστή τους θέση.
«Ξεκινήστε,» διέταξε κι εκείνες άρχισαν ευθύς -είκοσι ταυτοχρόνως- να βγάζουν πνοή ανάλαφρη, σφοδρή ή μετρημένη αναλόγως, υπηρετώντας πιστά τις εντολές του δημιουργού τους, που ήθελε να βεβαιωθεί ότι η φωτιά του έκαιγε ορθά και σταθερά. Έτσι, θα μπορούσε να τελειώσει γρήγορα κι εύκολα.
Αμέσως, πήρε κασσίτερο, σίδερο βαρύ, πολύτιμο χρυσό κι ασήμι και τα έβαλε στη φλόγα, προτού φέρει το μεγάλο του αμόνι στον κορμό όπου δούλευε, κραδαίνοντας στο δεξί χέρι σφυρί και στο αριστερό λαβίδα.
Το πρώτο αριστοτέχνημα που γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα, ήταν η ασπίδα. Τρεις κύκλους έβαλε εξώτερους και πέντε δίπλες, τα οποία στολίστηκαν με εικόνες υπέροχες, από τη γνώση και τη σοφία του αθάνατου καλλιτέχνη.
Μόρφωσε τον Ήλιο, τον Ουρανό, τον Πόντο, τον ακούραστο ήλιο και την πανσέληνο, μαζί με τα αστέρια που στεφανώνουν το στερέωμα· τον Ωρίωνα, τις Υάδες, τις Πλειάδες, τη μεγάλη και μικρή Άρκτο, τον Σκορπιό που για πάντα κυνηγά τον Ωρίωνα.
Κατόπιν, σκάλισε δυο πανέμορφες πολιτείες ανθρώπων. Στην πρώτη, τελούνταν γάμοι με γιορτή, με κόρες που έτρεχαν με δάδες στους δρόμους και αντηχούσε παντού ο Υμέναιος. Οι κούροι στριφογυρνούσαν εκεί, δεξιοτέχνες στον χορό, με κιθάρες στη μέση του και γυναίκες που θαύμαζαν από τα παραθύρια.
Στην αγορά, είχε συναθροιστεί πλήθος, καθότι δυο άνθρωποι φιλονικούσαν για το πρόστιμο ενός φόνου. Ο ένας διακήρυττε ότι είχε εξοφλήσει κι ο άλλος πως δεν είχε λάβει τίποτα. Αμφότεροι αναζητούσαν μια κατάληξη από τον κριτή και δικαστή. Το δε πλήθος, έπαιρνε του ενός το μέρος ή του αλλού διά βοής κι οι κήρυκες το ηρεμούσαν. Μετά στον άγιο κύκλο, στα σκαλιστά μάρμαρα, κάθισε η γερουσία, κρατώντας τα τελετουργικά σκήπτρα κι εδίκαζαν. Στη μέση, τους περίμεναν δυο τάλαντα χρυσός για αυτόν πού πρόσφερε τη δικαιότερη κρίση.
Στην άλλη πόλη, σχημάτισε δυο στρατιές αντιμαχόμενες, γύρω από τα ψηλά τείχη, με λαμπρά άρματα, που είχαν δυο προτάσεις· είτε θα ισοπεδώναν την πόλη είτε θα λάβαιναν τα μισά από τα κτήματα της. Οι γηγενείς δεν πείθονταν και κρυφά οπλίζονταν για άμυνα. Το τείχος δε, το φυλούσαν οι γυναίκες, με τα ανήλικα παιδιά και τους γέροντες μαζί.
Κατά την έξοδο των πολιορκημένων στρατιωτών, αρχηγός τους στεκόταν η Αθηνά. Ολόχρυση, πελώρια, απαστράπτουσα, πάνοπλη, το ίδιο κι ο Άρης, μπροστάρης των επιτειθέντων. Ξεχώριζαν από τον όχλο, που φάνταζε μικροσκοπικός κάτωθεν τους. Όταν έφτασαν στο μέρος του καρτεριού, τον ποταμό που πότιζε τα κοπάδια της περιοχής, έμειναν σκεπαστοί κι ελλοχεύαν, πάνοπλοι κι αυτοί. Είχαν τοποθετήσει δυο σκοπούς, να ελέγχουν την κυκλοφορία.
Σύντομα, πρόβαλαν δυο βοσκοί, παίζοντας αυλούς ανυποψίαστοι, με ένα κοπάδι μόσχους κι άλλο ένα με πρόβατα. Βλέποντας τους οι εχθροί, τους επιτέθηκαν ανελέητα, κλέβοντας πολλά από τα ζώα, αφού έσφαξαν τους ποιμένες. Αφού είδαν την ταραχή των μοσχαριών μακρόθεν οι υπερασπιστές, σηκώθηκαν από το στρατόπεδο, πήραν τα όπλα και καβαλώντας τα άλογα, τους έφτασαν τάχιστα. Στην ακροποταμιά, λοιπόν, άναψε η μάχη, με τα ακόντια και τα βέλη να πέφτουν εκατέρωθεν ως βροχή.
Γύριζαν ανάμεσα τους με βλέμμα εγρήγορο η Έρις, η Ενυώ, ο Κυδοιμός και οι Μοίρες, που έκριναν ποιός θα πληγωνόταν και ποιός θα γλίτωνε, ποιός θα επιβίωνε και ποιός θα πέθαινε. Όλοι ντυμένοι στα κόκκινα, σαν το αίμα των θνητών, πολεμούσαν σιμά τους κι οι σύντροφοι του Άρη τραβούσαν ενίοτε κανένα πτώμα, για βορά στα όρνια και στους Κήρες.
Αλλού, έβαλε ένα τριόργητο κι εύφορο χωράφι, μεγάλο, ζηλευτό και μέσα ζευγολάτες, που το όργωναν σχολαστικά με τα ζώα τους σε ζεύγη. Κατά την επιστροφή τους, στην άκρη του χωραφιού, τους περίμενε άνθρωπος με κύπελλα κρασί, για να πάρουν δύναμη και να συνεχίσουν τη δουλειά. Μαύριζε η γη, αλετρεμένη άρτια, παρά την κλασική χρυσή της ομορφιά, ως θαύμα της Τέχνης.
Παραπέρα, έφτιαξε ένα φραγμένο κτήμα, με υψηλά στάχυα κι ένα σμήνος εργάτες, που θέριζαν με δρεπάνια. Έπεφταν τα δεμάτια σωρός, για να δεθούν από τους επιστάτες με καλαμόσχοινα, με τη βοήθεια παιδιών που έτρεχαν παντού αδιάκοπα. Ο κύρης βρισκόταν στο κεντρικό αυλάκι με σκήπτρο ανά χείρας σιωπηλός, βλοσυρός, καμαρώνοντας με την ψυχή του. Λίγο πιο πέρα, γυναίκες μουσκεύαν σε αλεύρι το φαγητό για τους εργάτες, μαζί κι ένα σφαχτό βόδι για το τραπέζι του κύρη, κάτω από έναν δρυ.
Μετά, σκάλισε ένα αμπέλι, παραφορτωμένο με καρπό καλό, που χρύσιζε στον ήλιο, με σκούρα σταφύλια. Με ασημένιους στύλους συγκρατούσαν τα κλήματα, ενώ ένας λάκκος από χάλυβα και φράκτης κασσίτερου προστάτευε το αμπέλι, με μονοπάτι στην άκρη, για να περνούν οι καρποφόροι αμπελουργοί κατά τον τρύγο. Αμέριμνοι νέοι και νέες έφερναν τους γλυκούς καρπούς στα καλάθια. Στο κέντρο τους, ένα γλυκόλαλο αγόρι έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε μελωδικά, για να σκιρτούν γύρω του όλοι και να συμμετέχουν στο άσμα.
Αλλού, έφτιαξε μια αγέλη ορθοκέρατων ταύρων, άλλους στόλισε με χρυσό κι άλλους με κασσίτερο, που μουγκρίζαν και κινούσαν για βοσκή στο ποτάμι, στα τρυφερά καλάμια. Τέσσερις χρυσοί βοδηλάτες τους συνόδευαν, με εννέα σκύλους φύλακες. Άξαφνα, δυο λέοντες φοβεροί όρμησαν κι άρπαξαν έναν βαρβάτο ταύρο, που βογγούσε ενώ τον έσερναν. Τους χίμηξαν σκύλοι και παλικάρια μαζί. Μα του κάκου, διότι οι κύνες έτρεμαν να αντιμετωπίσουν τα λιοντάρια, που έκοψαν το κεφάλι του ταύρου εύκολα και ρουφούσαν από την κοιλιά αίμα κι εντοσθια· μονάχα να γαβγίσουν τολμούσαν.
Από κάτω τους, φιλοτέχνησε ένα πλατύ βοσκοτόπι λευκόμαλλων προβάτων, σε ένα εύμορφο λαγκάδι, με στάνες, καλύβες σκεπαστές και τεράστια μανδριά.
Ύστερα, στον χώρο που απέμεινε, απέδωσε φόρο τιμής στον σπουδαιότερο τεχνίτη που γεννήθηκε ποτέ ανάμεσα στους θνητούς· τον Δαίδαλο. Ιστόρησε με το άφταστο χέρι του έναν χορό, βασισμένο στο σχέδιο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος για τη βασιλοπούλα Αριάδνη, κάποτε στην Κνωσσό. Εκεί, χόρευαν αρένες χειροπιαστά με πολύπροικες παρθένες, ντυμένες με λεπτά, λινά φορέματα κι οι κούροι με καλόγνεστους χιτώνες, σε δέρματα που έλαμπαν από λάδι. Στέφανοι λαμπροί κοσμούσαν τις κόρες και τα αγόρια χρυσοί, ενώ από τους τελαμώνες τους κρέμονταν εγχειρίδια. Χόρευαν υπέροχα· κυλητά ή ως αράδα αντίκρυ έτρεχαν. Τριγύρω τους, διασκέδαζαν αναρίθμητοι θεατές του λαού, ανάμεσα στους οποίους ο αοιδός κιθάριζε θεία. Στο τραγούδι του, δυο χορευτές έμπαιναν στη μέση, πηδώντας και γυρίζοντας, σχεδόν σαν να πετούν.
Στον κύκλο της ασπίδας τον εσώτερο, μετά τον Ουρανό και τον Πόντο που κοσμούσαν τους άλλους δυο, ο Ήφαιστος αποτύπωσε τον Τιτάνα Ωκεανό, τον δυνατό και μέγα κι έτσι, ολοκλήρωσε το εκθαμβωτικό του κομψοτέχνημα.
Χωρίς διακοπή, πέρασε στον θώρακα, που τον έφτιαξε να λάμπει περισσότερο κι από τη φλόγα, επενδεδυμένο ολόκληρο με χρυσό. Έπειτα, φιλοτέχνησε το κράνος, ασημένιο εξωτερικά και με χρυσό λοφίο, ενώ στο τέλος άφησε τις κνημίδες, που από κασσίτερο σμίλευσε, πολύ προσεκτικά.
Σήκωσε τα όπλα, έχοντας πληρώσει το έργο του, τα καμάρωσε για λίγο, πριν τα παραδώσει στις θεραπαινίδες του, που τα κουβάλησαν μαζί του στη Θέτιδα.
Με δάκρυα απέραντης ευγνωμοσύνης τα δέχτηκε η Νηρηίδα, αγκάλιασε τον χωλό Θεό ξέχειλη από αγάπη κι αφού αποχαιρέτησε ταιριαστά τη Θεά του Έρωτα, αποχώρησε βιαστικά από τον Όλυμπο, πετώντας με τα θεία όπλα πίσω στο παιδί της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Το είδες αυτό;» Έδειξε ο Οδυσσέας με τον δείκτη του τον ουρανό. «Θαρρείς έπεσε ένα άστρο.»
«Ή απλώς ένας Θεός κατεβαίνει στη γη,» ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους ο Διομήδης. «Από τότε που πέθανε ο Παλαμήδης, έχεις αποκτήσει μια μανία με τα άστρα, που μόνο αυτόν χαρακτήριζε.»
Οι δυο Άνακτες είχαν φύγει από τη σκηνή του Μαχάονα, παραχωρώντας τις κλίνες τους σε πιο βαριά τραυματισμένους στρατιώτες. Με βακτηρίες ως ερείσματα περπατήματος, είχαν συρθεί κουτσαίνοντας στην παραλία κι ενόσω το κύμα έβρεχε τα πέλματα τους, εκείνοι είχαν στρέψει το βλέμμα στον καθαρό ουρανό, που έβριθε αστέρων. Ήθελαν να απολαύσουν μια στιγμή γαλήνης, να προετοιμαστούν κάπως για το επερχόμενο χάος.
«Η μελέτη των άστρων αποτελεί την πιο σοφή ασχολία, ειδικά για ξενιτεμένους, σαν εμάς,» αναστέναξε ο Οδυσσέας. «Μόνο ο ουρανός μας ενώνει με το σπίτι. Αυτόν τον ουρανό με αυτά τα αστέρια θωρούσα και στην Ιθάκη.»
Ο Διομήδης δεν απάντησε, έμοιαζε απορροφημένος στις σκέψεις του ή απλώς το πληγωμένο πόδι του τον έσφαζε στον πόνο πάλι.
«Δε σου λείπει καθόλου το Άργος;» Αναρωτήθηκε, σπάζοντας ξανά τη σιωπή ο Οδυσσέας.
«Τι να μου λείψει; Η τριαρχία, με τις τρεις οικογένειες που παλεύουν αδιάκοπα για τον απόλυτο έλεγχο του Οίκου, η μια εκ των οποίων τυγχάνει να είναι η οικογένεια της Αιγιάλειας που με μισεί, διότι επιλέχθηκα εγώ για Προστάτης Αντιβασιλέας κι όχι αυτοί;» Κουνούσε τα χέρια ο γιός του Τυδέα ξέφρενα, εκνευρισμένος και μόνο από την ανάμνηση. «Σιχαίνομαι την πολιτική, τα παιχνίδια εξουσίας τους, τις συνομωσίες και λυκοφιλίες. Είναι συγγενείς μου και δεν μπορώ να τους εμπιστευθώ.»
Αυθόρμητα, ο Αργίτης πετάχτηκε όρθιος και κίνησε πίσω, για το στρατόπεδο κι ο Οδυσσέας τον ακολούθησε. Πέρασαν όσο γρηγορότερα τους επέτρεπαν τα τραύματα τους μέσα από τις σκηνές, το γκρεμισμένο τείχος κι έφτασαν στην πεδιάδα, όπου είχαν δωθεί οι σκληρότερες μάχες.
«Αυτό,» έδειξε με το κεφάλι ο Διομήδης. «Αυτό είναι το φυσικό μου περιβάλλον. Ήρθα στην Τροία ως νικητής δυο πολέμων, όταν άνδρες μεγαλύτεροι μου, σαν εσένα, ή ισχυρότεροι μου, σαν τον Αχιλλέα, δεν είχαν πολεμήσει ποτέ στη ζωή τους. Έχω μάθει να κερδίζω με τα όπλα μου, ανοιχτά κι έντιμα, όχι με πισώπλατα μαχαιρώματα και πομπώδη ψεύδη.»
Κι όμως, ο αληθινός νικητής είναι αυτός που πρωτεύει σε όλα, σκέφτηκε ο Οδυσσέας μα δεν το πρόφερε.
«Εγώ, πάντως, Διομήδη ένδοξε, νοσταλγώ διαρκώς το νησί μου,» ομολόγησε έναντι, με ένα χαμόγελο που βούρκωσε τα μάτια του. «Η Πηνελόπη μου θα κυβερνάει καλύτερα από εμένα, είναι σίγουρο. Ο Τηλεμαχος δεν έχω ιδέα πώς θα είναι μα βέβαια, με αυτή τη μητέρα, θα ξεχωρίζει, θα λάμπει. Οι γονείς μου εύχομαι να είναι γέροι, υγιείς, αυτό μονάχα. Τα πάντα μου λείπουν· το λιτό ανάκτορο, το τόξο που έφτιαξα μόνος, ο σκύλος μου ο Άργος, τα κοπάδια με τα πρόβατα και τις κατσίκες, που βοσκούσα ολημερίς ξέγνοιαστα.»
«Μια ιδανική ζωή περιγράφεις,» επηρεάστηκε εμφανώς ο Διομήδης κι ένιωσε τύψεις που είχε μιλήσει τόσο άσχημα για τον Οίκο του. Οι ρίζες αποτελούν τη βάση των πάντων, όποια μορφή κι αν φέρουν. Από αυτές, βλασταίνει το πνεύμα κι η ψυχή. «Ειδυλλιακή, σχετικά με την κτηνωδία που βιώνουμε. Κάναμε οικείο αυτό το λουτρό αίματος, έξη μας έχει γίνει να πατάμε στα κόκαλα νεκρών και να θάβουμε φίλους. Βλέπουμε σώμα ξεσκισμένο από όρνια και δεν αηδιάζουμε. Τέρατα γίναμε, Οδυσσέα, κτήνη χωρίς συναισθήματα και νόηση, μονάχα ωμά, απεχθή ένστικτα μας έχουν μείνει και κενοί εγωισμοί. Ιδού· ο Πηλείδης για μια ανοησία, μας βύθισε στην αιματοχυσία και τον θρήνο. Κόντεψαν να μας καούν τα πλοία, για όνομα του Δία!»
«Δεν πρόκειται για λουτρό αίματος,» αποκρίθηκε ψύχραιμα, ήρεμα, παντελώς συνειδητοποιημένα ο γιός του Λαέρτη και τα γκριζογάλανα μάτια άστραφταν από δάκρυα και οξύνοια.
«Τι είπες;» Αιφνιδιάστηκε ο Διομήδης, θωρώντας τον σαν να αντίκριζε την Έχιδνα.
«Δεν πρόκειται για πεδίο μάχης κι αποχωρητήριο πτωμάτων,» συνέχισε τον λογισμό του, κοσμώντας κάθε του λέξη με δέος. «Κοίταξε καλά, Τυδείδη, παρατήρησε την πεδιάδα. Γιατί θαρρείς ότι σφάζονται πάνω της τόσα παλικάρια και θυσιάζονται ψυχές στο όνομα του Άρη; Για μια μάχη και τον μονόδρομο του θανάτου, θαρρείς; Όχι, βέβαια,» κάγχασε γλυκόπικρα, προτού ξαναβρεί το σθένος, το δέος, το κύρος στη φωνή του.
«Πρόκειται για ένα χωράφι δόξας, ένα απέραντο κομμάτι γης που αναβλύζει κλέος και υστεροφημία. Δεν τους ενδιαφέρει το χυμένο αίμα μα τα ονόματα. Θα ξεχάσουμε σύντομα τις θηριωδίες που βιώσαμε, άλλωστε, διαφορετικά δε θα παραμείνουμε σώφρονες. Δε θα λησμονηθεί ποτέ, όμως, ότι εσύ σκότωσες τον Πάνδαρο, τον άφταστο τοξότη και τραυματίστηκες, πολεμώντας ηρωικά, για να σώσεις τον στρατό μας ενάντια σε Θεούς, ανθρώπους και ρεαλισμό. Δε θα ξεχαστούν τα σημερινά κατορθώματα του Πάτροκλου κι ο συγκλονιστικός του θάνατος, θα γίνουν άσματα, ραψωδίες, ποιήματα, που θα αποδώσουν αθάνατες μνήμες. Σε αυτό το χωράφι, άπαντες μπορούν να κερδίσουν μια θέση στην αιωνιότητα, να γραφούν με χρυσά γράμματα στις παρακαταθήκες και στα θραύσματα της Ιστορίας. Δεν κρύβουν όλοι μέσα τους έναν Κατακτητή, όπως εσύ, ο Αγαμέμνων ή ο Αχιλλέας. Εσείς γεννηθήκατε, για να λάμψετε. Ο καθένας, όμως, δύναται να γίνει ισόθεος ήρωας σε αυτό το χωράφι της δόξας. Όταν επιτίθενται στον Έκτορα, στον Αινεία, σε όλα τα ιερά τέρατα των Τρώων, δε σκέφτονται τον θάνατο που φαντάζει βέβαιος. Σκέφτονται την ισχνή πιθανότητα να νικήσουν, να σκοτώσουν τους φοβερούς αυτούς πολεμιστές και να δρέψουν το κλέος τους. Για αυτή την ελπίδα, τη δίψα, τη ζοφερή υπόσχεση παραμένουμε όλοι εδώ. Απαλύνει η πιθανότητα του θανάτου μέσα μας, σχεδόν αγνοούμε ότι μπορεί να θαφτούμε εδώ και να μη γύρουμε στην πατρίδα αλλά μας κρατά, μας έλκει ακατανίκητα αυτή η ομορφιά του χωραφιού της δόξας.»
Μολονότι ο Διομήδης τον παρακολουθούσε αποσβολωμένος και θαύμαζε τον εύγλωττο λόγο του, μια απορία τον προβλημάτιζε.
«Μα δε θα τα αντάλλαζες όλα αυτά για να επιστρέψεις στην Ιθάκη, που τόσο λαχταράς;»
Ο Οδυσσέας αναπόλησε για λίγο, προτού στραφεί στον φίλο του, για να απαντήσει. Θυμήθηκε έναν ψίθυρο μιας κουκουβάγιας, όταν ταξίδευε με τον Παλαμήδη και τον Μενέλαο για την Αυλίδα.
Μη θλίβεσαι που φεύγεις. Οδεύεις στο πεπρωμένο σου. Για αυτό, γεννήθηκες, όπως και για πλήθος μεγαλείων άλλων. Προοριζόσουν για αυτόν τον Πόλεμο, για αυτό ήδη έχεις συνδεθεί με αυτόν. Εκεί, σε περιμένει όλη η δόξα του κόσμου, η σπάνια ευκαιρία να επιδείξεις όλα σου τα τάλαντα και να ξεχωρίσεις, ανάμεσα στους πρώτους των πρώτων. Θάρρου, γιε του Λαέρτη. Το μέλλον προμηνύεται λαμπρό, ο δρόμος της Αρετής σε προσμένει.
Με τη γλυκιά δέσμευση της Παλλάδος, αντίκρισε τον Διομήδη μειδιώντας, με τα μάτια του απολύτως ειλικρινή, εκπέμποντας εκτυφλωτική ευφυΐα μέσα στο σκοτάδι, στο ελάχιστο φως των μακρινών δαυλών του στρατοπέδου.
«Όχι, Διομήδη,» ήρθε η ευθύβολη απάντηση. «Πλέον, το κατανοώ απόλυτα. Ακόμη και να μη με έσπρωχναν να έρθω μετά βίας, θα ήμουν ανόητος, αν δεν το έκανα.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Προετοίμαζα το κομμάτι του Χωραφιού της Δόξας εδώ κι έναν χρόνο.
Πώς σας φάνηκε; Ωραία η Ραψωδία Doctor Who αλά Ήφαιστος με κόμιξ; 🤣
Ναι, λάτρεψα το κομμάτι του Ηφαίστου κι αυτό βγήκε προς τα έξω, θαρρώ!
Καθυστερήσαμε λίγο αυτή τη φορά, ήθελα να το ανεβάσω χθες, αλλά αντιμετώπισα κάτι προβληματάκια και δεν προλαβα, εν τέλει. Υγεία!
Στο επόμενο κεφάλαιο, Ραψωδία Τ, ούτως ειπείν ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΤΕΡΜΑ ΚΙ ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ. Είναι ώρα να πάψουν οι χαζοί θυμοί, να γίνουν κάτι απάνθρωποι, άνθρωποι, να διευθετηθούν κάποιες έχθρες κι ο Οδυσσέας να αναλάβει πλήρως τον έλεγχο του Αχιλλέα, για να μην τα σπάσει όλα.
Επίσης, θα βάλω εμβόλιμη Τροία, έτσι θα αρχίσει το επόμενο κεφάλαιο, με Κασσάνδρα, Λενιώ και Ανδρομάχη!
Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας! (Καλό μήνα κιόλας, Σεπτέμβρη έχουμε ❤️)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top