LXα~Η Ασπίδα του Αίαντα

Θυμάστε τις συζητήσεις του Αίαντα και του Οδυσσέα για τα αρνιά; Θυμάστε που ήθελε να του μάθει του Οδυσσέα να σφάζει κριάρια;
Θυμηθείτε τες σιγά σιγά, γιατί, ιδού...

Όταν γεννήθηκε ο πρωτότοκος γιός του Τελαμώνα, η μητέρα του πέθανε. Η Περίβοια, πριγκίπισσα των Μεγάρων, που είχε σαν παιδούλα βρεθεί ανάμεσα στους δεκατέσσερις τελευταίους νέους που εστάλησαν στον Μινώταυρο, άφησε την τελευταία της πνοή γεννώντας το αγόρι αυτό, που σχεδίαζαν να ονομάσουν Αιακό προς τιμήν του παππού του κι αντί αυτού, ο Τελαμώνας του έδωσε το όνομα Αίας, ήτοι αυτός που θρηνεί. Από νεογέννητος, ήταν τεράστιος, μεγαλόσωμος κι έκλαιγε αδιάκοπα, με καμία τροφό να μπορεί να τον ηρεμήσει. Παρακαλούσαν τον Τελαμώνα να τον πάρει στα χέρια του μα δεν το έπραξε ποτέ, διότι λάτρευε την Περίβοια κι ήθελε να περάσει όλη τη ζωή του μαζί της μα εκείνη είχε χαθεί. Συνεπώς, όλη η αγάπη που έτρεφε για τη μητέρα μεταλλάχθηκε κι έγινε πύρινο μίσος για το παιδί. Μισούσε τον Αίαντα σαν στυγερό δολοφόνο κι αν δεν ήταν το μοναδικό απομεινάρι της Περιβοίας, θα τον είχε πετάξει από έναν γκρεμό. Τον εγκατέλειψε στα χέρια των τροφών κι απαιτούσε να μην του τον φέρουν ποτέ να τον δει, παρά μόνο όταν ήταν αρκετά δυνατός, για να ξεκινήσει να εκπαιδεύεται στην Τέχνη του Πολέμου. Κι ήταν πανέμορφο μωρό ο Αίας, όμοιος του πατέρα του καθ'όλα πλην των ματιών, ολόιδια με της Περιβοίας· μεγάλα, ολόφωτα, εξέπεμπαν αγάπη, καλοσύνη, ακόμη κι όταν σπάραζε.

«Σαν να ξέρει ότι σκότωσε τη μάνα του κιόλας,» υπήρξε το μοναδικό σχόλιο του Τελαμώνα και δε θα ήταν η τελευταία φορά που ξεστόμισε τον βαρύ λόγο.

Ο Αίας ήταν περίπου ενός έτους, όταν ο Ηρακλής επισκέφθηκε τη Σαλαμίνα, με μια ακαταμάχητη πρόκληση. Ήθελε να πάρει τον καρδιακό του φίλο σαν υπασπιστή του στην εκστρατεία ενάντια στους Τρώες.

«Σώσαμε την πριγκίπισσα Ησιόνη και την πόλη από το κήτος του Ποσειδώνα και δε λάβαμε καμία επιβράβευση. Ορκίστηκα εκδίκηση και τώρα, θα την πραγματώσω.»

«Μήπως βιάζεσαι πολύ; Δε γνωρίζουμε καν σε τι κατάσταση βρίσκεται η Τροία. Ίσως ένα και μόνο πλοίο δεν επαρκεί, για να την κυριεύσουμε.»

«Έχω έναν από τους γιούς του με το μέρος μου, ήδη, ο οποίος με ενημερώνει για όλα τα τεκταινόμενα και θα μας βοηθήσει στην επίτευξη του σκοπού μας,» του εξήγησε χαμηλόφωνα ο Ηρακλής. «Θυμάσαι τον ψηλόλιγνο γιό, με το χαμηλωμένο βλέμμα, τον Ποδάρκη; Αυτός υπέκυψε στην εξαγορά μου.»

Τους έφεραν αρνί σουβλιστό κι ενόσω έτρωγαν, ο Τελαμώνας ενδοσκοπούσε κι αναρωτιόταν αν ήταν καλή ιδέα να εγκαταλείψει το νησί του και να εκστρατεύσει, αφήνοντας πίσω το μωρό μόνο, με τροφούς.

Σαν να τον ειρωνευόταν η ίδια του η σκέψη, φάνηκε μια από τις τροφούς με τον Αίαντα στην αγκάλη, απελπισμένη κι εξουθενωμένη. Μονάχα όταν το παιδί έτρωγε και κοιμόταν δε σπάραζε.

«Μα δε βλέπεις ότι φιλοξενώ τον υπέρτατο ήρωα και φίλο μου; Πάρε τον μικρό και φύγε.»

«Μα, Κύριε μου, δεν ησυχάζει. Έχουμε απελπιστεί.»

«Ο γιός σου είναι;» Επενέβη ευγενικά, με την πάντα ήπια, γαλήνια φωνή του ο Ηρακλής.

«Ναι, ο γιός της Περιβοίας μου,» απάντησε αμήχανα ο Τελαμώνας.

«Γιατί δεν τον ηρεμείς; Θαρρείς θα σε παρεξηγήσω εγώ;»

Δεν έλαβε καμία απάντηση. Ο Τελαμώνας δεν ήξερε πώς να του απαντήσει, ενώ η τροφός δε θα τολμούσε ποτέ, με το κεφάλι μόνιμα χαμηλωμένο μπροστά στον Ήρωα των Ηρώων, τον Θρύλο των Θρύλων. Επομένως, ο Ηρακλής ζήτησε να πάρει ο ίδιος το παιδί στα χέρια του. Φυσικά, ο Τελαμώνας δεν είχε αντίρρηση και πρόσταξε τη γυναίκα να φύγει.

«Ευλογήθηκα με πολλά παιδιά, Τελαμώνα αλλά δεν εγκατέλειψα κανένα ποτέ ούτε τους αρνήθηκα τη στοργή που κάθε παιδί αξίζει. Προσωπικά, έλαβα άπειρη αγάπη και φροντίδα από έναν άνδρα που δεν ήταν ο πατέρας μου· πώς θα μπορούσα να αρνηθώ σε αυτά τα αθώα, μικροσκοπικά πλάσματα, το αίμα του αίματος μου; Εσύ πώς μπορείς, ειδικά μετά τη Γλαύκη;»

Παράδοξα, το παιδί στα χέρια του γίγαντα, γαλήνευσε κι έμεινε να θωρεί και να θαυμάζει με τα μεγάλα μάτια του τη Λεοντή και τα βέλη, ενώ ο γιός του Δία το κουνούσε αρμονικά, έμπειρα και του χαμογελούσε.

«Η Γλαύκη δηλητηριάστηκε και χάθηκε, μαζί με το παιδί μας,» ψέλλισε ο γιός του Αιακού, που είχε αποστρέψει πλήρως το βλέμμα.

Πράγματι, η πρώτη του σύζυγος, η Γλαύκη, η πρωτότοκη κόρη του Βασιλιά Κυχρέα, που είχε παραχωρήσει το στέμμα της Σαλαμίνας στον Τελαμώνα -εξόριστος καθώς ερχόταν κι αδελφοκτόνος από την Αίγινα- είχε πεθάνει, ούσα έγκυος, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ωστόσο, τα στοιχεία υποδήλωναν δηλητηρίαση και για αυτό, ο Τελαμώνας ανησυχούσε για κρυφούς εχθρούς μέσα στο παλάτι.

«Κι η Περίβοια πέθανε στη γέννα, όπως έμαθα. Δε νομίζεις ότι πρέπει να λατρεύεις αυτό το παιδί και να το έχεις πάντα κοντά σου, γιατί είναι η φυσική συνέχεια της Περιβοίας, το ύστατο δώρο της σε εσένα; Εγώ έτσι θεωρώ.»

«Ηρακλή, μιλάς τόσο απλά, επειδή δεν έχεις βρεθεί στη θέση μου. Αυτό το μικρό σκότωσε τη μητέρα του.»

«Αν μπορούσα να σώσω έστω κι έναν από τους γιούς μου με τη Μεγάρα, θα έδινα τα πάντα, Τελαμώνα,» γέμισαν δάκρυα τα μάτια του Ήρωα. «Μα δεν ήταν σπλαχνικές μαζί μου οι Μοίρες. Πρέπει να ευχαριστείς τους Θεούς και να αγαπάς τον γιό σου. Πώς τον ονόμασες;»

«Αίαντα,» αποκρίθηκε μέσα από σφιχτά δόντια. «Ηρακλή, αν μη τι άλλο, για αυτόν διστάζω να σε ακολουθήσω. Αν δηλητηρίασαν τη Γλαύκη, πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι, εν τη απουσία μου, δε θα βρουν τον μικρό πνιγμένο στο λίκνο του; Αυτός είναι ο διάδοχος μου, η συνέχεια της γενιάς μου.»

«Δικαίως μιλάς και χαίρομαι που μοιράστηκες τον φόβο σου μαζί μου, γιατί θα σε λυτρώσω για πάντα από αυτόν.»

Ο Ηρακλής σηκώθηκε από το θρονί του, πάντα κρατώντας τον Αίαντα στο ένα του χέρι. Με το άλλο, σήκωσε τη Λεοντή και δημιούργησε μια κοιλότητα. Εκεί, έκλεισε το παιδί ολόκληρο, με το κεφάλι, για να το ευλογήσει.

«Να είσαι πάντα καλότυχος, ευτυχής κι αγαπημένος, Αίαντα Τελαμώνιε. Όπως τούτο το τομάρι είναι άτρωτο, έτσι κι εσύ να γίνεις αήττητος και κανένα όπλο να μη σε βλάπτει.»

Σύντομα, ελευθέρωσε το μωρό από τη Λεοντή και τον αγκάλιασε και πάλι, χαρίζοντας του διάφορους φαιδρούς μορφασμούς, ώστε δε σταματούσε να γελά και να χοροπηδάει ενθουσιασμένο στα χέρια του.

«Είναι πανέμορφος,» είπε ο Ηρακλής στον άναυδο Τελαμώνα. «Κι εφεξής, άτρωτος από όλα. Έτσι, θα είσαι ήσυχος, γιατί ο γιός σου δε θα κινδυνεύσει ποτέ από κανέναν.»

Εφόσον κάμφθηκε ο μοναδικός του δισταγμός, ο Τελαμώνας ακολούθησε τον Ηρακλή στην Τροία. Πράγματι, ο πρίγκιπας Ποδάρκης τους βοήθησε σημαντικά και, με τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Ηρακλή, κυρίευσαν την Τροία σε ελάχιστους μήνες, σκότωσαν τον παρανοϊκό Βασιλιά Λαομέδοντα κι έστεψαν τον Ποδάρκη, που ο Ηρακλής μετονόμασε σε Πρίαμο, δηλαδή Εξαγορασμένο. Ο Τελαμώνας ζήτησε από την πριγκίπισσα Ησιόνη να τον ακολουθήσει και να τον παντρευτεί κι εκείνη, δέχτηκε. Με την επιστροφή του, λοιπόν, ο Τελαμώνας βρήκε έναν Αίαντα που έτρεχε τέλεια και προέφερε τις πρώτες του λέξεις, ενώ ο Αίας γνώρισε τη νέα του μητέρα.

Ο υμέναιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης είχε λάβει χώρα στο πλοίο της επιστροφής, συνεπώς, μερικοί τους θεωρούσαν ζεύγος κι άλλοι όχι. Παραδοσιακή και λαμπρή τελετή δεν τέλεσαν ποτέ. Όμως, η Ησιόνη δεν αγάπησε ποτέ τον Αίαντα σαν γιό της μα τον μισούσε, διότι εκείνος θα στεκόταν παντοτινό εμπόδιο στον θρόνο της Σαλαμίνας για τα δικά της παιδιά.

Όταν γεννήθηκε ο Τεύκρος, ο Αίας ήταν τεσσάρων ετών κι ο ερχομός του αδελφού του τον γέμισε χαρά. Τρία χρόνια αργότερα, ήρθε κι ο Τράμβηλος, ο τρίτος και τελευταίος γιός του Τελαμώνα, που ένιωθε απόλυτα ευχαριστημένος με τρεις διαδόχους κι έδιωξε την Ησιόνη από την κλίνη του.

Όσο μισούσε η πριγκίπισσα της Τροίας τον Αίαντα, τόσο εκείνος λάτρευε τους γιούς της κι αδελφούς του, ώστε κώφευε στις ειρωνείες κι εμπαιγμούς της κι έπαιζε διαρκώς μαζί τους.

Αμέσως μετά τη γέννηση του Τράμβηλου, ξεκίνησε η εκπαίδευση του από τον ίδιο τον Τελαμώνα κι αισθανόταν πανευτυχής που, επιτέλους, θα περνούσε χρόνο με τον πατέρα του. Ο Αιακίδης ήθελε να τον σκληραγωγήσει, να τον κάνει ασύγκριτο πολεμιστή, ψυχρό εκτελεστή κι αμείλικτο, να μην καταδέχεται ουδέ προσβολές μηδέ συναίσθηση σαν εμπόδια στην κυριαρχία του. Στην αρχή, ο μικρός ηττούταν πάντα από τον πατέρα του στην Πάλη, στην Πυγμή, στο Παγκράτιο, στην Τοξοβολία κι ασταμάτητα δεχόταν υποτιμητικά σχόλια κι επιπλήξεις.

«Σήκω και προσπάθησε ξανά, άχρηστε, ανίκανε!» Ούρλιαζε πάνω από το ημιλιπόθυμο παιδί. «Ο πατέρας σου κι ο θείος σου είναι οι πιο διακεκριμένοι παλαιστές κι εσύ θα μας ντροπιάσεις, ζώο;»

«Πατέρα, πονάω, ζαλίζομαι,» ψέλλιζε εκείνος.

«Είσαι ευλογημένος από τον Ηρακλή, σε λίγο θα έχεις γιάνει. Σήκω!»

Πράγματι, κάθε σωματικό τραύμα γιατρευόταν στιγμιαία σχεδόν κι ο Αίας σηκωνόταν κι αγωνιζόταν ξανά, για να καταποντιστεί ξανά.

Λίγους μήνες αργότερα, σαν γλύκανε ο καιρός κι η Άνοιξη βασίλευε, ξεκίνησε η περίοδος του Κυνηγιού κι ο Τελαμώνας άρχισε να παίρνει μόνιμα τον Αίαντα μαζί του. Βέβαια, δεν πετύχαινε θήραμα εκείνος μα, αν έπιαναν ζωντανά, του έδινε το μαχαίρι, να τα σφάξει. Εκείνος, δίσταζε, έκλαιγε κι ελάμβανε χτυπήματα στο πρόσωπο ως ανταμοιβές.

«Δε δίστασες να σκοτώσεις τη μητέρα σου μα διστάζεις να σκοτώσεις ένα ελάφι;» Κατέφθανε κι η δολερή βολή κατάκαρδα, που έκανε μέσα του κάτι να σπάει, να αιμορραγεί ακατάπαυστα, χωρίς ελπίδας ίασης, κάτι που ο παιδικός του νους δεν μπορούσε να περιγράψει.

Τα ίδια λόγια άκουγε κι όποτε αρνούταν να σκοτώσει πρόβατα από το κοπάδι τους, γιατί τα λυπόταν. Μαζί τους μεγάλωνε, τα γνώριζε όλα από νεογέννητα, έτρεμε να αγγίξει το φονικό εγχειρίδιο κι έφευγε μακριά κλαίγοντας.

«Ένα ανεγκέφαλο ζώο είναι! Ένα μαλθακό, άχρηστο πλάσμα, που δε θα ανδρωθεί ποτέ!» Φώναζε έξαλλος στο παλάτι ο Τελαμώνας, παλεύοντας να ξεσπάσει τον θυμό του. Δέκα ετών ήταν πια ο Αίας και στα μάτια του δεν είχε παρουσιάσει κανένα σημείο βελτίωσης.

Στην Αίθουσα του Θρόνου, τον περίμενε η Ησιόνη.

«Εφόσον ο πρωτότοκός σου είναι τόσο άχρηστος κι ανεπίδεκτος μάθησης, αποκήρυξε τον,» θέλησε να εκμεταλλευτεί το θερμό της στιγμής. «Έχουμε δυο εξαίσιους γιούς, ο Τεύκρος θα γινόταν πανάξιος Άναξ στη θέση σου.»

«Ο Αίας, παρ'όλα του τα μειονεκτήματα, δεν παύει να είναι γιός της Περιβοίας μου. Οι άλλοι δυο είναι γιοί δικοί σου, άρα βάρβαρο αίμα τους μαγάρισε. Δε θα επιτρέψω να μαγαρίσει και τον θρόνο μου,» ήταν η κατηγορηματική, σκληρή του απόκριση, που την έκανε να σωπάσει και να μην τολμήσει ποτέ να επαναφέρει το ζήτημα.

Μια ημέρα σαν όλες τις άλλες, ο Αίας, ελεύθερος από την εκπαίδευσή του εκείνο το πρωινό, είχε βγει να παίξει με τους αδελφούς του, που αγαπούσε απύθμενα. Ο Τεύκρος, έξι ετών και φοβερά ζωηρός, ήθελε να κολυμπήσει, οπότε πήγαν οι τρεις τους στην πλησιέστερη ακροθαλασσιά. Ο Τεύκρος έπεσε στο νερό ενθουσιωδώς, ενώ ο τριών ετών Τράμβηλος προτίμησε να σκαρφαλώσει σε έναν πλάτανο. Ο Αίας έμεινε να προσέχει τον μικρότερο, ενώ δεν έχανε από τα μάτια του τον Τεύκρο.

Κάποια στιγμή, ο Τεύκρος έβγαλε μια ανατριχιαστική κραυγή κι ούρλιαζε πως κάτι τον είχε δαγκώσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Αίας έπεσε στο νερό και κολυμπώντας αστραπιαία, αγκάλιασε τον αδελφό του και τον έφερε στη στεριά. Πριν προλάβει να τον αποθέσει στα βότσαλα καλά καλά, ακούστηκε ένας γδούπος που του πάγωσε το αίμα.

Ύψωσε το βλέμμα τρέμοντας κι αντίκρισε τον Τράμβηλο καταγής πεσμένο, με το δεξί του πόδι ανατριχιαστικά παραμορφωμένο και τον ίδιο τόσο έκθαμβο που αδυνατούσε και να κλάψει.

«Τεύκρο, μπορείς να περπατήσεις;» Φώναξε απεγνωσμένα.

«Ναι,» τραύλισε η φωνή πίσω του.

«Ακολούθησε μας. Δε σε αφήνω μόνο σου εδώ,» τον νουθέτησε, ενόσω έπαιρνε στα χέρια του τον ακόμη αμίλητο Τράμβηλο.

Κάπου στα μισά της φρενήρους διαδρομής, όπου ο Αίας έτρεχε με όλες του τις αντοχές, άρχισε ο μικρός να κλαίει και να σπαράζει, κυριευμένος από πόνους αβάσταχτους. Έσωθεν, ο Αίας έκλαιγε μαζί του, γιατί τον είχε αφήσει από τα μάτια του.

«Δεν μπορώ να διανοηθώ, δεν το χωρά ο νους μου πόσο ανίδεος κι άχρηστος είσαι, μικρέ,» ξέσπασε και πάλι στον Αίαντα ο Τελαμώνας, μαθαίνοντας τα νέα. Με μια γροθιά, τον σώριασε στο πάτωμα. «Αν δεν μπορούσες να προσέχεις και τους δυο, να μην τους έπαιρνες μαζί σου και να μην κάνεις όλες τις χάρες στον Τεύκρο, γιατί θα γίνει επηρμένος σαν τη μητέρα του! Εδώ εσύ έγινες επικίνδυνος κι όπως σκότωσες τη μητέρα σου, βάλθηκες τώρα να σκοτώσεις και τα αδέλφια σου με την απαράμιλλη σου αμέλεια.»

Ο Αίας, τότε, σαν να τον είχε χτυπήσει ωσάν κεραυνός η σιγουριά και το θάρρος, χωρίς ίχνος φόβου στο βλέμμα, ύψωσε το κεφάλι και κοίταξε κατάματα τον πατέρα του.

«Εγώ, πατέρα, αγαπώ τα αδέλφια μου κι όλη μου τη ζωή θα πονώ και θα μετανιώνω για τον Τράμβηλο. Εσύ, άραγε, μετάνιωσες ποτέ που σκότωσες τον αδελφό σου από ζήλια;»

«Τι είπες, μέρμηγκα;» Εξεπλάγη απίστευτα ο Τελαμώνας από τα λόγια αψήφησης του δεκάχρονου. «Ποιός αδαής κι αχρείος σου είπε τέτοιο ψεύδος;»

«Ο Αχιλλέας, πατέρα. Και δεν πιστεύω ότι πρόκειται για ψεύδος. Αν ήταν ατύχημα, γιατί εξορίστηκες από την Αίγινα, μαζί με τον θείο Πηλέα;»

Ο Αχιλλέας, κατά τρία έτη μικρότερος του Αίαντα, τους είχε επισκεφθεί με τον Φοίνικα για πρώτη φορά από τη Φθία κι είχε θαυμάσει τον φοβερά ανεπτυγμένο για την ηλικία του ξάδελφο, που ήδη παρουσίαζε ενδείξεις εξαιρετικής ρώμης κι ύψους.

«Το γεγονός ότι εγώ θα πονώ όλη μου τη ζωή, πατέρα, με κάνει καλύτερο σου, γιατί εσύ φόνευσες και δε μετανιώνεις. Εσύ είσαι δολοφόνος,» κατέληξε το αγόρι κι ο Τελαμώνας τον έδιωξε, για να μην τον βλέπει.

Ο Τράμβηλος έμεινε σακάτης εφ'όρου ζωής. Το πόδι του δε γιατρεύτηκε πλήρως ποτέ κι όποτε υπέφερε πολύ και δεν άντεχε να μετακινηθεί με βακτηρία, ο Αίας τον έπαιρνε στην πλάτη του αγόγγυστα.

Σαν έκλεισε τα δεκατέσσερα, ο Αίας ξεκίνησε να πηγαίνει σε αγώνες, μολονότι ακόμα δεν είχε νικήσει τον Τελαμώνα. Επιστρέφοντας με δυο έπαθλα, στην Πυγμή και στο Παγκράτιο, από τη Φθία του θείου του, του Πηλέα, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν τόσο άχρηστος, τελικά κι ότι, ίσως, είχε πιθανότητες να ανδρωθεί. Ωστόσο, μέσα του χριζόταν μια στέρεη πεποίθηση· δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να γίνει ένα αμείλικτο πλάσμα, κενό από συναισθήματα σαν τον πατέρα του. Δε θα γινόταν απλώς καλύτερος πολεμιστής μα και καλύτερος άνθρωπος. Αισθανόταν ότι διέθετε άπλετη αγάπη μέσα του και θα β φρόντιζε να τη διοχετεύσει ολάκερη στους αγαπημένους του και κυρίως, στα παιδιά του, όταν κι αν αποκτούσε.

Παρουσίασε τα έπαθλα και τα κατορθώματα στον πατέρα του, ενώ οι ακόλουθοι εξιστορούσαν τις λεπτομέρειες σαν να εξιστορούσαν την Αργοναυτική Εκστρατεία, στην οποία κι ο πατέρας του είχε συμμετάσχει. Αφότου τα άκουσε όλα με προσοχή, ο Τελαμώνας ένευσε καταφατικά και στράφηκε στον γιό του ανέκφραστος.

«Έλα στο γυμναστήριο. Πρέπει να εντείνουμε την προπόνηση στην Τοξοβολία,» ήταν η μόνη του κουβέντα. Ούτε λέξη επαίνου ούτε ένα χαμόγελο ούτε καν η παραμικρή ένδειξη ότι είχε χαρεί ή αισθανθεί περήφανος για τον γιό του. Η όποια κεκτημένη αυτοπεποίθηση του Αίαντα εξαϋλώθηκε.

Τότε, του πέρασε πρώτη φορά η ζοφερή ιδέα από τον νου και σύντομα, ρίζωσε. Η ψυχή του αιμορραγούσε και φοβόταν πως θα αιμορραγούσε για πάντα· βούλιαζε σε αδιόρατα πελάγη θλίψης, μιας λύπης που δεν ήξερε πού ξεκινούσε. Ήταν άχρηστος, τελικά· είχε αφήσει τον αδελφό του να σακατευτεί, δεν είχε κατορθώσει απολύτως τίποτα, σύμφωνα με τον πατέρα του και δε λάμβανε παρά περιφρόνηση και καταφρόνηση. Ίσως να μην ήταν τίποτα άλλο παρά ένα άχθος αρούρης και να μην άξιζε καμία ευλογία από τον Ηρακλή.

Είχε βρέξει αρκετά τις προηγούμενες ημέρες. Βγήκε στον κήπο του ανακτόρου και στα κοντινά χωράφια και γέμισε δυο κάλαθους μύκητες, μανιτάρια. Είχε ακούσει τους κηπουρούς να λένε ότι πολλά από αυτά ήταν δηλητηριασμένα και χρειαζόταν ιδιαίτερη γνώση, για να ξεχωρίζονται.

Του φαινόταν το τέλειο σχέδιο· κρυφό, άηχο, αθώο, θα φαινόταν μάλλον σαν ατύχημα και δε θα προκαλούσε καν εντύπωση. Μια εξαιρετική μεθόδευση θανάτου. Ωστόσο, δεν είχε υπολογίσει τους αστάθμητους παράγοντες, δηλαδή την τροφό του, την Αντινόη, που σύχναζε στο ίδιο, απόμερο μέρος και τον εντόπισε, προς τρόμο και σάστισμά της.

«Τι κάνεις εκεί, αγόρι μου;» Τσίριξε διακριτικά, όπως μόνο μια μητέρα ξέρει κι όρμησε να τον προστατεύσει, με ενστικτώδεις κινήσεις.

Με μια κλωτσιά γερή, πέταξε τους κάλαθους με τα μανιτάρια μακριά.

«Γιατί τα έτρωγες αυτά, ωμά και χωρίς να τα ξεχωρίσουμε;» Ρωτούσε εναγωνίως κι απάντηση δεν έπαιρνε. Ο Αίας είχε σκύψει το κεφάλι κι έκλαιγε σιωπηλά. «Δεν είσαι ανόητος· ξέρεις ότι εμπεριέχονται και δηλητηριώδη ανάμεσά τους.»

Εφόσον ο έφηβος δεν αντιδρούσε, του άνοιξε το στόμα με το ζόρι και τον ανάγκασε να κάνει εμετό, ελπίζοντας ότι είχαν αποφύγει τα χειρότερα.

Για τις επόμενες τρεις ημέρες το στομάχι του υπέφερε αλλά επέζησε κι ο οργανισμός του ήταν πανίσχυρος. Τον επισκέφτηκε στο δωμάτιο όπου μοιραζόταν με τα αδέλφια του αιφνιδίως η Αντινόη, χωρίς ίχνος θυμού στο πρόσωπο, μα αγάπης, όπως πάντα. Ήταν γεγονός ότι όλοι στο παλάτι -αν όχι και στο νησί ολάκερο- αγαπούσαν τον Αίαντα, για την ευγενή, χρυσή του καρδιά, που πάντα χαμογελούσε κι ήταν πρόθυμος να βοηθήσει, σαν να μην ήταν ο διάδοχος του θρόνου. Οι μόνοι που τον περιφρονούσαν ήταν ο Τελαμώνας κι η Ησιόνη, οι μοναδικοί των οποίων αποζητούσε την επιβεβαίωση κι επιβράβευση.

Η Αντινόη τον αγκάλιασε σφιχτά, σαν να ήταν ακόμα εκείνο το νεογέννητο ορφανό που της είχαν φέρει να θηλάσει και τη φοβόταν, γιατί δεν είχε τη μυρωδιά της μητέρας του.

«Αία, αγόρι μου, ξέρεις ότι σε αγαπάω όπως αγαπάω τα παιδιά μου. Με το γάλα μου ανετράφης και δε θα μπορούσα να είμαι περήφανη για κάτι άλλο στη ζωή μου. Θέλω μόνο ένα πράγμα από εσένα· να μου ορκιστείς ότι όσο ζω, δε θα προσπαθήσεις ξανά να βλάψεις τον εαυτό σου.»

Ένευσε· της ορκίστηκε, με το χέρι στην καρδιά.

Όμως, η Αντινόη δεν έζησε πολύ ακόμα. Στα σαράντα πέντε της έτη, έμεινε έγκυος για ύστατη φορά και δεν άντεξε τη γέννα. Πέθανε μόλις δυο χρόνια μετά τον όρκο. Ο Αίας ήταν απαρηγόρητος στην κηδεία της, όπως και τα αδέλφια του. Ήταν τροφός και των τριών η Αντινόη.

Εν τω μεταξύ, δεκαέξι ετών πια, ο Αίας είχε εξελιχθεί σε έναν αληθινά ευγενή γίγαντα, πανύψηλο, λεβεντόκορμο, ρωμαλέο κι άψογο πολεμιστή. Πλέον, επέστρεφε μονίμως τροπαιοφόρος από τους Αγώνες που πήγαινε, γεμίζοντας το ανάκτορο της Σαλαμίνας με έπαθλα, διακρίσεις, δόξα και τιμή. Πάντοτε, βέβαια, ο Τελαμώνας δεν του έδινε παρά ένα νεύμα σαν ποταπό έπαινο. Ο γιός του είχε γίνει ένας λαμπρός νέος, που θριάμβευε σε κάθε άθλημα, ενώ κανείς δεν του παράβγαινε στο ξίφος και στο δόρυ. Ακόμα κι όταν κατάφερε, επιτέλους, να τον νικήσει στην Πάλη, δε φαινόταν εντυπωσιασμένος. Μολαταύτα, για τον Αίαντα αυτό ήταν μια τεράστια νίκη· ένιωσε πια ότι είχε ανδρωθεί. Ο Τεύκρος, πάλι, δε φαινόταν εξαιρετικά ταλαντούχος παρά μόνο στο τόξο, όπου ήταν άριστος και προικισμένος με σπάνια όραση, ώστε επρόκειτο για αλάνθαστο κυνηγό και σκοπευτή.

«Η Τοξοβολία είναι κατάλληλη μόνο για Κυνήγι κι επίδειξη στις γυναίκες. Το τόξο είναι το όπλο των δειλών, νεαρέ. Πάρε το ξίφος πάλι κι εκπαιδεύσου με τον αδελφό σου,» διέταζε αδιάκοπα ο Τελαμώνας, που θεωρούσε ντροπιαστικό να έχει έναν γιό τοξοβόλο. Εξάλλου, ελάχιστα πράγματα ενέκρινε.

Όταν ήρθε το κάλεσμα από τη Σπάρτη, ο Αίας ήταν δεκαοχτώ ετών κι ο Τεύκρος δεκαπέντε. Ο Τελαμώνας τους βρήκε μαζί να πετούν δίσκους.

«Αία!» Φώναξε κι ήταν η πρώτη φορά που αποκάλεσε το παιδί με το όνομά του. Σχεδόν βούρκωσε ο γίγαντας, στρεφόμενος στον πατέρα με μια υπόκλιση σεβασμού. «Έλαβα κάλεσμα από τον Τυνδάρεω της Σπάρτης. Καλεί όλους τους ανύπαντρους νεαρούς ως μνηστήρες της καλλονής κόρης του, της Ελένης. Θα είναι υπέρτατη τιμή και θα κομίσει δόξα τεράστια στο όνομά μας, αν κερδίσεις εσύ την Ελένη κι αναμένω να μη με απογοήτευσεις. Θα σε στείλω μαζί με όλα τα λάφυρα που έφερα από την Κολχίδα και την Τροία ως δώρα.» Το βλέμμα του έπεσε αφηρημένα στον Τεύκρο. «Πήγαινε κι εσύ, Τεύκρο. Ας διπλασιάσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας μας.»

Σάλπαραν χωρίς καμία αντίρρηση κι ετοιμασία, χωρίς να γνωρίζουν ή να φαντάζονται πόσα θα μπορούσαν να κριθούν από το ταξίδι εκείνο και πόσο ανεπανόρθωτα θα μετάλλαζε τις ζωές τους.

Στη Σπάρτη, ο Αίας συνάντησε άνδρες, τους οποίους ως επί το πλείστον ήξερε ήδη από τους Αγώνες που είχαν συναγωνιστεί. Μα εκεί, τους γνώρισε πραγματικά, κατανόησε την πραγματική τους φύση, όσο δύναντο, όπως και τον εαυτό του, ανάλογα. Δεν είχε αισθανθεί ποτέ του πιο σίγουρος, πιο δυνατός, πιο σπουδαίος, γιατί δεν είχε συγκριθεί αντικειμενικά με κανέναν.

Στους Αγώνες, δεν καταλάβαινε· ήταν εντελώς προσηλωμένος στον στόχο του. Είτε διαγωνιζόταν με τον Μηριόνη είτε με τον Αίαντα της Λοκρίδας δε διέφερε. Μα στη Σπάρτη, είχε όλον τον χρόνο να παρατηρήσει και να κατανοήσει και κυρίως, να αναγνωρίσει ποιοί άξιζαν να γίνουν φίλοι και ποιοί εχθροί του.

Συμπάθησε τον Διομήδη, γιατί είχε τρομερή στρατιωτική εμπειρία κι ήταν νεότερος του· κατακτητής και πορθητής κιόλας, μολονότι το πολιτικό σύστημα της Τριαρχίας του Άργους πάντα του έφερνε πονοκέφαλο. Δέθηκε γρήγορα με τον Παλαμήδη, γιατί ταν ήταν φοβερά έξυπνος κι είχε μια ζηλευτή ικανότητα να ακούει, χωρίς να μιλά και να κατανοεί. Θαύμασε τον Μενέλαο, γιατί είχε μεγαλώσει κι αυτός ορφανός από γονείς αλλά είχε σταθεί στα πόδια του και μεγαλουργούσε, με τη βοήθεια του Μεγάλου Άνακτα των Μυκηνών κι αδελφού του. Ωστόσο, λάτρεψε τον Οδυσσέα, διότι έλεγε κι έπραττε πράγματα που δεν είχαν ποτέ καν περάσει από τον νου του. Όποτε μιλούσε, ένιωθε ότι ανοιγόταν ένας άλλος κόσμος εμπρός του, είχε γοητευτεί και μαγευτεί κι αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Η Ιθάκη ήταν πολύ πιο φτωχή από τη Σαλαμίνα, μόνο με βοσκούς και ψαράδες, η γνώση κι η ευφυΐα του Οδυσσέα, όμως, τον κατέπλησσαν. Μιλούσε σαν να είχε γυρίσει όλο τον Κόσμο και ζήσει σε όλες τις Εποχές και τα Γένη. Ο Αίας τον άκουγε με τις ώρες, άναυδος, με αμέριστη προσοχή, τόση όση ποτέ δεν είχε δώσει στους διδασκάλους που του είχε φέρει ο πατέρας του.

Γύρισε στη Σαλαμίνα με άδεια χέρια, επέστρεψε όλα τα δώρα στη θέση τους και δεν είχε να ανακοινώσει παρά έναν Όρκο. Ο Τελαμώνας έγινε, για άλλη μια φορά, έξαλλος.

«Θλίβομαι που αποδεικνύεστε ανίκανοι και πάλι! Πώς ήταν δυνατόν να αποτύχεις, Αία; Μόνος σου το είπες· ήσουν ο πιο μεγαλόσωμος και γεροδεμένος ανάμεσα σε όλους κι όμως, σε απέρριψε! Ήθελα να ήξερα τι ανοησίες έλεγες, ανόητε!»

Ο Αίας δεν του απάντησε. Δεν ενεπλάκη καθόλου στη στιχομυθία, δεν αντέδρασε καν. Εν τελει, ο Τελαμώνας τον έφτυσε καταπρόσωπα και τον πρόσταξε να μην εξέλθει του δώματος του, αν δεν είχε δημιουργήσει μια πειστική αιτιολόγηση της παταγώδους του αποτυχίας.

Την ίδια νύχτα, ενώ όλο το παλάτι κοιμόταν, ο Αίας βγήκε λαθραία, δρασκέλισε ως την εγγύτερη, απόκρημνη ακτή κι έπεσε στο μαύρο πέλαγος, έχοντας δέσει στη μέση του τις μεγαλύτερες πέτρες που είχε βρει.

Εκεί, δεν τον έσωσε κανείς, θνητός αν μη τι άλλο. Βούλιαζε, πνιγόταν, γέμιζε το σώμα του νερό κι άγγιξε και τον πυθμένα της θάλασσας αλλά το σκοινί των πετρών λύθηκε κι άφησε το σώμα εκτεθειμένο.

Το επόμενο πρωί, ξύπνησε από τα φιλικά γαβγίσματα των κυνηγόσκυλων τους και τα επιφωνήματα ανακούφισης του Τεύκρου, που τον αναζητούσαν και τον βρήκαν, τελικά. Τον είχε ξεβράσει η θάλασσα στην άλλη πλευρά του νησιού κι ήταν ολόγυμνος. Το νερό δεν τον έβλαψε καθόλου, τον απέβαλε όλο γρήγορα κι επανήλθε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ούτε να πνιγεί κατάφερε.

Έκτοτε, αφιέρωσε τη ζωή του στα αδέλφια και στην ησυχία του, συντρέχοντας, βοηθώντας πάντα σιωπηλά κι άηχα, λέγοντας μόνο τα απαραίτητα, για να κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Η Σαλαμίνα έμοιαζε πια φυλακή, ο υγρός τάφος που θα θαβόταν. Κι όταν έβγαινε, αυστηρά και μόνο για Αγώνες, αισθανόταν σαν άλογο αρματοδρομίας παρά σαν άνθρωπος.

Όλα τούτα άλλαξαν ριζικά, όταν ανακοινώθηκε ο Πόλεμος. Ο Όρκος τους έδενε· δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι. Η ευκαιρία του Αίαντα να κατακτήσει τη ζωή του είχε δοθεί απλόχερα. Ο Τελαμώνας υπολόγισε δώδεκα πλοία κι ο Αίας επέβλεπε και βοήθησε στην κατασκευή τους, ενώ κι ο ίδιος προετοιμαζόταν για την πρόκληση.

Στην πρώτη απόπειρα, είχε έρθει ο Τελαμώνας. Στη δεύτερη και καταλυτική, οχτώ χρόνια μετά, παρέδωσε την αρχηγία στον Αίαντα, μαζί με μια θηριώδη ασπίδα που είχε παραγγείλει στον Τυχίο, τον καλύτερο σκυτοτόμο, φημισμένο πέρα από κάθε άλλον βυρσοδέψη. Εκείνη η θεόρατη ασπίδα, με τα εφτά δέρματα και το τρομερό βάρος, επρόκειτο να συντροφεύσει τον Αίαντα μοιραία, παντοτινά.

«Αν ήθελα να σου μείνει μια διδαχή από όλες που θέλησα να σου μεταλαμπαδεύσω, είναι αυτή, Αία,» ζήτησε να του μιλήσει, πριν την αναχώρηση για την Αυλίδα. «Το μεγαλύτερο καμάρι μας είναι η Τιμή μας, για αυτό, πρέπει να τη διατηρούμε πάντα άσπιλη, αμόλυντη, καθάρια όσο τίποτα άλλο. Αν μείνεις παντοτινά έντιμος, με το όνομά σου να αντηχεί μονάχα με δέος κι εκτίμηση από όλους, θα έχεις αληθινά πετύχει στη ζωή σου. Ευχή και κατάρα σου δίνω, Αία· μην εξευτελίσεις ποτέ το άμωμο όνομά σου, αυτό που, με τα χέρια και τη ρώμη σου, έχεις δοξάσει.»

Έφτασαν στην Τροία· ξεκίνησαν τον Πόλεμο. Δεν έλειψε από καμία μάχη κι όποτε ζητούσαν εθελοντές για Επιδρομές, πρώτος δήλωνε με τον ξάδελφο Αχιλλέα. Συγκέντρωνε νίκες, δόξα άπλετη και κάποια στιγμή, του έφεραν την Τέκμησσα, τη βασιλοπούλα της Φρυγίας.

Επέμεναν να τη δεχτεί σαν δώρο για τος υπηρεσίες του και τα ανδραγαθήματά του. Δεν ήξερε πώς να φερθεί σε βασιλοπούλα, αδελφές δεν είχε ποτέ του. Της παραχώρησε την κλίνη του και την ευχαριστούσε πάντα, όταν έβρισκε καθημερινά ζεστό φαγητό και πεντακάθαρη σκηνή. Στην αρχή, αγνοούσε το παράξενο σκίρτημα της καρδιάς, όποτε την εντόπιζε να τον κοιτάζει. Δεν ήταν πανώρια σαν την Ελένη, ούτε γενικά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύμορφη εξαιρετικά αλλά τον συγκινούσε, γιατί ήταν γελαστή, ευδαίμων, με πνεύμα που δεν ησύχαζε ποτέ κι ήθελε να προσφέρει. Σαν έμαθε ότι βοηθούσε τους Ασκληπιάδες κι είχε γνώσεις Ιατρικής, είχε μείνει έκπληκτος. Μολαταύτα, δε θα τολμούσε ποτέ να εκφραστεί και να της ομολογούσε τα συναισθήματα που ρίζωναν μέσα του και διαρκώς φούντωναν. Δεν ήξερε καν αν ήταν ικανός να αγαπήσει μια γυναίκα όπως της άξιζε. Αυτό που είχαν ο πατέρας του με την Ησιόνη αμφέβαλε αν χαρακτηριζόταν ως αγάπη, ενώ δε γνώρισε ποτέ πώς ήταν με τη μητέρα του. Έτσι, δίσταζε κι εμπόδιζε τον εαυτό του να κάνει την Τέκμησσα δυστυχή.

Δεν είχαν περάσει τρεις μήνες από την κοινή τους ζωή, όταν έλαβε χώρα μια μάχη φοβερή, η πιο δύσκολη και κρίσιμη του Πολέμου. Είχαν κοντέψει να χάσουν οι Αχαιοί, νικημένοι από την ασίγαστη ορμή του Έκτορα και του Αινεία. Τελικά, είχαν απωθήσει τους Τρώες, χάριν στους Αίαντες και στον Διομήδη· ο Αχιλλέας έλειπε σε Επιδρομή. Ο Παλαμήδης υποσχέθηκε πολεμικές μηχανές κι ο Οδυσσέας, τον οποίον με μεγάλη υπερηφάνεια πια ονόμαζε φίλο ο Αίας, είχε προσφερθεί να βοηθήσει, για να σχεδιάσουν μαζί το αήττητο πολιορκητικό σύστημα.

Στην είσοδο της σκηνής, τον περίμενε μια δακρυσμένη Τέκμησσα. Ο Τεύκρος είχε τραυματιστεί άσχημα στα πλευρά από δόρυ του Αινεία, θανάσιμα μάλλον. Ο Αίας συνετρίβη και κάθε έπαινος για την ηρωική του άμυνα διαλύθηκε, σαν στάχτη στον αγέρα. Είχε αποτύχει να προστατεύσει τον αδελφό του. Αν χανόταν ο Τεύκρος, τα πάντα θα έχαναν τη σημασία τους.

Έκλαψε τη νύχτα εκείνη, γοερά κι αρνούταν να φάει. Δεν τον είχε αφήσει ο Μαχάων να τον επισκεφθεί, για να μην ταραχθεί από το θέαμα. Εκείνος, που σκότωνε εκατοντάδες Τρώες κι έλιωνε κεφάλια με γυμνά χέρια θα ταρασσόταν στη θέα του ετοιμοθάνατου αδελφού του. Όπου κι αν στρεφόταν, δεν έβλεπε παρά απόλυτο Έρεβος.

Βγήκε, λίγο πριν το λυκαυγές, στους αγρούς μοναχός, κουβαλώντας ένα κυνηγετικό εγχειρίδιο· με τέτοια συνήθως έκοβαν τα κεφάλια των ελαφιών κι έγδερναν τους κάπρους.

Είχε σκεφτεί κι είχε συμπεράνει λογικα ποιά σημεία του ίσως παρέμεναν τρωτά από τη Λεοντή, διότι δεν είχαν ακουμπήσει σωστά κι είχε βρει αρκετά. Άξαφνα, λίγο πριν τελειώσει το έργο του, θέλησε να δει για ύστατη φορά την Τέκμησσα, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τελευταία όψη του φωτός. Σηκώθηκε και περπάτησε πίσω στη σκηνή του, όπου ακόμα κι οι σκύλοι κοιμούνταν ακόμα αλλά εκείνη ξαγρυπνούσε, γιατί ο Κύριος της έλειπε.

Μόλις τον αντίκρισε, αποκαμωμένο από την αϋπνία και με τις φλέβες των χεριών κομμένες, με το αίμα να κυλά και να ποτίζει σαν δροσιά το χώμα, για λίγο σάστισε. Έπειτα, μια έκφραση τρόμου την κατέβαλε και συγκλόνισε τον ίδιο· δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι νοιαζόταν για αυτόν, ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να νοιαστεί για αυτόν. Πέρασε γρήγορα η έκπληξη και κυριάρχησε η θεραπεύτρια.

«Έλα γρήγορα μέσα, Άρχοντα και κάθισε,» ακούστηκε πιο επιτακτική από όσο θα άρμοζε κι ανήσυχη. «Θαρρώ μπορώ να σταματήσω την αιμορραγία.»

Πράγματι, με τις γνώσεις της και τη βοήθεια του Μαχάονα, τον οποίο έσυρε από την κλίνη του αμέσως, έκλεισαν όλες τις πληγές εγκαίρως και δεν του συνέβη τίποτα παρά μια εύλογη αδυναμία από την απώλεια αίματος.

Τις επόμενες ημέρες, η Τέκμησσα δεν έφυγε από το προσκεφάλι του στιγμή. Τον τάιζε συνεχώς, να δυναμώσει κι όταν κοιμόταν -ή νόμιζε ότι κοιμόταν- σπάραζε στο κλάμα. Είχε φοβηθεί ότι θα τον έχανε, τον μοναδικό άνδρα που της συμπεριφερόταν ως ίση, που τη θαύμαζε για την αγάπη της για την Ιατρική και δεν την περιέπαιζε. Ο σεβασμός του κι η σιγανή του κατανόηση την είχαν κάνει να τον αγαπήσει, όχι απλά να τον ερωτευτεί, καθότι ανέκαθεν θεωρούσε τον έρωτα παροδικό κι ασταθή. Όχι, τον Αίαντα θα τον αγαπούσε για πάντα, έστω κι ανείπωτα, κρυφά.

Ενίοτε, έπρεπε αναγκαστικά να τον αφήνει, για να τακτοποιήσει το νοικοκυριό, το φαγητό, να ενημερώνεται για την πρόοδο του Τεύκρου. Τότε, είχε εμπιστευθεί τον Οδυσσέα να προσέχει τον Αίαντα. Έτσι, δε γνώριζε άλλος κανείς για τη σκοτεινή πλευρά του ευγενούς γίγαντα εκτός από εκείνη, τους Ασκληπιάδες και τον Οδυσσέα.

Ανακοινώνοντας ότι ο Τεύκρος είχε διαφύγει τον κίνδυνο και θα ζούσε, ο μεγάλος αδελφός χαμογέλασε, επιτέλους, ανακουφίστηκε.

«Μίλησε μου. Θέλω να σε ακούσω,» του είπε, στο τέλος, γονατίζοντας δίπλα στην κλίνη του.

Αγκάλιασε την Τέκμησσα με χέρια που είχαν εντελώς γιατρευτεί και της διηγήθηκε τα πάντα· όλη του τη ζωή ως τη θυμόταν κι ως του την είχαν αφηγηθεί οι τροφοί του. Δε θέλησε να της αποκρύψει τίποτα, καμία αποτυχία, κανένα ολέθριο λάθος και καμία απόπειρα. Πλέον, αριθμούσαν τρεις.

«Ούτε να πεθάνω δεν μπορώ. Τόσο άχρηστος είμαι,» κατέληξε με ένα πικρό μειδίαμα.

«Αν ήσουν άχρηστος, δε θα σε αγαπούσα,» αποκρίθηκε αυθόρμητα, πριν ελέγξει τα λόγια της, η Τέκμησσα, συνεπαρμένη από την τραγική ιστορία μα και θέλοντας να εκφράσει την έντονη διαφωνία της. Κάθε συστολή μέσα της, αυτόματα κι ασκαρδαμυκτί, κάμφθηκε, διαλύθηκε, ξεχάστηκε, καθώς την κυρίευσε το ένστικτο. Ήθελε να σώσει αυτόν τον άνθρωπο, τον υπέροχο άνδρα που ήθελε να πεθάνει, επειδή ήταν υπερβολικά αγνός για τον κόσμο εκείνο. Ο Πόλεμος -αντί να τον εξαχρειώνει- τον διάβρωνε, σαν να μην είχε φύγει ποτέ από την πατρίδα και τον δεσποτικό του πατέρα.

«Τι είπες;» Φάνηκε να ξεφεύγει από τις ζοφερές σκέψεις και να επικεντρώνεται σε εκείνη.

«Άρχοντα μου,» ξεροκατάπιε, εφόσον τα μάτια του την ανατρίχιαζαν, «Αία, σε αγαπάω. Είμαι σίγουρη. Ποτέ μου δεν έχω αγαπήσει, όχι έτσι, μα αναγνωρίζω τα αισθήματα. Άλλωστε, δεν έχεις τίποτα ανάξιο να αγαπηθεί. Είσαι θαυμάσιος, ο πιο γενναιόψυχος άνδρας που γνώρισα ποτέ μου, που δεν έχει να δώσει παρά μόνο αγάπη. Στολίζει η ύπαρξή σου τις ζωές όλων που έχουν την τύχη να σε γνωρίζουν. Πώς γίνεται να μην αγαπώ τον άνθρωπο που με δέχτηκε σκλάβα και με ελευθέρωσε, με άφησε να ζω όπως επιθυμώ χωρίς αντάλλαγμα; Όταν με έφεραν εμπρός σου, τρόμαξα αλλά η κοινή μας ζωή με έκανε να ευχαριστώ τους Θεούς. Είχα διαλέξει να μείνω αγνή όλη μου τη ζωή αλλά εσύ ήρθες και με έκανες να ονειρευτώ, όσο αδιανόητο κι αν είναι...» Σταμάτησε, η φωνή της έσβησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Παρέμεναν αγκαλιασμένοι· τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, που άρχισαν να κυλούν σιωπηλά. «Δε θέλω να πεθάνεις. Το ξέρω, ακούγεται παιδιάστικο αλλά αυτό επιθυμώ να σου πω. Στο ορκίζομαι, θα μείνω δίπλα σου, δε θα φύγω ποτέ, θα σε προσέχω, για να μη το διανοηθείς καν ξανά. Είναι πολλοί αυτοί που σε αγαπούν και θα συνθλιβούν, αν χαθείς.»

Φιλήθηκαν. Τόσο ανεπαίσθητα, τρυφερά, φοβισμένα· πιότερο αναμείχθηκαν τα δάκρυά τους παρά οι ανάσες. Ήδη, από τα ζεστά της μάτια και μόνο, ο Αίας άρχισε να αισθάνεται τις εσωτερικές πληγές του παρελθόντος να επουλώνονται και να κλείνουν.

«Το ορκίζομαι στον τάφο της μητέρας μου, θα σε νυμφευθώ. Μονάχα επιθυμώ να γίνει ο γάμος στη Σαλαμίνα, να είναι παρόντες όλοι αυτοί που αγαπώ, μαζί κι ο μικρός αδελφός μου. Εφεξής, όμως, σε όλα γυναίκα μου θα λογίζεσαι, Κυρά του Οίκου μου, να διατάζεις, να σε υπακούν όλοι μου οι στρατιώτες κι εσύ να μη λαμβάνεις εντολές από κανέναν.» 

Εννέα μήνες αργότερα, γεννήθηκε ο πρώτος τους γιός. Η Τέκμησσα, κλαίγοντας από απέραντη ευτυχία, υποκρινόταν τη θλιμμένη, γιατί ήθελε κόρη. Ο Αίας, πάλι, δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί· ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε φανταστεί τόση πολλή, συσσωρευμένη ευτυχία δική του, σε ατελείωτα πελάγη, σε ανυπολόγιστες αξίες ανώτερες του μεγίστου θησαυρού και δόξας μαζί. Γελούσε, δάκρυζε, φιλούσε την Τέκμησσα και τον γιό του, χοροπηδούσε, χόρευε και διασκέδαζε τον Οδυσσέα, που ούτε εκείνος είχε πρόθεση να τον αφήσει ποτέ. Είχε μάθει κι εκείνος τα πάντα, λίγες ημέρες μετά την Τέκμησσα.

Παρουσίασε τον νεογέννητο γιό του με τον πιο ταιριαστό τρόπο· πάνω στη θεόρατη ασπίδα του κι έτσι, τον ονόμασε· Ευρυσάκη, που σημαίνει Μεγάλη Ασπίδα.

Τρία έτη αργότερα, με την έλευση του Χειμώνα, γεννήθηκε ο Φύλαιος κι ο Αίας πίστευε πως θα έσφυζε, θα ασφυκτιούσε από την ευτυχία, την υπερηφάνεια, την ευλογία. Είχε δημιουργήσει μια οικογένεια μέσα από το εντελές σκότος, είχε βρει την αγάπη και την αποδοχή εκεί που έβλεπε μόνο θλίψη κι απελπισία.

Εφόσον ήταν Χειμώνας και δεν πολεμούσαν, είχε άπειρο χρόνο να αφιερώσει στα παιδιά του κι ολημερίς έπαιζε, γελούσε, έτρεχε μαζί τους, έπαιρνε τον Ευρυσάκη στην πλάτη κι έδενε προσεκτικά τον Φύλαιο στο στήθος, για να επισκεφθούν τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα, τον Διομήδη ή τον Μικρό Αίαντα, που ήταν ο αγαπημένος του σύντροφος στη μάχη. Κι ήταν χαρούμενος, γιατί ο κύκλος της βίας από πατέρα σε γιό σταματούσε σε εκείνον κι αυτό ενδόμυχα θεωρούσε το μέγιστο κατόρθωμα της ζωής του. Είχε εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε σφραγίσει μέσα του πριν πολλά χρόνια, είχε κατακτήσει την ευτυχία, την ψυχική πλησμονή κι ένιωθε αήττητος, αθάνατος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δε σκόπευα να γράψω αυτό το flashback ξεχωριστά αλλά βγήκε μεγαλύτερο των προσδοκιών, οπότε, σκέφτηκα να το αφήσω έτσι μόνο του και σαν μετάβαση μεταξύ των δυο κεφαλαίων...

Όλος ο Σεπτέμβρης μα κυρίως η χθεσινή ημέρα, 10 Σεπτεμβρίου, είναι αφιερωμένος στην Αποτροπή Αυτοκτονιών. Δε με θεωρώ σε καμία περίπτωση ειδική να μιλήσω, δεν είμαι Ψυχίατρος, απλά θα παραθέσω ένα ρητό εξαίσιο που διάβασα κάπου: «Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο πρόθυμοι να ακούσουν την ιστορία σου παρά να παρευρεθούν στην κηδεία σου.»

Έτσι, άκουσαν τον Αίαντα η Τέκμησσα κι ο Οδυσσέας και τον έσωσαν από το μοιραίο διάβημα μα κυρίως εκείνος έσωσε τον εαυτό του κι άντεξε έξι ολόκληρα χρόνια.

Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας.

ΥΓ: Άνωθεν, παραθέτω το τραγούδι που δε με άφησε στο προηγούμενο κεφάλαιο η εφαρμογή· The Poet and The Pendulum των Nightwish, ένα τραγούδι που θεωρώ ύμνο στο αφιέρωμα αυτού του μήνα. Πάντα υπάρχει φως...

Ναι, είναι 14 λεπτά αλλά θαρρώ αξίζει τα μάλα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top