LVβ~Της Σαλαμίνας και Της Ιθάκης

Ο Αχιλλέας είχε ονομαστεί Άριστος Αχαιών, ο πρώτος των πρώτων πολεμιστών, ο κάλλιστος και πιο μεγαλειώδης, ο ζηλευτά κτηνώδης, ο ασίγαστα μαινόμενος. Ο τρομερός επικεφαλής των ανείπωτων μαχητών, των θρυλικών Μυρμιδόνων, ο γιός του Αργοναύτη Πηλέα και της Θεάς Θέτιδας ο μονογενής, ο άτρωτος, ο βαφτισμένος στη Στύγα κι ευλογημένος από τους Θεούς. Ο Αχιλλέας αποτελούσε τον μεγαλύτερο τρόμο ανάμεσα στους Αχαιούς, γιατί είχε σκοτώσει μόνος τόσους όσους όλοι οι άλλοι Αρχηγοί μαζί, γιατί είχε λεηλατήσει πόλεις ολόκληρες και ξεκληρίσει οικογένειες. Σκότωσε τον ημίθεο Κύκνο, τον αήττητο, ζωντανό μύθο Μέμνονα, την ασύγκριτη Πανθεσίλεια, τον μέγα Έκτορα και καυχιόταν για τους φόνους τους ατέρμονα, για να σημάνει τον θάνατο του το βέλος του πλέον ανίκανου Τρώα, του πιο απίθανου δολοφόνου. Μουδιασμένοι στη θέα του γκρεμισμένου νεκρού, μιας κι έμοιαζε ωσάν να είχε βουνό ολάκερο καταρρεύσει, στέκονταν θνητοί και Θεοί, στο Ίλιον και στον Όλυμπο. Οι Τρώες το υποψιάζονταν, μερικοί το ψιθύριζαν μα οι αθάνατοι το γνώριζαν με βεβαιότητα· αυτουργός του απίστευτου φόνου ήταν ο Φοίβος.

Στα ενδότερα του Ιλίου, είχαν αρχίσει κιόλας οι ευχαριστίες· ο Πρίαμος διέταζε να θυσιαστούν εκατόμβες για τον Θεό Προστάτη τους, ο Πάρις έκλαιγε από χαρά, χωρίς να γνωρίζει άλλη αντίδραση λογικότερη μα στον Όλυμπο απλώς τον περίμεναν να επιστρέψει από το πεδίο της μάχης. Στην πύλη, τον ανέμενε ο ίδιος ο Άρης, χωρίς την ελάχιστη προσοχή στις αδελφές του, τις Ώρες.

«Καλωσήρθες, εσύ, που κατάφερες το ακατόρθωτο,» υποδέχτηκε τελικά τον αδελφό που αδημονούσε να αντικρίσει, με τον πλέον ειρωνικό του τόνο. «Μήπως πρέπει να οργιστώ που έχασα το στοίχημα μας ή μήπως επειδή ενεπλάκης ενάντια στους κανόνες;»

«Άρη, αποφάσισε ότι έχασες και πάλι. Εξάλλου, η Αθηνά σε έχει συνηθίσει στις ήττες,» τον χαιρέτησε, συγκεντρώνοντας τα όπλα του τελετουργικά ο Απόλλων. «Εσύ επέλεξες δυο τρανούς πολεμιστές κι απέτυχες. Εγώ, επέλεξα τον σωστό. Αποδέξου το και ξέχασε το· πρέπει να με βοηθήσεις αμέσως, για να μην πάρουν το σώμα οι δικοί του. Θα φροντίσουμε να το αρπάξουν οι Τρώες και να το ατιμάσουν όπως αυτός ατίμασε τον Έκτορα!»

«Γιατί, τότε, ανέβηκες πάλι εδώ; Έπρεπε να με είχες καλέσει με ένα περιστέρι,» αναρωτήθηκε δικαίως ο Θεός του Πολέμου.

«Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να αντικρίσω ο ίδιος τα πρόσωπα των Θεών για το κατόρθωμά μου. Απέτυχαν άπαντες και πέτυχα μονάχα εγώ να τελειώσω την άχρηστη ζωή του Αχιλλέα.»

Πράγματι, ο γιός της Λητούς είχε έρθει, για να θριαμβολογήσει και σαν μέγας ήρωας, σαν δεύτερος Ηρακλής, εισήλθε στο δώμα της Τράπεζας, μόνο και μόνο για να γίνει δεκτός με βλέμματα αποστροφής κι αποδοκιμασίας, με πρώτη και κυρία, το δίχως άλλο, την Ήρα.

«Σαν ανόητο παιδάριο, Απόλλων, επέφερες τον θάνατο του Πηλείδη,» ξεκίνησε, γεμάτη πίκρα κι υποβόσκοντα θυμό. «Ήταν αχρείαστη κι άλογη η κίνησή σου, ελπίζω να το κατανοείς. Μέσα στην απερισκεψία σου λησμόνησες τον γάμο, που έλαβε χώρα εδώ, προς τιμήν του ισόθεου Πηλέα και της Θέτιδας. Ξέχασες πως εσύ ο ίδιος έπαιζες τη λύρα ολονυχτίς κι αντηχούσε η θεσπέσια μελωδία σε όλους τους λαούς, στα θηρία, στα πουλιά, στις λίμνες, στα ποτάμια και σε κάθε βαθύσκιωτο δάσος. Δείχνεις να μη θυμάσαι ότι όλοι μαζί σπονδίσαμε και προσευχηθήκαμε για έναν γιό στο ζεύγος, τον γιό που εσύ σκότωσες.»

«Όπως είχα προσευχηθεί για τον Πηλέα, προσευχήθηκα και για τον Πρίαμο να κάνει γιούς. Ο γιός του Πηλέα σκότωσε δεκάδες γιούς του Πριάμου· πώς ένας θάνατος είναι σπουδαιότερος από τους χιλιάδες που προκάλεσε; Ήρα, δε μετανιώνω ούτε λυπάμαι τη Θέτιδα. Η Θέτις, η Θεά προστάτιδα των παίδων, ποτέ δε φάνηκε να θυμάται την ειρηνική της ταυτότητα, παρά ωθούσε τον γιό της να σκοτώνει και τον ενίσχυε. Εσύ, μήπως, λησμονείς ότι αυτός ζήτησε να ηττώνται και να σφάζονται οι Δαναοί, επειδή είχε κακιώσει με τον Αγαμέμνονα;»

«Γιατί τώρα μιλάς σαν στενόμυαλος θνητός;» Απάντησε ευθύς η Ήρα, ενώ η Ήβη προσέφερε κύπελλο γεμισμένο στον Απόλλωνα. «Πώς αγαπάς τόσο την Τροία απορώ· τα βόδια του Λαομέδοντα έβοσκες και σε μεταχειριζόταν χειρότερα από σκλάβο. Άθλιε ανόητε, δεν αντιλαμβάνεται το ολέθριο μυαλό σου ποιός είναι ο αξιέπαινος και ποιός ο ελεεινός; Ποιός είναι ο δίκαιος και ποιός ο άδικος ληστής; Έστησες τον φόνο του Αχιλλέα επειδή τον μισούσες όχι επειδή θέλεις να σώσεις την Τροία; Θαρρείς ότι τώρα θα πάψει να απειλείται το Ίλιον;»

«Έπραξα αυτό που υποσχέθηκα κι αυτό που πρόσταζε η συνείδηση μου. Κανένας λόγος σου δε θα επιφέρει τύψεις ή μεταμέλεια.»

Ο Φοίβος, με κινήσεις ευγενείς και λεπτές, έκοψε ένα τσαμπί σταφύλι κι έτρωγε μια προς μια τις ζουμερές ρώγες, αγνοώντας και την ύπαρξη της Ήρας.

«Μονάχα ένα θα σου πω· πώς, άραγε, θα ανακρίσεις τώρα τη Θέτιδα, που αγαπά όλους εσάς τους νέους Θεούς σαν παιδιά της και σας φρόντιζε;»

«Σωστά,» έφτυσε ένα κουκούτσι στο αλαβάστρινο πάτωμα ο γιός της Λητούς. «Για αυτό, μας διέλυσε την Επανάσταση, γιατί μας αγαπά. Εν τέλει, Ήρα, πάψε να μου μιλάς για απώλειες και γιούς· εσύ μισείς τον έναν και πέταξες τον άλλον στο έρεβος. Δε θα πω παρά ότι ο πιο αγαπημένος μου γιός σκοτώθηκε από τον ίδιο μου τον πατέρα κι έπρεπε απλά να το δεχτώ.»

«Μη συγκρίνεις τον Ασκληπιό με τον Αχιλλέα, αδελφέ μου,» επενέβη μαλακά η Άρτεμις. «Αμαυρώνεις, έτσι, τη μνήμη του Ασκληπιού.»

Εκείνη, σε πλήρη αντίθεση με τον δίδυμο της, κοιτούσε κατάματα την Ήρα, άφοβα, σαν να μην ήταν η Άνασσά τους.

«Αδαή νεογνά,» ψέλλισε η τελευταία με αποδοκιμασία και στράφηκε να φύγει, νεύοντας στην ακολουθία της. «Ενίοτε κι ο διάλογος μαζί σας ανάξιος είναι.»

Έφυγε από την αίθουσα μεγαλοπρεπώς κι υπέρλαμπρα, αφήνοντας τους Θεούς που υπερασπίζονταν τους Αργείους ακόμη πιο χολωμένους. Εφόσον κανείς τους δε μιλούσε, σηκώθηκε ο Άρης, με το βλέμμα στους φίλους των Τρώων.

«Το σκυλί της Φθίας πέθανε και το σκότωσε ο Πάρις! Ποιός θα μπορούσε να σκεφτεί ότι εκτός μήλα γνώριζε να δίνει και και θανάσιμες βολές;» Θριαμβολόγησε, υψώνοντας το κύπελλο και τον μιμήθηκαν με ενθουσιασμό. «Σήμερα γιορτάζουμε την πρώτη μεγάλη ήττα των Δαναών!»

«Μας προσβάλλουν κατά πρόσωπο, Αθηνά,» ο Ποσειδών έσκυψε στο αυτί της ανιψιάς του, που δεν είχε βγάλει μιλιά από την Αυγή. «Χλευάζουν τη ρώμη των Αχαιών κι εμείς με τη σιωπή μας, το επιτρέπουμε.»

«Δεν είναι καιρός για λόγους, θείε,» αποκρίθηκε χαμηλόφωνα εκείνη, σκεπτική, παίζοντας με τις πόρπες του χιτώνα της. «Μη δίνεις σημασία σε άνους υβριστές. Πρέπει, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί, να κατέβουμε στην Τρωάδα. Εκεί, θα γίνει μάχη τρανή τώρα, ίσως μεγαλύτερη από κάθε άλλη, για το μεγαλύτερο λάφυρο· το σώμα του Αχιλλέα. Οφείλω να είμαι στο πλευρό του Τελαμώνιου Αίαντα και του Οδυσσέα. Φύγε εσύ πρώτος, δήθεν ενοχλημένος και θα σε ακολουθήσω σύντομα. Ετοιμάσου για μάχη.»

Πριν και τελειώσει τη φράση της, ο Θεός της Θάλασσας είχε διασχίσει την Τράπεζα με διασκελισμούς τραχείς, βιαστικούς, την ίδια στιγμή που ο Φοίβος έστελνε μήνυμα απευθείας στον νου της Αρτέμιδας.

Η Αθηνά είναι Πρόμαχος, όχι διασκεδάστρια. Θα βοηθήσει τους καταραμένους να άρουν το σώμα του Πηλείδη. Πρέπει να τη σταματήσουμε.

Αφότου φύγει αυτή, θα φύγω κι εγώ, απάντησε λακωνικά η Θηρευτίς μειδιώντας. Δε θα τους αφήσουμε καν να τον αγγίξουν.

Τσούγκρισαν ηχηρά τα κύπελλα τους, με την Αφροδίτη να χύνει λίγο νέκταρ στο δάπεδο για επίδειξη, υπερτονισμό του εξαιρετικά εύθυμου πνεύματος όλων των φίλων των Τρώων. Το νέκταρ, αναμειγμένο με μέλι όπως ήταν, είχε κυλήσει σε όλο της το δεξί χέρι και κολλούσε. Ο Άρης, μεθυσμένος από ευδαιμονία κι ένα πνεύμα ρηξικέλευθο, εξαγριωμένο από την απουσία αμφοτέρων των γονέων του, γονάτισε εμπρός της, πήρε το δεξί της χέρι κι έγλειψε όλο το νέκταρ με το μέλι λαίμαργα, για να τελειώσει την παράσταση με ένα παθιασμένο φιλί στα χείλη της ομορφότερης Θεάς, σηκώνοντας τη στα χέρια του σαν φτερό περιστεριού. Τελειώνοντας άλλον έναν σκανδαλώδη εναγκαλισμό, στράφηκε για πρώτη φορά στους προστάτες των Αχαιών, για να αντικρίσει μια πλήρως απαθή Αθηνά, η οποία ορθωνόταν βαριεστημένα φαινομενικά, με τη Γλαύκη να κάθεται και πάλι στον ώμο της.

«Θα ήταν κρίμα να μείνεις μακριά της σήμερα,» ήταν η μόνη της κουβέντα, κάτι που εκείνος έλαβε ως ψέγος, μα δεν αποτελούσε παρά προειδοποίηση. «Ευτυχώς, ο Ήφαιστος δεν έχει ακόμη επιστρέψει από τη Λήμνο.»

Η Θεά της Σοφίας αποχώρησε και ζήτησε από τη Νίκη να ετοιμάσει το άρμα της, ενόσω η ίδια ζωνόταν τα όπλα και τον θώρακα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Φίλοι κι αδελφοί μου, ο Αχιλλέας είναι νεκρός, επιτέλους!» Φώναζε άπειρες φορές ο Πάρις, καθώς κατέβαινε από τα τείχη, διέσχιζε την πόλη, για να φτάσει στις Σκαιές Πύλες και να μπει ξανά στη μάχη, να ηγηθεί. «Όλες οι απειλές τελείωσαν πια, ετοιμαστείτε για νίκες!»

Στην πρώτη γραμμή, τον υποδέχτηκε ο Γλαύκος, ο πανίσχυρος πρίγκιπας των Λυκίων, που είχε επιβιώσει κάθε μεγάλης μάχης και παρέμενε ακμαίος, αήττητος και τρομερός στρατάρχης. Από όλους όσους διαθέταν πια οι Τρώες, εκείνος αποτελούσε την πλέον ιδανική φιγούρα ηγέτη εγγύτερα στον Έκτορα.

«Όσες φορές και να σε συγχαρώ για το κατόρθωμα σου θα είναι λίγες, Αλέξανδρε. Σήμερα, δικαίωσες τη μνήμη του μέγιστου Έκτορα.»

«Όχι ακόμη, Γλαύκο. Μέχρι να ταπεινωθεί το σώμα του, η εκδίκηση δεν έχει ολοκληρωθεί.»

Ο Πάρις ανέβηκε στο άρμα του, το άρμα του Έκτορα, για να υψωθεί και να φαίνεται από παντού.

«Τρώες φίλοι κι αδελφοί, δεν εξευμενίζεται η μνήμη των νεκρών μας μονάχα με τον θάνατο του θηρίου των Μυρμιδόνων! Ελάτε μαζί μου, να τον πάρουμε λάφυρο είτε να πεθάνουμε στην προσπάθεια· θα τον δέσω στο άρμα που κληρονόμησα από τον ισόθεο Έκτορα και θα τον βασανίσω, όπως αυτός βασάνισε τον αδελφό μου! Κι έπειτα, όλοι σας, ένας προς έναν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, θα έχετε την ευκαιρία να θαυμάσετε τον αήττητο, τον άτρωτο, γιατί θα τον σύρω σε όλη την πόλη! Θα τον δουν οι αδελφές μας, οι γυναίκες μας, οι μητέρες μας και θα αγαλλιάσουν, με πρώτον τον σεβάσμιο Πρίαμο και τη γερουσία, που θα χαμογελούν, ενώ τα πτηνά και τα όρνια συμποσιάζουν με τον φονιά των παιδιών τους!»

Εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά μετά την παγερή σιωπή της πτώσης του Αχιλλέα, ακούστηκαν ιαχές και ζητωκραυγές στο πεδίο της μάχης, με τους Τρώες αναζωογονημένους, τρανόψυχους, αποφασισμένους όσο ποτέ άλλοτε, να ορμούν να αρπάξουν το σώμα του Πηλείδη. Μπροστάρηδες τους ο Πάρις, ο Διήφοβος, ο ηρωικός Γλαύκος κι ο Αγήνωρ, ο γιός του Αντήνορα, που είχε σωθεί θαυματουργά από το δόρυ του Αχιλλέα χάριν στον Απόλλωνα. Αυτοί δεσμεύονταν πλέον την απόλυτη νίκη σε όλη την Τρωάδα. Δεν ανέμεναν να τους σταματήσει, εξάλλου, κανείς.

«Αία!» Ταρακούνησε τον γίγαντα δίπλα του ο Οδυσσέας. Ο Πύργος των Αχαιών δεν είχε συνέλθει ακόμα. Οι δυο τους βρίσκονταν εγγύτερα στο σημείο του θανάτου κι ο θεόρατος πρίγκιπας φαινόταν παραπάνω από συγκλονισμένος από τον θάνατο του ξαδέλφου του.

Γύρισε απρόθυμα και κοίταξε τον Άνακτα της Ιθάκης, με τα μάτια να γεμίζουν δάκρυα.

«Δράμε, Αία, να υπερασπιστείς το σώμα, μη μας το κλέψουν οι εχθροί! Σπεύδω κι εγώ να φέρω ενισχύσεις!»

Η εμπιστοσύνη στα μάτια του απρόσμενου φίλου που δεν ανέμενε ποτέ να βρει, η αληθινή προτροπή, η αμίλητη παραδοχή πως εκείνος αποτελούσε τη μόνη τους ελπίδα, τον έβγαλαν βίαια από τον ρεμβασμό της έκπληξης κι ο νους του επανασυντονίστηκε πλήρως με τα τρέχοντα γεγονότα.

«Μάλιστα,» ένευσε στρατιωτικά κι ύψωσε την ασπίδα του, καθώς εφορμούσε να αναχαιτίσει τους Τρώες, χωρίς να περιμένει συνοδεία ή οπισθοφυλακή.

Στη θωριά του, μερικοί δίστασαν, άλλοι οπισθοχώρησαν, μα πολλοί δεν πτοήθηκαν κι υποτίμησαν τη δυναμική του γιού του Τελαμώνα, σαν να είχαν κιόλας λησμονήσει πώς είχε σταθεί μόνος κι υπερασπιζόταν τα πλοία από τον Έκτορα μέχρι τελικής πτώσης.

Αυτή τη φορά, ο μεγάλος Αίας επέδειξε τριπλάσια ρώμη, αντοχή κι αποφασιστικότητα, στην ισχυρότερη στιγμή της ζωής του. Με την ασπίδα, το δόρυ και τα ακόντιά του, κοντοσταθηκε πάνω από τον νεκρό Αχιλλέα και σαν βασιλικός γυπαετός, σαν μαινόμενος λύκος, δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει. Τον είχαν κυκλώσει απανταχού, σε σημείο που οι Σαλαμίνιοι δεν μπορούσαν να τον φτάσουν κι ενισχύσουν· είχε αποκλειστεί μα στιγμή δε λιγοψύχησε. Εκείνοι σαν μέλισσες γύρω από την κυψέλη των έζωναν και τον απειλούσαν από πέντε μέτωπα ταυτόχρονα μα εκείνος δε λογάριαζε, δεν τρόμαζε· είχε να κάνει περήφανους μια σύζυγο, έναν γιό, έναν αδελφό, ένα παιδί που ερχόταν κι έναν φίλο.

Τριγύρω του σκορπούσαν τα πτώματα από το χέρι του αμέτρητα κι αδιάκοπα, με τον ίδιο να μη δείχνει σημάδια κόπωσης. Σύντομα, άρχισε να σκοτώνει Πολέμαρχους. Πρώτο, τον Αγέλαο του Μαίονα από τη Δάρδανο, με ακοντισμό στην κλείδα, δεύτερο τον Θέστορα, τρίτο τον Ωκύθοο· με μια κίνηση, έκοψε τα κεφάλια του Αγέστρατου από τη Μυρίνη και του Αγάνιππου, που ακολουθούσε τον Διήφοβο κι ύστερα, ήρθε η σειρά των Λυκίων. Ακρωτηρίασε τα χέρια του Ζώρου, έσκισε στα δυο τον Νίσσο και χαμογέλασε θωρώντας τον Ερύμαντα, τον δεύτερο δυνατότερο μετά τον Γλαύκο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σημάδεψε και τον πέτυχε στα δόντια με το ακόντιο, ρίχνοντας τον νεκρό αυτοστιγμεί.

Τότε, ένα τυχερό -ή μάλλον παράτολμο- δορυ τον πέτυχε στην ασπίδα μα δεν κατάφερε να διαπεράσει τα εφτά της τομάρια και τα μέταλλα. Το έβγαλε αδιάφορα, το έσπασε και το πέταξε μακριά, για να συνεχίσει το αμυντικό, υπερασπιστικό του μακελειό. 

«Ο ξάδελφος μου θα ταφεί όπως του αξίζει! Παρατήστε τον απέλπιδο αγώνα σας, Τρώες!»

«Πάψε να βαυκαλίζεσαι, Αία κι έλα να με αντιμετωπίσεις!» Αντήχησε ως ευθεία απάντηση η φωνή του Γλαύκου.

Το τολμηρό δόρυ ήταν δικό του· μετά τον απότομο χαμό του Ερύμαντα λαχταρούσε εκδίκηση κι αποζητούσε διπλή πλησμονή. Αν σκότωνε τον Μεγάλο Αίαντα, όχι μόνο θα εξόντωνε κάθε πιθανότητα απώλειας του πτώματος του Αχιλλέα μα και θα έπαιρνε πίσω το αίμα του καλύτερου του Πολέμαρχου.

«Εσύ είσαι ο εγγονός του Βελλεροφόντη, σωστά;» Στράφηκε ο γιός του Τελαμώνα, ενοχλημένος από τις φωνές. «Θυμάμαι πως αντάλλαξες όρκους φιλίας με τον Διομήδη, όπως εγώ με τον Έκτορα. Λοιπόν, εγώ δεν είμαι ο Διομήδης κι εσύ, βέβαια, δεν είσαι ο Έκτωρ. Μη με προκαλείς.»

Τι κι αν μιλούσε, οι αισθήσεις του βρίσκονταν σε πλήρη όξυνση· παρέμενε στη θέση του, αήττητος φύλακας και προστάτης.

«Λένε για εσένα και καυχιούνται ότι είσαι παντοδύναμος, ίσος του Αχιλλέα. Σήμερα, ο Αχιλλέας πέθανε. Ταιριάζει, συνεπώς, σήμερα να πεθάνεις κι εσύ,» μειδίασε προκλητικά, ειρωνικά ο Γλαύκος.

«Θαρρείς πως είσαι όμοιος του Έκτορα, Γλαύκο;» Αναρωτήθηκε άναυδος ο Αίας, που θεώρησε τα λόγια του και το ύφος υβριστικά. «Σίγουρα, δεν μπορείς να συγκριθείς καν με αυτόν, διότι δεν υπήρξε μόνο ρωμαλέος στο σώμα μα και στον νου· ήταν συνετός κι αληθινά αξιοσέβαστος. Ποτέ δεν ήρθε ανοιχτά να με προκαλέσει, μηδέ εμένα μηδέ κανέναν Αρχηγό τόσο αδιάντροπα και προσβλητικά. Τουλάχιστον, στον Διομήδη επέδειξες αξιοπρέπεια κι εντιμότητα. Αφού αυτός σε άφησε να ζήσεις, οφείλω εγώ πια να σιγήσω το μεγάλο σου στόμα για πάντα. Ζωντανός από τη μάχη δε θα φύγεις, το ορκίζομαι!»

Προτού υψώσει το δόρυ του, ο Γλαύκος είχε εξαφανιστεί ανάμεσα στα τάγματα των ανδρών τριγύρω του. Ο Αιας, αντί να εκνευριστεί κι ερεθιστεί, κάγχασε, σαν να το διασκέδαζε.

«Πόσους άνδρες χρειάζεσαι, για να με αντιμετωπίσεις ίσα; Πόσους φρουρούς απαιτείς για φύλαξη;» Φώναξε, ενώ ήδη ξεχυνόταν στους πρώτους που σίμωναν. «Να είσαι βέβαιος ότι θα τους συνθλίψω όλους, μαζί κι εσένα κι όποιον άλλον διεκδικήσει το σώμα του Αχιλλέα!»

Αυτή τη φορά, άλλαζε συχνότερα τις κατευθύνσεις των επιθέσεων του, σχεδόν αστραπιαία, για να μην εφησύχαζε κανείς και πλησίαζε επικίνδυνα. Θα υπερασπιζόταν μέχρις εσχάτων το σώμα, το είχε πάρει απόφαση και -μιας και κάθε βοήθεια πια φάνταζε αδύνατη- έπρεπε να το πράξει όλο μοναχός του. Δεν είχε πολεμήσει ξανά τόσους εχθρούς μόνος· ξεροκατάπιε κι ύψωσε μαζί με το δόρυ, στο βαρύ του ξίφος. Με την αλλαγή τακτικής του δε στόχευε μόνο να βρει τον Γλαύκο μα και να τρομάξει τους εχθρούς, να τους διατηρήσει σε ασφαλή απόσταση.

Οι περισσότεροι Τρώες πολεμιστές δε θυμούνταν το Κήτος που είχε στείλει ο Ποσειδών προ πολλών ετών, για να ταλανίσει τις ακτές τους και τον Βασιλιά Λαομέδοντα. Ακόμη κι έτσι, ο ίδιος φόβος του αιφνιδιασμού τους κατέβαλε, μιας κι αδυνατούσαν πια να προβλέψουν πού θα χτυπούσε ο γίγαντας, ποιό σημείο θα γέμιζε πτώματα από επίδοξους ήρωες ή μάλλον, ιδιώτες. Δε γλίτωνε κανείς πια από τις λόγχες του μεγάλου Αίαντα, που μεταμορφωνόταν εμπρός τους θαρρείς σε ανήμερο θεριό, στον ίδιον τον Τυφώνα, το τιτάνιο κτήνος, που είχε γεννήσει μύρια άλλα. Το χώμα ολούθε γύρω βάφτηκε κατακόκκινο, λάσπωσε κι όλοι εσωτερικά προσεύχονταν να φανεί ο Γλαύκος μήπως έπαυε για λίγο το μένος του Τελαμώνιου.

Όταν, τελικά, φάνηκε, συνέβη κατά λάθος. Ήθελε να μετακινηθεί από ένα τάγμα στο άλλο, εφόσον ο Αίας σίμωνε σθεναρά και προσπαθούσε να του επιτεθεί όπισθεν, για να τον λαβώσει πρώτος· η τακτική του άμαθου πολεμιστή ή του δειλού κι άνανδρου. Παρευθύς τον εντόπισε ο πρίγκιπας της Σαλαμίνας και τον σημάδεψε. Το πρώτο ακόντιο τον πέτυχε στο χέρι, για να του κόψει την πορεία και το δεύτερο στο πόδι, για να τον καρφώσει στη γη. Το τρίτο πια κι ύστατο, τον κάρφωσε στον λαιμό, για να πνιγεί στο αίμα του και να κραυγάζει μονάχα ως κύκνειο άσμα. Έτσι, πέθαινε ο γιός του Ιππόλοχου, ο εγγονός του Βελλεροφόντη.

«Πέθανε ο Γλαύκος!» Ανακοίνωσαν κατατρομαγμένοι οι Λύκιοι, για να ακουστούν στους Τρώες και τους Δάρδανους.

Από τον κονιορτό και τον θερμό αέρα, το χάος που επικρατούσε γύρω από τον Αχιλλέα δεν ήταν ορατό πια ουδέ από Δαναούς μηδέ από Τρώες. Περίμεναν μόνο ειδοποιήσεις από κήρυκες.

«Δεν πρέπει να τον σκυλεύσει ο παλαβός γίγαντας των Αχαιών,» βροντοφώναξε στους στρατιώτες του ο Αινείας. «Εμπρός, πάμε να σώσουμε τον Γλαύκο!»

Μη γνωρίζοντας πού όδευαν, έτρεξαν να εισχωρήσουν στον ορυμαγδό της κεντρικής μάχης, όπου ένα στράτευμα ολόκληρο πάλευε να νικήσει έναν και μοναδικό άνδρα. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, αφού εντόπισε το πτώμα στο χώμα ανέγγιχτο, ο Αινείας αποφάσισε να αποσπάσει τον Αίαντα, για να το πάρουν οι Δάρδανοι του.

«Εσύ, γιε του Τελαμώνα, ακούγεται ότι είσαι ημίθεος, ευλογημένος από τον Ηρακλή. Άφησε τους θνητούς κι έλα να αναμετρηθείς με έναν αληθινό ημίθεο, επιτέλους!»

«Αινεία, η θέση μου είναι στην προστασία του Αχιλλέα. Αν λαχταράς τόσο να με πολεμήσεις, έλα κοντά μου. Ειδάλλως, μείνε εκεί, να με προκαλείς με λόγους,» αποκρίθηκε αυτόματα ο Αίας. «Ακόμα κι ο Έκτωρ να ανεγερθεί από τον Άδη, εγώ θα πολεμώ εδώ· δε θα αφήσω τον ξάδελφό μου μόνο! Κανείς από εσάς τους άτιμους δε θα ατιμάσει το ευγενές σώμα του!»

Συνέχισε το έργο του απερίσπαστος εντελώς, μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στον Αινεία ή στον νεκρό Γλαύκο. Κατευθείαν, αντέδρασε ο γιός της Αφροδίτης, δρασκέλισε λαθραία και πήρε το σώμα του Γλαύκου, το έσυρε στη λασπουριά και το παρέδωσε στους άνδρες του, να το επιστρέψουν στην Τροία με ασφάλεια. Μολονότι εκτέλεσε την αποστολή του, ήθελε ακόμα να μονομαχήσει με τον Μεγάλο Αίαντα. Δεν είχε προλάβει να σκοτώσει τον Αχιλλέα κι ήξερε ότι αν σκότωνε τον ξάδελφο του, ισοδύναμο άθλο κατόρθωνε. Για αυτόν τον σκοπό, πέταξε το δόρυ του καταπάνω του, αν μη τι άλλο, για να του τραβήξει την προσοχή.

Το δόρυ πέρασε ξυστά το μάγουλο του γίγαντα, ο οποίος βρυχήθηκε σαν μανιασμένος ταύρος, σαν δράκος λίαν αφυπνισμένος κι από την οργή, κάρφωσε στο χώμα το εξάμετρο δόρυ του.

«Αινεία, δειλέ, πάψε να με ενοχλείς πια!»

Άρπαξε το πρώτο όπλο που βρήκε σε κοντινό νεκρό, ένα ξίφος και του το πέταξε βίαια, αστραπιαία, τόσο όσο κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει ή να σταθεί ανάμεσα. Το βλήμα πέτυχε τον στόχο του και για πρώτη φορά, ο γιός του Αγχίση έπεσε τραυματίας, σκορπώντας ρίγη τρόμου στους Δαρδάνους. Το δεξί του χέρι αιμορραγούσε ολόκληρο· με την πρώτη μάτια, πίστεψαν ότι του το είχε κόψει.

«Γρήγορα, στο Ίλιον, τώρα, να τον σώσουμε!» Διέταξε ο Διήφοβος και τον κρατούσε από τη μια πλευρά, με τον Πάμμονα από την άλλη.

Με τους Δαρδάνους να φυλούν τα νώτα τους, τον μετέφεραν επιτυχώς στην ασφάλεια των τειχών. Οι δε Αχαιοί τριγύρω, είτε πολεμούσαν μερικούς Θράκες που κάλυπταν τους Τρώες είτε απλώς παρακολουθούσαν, αφού δεν ασχολούταν μαζί τους κανένας και τρόπο να βοηθήσουν τον Αίαντα ακόμα δεν είχαν βρει.

«Ποιόν κουβαλούσαν νεκρό; Τον αναγνωρίσατε;» Αναρωτήθηκε ο Θρασυμήδης.

«Ο Γλαύκος ο Λύκιος ήταν, τα όπλα μου ακόμα φορούσε,» του απάντησε με κάθε βεβαιότητα ο Διομήδης. «Τον σκότωσε ο Μέγας Αίας, ο τρανός, το δίχως άλλο.»

«Μα τώρα δεν έφερναν μέσα τον Αινεία τον ίδιο;» Έδειχνε επίμονα ο Μενέλαος. «Μήπως σκότωσε κι αυτόν ο Αίας; Αν το έκανε, σίγουρα θα δοξαστεί περισσότερο κι από τον Πηλείδη!»

«Δε φαινόταν νεκρός, απλά πληγωμένος, μόνο το χέρι αιμορραγούσε,» ακούστηκε πιο ψύχραιμος και συγκροτημένος ο Ιδομενέας.

«Μπορούμε αργότερα να αριθμήσουμε τα κατορθώματα του Αίαντα. Τώρα, πρέπει να τον συνδράμουμε στον ιερό αγώνα,» τους συνέτισε κάπως ο Οδυσσέας. «Νομίζω σκέφτηκα πώς θα τον φτάσουμε.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αία.

Αία, γιε του Τελαμώνα, άκουσε με.

Αία, άκουσε με. Ήρθα για να σε προστατεύσω.

Ξεκίνησε σαν ενοχλητικός ψίθυρος στα ώτα του, στην αρχή το πέρασε για βοή της μάχης και γλώσσες ακατανόητες των εχθρών. Σύντομα, όμως, ο ψίθυρος έγινε φωνή καθάρια, που πήρε εμπρός του μορφή κι εκεί που μαχόταν ακατάπαυστα, φάνηκε η Θεά της Μάχης, η ίδια η Παλλάς.

Θα σε ευλογήσω, Αία. Θα γίνεις προστατευόμενος μου εφεξής, για να χορτάσεις δόξα και τιμές στον Πόλεμο.

«Θεά, άφησε με, αδιαφορώ για την προστασία σου. Αποτύχατε να προστατεύσετε το παιδί μου· πώς θα προστατεύσετε εμένα;»

Απορρίπτεις τόσο εύκολα την ευλογία των Θεών, γιε του Τελαμώνα;

«Δε με αφορά οτιδήποτε ψευδές κι ανούσιο. Επίτρεψε μου να τελειώσω το έργο μου αξιοπρεπώς.»

Ο Αίας ήταν απόλυτος· ούτε ειρωνικός ούτε υβριστικός· απλά ακλόνητος από την άποψη του ότι όλη του η δύναμη κι η ευλογία βρισκόταν στα δυο του χέρια και στη γυναίκα που τον κρατούσε ζωντανό· την Τέκμησσα.

Η Αθηνά δεν προσεβλήθη τόσο όσο προβληματίστηκε, διότι γνώριζε για τη συζήτηση των Βασιλέων των Θεών για τον Αίαντα της Σαλαμίνας. Δεν έδωσε άλλη σημασία στο ζήτημα κι έσπευσε στο πλευρό του Οδυσσέα, να τον παρακολουθεί αόρατη.

«Με το σήμα μου, θα ορμήσουμε, για να φοβηθούν και να ανοίξουν χώρο,» σιγοψιθυρίζε γύρω του, διατηρώντας τον αιφνιδιασμό.

Θωρώντας οι Τρώες να τους επιτίθενται όλοι σχεδόν οι ρωμαλέοι, οι ανδρείοι των Αχαιών Αρχηγών που παρέμεναν ζωντανοί, πραγματικά φοβήθηκαν κι ο κλοιός τους έσπασε ελάχιστα. Ο Οδυσσέας πέρασε μέσα χωρίς ίχνος δισταγμού και βιάστηκε να τον ακολουθήσει ο Μενέλαος, τον όποιον κατευθείαν σταμάτησε ο Αγαμέμνων.

«Η αποστολή αυτή εύκολα δύναται να εξελιχθεί σε αυτοκτονία,» είπε σε όλους τους κοντινούς του, με το βλέμμα καρφωμένο στον αδελφό. «Δεν αξίζει κανείς μας να θυσιαστεί, για τον Αχιλλέα. Αυτός δε θα το έκανε ποτέ για κανέναν μας.»

Είτε αρέσκονταν στην άποψη είτε όχι, συμφώνησαν βουβά. Δεν είχαν συνέλθει ακόμα από το μούδιασμα του ξαφνικού θανάτου του Πηλείδη.

Έτσι, μόνο ο γιός του Λαέρτη πέρασε και βρέθηκε σιμά στον Αίαντα ως συμπολεμιστής και φίλος.

«Γύρισε πίσω, Οδυσσέα, να είσαι ασφαλής,» τον παρακάλεσε πρακτικά ο γίγας.

«Ανοησίες,» μειδίασε εκείνος με παιδική μοχθηρία. «Γνωρίζουμε το σχέδιο πια· όπως με τον Μέμνονα, αν ασχημίσουν τα πράγματα, εσύ θα τους προκαλέσεις και θα τους αφήσεις σε εμένα.»

Η χειραψία τους ένωσε ολάκερα τα αριστερά χέρια κι άλλαξαν τη μάχη ριζικά. Στάθηκαν πλάτη με πλάτη, με όλα τους τα όπλα ανά χείρας και διπλασίασαν τα μέτωπά τους, δημιουργώντας έναν άξαφνο εφιάλτη στους εχθρούς. Όσο άργησαν να φοβηθούν τον γίγαντα μονάχο, τόσο τάχιστα τρομοκρατήθηκαν στη θέα του Άνακτα της Ιθάκης. Τον θυμούνταν ως άριστο κατάσκοπο κι επιδρομέα στους Θράκες του Ρήσου μα και μονομάχο, που είχε σκοτώσει δεκάδες Τρώες και τον Σώκο τον δίμετρο τιτάνα, τι κι αν είχε τραυματιστεί σοβαρά. Έτρεμαν τον Οδυσσέα, επειδή αδυνατούσαν να προβλέψουν τις κινήσεις του. Μαζί, λοιπόν, ο Οδυσσέας και ο Αίας ήταν αήττητοι, φοβεροί με δέος και μεγαλειώδεις.

Άρχισαν να πέφτουν αμέσως και νεκροί σωρηδόν από τον ακούραστο, άψογο γιό του πολεμοχαρούς Λαέρτη, με πρώτο τον Πείσανδρο από την Άβυδο της Μυσίας κι αμέσως μετά τον διάδοχο του Βασίλειου της Μυσίας, τον Ατύμνιο, που είχε γεννηθεί στις όχθες του Γρανικού από τη νύμφη Πηγασίδα. Ήταν ημίθεος και ξεκοιλιάστηκε από τον εγγονό του Αυτόλυκου. Τρίτο σκότωσε έναν γιό του Δαίμονα Πρωτέα, τον Ορέσβιο, που είχε γεννηθεί από τη Θεά Πανάκεια στην Ίδα κι είχε γίνει πρωτοπαλίκαρο θηριώδες στη Μυσία. Κι αυτός έμελλε να φυτευτεί στη γη από το αχόρταγο δόρυ του Οδυσσέα, που έδινε τη σπουδαιότερη μάχη της ζωής του, δίπλα στον σπουδαιότερο ζωντανό των Αχαιών.

«Μην τους φοβάστε! Ανασυνταχθείτε και πολεμήστε τους κατά μέτωπο!» Μοίραζε διαταγές ο Πάρις, για να μη σκορπίσουν και λιποτακτήσουν όλοι.

«Ανασυγκρότηση! Δε χάνουμε το πτώμα του φονιά των ανδρών μας!» Τον μιμήθηκαν στην αποφασιστικότητα οι Αρχηγοί των Παφλαγόνων, των Παιόνων, των Μυσών και των Λυκίων που είχαν μείνει μετά τον θάνατο του Γλαύκου.

Στην πρώτη γραμμή, όμως, έμειναν μόνο οι γιοί του Πριάμου, αυτοί που ακολουθούσαν από καθήκον πιστό τον μεγαλύτερο επιζών αδελφό τους. Συνοδός του μικρού Πολίτη ήταν ο Άλκων, ο γιός του Μεγακλή, εξέχοντος στη Γερουσία, μιας κι ο νεαρός έχριζε μόνιμης επιτήρησης και προστασίας κι η εντολή είχε δωθεί κατευθείαν από τον Πρίαμο.

«Άκουσες τον Αλέξανδρο, Άλκων και μίλησε ορθώς. Τέλος πια η οπισθοχώρηση. Ρίξε το δόρυ μου στον πιο κοντό από τους δυο, είναι ευκολότερος στόχος,» είπε ο Πολίτης, συνεπαρμένος από την αδρεναλίνη και την παραζάλη της μάχης.

Ο Άλκων, είτε ήθελε είτε όχι να το πράξει, υπάκουσε, ως όφειλε. Η Αθηνά εντόπισε την κίνηση κι ήταν έτοιμη να φροντίσει για την αποτυχία της.

Εκείνη την ώρα, επέστρεψε στη μάχη ο Φοίβος, μαζί με την Αρτέμιδα. Ο Θεός της Μουσικής εφόρμησε στην Αθηνά ωσάν στρόβιλος κι η δίδυμη αναζήτησε τον Ποσειδώνα, που μόλις έβγαινε από τη θάλασσα, μαζί με την Αμφιτρίτη πάνοπλοι.

«Μη με εμποδίζεις, Απόλλων. Μη σκέφτεσαι παιδαριώδη, σαν τον Άρη.»

«Δε θα πάρουν οι αγαπημένοι σου τον Αχιλλέα. Θα τον πάρει αυτός που τον σκότωσε;»

Η Αθηνά κάγχασε.

«Δηλαδή, εσύ;»

«Δηλαδή, ο Πάρις. Αυτός που σε ονόμασε άσχημη και μνησίκακη, όπως είσαι στα αλήθεια.»

Και της επιτέθηκε πρώτος, ενάντια στην προσδοκία, την πιθανότητα και τη λογική. Τόξευσε κατά πάνω της τέσσερα βέλη ταυτόχρονα κι εκείνη, βάλθηκε να τα αποφύγει. Την αποσυντόνισε. Ο Άλκων έριξε δεύτερο δόρυ στον Οδυσσέα, που εν τω μεταξύ, στρεφόταν ελάχιστα κι άμα πηδούσε. Αντί να τον πετύχει στη μέση, όπως στόχευε, τον πέτυχε στα πλάγια του γονάτου.

Ο γιός του Λαέρτη αναγκάστηκε να γονατίσει και να ανακόψει την πορεία του, πιότερο άναυδος από το χτύπημα παρά από τον πόνο, που δε γινόταν αντιληπτός από την αδρεναλίνη ούτως ή άλλως. Δεν ούρλιαξε, δε μόρφασε, δεν έβγαλε μιλιά. Έλεγξε αν μπορούσε να περπατήσει, τράβηξε μεμιάς το δόρυ από την πληγή κι αστραπιαία το πέταξε στον Άλκονα, αναγνωρίζοντας τον εύκολα από την κατεύθυνση της ρίψης.

Ο βετεράνος πολεμιστής εξεπλάγην αλλά τα αντανακλαστικά κυριάρχησαν· ύψωσε την ασπίδα κι ανέμενε να σωθεί. Η ορμή, ωστόσο, του όπλου, η ακατανίκητη, θα επικρατούσε. Τρύπησε την ασπίδα εύκολα και διαπέρασε την κοιλιά, καρφώνοντας τον στο χώμα. Ο δόλιος Πολίτης έσκυψε από πάνω του έντρομος.

«Φύγε, πρίγκιπα, να σωθείς,» ήταν τα τελευταία του λόγια.

Ο Πολίτης απομακρύνθηκε απρόθυμα, για να παρακολουθήσει τη συνέχεια. Ο Οδυσσέας, σαν να μην είχε βαφτεί κόκκινη η περικνημίδα του από το αίμα, τον πλησίασε και τράβηξε το δόρυ πίσω, για να αφήσει ολότελα η πνοή το σώμα. Χωρίς διάλειμμα άλλο, επέστρεψε στη θέση του και συνέχισε τη μάχη αγόγγυστα.

Με τον θάνατο του Άλκονα και την ασφαλή διαφυγή του Πολίτη από τους γύρω πολεμιστές, δημιουργήθηκε επιτέλους το πολυπόθητο άνοιγμα, για να έλθουν κι άλλοι Αργείοι, να πλαισιώσουν το θανάσιμο δίδυμο του Σαλαμίνιου και του Ιθακήσιου. Ο Διομήδης, ο Μενέλαος, ο Θρασυμήδης, ο Μηριόνης, ο Αγαμέμνων, ο Ιδομενέας, ο Λοκρός Αίας, ο Μενεσθέας και οι γιοί του Θησέα, ο Θόας, ο Μαχάων, ο Τεύκρος κι άπαντες οι Αρχηγοί βρέθηκαν δίπλα τους και ξεκίνησε η πλέον αιματηρή σφαγή, πρόθυμα, με αίσθηση καθήκοντος σπουδαίου κι ύψιστου, με πρώτο των πρώτων αδιάκοπα τον Πύργο, τον γιό του Τελαμώνα τον θεόρατο, τον ασίγαστο, ασύγκριτο εκδικητή, που μαχόταν και θέριζε σαν Ερινύα, σαν Άρπυια, σαν την ίδια τη Νέμεση.

Στο χάος που είχε δημιουργηθεί κι εντεινόταν αέναα, ο Πάρις άδραξε την ευκαιρία και πέρασε εμπρός, για να διεκδικήσει το πτώμα του Αχιλλέα. Θεώρησε ότι, όπως τον είχε σκοτώσει, έτσι και θα τον σκύλευε.

Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του ίδιου του Τελαμώνιου Αίαντα κι αντέδρασε πρώτος. Όπλισε το τόξο και τον στόχευσε, για να τον τελειώσει, όπως πίστεψε ότι αποτελείωσε τον Πηλείδη.

Ο Μεγάλος Αίας σκέφτηκε τάχιστα, με τη μοναδική ευφυΐα που είχε επιδείξει ποτέ· την πολεμική. Το βέλος έτρεχε γρηγορότερα από κάθε δόρυ κι ακόντιο· δε θα προλάβαινε να τον λαβώσει, προτού λαβωθεί. Επομένως, κατέφυγε στο ύστατο μέσο, το πλέον πρωτόγονο και βαρύ, τόσο που ελάχιστοι το αξιοποιούσαν. Έψαξε στο έδαφος ψηλαφίζοντας, σήκωσε την πιο μεγάλη και βαριά πέτρα που βρήκε μέσα στο λασπωμένο αίμα και του την έριξε σαν δίσκο κατακέφαλα.

Σαν σωριάστηκε, με περικεφαλαία θρυμματισμένη και κεφάλι που αιμορραγούσε ο Πάρις, οι Τρώες πάγωσαν κι οι Αχαιοί ζητωκραύγαζαν. Ο Μενέλαος, μάλλον μηχανικά στη θεά και μόνο του ληστή του, έτρεξε καταπάνω του, να τον αποκεφαλίσει, όπως λαχταρούσε. Δεν πρόλαβε, όμως, γιατί ο Απόλλων σήκωσε τον τραυματία και τον πήραν αμέσως οι ακόλουθοι του μέσα στην Τροία.

«Πάλι χάνω την ευκαιρία να σε πληρώσω όπως σου αξίζει, δαίμονα! Θα γίνει κι αυτό, βέβαια, μιας και για αυτό ζω!» Του φώναξε έξαλλος ο μικρός Ατρείδης.

«Σκυλί!» Εξερράγη κι ο Αίας, που ήθελε εκείνον τον θάνατο αυτού περισσότερο από του Αινεία. «Πάλι γλίτωσες τον θάνατο που σου αναλογεί! Αδύνατον, κάποια στιγμή θα πέσεις είτε από εμένα είτε από κάποιον άλλον ευλογημένο Αχαιό!»

Θα τον καταδίωκαν μα δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τον Αχιλλέα. Ο γιός του Τελαμώνα, σαν βασιλικός, υπέροχος αετός, είχε αυτοσκοπό να διώξει όλους τους γύπες γύρω από το σώμα και το κατέφερε. Άρχισαν να σκορπίζουν από τρόμο, επιτέλους και να χαλαρώνουν τον ασφυκτικό κλοιό. Με το ξίφος, το δόρυ, τα ακόντια και πέτρες πολλές, συνέχισε το έργο του και τους έτρεψε σε ατιμωτική φυγή, για να ενδυθούν τον ντροπιαστικό μανδύα του λιποτάκτη. Τότε, μόνο, με τα αιμόφυρτα, αιματοβαμμένα χέρια του, άφησε τη θέση του κι έσπευσε να τους κυνηγήσει μαζί με τους Ατρείδες και τον μικρό Αίαντα, για να μη μείνει κανείς ζωντανός. Μολαταύτα, υπέκειψαν σε σφάλμα τρισμέγιστο, που φάνηκε να αποδεικνύει όλες τους τις προσπάθειες μάταιες.

Πίσω, μαζί με το σώμα του Αχιλλέα, άφησαν μοναχό τον Οδυσσέα, που εξέταζε το τραύμα στο γόνατό του, ενώ οι άλλοι είτε βρίσκονταν σε καταδίωξη είτε επέστρεφαν στο στρατόπεδο, για να αναγγείλουν τη μαύρη είδηση του θανάτου. Έσκυψε απότομα, θέλοντας να ερευνήσει αν είχε μείνει αλώβητο το κόκαλο κι έσωσε τη ζωή του. Το βέλος του εχθρού πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι του και καρφώθηκε αναίμακτα στη λάσπη. Υψώνοντας το βλέμμα και το κορμί προσεκτικά, εντόπισε στα τείχη άνωθεν σκοπευτές κι από τα πλάγιά του να ορμούν εκ νέου Τρώες, με επικεφαλής τον Έλενο, εκείνον που είχαν χάσει από τα μάτια τους, μετά τον θάνατο του Αχιλλέα. Εν ριπή οφθαλμού, είχαν φτάσει κι ο Πριαμίδης έδενε τα πόδια του Αχιλλέα με σκοινιά, για να τον τραβήξει.

Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Οδυσσέας δε σκέφτηκε· έδρασε αυτόματα, με το ένστικτο ποδηγέτη.

«Αία!»

Η κραυγή, ζωώδης κι απεγνωσμένη, ήχησε αντί πολεμικής ιαχής, καθώς επιτειθόταν μόνος, με τα διπλά του σπαθιά και την ασπίδα στην πλάτη να καλύπτει, σιμά στην περικεφαλαία. Είχε αφήσει το αίμα του στην Τρωάδα, δε θα τους άφηνε και το σώμα του Αχιλλέα.

Πέταξε ένα ακόντιο κι ανέκοψε τη φόρα του Ελένου, που οπισθοχώρησε λίγο κι απομακρύνθηκε. Ύψωσε ψύχραιμα το βλέμμα στα τείχη, ενώ, με ανατριχιαστικούς βρυχηθμούς, ο Οδυσσέας ξάπλωνε νεκρούς έναν προς έναν τους άνδρες του.

«Στείλε μου κι άλλους,» ένευσε στον Πάμμονα, που διάβασε τα χείλη του κι ετοιμάστηκε να εκτελέσει την εντολή.

«Μπράβο, άξιε γιέ του Πριάμου. Δεν είναι τυχαία ιερέας δικός μου,» επαίνεσε εύθυμα ο Απόλλων, κρυμμένος πάνω στην υπέροχη βελανιδιά των Σκαιών Πυλών, που, για άλλη μια φορά, θα ποτιζόταν με τρωικό αίμα.

Δεν ολοκλήρωσε, όμως, τον κομπασμό του, αφού η Αθηνά έπεσε πάνω του με σφοδρότητα καταιγίδας, για να καταρρίψει την ψωροπερήφανη ματαιοδοξία του, που τόσο θαύμαζε τους θνητούς για άθλο δικό του. Πόσω μάλλον για τη νέα του πρόκληση με τον Έλενο και τον τραυματισμό του Οδυσσέα· για αυτά, ήταν έξαλλη. Έτσι, ο Θεός του Φωτός έπρεπε πάλι να ξεφεύγει από την Παλλάδα και να αφήσει τους ευνοούμενους Τρώες στην τύχη τους. Παραπέρα, η Αμφιτρίτη κυνηγούσε την Αρτέμιδα, με τον Ποσειδώνα να παρακολουθεί το σώμα του Αχιλλέα ευλαβικά, τρομαγμένα σχεδόν. Κι ο αθάνατος δυσκολευόταν να το πιστέψει.

Όσο μακριά κι αν βρισκόταν, ο Μεγάλος Αίας άκουσε την επίκληση του φίλου του, εγκατέλειψε τη θέση του κι έστριψε αμέσως, να γυρίσει πίσω. Θωρώντας τον, μειδίασε με θαυμασμό. Πάλευε άπαντες μόνος, όπως όταν αγωνίζονταν να σώσουν το τείχος, ο πιο παράξενος και συνάμα ο πιο γοητευτικός των Δαναών. Στον λόγο, στα γράμματα, στον νου, μα και στα όπλα ξεχώριζε· ήταν άψογος κι ο ίδιος ένιωθε υπερήφανος που τον ονόμαζε φίλο του και μόνο εκείνον είχε καλέσει. Σε αναλογία με τον Οδυσσέα, λοιπόν, έτος μιμήθηκε· στάθηκε πλάτη με πλάτη πίσω του και πολεμούσαν μαζί.

«Έτσι, δε θα τους αναχαιτίσουμε ποτέ, είναι αποφασισμένοι να πάρουν τον νεκρό,» μιλούσε τόσο δυνατά ο γιός του Λαέρτη, όσο να ακούγεται μεταξύ τους. «Αία, πρέπει να τον πάρουμε από εδώ. Σήκωσε τον και τρέξε. Εγώ θα σε καλύψω.»

«Ανοησίες, δε σε αφήνω μόνο,» διαφώνησε καθαρά. «Ας τον παραλάβει άλλος.»

«Άλλος κανείς μόνος δεν μπορεί να τον σηκώσει, μόνο εσύ. Κι ώσπου να έρθει κάποιος, αν έρθει, θα κινδυνεύσουμε.»

Πολεμούσαν το τάγμα του Ελένου από τέσσερις πλευρές και ταυτόχρονα, έπρεπε να προσέχουν, γιατί άνωθεν τους τοξεύαν και πετροβολούσαν.

«Φύγε,» πρόσταξε ευθύβολα ο Άναξ της Ιθάκης.

«Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω,» παρέμενε ασάλευτος ο Μεγάλος Αίας.

«Φύγε και τελείωσε το έργο που άρχισες σήμερα ένδοξα, όπως σου ταιριάζει. Αν μείνεις και κινδυνεύσεις στη θέση μου, η Τέκμησσα θα με σφάξει σαν τα αρνιά σας, δικαίως. Εγώ, με το τραύμα στο πόδι, δεν μπορώ να σύρω τον Αχιλλέα. Πρέπει να το κάνεις εσύ· κάνε το!»

Πολεμούσαν και διαφωνούσαν ταυτόχρονα, χωρίς να χαλαρώνουν ή να παύουν στιγμή. Έξι τέλει, κόβοντας στη μέση έναν Δάρδανο, ο γίγαντας της Σαλαμίνας πήρε την απόφαση του.

«Δε θα σε αφήσω,» ψέλλισε με μισή καρδιά και με τάχιστες κινήσεις, έδραμε δίπλα στον Αχιλλέα, τον σήκωσε στα χέρια, τον απίθωσε στον ώμο του, αγωνιζόμενος να αγνοήσει το αίμα το συγγενικό που άρχισε να τον περιλούζει και να τρέχει ολούθε στο κορμί. 

Ο Αίας έτρεχε προς το στρατόπεδο, με τον Αχιλλέα νεκρό στην πλάτη του κρεμασμένο, όσο γρήγορα του επέτρεπε το βάρος κι η φυσική κόπωση. Λίγο πιο πίσω, σε απόσταση αναπνοής, ο Άναξ της Ιθάκης πολεμούσε όσους τολμούσαν να τους προκαλέσουν, έχοντας παραδοθεί γάτος Μοίρες ολότελα. Αν ήταν γραφτό να πεθάνουν εκεί, έτσι, ας γινόταν.

Όπως και τότε, που ο Μενέλαος κι ο Μηριόνης κουβαλούσαν τον Πάτροκλο κι οι Αίαντες υπεραμύνονταν. Ποιοί ήταν οι γενναιότεροι, αυτοί που άξιζαν δόξα άπλετη; Οι θαρραλέοι αχθοφόροι ή οι ακλόνητοι υπερασπιστές;

Ο Μεγάλος Αίας κοιτούσε εμμονικά εμπρός, ώστε να μην τον αποσυντονίζει μηδέ απειλή ούτε η έγνοια του φίλου ούτε το μακάβριο έργο του. Το βλέμμα είχε καρφωθεί πέρα, στην καλύβα που ξεχώριζε ως δική του, όπου η Τέκμησσα κι ο Ευρυσάκης τον περίμεναν. Κι αν αντιλαμβανόταν κάποιον να τον πλησιάζει σφόδρα, ύψωνε την ασπίδα και του έλιωνε ένα ή περισσότερο κόκαλα με ένα ισχυρό χτύπημα.

Ο Οδυσσέας δεν κοιτούσε πουθενά παρά στα χέρια του, τα οποία πλέον δρούσαν μονάχα, η σκέψη του τον είχε εγκαταλείψει κι είχε αφεθεί στην τρομακτική παντοδυναμία της παρούσας στιγμής. Τόσο ευάλωτος κι αναλώσιμος δεν είχε αισθανθεί ποτέ, ούτε όταν πολεμούσε με ξεσκισμένη κοιλιά κάτω από τα τείχη του Ιλίου. Μισούσε να φαίνεται έρμαιο, μόνος, μηδαμινός και φαιδρός· διότι έτσι πίστεψε ότι τον έβλεπαν όλοι· οι φίλοι, γιατί προσπαθούσε το ακατόρθωτο κι οι εχθροί, επειδή ήταν μόνος με τον γίγαντα και πάλευαν κάτω από πέτρες και βέλη, δίπλα σε ακόντια και ξίφη. Κάθε στιγμή φάνταζε αιώνας, που μετρούταν και χτυπούσε στον πυρήνα του γονάτου του, εκεί που χυνόταν το αίμα ακατάπαυστα κι η ορειχάλκινη περικνημίδα είχε πάρει χρώμα ροδονίτη ολάκερη. Οι λιποθυμίες από την απώλεια αίματος είχαν ήδη ξεκινήσει μα η ένταση τις υποσκέλιζε μέχρι ώρας. Το αίμα σειόταν στα μηνίγγια του, έτρεμε σύγκορμος και δεν έπαυε ποτέ να σφάζει, να μάχεται, να κινδυνεύει για εκείνον τον τιτάνα, τον ημίθεο, που του είχαν ζητήσει να τον βρει. Για αυτό, είχαν αναζητήσει κι αυτόν και τον είχαν ξεσηκώσει από το γαλήνιο σπιτικό του, από την υπέροχη σύζυγο και τον αθώο γιό.

Τον βρήκε. Τον είχε βρει ξανά, είχε εκστρατεύσει μαζί του πολλάκις, είχε μεσολαβήσει σε εκείνον, είχε διαπραγματευτεί, είχε λογομαχήσει, είχε τραυματιστεί από το ξίφος του κι η ουλή στον λαιμό θα του το θύμιζε πάντα. Πλέον, ενόσω κειτόταν νεκρός, αυτός, ο γιός του Λαέρτη, τον υπερασπιζόταν ξανά και πάλι, θα τον κόμιζε στους Δαναούς, όπως έκανε τα τελευταία δέκα έτη.

Η εξάντληση τον έζωσε σαν αποπνικτική ομίχλη μετά τη βροχή. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, εισέπνεε σκόνη, αίμα, βοές νεκρών ολούθε, πατούσε κόκαλα φίλων κι εχθρών. Αηδίασε. Μίσησε τα όπλα του, τα χέρια που έσπερναν θάνατο, τον σαθρό του εαυτό, γύρισε ελάχιστα, να δει τον Αίαντα και μια πέτρα βρήκε τον στόχο της στο κεφάλι του.

Σωριάστηκε κατά γης κι όλες του οι αισθήσεις έσβησαν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πώς ήταν η μάχη αυτή;

Θέλω πάρα πολύ την άποψη σας επί τούτου, ομολογώ. Αυτή η μάχη, πιστεύω, όπως είπα και στο προηγούμενο κεφάλαιο, σηματοδοτεί το σπουδαιότερο σημείο του Πολέμου. Απογυμνώνει τις ψυχές πάρα πολλών σημαντικών παικτών στο αιματηρό αυτό παίγνιο και δεν έχουμε φτάσει καν στην κορύφωση του δράματος...

Στο επόμενο κεφάλαιο, θα δούμε το μετέπειτα της μάχης· θρήνο άπλετο για τον Αχιλλέα (χφτου), την κηδεία, τους νεκρικούς αγώνες κι από τους Τρώες, το απέραντο νοσοκομείο που στήνεται εκεί τώρα, από το κύκνειο άσμα του Αχιλλέα και την αριστεία του Μεγάλου Αίαντα.

Μια ύστατη σημείωση, παρακαλώ: Δεν ξέρουμε πόσο καλοί φίλοι ήταν ο Αίας κι ο Οδυσσέας· εξίσου πιθανό είναι απλά να ανέχονταν ο ένας τον άλλον ή απλά να μην κατανοούσαν ο ένας τον άλλον, διότι επρόκειτο για άκρως αντίθετες προσωπικότητες. Όμως, επέλεξα να δημιουργήσω μεταξύ τους μια πανίσχυρη φιλία για τον εξής απλούστατο λόγο: είδαμε και θα δούμε στο βιβλίο να διαλύονται ζεύγη εραστών, νυμφευμένων, αδελφών, γονέων και παιδιών μα αδελφικών φίλων δεν είδαμε. Ήρθε η ώρα να γίνει κι αυτό.

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας ✨🖤
Σας ευχαριστώ ολόψυχα που είστε ακόμη εδώ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top