LVII~Βόδια, Χρυσός και Όπλα

Δίνω μια Ήρα για την τσαχπινιά. Καλή Ανάγνωση!

Προτού καλά καλά χαράξει, ο Ερμής εισήλθε κι εξήλθε εξίσου γρήγορα από το θαυμαστό ανάκτορο του Αιόλου, στην κινούμενη νήσο της Αιολίης και πριν καν πάψουν να ακούγονταν τα φτερωτά του σανδάλια στον αιθέρα, ο Άρχων των Ανέμων κάλεσε όλα τα παιδιά της Ηούς στην Αίθουσα του Θρόνου.

«Σήμερα, ο Ζέφυρος, ο Εύρος και ο Βορέας θα πάτε στην Τροία να φυσήξετε μαζί,» τους ανακοίνωσε χωρίς τυπικό χαιρετισμό.

«Γιατί μας κάλεσες όλους, λοιπόν, Αίολε, αφού αφορά μόνο τρεις από εμάς;» Ρώτησε βαριεστημένα ο Καικίας, ο βόρειος ανατολικός άνεμος.

«Γιατί πρέπει να το ακούσετε όλοι αυτό. Οι αδελφοί σας έχουν κληθεί να ανάψουν την πυρά του Αχιλλέα.»

«Όχι!» Πρώτος βρυχήθηκε ο Ζέφυρος. «Είναι δυνατόν να ανάψουμε την πυρά αυτού του αχρείου, που φόνευσε τον αδελφό μας;»

«Έχεις θράσος φοβερό, Αίολε, που μας κάλεσες μαζί, για να μας προσβάλλεις ομαδικώς,» τον επικρότησε ο Εύρος. «Δε γίνεται να στηρίξουμε αυτόν τον δολοφόνο και να απογοητεύσουμε τη μητέρα μας τη σεπτή.»

Έπειτα, οι οχτώ άνεμοι μιλούσαν μαζί και ταυτόχρονα, μπλέχτηκαν μεταξύ τους και φώναζαν, ώστε σηκώθηκε ανεμοθύελλα ολούθε κι άρχισαν να παρασέρνουν στον διάβα τους έπιπλα, διακοσμητικά, κεραμικά, να σπάνε τα ευαίσθητα, να ανακατεύουν τα υπόλοιπα και το νησί επιτάχυνε το ταξίδι του. Στον στρόβιλο καταμεσής, ο Αίολος παρέμενε απόλυτα ψύχραιμος, ατάραχος.

Με μια του κίνηση, άνοιξε τους ασκούς που πάντοτε ανέμεναν στη γωνία κάθε δώματος και μέσα πέρασαν με ένα νεύμα όλοι οι Άνεμοι εκτός των τριών που τον ενδιέφεραν, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν σε ησυχία.

«Η διαταγή είναι καίρια κι απαράλλαχτη, μου την έφερε μόλις ο ίδιος ο Ερμής. Εσείς θα την ακολουθήσετε πιστά και να θυμάστε μόνο τούτο· δε στηρίζετε τον Αχιλλέα μα τη Θέτιδα, που πρόσφερε άπειρα κι η μοναδική της ανταμοιβή χάθηκε. Σκεφτείτε και λυπηθείτε τη Θέτιδα, σκεφτείτε τον πόνο της μητέρας σας και σας βεβαιώ, είναι ίδιος ο δικός της. Έτσι, δε θα σκέφτεστε τον δολοφόνο του Μέμνονα. Όσο γρηγορότερα καεί, τόσο το καλύτερο για όλους μας.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όλοι οι νεκροί είχαν πιεί από το αίμα του αρνιού που είχε θυσιάσει τελετουργικά, ανάμεικτο με οίνο, όπως ακριβώς του είχαν πει.

Ποιός του το είχε πει; Ποιός του είχε δώσει τα αρνιά, αφού τα είχαν ξεφορτωθεί όλα προ πολλού; Πονούσε το κεφάλι του από τα αναπάντητα, ανεξήγητα που συνέβαιναν γύρω του.

Πέρασε στα έγκατα του ερέβους που απλωνόταν εμπρός του κι αντίκρισε τον ίδιο άνθρωπο που λίγο νωρίτερα -έτσι του φαινόταν- είχε δει νεκρό, στα σάβανα, έτοιμο να μπει στον λάκκο που εκείνος είχε θάψει. Ο Μεγάλος Αίας, ολοζώντανος -παρότι χλωμός- ορθωνόταν εμπρός του και τον κοίταζε ανέκφραστα, παγερά, αδιάφορα.

«Αία!» Του φώναξε, πιο απεγνωσμένα από όσο περίμενε. «Αία, άκουσε με! Γιατί δε με ακούς; Ο φίλος σου είμαι, ο Οδυσσέας, αυτός που θα πέθαινε για εσένα, αν σε απειλούσε ο Μέμνων, αυτός που έφερε την Τέκμησσα εμπρός σου νύφη, αυτός που ήθελε πάντα μαζί σου να σχεδιάζει και να συζητά, να σου δείχνει την εμπιστοσύνη που πάντοτε του πρόσφερες και τον τιμούσες!»

Δεν του απάντησε κανένας. Ο Αίας τον κοιτούσε σαν να μην υπήρχε, σαν να μην τον γνώριζε.

«Αία! Αία! Γιατί σιωπάς; Άκουσε με! Με ακούς;»

Και πριν προλάβει να σπεύσει και να τον αγγίξει, μην υπολογίζοντας την απόσταση, ξύπνησε.

Ανοίγοντας τα μάτια, μόνο την Τέκμησσα ξεχώρισε, η οποία κοιμόταν στο κάθισμα σιμά του κατάκοπη. Ξάγρυπνος, ωστόσο, καθόταν απέναντι ο μικρός Ευρυσάκης. Τι κι αν του έκανε νόημα να μην την ξυπνήσει, για να αναπαυθεί, ο μικρός την ταρακούνησε βίαια.

«Ξύπνα, μητέρα, να δεις το θαύμα!»

Η Τέκμησσα δε χρειάστηκε δεύτερη παραίνεση. Πετάχτηκε ορθή και, βλέποντας τον Οδυσσέα πλήρως αφυπνισμένο, ξέσπασε σε δάκρυα χαράς.

«Πήγαινε στον πατέρα σου, πες του να έρθει τάχιστα,» έσκυψε στον γιο της και του φίλησε το κεφάλι γλυκά.

«Ζει ο Αίας;» Ψιθύρισε κοντά της, μόλις έφυγε το παιδί.

«Μα και βέβαια,» του χαμογέλασε εγκάρδια εκείνη. «Δε θυμάσαι τίποτα;»

«Θυμάμαι ότι με χτύπησαν με μια πέτρα οι καταραμένοι Τρώες και δεν μπόρεσα να σκοτώσω τον Διήφοβο.»

Προσπάθησε να ανασηκωθεί· τον σταμάτησε.

«Μην κινείσαι απότομα, ούτε το κεφάλι ούτε το πόδι σου έχουν ιάσει πλήρως,» τον διέταξε πρακτικά.

Ακούγονταν κιόλας τα βήματα του Αίαντα βαριά, επιβλητικά. Η Τέκμησσα έγειρε στο αυτί του.

«Θα σου μόνο αυτό, γιατί δε θα σου το πει ποτέ ο ίδιος· ο Αίας σε έσωσε. Άφησε τον Αχιλλέα όπως όπως στους Μυρμιδόνες κι έτρεξε να σε φέρει πίσω ασφαλή, για να μην πιαστείς αιχμάλωτος.»

Πριν τελειώσει τη φράση της, είχε φανεί ο συμβίος, εμφανώς δακρυσμένος και με πρόσωπο ερυθρό από συγκίνηση. Είτε έκλαιγε για τον Αχιλλέα είτε για τον Οδυσσέα, δε θα το αποκάλυπτε ποτέ. Αν μη τι άλλο, η ανακούφιση στο βλέμμα του δεν μπορούσε να περιγραφεί.

Με προσοχή, έπεσε και αγκάλιασε τον φίλο του από τους ώμους, χωρίς λέξη, μόνο κοιτώντας τον, να βεβαιωθεί ότι δεν τον γελούσαν τα μάτια.

«Αία, πώς είσαι;» Μίλησε πρώτος ο γιός του Λαέρτη.

Ο ευγενής γίγαντας, άθελα του, αφέθηκε σε ένα από τα παιδικά, τρομερά χαριτωμένα γέλια του, που τον έκαναν να μοιάζει συνομήλικος του πεντάχρονου Ευρυσάκη.

«Εσύ, που έχεις δεμένα κεφάλι και πόδι, με ρωτάς πώς είμαι;»

«Είσαι γερός και θαυμάσιος όπως πάντα, φίλε μου,» χαμογέλασε αδύναμα ο Οδυσσέας. «Είθε πάντα έτσι να είσαι.»

«Αία, μήπως πρέπει να μείνω εγώ με τον Οδυσσέα, σήμερα; Μπορείς να πας με τον Τεύκρο μόνο στην κηδεία;» Ρώτησε με το πρακτικό μυαλό της η Τέκμησσα τον άνδρα της.

«Σε ποιά κηδεία;» Επενέβη θορυβημένος ο Οδυσσέας. «Ποιός άλλος χάθηκε;»

«Στην κηδεία του Αχιλλέα,» απάντησε μαλακά ο Σαλαμίνιος πρίγκιπας. «Ήσουν πέντε ημέρες αναίσθητος, Οδυσσέα. Σήμερα, στα μισά του πένθους, όρισε η Θεά με τον Φοίνικα να γίνει η κηδεία.»

«Πέντε ημέρες,» επανέλαβε έκθαμβος. Του είχαν φανεί ελάχιστες στιγμές. Μα η διάθεση του άλλαξε παρευθύς. «Θα έρθω κι εγώ μαζί σας,» δήλωσε.

«Μα όχι,» ετοιμάστηκε να διαφωνήσει ο Αίας, όμως η Τέκμησσα τον διέκοψε.

«Είσαι ενήλικας, όχι ο γιός μας, για να σε αποτρέψουμε. Ας έρθεις,» απάντησε εκείνη με ύφος διδακτικό. «Ωστόσο, θα πάρεις το αγαπημένο σου σκήπτρο· τη βακτηρία, γιατί το πόδι σου πάλι θα σε ταλαιπωρεί.»

Θέλοντας και μη, ο Οδυσσέας χαμογέλασε εγκάρδια και στράφηκε στον Αίαντα.

«Εύγε και πάλι για την ευλογία που λέγεται Τέκμησσα. Είναι η σπουδαιότερη γυναίκα που έχω γνωρίσει και δεδομένου ότι εγώ γυναίκα την Πηνελόπη, αυτό είναι μεγάλος έπαινος. Θα καταλάβετε, όταν τη γνωρίσετε.»

«Αν αξιωθούμε και φύγουμε από εδώ ζωντανοί, θα γίνει,» κοκκίνισε η Τέκμησσα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η πυρά του Αχιλλέα ήταν επιτέλους έτοιμη, ψηλότερη από κάθε άλλη, με τον ίδιο τον Επειό να παρακολουθεί το χτίσιμο της, σαν να επρόκειτο για καταπέλτη. Ήδη, είχαν ξεκινήσει να συγκεντρώνονται τα πλήθη, μιας κι η πένθιμη τελετή θα ξεκινούσε σύντομα. Όταν εμφανίστηκε ο Οδυσσέας με τη βακτηρία του, βλέμματα στράφηκαν πολλά και θαύμασαν, απόρησαν, ψίθυροι ξεκίνησαν και κανένας δεν τον πλησίαζε σαν να επρόκειτο για στοιχειό. Μοναδική εξαίρεση ήταν ο Μεγάλος Αίας, που τον συνάντησε με συγκρατημένη χαρά -ένεκα της θλιβερής περίστασης.

«Του μίλησες, όπως συμφωνήσαμε;» Αναρωτήθηκε σιγανά ο Οδυσσέας.

«Ακριβώς όπως συμφωνήσαμε. Φρόντισα να είμαστε ολομόναχοι.»

«Έπρεπε να το είχες κάνει νωρίτερα. Καθήκον μας ανώτατο είναι να αναφέρουμε στον Αρχιστράτηγο.»

«Ομολογώ δεν το σκέφτηκα· το πένθος του Αχιλλέα, η αγωνία σου-»

«Το πένθος ενός επίδοξου κι επικείμενου προδότη, ορθότερα. Για αυτό, έπρεπε να ενημερωνόταν ο Αγαμέμνων, να είχε από την αρχή πλήρη επίγνωση για ποιόν δάκρυζε και θρηνούσε. Επιβάλλετο να γνώριζε απευθείας τι ανακαλύψαμε εκείνη τη νύχτα.»

«Μα τι σημασία έχει τώρα πια; Πέθανε.»

«Πέθανε αυτός αλλά εμείς ζούμε, Αία. Με αυτόν τον τρόπο, αποδεικνύουμε στον Ατρείδη την αφοσίωση μας σθεναρά. Ο αληθινός φίλος δε φαίνεται στη θύελλα μα στη νηνεμία. Στη θύελλα, μονάχα τα θεριά ξεχωρίζουν. Εξάλλου, ποτέ δεν ξέρεις πότε και πώς θα χρησιμεύσει η εύνοια του Αρχιστράτηγου.»

Ο Αίας δε φαινόταν να είχε καταλάβει πολλά. Ο Άναξ της Ιθάκης μειδίασε.

«Έχω να σου διδάξω πολλά περί πολιτικής, φαίνεται. Όπως κι εσύ έχεις να μου μάθεις πώς να σφάζω κριάρια, δεν το έχω λησμονήσει.»

«Έχεις επανέλθει πλήρως, έτσι;» Τον θαύμασε για πολλοστή φορά. «Είναι εντυπωσιακό, αλήθεια.»

Ανασήκωσε τους ώμους του όπως όπως.

«Ειδάλλως, θα είχα πεθάνει από ανία.»

Δε συνέχισαν της συζήτησή τους, διότι κατέφθασε ευτυχής ο Διομήδης, που κόντεψε να λιώσει τα κόκαλα του Οδυσσέα από τον σφιχτό εναγκαλισμό. Έπειτα, ήρθαν οι Κρήτες, οι Δωδεκανήσιοι κι οι Κεφαλληνίες, οι Θεσσαλοί όλοι, οι Ηλείοι, οι Αργίτες, οι Σπαρτιάτες, οι Μυκηναίοι κι αφού κατέφθασε κι η ίδια η Θέτις η Θεά, μαυροφορεμένη, με συντροφιά μόνη την Καλλιόπη, ξεκίνησαν επίσημα. Δεν είχε μείνει άλλη καμία για την κηδεία, διότι δεν ήθελαν να προκαλέσουν υπερβολικό φόβο στους θνητούς· αν έμεναν, θα ήταν πενήντα εννέα Θεές. Παραδίπλα, των σκλάβων του Αχιλλέα στο εθιμοτυπικό μοιρολόι, ηγούταν η στωική Ίφις.

Πρώτα, πριν θέσουν τον νεκρό πάνω στα ξύλα, έπρεπε να ετοιμάσουν τα κτερίσματα. Έσφαξαν οι Μυρμιδόνες εκεί πάνω ταύρους δυνατούς, αρνιά και λιπαρά γουρούνια. Ο ίδιος ο Αγαμέμνων έσφαξε ένα από τα άλογα του και το πρόσφερε. Κατόπιν, θυσίασαν τους αιχμάλωτους Τρώες. Έναν προς έναν, έκοβαν τους λαιμούς και τους πετούσαν πάνω στα ζώα, ανάμεσα σε τσιρίγματα, παρακάλια κι ουρλιαχτά. Μετά τους εξήντα πέντε, ο Οδυσσέας έχασε το μέτρημα. Άνωθεν των σφαχτών, έθεσαν όπλα νεκρών στρατιωτών, μαζί κι όλα τα όπλα που διέθετε ο Αχιλλέας πλην των λάφυρων, της παλιάς και της νέας του πανοπλίας. Τότε, ήρθε η ώρα κι έθεσαν τον νεκρό πάνω στον σίδερο, στον κασσίτερο και στο ασημί.

Η Καλλιόπη άρχισε να ψέλνει για τον ήρωα παιάνες μεγαλοπρεπείς και ραψωδίες, ενώ εθεάθη το ψαλίδι, που πρώτη έπιασε η Ίφις.

Χωρίς πολλές κινήσεις, έκοψε την κοτσίδα της και την πέταξε στο πρόσωπο του Αχιλλέα. Ως ένδειξη πένθους, όλες οι δούλες έκοψαν τα μαλλιά τους και τα προσέφεραν. Ασυνήθιστα, πάντως, όλοι οι Μυρμιδόνες έκαναν το ίδιο. Έτσι, το πτώμα καλύφθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τρίχες όλων των χρωμάτων και τύπων. Έχυσαν λάδι γύρω από την πυρά, πριν τοποθετήσουν αμφορείς με μέλι μοσχομυριστό, ώστε το θεσπέσιο άρωμα κάλυψε τη δυσωδία των πτωμάτων. Η δε Θέτις έθεσε σιμά στον γιό της αρώματα απαράμιλλα, τα ωραιότερα που δημιούργησε η γη και πότιζε η θάλασσα. Ύστερα, οι Μυρμιδόνες -πεζοί ή με άρματα- κύκλωσαν την πυρά σε σειρές, για να πέσει ο πυρσός. Έτσι, ήρθαν οι γιοί της Ηούς, ο Βορέας, ο Ζέφυρος κι ο Εύρος και τύλιξαν στις φλόγες την ύστατη μεγάλη νίκη του Αχιλλέα, γιατί για εκείνον είχαν θυσιαστεί την ημέρα εκείνη οι Τρώες αιχμάλωτοι.

Σαν καταιγίδα να ξεσηκώθηκε από το πουθενά, με νέφη και με ανέμους τρομερούς, που λυσσομανούσαν, κάηκε γρήγορα η πυρά, πριν καν δύσει ο Ήλιος. Έσβησαν τα απομεινάρια της με κρασί, βέβαιοι ότι το σώμα είχε καεί αρκετά, για να περισυλλέξουν τα κόκαλα. Η Ίφις μπήκε στην καλύβα κι έφερε τον υπέροχο, χρυσό αμφορέα του Διονύσου, που φιλοξενούσε τα οστά του Πάτροκλου κι εκεί, ακριβώς κατά την επιθυμία του, θα έθεταν και τον Αχιλλέα.

Η άπληστη φωτιά είχε σβήσει, αφήνοντας μονάχα καπνούς γκρίζους από την πνοή του Ηφαίστου μα ο θρήνος δεν έπαυε από όλους τους παρευρισκόμενους. Τα οστά του Αχιλλέα δεν μπορούσαν να συγχυστούν με κανενός άλλου, όχι μόνο λόγω της θέσης μα και του μεγέθους τους. Ανέβηκαν πάνω ο Αυτομέδων με τους πρώτους των Μυρμιδόνων, τα μάζεψαν ευλαβικά και τα εναπόθεσαν προσωρινά σε έναν ολόχρυσο λέβητα με γρύπες, ένα έργο τέχνης. Τον παρέδωσαν στη Θέτιδα κι εκείνη, έγειρε στην καλύβα, για να ολοκληρώσει την προετοιμασία της ταφής.

Στα ενδότερα, την περίμεναν και πάλι όλες οι αδελφές της, για να συνδράμουν κι αυτές, έστω κι ελάχιστα. Έραναν τα οστά με νέκταρ Ολύμπιο κι αμβροσία και δίχως να παύουν τις υμνολογίες και δοξολογίες, τα έλειψαν με ζωικό λίπος και μέλι. Έτσι, τα υποδέχτηκε ο αμφορέας ο τρανός κι ο Αχιλλέας με τον Πάτροκλο, ενώθηκαν στον θάνατο, για να μη χωρίσουν ποτέ ξανά.

Τον τύμβο τον πανύψηλο, τον επιβλητικό, τον μέγα, τον έχτισαν -μετά από ενδελεχή μελέτη του Επειού- ωσάν πελώριο μνήμα κι αέναο στην ύστατη άκρη της ακτής, πλάι στα μαύρα νερά του Ελλήσποντου κι ειρωνικά, πολύ κοντά στον αφανή τάφο του Μέμνονα. Η Θέτις είδε με την άκρη του ματιού της την Ηώ να χάνεται, έχοντας επισκεφθεί τον δικό της νεκρό.

Οι Αχαιοί έφυγαν, για να γυρίσουν εγκαίρως στο στρατόπεδο, προτού νύχτωνε παντελώς κι έπεφτε το ζοφερό σκότος. Οι Νηρηίδες, ωστόσο, έμειναν, για όσο θα έμενε εκεί η αδελφή τους.

«Είτε μας αρέσει είτε όχι, Θέτις, η ζωή δεν μπορεί να τελειώσει εδώ,» την αγκάλιασε η Αμφιτρίτη, για να κυλήσουν τα δάκρυα στον δικό της πρόθυμο, ώμο. «Συνέχισε, καλή μου, με θάρρος και πίστη στον εαυτό σου, όπως έκανες πριν παντρευτείς τον Πηλέα. Άλλωστε, πόσο θα μπορέσει να χωρέσει ο Άδης τον γιό σου; Είμαι σίγουρη ότι, πολύ σύντομα, θα βρεθεί στη γαλήνη των Ηλύσιων Πεδίων και στις Νήσους των Μακάρων, όπου θα μπορείς να τον βλέπεις πάντα και να τον καμαρώνεις ίσο με Θεό.»

«Αλήθεια, πιστεύεις ότι θα συμβεί αυτό;» Την κοίταξε και για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, διαφαινόταν αμυδρά στο βλέμμα της η ελπίδα.

«Μα και βέβαια, αγαπημένη μου αδελφή,» πλάτυνε το χαμόγελο της στοργής. «Αυτό αναμένω και για τον δικό μου γιό.»

Τα λόγια αυτά ήταν τα πρώτα που έμοιασαν να παρηγορούν ουσιαστικά και να καθησυχάζουν την Νηρηίδα, που είχε σκίσει το πρόσωπο και δεν άφηνε κανέναν να την περιποιηθεί.

«Επιστρέψτε πίσω στον πατέρα μας,» είπε στις αδελφές της, το ίδιο και στις Μούσες. «Θα μείνω μόνη εδώ, ως τη λήξη του πένθους κι ύστερα, θα έρθω να σας βρω στο σπίτι μας.»

Γυρίζοντας στην καλύβα του παιδιού της, αγνοώντας επίτηδες τα προσωπικά του αντικείμενα και το άρωμα του που υπέβοσκε ακόμα, ζήτησε από την Ίφιδα να καταμετρήσει τα υπάρχοντα, την υλική περιουσία του Αχιλλέα, για να την ισομοιράσουν, αν χρειαζόταν.

«Γνωρίζεις να μετράς, άραγε;»

«Ο πατέρας μου ήταν έμπορος κι εγώ η μοναχοκόρη του, κυρά. Εδώ και εφτά χρόνια ρυθμίζω το νοικοκυριό του γιού σου.»

«Τι να τα κάνουμε όλα αυτά; Αν δεν μπορούν να τιμήσουν το παιδί μου, είναι άχρηστα,» μονολόγησε η Θέτις, μη θέλοντας να μιλάει με τη θνητή.

«Υπάρχει κάτι που θα μπορούσες να κάνεις, κυρά, αφού πάψει το πένθος,» της ήρθε η απάντηση, παρόλα αυτά, ενώ μάζευε τα εργαλεία της απογραφής. «Όχι μόνο θα τιμήσεις το παιδί σου μα και θα το δοξάσεις.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στην Τροία, ο Πάρις, μετά από πέντε ημέρες, δεν είχε συνέλθει ακόμα από την πέτρα του Αίαντα. Μολονότι δεν άφηναν ποτέ το πλευρό του γονείς, φίλοι, ιατροί, η Ελένη παρέμενε εμμονικά εκεί κι αποζητούσε τη στιγμή, την ευκαιρία που θα έμεναν μόνοι, για να ολοκληρώσει το έργο που θεωρούσε πια χρέος του πεπρωμένου.

Ο Διήφοβος, πάλι, πιότερο βέβαιος ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του θα πέθαινε παρά ότι θα επιβίωνε, ετοιμαζόταν σιγά σιγά να αναλάβει την Αντιβασιλεία και κάλεσε όλους τους αδελφούς του σε συμπόσιο στα διαμερίσματά του, με αφορμή τον θάνατο του Αχιλλέα.

«Πίνω στην ανέλπιστη χάρη που μας έκανε ο Μέγας Ζεύς,» ξεκίνησε την πρόποσή του. «Εκεί που φοβόμασταν αν θα βγούμε ζωντανοί από τη συνάντηση με τον Αχιλλέα, τον σκότωσαμε κι υψώνουν πυρές και τύμβους τώρα για αυτόν στην ακτή. Στάχτες έμειναν από τον δαίμονα που έσφαζε τα αδέλφια μας! Επιτέλους, τα γένη των ταλαιπωρημένων Τρώων και των Δαρδάνων θα ανασάνουν από τη φονική μάχη και το φριχτό αίμα. Σίγουρα, θα ανέβουν στα μαύρα πλοία τους οι Δαναοί και θα αποπλεύσουν για πάντα, δεν μπορούν να ελπίζουν πια χωρίς τον Αχιλλέα τους. Κρίμα μονάχα που δε ζει ο Έκτωρ, ώστε να τους σκοτώναμε όλους στις καλύβες τους σαν πόντικες.»

Οι περισσότεροι μοιράζονταν τη χαρά και την αισιοδοξία του, σε πλήρη αντίθεση με τους σκεπτικούς Αινεία κι Έλενο. Ο γιός της Αφροδίτης, με το δεμένο του χέρι, δεν είχε καν σηκώσει το κύπελλο από ευγένεια στην πρόποση.

«Διήφοβε, υποστήριξες ότι οι Αχαιοί με την ουρά στα σκέλια και μέσα στη νύχτα θα γυρίσουν στις πατρίδες τους,» μίλησε αμέσως αφότου όλοι κάθισαν ξανά. «Εγώ πιστεύω το αντίθετο. Ίσως, αν ζούσε ο ασύγκριτος Έκτωρ να είχαν δεύτερες σκέψεις μα τώρα, δε θα διστάσουν. Πέθανε ο Αχιλλέας, πράγματι, μα πίσω έμειναν κραταιοί οι γιοί του Ατρέα κι ο Διομήδης κι ο Μεγάλος Αίας, που κόντεψε να μας αφανίσει, αναντίρρητα. Αν δεήσουν οι Θεοί που μας προστατεύουν και σκοτωθούν αυτοί, τότε μόνο μπορούμε να ελπίζουμε αληθινά.»

«Εν τέλει, ακόμη κι εμείς σε αβεβαιότητα βρισκόμαστε,» παραδέχτηκε δίπλα του ο Έλενος. «Όσο ο Πάρις παραμένει κλινήρης κι αναίσθητος, δεν έχουμε επίσημο Αρχηγό. Ουσιαστικά, μπορούμε απλά να προσευχόμαστε να μην επιτεθούν μια μέρα εξαγριωμένοι οι Αργείοι και μας αφανίσουν πριν καν αντιδράσουμε.»

Τι κι αν άλλαξαν το θέμα της συζήτησης, τι κι αν συνεχίστηκε η βραδιά εύθυμα, με επικέντρωση στον θάνατο του Αχιλλέα, η διάθεση είχε πέσει κι οι Πριαμίδες, όπως όλοι περίπου οι Τρώες, ένιωθαν ότι το μεγαλειώδες τους κατόρθωμα πιθανότατα δε δημιουργούσε καμία απολύτως διαφορά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ολύμπος είχε δώσει το παρόν στην κηδεία του Αχιλλέα. Αθέατη από όλους, θνητούς κι αθάνατους, είχε κατεβεί η Ήρα κι είχε αναμειχθεί με τις μαυροφορεμένες σκλάβες, για να τιμήσει κι εκείνη σιωπηλά τον κορυφαίο πολεμιστή, που είχε ελπίσει να της φέρει την πολυπόθητη νίκη κι εκδίκηση. Αντί αυτού, είχε φονευθεί από τον πιο μισητό της θνητό.

Εξεπλάγη όταν, εισερχόμενη στο ανάκτορό της, βρήκε τον Δία να την αναμένει. Σπάνια τον εντόπιζε μακριά από τον θρόνο του ή από άλλων δώματα.

«Πήγες στην κηδεία, λοιπόν. Μολονότι κρυβόσουν, εγώ σε είδα,» τη χαιρέτισε με μειδίαμα.

«Έπρεπε. Ήθελα να σταθώ κάπως στη Θέτιδα, αν μη τι άλλο, ως μητέρα. Έριξα λίγη αμβροσία πάνω στην πυρά, ενώ θα έπρεπε να ήμασταν όλοι εκεί και να τον τιμούσαμε.»

«Αυτό δεν το είχαμε κάνει στην ειρηνική κηδεία του Περσέα καν ή του Κάδμου ή του Μίνωα. Ακόμη κι ο Ηρακλής μόνος του πέθανε. Φαντάζεσαι τι θα συνέβαινε τώρα, που είμαστε διχασμένοι;»

«Μα φυσικά,» κατένευσε σκωπτικά. «Άλλωστε, δεν ήταν γιός δικός σου. Παραδόξως.»

Ο Πατέρας των Θεών και των Ανθρώπων πλατάγισε τη γλώσσα απαξιωτικά.

«Με ένα μονάχα απορώ· πώς επιτρέπεις να υποφέρει τόσο η Θέτις,» συνέχισε η Ήρα, μεταβάλλοντας το ύφος της. Όσο κι αν κάποτε το ήθελε, πράγματι, δεν είχε καταφέρει να μισήσει τη μακρομαλλούσα κόρη του Νηρέα. «Ξεχνάς ότι μαζί κανονίσαμε τον γάμο με τον Πηλέα κι εδώ, ανάμεσα μας, έγινε ο γάμος, σαν να παντρεύονταν δυο Θεοί; Παρόλα αυτά, αδιάκοπα συμφορές μοιράζουμε στη Θέτιδα έκτοτε.»

«Συμφορές έχουν συμβεί σε όλους μας, Ήρα. Να σου υπενθυμίσω ποιόν Θεό του Πολέμου γεννήσαμε;»

«Ποτέ δεν περίμενα ότι θα αγαπούσες μια πόλη περισσότερο από μια γυναίκα, πόσω μάλλον αθάνατη γυναίκα,» δε δίστασε να εκφράσει απέριττα τη σκέψη της η Θεά των Γυναικών.

Δεν της απάντησε για αρκετή ώρα, είχε αποστομωθεί. Εκείνες τις στιγμές σιγής του η Ήρα τις απόλαυσε.

«Οι Τρώες νομίζουν πως νίκησαν, όπως κι οι Αχαιοί νόμιζαν πως νίκησαν, όταν σκοτώθηκε ο Έκτωρ,» σίμωνε αργά και βασανιστικά, ώσπου οι ανάσες τους μπλέχτηκαν αναπόδραστα. «Ιδού, οι Αχαιοί θρηνούν τον φονιά του Έκτορα πια. Έτσι είναι, αγαπημένη μου,» τη φίλησε πεταχτά στο στόμα, αφήνοντας μια γεύση πικρή, «κάθε νίκη σε πόλεμο είναι, τελικά, αφόρητη.»

Και πριν αντιδράσει η συμβία του, είχε απομακρυνθεί και πάλι.

«Ξέρεις, αυτό το ζήτημα που μου έθιξες προηγούμενα για τον γιό του Τελαμώνα με έχει απασχολήσει έντονα.»

«Μήπως άλλαξες γνώμη;»

«Όχι βέβαια,» άστραψε η ματιά του ασημένια κι ο Αετός ήρθε και στάθηκε σιμά. «Τουναντίον, επιθυμώ να επισπεύσει η διαδικασία. Χτύπησε με την πρώτη ευκαιρία. Όπως μας τιμούσε ο ένας ξάδελφος, μας ατιμά ο άλλος και θα του επιτρέψουμε να ευημερεί;»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Το πένθος παρατάθηκε,» είπε ο Μεγάλος Αίας, ενώ η Τέκμησσα έφερνε τις σούβλες και τις άπλωσε πάνω στην τράπεζα.

«Ορθώς. Κι εγώ το άκουσα,» κατένευσε ο Μηριόνης. «Άλλες έξι ημέρες, συνεπώς, θα διαρκέσει δεκαεφτά ημέρες η θλίψη για τον Αχιλλέα. Η μέγιστη διάρκεια για τον μέγιστο πολεμιστή μας.»

«Πάλι, λίγες είναι,» σχολίασε ο Νιρέας των Δωδεκανησίων. «Ποτέ δε θα ξεπεραστεί αυτός ο χαμός, ας είμαστε ειλικρινείς. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα τον θυμόμαστε με λύπη.»

«Κάθισε, Τέκμησσα και ξεκουράσου λίγο,» της ψιθύρισε ο Οδυσσέας, διότι πίσω του στεκόταν. «Ταλαιπωρείσαι σήμερα. Δεν έπρεπε να οργανώνατε πένθιμο τραπέζι για τον Αχιλλέα.»

«Έπρεπε, Οδυσσέα,» του απάντησε, καθώς καθόταν. «Αφενός, ο Αχιλλέας ήταν ξάδελφος του, ήταν χρέος μας. Αφετέρου, καλύτερα να γεμίζει το σπίτι ζωντανούς παρά νεκρούς.» Αναστέναξε κι έτριβε τους κροτάφους. «Πάλι θαρρώ το βλέμμα του σκοτείνιασε, στοιχειώθηκε.»

Θορυβήθηκε ο γιός του Λαέρτη, η έκφραση του μάργωσε.

«Αύριο το πρωί, θα έρθω να συζητήσουμε,» της υποσχέθηκε.

«Εγώ θα έρθω,» διαφώνησε ευγενικά η Τέκμησσα. «Εσύ πρέπει να φυλάς το πόδι σου τώρα.»

Για λίγο, έμειναν να ακούν τους άλλους άνδρες που συνομιλούσαν και μοιράζονταν αναμνήσεις από τον νεκρό ημίθεο. Μονάχα ο Μενέλαος εκπροσωπούσε τους Ατρείδες, ο Αγαμέμνων είχε δεσμευτεί να μη βγει από τη σκηνή ως τη λήξη του πένθους.

Όταν χτύπησε η θύρα τους κι εμφανίστηκε η Ίφις, αμφότεροι οι σύζυγοι πετάχτηκαν κι έτρεξαν κοντά της.

«Χρειάζεστε βοήθεια, Ίφις;» Την αγκάλιασε η Τέκμησσα.

«Όχι, δεν είναι δυστυχές το νέο που κομίζω. Είστε οι πλέον κοντινοί συγγενείς του νεκρού μου Άρχοντα, άρα, εσείς πρέπει να το μάθετε πρώτοι.»

«Δηλαδή;» Ανυπόμονος αναρωτήθηκε ο Αίας.

«Η Θέτις θα οργανώσει αγώνες νεκρικούς, την τελευταία ημέρα του πένθους, για να αποδώσει τις ανώτατες των τιμών και την υστεροφημία στον γιό της. Θέλει να μοιράσει τα πάντα που του ανήκαν ακόμα και την πανοπλία του.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η επόμενη ημέρα βρήκε το στρατόπεδο των Αχαιών σε μεγάλη αναταραχή. Σάλευαν κι αεικίνητα ξυπνούσαν ο ένας τον άλλον σαν τα κύματα του Ικάριου Πελάγους, σαν τα ξεραμένα σπαρτά στον άνεμο και σαν τις μέλισσες δεν έπαυαν ποτέ να περιφέρονται, σηκώνοντας φωνές και σκόνη. Συννέφιασε· ο ουρανός σκυθρώπιασε κι άρχισε να βρέχει μονότονα μα ούτε αυτό τους αναχαίτισε.

Πρώτοι οι Μυρμιδόνες και μαζί τους άπαντες οι στρατιώτες ζητούσαν νέα μάχη, αδημονούσαν εκδίκησης για τον Αχιλλέα. Κανένας Αρχηγός δεν είχε φανεί επίσημα μα δεν άργησε και δεν ήταν άλλος από τον γιό του Τυδέα.

«Φίλοι μου, με αυτό το θάρρος και το πάθος να μείνετε και στη μάχη, για να ορμήσουμε αλύγιστοι, αδάμαστοι! Αν περικυκλώνουμε την πόλη με στρατό κι άρματα, δε θα μπορέσουν παρά να εξέλθουν οι εχθροί, για να λυγίσουν ολοσχερώς στην παντοδυναμία του Τελαμώνιου Αίαντα!»

Στο άκουσμα του ονόματος, ο λαός εξερράγη σε ζητωκραυγές κι επευφημίες. Αλάλαζε, τσίριζε, δόξαζε και πολύ σύντομα, το φώναζε ρυθμικά, σαν ψαλμό ή δέηση.

«Αίας! Αίας! Αίας!»

Είτε το επιθυμούσε είτε όχι, ο γίγαντας εξήλθε της σκηνής του νωχελικά κι εμφανίστηκε στον όχλο, που τον υποδέχτηκε με καινούριο κυκεώνα επιδοκιμασιών. Ησύχασαν μόνο όταν ο ίδιος τους έκανε αρκετά νοήματα με τα χέρια του.

«Φίλοι μου, σέβομαι απόλυτα κι εκτιμώ τη γνώμη του Διομήδη,» ξεκίνησε ομαλά. «Πράγματι, οφείλουμε να επιστρέψουμε στον Πόλεμο με όλες μας τις δυνάμεις και παραπάνω στη μνήμη του Μεγάλου Αχιλλέα αλλά η τιμή μου δε μου επιτρέπει τώρα να συμφωνήσω. Τώρα, είναι αναγκαίο να μείνουμε εδώ, να πενθήσουμε ως αρμόζει και να ετοιμαστούμε, γιατί έμαθα ότι η Θεά Θέτις θα οργανώσει αγώνες ταφικούς. Όσο για τους Τρώες, μην ανησυχείτε, δε θα τολμήσουν να μας επιτεθούν πρώτοι· όχι όσο ζει ο Διομήδης, εγώ κι οι Ατρείδες.»

Πιότερο από ευχαριστημένο έμοιαζε το πλήθος, που και πάλι τον επευφημούσε μα εκείνος αποχώρησε ήρεμα. Πλέον, υπήρχε ένας θαυμάσιος, ξεχωριστός λόγος προσμονής για όλους, για θέαμα πλούσιο κι εταιρίας δόξας. Είτε θα ευφραίναν τα θησαυροφυλάκια τους είτε το πνεύμα και την ψυχή τους.

Έτσι ακριβώς έγινε. Τη δέκατη έβδομη ημέρα από τον θάνατο του Αχιλλέα, η Θέτις ξεπρόβαλε από τον αφρό της θάλασσας σαν αύρα πρωινή, αιθέρια κι εξωτική, για να σπεύσει να συναντήσει τους Ατρείδες και να ανακοινώσει τις προθέσεις της. Τι κι αν τα νέα είχαν μαθευτεί απανταχού, εκείνη ήθελε να τηρήσει όλους τους τύπους.

Έλαβε την άδεια και βγήκε στην Αγορά στο κέντρο, εκεί όπου είχαν κιόλας συμμαζευτεί οι πολεμιστές και περίμεναν τις ανακοινώσεις.

«Αχαιοί φιλοπόλεμοι, θεράποντες του Άρη, ανδρείοι και δίκαια έξοχοι, σας ανακοινώνω πως σήμερα θα διεξαχθούν οι ταφικοί αγώνες προς τιμήν του μοναχογιού μου κι όλοι θα έχετε δικαίωμα συμμετοχής, για να κερδίσετε μερικά από τα λάφυρα και τους θησαυρούς που είχε αυτός συγκεντρώσει!»

Το πλήθος αγαλλίασε, με ιαχές χαράς κι ενθουσιασμού μα όλα τούτα σίγησαν, καθώς ξεχώριζε κι έβγαινε από τον όχλο ο γιός του Νηλέα, ο Νέστωρ. Όχι μόνο είχαν καιρό να τον δουν αλλά και δεν περίμεναν να ενδιαφερόταν για τους αγώνες ως γέροντας πια.

Η Θέτις τον αναγνώρισε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

«Σε θυμάμαι, Νέστωρ πανδίκαιε. Ήσουν στον γάμο μου. Ο Πηλέας είχε, πράγματι, προσκαλέσει όλους τους ζωντανούς Αργοναύτες.»

«Βασίλισσα,» έπεσε στα γόνατα ταπεινός εκείνος, «ήταν η μεγαλύτερη τιμή της ζωής μου να βρεθώ στον γάμο σου με τον ευγενή Πηλέα.»

«Έμαθα πως έχασες κι εσύ τον πρωτότοκο σου και λυπάμαι, ειλικρινά.»

«Τα λόγια σου και μόνο αποδεικνύουν γιατί ο Αχιλλέας ήταν τόσο λαοφιλής κι αγαπητός από όλους, από τόσο έξοχη γενιά ως ήταν,» σηκώθηκε συγκινημένος ο Νέστωρ, για να απευθυνθεί στο πλήθος.

Τους εξιστόρησε, όπως θυμόταν μετά από τριάντα τέσσερα έτη, τον υμέναιο του Πηλέα και της Θέτιδας στο πανώριο Πήλιο, όπου οι Ολύμπιοι τους είχαν τίμησει με την παρουσία τους κι είχαν δει τον χορό των Χαρίτων είχαν ακούσει τις θείες μελωδίες του Απόλλωνα και των Μουσών, τα φαγητά τους έφερναν οι Ώρες και τόση μεγαλοπρέπεια δεν είχε αντικρίσει ποτέ ούτε τόσο πανώρια νύμφη. Έπειτα, αφού το κοινό είχε μαγευτεί από την αφήγηση, έπιασε μοναχός, σαν μελωδός ραψωδός κι υμνογράφος, να απαριθμεί όλα τα ρωμαλέα επιτεύγματα του Αχιλλέα σαν να έψελνε παιάνα για τον Ηρακλή. Κι όσο τραγουδούσε αυτός, τον συνόδευαν οι Δαναοί είτε με φωνές είτε με μουσικά όργανα και πριν το καταλάβουν, είχαν στήσει γιορτή. Αυτό μόνο είχε μείνει, για να ολοκληρωθεί το πένθος· μια εύθυμη γιορτή. Η Θέτις αυθόρμητα σκέφτηκε ότι μάλλον αυτό θα επιθυμούσε τελικά ο μονάκριβος της, παρά δεκαεφτά ημέρες σιγής και δακρύων. Έτσι ήταν, εξάλλου, ο Νέστωρ· σαν αποφάσιζε να μιλήσει ή να διηγηθεί μια ιστορία της πολυτάραχης ζωής του, ο ευφραδής γιός του Λαέρτη σιωπούσε κι ο Μεγάλος Ατρείδης παραχωρούσε τον θρόνο του.

Δε λησμόνησαν τίποτα, όλα τα απαρίθμησαν. Τον τραυματισμό του Τήλεφου, τον θάνατο του ημίθεου Τένη κι αυτά πριν καν φτάσουν στην Τροία και κατόπιν, τις επιδρομές· στη Λέσβο, στη Θήβη, όπου σκότωσε τον περίφημο Ηετίωνα, στη Λυρνησσό, στην Πήδασο, στη Μύθυμνα και στη Θράκη, δώδεκα πόλεις συνολικά είχε κουρσέψει. Έπειτα, περιέγραψε τον θάνατο του Τρωΐλου που συνόδευε η προφητεία, του Πολύδωρου, του Μήστορα στην Ίδα, του Λυκάονα που είχε πιαστεί αιχμάλωτος και πουληθεί σαν σκλάβος. Κι αφού τελείωσε με τους Πριαμίδες, έπιασε τους ισόθεους με πρώτο τον Κύκνο, τον γιό του Ποσειδώνα, τον Αστεροπαίοντα του Αξιού, την ημέρα που βάφτηκαν τα νερά του Ξανθού κόκκινα από το αίμα για πρώτη φορά, για να συνεχίσει, βέβαια, με τον φοβερό θάνατο του Έκτορα, που είχε ανατρέψει έκτοτε τα πάντα. Τελευταία άφησε τα πιο επιφανή και λαμπρά του κατορθώματα· τον φόνο της Αμαζόνας Πανθεσίλειας και του θείου γιού της καλόθρονης Πρωινογέννητης, του Μέμνονα.

«Τέτοιος ήταν ο Αχιλλέας, ο γιός του Πηλέα και της Θέτιδας,» κατέληξε στον εκτενή του ύμνο. «Ατελείωτοι φαντάζουν οι άθλοι του, αμέτρητοι κι ασύλληπτοι. Έτσι, κανείς δεν είχε σθένος να μονομαχήσει μαζί του, ούτε κανείς τον ξεπερνούσε στο τρέξιμο, στην ιππασία, στην αρματοδρομία, στην πάλη, στην ανδρεία ή στην ομορφιά. Σε όλα του ήταν ο Πρώτος των Αχαιών και θλίβομαι που έμεινε άτεκνος και δε συνεχίζεται η ασύγκριτη γενιά του.»

Η Θέτις, εμφανώς συγκινημένη, τον ευχαρίστησε και πρόσταξε στην Ίφιδα να του κομίσει ένα δώρο.

«Το τάλαντο σου, Νέστωρ, οφείλει να ανταμειφθεί, όπως σε λίγο θα γίνει με τους πρωταθλητές μας. Σε εσένα, λοιπόν, θα δωρίσω τα άλογα του Τήλεφου, τα οποία τότε, που βασανιζόταν και περίμενε ίαση μόνο από τον γιό μου, του είχε χαρίσει χάριν συμφιλίωσης.»

Όπως τα είπε, έγινε. Του έφεραν τα τέσσερα κόκκινα, καθαρόαιμα άτια, κι εκείνος χαρούμενος τα έδωσε στους άνδρες του, να τα θέσουν στον στάβλο.

«Ας αρχίσουν οι αγώνες επίσημα!» Ανακοίνωσε η Θέτις. «Θα ξεκινήσουμε με το αγώνισμα του Δρόμου!»

Τέσσερα παλικάρια των Αργείων θέλησαν να αγωνιστούν στον Δρόμο, έπαθλο του οποίου η Νηρηίδα όρισε τις δέκα θαυμάσιες αγελάδες που είχε αρπάξει ο Αχιλλέας από το κοπάδι του Πριάμου στην Ίδα, σκοτώνοντας τον νόθο Μήστορα, σχεδόν και τον Αινεία. Εκείνες πρόσφερε η Θέτις πια, μαζί με τα μοσχάρια τους, που ξεχώριζαν, γιατί ήταν κατάμαυρα όλα. Στη γραμμή εκκίνησης που σχεδίασε ο ίδιος ο Αγαμέμνων μαζί με το σημείο τερματισμού στάθηκαν ο Τεύκρος, ο Λοκρός Αίας, ο Θρασυμήδης κι ο Ασκληπιάδης Ποδαλείριος. Με το έναυσμα, έφυγαν ταυτόχρονα.

Δεδομένου ότι ο Οδυσσέας με το δεμένο του πόδι και κεφάλι δε συμμετείχε, ο Λοκρός θεωρούσε βέβαιη τη νίκη του κι είχε λάβει προβάδισμα μα δεν υπολόγισε τα εξίσου γοργά πόδια του Τεύκρου, που τον απειλούσε απροκάλυπτα για την πρώτη θέση. Παρόλα αυτά, δίνοντας λίγη περισσότερη ώθηση στα τελευταία μέτρα, τερμάτισε πρώτος αδιαφιλονίκητα και λιποθύμισε από την εξάντληση ανάμεσα σε ζητωκραυγές. Ο γιός του Οϊλέα, λοιπόν, κέρδισε τις καλαναθρεμμένες αγελάδες του Πριάμου, που με τα δώδεκα μοσχάρια τους, αριθμούσαν είκοσι δυο ζώα.

Ακριβώς πάνω στον τερματισμό, ο Τεύκρος σκόνταψε σε μια πέτρα, έπεσε και χτύπησε το πόδι του, το οποίο αιμορραγούσε και κούτσαινε. Αμέσως, έδραμε σιμά του η Τέκμησσα με τον Ποδαλείριο, τον έβαλαν σε φορείο, του έπλυναν την πληγή, έθεσαν πάνω καθαρό μαλλί με έλαια και τα έδεσαν με επίδεσμο, σκορπώντας τους καταραμένους πόνους.

«Τώρα, θα αγωνιστείτε στην εμβληματική πάλη, το άθλημα του άνδρα μου κι ο νικητής θα λάβει έπαθλο τις τέσσερις ωραιότερες σκλάβες του Αχιλλέα!» Ανακοίνωσε η Θέτις κι η Ίφις στα αριστερά της κάγχασε.

«Εννοείς, μάλλον, τις τέσσερις ζωντανές σκλάβες του, διότι μονάχα πέντε επιζήσαμε κι υποθέτω, θα κρατήσεις εμένα.»

«Ξέρεις υπερβολικά πολλά, για να σε αφήσω από την εποπτεία μου,» της ανταπέδωσε το βιτριολικό ύφος η Νηρηίδα. 

Πρώτος σηκώθηκε ο Μεγάλος Αίας και κανείς δε φάνηκε να τον προκαλεί. Εκτός από τον Διομήδη, που δε δίστασε να ιδιαίτερα.

«Τρεις μήνες πριν, νικήθηκες από τον Οδυσσέα. Γιατί να μη σε νικήσω κι εγώ;» Ρώτησε μεγαλόφωνα, χαμογελώντας.

«Να σου θυμίσω τι έγινε στη μονομαχία, που βγήκαμε ισόπαλοι; Θαρρείς πως θα με νικήσεις στην πάλη, όπου η ρώμη υπερισχύει της τεχνικής;» Ανταπάντησε με το ίδιο παιγνιώδες ύφος.

Κατά τα συνήθη, θα αγωνίζονταν γυμνοί αλλά, παρουσία της Θεάς, ντρέπονταν κι έδεσαν πανιά σφιχτά γύρω από τα απόκρυφα σημεία, πριν αλειφτούν με λάδι και ξεκινήσουν. Χίμηξαν ο ένας στον άλλον σαν δυο γύπες πάνω από το ίδιο νεκρό, παχουλό και σφριγηλό ελάφι. Για άλλη μια φορά, δεν τους ενδιέφερε το έπαθλο αλλά η δόξα, τα επινίκια.

Κάποια στιγμή, ο Σαλαμίνιος έζωσε τον Αργίτη με τα στιβαρά του χέρια και περίμενε να υποταχθεί. Αντί αυτού, ο Διομήδης επιδέξια λύγισε το γόνατο κι έγειρε το σώμα άρτια μελετημένο, ώστε ο ένας ωμός του βρέθηκε πάνω από τον Αίαντα και -σε αυτή την ξαφνική θέση ευκαιρίας- σήκωσε τον γίγαντα στον αέρα, τον έστριψε εντελώς από μπροστά πίσω του σαν σφαχτάρι και τον ξάπλωσε στο χώμα, για να τον πατήσει με το πόδι τελετουργικά. Ο όχλος κατενθουσιάστηκε· δεν ανέμεναν πολλοί αυτήν την τροπή κι ήδη κραύγαζαν το όνομα του Τυδείδη.

Ωστόσο, ο Μεγάλος Αίας δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια ούτε θα παραδιδόταν χωρίς μακρά, εξουθενωτική μάχη. Χωρίς καμία δυσκολία, ορθώθηκε πάλι κι ανανέωσε την άμμο στα χέρια, ενώ τίναζε το χώμα από το σώμα απαξιωτικά.

«Έλα, Διομήδη!» Φώναζε ανυπόμονα. «Κουράστηκες κιόλας;»

Σαν ταύρος μαινόμενος όρμησε ξανά ο πρίγκιπας του Άργους και τον γυρόφερνε, σηκώνοντας σκόνη άπλετη τριγύρω, άφοβος κι αποφασισμένος για τη νίκη. Αρπάχτηκαν πάλι από τα σώματα, με τα χέρια σφιγμένα, με τα κεφάλια ενωμένα και κατεβασμένα, να ψάχνουν αδύνατο σημείο και πιθανή ευκαιρία, ενόσω ο ένας συγκρατούσε τα χέρια του άλλου. Ταυτόχρονα, οι Ατρείδες -που είχαν οριστεί διαιτητές- απορούσαν και τριβέλιζαν το κεφάλι τους πώς θα ανακηρύσσαν νικητή αν συνεχιζόταν έτσι ο αγώνας.

Ο Διομήδης αποφάσισε να περάσει στην επίθεση και πολλάκις μετακινούσε τα χέρια του κάτω από τους μηρούς του Αίαντα, για να τον σηκώσει ξανά, μα αυτός έμοιαζε να παλουκώνει τα πόδια του στη γη με καρφιά και δεν μπορούσε να ανατραπεί ουδόλως. Όποτε του το έκανε αυτό ο Διομήδης, για αντίποινα τον τίναζε απανωτά, μήπως τον πετούσε καταγής αλλά αποτύχαινε. Ωστόσο, προσπαθώντας δυο φορές διαδοχικά, ο γιός του Τελαμώνα κατόρθωσε να τον απαγκιστρώσει από το σώμα του και να τον πετάξει στο έδαφος, διεκδικώντας την καθαρή νίκη. Δεν πρόλαβε να συνέλθουν καν οι ανάσες του κι ο Διομήδης είχε σηκωθεί πάλι και τον προκαλούσε με τις γροθιές.

Πριν συγκρουστούν για τρίτη φορά, επενέβη ανάμεσα ο ίδιος ο γέροντας Νέστωρ, για να λήξει τον αγώνα. Όχι μόνο φοβούνταν για σοβαρούς τραυματισμούς μα και για τη διάρκεια, καθώς έπονταν κι άλλα αθλήματα.

«Σταματήστε, λαμπρά τέκνα των πατέρων σας, την οδυνηρή πάλη τώρα,» είπε σηκώνοντας αμφοτέρων τα χέρια. Ο αγώνας κρίθηκε ισόπαλος. «Δεν έχετε τίποτα να αποδείξετε· η υπέροχη σας είναι αναντίρρητη. Πλέον, εσείς οι δυο είστε οι ανώτατοι Πολέμαρχοι μας.»

Σκουπίστηκαν πρόχειρα, εφόσον ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και λασπωνόταν μαζί με την άμμο και το έλαιο στο σώμα κι ευθύς, οι δυο φίλοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.

«Είχα καιρό να ευχαριστηθώ αγώνα, Διομήδη. Σε ευχαριστώ,» τον ταρακούνησε ο Αίας και -βάζοντας τον στην πλάτη του παιδαριωδώς- τον περιέφερε λίγο γύρω, για να χαρεί το πλήθος.

«Μέχρι τον επόμενο, φίλε Αίαντα,» δεσμεύτηκε με την ίδια αγαλλίαση ο γιός του Τυδέα. «Κιόλας αδημονώ. Ελπίζω μονάχα οι επόμενοι αγώνες να είναι νικηφόροι κι όχι πάλι ταφικοί.»

Για να υπάρξει απόλυτη ισοπαλία και στο έπαθλο, η Θέτις δώρισε δυο σκλάβες στον Αίαντα, τελικά και δυο στον Διομήδη, τις μόνες που είχαν μείνει και βοηθούσαν την Ίφιδα στα γεύματα. Ο Μεγάλος Αίας τις δέχτηκε διστακτικά, δεν είχε λάβει ποτέ καμία άλλη σκλάβα πέραν της Τέκμησσας. Ωστόσο, σκέφτηκε ότι, δεδομένου του παιδιού που ερχόταν, η βοήθεια θα ήταν απαραίτητη. Εξάλλου, άξιζε μια συντροφιά και στη γυναίκα του, που είχε χάσει τόσο απότομα τη Βρυσηίδα.

Μόλις η Θέτις ανακοίνωσε το επόμενο αγώνισμα, την πυγμαχία, μονάχα ο Ιδομενέας σηκώθηκε, ο οποίος είχε τεράστια εμπειρία κι αξιώσεις σε όλα τα αθλήματα. Όλοι το γνώριζαν αυτό και τον σέβονταν ως μεγαλύτερο, επομένως, δε σηκώθηκε κανείς να τον προκαλέσει. Με χαρά, ο γέροντας Φοίνικας του παρέδωσε το ορισμένο δώρο, το άρμα που είχε πάρει ο Πάτροκλος από τον Διογέννητο Σαρπηδόνα μαζί με τα άλογα. Συγκινήθηκε σαν το αντίκρισε ο Ιδομενέας, καθώς ο Σαρπηδών ήταν αδελφός του παππού του, του Μίνωα. Ήταν ο άνδρας που είχε ευλογηθεί να ζήσει τρεις γενιές σαν μία.

«Μακάρι να ήμουν αρτιμελής,» ψιθύρισε στον Αίαντα και στον Διομήδη ο Οδυσσέας, καθήμενος ανάμεσα τους. «Πολύ θα ήθελα να προκαλέσω τον Ιδομενέα, θα ήταν φοβερά ενδιαφέρουσα μονομαχία.»

«Αναίμακτα, λοιπόν, έδωσαν οι Θεοί το έπαθλο στον Ιδομενέα, χωρίς να ταλαιπωρηθεί διόλου, γιατί τον θεωρήσατε πρεσβύτερο,» δήλωσε στο κοινό ο Φοίνιξ. «Μα το άθλημα οφείλει να τιμηθεί. Ελάτε, παλικάρια, να αγωνιστείτε οι νέοι και θα ανταμειφθείτε με άλλο, εξίσου σπουδαίο, τρόπαιο!»

Μολονότι τα λόγια του ενέπνεαν κι αφυπνούσαν τα πνεύματα, δε φαινόταν κανένας πρόθυμος να αγωνιστεί. Εκνευρισμένος, σηκώθηκε ο Νέστωρ να τους επιπλήξει.

«Γιατί, άξια τέκνα των Αχαιών, λιποψυχείτε για ένα άθλημα, όταν πολλάκις έχετε διακριθεί στην ανδροφόνο μάχη; Είναι δυνατόν να φοβάστε να αγωνιστείτε στην υπέροχη πυγμή, που αναδεικνύει μέσα από κόπο δίκαιο τον νικητή στη δόξα; Τόσοι μεγάλοι πυγμάχοι έχουν υπάρξει πρόγονοι σας· ο Άκαστος, ο Αγκαίος, ο Πολυδεύκης, ο Ίδας, ο Τελαμώνας κι ο Πηλέας και τόσοι άλλοι που ανέβηκαν στην τρομερή Αργώ, που αν σας έβλεπαν τώρα, θα ντρέπονταν! Σηκωθείτε και διεκδικήστε την ύψιστη δόξα κι αξίωση, άνδρες, όπως αρμόζει στο πνεύμα και στην τιμή μας!»

Στους Αγώνες του Πάτροκλου, είχαν αναμετρηθεί στην Πυγμή ο Διομήδης κι ο Επειός. Ο τελευταίος, μετά την εβδομάδα των συνεχών βροχοπτώσεων που είχε προέλθει, ολημερίς επέβλεπε και μελετούσε επισκευές στις καλύβες και συντήρηση στα πλοία, το μυαλό του έβραζε από πληροφορίες που έπρεπε να συνδυαστούν. Ωστόσο, ο λόγος του Νέστορα τον έκανε να ντραπεί ειλικρινά και σηκώθηκε να δηλώσει συμμετοχή, ξεσηκώνοντας το πλήθος σε αλαλαγμούς, μιας και κανείς δεν είχε λησμονήσει τη θεαματική του νίκη επί του Διομήδη.

«Θέλεις να δοκιμάσεις πάλι να με κερδίσεις και να αποτύχεις;» Ρώτησε μεγαλόφωνα τον γιό του Τυδέα, που ακόμα καθοριζόταν από τα λασπωμένα έλαια.

«Επειέ, με τιμά η πρόσκλησή σου αλλά πριν λίγο, προσπάθησα να σηκώσω τον Αίαντα δώδεκα φορές και τα κατάφερα μια. Με δυσκολία νιώθω τα χέρια μου κι απορώ αν μπορώ να χτυπήσω έναν κώνωπα, πόσω μάλλον εσένα.»

«Δεν επιθυμεί κανένας, λοιπόν, να με αντιμετωπίσει;» Στράφηκε στο κοινό ο Επειός. «Θα λάβω κι εγώ το έπαθλο άκοπα, σαν τον γέροντα Ιδομενέα;»

«Παρευθύς, μικρέ, θα σου αποδείξω ότι αν ήμουν ένας ανήμπορος γέρος, δε θα σηκωνόμουν καν από τη θέση μου. Η γενιά του Μίνωα δεν είναι δειλή!»

Πριν καν ολοκληρώσει τη φράση του, ο Άναξ των Κρητών είχε ήδη αρχίσει να αλείβεται με άμμο, για να ξεκινήσει ο αγώνας αλλά δεν πρόλαβε.

«Μη γίνεσαι πλεονέκτης, σεβαστέ Ιδομενέα, δεν ταιριάζει στη γενιά του Μίνωα, που μοιραζόμαστε μοιραία,» ακούστηκε μια φωνή άγνωστη για τους πολλούς.

Ένας -φανερά μεγαλύτερος του Επειού- άνδρας ορθώθηκε από την πλευρά των Αθηναίων και πλησίασε αργά, προσεκτικά. Ήταν ντυμένος απλά, σαν ηνίοχος ή σταβλίτης μα κάτι αόριστο πάνω του παρέπεμπε σε Άνακτα, ακόμη και σε Θεό. Ο Μενεσθέας στιγμιαία μούδιασε.

«Άφησε, εξάδελφε, να διεκδικήσουν άλλοι ένα έπαθλο. Ήδη έλαβες ένα εξαίσιο άρμα και μάλιστα, του θείου μας,» είπε ο Αθηναίος, φτάνοντας μπροστά στον Ιδομενέα, που προσπαθούσε να τον αναγνωρίσει μάταια.

«Δεν είσαι Κρης, θα σε γνώριζα. Από τους Αθηναίους ήρθες.»

«Θα έπρεπε να το είχες καταλάβει ήδη, ξάδελφε.» Λόγια στομωμένα, πυκνά, αλαζονικά έρχονταν από έναν άνθρωπο ταπεινό, με γλυκιά μορφή που μιλούσε μάλλον φοβισμένα και πάλευε να το κρύψει. Ένα κινούμενο παράδοξο που κρυβόταν για εννέα χρόνια στην αφάνεια του όχλου. «Δεν είμαι παρά ο γιός της θείας σου, της Φαίδρας και πατέρας μου, φυσικά, είναι ο Θησέας.»

Δε χρειάστηκε δεύτερη φράση, δε χρειάστηκε καν να αναρωτηθεί κανείς πού αναφερόταν. Όλοι γνωρίζαν τον Θησέα, παρότι είχε σιωπηλά επιβληθεί η λήθη του.

«Είναι αλήθεια αυτό που λέει ο άνδρας ετούτος, Μενεσθέα;» Στράφηκε στον Ανάκτα της Αθήνας ο Ιδομενέας, μαζί κι όλοι οι Αρχηγοί από τα θρονιά τους, μαζί κι όλο το πλήθος.

«Αλήθεια είναι,» απάντησε μέσα από σφιγμένα δόντια εκείνος, που αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε ακόμα.

«Και γιατί παρέμενε αφανής τόσα χρόνια; Γιατί δεν τον έφερνε μαζί στα Συμβούλια, όπως εγώ τον Μηριόνη κι ο Νέστωρ τους γιούς του; Εσύ, ως γνωστόν, δεν έχεις παιδιά ακόμη κι υπάρχουν, άραγε αξιότεροι να αναλάβουν τον θρόνο σου από τους γιούς του Θησέα;» Ο Ιδομενέας δε μάσησε τα λόγια του· μίλησε όπως ακριβώς επιθυμούσε.

«Γιατί να τους φανέρωνα, Ιδομενέα;» Ξέσπασε με φαρμάκι άπειρο ο γιός του Πετεού. «Να έφερνα στο συμβούλιο τους γιούς μιας τρελής κι ενός παρανοϊκού; Η μητέρα τους ερωτεύτηκε έναν νεανία και κρεμάστηκε κι ο πατέρας τους κυνηγούσε παιδάρια για συζύγους από τη Σπάρτη μέχρι τον Κάτω Κόσμο! Είναι ποτέ δυνατόν τα παιδιά δυο παραφρόνων να ανέβουν στον θρόνο του Κέκροπα και του Ερεχθέα;»

«Πάψε να κηλιδώνεις τους Αγώνες στη μνήμη του Αχιλλέα με την αχανή πολιτική των Αθηνών, Μενεσθέα,» παρενέβη, τελικά, ο ίδιος ο Αγαμέμνων, για να ηρεμήσει τα πνεύματα. «Σχεδόν το ίδιο χάος επικρατεί με το Άργος και στην Αθήνα, το γνωρίζουμε. Δεν είμαστε εδώ για να λύσουμε τη διαδοχή σου μα για να τιμήσουμε τον Αχιλλέα κι ο νεαρός προσφέρθηκε έντιμα και τον ευχαριστούμε.» Κατευθείαν, γύρισε και κοίταξε τον άγνωστο εξεταστικά. «Εσύ είσαι ο Ακάμας ή ο Δημοφών;»

«Ο Ακάμας, Άρχοντα, ο πρωτότοκος,» απάντησε εκείνος με μια υπόκλιση. «Επιθυμώ να αγωνιστώ στο όνομα του Αχιλλέα και του πατέρα μου, για να αποδείξω ότι η γενιά του Θησέα δεν έχει σβήσει.» Μετά, απευθύνθηκε στον Επειό. «Είναι τεράστια η τιμή να παλέψω μαζί σου, γιέ του Πανοπέα.»

«Και δική μου, ειλικρινά,» ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση εκείνος.

Ήρθαν οι ακόλουθοι τους, έδεσαν τα δερμάτινα λουριά στα χέρια επιμελώς και τους ετοίμασαν για τον αγώνα κι όσο εκείνοι ζεσταίναν τα χέρια τους με ασκήσεις, ο όχλος είχε κατενθουσιαστεί, ανυπομονώντας να ξαναδεί τον ταλαντούχο Επειό μα και να γνωρίσει τον γιό του Θησέα, που με τα χέρια του είχε δαμάσει γίγαντες, ληστές διαβόητους, θεριά και το πιο τρομακτικό, ανθρωπόμορφο τερατούργημα· τον Μινώταυρο.

Σαν δόθηκε το έναυσμα, ξεκίνησαν προσεκτικά οι πυγμάχοι, κοιτώντας τριγύρω γρήγορα, για να ελέγχουν ο ένας τον άλλον όσο πιο εντατικά. Έφτασαν στο κέντρο της κονίστρας στις άκρες των ποδιών τους, με κάθε βήμα μελετημένο κι ελάχιστο, σε αποφυγή δυνάμεων. Όταν, όμως, συγκρούστηκαν απότομα, βίαια, θα νόμιζε κανείς πως είχαν συναντηθεί δυο νέφη κι εξαπέλυαν αστραπές, που φώτιζαν ανατριχιαστικά και ξέσκιζαν τον αιθέρα.

Δεν άρχισε να χυθεί αίμα στα σαγόνια που έτριζαν από εύστοχες γροθιές, όπως κι ιδρώτας, που κατάβρεχε τις παρειές ως καταρράκτης. Λυσσομανούσε ασταμάτητα ο περίφημος Επειός αλλά ο Ακάμας, που επεδείκνυε εμπειρία μεγάλη και διορατικότητα, δεν καταβαλόταν με τίποτα και τολμούσε να τον υποβάλει σε παίγνια του νου. Τον ωθούσε να χτυπά στο απόλυτο κενό κι επιτέθηκε, ανοίγοντας τα χέρια του σαν αετός εκατέρωθεν, για να του καταφέρει χτύπημα στο φρύδι φοβερό, φτάνοντας κόκαλο και γέμισε αίμα το μέτωπο του Επειού και το αριστερό του μάτι. Αντέδρασε αμέσως κι εκδικήθηκε, με γροθιά στον κρόταφο, που του έλυσε τα μέλη. Ο γιός του Θησέα σωριάστηκε στο χώμα κι ο Επειός έσπευσε να δέσει όπως όπως το φρύδι του και να απομακρύνει το αίμα.

Ο Μαχάων τον ανέλαβε και τον περιποιήθηκε τάχιστα, ενώ ο Φοίνιξ ήταν έτοιμος να ανακηρύξει νικητή τον Επειό αλλά δεν πρόλαβε. Ο Ακάμας ορθώθηκε ξανά κι άρχισε νέα επίθεση. Στον αιφνιδιασμό, ο Επειός δεν αμύνθηκε σωστά κι έλαβε χτύπημα κατακέφαλα που τον ζάλισε μα δεν του πήρε το πείσμα. Στην επόμενη σφοδρή του επίθεση, τον χαστούκισε με το αριστερό χέρι για αντιπερισπασμό και με το δεξί γρονθοκόπησε τη μύτη, που μάτωσε κι ώθησε τον Ακάμαντα στα γόνατα μα κι από εκεί, άνοιγε τα χέρια κι ετοιμαζόταν να αναχαιτίσει κάθε χτύπημα.

Ο αγώνας είχε ξεφύγει και χρονικά και τεχνικά από τα περιθώρια. Ο Νέστωρ φοβόταν ότι θα θρηνούσαν τουλάχιστον ένα θύμα. Παρακάλεσε διακριτικά τους δυο Αίαντες να επέμβουν και να λήξουν τη μονομαχία. Ο Μεγάλος Αίας άρπαξε τον Επειό από τη μέση και τον γύρισε στη θέση ανάπαυσης, για να τον καθαρίσουν οι δούλοι του κι ο Μικρός Αίας τον Ακάμαντα, τον όποιον οδήγησε στον μικρότερο αδελφό του, τον Δημοφώντα. Τους έπλυναν τις πληγές πρόχειρα, πριν τους αναλάβουν οι Ασκληπιάδες, τους έβγαλαν τα λουριά από τα χέρια, για να μην επιστρέψουν στη μονομαχία ξανά και σκούπισαν με σπόγγους τον ιδρώτα από το σώμα.

«Δε χωρεί αμφιβολία,» ανακοίνωσε ο Φοίνιξ, «ο αγώνας κρίνεται αμφίρροπος κι αυτός. Πρόκειται για δυο κορυφαίους παλαιστές.»

Οι συνετοί και σώφρονες άνδρες διέπονται από επιείκεια. Έτσι, χωρίς καν να ακούσουν παραινέσεις για απόταξη οργής, μόλις κλήθηκαν να χειροκροτηθούν και βραβευθούν, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, για να χωρίσουν ως φίλοι.

«Είσαι εξαιρετικός πυγμάχος, Ακάμα,» ομολόγησε ενθουσιωδώς ο Επειός. «Με τον γιό του Τυδέα δεν είχα καν δυσκολευτεί. Είσαι έξοχος και θα ήθελα να προπονούμαστε μαζί εφεξής.»

«Με μεγάλη μου χαρά και τιμή,» κατένευσε, κρύβοντας ντροπαλά τη συγκίνηση ο γιός της Φαίδρας.

Ως δώρο έλαβαν ο καθένας από έναν ασημένιο κρατήρα, περίτεχνο κι εντυπωσιακό. Αυτά ήταν τα ανταλλάγματα που είχε λάβει ο Αχιλλέας από τον Βασιλιά Εύνεο, τον γιό του Ιάσονα και της Υψιπύλης, επειδή του πούλησε σκλάβο τον Πριαμίδη Λυκάονα. Τι ειρωνία της τύχης· είχαν φτιαχτεί από τον Ήφαιστο ως δώρο στον Μίνωα για τη γέννηση της Αριάδνης κι είχαν βρεθεί με δέκα τραγωδίες στη Λήμνο κι ύστερα, στα χέρια του Πηλείδη, για να καταλήξει ο ένας και πάλι, στα χέρια ενός από γόνου του Μίνωα και του Θησέα, αυτού που τον είχε κλέψει από τον Μίνωα.

Αμέσως μετά, ανέλαβε τους πυγμάχους ο Ποδαλείριος στη σκηνή των Ασκληπιάδων. Καθάρισε κι απολύμανε όλα τα τραύματα, τα έραψε κι άνωθεν τοποθέτησε τα βάλσαμα του Ασκληπιού, εκείνα που θεράπευαν σε λίγες μόνο ημέρες ή ώρες και τις πιο βαθιές ή συνθέτες πληγές. Αληθινά, τραυματία οι Ασκληπιάδες δεν είχαν χάσει κανέναν στα εννέα έτη του Πολέμου. Μονάχα γεροί έφευγαν από τα χέρια τους όλοι οι πολεμιστές.

Το επόμενο άθλημα ήταν η Τοξοβολία. Πρώτος, δήλωσε συμμετοχή ο Τεύκρος, χωρίς να εκπλήσσει κανενάν ιδιαίτερα, όπως κι ο Λοκρός Αίας, οι αποδεδειγμένα καλύτεροι τοξοβόλοι των Δαναών.

«Πάλι θα απέχεις από την Τοξοβολία; Αυτό δεν είναι το αγαπημένο σου άθλημα;» Έγειρε στο αυτί του Οδυσσέα ο Διομήδης.

«Πρώτον, αγαπώ τον Τεύκρο, δε θέλω να χάσει και να πικραθεί,» ξεκίνησε περιπαικτικά εκείνος, για να καταλήξει σοβαρά. «Δεύτερον, δε νομίζω να συμμετάσχω σε άθλημα σήμερα. Δεν έχω όρεξη να με αποκαλέσουν πάλι γέροντα.»

«Τους απέδειξες το αντίθετο αδιάσειστα κατά τη μάχη για το σώμα του Αχιλλέα, να είσαι βέβαιος,» τον καθησύχασε από την άλλη μεριά ο Τελαμώνιος Αίας.

Ο Αγαμέμνων για αυτόν τον αγώνα σκέφτηκε έναν μάλλον ευφάνταστο στόχο, καθώς σίγουρα θα κρινόταν στην απόλυτη λεπτομέρεια η νίκη. Ο Αχιλλέας τους είχε ζητήσει να σκοτώσουν ένα περιστέρι· ο γιός του Ατρέα αγαπούσε τα ζωντανά.

«Δώσε μου την περικεφαλαία σου,» διέταξε διακριτικά και σιγανά τον Ταλθύβιο, που στεκόταν πίσω του.

«Γιατί, Κύριε μου;» Ανησύχησε απρόσμενα. «Μα τον Δία, δεν έχω άλλη.»

«Θα πάρεις μια από τις δικές μου, μείνε ήσυχος,» τον ηρέμησε και πήρε αυτό που επιθυμούσε.

Η περικεφαλαία του Ταλθύβιου ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν για στόχο, διότι είχε λοφίο αλογοουράς μεγάλο και με εμφανείς τρίχες. Την εναπόθεσε γερά πάνω σε έναν πάσσαλο και στερεώθηκε.

«Ο νικητής θα είναι αυτός που θα καταφέρει να κόψει τρίχες με το βέλος του από την περικεφαλαία,» ανακοίνωσε την εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση, ισάξια των αγωνιστών.

Πρώτος, έριξε ο γιός του Οϊλέα το βέλος του, που χτύπησε στην κορυφή του κράνους αλλά απλά έπεσε στο χώμα. Ο Τεύκρος ακολούθησε, τρέμοντας από αγωνία μα, με ένα βλέμμα στον μεγάλο αδελφό το που τον κοιτούσε με απόλυτη σιγουριά και πίστη, γαλήνευσε κι άφησε το βέλος ειρηνικά. Εκείνο πέρασε θριαμβευτικά και καρφώθηκε στο χώμα πέρα από τον στόχο, κινώντας τρεις τρίχες.

Ο Αγαμέμνων ανακήρυξε νικητή τον γιό της Ησιόνης κι ο όχλος ζητωκραύγαζε βροντερά. Μολονότι είχε χτυπήσει το πόδι του, εμφανώς ο Σαλαμίνιος πρίγκιπας δεν έχανε τη δεινότητά του. Σαν γύρισε στην πλευρά των Αρχηγών, ο Αίας τον αγκάλιασε και τον σήκωσε ψηλά, για να τον βλέπουν όλοι και να τον επευφημούν.

Ως τρόπαιο, ο θαυμάσιος τοξοβόλος έλαβε την πανοπλία και τα όπλα του Τρωΐλου, εκείνα που φορούσε ο νέος το μοιραίο πρωινό που έλαχε να σκοτωθεί στον Ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα από τον Αχιλλέα, πολύ πριν την ώρα του και πριν καν χαρεί τη ζωή εκείνος, ο λαμπρότερος ανάμεσα στους γιούς της Εκάβης.

Επόμενο άθλημα ήταν η Δισκοβολία. Για αυτό, η Θέτις εναπόθεσε στο χώμα έναν δίσκο από καθαρό χαλκό, άγνωστο στους θνητούς μέταλλο ακόμα αλλά όχι στους αθάνατους.

«Αυτός ο δίσκος, γενναίοι Αχαιοί, είναι δώρο του Ηρακλή στον άνδρα μου κι έφτασε εδώ ως αναμνηστικό του πατέρα στον γιό. Δυο θνητοί μαζί δύνανται να τον σηκώσουν. Με αυτόν τον δίσκο προπονούταν ο γίγαντας Ανταίος, που ο Ηρακλής συνέτριψε και τον πήρε ως λάφυρο. Χέρια Κυκλώπων τον έχουν φτιάξει. Ας δούμε πόσοι θα μπορέσετε να τον σηκώσετε, πόσω μάλλον να τον πετάξετε μακριά.»

Πρώτος δοκίμασε ο Μενέλαος και δεν μπόρεσε να τον σηκώσει. Δεύτερος, ο Μηριόνης κι απέτυχε εξίσου. Τρίτος, ο Θόας, μετά ο Εύμηλος ο γιός του Άδμητου, ο Νιρέας, ο Λοκρός Αίας, ο Πολυποίτης ο γιός του Πειρίθου κι ο Ευρύπυλος από το Ορμένιο είχαν όλοι την ίδια τύχη.

«Ίσως να αλλάξουμε τον δίσκο με έναν ελαφρύτερο; Ο Πολυποίτης είναι ο καλύτερος δισκοβόλος και δεν μπορούσε ούτε να τον σηκώσει,» Ρώτησε τη Θεά ο Φοίνιξ και το βλέμμα που εξέλαβε τον σίγησε παντελώς.

«Σήκω να δοκιμάσεις εσύ,» έσπρωξε πρακτικά τον Μεγάλο Αίαντα ο Οδυσσέας. «Είστε συγγενείς, εξάλλου. Ο Πηλέας κι ο Αχιλλέας σίγουρα σήκωναν τον δίσκο· είναι δυνατόν να μην μπορείς εσύ;»

Διστακτικά σηκώθηκε ο Μεγάλος Αίας μετά την παραίνεση και το κοινό κράτησε την ανάσα. Έπιασε τον δίσκο, τον ζύγισε κάπως στο χέρι του με την αφή και με την πρώτη απόπειρα, τον σήκωσε. Αυτό και μόνο μπορούσε να θεωρηθεί νίκη, όμως, το αγώνισμα δε συνιστούσε μόνο τούτο. Τον έθεσε σωστά στο χέρι, έκανε μερικές στροφές γύρω από τον εαυτό του και τον πέταξε όσο μακρύτερα μπορούσε. Μέτρησαν το πέταγμα για τους τύπους· περίπου σαράντα μέτρα. Ανακηρύχθηκε νικητής θριαμβευτικά.

Όταν, μάλιστα, φάνηκε και το δώρο, θαύμασαν και δόξασαν ακόμα περισσότερο.

«Αία, είσαι σπουδαίος αθλητής κι άνθρωπος, με ήθος και σύνεση,» τον επαίνεσε η Θέτις. «Σε εσένα θα παραδώσω το μέγιστο λάφυρο που κέρδισε ποτέ ο γιός μου.»

Του πρόσφερε την πανοπλία του Μέμνονα. Στην πραγματικότητα, αποτελούταν από όσα είχε προλάβει να αρπάξει ο Αχιλλέας, προτού πάρουν το σώμα οι Άνεμοι· το δόρυ, την πελώρια ασπίδα, την περικεφαλαία και της περικνημίδες, όλα ολόχρυσα και φιλοτεχνημένα μοναδικά, έργα του Ηφαίστου κι αυτά, όπως η ολόχρυση πανοπλία του Πηλείδη. Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί έπαθλο τόσο πολύτιμο όσο αυτό· εκτός βέβαια, από ένα άλλο. Μαζί με τα όπλα, η Νηρηίδα του πρόσφερε και τον δίσκο του Ανταίου.

«Ευλογήθηκες από τον Ηρακλή. Ας λάβεις κι άλλο ένα δώρο από αυτόν.»

Έπειτα, ο Φοίνιξ ανακοίνωσε το Άλμα Εις Μήκος. Για αυτό, σηκώθηκαν ο Διομήδης, ο Πολυποίτης και ο Λεοντέας, ο Ακάμας του Θησέα πάλι, ο Λοκρός Αίας κι ο Αγαπήνωρ, ο Άναξ των Αρκάδων, που πλοία δεν είχαν κι είχαν δανειστεί από τον Μέγα Άνακτα Αγαμέμνονα. Σαν ζαρκάδι πήδηξε ο Ι γιός του Αργοναύτη Αγκαίου και ξεπέρασε εύκολα όλα τα σημάδια που είχαν θέσει ως όρια και μετρητές, χωρίς δυσκολία φανερή. Εντυπωσίασε κι αποχώρησε νικητής, με δώρο τα όπλα του Κύκνου, του γιού του Κοσμοσείστη, που είχε γίνει το πρώτο θύμα του Πηλείδη, στην πρώτη κιόλας μάχη των Αχαιών και των Τρώων.

Ο Φοίνιξ, αμέσως, ανακοίνωσε το επόμενο άθλημα· το Ακόντιο. Εκεί, σηκώθηκαν ο Ευρύαλος κι ο Σθένελος, τα ξαδέλφια του Διομήδη από το Άργος, οι Ατρείδες αμφότεροι κι ο Λοκρός Αίας. Το ακόντιο του Μενέλαου έπεσε πιο κοντά από όλα, ενώ ο Αγαμέμνων ξεπέρασε με μια απλή βολή εκείνο του Σθένελου και περίμενε τη νίκη. Σαν έριξε, ωστόσο, ο Ευρύαλος, έπεσε τουλάχιστον ένα μέτρο μακρύτερα του και πήρε εκείνος τον θρίαμβο, μαζί με ένα εξαίσιο, ασημένιο κύπελλο, λάφυρο από τον Βασιλιά Μύνητα της Λυρνησσού, τον άνδρα της Βρυσηίδας.

Καθώς ετοίμαζαν τα σημάδια για την Αρματοδρομία, ο Φοίνιξ ανακοίνωσε το Παγκράτιο, την πλέον δύσκολη μονομαχία, που συνδύαζε ελεύθερη Πάλη και Πυγμή. Ενθουσιασμένος σηκώθηκε ο Τελαμώνιος Αίας κι όλοι πάγωσαν, διότι δεν τολμούσαν, φοβούνταν να τον αντιμετωπίσουν.

«Σήκω, Ευρυάλε,» τον προέτρεπαν εκατέρωθεν ο Διομήδης κι ο Σθένελος. «Εσύ, ο γιός του τρομερού πυγμάχου Μηκιστέα, μην τρέμεις τον Αίαντα. Είσαι άφταστος στο Παγκράτιο.»

«Μα τον Ποσειδώνα, ξαδέλφια, σήμερα έχω ανταμοιφθεί αρκετά. Ζητήστε μου να παλέψω με όλους και τον καθέναν μα όχι με τον γιό του Τελαμώνα, θαρρώ σώος δε θα βγω.»

Το κοινό ξέσπασε σε γέλια κι ο Μεγάλος Αίας, αυθόρμητα χαμογέλασε, κολακευμένος. Έτσι, αναίμακτα, κέρδισε δυο τάλαντα άργυρο καθαρό από τη Θέτιδα και υπερβολικά πολλά λεπτά χειροκροτήματος κι επευφημιών.

Στις Αρματοδρομίες, ένα φοβερά λαοφιλές άθλημα, που έβριθε συγκινήσεων κι ανατροπών, δήλωσαν συμμετοχή οι πιο επιφανείς κι εκλεκτοί αρματηλάτες· ο Ευρύπυλος, ο Θόας, ο Εύμηλος, ο Πολυποίτης κι ο Μενέλαος, αποφασισμένος για την πολύχαρη νίκη αυτή τη φορά.

Έζωσαν τα άλογα με τα ζυγόλουρα, τα έδεσαν καλά στα άρματα κι ανέμεναν την κλήρωση για τις θέσεις τους στην αφετηρία. Οι ίπποι αδημονούσαν για δράση και χλιμίντριζαν ανυπόμονα ποιός θα ορμήσει πρώτος. Οι θέσεις δόθηκαν και τα δυνατά, έμπειρα χέρια έπιασαν τα χαλινάρια. Όταν ο Φοίνιξ έδωσε το σήμα της έναρξης, έφυγαν τόσο αστραπιαία και μανιασμένα όλα μαζί τα άρματα που για λίγο, από τη σκόνη και τις φωνές του κοινού, δεν ξεχώριζε μήτε ήχος μηδέ άρμα μέσα στη βοή και στα νέφη, μονάχα ενίοτε ακούγονταν τα άρματα να αναπηδούν στη γη και να χορεύουν με τον άνεμο.

Πρώτος βγήκε από το χάος ο πανώριος Εύμηλος, με το άρμα που είχε χαρίσει στον γενναίο Άδμητο ο Φοίβος, με τον Θόαντα δεύτερο και τον Πολυποίτη τρίτο. Ο Μενέλαος κι ο Ευρύπυλος όδευαν μαζί τελευταίοι. Στον δεύτερο γύρο, όμως, άλλαξαν τα πράγματα. Με μια έξυπνη μανούβρα, ο Πολυποίτης ξεπέρασε τον Θόαντα και κατάφερε να βρεθεί ακόμα και πρώτος, ενώ οι τελευταίοι ανέβαιναν συστηματικά.

Στον τρίτο γύρο, ο Ευρύπυλος θέλησε να πιέσει τον Εύμηλο και να εξασφαλίσει την πρώτη θέση αλλά δεν υπολόγισε ότι πίσω κατέφθανε ο Πολυποίτης, στέλνοντας και τους δυο εκτός διαδρομής κι ισορροπίας, για να συντριβούν με τα άρματα και να μείνουν εκτός αγώνα. Ο γιός του Πειρίθου γλίτωσε με μερικές γραντζουνιές και μώλωπες αλλά ο Ευρύπυλος έμοιαζε να είχε τραυματιστεί άσχημα στα πόδια και στα χέρια.

Στον τέταρτο και τελευταίο γύρο, είχαν μείνει μονάχα ο Εύμηλος πρώτος, δεύτερος ο Θόας και τελευταίος ο Μενέλαος, ενώ δεν ακούγονταν παρά οι φωνές των αναβατών στα άλογα. Στα τελευταία εκατό μέτρα, ο Θόας υπολόγισε λανθασμένα κι αντί να ανατρέψει τον Εύμηλο, όπως ήλπιζε, μπέρδεψε τις φοράδες του κι έφυγε εκτός διαδρομής, για να αναποδογυρίσει την άμαξα και να θαφτεί κάτωθεν της. Πήγαν και τον σήκωσαν αμέσως, για να να βεβαιωθούν ότι ζούσε και κάπως να ανακουφιστούν.

Έμειναν μόνοι ο Μενέλαος κι ο Εύμηλος, με τον δεύτερο να φαίνεται απόλυτος νικητής αλλά δεν υπολόγισε την ορμή του Ατρείδη, που έκανε την ανατροπή και πέρασε πρώτος στα τελευταία δέκα μέτρα, ώστε ο Εύμηλος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει. Ο Μενέλαος πήρε τη νίκη θριαμβευτικά, με ένα συνονθύλευμα ζητωκραυγών.

«Εύγε, γιε του Ατρέα. Με τη νίκη σου αυτή, τιμάς τον παππού σου, τον ένδοξο Πέλοπα,» τον συνεχάρη ο Φοίνιξ πρώτος κι έπειτα ο Νέστωρ. «Έτσι κι εκείνος είχε υπερβεί όλους τους τρομερούς του αντιπάλους στην αρματοδρομία και κέρδισε τον αήττητο Οινόμαο.»

«Άτυχης σύγκριση,» σχολίασε πικρόχολα ο Οδυσσέας κι ο Μέγας Αίας γέλασε. «Ο Πέλοπας κι η Ιπποδάμεια είχαν στήσει τον αγώνα υπέρ τους, με δολιοφθορά στο άρμα του Οινόμαου. Εδώ, ο Μενέλαος έλαβε μια άξια, καθαρή νίκη.»

Ως τρόπαιο, ο νεότερος Ατρείδης, που δεν έπαυε να χαμογελά στιγμή, έλαβε το χρυσό κύπελλο του Βασιλιά της Θήβης Ηετίωνα, ένα λάφυρο βαρυσήμαντο κι υπερπολύτιμο. Τους τρεις τραυματίες, βεβαίως, ανέλαβε ο Ποδαλείριος και περιποιήθηκε κατευθείαν.

Το τελευταίο άθλημα της ημέρας -κι ίσως το πιο θεαματικό- ορίστηκε η ιπποδρομία. Ένας αναβάτης, ένα άλογο με ελπίδες νίκης μονάχα αν υπερισχύε η τεχνική κι η σχέση του ιππέα με τον ίππο. Για αυτό, σηκώθηκε πάλι ο Αγαμέμνων και μαζί του ο Αγαπήνωρ, ο Λοκρός Αίας, ο Ευρύαλος κι ο Σθένελος.

Παρατάχθηκαν κι άξαφνα δόθηκε το σήμα και ξεχύθηκαν στον ανοιχτό δρόμο της πεδιάδας σαν αστραπές. Ο Σθένελος έλαβε σχεδόν αμέσως το προβάδισμα, με το εξαιρετικό άλογο που ίππευε, τον Αρίονα, αθάνατο τέκνο της Άρπυιας Ποδάγρης, που από τον Άνακτα Άδραστο είχε δοθεί γαμήλιο δώρο στον Διομήδη κι ύστερα, εκείνος το είχε προσφέρει στον φίλο και ξάδελφο του σαν είχαν φτάσει στο Ίλιον.

Το αληθινά δύσκολο ζήτημα ήταν ότι δεν είχαν ηνία· έπρεπε με τα χέρια και με την αμοιβαία εμπιστοσύνη να ελέγχουν το άλογο, πράγμα που ο γιός του Καπανέα δεν είχε εξασκήσει και κωλυόταν να στρίψει τον Αρίονα. Μέσα στον κονιορτό, αδυνατούσαν κι οι αναβάτες να κατανοήσουν τι συνέβαινε, οπότε, αφιερώνονταν στους εαυτούς τους κι ήλπιζαν για την πρώτη θέση χωρίς ιδέα της πραγματικής. Τερματίζοντας, ο γιός του Καπανέα ήταν βέβαιος ότι είχε έρθει πρώτος μα λάθεψε· ήταν δεύτερος.

Πρώτος είχε τερματίσει και με μεγάλη διαφορά, ο Αγαμέμνων. Είχε καβαλήσει την Αίθη, την εξοχή φοράδα, που είχε μεγαλώσει μαζί με τους Ατρείδες κι αναγνώριζε τις εντολές τους πριν καν τις λάβει. Μολαταύτα, ο Αρχιστράτηγος πήγε κοντά στον Σθένελο και σήκωσε το χέρι του, σαν να ήταν μαζί νικητές, για να λάβει κι εκείνος επευφημίες που του άρμοζαν. Πράγματι, το πλήθος ενθουσιάστηκε με την κίνηση αθλητικού πνεύματος κι ευγενούς άμιλλας του Ατρείδη κι αναλώθηκε σε ύμνους εκ νέου για τον εξόριστο πρίγκιπα που κληρονόμησε έναν τίτλο και μια χαμένη Αυτοκρατορία, που ανάκτησε και γιγάντωσε μόνος. Έτσι, έλαβαν κι οι δυο δώρα, γιατί ο Αγαμέμνων αιτήθηκε να αναγνωριστεί η αριστεία του Σθένελου. Ο Ατρείδης έλαβε τον θώρακα του Πριαμίδη Πολυδώρου, που ήταν από ατόφιο, αστραφτερό άργυρο κι ο γιός του Καπανέα πήρε τη σιδερένια περικεφαλαία του Αστεροπαίοντα, δυο δόρατα και μια θαυμάσια, άφθαρτη ζώνη.

Οι αγώνες είχαν τελειώσει επίσημα αλλά όχι και τα έπαθλα. Η Θέτις είχε άλλο ένα, που επιθυμούσε να αποδώσει κι όταν το εναπόθεσε στο κέντρο, πάνω στον βωμό της Αγοράς, επεβλήθη η πιο ανατριχιαστική, εύθραυστη σιωπή.

«Θαρρώ όλοι γνωρίζετε ότι αυτή είναι η τελευταία πανοπλία του γιού μου, αυτή που του χάρισα από τα χέρια του Ηφαίστου,» εξήγησε τα προφανή η Νηρηίδα. «Αυτή, συνεπώς, επιθυμώ να προσφέρω ως κορυφαίο έπαθλο στον καλύτερο ανάμεσα σας, τον ανώτερο, αυτόν που εφεξής θα ονομάζεται Πρώτος των Αχαιών στη θέση του Αχιλλέα.»

Εκεί, σηκώθηκαν πολλοί· περίπου είκοσι άνδρες τρανοί κι ανδρείοι κι ανάμεσα τους, προς μεγάλη έκπληξη του Αίαντα, σηκώθηκε από δίπλα του κι ο Οδυσσέας. Αυτόματα, τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και μάργωσαν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εδώ είμαστε.

Σας το είχα πει, το κεφάλαιο είναι ενδιαφέρον.

Έλεγα πριν κανα δυο χρόνια που σχεδίαζα αυτά τα γεγονότα· πώς θα χώσω μέσα διακριτικά κι ωραία τους γιούς του Θησέα;
Πιάνω τον Κόιντο τον Σμυρναίο στα χέρια και να, είχε αυτόν τον θαυμάσιο αγώνα Πυγμαχίας. Είναι ΦΟΒΕΡΑ ενδιαφέρουσα η πορεία των γιών του Θησέα εφεξής. Δεν το μάθατε από εμένα.

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Ομολογώ ήθελα να το τελειώσω αλλιώς αλλά το παιδί σήμερα έχει γενέθλια κι είπα να του αφήσω το τέλος, μη βάλω Ελένη. Βέβαια, σε αυτό το κεφάλαιο το παιδί κοίταζε αλλά τι να πεις; Θα ενεργοποιηθεί μετά...

Το παιδί βεβαίως βεβαίως, είναι η αρσενική μου Μούσα, που εδώ τον έχω Οδυσσέα. Είναι ένας γιός που τα κάνει όλα και συμφέρει, είναι ο Richard Armitage και δε λέμε την ηλικία, μετά τα 45 του το έκοψα.

Μη μου δίνετε σημασία, όσο πάει και τρελαίνομαι κι άλλο.

Τώρα, τα επόμενα τρία κεφάλαια είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσα να διανοηθώ ότι πρέπει να γράψω, θα πάει πολύ δύσκολα η δουλειά αλλά θέλω να πάει και τέλεια· μεγαλειωδώς· συγκλονιστικά. Δεν περίμενα ότι θα διάβαζα ποτέ Ψυχολογία στη ζωή μου μα για αυτά τα τρία κεφάλαια το έκανα 😂 Θα ασχοληθούμε, τέλος πάντων με ένα γεγονός, ένα πρόσωπο και θα γράψουμε τους υπόλοιπους εκεί που δεν πιάνει μελάνι 😂

Ευλόγησον.

Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είστε ακόμη εδώ ανέλπιστα, μαζί μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top