LVI~Ο Πρώτος των Αχαιών
Η Ελένη παιδιόθεν απεχθανόταν κάθε ασχολία που ελαφρά τη καρδία ή ανεπαίσθητα χαρακτηριζόταν γυναικεία. Το κέντημα, το πλέξιμο, το ράψιμο, τον αργαλειό, τη νοσηρή περιέργεια στις συζητήσεις με τις γυναίκες, τη σιωπή στις συζητήσεις με τους άνδρες. Κάποτε, τις άρεσαν τα ακριβά υφάσματα, τα περίτεχνα κοσμήματα κι ύστερα, τα σιχάθηκε, γιατί συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει την οικογένεια και το σπίτι της. Πλέον, παραγκωνισμένη από όλους, στην εντελή σιγή του δώματος της, όταν δεν γυμναζόταν για το μυστικό έργο που είχε αναλάβει από την Κασσάνδρα, η μοναδική ασχολία που τη γαλήνευε ήταν ο αργαλειός.
«Τι υφαίνεις σήμερα, κυρά μου;» Έσπασε τη σιωπή ευγενικά η γερόντισσα Αίθρα, σιμώνοντας αργά, διακριτικά, με το δικό της εργόχειρο ανά χείρας, που κεντούσε. «Είδα πως πήρες καινούριες κλωστές.»
«Θα υφάνω τον Ταϋγετο καθρεφτισμένο στον Ευρώτα, Αίθρα. Θα το κρεμάσω πάνω από την κλίνη μου, για να μη λησμονήσω την πανέμορφη, γλυκιά πατρίδα.»
«Το άλλο το έκρυψες καλά;»
Η Ελένη μειδίασε γλυκόπικρα.
«Φυσικά. Μολονότι θα έπρεπε να το κρεμάσω στην είσοδο, να το θωρούν ως κι οι φρουροί της περιπόλου.»
Το άλλο, το πρώτο υφαντό που είχε ολοκληρώσει ποτέ στη ζωή της, παρίστανε τον Μενέλαο, ωσάν δεύτερο Ηρακλή, ρωμαλέο, γίγαντα, άψογο, θηριώδη, με τα πυρόξανθα μαλλιά του να ανεμίζουν και να σκοτώνει τον Πάρι, όπως είχε κοντέψει να πράξει. Τίποτα δεν είχε ευφράνει την καρδιά της περισσότερο από αυτό. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, εκείνη θα σκότωνε τον Πάρι και δε περίμενε κανέναν άνδρα να τη σώσει· όχι πια.
Για λίγο, άφησε το υφαντό κι αφοσίωσε βλέμμα και νου στην γερόντισσα υπηρέτριά της, τον πιο γαλήνιο άνθρωπο γύρω της κι αυτόν που της θύμιζε την πιο σκοτεινή και τραυματική στιγμή στη ζωή της. Είχε ταχθεί στην υπηρεσία της, η Πριγκίπισσα της Τροιζήνας, για να εξαγνίσει το αμάρτημα -το έγκλημα- του γιού της.
«Ποσών ετών είσαι, Αίθρα;» Της ξέφυγε η ερώτηση, διότι, πράγματι, αδυνατούσε να την προσδιορίσει, σε μια γυναίκα που δεν είχε ταλαιπωρηθεί παρά σε προχωρημένη ηλικία κι είχε απότομα ασπρίσει κι εξαντληθεί.
«Δεκαεφτά ετών γέννησα το παιδί μου, κυρά, που αν ζούσε, θα ήταν εξήντα οχτώ. Είμαι ογδόντα πέντε ετών,» αποκρίθηκε, κάνοντας ευθύς τον υπολογισμό εκείνη.
«Έχεις ζήσει τέσσερις ζωές,» σχολίασε εντυπωσιασμένη η κόρη του Δία. «Δεν έχεις κουραστεί πια; Δε βαρέθηκες να υπομένεις τόση αθλιότητα και πόνο;»
«Όσο ζούσε ο γιός μου, υπέμεινα τα πάντα. Αφού πέθανε, τότε ένιωσα την κούραση, παιδί μου.»
«Σου λείπει, λοιπόν, ο γιός σου;» Κάγχασε άθελά της, έγινε πολύ πιο φαρμακερή η γλώσσα από όσο άρμοζε στους μεγαλύτερους, σεβάσμιους ανθρώπους.
«Ήταν αίμα μου, το μόνο μου παιδί,» είπε απλά, χωρίς λύπη ή κομπασμό η Αίθρα. «Άλλοτε, τον καμάρωνα, άλλοτε τον λυπόμουν και στο τέλος, προσευχόμουν να μην του φέρονταν οι Μοίρες όσο ολέθρια είχε φερθεί αυτός σε εσένα. Νομίζω αυτή είναι η πιο δίκαιη στάση, όταν τυχαίνει να είμαι μητέρα του Θησέα.»
«Ίσως.»
Το βλέμμα της Ελένης έφυγε, ταξίδεψε στο δώμα και προτίμησε να μετρά τους κόκκους της σκόνης στο ανοιχτό παράθυρο έναντι να κοιτάζει την Αίθρα.
«Έχεις κι εσύ παιδιά, μπορείς να με κατανοήσεις,» επεσήμανε η πρεσβύτερη. «Δεν μπορείς να μισήσεις το παιδί σου, ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνει σε εσένα ή σε κάποιον άλλον.»
«Εάν κάποια από τις κόρες μου έπραττε αυτά που έπραξε ο γιός σου, τότε θα αυτοκτονούσα, διότι θα είχα αποτύχει παταγωδώς ως μητέρα. Κι ήδη έχω αποτύχει, μιας και δεν κρατώ κανένα παιδί στην αγκάλη μου.»
Ακούστηκε πιο απότομη από όσο επιθυμούσε μα δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα μύρια συναισθήματα που την κατέκλυζαν. Αγαπούσε την Αίθρα σαν μητέρα, σαν γιαγιά της ίσως κι είχε αποδειχθεί ένα στήριγμα, ένα αρμονικό σταθερό πάντοτε αλλά όποτε την αντίκριζε, με τα τεράστια, πράσινα μάτια της, ολόιδια με του Θησέα, αισθανόταν απερίγραπτο αποτροπιασμό, οργή και τρόμο μαζί.
«Δεν έχεις καμία ελπίδα; Το δίχως αλλο, στη ζωή μας κρατάει μόνο αυτή, τελικά,» άλλαξε παντελώς το ύφος της, εφόσον η γερόντισσα δεν της μιλούσε είτε επειδή δε διέθετε απάντηση είτε επειδή δεν ήταν παρά μια δούλα πια κι οι απαντήσεις αποτελούσαν ύπατο προνόμιο.
«Έχω, κόρη μου, μια ελπίδα, την ίδια που έχεις κι εσύ,» ήρθε ευχάριστη η ανταπόκριση αυτή τη φορά. «Στους Αθηναίους, μαζί με τον Σφετεριστή Μενεσθέα, πολεμούν οι γιοί της Φαίδρας, τα εγγόνια μου, οι αληθινοί διάδοχοι της Αθήνας. Με γνωρίζουν και με αγαπούν, γιατί εγώ είχα βοηθήσει πρώτη στην ανατροφή τους, σαν έλειπε ο Θησέας κι η Φαίδρα, μόνη, έπρεπε να κυβερνά και να γεννάει. Από αυτούς, συνεπώς, αναμένω να με λυτρώσουν, να με πάρουν μαζί τους, πίσω στην πατρίδα, να πεθάνω στον Οίκο του πατέρα μου, του αγνού Πιτθέα, του πιο καθάριου Άνακτα.»
«Τουλάχιστον, σε αυτό ομοιάζουμε.»
«Σε τι, κυρά μου;»
«Κι εγώ οραματίζομαι τον θάνατό μου.»
Αναγκαστικά, πάγωσε ο διάλογος, αφού η θύρα κρούστηκε κι η Αίθρα άνοιξε νωχελικά, για να αποκαλύψει την Κρέουσα την ίδια.
«Τι συμβαίνει;» Σηκώθηκε όρθια ευθύς η Ελένη. Η Κρέουσα ποτέ δεν είχε έρθει αυτοπροσώπως στο δώμα της, το θεωρούσε μιασματικό, ανίερο.
«Έγινε μάχη τρομερή· μα δεν πήρες είδηση;» Απόρησε με την αναισθησία της. «Σκοτώθηκε ο Αχιλλέας.»
«Τι;» Σωριάστηκε πάλι στο κάθισμα του αργαλειού η ημίθεη άθελα της. Στο άκουσμα της είδησης, της κόπηκαν τα γόνατα.
«Για αυτό, θλίβεσαι; Μάθε τώρα και το άλλο, το αληθινά τραγικό· έφεραν τραυματίες τους συζύγους μας βαριά. Αντί να συντρέχεις τον άνδρα σου, ρεμβάζεις εδώ κι υφαίνεις, σα να μη γίνεται για εσένα ο πόλεμος.»
«Τι θα ήθελες να κάνω; Να διαπληκτίζομαι με τον άνδρα μου στους διαδρόμους, να γίνομαι περίγελος, σαν εσένα;»
Η Ελένη απεχθανόταν το γεγονός ότι η Κρέουσα θεωρούσε τον εαυτό της τέλειο, άμεμπτο κι ότι είχε το δικαίωμα να κατακρίνει τους άλλους προς πάσα κατεύθυνση. Η Κρέουσα μισούσε την αίσθηση ξεγνοιασιάς που απέδιδε η Ελένη, γιατί δεν είχε κανέναν δεσμό με την Τροία· ούτε συμπάθεια έτρεφε προφανώς για τον Πάρι πια, ούτε παιδιά είχε ούτε οικογένεια. Δεν αγωνιούσε για καμία νίκη ή ήττα στον Πόλεμο, δεν είχε τίποτα να χάσει.
«Ελένη, η θέση μας είναι στο πλευρό των ανδρών μας. Ο Αλέξανδρος είναι ο διάδοχος του πατέρα μου· εάν χαθεί, η γραμμή της διαδοχής πάλι θα διαλυθεί. Έλα να στηρίξεις τους ανθρώπους που σε προστατεύουν και σε συντηρούν εδώ μέσα, όπως οφείλεις.»
Κι αφού είπε αυτό η Κρέουσα, με την ψυχρή, ανέκφραστη μορφή της, στάθηκε στη θύρα σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και περίμενε την Ελένη να την ακολουθήσει. Παράδοξα, έτσι, έδειξε ότι την είχε ανάγκη και μάλιστα, απεγνωσμένα· ειδάλλως, δε θα ερχόταν μόνη να την καλέσει. Η Λάκαινα πήρε ένα σκούρο γαλάζιο πέπλο, στο χρώμα της θάλασσας του δειλινού, το έζωσε σφιχτά γύρω από το πρόσωπό της και χαιρέτησε την Αίθρα.
«Μείνε εδώ, δε χρειάζεται να έρθεις· ούτε εσύ ούτε η Κλυμένη.»
Μέχρι να φτάσουν στα παλιά οπλοστάσια, τα οποία είχαν μετατραπεί σε αναρρωτήρια και κέντρα περίθαλψης, ένεκα των υπεράριθμων τραυματιών που συσσωρεύονταν, εγγύτερα στις Πύλες από ό,τι στο Παλάτι, οι δυο γυναίκες δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα, παρά μόνο μερικές φευγαλέες ματιές, μόνο και μόνο για να βεβαιώνονται πως συμπορεύονταν. Η Κρέουσα μετά βίας κρατιόταν να μην πετάξει, για να φτάσει αστραπιαία, όσο γρηγορότερα γινόταν.
«Είμαι σίγουρη πως δεν αγαπάς τον άνδρα σου,» της είπε αιφνίδια η Ελένη, καθώς ετοιμάζονταν να μπουν στο πιο νευραλγικό κτίριο της Τροίας. «Γιατί, όμως, αγωνίας τόσο για αυτόν;»
Η ματιά που εξέλαβε ακροβατούσε μεταξύ κατάπληξης, αμηχανίας κι αηδίας.
«Από τι είναι φτιαγμένη η καρδιά σου;» Έφτυσε τις λέξεις σαν λυγμούς. «Πώς, σε ώρα τόσο κρίσιμη, σκέφτεσαι τόσο κυνικά; Ο Αινείας είναι ο πατέρας των παιδιών μου και Βασιλιάς της Δαρδάνου. Αν πεθάνει, ο γιός μου, ο Ασκάνιος, θα τον διδαχθεί αυτόματα. Ο Ασκάνιος, να σου θυμίσω, είναι πέντε ετών. Δε θέλω να καταστραφεί η ζωή των παιδιών μου, τόσο ασύλληπτο σου φαίνεται; Εφόσον, λοιπόν, δεν έχεις υπάρξει μητέρα, μη μιλάς για αυτά που δε σε αφορούν.»
Έσπρωξε τη θύρα βίαια, βιαστικά κι όρμησε, φωνάζοντας δυνατά, υστερικά σχεδόν για τον άνδρα της. Η Ελένη δεν τη μιμήθηκε· κινήθηκε αργά, σαν σκιά ή στοιχειό, διότι σκεφτόταν και λόγιαζε πόσο δίκιο είχε μέσα στην άγνοια της η Κρέουσα.
Δεν άργησε να φτάσει στο δώμα όπου φρόντιζαν τους επιφανείς τραυματίες. Άπαντες τους έκαναν χώρο να περάσουν, με υποκλίσεις και φιλοφρονήσεις. Αμφότεροι κείτονταν σε πλήρη γαλήνη -παρόλο το χάος που επικρατούσε γύρω τους από θεραπευτές και φαρμακοποιούς- είτε σε βαθύ ύπνο είτε σε αναισθησία. Ο μοναδικός που τους έδωσε παραπάνω σημασία ήταν ο Έλενος.
«Έπεσαν θύματα κι οι δυο, μαζί με μύριους άλλους και τον ίδιο τον Γλαύκο, από εκείνον τον ασπιδοφόρο γίγαντα, που ασίγαστα πάλευε να εκδικηθεί τη θανή του Αχιλλέα.»
«Μα πώς σκοτώθηκε ο Αχιλλέας ο άτρωτος;» Τον παρακίνησε αγωνιώντας η αδελφή του να μιλήσει.
«Το κορίτσι μας τον σκότωσε, Κρέουσα,» ψέλλισε ανεπαίσθητα, σαν αεράκι, τη φράση ο ιερέας του Απόλλωνα.
«Η Πολυξένη;» Τα μάτια της αδελφής γέμισαν δάκρυα. «Το είπα στον Αινεία, να μην την πάρει μαζί του. Όχι μόνο κινδύνευσε, εμφανώς, μα-»
Τα λόγια της πνίχτηκαν στη συγκίνηση. Έγειρε στον αδελφό της για στήριξη και την έλαβε, γερή κι ακλόνητη, όπως πάντα. Τα δίδυμα ήταν νεότερα της μα δεν είχε σημασία, διότι ο μοναδικός εχέφρων αδελφός που τους είχε απομείνει αποδεδειγμένα ήταν ο Έλενος.
«Αυτή σκότωσε τον Αχιλλέα, λοιπόν,» κατέληξε, απροκάλυπτα υπερήφανη για τη μικρή τους.
«Ο Πάρις τον πέτυχε πρώτος στη φτέρνα και του κατάφερε τραύμα ισχυρό μα δεν πέθανε από αυτό. Συνέχιζε να πολεμά και να σφάζει σχεδόν σαν να μην είχε λαβωθεί. Η Πολυξένη, τότε, τον πλησίασε και τον μαχαίρωσε πολλαπλά στο σώμα, για να πεθάνει αδιαμφισβήτητα.»
«Κατόρθωσε, λοιπόν, ένα κοριτσάκι, το μικρότερό μας, αυτό που τόσοι άνδρες παντοδύναμοι είχαν αποπειραθεί κι αποτύχει;» Γέλασε με την τραγελαφική αυτή ειρωνεία η Κρέουσα. «Οι Θεοί μας χαμογέλασαν στο πρόσωπο του πιο αγνού μας παιδιού· αν αυτό δεν είναι ευλογία κι οιωνός άριστος, τι είναι;»
«Είναι, πράγματι, μα η νίκη μας αφόρητη έγινε. Στη μάχη για το σώμα του Αχιλλέα -που χάσαμε, εν τέλει- ο Αίας ο γίγαντας έσκισε το χέρι του άνδρα σου, Κρέουσα, που τώρα κινδυνεύει με ακρωτηριασμό και τον έχουμε μόνιμα ναρκωμένο. Στον Πάρι, πέταξε πέτρα βαριά στο κεφάλι κι έκτοτε, παραμένει αναίσθητος. Ακόμα κι ο ανδρείος Γλαύκος από το χέρι του έπεσε.»
«Δεν έχει δώσει κανένα σημείο ζωής ο Αλέξανδρος;» Μίλησε για πρώτη φορά η Ελένη, με του μάτια καρφωμένα στον σύζυγό της.
Ήταν απίστευτα ήρεμος, ατάραχος, σαν ξέγνοιαστος έφηβος. Αν το κεφάλι του δεν ήταν δεμένο με επίδεσμο ματωμένο, θα πίστευε ότι κοιμόταν γλυκά. Ακόμη κι έτσι, δε στερούταν ρανίδα της εξέχουσας, ζηλευτής του ομορφιάς· μιας ομορφιάς που δεν αντανακλάτο στην ψυχή του παρά σαν μούχλα και χολή. Την κατέβαλε μια φοβερή ορμή να τον φτύσει κατά πρόσωπο, χωρίς να λυπάται διόλου για την κατάστασή του, μα συγκρατήθηκε, γιατί σεβόταν τον Έλενο ως δίδυμο της Κασσάνδρας.
«Δεν έχει καν ανοίξει τα μάτια του, Ελένη,» της απάντησε εκείνος. «Αναπνέει, όμως, κανονικά. Ο χρόνος θα δείξει τι έχει συμβεί στο κεφάλι του.»
«Κάτι χειρότερο δε θα μπορούσε, οπότε, θα σωθεί,» ψέλλισε ειρωνικά η Σπαρτιάτισσα κι έστρεψε το βλέμμα με αποστροφή στον Αινεία.
Εκείνος ήταν πολύ χλωμότερος, με το δεξί του χέρι αιμορροόν αδιάκοπα, με μάτια μπλαβινιασμένα και στο πρόσωπό του ήταν πασιφανής η οδύνη και το μαρτύριο που βίωνε. Αφενός, ο ευνοούμενος της Αφροδίτης κι αφετέρου, ο γιός της· ο ένας διάδοχος της Τροίας κι ο άλλος Βασιλιάς της Δαρδάνου· κείτονταν κι οι δυο εξευτελιστικά ηττημένοι και λαβωμένοι από έναν θνητό πρίγκιπα της Σαλαμίνας. Η Ελένη ήθελε να καγχάσει ευτυχισμένα· ειδικά αν χανόταν ο Αινείας, δε θα υπήρχε ηγέτης των Τρώων. Όσο για τον Πάρι, ήθελε να τον σκοτώσει αυτοπροσώπως, να μην της έκλεβε την τέρψη ο Μέγας Αίας. Η Κρέουσα, πάντως, έγειρε και γονάτισε στο δάπεδο, δίπλα στην κλίνη του άνδρα της και του έπιασε το αριστερό χέρι, σφίγγοντας το στοργικά, ενώ ψιθύριζε προσευχές ή παρακάλια ή ακόμη και λόγια ιδιαίτερα, μυστικά δικά τους, κανείς δεν ήξερε. Είχε βουρκώσει και σύντομα, έκλαιγε σιωπηλά, αξιοπρεπώς, μπροστά σε όλους τους άνδρες παρευρισκόμενους και την Ελένη.
«Δόξα τη Ήρα, δεν έφερα τις κόρες μας μαζί,» ξεχώρισε κάποια στιγμή μια φράση μέσα στο συνονθύλευμα. «Δε θα άντεχαν να σε δουν έτσι, άνδρα μου ακριβέ. Θα τις στοίχειωνε η εικόνα σαν εφιάλτης.»
Η Ελένη πλησίασε κι έγειρε στο αυτί του Ελένου. Τα μάτια της είχαν φύγει από τους ευγενείς και ταξίδευε ολούθε, εντός κι εκτός του δώματος, όπου φαίνονταν δεκάδες -ίσως κι εκατοντάδες- τραυματίες, ακρωτηριασμένοι, βάναυσα λαβωμένοι στα πιο απίθανα σημεία, ορισμένοι δε θα περπατούσαν ξανά, άλλοι πιθανόν δε θα επιβίωναν. Έλιωσε η ψυχή της από τύψεις και πόνο.
«Μπορώ να φύγω; Δεν αντέχω να βλέπω όλα αυτά τα δεινά εξαιτίας μου.»
«Δεν ευθύνεσαι εσύ· όχι πια. Κι όποιος το πιστεύει αυτό, θρέφει αυταπάτες,» ήρθε άμεσα η τελευταία απάντηση που περίμενε να ακούσει. «Να πας στην Κασσάνδρα. Μεσολάβησε η μητέρα και την έφεραν πίσω στο δώμα της· δεμένη μεν αλλά βγήκε από το εξευτελιστικό μπουντρούμι. Πάρε την Πολυξένη -την έχω αφήσει με την Ανδρομάχη- και πήγαινε. Θα αγαλλιάσει, αν σας δει και τις δυο.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σαν επέστρεψε στον Όλυμπο ο Φοίβος, τελευταίος από τους αθάνατους που είχαν κατέβει στην Τρωάδα, δεν έδωσε σημασία σε κανέναν παρά μόνο στην Αφροδίτη, που ρέμβαζε στο ανάκλιντρο, με την Τερψιχόρη και την Ερατώ στα πόδια της να τραγουδούν.
«Πού είναι αυτός;» Γρύλισε από πάνω της.
«Πώς να ξέρω ποιόν εννοείς;» Του απάντησε με ειρωνεία η Θεά του Έρωτα. «Δεν είμαι παντογνώστρια.»
«Τον εραστή σου, εννοώ, τον δήθεν Θεό του Πολέμου. Πού εξαφανίστηκε ο καταραμένος νωθρός;»
Η Αφροδίτη ήταν πεπεισμένη ότι, αν δεν ανήκαν στην ίδια πλευρά, θα την είχε κάψει με τις φλόγες των ματιών του από καθαρή αγανάκτηση. Δε φανέρωσε τον φόβο της· απλά ανασήκωσε τους ώμους.
«Λογικά, στο ανάκτορό του θα βρίσκεται. Εξάλλου, πώς να γνωρίζω την τοποθεσία του; Άνδρας μου είναι ο Ήφαιστος.»
«Μη με περιπαίζεις, δεν είμαι η Ήρα,» της είπε αντί χαιρετισμού, καθώς ήδη απομακρυνόταν, χωρίς να της ρίξει καν άλλη ματιά.
Με ένα αστραπιαίο πέταγμα, βρέθηκε στο ανάκτορο του Άρη και μειδίασε, γιατί κιόλας έφταναν στα εκπαιδευμένα ώτα του οι κλαγγές των όπλων που αντιμάχονταν. Έτσι, περνούσε την ώρα του ο αδελφός του· έστηνε μονομαχίες μεταξύ των προσφιλών Θεών του και παρακολουθούσε, διόρθωνε, δίδασκε και μάθαινε κι ο ίδιος. Ακολούθησε τον ήχο και τον βρήκε, να αξιολογεί την τεχνική των τρομερών δίδυμων γιών του, του Δείμου και του Φόβου.
«Πηγαίνετε να συμβουλευτείτε τη μητέρα σας για αλλαγή μια φορά κι αφήστε μας μόνους,» πρόσταξε με κύρος όμοιο του Δία, για να γίνει αισθητή η παρουσία του.
«Θείε, διαταγές να μοιράζεις μόνο στους κύκνους, που σέρνουν το άρμα σου,» ανταπάντησε με αυθάδεια ο Δείμος.
Ο Θεός της Μουσικής πλατάγισε τη γλώσσα αποδοκιμαστικά.
«Το θράσος προσφέρει διασκέδαση μα, ως επί το πλείστον, πλήξη,» είπε κι απελευθέρωσε όλη του την ισχύ.
Επικαλέστηκε τον Ήλιο και τυλίχτηκε το κορμί του στις φλόγες, έγινε ο ίδιος μια φλόγα, μια πύρινη λαίλαπα, που ακτινοβολούσε χρυσό, ζωογόνο φως και φάνταζε πιο επικίνδυνο κι από τους δράκους στις πλάτες του Τυφώνα.
Καταβεβλημένοι από αιφνίδια απειλή κι αναπάντεχο τρόμο, τα δίδυμα εγκατέλειψαν κάθε διάθεση πρόκλησης κι απλώς, έφυγαν -όσο πιο γρήγορα μπορούσαν- για να αφήσουν τα αδέλφια να μιλήσουν. Ο δε Άρης, έμοιαζε παγερά αδιάφορος κι ατάραχος από το συμβάν. Ακόνιζε το αγαπημένο ξίφος του κι αλαζονικά περίμενε να ανοίξει την κουβέντα ο Απόλλων. Ο τελευταίος επανήλθε στην κανονική του μορφή απότομα κι ορθώθηκε άνωθεν του με όλη τη μεγαλοπρέπεια.
«Γιατί ακονίζεις το ξίφος, Άρη; Μήπως θα το χρησιμοποιήσεις;»
«Εσύ ο ίδιος είπες, αδελφέ, ότι θα πολεμήσουμε στην Τρωάδα. Ετοιμάζομαι κατόπιν της νύξης σου,» αποκρίθηκε ανάλαφρα εκείνος.
«Η μάχη τελείωσε, Άρη και το ξέρεις. Όπως γνωρίζεις ότι το σώμα του Αχιλλέα έγινε κτήμα των Αχαιών, ενάντια στην επιθυμία μας.»
Ο Απόλλων έβραζε, έξαλλος κι μαινόμενος από την αποτυχία που δεν ανέμενε. Ο Άρης άφησε το σπαθί του δίπλα του όρθιο και σηκώθηκε νωχελικά να τον αντικρίσει.
«Απόλλων, σε νουθετώ να καλέσεις στην κλίνη σου πάλι την Καλλιόπη ή τον Ζέφυρο και να το ξεχάσεις. Αντί να ευφραίνεσαι, που κέρδισες το στοίχημα μας κι ο πλέον ενοχλητικός Πηλείδης πέθανε επιτέλους, εξάπτεσαι, επειδή δεν τον σκύλευσαν οι Τρώες.»
«Εσύ, που δεν έχεις σταγόνα σύνεσης, φρόνησης και τιμής μέσα σου, μη με νουθετείς, Άρη.» Ο Θεός της Μαντικής ύψωσε το δάχτυλο και με κάθε λέξη έσπρωχνε το λίθινο, τεράστιο στήθος του με κάθε αιχμή και ψέγος. «Σου ζήτησα να έρθεις, να με συντρέξεις στην Τρωάδα. Όχι μόνο θα αναπτέρωνες τους Τρώες και δε θα λύγιζαν μπροστά στον Μεγάλο Αίαντα μα και θα κρατούσαμε απασχολημένη την Αθηνά αρκετά, ώστε να μη βοηθούσε κανέναν ευνοούμενο της. Τώρα, αυτή θριάμβευσε κι εσύ, αναίσθητε, υποκρίνεσαι τον αθώο κι ανήξερο!»
«Πώς ακριβώς θριάμβευσε η Αθηνά;» Γέλασε αυθόρμητα ο μεγαλύτερος αδελφός. «Αν είχε θριαμβεύσει, ο Αχιλλέας θα ζούσε. Τι σημασία έχει αν το πτώμα ανήκει στους Τρώες ή στους Δαναούς;»
«Θέλεις να σου θυμίσω τι συνέβη στο σώμα του Έκτορα ή σου έχει μείνει νους στην κεφαλή;» Μετά βίας συγκρατούταν, για να μην του θρυμμάτιζε κάποιο από τα αγάλματα που στόλιζαν την ορειχάλκινη αίθουσα. «Μετά από τόσα βάσανα που υπέστη κι εξευτελισμούς, αξίζει στον φονιά του να νεκροστολιστεί και να τον ραίνει η Θεά μητέρα του αμβροσία; Έπρεπε να δεθεί στο άρμα του Έκτορα και να γίνει βορά όλων των ζώων της Τρωάδας.»
«Ησύχασε. Ο Αχιλλέας πέθανε· του χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί;»
«Πάψε, άχρηστε!» Τον σίγησε και μεμιάς τα οργισμένα του μάτια πετούσαν πύρινες γλώσσες. «Ανάθεμα στην ώρα που συμμάχησα μαζί σου, ανίκανε, που με κενολογίες και βλακώδεις απειλές καλύπτεις τη δειλία σου. Απορώ πώς εσύ ορίστηκες Θεός του Πολέμου, πραγματικά. Κυριολεκτικά, σε κάλεσα στον Πόλεμο και λιποτάκτησες, σαν να ήσουν η Αφροδίτη!»
«Θεώρησα την παρουσία μου ανούσια, Απόλλων,» γέμισε δυο κύπελλα οίνο και του ένευσε να πάρει το ένα. Τον αγνόησε απόλυτα. «Εξάλλου, είχα ήδη κερδίσει μια σημαντική νίκη.»
«Ποιά; Το γεγονός ότι έστειλες στον θάνατο την Πανθεσίλεια, τον Μέμνονα τον υπέρτατο, πλέον και τον Γλαύκο;»
«Μα δεν είδες τα βλέμματά τους, καθώς τους αγνόησα όλους κι επέδειξα το πάθος για την Αφροδίτη;» Κάγχασε σαρδόνια. «Αηδίαζαν, δεν πίστευαν στα μάτια τους, αδυνατούσαν να διανοηθούν καν ότι τους αγνοώ πλήρως, δεν τους λογαριάζω, δεν τους φοβάμαι. Αυτό έχει σημασία, εν τέλει, Απόλλων, η προσωπική μας υπεροχή.»
«Συνεπώς, ένιωσες υπερήφανος που υποκρίθηκες τον τολμηρό απουσία των γονέων σου και του Ηφαίστου, μόνο και μόνο για να σε κοιτάζουν παράξενα ο Ποσειδώνας, ο Ερμής κι η Αθηνά;» Ο Απόλλων ξέσπασε σε ένα γάργαρο, ανεπιτήδευτο γέλιο και σαν τελείωσε, δεν του είχε μείνει παρά καταφρόνηση. «Τελικά, είσαι πολύ πιο αξιοθρήνητος από όσο νόμιζα. Μείνε να ακονίζεις προσβολές κι άφησε τους θαρραλέους να κερδίσουν τον Πόλεμο για εσένα.»
Έκανε επιτόπου στροφή κι έφυγε, χωρίς καν να τον κοιτάξει πάλι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Τελαμώνιος Αίας είχε ακουμπήσει τον Αχιλλέα σε ένα φορείο που είχαν ετοιμάσει οι Μυρμιδόνες κι από εκεί έκτοτε δεν είχε κουνηθεί. Είχαν κιόλας περάσει τρεις ώρες και δεν είχαν κατορθώσει να τον μεταφέρουν στη σκηνή του, γιατί πλήθη κι όχλοι συνέρρεαν γύρω του, να τον κλάψουν, να τον αντικρίσουν νεκρό και να πιστέψουν το απίστευτο. Στα φοβερά νέα εκείνα, μέχρι κι ο Νέστωρ είχε συνταραχθεί και για πρώτη φορά μετά την κηδεία του Αντίλοχου, βγήκε από τη σκηνή και πήγε να τον δει.
Τα ρυτιδιασμένα, απότομα γερασμένα μάτια του, που είχαν δει πολέμους αμέτρητους, ήρωες να ανέρχονται και να χάνονται, ταξίδια υπερπόντια, τέρατα και θεριά ασύλληπτα από τον νου του ανθρώπου, δράκοντες και μαγεία εμπρός του να αποκαλύπτονται, προτού εξετάσουν τον απίστευτο νεκρό, περιπλανήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Θαύμασε, γιατί ποτέ δε θυμόταν μια τόσο γυμνή και γεμάτη συνάμα πεδιάδα. Πτώματα παντού σκορπισμένα, σφαγμένα, ακρωτηριασμένα, πνιγμένα στο αίμα και στα υγρά του σώματος, ελευθέρωναν μια δυσωδία άθλια, την οποία πια είχαν συνηθίσει μέσα στη γενική αχρειότητα, φαυλότητα και την εξαχρείωση, που τους είχε μετατρέψει από ανθρώπους σε άψυχα θηρία. Τα πτώματα, όμως, ήταν άθικτα· δεν τους είχα αφαιρεθεί τίποτα, μηδέ όπλο μηδέ στολίδι, δεν είχαν σκυλευθεί ούτε από Αχαιό ούτε από Τρώα. Μονάχα τα όρνια και τα άγρια ζώα πλησίαζαν και συμποσίαζαν όπου επέλεγαν κι αρέσκονταν, ως συνήθως, ειδικά στον Σκαμάνδρο και στον Σιμόεντα, εκεί που βρίσκονταν τα πρωινά θύματα, του Αχιλλέα τα ύστατα. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ.
Οι Μυρμιδόνες θρηνούσαν ακατάπαυστα· η κραυγή τους έφτανε ως την Ίδα, καθώς απαρηγόρητοι έκλαιγαν, ξεριζώναν τις κώμες και βάφονταν με λάσπη της άμμου.
Πάνω από τον σκοτωμένο, τεράστιο άνδρα, βρισκόταν ακίνητος και συντετριμμένος ο Πύργος, ο Μέγας Αίας, που τρανταζόταν σύγκορμος από τους λυγμούς, ενώ δεν είχε καν πλυθεί ακόμα από τη μάχη και τα δάκρυα ξέπλεναν με αλμύρα το πηχτό αίμα και τη λάσπη από το πρόσωπο και τον λαιμό του.
«Δε σου άξιζε σε εσένα, Αχιλλέα, μέγιστε όλων και πρώτε των Αχαιών, να χαθείς έτσι, από βέλος δειλό. Μόνο οι άνανδροι κρύβονται πίσω από τους θαρραλέους και τοξεύουν, διότι τρέμουν να σηκώσουν περήφανα την ασπίδα και να πολεμήσουν έντιμα, σείοντας το δόρυ. Ίσως ακόμα κι ο Δίας να έστειλε το φοβερό βέλος, για να μας γεμίσει πόνο και να χαρίσει νίκη, τελικά, στους Τρώες. Αλίμονο στον θείο μου τον Πηλέα πια, που σαν μάθει για τον γιό του τον υπέρτατο, είτε θα βυθιστεί στο σκότος του θανάτου ευθύς είτε θα το αναμένει μέσα στο έρεβος της ζωής. Δεν υπάρχει σκληρότερη μοίρα για τον άνθρωπο από τον χαμό του σπλάχνου του. Ακόμη και σε αυτόν, που λογιζόταν ο αγαπημένος των Θεών, έλαχε η χειριστή μοίρα κι οδύνη.»
Με το κεφάλι σκυμμένο ταπεινά, ο γιός του Τελαμώνα φίλησε με σεβασμό το χέρι του Νέστορα κι αποχώρησε, οδεύοντας στη σκηνή του. Τότε, βγήκε από την καλύβα του νεκρού ο γέροντας διδάσκαλος του, ο Φοίνιξ, με στήριγμα στο βαρύ, τσακισμένο βήμα του τη σιωπηλή Ίφιδα, που κιόλας είχε κόψει τα μαλλιά της ως ένδειξη πένθους. Έπεσε στα γόνατα ο γέροντας, δίπλα στον Αχιλλέα κι έπιανε το κεφάλι του ξανά και ξανά και το χτυπούσε αδύναμα με τις γροθιές μήπως κι ένιωθε κάτι κι έπαυε ο οδυρμός της ψυχής, μήπως και συνειδητοποιούσε το πιο αναπάντεχο των δεινών.
«Τι θα πω στον πατέρα σου, Αχιλλέα; Πώς θα τον αντικρίσω στη Φθία τώρα; Αυτός, από την ώρα που με δέχτηκε στην Αυλή του κι η μητέρα σου είχε φύγει, σε εμπιστεύτηκε στα χέρια μου, ένα μωρό αγνό κι εύθραυστο σαν πολύτιμο λίθο, για να σε προσέχω σαν γιό μου. Και τώρα, που φεύγεις και με πλακώνει μαύρη θλίψη αιώνια, εύχομαι να είχα χαθεί εγώ αντί για εσένα, αγόρι μου. Έτσι όπως χόρευες στα χέρια μου και λέρωνες με τα παίγνια σου τα ρούχα μου, ήλπιζα να σε καμαρώνω όλη μου τη ζωή, ως τα βαθειά γεράματα κι αντί αυτής της ευτυχίας, πρέπει να σε νεκροφιλήσω και να σε θάψω.»
Πάλι φίλησαν το χέρι του Νέστορα. Έγειρε κι αντίκρισε τον Αγαμέμνονα, τον γιό του Ατρέα, ενδεδυμένο πένθιμα, απλά και μοναχό, να αποδώσει ανεπίσημο φόρο τιμής. Θα έπρεπε να τον διώξει ή να το κάνει κάποιος άλλος μα δεν έγινε· τον καλωσόρισαν. Κατά τα φαινόμενα, το μούδιασμα αντί να άμβλυνε, οξυνόταν όσο περνούσε η ώρα, όσο ο Αχιλλέας γινόταν όλο και πιο ωχρός, όλο και πιο μελανιασμένος. Η Ίφις για λίγο άφησε τον Φοίνικα κι έσκυψε, μαζί με τον Μενέσθιο και τον Πείσανδρο, για να πλύνουν το σώμα, με πανιά και καθαρό νερό από αμφορείς.
«Χάθηκες άξαφνα, γιέ του Πηλέα, εσύ, ο πρώτος των Αχαιών, ο άριστος, ο ανώτατος κι υπέρτατος,» έλεγε κι ελεύθερα κυλούσαν τα δάκρυα στα μάγουλα και στα πυρόξανθα γένια. «Χαρά γέμισες τους Τρώες κι εμάς θλίψη κι απόγνωση, με τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα από την αρχή του Πολέμου. Σε έτρεμαν, αλήθεια κι ο θάνατος σου με θάρρος θα τους αναπτερώσει.» Ύψωσε τα μάτια στον ουρανό με κατηγορία κι η φωνή έτρεμε. «Ω Δία, Παντοκράτορα, πώς ξεγελάς τους νόες των ανθρώπων δόλια! Σε εμένα έστερξες να πορθήσω το Ίλιον μα δίχως τον Αχιλλέα, αυτό δε θα γίνει ποτέ.»
Σαν αντήχησαν τα λόγια αυτά τα απελπισμένα, ολάκερο το στράτευμα που τα άκουσε σώπασε, με την τραγική συνειδητοποίηση ότι με τον θάνατο του Αχιλλέα, πέθαιναν κι οι ελπίδες νίκης τους. Αν είχε φτάσει σε τέλμα ο Αρχιστράτηγος, ένιωθαν ότι κάθε φως έσβηνε. Έτσι, ο Νέστωρ, με τη σοφία και την ψυχραιμία του, σίμωσε κι έπιασε τον Μέγα Άνακτα από τους ώμους πατρικά.
«Έλα, Ατρείδη ύψιστε, να δώσουμε το σωστό παράδειγμα. Θα έχουμε χρόνο άπλετο για θρήνους κι ελεγείες αργότερα, αφού πλυθεί όπως πρέπει ο νεκρός κι ετοιμαστεί καθάριος για τη νεκρική κλίνη. Δεν είναι ορθό να παραμένει ακάθαρτος· ας αφήσουμε τους ανθρώπους του να πράξουν τα δέοντα γαλήνια.»
«Πολύ σωστά,» σηκώθηκε ο Αγαμέμνων με ώμους καταβεβλημένους κι έφυγε σιγανά, για να τον μιμηθούν όλοι οι παρευρισκόμενοι εκτός από ελάχιστους που παρέμειναν· τους πιο στενούς του υπασπιστές των Μυρμιδόνων, με τις εναπομείνασες δούλες, που σήκωσαν το σώμα και το έφεραν μέσα στην καλύβα, για να νιφτεί κι αρωματιστεί άψογα.
Ωστόσο, η ησυχία δεν κράτησε για πολύ, μιας κι ο Διομήδης κατέφθασε, αναστατωμένος φανερά κι έξαλλος, έτοιμος να εκραγεί από θυμό κι άγχος, διότι στον νου του έπαιζε η ίδια απορία που απασχολούσε πολλούς μετά το πέρας της μάχης μα κανείς δεν τολμούσε να την εκφράσει ρητά.
«Πού είναι ο Οδυσσέας;» Πέταξε την ερώτηση στο πουθενά πρακτικά, ενώ τα μάτια του ερευνούσαν παντού, λες κι έψαχνε ένα έντομο ή έναν σπόρο.
«Πώς να γνωρίζουμε, παιδί μου;» Του απάντησε ο Φοίνικας με κίβδηλο ενδιαφέρον. «Δεν το έχουμε δει, δεν έχει έρθει εδώ.»
«Έπεσε στη μάχη, το είδα. Έπεσε, παλεύοντας να σώσει τον Πρίγκιπα σας και δεν ξέρετε πού είναι,» δε δίστασε να αποκριθεί επικριτικά ο γιός του Τυδέα. «Σηκώθηκε, όμως, κονιορτός και βοή, έπεσαν πάνω του σαν τους γύπες οι εχθροί, ώστε τον έχασα από τα μάτια μου και μέσα στα πτώματα δεν τον βρήκα!» Τα ματωμένα κι αποκρουστικά λασπωμένα χέρια του μαρτυρούσαν ότι δεν υπερέβαλε. Είχε ψάξει μέσα στα πτώματα. «Ακούσατε τίποτα, τουλάχιστον; Έχει περάσει όλος ο στρατός από εδώ σήμερα.»
«Εμείς δεν ήμασταν εκεί, Πρίγκιπα Διομήδη,» πήρε τον λόγο ο Μενέσθιος. «Μόνο ο γιός του Τελαμώνα ήταν· αυτόν να ρωτήσεις, λοιπόν. Στη θέση σου, πάντως, θα έλεγα κάτι για τον νεκρό μας· ως κι ο μεγάλος Ατρείδης ήρθε κι έχυσε δάκρυα για αυτόν. Εσύ θα αποδειχθείς πιο σκληρόκαρδος από τον Αγαμέμνονα;»
«Δεν επιλύσαμε ποτέ τις διαφορές μας ούτε απολογήθηκε για τον θάνατο του Θερσίτη, ενώ με τον Αγαμέμνονα συμφιλιωθήκαν απόλυτα. Αν τον θρηνήσω τώρα, θα είμαι ο χείριστος υποκριτής,» έφτυσε τα λόγια ο πορθητής της Θήβας και τους γύρισε την πλάτη, τρέχοντας στην καλύβα του Αίαντα.
Σαν εισήλθε στο λιτό δώμα, τον υποδέχτηκε ο Τεύκρος, παραξενευμένος που τον έβλεπε.
«Διομήδη, τι σε φέρνει εδώ; Αν γυρεύεις λάφυρα από τον αδελφό μου, σε βεβαιώ, δεν έλαβε κανένα. Όπως θαρρώ ότι είδες, κανένας νεκρός δε γυμνώθηκε σήμερα.»
«Τον αδελφό σου γυρεύω μα όχι για αυτό. Αναζητώ τον Οδυσσέα, δεν τον βρήκα στο πεδίο της μάχης κι έπεσε, αυτό είδα μονάχα. Αν τον έχουν αιχμαλωτίσει, πρέπει να-»
«Πέρασε μέσα, Τυδείδη,» εμφανίστηκε από τα ενδότερα η Τέκμησσα, που κρατούσε ματωμένα πανιά σε ζεστό νερό βουτηγμένα. «Έλα να πλυθείς και θα σου πω για τον Οδυσσέα,» συμπλήρωσε, παρατηρώντας τα χέρια του.
Του πρόσφερε νερό καθαρό, έναν σπόγγο κι αρωματικό έλαιο, για να καθαριστεί πλήρως, χωρίς λέξη. Ο Τεύκρος εξαφανίστηκε, μουρμουρίζοντας κάτι για τον μικρό Ευρυσάκη.
«Διομήδη, ίσως πράξαμε αλόγιστα και λανθασμένα μα ζητούμε την κατανόησή σου. Φοβόμαστε κι ανησυχούμε για τον Οδυσσέα όσο κι εσύ,» του είπε η Τέκμησσα, καθώς στέγνωνε τα χέρια. «Μαζί με την κατανόηση και την εχεμύθειά σου για όσο χρειαστεί.»
«Τέκμησσα, δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τι μου κρύβετε,» η ανησυχία του γιγαντώθηκε.
«Έλα,» του ένευσε. «Δε θα σου κρύβεται τίποτα πια.»
Την ακολούθησε ανυπόμονα, με το μυαλό άδειο, για να μη σκέφτεται τα χειρότερα κι οδηγηθεί στην παράνοια. Διάβηκαν ένα δέρμα αρκούδας που χώριζε τον έναν χώρο από τον άλλον σαν πόρτα και βρέθηκαν σε ένα δώμα απόκρυφο, που μύριζε κλεισούρα κι αίμα ξερό. Από τη μια, είχε απλώσει όπλα παλιά ο Μεγάλος Αίας κι ο Τεύκρος τόξα, από την άλλη, είχαν στήσει ένα κρεβάτι βεβιασμένα και πρόχειρα, απόλυτα κατάλληλο, όμως, για έναν τραυματία και μελετημένο. Δεν απόρησε ο Διομήδης· η κλίση και το τάλαντο της Τέκμησσας ήταν πασίγνωστα και περιβόητα· τα είχε βιώσει κι ο ίδιος στη σκηνή των Ασκληπιάδων. Στην κλίνη είχαν αποθέσει τον Οδυσσέα κατάχλωμο και στο προσκεφάλι του καθόταν ο Αίας αυτοπροσώπως, με έκφραση ταυτόσημη της δίκης του· καθαρής ανησυχίας, αγωνίας, αβεβαιότητας.
Ο Διομήδης ζύγωσε διστακτικά, φοβισμένα, σαν να φοβόταν ότι κι αυτό το βήμα του θα μπορούσε να προκαλέσει κακό, είχε τρομάξει.
«Αία, ζει;» Σιγοψιθύρισε δειλά.
«Ζει,» έσπευσε να τον βεβαιώσει με ένα φιλικό χέρι στην πλάτη. «Μα, από τότε που δέχτηκε την πέτρα στην κεφαλή, δεν έχει ξυπνήσει.» Έδειξε θλιμμένα τη θρυμματισμένη περικεφαλαία σιμά του. «Καταστράφηκε από την πέτρα και τρέμω μην είχε την ίδια τύχη κι ο νους του. Ζωντανός νεκρός θα μείνει, αν γίνει αυτό.»
«Τον εξέτασε κανείς;»
«Έπραξα όσα μπορούσα κι έφερα και τον Μαχάονα κρυφά, διακριτικά,» απάντησε η Τέκμησσα. «Προφασίστηκα δυσλειτουργίες στην εγκυμοσύνη μου. Τον ορκίσαμε να μη μάθει κανείς ότι βρίσκεται εδώ ο Οδυσσέας.»
«Μα γιατί;» Ήθελε να ουρλιάξει ο γιός του Τυδέα. «Ήδη στον στρατό οργιάζουν οι φήμες ότι τον σκότωσαν και τον σκύλευσαν οι εχθροί. Είδαν την πτώση του σχεδόν όλοι, δεν ήταν δύσκολο, άλλωστε. Μα, όσα συνέβησαν μετά, αφότου έφερες, Αία, τον Αχιλλέα πίσω, δεν τα είδε κανείς και μόνο εικασίες μοιράζονται.»
«Δεν έχει σημασία τι συνέβη μα ότι ο Οδυσσέας δεν κινδυνεύει από τον εχθρό,» έσκυψε το κεφάλι ταπεινά ο γίγας.
Ο Διομήδης στράφηκε στην Τέκμησσα, που ποτέ δε διατηρούσε ταπεινότητα, όταν επρόκειτο για τον σύζυγό της.
«Ο Αίας επέστρεψε στο πεδίο της μάχης, σήκωσε τον Οδυσσέα και τον έφερε εδώ, πριν πάρει είδηση κανείς· τον έσωσε.»
«Πράγματι· τον έσωσες!» Επέστρεψε το βλέμμα στον γιό του Τελαμώνα κλαίγοντας σχεδόν από ευγνωμοσύνη.
«Έκανα αυτό που όφειλα και τίποτα άλλο,» διατήρησε σκυμμένο το κεφάλι του ο Αίας, απορρίπτοντας επαίνους και δοξασίες.
«Όμως, γιατί τον κρατάτε κρυφό από όλους; Γιατί τόση μυστικότητα;» Άλλαξε το θέμα εύλογα ο Διομήδης.
«Αν μαθευτεί ότι κι ο Οδυσσέας είναι αμφίβολο αν θα επιβιώσει ή πώς θα επιβιώσει, ο στρατός θα πέσει σε φοβερή δυσμένεια, το ηθικό θα τσακιστεί ολότελα,» αποκρίθηκε το προφανές η Τέκμησσα. «Καλύτερα να βασιλεύει η αδιόρατη εικασία παρά η ωμή απογοήτευση, Διομήδη. Ο Μαχάων κι εγώ θα αγωνιστούμε να τον κρατήσουμε ζωντανό και να τον ξυπνήσουμε. Αν αποτύχουμε, οι Θεοί ας μας βοηθήσουν.»
«Άφησε τους Θεούς, Τέκμησσα,» την επέπληξε οξεία ο συμβίος της. «Μονάχα στην τέχνη σας πιστεύω.»
«Το ξέρει κάποιος άλλος αυτό;» Ρώτησε και πάλι ο Τυδείδης.
«Ο Αγαμέμνων. Φρόντισα να τον ενημερώσω ευθύς, γιατί, ως ύπατος, επιβάλλεται να γνωρίζει τα πάντα.»
«Πολύ σοφά έπραξες,» τον επαίνεσε και πάλι ο Διομήδης.
Απέφευγαν να κοιτάζουν τον τραγικά ακίνητο Οδυσσέα. Δε θύμιζε τίποτα αυτό το γαλήνιο, ανέκφραστο πλάσμα από τον πολυμήχανο γιό του Λαέρτη, που διαρκώς συλλογιζόταν, υπολόγιζε, μετρούσε, διαλογιζόταν κι ενδοσκοπούσε ακόμη και στον ύπνο του. Φαινόταν υπερβολικά ξέγνοιαστος ο πιο μυστηριώδης και κρυψίνους των Δαναών.
Η Τέκμησσα του άλλαξε τον επίδεσμο στο κεφάλι με έναν νέο, καθαρό κι έφυγε, για να δροσίσει το πρόσωπό της. Η ζέστη κι η άπνοια της έφερναν αβάσταχτη δυσφορία κι υπέφερε κρατώντας την κοιλιά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ίφις ψυχρά, νωχελικά, χωρίς περιττές βιασύνες κι ορυμαγδούς, έπλενε ένα προς ένα τα μέλη του Αχιλλέα, σχολαστικά τα σκούπιζε κι άπλωνε μύρα ευωδιαστά, ώστε όλη η ξύλινη σκηνή μοσχομύριζε, σαν να ετοιμάζονταν για νυμφώνες κι υμέναιους, ουδέποτε για θρήνο. Ο γέροντας Φοίνιξ είχε αποσυρθεί για λίγο· ντρεπόταν να κλαίει και να θρηνεί μπροστά στους σκλάβους, ενώ ο Μενέσθιος κι ο Πείσανδρος φοβούνταν και να ανασάνουν. Δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν ακόμα το γεγονός. Ήθελε να γελάσει με την αμηχανία τους· εκείνοι, που έσφαζαν άνδρες και λούζονταν στο αίμα τους έτρεμαν με έναν θάνατο. Εκείνη μονάχα όρνιθες και χοίρους έσφαζε, για να τα μαγειρεύει. Εν τέλει, ένιωθε ότι ο νεκρός Αχιλλέας δε διέφερε σε τίποτα από έναν νεκρό χοίρο.
«Πόσο τραγική η ειρωνεία της Τύχης,» μονολογούσε, χωρίς ίχνος προσοχής στους Μυρμιδόνες παρόντες. «Δεν απέμεινε κανείς να τον κλάψει όπως του αρμόζει -όπως αρμόζει στον καθέναν. Ο πατέρας του είναι μακριά, οι άνθρωποι του, ο Πάτροκλος κι η Βρυσηίδα, χάθηκαν και μόνο η γριά παραμάνα του απέμεινε. Η μητέρα του άφαντη, αφού την εκδίωξε σε ξέσπασμα μανιώδες. Κρίμα, πράγματι, κρίμα, γιατί η μοναξιά στον θάνατο, νομίζω, είναι τόσο σκληρή όσο στη ζωή.»
Σαν να περίμενε το έναυσμα, την κλήση κάποιου ανθρώπου, η πόρτα κίνησε και φανέρωσε την πανώρια Θέτιδα, ενδεδυμένη στα ολόμαυρα, ώστε έμοιαζε με Ερινύα παρά με Νηρηίδα, απεριποίητη και πρόδηλα ταλαιπωρημένη. Προς στιγμήν, φάνταζε θνητή.
«Παραμερίστε,» πρόσταξε σιγανά. «Θα αναλάβω εγώ το παιδί μου.»
Οι Μυρμιδόνες έφυγαν, με μια γρήγορη υπόκλιση. Η Ίφις αποτραβήχτηκε κι άφησε τα δοχεία των αρωμάτων αλλά δεν αποσύρθηκε. Κάθισε πειθήνια σε ένα σκαμνί και σταύρωσε τα χέρια. Η Θεά την κοίταξε παραξενευμένη.
«Μπορεί να χρειαστείς βοήθεια, κυρά,» αποκρίθηκε μονότονα και δε μετακινήθηκε πιθαμή.
Δεν της μίλησε ξανά, αφιερώνοντας πια όλη την προσοχή και τη φροντίδα στον νεκρό μοναχογιό της. Είτε εξαιτίας της πρόρρησης και πρόγνωσης είτε εξαιτίας του πόνου που είχε βιώσει ο Αχιλλέας τους τελευταίους μήνες, η Θέτις δεν είχε ακόμη χύσει δάκρυ, επειδή μια σκέψη σκαιά σκάλιζε τον νου της· δεν είχε θανατωθεί ο γιός της μα είχε λυτρωθεί κι ησυχάσει. Νεκρός κι άψυχος φάνταζε άκακος, εντελώς ήρεμος, όπως όταν ήταν μωρό και τον θήλαζε, πριν τον χάσει. Έκτοτε, ποτέ δεν τον είχε αντικρίσει πραγματικά γαλήνιο, εύχαρο, ευτυχισμένο.
Κατάπιε έναν κόμπο κι άνοιξε το δοχείο που είχε μαζί της. Έφερε αμβροσία μόλις παρασκευασμένη από την Εστία. Ερχόταν από τον Όλυμπο, όπου μόνο τη σεπτή παρθένα του Οίκου είχε συναντήσει· όλοι οι άλλοι αθάνατοι είτε γιόρταζαν θρίαμβο είτε την απέφευγαν επιμελώς. Το στόμα της είχε συγκρατήσει μια φαρμακερή πίκρα. Είχε κάνει τα πάντα και πάλι, δεν αρκούσαν.
Άρχισε να τον τρίβει με στοργή κι επιμονή σε όλο το σώμα με την αμβροσία, για να αναζωογονηθεί, να πάψει να είναι τόσο ωχρό, ζαρωμένο κι εξαθλιωμένο. Έπειτα, του εναπόθεσε τα χέρια στα πλάγια και το πρόσωπο το σμίλευσε σαν τεχνήτρια. Του πρόσφερε τη γνώριμη του ανησυχία, τον θυμό, τη συσσωρευμένη οργή και θλίψη κι έτσι, ο Αχιλλέας επέστρεψε εμπρός τους, σαν να κοιμόταν μονάχα.
«Τελείωσες κι εσύ μαζί του, το ξέρεις,» είπε στην Ίφιδα, χωρίς καν να την κοιτάζει ή να αποσπάται από το μακάβριο έργο. «Εσύ κι όλες του οι δούλες θα διαμοιραστείτε στους άλλους Αρχηγούς σαν λεία λύκων και θα συρθείτε σε μοίρα κακιά, διότι δε θα βρεθεί ποτέ άνδρας ισάξιος του παιδιού μου, να σας φερθεί τόσο έντιμα.»
Η Ίφις δεν άντεξε· ξέσπασε σε γέλιο τραχύ, άγριο, ανεπιτήδευτο, σαν να τρανταζόταν ολόκληρη και θυμήθηκε τη ρήση που άκουγε κι ειρωνευόταν μα περιείχε, τελικά, μια μεγάλη αλήθεια· στους νυμφώνες βασίλευε το δάκρυ και στις κηδείες το γέλιο. Ουδόλως την ένοιαζε αν είχε εμπρός της μια πανίσχυρη Θεά της Θάλασσας, που άλλαζε μορφές και διέταζε τα ύδατα.
«Ο γιός σου, κυρά, νομίζοντας ότι μια δούλα είχε προκαλέσει τον θάνατο της Βρυσηίδας, θανάτωνε ανεξαιρέτως όλες μας κι όσες επιζήσαμε σταθήκαμε τυχερές, αφού τον σταμάτησαν με τη βία. Δεν άκουσα ποτέ τέτοιο πράγμα για τον Αγαμέμνονα -γιατί αυτόν εννοείς και τον περίγυρο του. Δεν υπονοώ ότι αυτοί είναι άψογοι κι άμεμπτοι αλλά θέλω να σε βεβαιώσω ότι ο γιός σου δεν υπήρξε ανώτερος τους ποτέ· μονάχα ίσος.»
«Πάψε να αμαυρώνεις και να ατιμάζεις τη μνήμη του νεκρού σαν τον χειρότερο υβριστή-»
«Στη θέση σου, θα διατηρούσα επιεική κι αναίμακτη στάση,» την κοίταξε κατάματα η ατρόμητη Ίφις, που δεν είχε απολύτως τίποτα να χάσει μα ήξερε την αξία της. «Αν με σκοτώσεις, ποιά θα μαγειρέψει για τον θρήνο και την κηδεία του γιού σου; Όλες τις άλλες που γνώριζαν την τέχνη της μαγειρικής τις θανάτωσε αυτός.»
Δεν της απάντησε. Σηκώθηκε όρθια, άφησε τα σύνεργα της εκεί κι εξήλθε τρέχοντας από τη σκηνή, για να φτάσει στην ακροθαλασσιά και να επανενωθεί με το σπίτι της, τη Θάλασσα. Εκεί, ενόσω γονάτιζε κι ανάσαινε βαριά, με το στήθος να ματώνει και το γάλα της μητέρας να χωλαίνει, έχυσε το πρώτο της δάκρυ, που κύλησε ήσυχα κι έπεσε στο νερό. Βυθίστηκε κι ομογενοποιήθηκε με τον αφρό, ταξίδεψε στα έγκατα του Αρχιπελάγους, το άκουσαν όλες οι Θεές κι ο Ελλήσποντος σείστηκε.
Η θάλασσα εμπρός του πλοίου του Πηλείδη υποχώρησε, για να αναδυθούν από τα μαύρα της νερά οι κόρες του Νηρέα όλες, με επικεφαλής την ίδια την Αμφιτρίτη, που έρχονταν -μαυροντυμένες κι αστόλιστες- να συμπαρασταθούν στην αδελφή τους και να συμπάσχουν στο βαρύ της πένθος. Όλες την αγαπούσαν τη Θέτιδα, διότι δίκαια ήταν προστάτιδα των παιδιών· σε όλους φερόταν με συμπόνοια, στοργή, κατανόηση, ήθος, ιδίως στο αίμα της. Ήταν κρίμα μέγιστο κι ειρωνικό που ο μόνος που είχε αποτύχει να αποδείξει την απύθμενη αγάπη της ήταν το παιδί της.
Οι Νηρηίδες διάβηκαν την παραλία, αγκάλιασαν την αδελφή τους και τη βοήθησαν να πορευθεί σιμά τους πίσω στη σκηνή, χωρίς πρόθεση να την αφήσουν μόνη σύντομα. Ταυτόχρονα, από τον Όλυμπο κατευθείαν, κατέβηκαν οι εννέα ασύγκριτες κόρες της Μνημοσύνης, οι Μούσες, οι ανώτατες κι άριστες αοιδοί και μουσικοί, αυτές που θα συνόδευαν τον θρήνο προς στήριξη στη Θέτιδα.
Μπήκαν όλες μαζί -εξήντα σχεδόν Θεές- στη σκηνή και τη γέμισαν. Η Ίφις αποσύρθηκε στη γωνιά που κάποτε σύχναζε η Βρυσηίδα κι έπιασε το σάβανο που κεντούσε για τον Αχιλλέα. Το δίχως άλλο, μετά το πολυήμερο πένθος, θα ήταν πανέτοιμο για την ταφή.
Η Ευτέρπη άρχισε πρώτη, με τον διπλό αυλό της, μια μελωδία μελαγχολική, θλιβερή. Η Ερατώ με την άρπα συνόδευε χωρίς καμία ρομαντική διάθεση, ενώ η Τερψιχόρη στεκόταν ακίνητη, δε χόρευε. Η Ουράνια, η Πολύμνια, η Κλειώ, η Θάλεια και η Μελπομένη έπιασαν πενταφωνικό άσμα κι η Καλλιόπη άρχισε να ψέλνει έναν παιάνα πένθιμο, που ιστορούσε όσα μεγάλα κι αξιομακάριστα είχε πράξει ο Αχιλλέας.
«Έφυγες, αγόρι μου κι έσβησε για πάντα κι η δική μου ζωή,» έκλαιγε άηχα πάνω από τον νεκρό της γιό η Θέτιδα, τον κρατούσε και φιλούσε το παγερό πρόσωπο. «Ας χαίρονται τώρα η Ηώς η Πρωϊνογέννητη, ο Άρης, ο Απόλλων, ο Αξιός κι αυτός ο Πρίαμος με τους ζώντες γιούς του. Αναρωτιέμαι μονάχα αν όλων αυτών η αγαλλίαση φτάνει να αντισταθμίσει τη θλίψη και τον θρήνο μου για τον μοναχογιό μου τον ασύγκριτο. Δεν ήθελα ποτέ να παντρευτώ, πόσω μάλλον με άνδρα θνητό αλλά μου υποσχέθηκαν έναν γιό τρανό, ανώτερο όλων των θνητών και συναίνεσα χωρίς καμία θέληση ή λαχτάρα για τον Πηλέα. Κάτι πικρό κρεβάτι του έμεινα κι υπέμεινα κάθε υποτίμηση, ύβρη, ράπισμα κι εξευτελισμό για τον υπέροχο γιό μου. Υποτάχθηκα, όπως δεν αξίζει στα παιδιά του Νηρέα· εγώ, που μπορώ να γίνω φωτιά και να κάψω όλη τη Φθία, να τους πνίξω σαν χείμαρρος, να τους συνθλίψω σαν δράκος αλλά υποτάχθηκα στον Πηλέα. Η μόνη μου ανταμοιβή για αυτές τις πληγές ή και το βάλσαμο ήταν αυτό το παιδί και να, ο Δίας κι οι άκαρδες Μοίρες μου το πήραν. Έτσι μου ξεπλήρωσε τη σωτηρία και τη νίκη που του πρόσφερα, όταν το ίδιο του το αίμα επαναστάτησε εναντίον του; Έτσι προδίδει αυτήν που του έσωσε τον γιό, σαν τον πέταξε η παρανοϊκή του σύζυγος από τον Όλυμπο;»
Οι ύστατες φράσεις της έμοιαζαν πιότερο με κραυγές κι η ίδια πια άρχισε να βρυχάται με λυγμούς και να τραντάζεται όλο το θείο, αθάνατο κορμί που καταριόταν την αθανασία του.
Οι Μούσες συνέχισαν τους ψαλμούς δακρύζοντας μα η Καλλιόπη σίγησε την απαγγελία και την πλησίασε ήσυχα, για να γονατίσει δίπλα της και να την αγκαλιάσει.
«Πάψε να οδύρεσαι, Θέτις. Ξέσπασε τον πόνο σου όσο λαχταράς μα μην αναλώνεσαι στον θρήνο,» τη νουθέτησε γλυκά, σαν μητέρα. «Μην καταριέται τον Δία ούτε κανέναν άλλον, διότι από τις Μοίρες δαμάστηκαν άπαντες οι γιοί Θεών κι ανθρώπων. Ξεχνάς τον Θησέα, τον γιό του Ποσειδώνα, τον ισόθεο Ασκληπιό ή και τον ίδιο τον Ηρακλή και τον Σαρπηδόνα, γιοί του Δία φοβεροί;» Πήρε μια βαθιά ανάσα, προτού συνεχίσει. «Μήπως ξέχασες το δικό μου παιδί που έσβησε με πόνο ανείπωτο, τον Ορφέα; Εκείνος δάμαζε με τη μουσική του τον άνεμο, τα ύδατα, την πλάση, εκείνος νίκησε τις Σειρήνες κι έφερε δάκρυα στους Άνακτες και τους Κριτές του Κάτω Κόσμου. Τι σημασία είχαν αυτά; Απλά, σφάχτηκε και διαμελίστηκε βασανισμένος από τις Μαινάδες του Διονύσου μια μέρα.» Η Θέτις της έσφιξε το χέρι στοργικά, σε πλήρη ταύτιση του πόνου της. «Να ορθωθείς και πάλι, Θέτις. Δεν αρμόζει στους Θεούς να κλαίνε και να οδύρονται, σαν να είναι οι Μοίρες τους κοινές με των Ανθρώπων. Μήπως ο γιός σου θα ξεχαστεί, εξάλλου; Αιώνια θα τον μνημονεύουμε, αλησμόνητος θα κυριεύει καρδιές και νόες των λαών για πάντα, όσο μιλούν και τραγουδούν οι άνθρωποι. Εγώ κι οι αδελφές μου παντοτινά θα τον φέρνουνε στα άσματα των αοιδών κι όσο για τις άλλες αδελφές μας, τις τρεις μοναχικές, που υφαίνουν και κόβουν αέναα, μη θυμώνεις· αυτές κυβερνούν τους πάντες και τα πάντα κι ορίζουν. Εν τέλει, να σκέφτεσαι μόνο ότι ο Αχιλλέας έφυγε όπως επέλεξε· με υστεροφημία θρυλική έναντι μιας ζωής μακράς κι αφανούς.»
«Κι ευτυχισμένης,» κατέληξε η Νηρηίδα κι έσκυψε το κεφάλι. Εκείνη, στα χιλιάδες έτη ζωής της, δεν είχε βρει την ευτυχία κι αναρωτιόταν αν ο θνητός της γιός -όσο μακρά βίωνε τη φευγαλέα ζωή του- θα κατάφερνε ποτέ να ευτυχήσει αληθινά.
Ολονυχτίς, έμειναν οι Μούσες κι οι Νηρηίδες σιμά της και τραγουδούσαν και υμνούσαν και την παρηγορούσαν, για να μην ήταν μόνη την πρώτη νύχτα του πένθους.
Ο Αγαμέμνων κάλεσε τους Αρχηγούς και πρότεινε να μαζευτούν ξύλα αμέτρητα για την πυρά του νεκρού και να δοθούν μαζί του να καούν όλοι οι αιχμάλωτοι Τρώες που είχαν συγκεντρώσει, όπως είχε δώσει ο Αχιλλέας τους δώδεκα στον Πάτροκλο. Η πρόταση του πέρασε σχεδόν παμψηφεί κι όταν ο Μηριόνης πήρε το θάρρος και ρώτησε για τον Οδυσσέα, δεν του απάντησε κανείς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο γιός του Λαέρτη κρατούσε ένα φτυάρι ασημένιο, βαρύ και μια αξίνα, για να σκάβει και τις μεγάλες πέτρες εύκολα. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο· η εργασία του είχε τελειώσει. Περίμενε να φέρουν τον νεκρό τυλιγμένο, να θαβόταν και να αναπαυόταν επιτέλους.
Δεν τον έφερναν οι Μυρμιδόνες· τι παράξενο. Ο Τεύκρος κι ο Λοκρός Αίας τον έφερναν, σε ένα υπερμέγεθες φορείο, σαν να έθαβαν γίγαντα κι όχι τον βροτό γιό του Πηλέα. Η καρδιά του πάγωσε, μάτωσε, τα μέλη δεν άντεξαν και γκρεμίστηκε σαν βράχος από κεραυνό. Το απέδωσε στην κόπωση.
Ακολούθησε η Τέκμησσα που σπάραζε και μετά βίας στεκόταν όρθια, που δεν του έριχνε ματιά παρά τα νοήματα που της έκανε. Σαν να μην τον έβλεπε ή άκουγε καν.
Όταν, όμως, γύρισε κι αντίκρισε τον Τεύκρο, ο τρόμος τον κατέβαλε. Δεν είχε δει ποτέ τόσο μίσος κι οργή συσσωρευμένα στο ευγενές πρόσωπο του νέου.
«Εσύ, τέρας, σκότωσες τον αδελφό μου!»
Μετακίνησαν τα σάβανα. Δεν ήταν ο Αχιλλέας ο νεκρός μα ο Μέγας Αίας.
Λαχτάρησε να τον κατάπινε η γη, όπως τον Αμφιάραο. Κι έτσι, έγινε· το χώμα υποχώρησε κάτω από τα πόδια του και τον κατάπιε.
Βρέθηκε σε ένα μέρος κρύο, βραχώδες, τραχύ, παντελώς σκοτεινό. Δεν ήξερε αν ανάσαινε, η άπνοια τον έπνιγε. Ίσως έτσι ήταν ο Κάτω Κόσμος.
Μια φωνή έφτανε στα αυτιά του, απροσδιόριστη, σχεδόν μη ανθρώπινη. Σαν ένα βουητό, ένα τσιριχτό σφύριγμα και κουδούνισμα ανόσιο. Δεν ξεχώριζε τίποτα μέσα στο σκοτάδι και σαν άρχισε να κυριαρχεί η φωνή πάνω από τις βοές, ευχήθηκε να μην την είχε ακούσει ποτέ.
«Αγόρι μου. Σπλάχνο μου... Γιατί μας πρόδωσες; Γιατί μας αδίκησες κι αμαύρωσες το όνομα σου; Στην Τροία σε έστειλα, για να γυρίσεις ήρωας μέγας, μεγαλύτερος του Αργοναύτη πατέρα σου, όχι για να καταστραφείς...»
«Πού είσαι, μητέρα;» Ούρλιαξε στο σκοτάδι και πόνεσε ο λάρυγγας. «Δε σε βλέπω!»
«Εδώ,» απάντησε η φωνή στα αριστερά του μα δεν αντίκρισε την Αντίκλεια αλλά τον Παλαμήδη.
Ήταν όπως ακριβώς τον είχε δει για τελευταία φορά· αιμόφυρτος, παραλυμένος, με μέλη παραμορφωμένα από τις πέτρες που είδε δεχτεί, με ένα νεκρωμένο δεξί χέρι να κρέμεται αποκρουστικά και μια τρύπα πάνω από το αριστερό αφτί.
«Πίστευα ότι με εμένα θα τελείωνες, Οδυσσέα. Κι όμως, ο λογαριασμός αίματος σου στον Άδη μεγαλώνει.»
«Πού είναι η μητέρα μου; Τι της έκανες;»
Έστρεφε τα μάτια ολούθε φρενήρως, σε παροξυσμό μα έβλεπε μόνο τον γιό του Ναυπλίου.
«Εγώ δεν έκανα τίποτα,» μειδίασε και φάνηκε ο καύκαλος του αποτρόπαια. «Εγώ μονάχα ήθελα να σε φέρω στον Πόλεμο κι επιστράτευσα όλα τα μέσα. Εσύ, πάλι, έκανες και θα κάνεις πολλά, τέρας. Εφεξής, θα σε επισκέπτομαι συχνά, γιατί μου έλειψαν οι συζητήσεις μας.»
Κάθε λέξη του φαρμάκι, κάθε βλέμμα του σαν σαΐτα τον διαπερνούσε οδυνηρά. Δεν τολμούσε να μιλήσει. Ύστερα, ο Παλαμήδης σήκωσε μια πέτρα από το πουθενά και την πέταξε στο κεφάλι του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Την επομένη, η Ηώς ξημέρωσε ευτυχής, χαμογελαστή, ανακουφισμένη, την ωραιότερη αυγή της.
Στην Τροία, ετοίμαζαν την κηδεία του Γλαύκου, ενώ το πένθος των έντεκα ημερών για τον Αχιλλέα μόλις ξεκινούσε. Οι Μυρμιδόνες κοιμούνταν γύρω από τη σκηνή του, κατάχαμα και στην άμμο, δεν τον άφηναν ποτέ.
Ενώ ετοιμαζόταν η πυρά του Αχιλλέα, οι Τρώες είχαν κιόλας έτοιμη αυτήν του Γλαύκου. Άναψαν τη φωτιά, για να αποχαιρετίσουν τον γιό του Ιππόλοχου, τον εγγονό του Βελλεροφόντη, μα δεν κάηκε ποτέ. Τον σήκωσε στα χέρια του από τα ξύλα ο Απόλλων και τον μετέφερε μακριά, στη Λυκία πίσω στην πατρίδα, κάτω από τα φαράγγια της Τηλάνδρου, σε χώρο ιερό, λατρευτό κι άνωθεν έθεσε πέτρα άθραυστη, αιώνια. Εκεί, οι κόρες του Ωκεανού, οι Ναϊάδες, έζωσαν τον τάφο του με ύδατα και τον έκαναν ποταμό, που για πάντα έμεινε γνωστός ως Γλαύκος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν η Ελένη έφερε την Πολυξένη στην Κασσάνδρα εκείνη, τρέμοντας από χαρά, αγαλλίαση, ανακούφιση, έπεσε στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της νεότερης και τα φίλησε με στοργή και λατρεία, σαν να ανήκαν σε Θεά.
«Εύγε, μικρή μου,» είπε δακρύζοντας, χαϊδεύοντας το κεφάλι της σαστισμένης νέας, που είχε σκύψει το κεφάλι ταπεινά. «Ευλογημένη να είσαι πάντα, που έπραξες άριστα κι ελευθέρωσες την πατρίδα από το παράσιτο των Μυρμιδόνων.» Απότομα, στράφηκε στην Ελένη, με μια λάμψη μάλλον χρυσή στο βλέμμα. «Τώρα, εσύ, θα μας λυτρώσεις από το μίασμα που τρέφουμε στο παλάτι.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν το κεφάλαιο!
Πώς σας φάνηκε;
Είπα που λέτε -καθώς έγραφα το κεφάλαιο. Τι παραπάνω έχει ο Daemon Targaryen από τον Οδυσσέα; Απολύτως τίποτα.
Έτσι και καταλάβατε τι εννοώ, σας αγαπάω ένα τσικ παραπάνω 😆
Στο επόμενο κεφάλαιο, θα δούμε την κηδεία, τους ταφικούς αγώνες -που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον προειδοποιώ- κι αν μας παίρνουν οι λέξεις, θα ξεκινήσει και λίγο το βαρύ πρόγραμμα...
Μέχρι τότε, ελπίζω να μην αργήσει, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top