LIX~Η Τιμή και Η Δόξα
Ο Nicholas Hoult ως Τελαμώνιος Αίας είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρων...
Για άλλη μια φορά, στη θέα των πανώριων, ασύγκριτων, εξόχων όπλων του Πηλείδη, οι Αχαιοί απλά στέκονταν και θαύμαζαν χωρίς λόγια. Δεν μπορούσαν, άλλωστε, να ειπωθούν πολλά για την απόλυτη τελειότητα, που είχε δομηθεί από χέρια θεία και φορεθεί από τον πλέον άρτιο ημίθεο.
Πώς θα μπορούσε ποτέ κανείς να υμνήσει αρκετά τη μοναδική ασπίδα, εκείνο το έργο τέχνης το περίφημο, το άψογο, το λιτό κι υπερπλήρες συνάμα; Ή μήπως θα μπορούσε να περιγράψει επάξια τις χρυσές περικνημίδες και τον θώρακα στολίδι; Όλα τα είχε απλώσει στον βωμό της Αγοράς η Θέτις, μαζί με την αστραφτερή περικεφαλαία, το δόρυ του Πηλέα και το ξίφος με την ελεφάντινη λαβή, σε ασημένιο θηκάρι και χρυσή ζώνη. Η περικεφαλαία τρόμαζε και μόνο στη θέα, γιατί εκεί ο Ήφαιστος είχε φιλοτεχνήσει τον μανιασμένο Δία, που πάνοπλος και με τους κεραυνούς μαχόταν τους Τιτάνες.
Σαν τον Αποσπερίτη στον αιθέρα, έτσι έλαμπαν τα όπλα και ξεχώριζαν, όπως κι ο Τελαμώνιος Αίας ανάμεσα στους Αργείους.
«Μας τιμάς, Θέτις, απεριόριστα, με αυτήν την προσφορά,» σηκώθηκε ο Αγαμέμνων, με μια ευγενή υπόκλιση. «Μολαταύτα, δεν μπορούμε τόσο απλά να αποφασίσουμε, ούτε με αγώνισμα να αποδώσουμε ένα τόσο σπουδαίο, μοναδικό έπαθλο. Θα συσκεφθούμε και σαν ληφθεί η απόφαση, θα ενημερωθείς, για να παραδώσεις την πανοπλία στον πιο άξιο να την αποκτήσει.»
«Καλώς, γιέ του Ατρέα,» έδειξε να κατανοεί η Νηρηίδα και μάζεψε όλα τα όπλα μόνη, για να αποχωρήσει σιγανά και να θρέφει θεωρίες κι εικασίες για το απότοκο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα, τότε είχε ορίσει τη συνάντηση στη μεγάλη καλύβα του ο Αγαμέμνων, με όλους τους Αρχηγούς κι Οπλαρχηγούς των Αχαιών άπαντες θα αποφάσιζαν για τα όπλα του Αχιλλέα. Πρωτύτερα, ωστόσο, είχε καλέσει για δείπνο και πρόωρη συζήτηση τον Νέστορα και τον Ιδομενέα.
«Αγαλλιάζει η καρδιά μου που σε βλέπω και πάλι μαζί μας, Νέστωρ, έστω κι όχι υπό ευχάριστες συνθήκες,» είχε δηλώσει ο Ατρείδης σαν έσφιξαν τα χέρια και το εννοούσε ολόψυχα.
«Η εργασία μας είναι ξεκάθαρη, όπως και το μέλλον,» ξεκίνησε την επίμαχη συζήτηση ο Ιδομενέας, μόλις απόφαγαν κι ήρθαν οι σκλάβοι να μαζέψουν την τράπεζα. «Κανείς δεν αξίζει τα όπλα περισσότερο από τους άνδρες που έσωσαν το σώμα από τους Τρώες.»
«Ωστόσο, δε νομίζεις ότι, αν τους αφήσουμε ανεξέλεγκτους, δε θα σκοτωθούν μεταξύ τους;» Αναρωτήθηκε ο Νέστωρ ανήσυχα. «Θα χάσουμε εν μία νυκτί τον καλύτερο πολεμιστή μας και τον ευφυέστερο.»
«Δε θαρρώ να φτάσουμε στα απόλυτα άκρα, σεβαστέ Νέστωρ,» διαφώνησε ανάλαφρα ο Αγαμέμνων. «Ο Αίας κι ο Οδυσσέας μοιράζονται μια φιλία θαυμάσια, ο Οδυσσέας λειτούργησε στον γάμο του Αίαντα σαν πατέρας της νύφης και τώρα, στη σκηνή του φυλούσε τον Οδυσσέα ο Τελαμώνιος, για να τον προστατεύει ο ίδιος. Δεν μπορώ να προβλέψω ακρότητες με τέτοια προϊστορία.»
«Δεν έχει καμία σημασία η προϊστορία, όταν διακυβεύεται μια τέτοια φοβερή αξίωση. Ο Αίας, άλλωστε, είναι παρορμητικός και δε σκέφτεται πολύ πριν ξεστομίσει τα μεγάλα λόγια του,» εκφράστηκε όπως πίστευε ο Ιδομενέας. «Τούτον οφείλουμε να προσέχουμε ιδιαιτέρως κι εσύ, Ατρείδη, πρέπει να μείνεις διαρκώς ουδέτερος. Μη γείρεις φανερά υπέρ κανενός.»
«Έτσι σκόπευα να δράσω, δε θα σου το κρύψω,» κατένευσε ο Αγαμέμνων. «Πώς προτείνετε, λοιπόν, να οδηγηθεί η συνάντηση;»
«Ας αφήσουμε αμφότερους να μιλήσουν, μα να τους σταματήσουμε αν υπάρξει ένταση κι ύστερα, ας υποβάλουμε ψηφοφορία μεταξύ μας. Στην ευχέρεια των πολλών ας δοθεί το χρίσμα αυτό το μέγιστο.»
«Πάνσοφα, όπως πάντα, μίλησες, Νέστωρ,» τον επαίνεσε ο Ατρείδης. «Ας ελπίσουμε, μονάχα, να μη χρειαστεί να κατευνάσουμε κανέναν.»
Ελάχιστη ώρα αργότερα, άρχισαν να έρχονται οι Αρχηγοί. Ο Τελαμώνιος Αίας ήρθε δεύτερος, μετά τον Μενεσθέα, που είχε καταφθάσει με όλους του τους Στρατηγούς και την πιο μεγαλοπρεπή του πανοπλία.
«Δεν εισάκουσες τη νουθεσία μου, Μενεσθέα. Δεν έφερες τους γιούς του Θησέα,» παρατήρησε ο Ιδομενέας με το φρύδι ανασηκωμένο αποδοκιμαστικά.
«Μη μου κάνεις υποδείξεις, γέροντα, γιατί έχω τον λαό με το μέρος μου. Άπαντες με λατρεύουν· με ονομάζουν τον πιο τακτικό κι εκπαιδευμένο Άνακτα, και θα υπακούσω εσένα, που βρίσκεσαι εδώ μόνο και μόνο επειδή έφερες τα αποκαΐδια της Αυτοκρατορίας του παππού σου;»
«Είσαι λαοφιλής, άραγε, ή απλά λαοπλάνος;» Τον έψεξε ο Άναξ της Κρήτης, ενοχλημένος απροκάλυπτα από τις κατηγορίες. «Έχεις μονάχα κακό να ξεστομίσεις για όλους, μας προκαλείς, μας χλευάζεις κι υποκρίνεσαι τον Μεγάλο Άνακτα, σαν να είσαι ίσος κι όμοιος με τους Ατρείδες!»
«Πάψτε, για όνομα της Αθηνάς,» χτύπησε το σκήπτρο του στο δάπεδο ο Νέστωρ κι επέβαλε σιωπή. «Δεν είμαστε εδώ, για να βαθμολογήσουμε Άνακτες ούτε για να δημιουργήσουμε νέες έχθρες. Θυμηθείτε την ιερότητα του κοινού σκοπού μας και γαληνεύστε.»
Ήρθαν όλοι· δεν έλειψε κανείς. Αυτό είχε να συμβεί από τότε που είχαν συγκεντρωθεί, για να αποφασίσουν για τον λοιμό κι ο Πηλείδης είχε ανακοινώσει με οργή την αποχώρησή του. Ο δε Οδυσσέας, έφτασε από τους τελευταίους, κουτσαίνοντας με τη βακτηρία μόνος, αυτάρκης και στωικός. Τελευταίος, ήρθε ο Διομήδης, που κάθισε δίπλα στον γιό του Λαέρτη επιδεικτικά, σαν το παγώνι της Ήρας.
«Φίλοι μου, φοβερό το καθήκον που μας ένωσε και πάλι, μέσα στο πένθος που διάγουμε μα κι ιερό,» τους καλωσόρισε ο Αγαμέμνων. «Σήμερα, δε θα αποφασίσουμε απλώς για την απόδοση των όπλων του Αχιλλέα, το μεγαλύτερο πιστεύω έπαθλο που θα δώσουμε ποτέ αλλά και για τη μέγιστη τιμή και δόξα ανάμεσά μας. Διότι, όποιος λάβει την πανοπλία αυτή τη θεία, αναμφίβολα θα λογίζεται πλέον ο Πρώτος των Αχαιών. Αναθέτω τον λόγο και τον συντονισμό στον σοφότερο όλων μας· τον Νέστορα.»
Κάθισε ο Ατρείδης και σηκώθηκε ο Νέστωρ, με τον Θρασυμήδη μαζί, που αγχωμένος κοιτούσε ολούθε· δεν είχε ξαναέρθει σε συνάντηση τόσων Αρχηγών ούτε είχε συνοδεύσει ποτέ τον πατέρα. Όλα αυτά, τα έκανε ο Αντίλοχος πάντα.
«Φίλοι μου αγαπημένοι, δε νομίζω ότι υπάρχει δικαιότερο κριτήριο από εμάς τους ίδιους, για να κριθεί η απόφαση αυτή. Ας διαβουλευτούμε μεταξύ μας πώς πρέπει να καταλήξει αυτό το δίλημμα.»
Έλαβε ευθύς τον λόγο ο Ιδομενέας και το σκήπτρο του ρήτορα.
«Δε νομίζω, Άρχοντες, ότι αξίζουν τα όπλα αυτά άλλοι άνδρες πλην του Οδυσσέα και του Τελαμώνιου Αίαντα,» δήλωσε με εντελή σιγουριά. «Αυτοί πολέμησαν, διακρίθηκαν στην τελευταία μάχη κι απέδειξαν ακλόνητα την αξία τους, φέρνοντας μας τον Αχιλλέα ανέγγιχτο, δεν τον άφησαν να τον μαγαρίσουν οι εχθροί. Μήπως διαφωνεί κάποιος με αυτό;»
Φυσικά, δεν απάντησε κανείς· δεν μπορούσαν να προτείνουν κάτι άλλο, δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν κατόρθωμα μεγαλύτερο από αυτό. Δε χωρούσε αμφιβολία· μονάχα ο Μεγάλος Αίας κι ο Οδυσσέας είχαν αξίωση στην πανοπλία του Πηλείδη και στον πλέον τιμητικό τίτλο που τον συνόδευε.
«Πολύ καλά, λοιπόν. Μήπως θα ήθελαν οι δυο υποψήφιοι να μιλήσουν, για να επηρεάσουν την ψηφοφορία;» Ρώτησε ο Νέστωρ και πάλι, προς έκπληξη πολλών, δεν πήρε καμία απάντηση.
Δεν ανέμεναν έναν σιωπηλό, ανέκφραστο Οδυσσέα ούτε έναν Αίαντα τόσο συγκρατημένο. Έτσι, ζήτησε το σκήπτρο ο Μενέλαος, για να απευθυνθεί στους Αρχηγούς.
«Αδυνατώ να περιγράψω τούτη την ώρα πώς αισθάνομαι,» ξεκίνησε ψελλίζοντας σχεδόν. Δε συνήθιζε να μιλά μπροστά σε τόσους επιφανείς άνδρες κι οι παλάμες του ίδρωναν. «Εάν θυμάστε, σαν σκοτώθηκε ο σπουδαίος Πάτροκλος, εγώ κι ο Μηριόνης τον σηκώσαμε και τον φέραμε εδώ ασφαλή, μα πίσω μας κάλυπταν και προστάτευαν οι Αίαντες αμφότεροι, ο Ιδομενέας κι ο Θόας και πάλι, τρέμαμε για τη ζωή μας και τη σωτηρία από τις αιμοδιψείς λόγχες του Έκτορα, του Αινεία κι όλων των οργισμένων Πριαμιδών. Πρώτα από όλα, νιώθω τεράστιο σέβας και θαυμασμό, διότι αυτοί οι δυο μοναχοί διέσωσαν το σώμα του υπέρτατου Αχιλλέα. Ύστερα, γνωρίζοντας τι σημαίνει η θέση που ανέλαβε, πόσο σθένος ψυχικό και ψυχραιμία απαιτούσε, θα προτείνω να δοθούν τα άρματα στον Αίαντα.»
«Μενέλαε, η άποψή σου δεν είναι αντικειμενική,» σηκώθηκε και πήρε το σκήπτρο ο Διομήδης παρευθύς. «Πώς μπορεί ο καθένας τόσο αυθαίρετα να καθορίσει ποιός είναι ο μεγαλύτερος ήρωας· αυτός που έφερε τον νεκρό ή αυτός που τον υπερασπιζόταν;»
«Εσύ, Διομήδη, πρέπει να σιωπήσεις, γιατί κι οι πέτρες που απαρτίζουν τα τείχη του Ιλίου γνωρίζουν ότι είστε αδελφικοί φίλοι με τον Οδυσσέα,» του απάντησε ο Μηριόνης.
«Μα είναι δυνατόν να αναρωτιόμαστε τα αυτονόητα;» Επενέβη ο Θρασυμήδης. «Δε γίνεται να εξισώνουμε τα δυο καθήκοντα. Σίγουρα, η υπεράσπιση ήταν πολύ πιο επικίνδυνη κι ο Οδυσσέας την αποπεράτωσε μα αυτοθυσία. Σε αυτόν πρέπει να δώσουμε τα όπλα.»
«Και τι είναι ο Οδυσσέας μπροστά στον Μεγάλο Αίαντα;» Σηκώθηκε κι ο Μενεσθέας κι όλοι κάθισαν να τον ακούσουν. «Τι είναι ένας καχεκτικός γέροντας, που είχε μια καλή ημέρα τυχαία; Ο Αίας διακρίνεται και διακρινόταν πάντα σε κάθε μάχη. Αν ονομάσουμε Πρώτο κι Ανώτατο ανάμεσα μας τον Οδυσσέα, τα γέλια των Τρώων θα φτάσουν ως τον Κάτω Κόσμο, να τα ακούει ο Έκτωρ και να ευφραίνεται.»
«Ποιός κρατούσε τους άνδρες από τη λιποταξία, Μενεσθέα;» Ήρθε η απόκριση από τον Εύμηλο οργισμένη. «Εσύ ή ο Οδυσσέας, ο γερόλυκος; Θα ήταν επονείδιστο να υποτιμήσουμε την προσφορά του στον Πόλεμο, σαν να γνωριστήκαμε χθες και να μη βρισκόμαστε εδώ εννέα και πλέον χρόνια!»
«Με αντικρουόμενες κουβέντες, δε θα εξάγουμε ποτέ κανένα συμπέρασμα,» επέβαλε ησυχία ο Νέστωρ. «Ας ψηφίσουμε μήπως από εκεί προκύψει η λύση.»
«Ψηφίζω τον Οδυσσέα,» πετάχτηκε πρώτος ο Διομήδης.
«Εγώ, βέβαια, τον Αίαντα,» ύψωσε περήφανα το χέρι ο Μενεσθέας.
Στην ψηφοφορία, μονάχα ο Αγαμέμνων δεν ψήφισε· όπως δεσμεύτηκε, τήρησε πλήρη ουδετερότητα. Ανέμεναν και προσεύχονταν σιωπηλά να έβγαινε κάποια άκρη στο κουβάρι που εκυυλισσόταν επικίνδυνα μέσα από την ψηφοφορία αλλά ατύχησαν κι όσο ψήφιζαν οι Αρχηγοί, ο Νέστωρ ήδη ανασκάλευε τον νου για νέες ιδέες, εναλλακτικές λύσεις.
Στην αρχή, φάνηκε να επικρατεί ο Αίας άνετα, λαμβάνοντας εννέα ψήφους κι ο Οδυσσέας μόλις πέντε. Τον Αίαντα ψήφισαν χωρίς δεύτερη σκέψη ο Μενεσθέας, οι τρεις Αρχηγοί των Βοιωτών που είχαν επιζήσει· ο Πηνέλεως, ο Προθήνωρ κι ο Λήτος, ο Λοκρός Αίας, ο Μενέλαος, ο Αγαπήνωρ ο Αρκάς Άναξ, ο Μέγης του Δουλιχίου, ο Γουνέας της Δωδώνης. Τον Οδυσσέα επέλεξαν ο Διομήδης κι ο Σθένελος, ο Ιάλμενος του Ορχομενού ο γιός του Άρη, ο Επίστροφος των Φωκέων, ο Θόας κι ο Εύμηλος. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά, όταν ο Θρασυμήδης, εντελώς ελεύθερος από τον πατέρα του ψήφισε τον Οδυσσέα. Σωρηδόν μετά έγειραν υπέρ του οι Επειοί της Ηλείας, ο Θάλπιος κι ο Πολύξενος, ο μικρός Νιρέας της Σύμης και της Ρόδου, οι Ηρακλείδες των μεγάλων Δωδεκανήσων Άντιφος και Φείδιππος, ο Ευρύπυλος, ο Πολυποίτης κι ο Πρόθοος των Μαγνήτων. Τι κι αν ο Μηριόνης μετά τη σιωπή του Ιδομενέα ψήφισε τον Αίαντα, μαζί με τον Ευρύαλο του Άργους που διαφώνησε με τους άλλους δυο πρίγκιπες, τον Αμφίμαχο της Ηλείας και τους Ασκληπιάδες Μαχάονα και Ποδαλείριο, δεν κατόρθωσαν τίποτα. Η ψηφοφορία έληξε ισόπαλη, με δεκατέσσερις ψήφους έκαστος.
«Η ψήφος σου πια είναι απαραίτητη, Αγαμέμνων,» δήλωσε ο Ιδομενέας. «Πώς αλλιώς θα σπάσει η ισοπαλία;»
«Δεν μπορώ να συμμετάσχω, Ιδομενέα. Δεν μπορεί ο επικεφαλής να λάβει το μέρος κάποιου, θα προκαλέσει έριδες.»
«Ναι, μα κι εμείς, αν αλλάξουμε την ψήφο μας για χάρη του Αίαντα ή του Οδυσσέα, κινδυνεύουμε,» επισήμανε ο Μηριόνης. «Εφεξής, ο ένας ή ο άλλος θα μας ονομάζουν εχθρούς μας. Είμαστε σε τέλμα.»
«Όχι,» απεφάνθη ο Νέστωρ και τράβηξε όλη την προσοχή πάνω του. «Από το φαινομενικό τέλμα θα μας βγάλουν αυτοί που δεν αγαπούν κανέναν μας και θα κρίνουν με απόλυτη αντικειμενικότητα. Αυτοί, θα αποφανθούν με σκέψη καθαρή και δίκαιη.»
«Δηλαδή, ποιοί;» Απόρησαν όλοι σχεδόν οι Αρχηγοί.
«Οι Τρώες οι ίδιοι,» έμοιαζε να εξηγεί το αυτονόητο ο Άναξ της Πύλου, αυτό που βρισκόταν εμπρός του κι αγνοούσαν σαν ανόητοι. «Έχουμε αιχμάλωτους που μπορούμε να ρωτήσουμε μα και με μια απλή κατασκοπεία, θα μάθουμε την άποψή τους, η οποία θα είναι εντελώς αμερόληπτη. Σαν εισβολείς και φονιάδες μας βλέπουν όλους· μας αγαπούν και μισούν εξίσου.»
«Κατασκοπεία, η οποία, βέβαια θα επιτευχθεί μόνο αν αποτελείται από έναν υποστηριχτή του Αίαντα κι έναν του Οδυσσέα, για να φτάσει στα ώτα μας μια αληθινή πληροφορία,» συμπλήρωσε σκεπτικά ο Ιδομενέας. «Θα χρειαστούμε δυο εθελοντές.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Δεν το πιστεύω ότι δέχτηκα να συμμετάσχω σε αυτήν την παρωδία. Εφεξής, θα κυκλοφορούμε με έναν στόχο στην πλάτη μας από αυτόν που θα χάσει τα όπλα, μόνο και μόνο επειδή μερικές Τρωαδίτισσες γριές θεώρησαν σωστό μέσα στην άνοιά τους να αποφασίσουν για κάτι που δεν τις αφορά.»
«Μη μουρμουράς τόσο, θα μας ακούσουν ανθρώποι που δε θέλουμε,» προειδοποίησε ευγενικά ο Πολυποίτης τον Λοκρό Αίαντα, που δεν είχε πάψει να μιλάει από την ώρα που είχαν αφήσει το στρατόπεδο και πορεύονταν στην Τρωάδα ελαφροπατώντας και μέσα από το σκότος, σαν τρωκτικά.
«Εσύ, λοιπόν, πιστεύεις ότι εναποθέτοντας τη μοίρα μας στους Τρώες, πράττουμε με λογική και σωφροσύνη;» Αντιμίλησε ακράδαντος ο τοξοβόλος. «Δεν πρόκειται για πράξη συνετή μα απελπισμένη. Είτε θα αφηνόμασταν στον εχθρό είτε θα μέναμε μέσα στη σκηνή του Ατρείδη να διαπληκτιζόμαστε και δε θα αργούσαν τα σπαθιά να ελευθερωθούν και να χύσουν αίμα.»
«Πραγματικά, νιώθω ότι αυτό είναι χειρότερο από τότε που ο Πηλείδης διαφώνησε με τον Αγαμέμνονα. Τότε, είχαν μονάχα οι δυο τους πικρανθεί· τώρα, ενδέχεται να δημιουργηθεί σχίσμα ανάμεσα στον στρατό ολάκερο,» διστακτικά συμφώνησε μαζί του ο γιός του Πειρίθου. «Μα, σε παρακαλώ, μην το συζητήσουμε άλλο τούτο, φοβάμαι τα ανεπιθύμητα ώτα πιότερο κι από την οργή του Ατρείδη.»
Συνέχισαν τον δρόμο σιωπηλά ως το σημείο που είχαν σκεφτεί ότι θα ταίριαζε καλύτερα για ορμητήριο κατασκοπείας. Μετά από διαβούλευση, απεφάνθησαν ότι το βέλτιστο μέρος ήταν οι όχθες του Σκαμάνδρου, στις οποίες ακόμη κάπως διαφαινόταν το αίμα των νεκρών από το ξίφος και το δόρυ του Πηλείδη. Εκεί, ως γνωστόν, πήγαιναν οι Τρωαδίτισσες κι έπλεναν τα ρούχα, χωρίς ποτέ να λείπει η ανδρική συνοδεία για ασφάλεια. Όλη την υπόλοιπη ημέρα, εσκεμμένα, τριγυρνούσαν γύρω από την Τροία και συζητούσαν δυνατά σε ομάδες, για να τους ακούν οι σκοποί κι όχι μόνο και να μαθευτεί απανταχού το δίλημμα που τους απασχολούσε και να επέφερε καρπούς η κατασκοπεία. Αν έμεναν εκεί ολονυχτίς και δεν αποκόμιζαν καμία πληροφορία, σίγουρα το επόμενο βράδυ θα έκαναν ακριβώς το ίδιο και θα έχαναν τον ύπνο τους μάταια.
«Πώς σου φάνηκαν οι γιοί του Θησέα;» Έσπασε και πάλι τη σιγή ο Λοκρός.
«Δε με αφορά διόλου, οπότε δεν έχω άποψη,» ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους ο Άναξ των Λαπιθών. «Μόνο τον Μενεσθέα πρέπει να ενδιαφέρει αυτό και τον Ελεφήνορα, που τους ανέθρεψε.»
«Ο Ελεφήνωρ τους ανέθρεψε;» Αφυπνίστηκε και πάλι η νοσηρή περιέργεια. «Πώς το ξέρεις;»
«Το είχε αναφέρει κάποτε η μητέρα μου κι είναι αυταπόδεικτο. Θα τους είχε αφήσει ποτέ να ζήσουν ο Μενεσθέας; Ο Θησέας τους έκρυψε στην Εύβοια.»
«Είναι αλήθεια, λοιπόν, αυτά που λέγονται για τον πατέρα σου και τον Θησέα. Ότι, δηλαδή, δεν επιθυμούσαν καμία συντροφιά περισσότερο από ο ένας του άλλου. Κάπως σαν εσένα με τον Λεοντέα, θαρρώ.»
Το ύφος του Αίαντα παραήταν σκοτεινό, ειρωνικό, με μια φενάκη αστεϊσμού που έσπερνε στην καρδιά του Πολυποίτη αηδία κι αποστροφή.
«Θα σε συμβούλευα να ακολουθήσεις την τακτική μου, Αία. Να μην ενδιαφέρεσαι τόσο έντονα για ζητήματα που δε σε αφορούν καθόλου.»
Δεν είχε τελειώσει την επίπληξη που συγκρατούσε μέσα του για ώρα πολλή αλλά αναγκάστηκε, γιατί ακούστηκαν βήματα πολλά και φωνές να πλησιάζουν. Σιώπησαν αμέσως, κρύφτηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν μέσα στις καλαμιές του έλους κι αφουγκραστήκαν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ξημέρωμα, με το που ανακοινώθηκε στον Αρχιστράτηγο ότι η αποστολή είχε επιστρέψει, συγκάλεσε Συμβούλιο, με την ελπίδα να είχε έρθει η πολυπόθητη λύση.
«Αφηγηθείτε μας, εδώ ευθύς, μπροστά σε όλους, χωρίς πολυλογίες τι ακούσατε τη νύχτα,» πρόσταξε βιαστικά, μόλις κάθισε κι ο τελευταίος Αρχηγός.
«Επιτρέψτε μου να αφήσω τον πρώτο λόγο στον Αίαντα, διότι, το δίχως άλλο, θα ακουστεί πολύ πιο φερέγγυος από εμένα,» δήλωσε ο Πολυποίτης και κάθισε στη θέση του, μπροστά από τον Λεοντέα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα φοβερό.
Ο γιός του Οϊλέα στάθηκε ανάμεσα στους Ατρείδες, καθάρισε τον λαιμό του δυο, τρεις φορές και στην τέταρτη αισθάνθηκε σίγουρος. Ύψωσε τα μάτια κι αντίκρισε όσο πιο ουδέτερα γινόταν τον συνονόματο του, τον Πύργο των Αχαιών, που δεν έκρυβε την αγωνία του, σε πλήρη αντίθεση με τον ανέκφραστο Οδυσσέα, του οποίου το πρόσωπο δε διαβαζόταν ποτέ.
«Αία, σε ψήφισα χθες με όλη μου την καρδιά και σήμερα, αν χρειαστεί, πάλι θα σε ψηφίσω. Πιστεύω αληθινά ότι αξίζεις να πάρεις τη θέση και την πανοπλία του Αχιλλέα. Θυμίσου το αυτό, όπως κι όλοι εσείς που με ακούτε, για τη συνέχεια.» Το βλέμμα άφησε τον γίγαντα κι άρχισε να ταξιδεύει ανάμεσα στους Δαναούς Αρχηγούς. «Είδαμε κι ακούσαμε πολλούς Τρώες χθες τη νύχτα· άνδρες και γυναίκες. Ήταν ενθουσιασμένοι κι ανακουφισμένοι που ο Αχιλλέας θάφτηκε και δεν αποτελεί απειλή πια, που έβγαιναν σχεδόν μαζικά να πλύνουν τα ρούχα στον Σκάμανδρο.»
«Μπορούμε να έχουμε τις αποδείξεις της επίσκεψης σας;» Σηκώθηκε με την παλάμη ανοιχτή ο Μαχάων. «Φέρατε αυτό που σας ζήτησα;»
Άφοβα, ο Αίας άνοιξε τον σάκο του κι έβγαλε μερικά άνθη κομμένα με τα κοτσάνια τους και δεμένα επιμελώς.
«Αμάραντοι, όπως μας είπες. Αυτοί που μονάχα στις όχθες του Σκαμάνδρου φυτρώνουν.»
Ο Άναξ της Τρίκκης ένευσε ευχαριστημένος, επιβεβαιώνοντας πέραν πάσης αμφιβολίας της εγκυρότητα όσων άκουσαν και θα άκουγαν.
«Θα είμαι ευθύβολος, δεν μπορώ να το κρύψω άλλο,» εφόρμησε ο Μικρός Αίας. «Οι Τρώες θεωρούν ότι ο καλύτερος ανάμεσα μας είναι ο Οδυσσέας!»
«Τι; Ο Οδυσσέας;»
Μύριες ξεπετάχτηκαν οι φωνές των αντιρρησιών, ορισμένες ακόμα κι από άνδρες που είχαν στηρίξει τον γιό του Λαέρτη. Κανένας, μολαταύτα, δε φάνηκε να ανέμενε αυτήν την ετυμηγορία, πλην του πάντοτε ψύχραιμου Οδυσσέα.
«Ιδού η απόδειξη ότι, ακόμη και τώρα, μηχανεύονται δεινά για εμάς αυτοί,» ξεχώρισε η φωνή του Μενεσθέα, που σίγησε τις άλλες. «Είναι δυνατόν να στήριζε ο εχθρός των καλύτερό μας;»
«Είχαν επιχειρήματα, Μενεσθέα,» τον διέκοψε με προσποιητή ανία ο Πολυποίτης. «Εξήγησε, Αία.»
«Πραγματικά, δε μιλούσαν γενικόλογα ούτε φάνηκαν υποκειμενικοί,» παραδέχτηκε, απροκάλυπτα λυπημένος, εκείνος. «Αρκετοί, στην αρχή, υμνούσαν τη γενναιότητα και τη ρώμη του Τελαμώνιου Αίαντα· πώς είχε σηκώσει τον Αχιλλέα και μεταφέρει μόνος του ως το στρατόπεδο. Όμως, η γνώμη συνετρίβη, μόλις μίλησαν δυο γυναίκες κι υποστήριξαν ότι τούτο το έργο θα μπορούσε και μια γυναίκα να το κατορθώσει. Ο καθένας θα μπορούσε να φορτωθεί τον νεκρό και να τον μεταφέρει. Ελάχιστοι, ωστόσο, θα κατάφερναν να υπερασπιστούν με το αίμα και τον σίδηρο τον νεκρό, αρά η πράξη του Οδυσσέα θεωρήθηκε πιο ανδρεία, πιο θαρραλέα, πιο άξια επαίνων και θαυμασμού.»
«Αυτά μόνο;» Ρώτησε ο Μενέλαος.
«Όχι, ακριβώς,» συνέχισε ο Μικρός Αίας κι ένα αλλόκοτο τρέμουλο διακρινόταν, από την ανησυχία του και τη θλίψη, να γίνεται αυτός ο αγγελιαφόρος μιας είδησης που μισούσε. «Φανερά, τον χαρακτήριζαν σοφότερο όλων και σώφρονα. Θυμούνται ακόμη, είπαν, έναν λόγο που είχε βγάλει σαν είχατε πάει μαζί, Μενέλαε, να διαπραγματευτείτε για την Ελένη στον Πρίαμο. Είχε εντυπωσιάσει τότε η ευγλωττία κι η ρητορική του δεινότητα, τους είχε συγκινήσει η έμφαση στην Ειρήνη και δεν το έχουν ξεχάσει. Κάποιες γερόντισσες, ακόμη, τόνισαν ότι τον έχει πολλάκις επαινέσει η Ελένη αυτοπροσώπως, για την ευφυΐα τη διορατικότητα, την ικανότητα του να επιλύει προβλήματα. Αυτά που ακούστηκαν πολλαπλά, σε όλες τις ομάδες που παρακολουθήσαμε, έμοιαζαν να πείθουν όλους ότι ο Οδυσσέας είναι ο απόλυτος Πρώτος των Αχαιών πια.»
«Ξέρετε ποιός άλλος είναι σοφός, διορατικός και διπλωμάτης εδώ;» Αντέδρασε κατευθείαν ο Μενεσθέας. «Ο σεβάσμιος Νέστωρ! Συνεπώς, ας πάρει αυτός την πανοπλία του Αχιλλέα, μιας και πλέον αναζητούμε τη σοφία των γηρατειών κι όχι την πολεμική αριστεία και ισχύ.»
«Ας μην προτρέχουμε, Μενεσθέα,» παρενέβη ο Μενέλαος. «Ο Οδυσσέας έδωσε τη λύση για τον γάμο μου με την Ελένη. Πόλεμος και πάλι θα ξεσπούσε ανάμεσα μας αλλά τον επέλυσε άψογα, δένοντας μας με τον όρκο της Τιμής, αυτόν που μας έφερε και στην Τροία.»
«Δίκαια μιλάς, Ατρείδη αλλά και πάλι, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να ανταμοιφθεί σαν κορυφαίος στρατιώτης ένας πολιτικός,» επέμεινε ο Άναξ των Αθηνών.
«Θα μπορούσα να πάρω τον λόγο;» Υψώθηκε η φωνή του Οδυσσέα, ο οποίος παρέμενε ανέκφραστος μα μέσα του σιχαινόταν κι αηδίαζε. Όχι μόνο επειδή αναφέρονταν σε εκείνον στο τρίτο πρόσωπο σαν να απουσίαζε αλλά κι επειδή αισθανόταν ότι δολοφονούσαν τον χαρακτήρα του με λόγια και κατηγορίες. Έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Τι θα πεις, λοιπόν; Ότι εσύ είσαι πιο άξιος από εμένα; Τόσο λαχταράς πια να ταπεινωθώ;» Σηκώθηκε ο Μεγάλος Αίας κι επέβαλε την παρουσία του μεγαλειωδώς. «Πώς τολμάς, Οδυσσέα;» Ακουγόταν πιότερο παρακληκτικός παρά επιτακτικός. «Τρελάθηκες, δεν εξηγείται αλλιώς. Σαν πολεμούσα εγώ στην πρώτη γραμμή για τον Αχιλλέα, εσύ πού ήσουν; Θεωρητικά, συγκέντρωνες τους Αχαιούς μα φυγομαχούσες, το πιστεύω! Με είχαν κυκλώσει όλοι οι Τρώες, πάλευα ολομόναχος και δεν αξίζω την ύψιστη τιμή;»
«Είδες κανέναν άλλον να σε συντρέχει; Τη στιγμή που βρήκα τρόπο, δίπλα σου βρέθηκα, να σε βοηθήσω και θα το έκανα και πάλι, χίλιες φορές! Μόνο σου δε σε άφησα ποτέ, μα δεν είμαι Θεός, να ξεπερνώ δέκα σειρές πολεμιστών μαγικά,» διατήρησε μια ψυχραιμία ο Οδυσσέας ακόμη, συγκρατημένα και σταθερά.
«Ξέχασα, νομίζεις, πώς έφυγες τρέχοντας από τη μάχη, σαν τρομαγμένος λαγός, όταν απειλούταν ο Νέστωρ και φώναζε για βοήθεια; Νιόπαντρος ήμουν μα το είδα· σας είδα,» ανταπάντησε με κατηγορία ο Μεγάλος Αίας, ξαναμμένος από οργή κι είχε χάσει πια τον λόγο του. Η κρίση του από τον θυμό της αίσθησης δικαίου, είχε θολώσει και κάθε συναίσθημα είχε αποσιωπηθεί. «Ο Διομήδης σε παρακάλεσε να μείνεις, να βοηθήσεις κι εσύ απλά έφυγες, με την ουρά στα σκέλια. Έτσι σε γέννησε η μάνα σου· δειλό, άνανδρο, μόνο στα μεγάλα λόγια ικανό και στις κενές ρητορείες, κατώτερο μου αυταπόδεικτα, όπως ένας σκύλος μπροστά σε έναν λέοντα οφείλει να υποτάσσεται!» Ένιωσε ελαφρά χτυπήματα στην πλάτη· με την άκρη του ματιού, εντόπισε έναν ανήσυχο Τεύκρο να προειδοποεί. Δεν τον έλαβε υπ'όψιν. «Ατρόμητα η καρδιά σου δε χτυπά, για αυτό, αρέσκεσαι στον δόλο και στη μοχθηρία, σε κάθε λογής συνομωσία κι απάτη! Για τι περηφανεύεσαι, λοιπόν; Επειδή, μέσα στη μαύρη, ολέθρια απατηλή Νύχτα, καταφέρατε με τον Διομήδη κι αρπάξατε τα άλογα του Ρήσου και τον σκοτώσατε, ενώ εγώ την επόμενη ημέρα, πάλευα πάνω στα πλοία να τα σώσω από τη φλόγα του Έκτορα; Μα δε θυμάστε όλοι σας, σεβαστοί φίλοι Αχαιοί, ότι κρυβόταν κι ο ίδιος και δεν ήθελε να έρθει στον Πόλεμο μα μετά βίας κι απειλής τον έφεραν ο Μενέλαος κι ο ασύγκριτος Παλαμήδης; Αυτός ήταν ο αληθινός σοφός ανάμεσα μας, όχι αυτός, που μηχανεύεται αδιάκοπα δολοπλοκίες κι αρπαγές τιμών που δεν του αρμόζουν!»
«Είχε δικαίωμα να μην έρθει, Αία, δεν είχε ορκιστεί, όπως εμείς,» προσπάθησε να τον συνετίσει κάπως ο Αγαμέμνων. «Τον χρειαζόμασταν, όμως, γιατί κανείς άλλος δε θα εντόπιζε τον Αχιλλέα, αναμφίβολα.»
«Συνεπώς, εκτός από πονηρός είναι κι ιχνηλάτης. Για αυτό, θα ονομαστεί Πρώτος των Αχαιών; Ως καλύτερο μας θα επιδεικνύουμε εφεξής έναν μηχανορράφο;»
Όσο κι αν δεν το έδειχνε, η μετάβαση από το δεύτερο στο τρίτο, αόριστο πρόσωπο από τον Αίαντα, χτυπούσε στα μηνίγγια του Οδυσσέα σαν καρφί κι έστελνε πόνους ευθύς στην ψυχή και στο πνεύμα του. Είχε παραδοθεί σε σιωπηλές οδύνες και τον άφησε να ξεθυμάνει μήπως κι ησύχαζε κάποια στιγμή. Ένιωθε πια ότι το Συμβούλιο διαρκούσε ημέρες ολόκληρες.
«Ποιός σώφρων άνθρωπος θα εγκατέλειπε εκούσια τον Οίκο του, την υπέροχη γυναίκα του και τον νεογέννητο γιό του, για να πολεμήσει στην άλλη άκρη του Πελάγους;» Αναρωτήθηκε, στρέφοντας βασανιστικά αργά το βλέμμα στους Αρχηγούς έναν προς έναν, με τον πλέον ευρεσιτεχνικά διαπεραστικό τρόπο. «Δεν ήθελα να έρθω στον Πόλεμο, αληθινά, το παραδέχομαι, μα ήμουν δειλός για τούτο ή παρανοϊκός;»
«Κι όταν επέμενες να αφήσουμε τον Φιλοκτήτη, τον Φιλοκτήτη, στη Λήμνο, με προμήθειες φαιδρές και σχεδόν καμία βοήθεια παρά μια μικρή φρουρά, τι ήσουν; Εγκαταλείψαμε τον πιο δυνατό μας Πολέμαρχο κι έμπειρο, που διέθετε τα πλέον θανατηφόρα όπλα στον Κόσμο, επειδή μας πρόσταξε ο πολυμήχανος γιός του Λαέρτη!»
«Αία, λογικέψου, ξεστομίζεις παράτολμες ανακρίβειες, που διόλου δεν αρμόζουν στην τάξη σου· λυπήσου τους ανθρώπους που σε αγαπούν και σκέψου πριν μιλήσεις· είναι θλιβερό να καταποντίζονται και να ευτελίζονται τα σπουδαία ανδραγαθήματα από μια γλώσσα λανθάνουσα κι αλόγιστη,» κατάφερε και τον κοίταξε κατάματα ο Οδυσσέας, αναζητώντας μια σπίθα εμπιστοσύνης, κάτι που να θυμίζει τον άνθρωπο που σχεδίαζε να πεθάνει μαζί του, αν χρειαζόταν. «Όλοι βιάζονταν να έρθουν στην Τροία, όχι μόνο εγώ. Ξεστόμισα μονάχα αυτό που δεν τολμούσαν οι άλλοι, διότι ο Φιλοκτήτης δεν ήταν μήτε άσημος μηδέ ευκαταφρόνητος πολεμιστής. Δεν τον εγκαταλείψαμε, τον αφήσαμε με όλα τα απαραίτητα, για να ζει αξιοπρεπώς κι εγώ ο ίδιος, σαν επέστρεφα τον Παλαμήδη στον πατέρα του, του άφησα κι άλλες προμήθειες στη Λήμνο, αφού πέρασα.»
«Τον Παλαμήδη, φυσικά! Τον πιο σημαντικό μας νεκρό, μέχρι τον θάνατο του Πάτροκλου και των Βοιωτών πριγκίπων!» Τώρα, τα μάτια του Σαλαμίνιου έφεραν μια λάμψη αλλόκοτη, τρομερή, σχεδόν κίτρινη, αρρωστημένη. «Τι συνέβη, άραγε, με τον Παλαμήδη, που τον λατρεύαμε όλοι και ξαφνικά ανακαλύψαμε ότι ήταν προδότης; Τον φθονούσες, είναι βέβαιο, αφού σε όλα ήταν ανώτερος σου, ο ευφυέστερος και πιο ευρηματικός Αχαιός, συνάμα κι αυτός που σε έφερε με το ζόρι από την Ιθάκη, κάνω λάθος; Τώρα, είναι όλα φανερά, επιτέλους· όπως οδήγησε στον όλεθρο τον Φιλοκτήτη και τον Παλαμήδη, έτσι μηχανορραφεί και τη δική μου καταστροφή ο γιός του Λαέρτη, φίλοι μου! Τρέμει τους ανώτερους του και τους συνθλίβει δόλια μήπως και δρέψει λίγη από την ανδρεία τους μα γελιέται, διότι ο πατέρας μου, ο Μέγας Τελαμώνας, λέει ότι όσο κι αν καμώνεται η ύαινα η ύπουλη πως μοιάζει με λέαινα, δε θα το καταφέρει ποτέ. Όσους δίκαιους και γενναίους κι αν σκοτώσεις, θα είσαι πάντα τιποτένιος!»
Ο Οδυσσέας γκρεμίστηκε από τη θέση του, κόπηκαν τα γόνατα και σωριάστηκε σαν άδειο σακί στο θρονί του, με το κεφάλι θαμμένο στις παλάμες, σαν να ήθελε να κρυφτεί, να εξαφανιστεί, να χάσει την ακοή και την όραση. Διστακτικά, άηχα, τον πλησίασε ο Διομήδης κι έτεινε το χέρι στον ώμο του υποστηρικτικά.
«Διόλου σχετικός είναι ο μύδρος σου, Αία, με το ζήτημα που μας απασχολεί,» ανέλαβε να κατευνάσει τα πνεύματα ο Αγαμέμνων. Γύρω του, η ατμόσφαιρα έμοιαζε έτοιμη να τυλιχτεί στις φλόγες. «Μα πώς συνδέονται ο Φιλοκτήτης κι ο άτυχος Παλαμήδης με τα όπλα του Αχιλλέα; Ουδόλως, επιπλέον, θεωρώ δίκαιο να καταλογίζονται στον Οδυσσέα αβάσιμες κατηγορίες. Δε γίνεται να μιλάμε με λίβελους και φήμες ή θεωρίες συνωμοσίας, όταν τίθεται κάτι τόσο σοβαρό.»
«Εγώ φταίω, όμως, Αγαμέμνων,» φάνηκε απτόητος ο Μεγάλος Αίας. «Όταν με φώναξε, ξεκοιλιασμένος από τον Σώκο και περιτοιχισμένος από Τρώες μανιασμένους, έδραμα και τον έσωσα. Έπρεπε να τον είχα αφήσει να πεθάνει, να ησυχάζαμε επιτέλους. Ο ανεγκέφαλος εγώ, ο αφελής, τον έβαλα παράνυμφο της γυναίκας μου στον γάμο μας, για να μου το ξεπληρώνει τώρα με πλεκτάνη βάναυση. Τι έχεις κάνει πια εσύ, για να αξίζεις να ονομαστείς Πρώτος των Αχαιών; Μονομάχησες με τον Έκτορα επί ώρες και σας έληξε τη μονομαχία ισόπαλη η μαύρη νύχτα; Μήπως ολοκλήρωσες μόνος σου επιτυχημένη επιδρομή, που γέμισε προμήθειες τον στρατό; Μήπως πολέμησες με τις φλόγες, όταν είχαν φτάσει οι Τρώες στα πλοία σιμά; Τι έχεις κάνει, επιτέλους, που είναι τόσο θαυμαστό; Αν ήξερα πόσο θα μου κόστιζε αυτή η συνεργασία, ουδέποτε θα σε άφηνα να με συντρέξεις· μοναχός μου θα έφερνα τον Αχιλλέα πίσω, πολεμώντας μαζί και τους εχθρούς, για την αναντίρρητη αξία μου. Εσύ, ένας καχεκτικός κι αδύναμος, πώς θα σηκώσεις το δόρυ του Πηλέα και θα φορέσεις τον θείο θώρακα; Για εμένα προορίζονται δίκαια αυτά τα όπλα, όχι μόνο για τη ρώμη μα και για τη γενιά μου, που είναι ίδια με του Αχιλλέα και για αυτό, αξίζω αυταπόδεικτα να τα λάβω.»
«Τελείωσες ή έχεις κι άλλες ειρωνείες να αποδώσεις και πίκρες να απελευθερώσεις παρουσία όλων;» Ρώτησε, ακόμη κρυμμένος παιδιάστικα ο Οδυσσέας κι απάντηση δεν έλαβε.
Έτσι, κατακόκκινος κι αποκαμωμένος, σηκώθηκε και πήρε τον λόγο, αποφασισμένος να υπερασπιστεί τον εαυτό του πλέον.
«Ιδού πώς η λαχτάρα η βαθειά έκανε και τον λακωνικό Αίαντα φλύαρο και τόση ώρα δεν έπαψε να μιλά και να με κατηγορεί ως τον χείριστο, τον πιο δειλό κι ανάξιο των Δαναών,» ξεκίνησε, ανεβάζοντας τον τόνο βαθμιαία, προσεκτικά, για να επιβάλει την παρουσία και το κύρος του με υπομονή και θόρυβο. «Η αμετροέπεια δεν πρέπει να απορρίπτεται, πιστεύω, μα ο Αίας την αξιοποίησε μόνο για να με στηλιτεύσει. Ωστόσο, η αλήθεια πάντοτε διαφαίνεται· πώς ο πιο απόκρημνος βράχος και τραχύς δαμάζεται από τους λιθοδόμους και τους λατόμους, θρυμματίζεται κι υποτάσσεται στη μηδαμινή τους ισχύ;»
«Με ειδικά εργαλεία,» απάντησε αυθόρμητα ο Θρασυμήδης.
«Το οποία πώς φτιάχνονται, γιέ του Νέστορα;» Του απυήθηνε πια ευθέως την ερώτηση.
«Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε ντροπαλά ο νεαρός. «Υποθέτω μετά από μελέτη των λατομών-»
«Πολύ σωστά,» τον διέκοψε κι επιδοκίμασε μαζί ο γιός του Λαέρτη. «Με τη σκέψη τους, λοιπόν και μόνο, οι άνθρωποι κόβουν τους βράχους. Έπειτα, δαμάζουν τα άγρια θηρία και τους μανιασμένους ταύρους ακόμη, τους ζεύουν στα άροτρα για τα χωράφια. Με τον λογισμό τους, φυσικά, διασχίζουν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και νικούν τα κύματα και τις θαλασσοταραχές, τις βροντές και τις ομίχλες, όλα αυτά τα υποτάσσουν στο θέλημα και το μεγαλείο του νου τους! Τα πάντα, συνεπώς, με τη νόηση κατορθώνονται και την ευστροφία, έστω κι αν τούτο σαν το λέει ένας καχεκτικός, που δε γνωρίζει παρά να κομπάζει και να καταστρέφει τους μεγάλους και τρανούς γύρω του,» δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ειρωνεία από τη φωνή, μιας κι ακόμη μέσα του επεξεργαζόταν τι είχε ακούσει και πάλευε να το συνειδητοποιήσει. «Αλήθεια, πείτε μου, φίλοι και συμπολεμιστές, αν δεν υπήρχα εγώ ανάμεσα μας και δε με είχαν σύρει από το σπίτι μου διά της βίας πρακτικά, ποιός θα είχε εντοπίσει τον Αχιλλέα; Για αυτό, επέμεναν να με φέρουν κι ο Παλαμήδης κι ο Μενέλαος· γιατί γνώριζαν ότι κανένας άλλος δε θα κατάφερνε να τον βρει, κρυμμένος ως ήταν από τη Θεά μητέρα του. Κι αν χρειαστεί να έρθει κάποιος άλλος ή έχει χολώσει κι αποχωρήσει, εγώ θα σταλώ να τον φέρω ή μεταπείσω με λόγους όμορφους και συνετούς. Ο φρόνιμος λογισμός και λόγος αποτελεί για τον άνθρωπο δύναμη· τι να κάνει μόνο η ρώμη και το θάρρος, αν δε συνοδεύονται από έναν νου σώφρονα και σοφό; Έτσι, βοηθώ στον Πόλεμο κυρίως αλλά όχι μόνο.» Στράφηκε αιφνίδια στον Μενέλαο, που σχεδόν κλονίστηκε από τη θέση του εξαιτίας της διαπεραστικής, γκρίζας φλόγας των γαλανών ματιών του. «Πες μας, γιέ του Ατρέα, πώς με βρήκατε μαζί με τον Αίαντα, ενώ σας φώναζα για βοήθεια ξεκοιλιασμένος; Έτρεχα να φύγω από τη μάχη τρομαγμένος και δειλιασμένος ή πολεμούσα παρά το βαρύ τραύμα και δεν επέτρεπα σε κανέναν να πλησιάσει ή να διαφύγει αλώβητος από το δόρυ μου;»
Αρχικά, ο Μενέλαος δίστασε να απαντήσει, γνωρίζοντας ότι δε συνέφερε τον Αίαντα αυτό που θα έλεγε αλλά δεν μπορούσε να μην πει την αλήθεια.
«Όχι, Οδυσσέα, δε δείλιαζες ούτε φοβόσουν,» δήλωσε με βασιλική σιγουριά κι ύφος, όπως δε συνήθιζε. «Αντιστεκόσουν μέχρι την ύστατη στιγμή, ώσπου να σε πάρουμε από το πεδίο της μάχης ασφαλή.»
«Κι όσον αφορά τότε, που απέρριψα την έκκληση του Διομήδη και λιποτάκτησα, είναι γεγονός,» συνέχισε ο Οδυσσέας σταθερά, σαν να μην τον είχε επιβεβαιώσει ο Ατρείδης κι είχε σκορπίσει έκπληκτα επιφωνήματα σε όλους. «Εγκατέλειψα τη μάχη και δεν είμαι διόλου υπερήφανος για αυτό. Αλλά είμαστε άνθρωποι, όχι Θεοί, αδύναμοι και φθαρτοί κι ο πόθος της πατρίδας με τρόμαξαν. Φοβήθηκα ότι δε θα ξανάβλεπα τη γυναίκα και το παιδί μου, έτσι, γύρισα στη σκηνή μου. Είτε έχει αξία είτε όχι, ορκίστηκα ότι δε θα λιποτακτήσω ποτέ ξανά. Έκτοτε, στο όνομα αυτού του Πολέμου και του δίκιου του Μενέλαου διακινδύνευσα τη ζωή μου μια φορά με τον Σώκο κι άλλη μια με τον νεκρό Αχιλλέα, όπου δε δίστασα να πολεμώ με τραυματισμένο πόδι και μια πέτρα μου γέμισε θραύσματα μετάλλου το κεφάλι. Δε ζήτω οίκτο μα κατανόηση κι επιθυμώ να αποδείξω εύλογα ότι δεν είμαι φυγόμαχος. Έπειτα, για τον Φιλοκτήτη και τον άτυχο Παλαμήδη δε θα μιλήσω, διότι όλοι εκεί ήσαστε, μάρτυρες στα γεγονότα· οι δε θύμισες και μόνο με θλίβουν και πονούν. Τέλος, όσον αφορά στην ευγενή κι ανώτερη γενιά του Αιακού, όπου ανήκουν αμφότεροι ο Αχιλλέας κι ο Αίας, θα πω μονάχα ότι είμαι εγγονός του Αυτόλυκου, γιού του Ερμή. Όσο αίμα του Διός τρέχει στις φλέβες του Αία, τρέχει και στις δικές μου.»
Κάθισε κι έλαβε πολλαπλά χειροκροτήματα κι επιδοκιμασίες από τους Αρχηγούς που τον στήριζαν.
«Μα τι έχει συμβεί; Πώς μιλάει έτσι ο Αίας;» Αναρωτήθηκε, γέρνοντας στο αυτί του Διομήδη. «Εκτός ξαφνικής παράνοιας, μόνο στη συκοφαντία μπορώ να το αποδώσω.»
«Είναι αφύσικη αυτή η συμπεριφορά· πρέπει να το ερευνήσω,» του απάντησε, εξίσου απορημένος.
«Τολμάς να αυτοαποκληθείς ίσος του Αίαντα εσύ;» Σηκώθηκε με δριμεία επίθεση ο Μενεσθέας πάλι κι αυτό άσκησε, για να ενεργοποιήσει τον γιό του Τελαμώνα.
«Οδυσσέα, αισχρότερε κι αθλιότερε όλων, πώς βρίσκεις το θράσος να με κατακρίνεις και κοροϊδέψεις ανενδοίαστα μπροστά σε όλους τους σεβαστούς Αρχηγούς;»
«Αία, έχεις τρελαθεί;» Συγκρατούταν πια με μεγάλη δυσκολία, για να μην εκραγεί και χάσει κάθε ψυχραιμία και φραγμό. «Με άκουσες να σε ειρωνεύομαι; Για εσένα, τίποτα δεν είπα, ήθελα μόνο να αποδείξω ότι η κρίση σου είναι θολωμένη. Έλα στα συγκαλά σου τάχιστα!»
«Εσύ παρανόησες, πονηρέ, κακοήθη, όχι εγώ,» θέλησε να τον πλησιάσει ο Αίας μα τον κράτησαν ακίνητο ο Τεύκρος κι ο Μηριόνης. «Μπορείς να θυμηθείς ακόμα και τα ανδραγαθήματα σου πριν δεκαετίες αλλά δεν αλλάζει την αλήθεια. Μόνος μου πολεμούσα για τον Αχιλλέα, γιατί με παράτησες έτσι.»
«Σε παράτησα, λοιπόν, εγώ, που προσφέρθηκα να παλέψω με τον Φιλομειλήδη στη Λέσβο, για να μην κινδυνεύσεις και σε χάσει ο στρατός; Μα πείτε εσείς, που παρακολουθούσατε, πάλευε μόνος του ο Αίας κι εγώ έμεινα αδρανής και τον κοιτούσα να κουβαλάει τον Αχιλλέα;»
«Όχι, βέβαια,» απάντησε ο Αρχιστράτηγος, για να σωπάσουν όλοι. «Ειδάλλως, τώρα θα αγωνιζόμασταν για μια λύση που δε διαφαίνεται πουθενά. Αν δε δεχόμαστε τα λόγια των Τρώων και το συμπέρασμα, τότε, θα βρούμε άλλον τρόπο ανάδειξης νικητή. Αδυνατώ να σκεφτώ πια, συνεπώς, λύεται το συμβούλιο προς το παρόν, φίλοι. Ας κινηθούμε, να αναπαυθούμε, επιτέλους κι ελάτε αύριο το πρωί, ξανά· ελπίζω, ως τότε, να έχω καταλήξει κάπου, εγώ ή κάποιος άλλος.»
Πρώτος έφυγε ο Οδυσσέας κι όλοι οι υποστηρικτές του κι ύστερα, ο Αίας κι οι δικοί του, σε κλίμα τεταμένο, ηλεκτρισμένο τρομερά κι επικίνδυνο, ώστε κανένας πια δεν αισθανόταν ασφαλής. Τουλάχιστον, άλλη ένταση ή σύγκρουση δεν υπήρξε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Προτού φτάσει στη σκηνή του ο Μεγάλος Αίας, τον είχαν προλάβει ο Τεύκρος κι ο Μαχάων κι είχαν ήδη αναφέρει στην Τέκμησσα όλα τα γεγονότα του Συμβουλίου.
«Δε χρειάζεται να μου μιλήσεις, αγάπη μου. Σε πρόλαβαν ο αδελφός σου κι ο μεγάλος Ασκληπιάδης,» τον υποδέχτηκε με μια προσεκτική αγκάλη, μιας κι η κοιλιά της πλέον φάνταζε ανυπέρβλητη.
«Ο Οδυσσέας δεν έχασε ευκαιρία να με προσβάλει, να με υποτιμήσει δημόσια, να με κάνει να φανώ ανόητος. Πόσο περήφανη είσαι για τον άνδρα που ανέλαβε τον ρόλο του πατέρα σου στον γάμο μας;»
Ήταν πικραμένος, συντετριμμένος, όσο κι αν προσπαθούσε να μην το δείξει. Η Τέκμησσα κάθισε στο θρονί του κι εκείνος έφερε στην αγκαλιά της, με το κεφάλι στα γόνατά της, σαν να ήταν ο μικρός του γιός.
«Εσύ είσαι περήφανος για τον εαυτό σου;» Ρώτησε η Τέκμησσα, θωπεύοντας του γλυκά τα μαλλιά και τους κροτάφους. «Πιστεύεις ότι του μίλησες σωστά;»
«Του μίλησα όπως μου μίλησε, αγάπη μου. Δεν είχα καταλάβει ότι έθρεφα ένα φίδι τόσα χρόνια σιμά μου.»
«Ο Οδυσσέας σε αποκάλεσε δειλό κι άτολμο, αγάπη μου ή μήπως εσύ; Από τα λεγόμενα του ακριβολόγου Μαχάονα κατάλαβα ότι εκείνος δε θέλησε να σε υποτιμήσει μα να αποδείξει τη δική του αξία. Εσύ, πάλι, ήθελες να αποδείξεις την ανωτερότητα σου υπονομεύοντας τον Οδυσσέα. Πες μου, όλα αυτά τα χρόνια, πότε ένιωσες προδομένος ή υποτιμημένος από τον αυτόν, που μέχρι πριν λίγες ημέρες ονόμαζες αδελφικό σου φίλο;»
«Μα δε βλέπεις τι συμβαίνει; Θέλει να πάρει τα όπλα και τον τίτλο, τον τίτλο της υψίστης τιμής που μου ανήκει δικαιωματικά-»
«Απάντησε μου στην ερώτηση, για να καθαρίσει η σκέψη σου. Τώρα, άνδρα μου, δε σκέφτεσαι με διαύγεια και σαφήνεια. Πολλά έχουν ειπωθεί, τα οποία ακόμα δεν έχεις κατανοήσει πλήρως.»
Η γαλήνια φωνή της, σε συνδυασμό με τα ζεστά, στιβαρά χέρια της τον ηρεμούσαν πέρα από καθετί άλλο.
«Όχι, Τέκμησσα, ποτέ δεν ένιωσα ότι με κορόιδευε ή ψευδόταν ή με ανεχόταν χωρίς να με εκτιμά αληθινά,» παραδέχτηκε κι αυτόματα σχεδόν, βούρκωσε. «Μα τι σημασία έχουν αυτά, όταν τώρα ήρθε η ώρα να δείξει το αληθινό του πρόσωπο, αυτό του πονηρού ληστή; Μα τι άλλο να περίμενα από τον εγγονό του Αυτόλυκου;»
«Να σε κλέψει θέλει; Είσαι βέβαιος; Το δήλωσε;»
«Γιατί να μην το θέλει; Όπως ενορχήστρωσε τον θάνατο του Παλαμήδη και τον όλεθρο του Φιλοκτήτη-»
«Μη βασίζεσαι σε θεωρίες, άνδρα μου, κοίταξε την ουσία των πραγμάτων,» θέλησε να τον νουθετήσει και πάλι η Τέκμησσα. «Γιατί να θέλει να σε καταστρέψει ο Οδυσσέας;»
«Γιατί φθονεί το μεγαλείο μου κι εποφθαλμιά τη δόξα.»
«Δικά σου λόγια και λογισμοί είναι αυτά;»
Δεν τόλμησε να της απαντήσει, γιατί η Τέκμησσα εντόπιζε το ψεύδος πριν καν το ξεστομίσει και την αλήθεια δε θα την παραδεχόταν ποτέ. Η σιωπή και μόνο, φυσικά, αρκούσε για την οξύνου συμβία.
«Η ερώτηση είναι απλή πια, Αία,» συνέχισε να μιλάει, σηκώνοντας τον από την αγκάλη της, για να ευθυγραμμιστούν οι ματιές τους. «Τι προτιμάς να χάσεις· τα όπλα του Αχιλλέα ή τον φίλο σου;»
«Γιατί να χάσω τον Οδυσσέα;» Απόρησε παιδικά.
«Αγάπη μου, τον πρόσβαλες, του μίλησες όπως δεν έχει τολμήσει κανείς τόσα χρόνια. Πώς είναι δυνατόν να μην αλλάξει η σχέση σας;» Έγειρε και τον φίλησε στο μέτωπο, στις παρειές, στα χείλη.
«Μονάχα ένα ξέρω, Τέκμησσα,» κατάφερε να μιλήσει μετά την έκπληξη ο γιός του Τελαμώνα και τη βαθειά περίσκεψη. «Αν χάσω τον τίτλο του Πρώτου των Αχαιών, θα χάσω και την τιμή μου και τότε, απλά, δε μου μένει τίποτα άλλο.»
Το βλέμμα του σκοτείνιασε τόσο ζοφερά, μακάβρια κι απεγνωσμένα, σαν να ήταν επώδυνη η θωριά της. Δεν άφησε το πρόσωπό του· ακούμπησαν τα μέτωπά τους γλυκά, ενώνοντας τις θαλπωρές των κορμιών και τις ανάσες.
«Πήγαινε στο παιδί,» του ψιθύρισε, κρύβοντας μάταια το τρέμουλο από τη φωνή. Άρχισαν κι οι δυο να κλαίνε σιγανά, άηχα, σε αμίλητη αλληλοκατανόηση κι ευλογία. «Τον πήρε ο Τεύκρος στους στάβλους με τους ίππους. Εκεί, θα τους βρεις.»
Ενόσω ο γίγας ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, εμφανώς ξαλαφρωμένος και πιο ήρεμος, η Τέκμησσα επέτρεψε στον εαυτό της την ερώτηση που θα επιβεβαίωνε παντελώς την υποψία της.
«Αν, στην απουσία σου, έρθουν πάλι ο Μενεσθέας κι οι Βοιωτοί, τι να τους πω;»
«Διώξε τους,» ήρθε η στυγνή απάντηση χωρίς δεύτερη σκέψη κι η υποψία επιβεβαιώθηκε αδιάσειστα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σαν έφυγε ο Νέστωρ από την καλύβα του Αγαμέμνονα, με ώμους βαρείς και φρύδια συνοφρυωμένα, η θύρα του χτύπησε ξανά κι ο Ταλθύβιος ήρθε στον Άνακτά του μάλλον ανήσυχος.
«Ο Άναξ της Ιθάκης ζητά ακρόαση, Μεγάλε Άναξ,» ανακοίνωσε σχεδόν φοβισμένα.
«Διώξε τον,» απάντησε για τον αδελφό του ο Μενέλαος. «Τόση ώρα συζητούσαμε με τον Νέστορα, πρέπει να αναπαυθούμε, επιτέλους.»
«Ας έρθει,» ανταπάντησε ο ίδιος ο Αγαμέμνων, σταυρώνοντας τα χέρια. «Δεν είναι σοφό να αρνηθώ ακρόαση στον ευφυέστερο των Ανάκτων. Αποκλείεται να ήρθε για ζήτημα αμελητέο.»
Ο Ταλθύβιος υποκλίθηκε, έφυγε κι όταν επέστρεψε, έφερνε τον Οδυσσέα, ο οποίος ήταν καλυμμένος με έναν κατάμαυρο μανδύα, ώστε δεν ξεχώριζε παρά μόνο η μύτη και τα μάτια του. Κατέβασε την κουκούλα κι υποκλίθηκε τυπικά.
«Αγαμέμνων, θέλω να μιλήσουμε. Μόνοι μας.»
«Δεν υπάρχουν μυστικά ανάμεσα μας, δε βρίσκω τον λόγο να μην παραστώ,» απάντησε πάλι πρώτος ο Μενέλαος.
«Θέλω να μιλήσω μόνο στον ενήλικο νοητικά Ατρείδη, επειγόντως. Δεν έχω χρόνο για ανοησίες.»
«Οδυσσέα, μόνο εσύ είχες αντισταθεί στον πειρασμό να με ειρωνευτείς τόσα χρόνια και να που εξέπεσες κι εσύ,» αναστέναξε ενοχλημένος ο Μενέλαος.
«Φύγε, μικρέ,» απεφάνθη σιγανά μα επιβλητικά ο Αρχιστράτηγος, ώστε δε χωρούσε αμφισβήτηση.
Χωρίς άλλη λέξη, ο μικρός Ατρείδης έφυγε. Ο Οδυσσέας κάθισε, μην αποβάλλοντας στιγμή την πρόδηλη του ένταση, μετά από παραίνεση του Αγαμέμνονα.
«Έχει συμβεί κάτι που πρέπει να γνωρίζω; Μήπως θέλεις για πολλοστή φορά να με πείσεις για σώμα κατασκοπείας;»
Ο Αγαμέμνων, ανάλαφρα και χαλαρά, έτεινε στον αμφορέα με τον ευωδιαστό, εκλεκτό του οίνο, τον έπιασε στιβαρά κι άρχισε να γεμίζει το κύπελλό του, που ήδη περιείχε την ενδεδειγμένη ποσότητα νερού.
«Τα όπλα του Αχιλλέα θέλω και θα τα λάβω. Εσύ θα φροντίσεις να τα λάβω, πάση θυσία.»
Ήρθε η σειρά του μεγάλου Ατρείδη να αναστενάξει. Γέμισε το κύπελλο, το εναπόθεσε στο άδειο θρονί του Μενέλαου, για να τρίψει το μέτωπο του εξαντλημένος.
«Οδυσσέα, αυτή η παράνοια με τα όπλα έχει παρατραβήξει. Ασχολούμαστε με ένα ζήτημα τόσο δραματικά, ενώ θα έπρεπε να είχε επιλυθεί από την πρώτη ημέρα. Η ψηφοφορία απέβη άκαρπη, η άποψη των Τρώων δεν έγινε δεκτή, συνεπώς, δε μένει παρά να ζητήσουμε από τους Θεούς να αποφασίσουν. Τούτο πρότεινε ο Νέστωρ και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Όσο κι αν δε θέλω να τον βλέπω, θα καλέσω τον Κάλχα, για να διαβάσει τους οιωνούς.»
«Μπορείς πολύ απλούστερα να δώσεις τη λύση, εσύ ο ίδιος· θα επιλέξεις τον δικαιούχο εσύ, με την ψήφο που δεν έδωσες χθες,» ο γιός του Λαέρτη ακουγόταν αποφασισμένος, εντελώς σίγουρος.
«Αν το κάνω, θα συγκεντρώσω οργή στο πρόσωπό μου και μάλιστα, μια οργή άδικη, γιατί δε θα με αφορά άμεσα. Ο Αχιλλέας εύλογα είχε θυμώσει μαζί μου για τη Βρυσηίδα μα, αν εξοργιστούν οι μεν επειδή διάλεξα τον Αίαντα ή οι δε επειδή προτίμησα εσένα-»
«Εμένα θα επιλέξεις,» τον διέκοψε ευθαρσώς. «Και μην αξιοποιείς διπλωματικά παίγνια σε εμένα, γιατί κανείς δεν χειρίζεται τη διπλωματία καλύτερα.»
«Προς τι τόση αυθάδεια κι απαίτηση;» Απτόητος φάνηκε ο Ατρείδης κι ήπιε λίγο οίνο, ωσάν να αναζητούσε διέξοδο ή να αντλήσει αντοχές. «Είναι δυνατόν να υποταχθώ έτσι απλά στο θέλημά σου, σαν να είσαι εσύ ο Αρχιστράτηγος κι εγώ ένας απλός Άναξ;»
«Πέραν του αναντίρρητου γεγονότος ότι τα αξίζω, μου οφείλονται κιόλας,» ξεκίνησε την επιχειρηματολογία του με φιλική διάθεση. «Δεν έχω ζητήσει ποτέ κανένα λάφυρο, η σκηνή μου είναι αδειανή, εκτός όσων έφερα από την Ιθάκη -κερδισμένα φυσικά από τους προγόνους μου- και την Υακίνθη σχεδόν με αναγκάσατε να τη δεχτώ, εξαιτίας της νίκης μου επί του Φιλομηλείδη, η οποία εμφανώς έχει ξεχαστεί, μιας κι ολούθε πια λογίζομαι άνανδρος και φοβιτσιάρης.»
«Συνεπώς, μιας και δεν έχεις λάβει κάτι, θέλεις να το λάβεις τώρα,» ήρθε το ψυχρό, σκωπτικό σχόλιο του Αρχιστράτηγου.
«Εσύ, μετά τον Ατρέα, διπλασίασες το Βασίλειο του σε μια Αυτοκρατορία. Εγώ, σαν προσθήκη στον Θησαυρό του Λαέρτη, επιθυμώ αυτήν την πανοπλία και θα την έχω.»
«Μα τι σε έχει κάνει τόσο επιθετικό και τολμηρό;» Φάνηκε να διασκεδάζει πια ο Αγαμέμνων. «Εσύ, μέχρι πριν λίγους μήνες, με έβλεπες κι έσκυβες την κεφαλή σε πλήρη υποτέλεια.»
«Ορθώς,» ένευσε υπερήφανα. «Μέχρι πριν λίγους μήνες, μέχρι τη στιγμή που τόσο εύκολα ανακοίνωσες να ρίξουμε τα πλοία στη θάλασσα και να φύγουμε, γιατί έβλεπες τον Έκτορα με πυρσούς να ορμά. Ύψωσα, τότε, το ανάστημα και σε αψήφησα ανερυθρίαστα, μπροστά στον Νέστορα, στον Διομήδη και στον Ευρύπυλο, διότι ήθελες τόσο απλά, τόσο ανάλαφρα, να γκρεμίσεις όλα όσα χτίζαμε εδώ και εννέα χρόνια, όλα όσα είχαμε θυσιάσει κι εγώ είχα διαπράξει, για να βρεθούμε να πορθησουμε κάποια μέρα αυτήν την πολύχρυση, πυργωμένη πόλη. Δε θα επέτρεπα ποτέ να πάει χαμένο και μάταιο το αίμα που έχυσα για εσένα, μετά από εντολή σου!»
«Μα τι έκανες, επιτέλους;» Η φωνή του παρέμενε ψύχραιμη μα τα πράσινα μάτια και τα χέρια με τα χρυσά περιβραχιόνια έδειχναν ανεπαίσθητο τρέμουλο. Η ατσάλινη θέση του Ατρείδη κλονιζόταν ήδη. «Εννοείς, το δίχως άλλο, τον Φιλοκτήτη,» μειδίασε πικρά. «Έπρεπε να μείνει στη Λήμνο· λάτρευε υπερβολικά τον Αχιλλέα και θα τον στήριζε παντοτινά. Μοναχός του, ένας στρατιώτης, όσο άριστος κι αν ήταν, δε θα απειλούσε ποτέ τον Αρχιστράτηγο στην πρωτοκαθεδρία. Με έναν έμπειρο και σοφό πολιτικό, όμως, οι ισορροπίες θα άλλαζαν.» Ακουγόταν πραγματιστής, ψύχραιμος κι ανένδοτος, θεωρώντας ότι είχε πράξει το σωστό. «Εξάλλου, ζει στη Λήμνο αξιοπρεπώς, με τη φρουρά που του αφήσαμε, δεν υποφέρει. Απλώς, δεν ταίριαζε στη θέση μου να προτείνω να μείνει εκεί κι εσύ, δέχτηκες ευγενικά να το πράξεις.»
«Φυσικά κι υποφέρει, αφού δεν επέστρεψες στους Ασκληπιάδες να τον ιάσουν πλήρως, αφού θα μας καθυστερούσαν. Ο Παλαμήδης, πάλι, δε θα καθυστερούσε τίποτα. Ωστόσο, χάθηκε κι αυτός.»
«Χάθηκε· όπως αξίζει σε κάθε προδότη να χαθεί· όπως έπρεπε να είχαμε εκτελέσει και τον Αχιλλέα, αν επιβίωνε της μοιραίας μάχης.»
«Χάθηκε, επειδή ήθελες να χαθεί, μην υποκρίνεσαι ότι λησμόνησες!» Μολονότι η θωριά εξαγριωνόταν, η φωνή παρέμενε χαμηλή, για να μην ακουστεί από κανέναν άσχετο. «Θυμάσαι, όπως θυμάμαι κι εγώ και θα θυμάμαι και θα βασανίζομαι, μέχρι να μου βγει η ψυχή. Εσύ θέλησες τον θάνατο του Παλαμήδη κι εγώ τον έστησα. Το έτος εκείνο, δυο μοιραία λάθη έπραξα· που δε σταμάτησα τη θανάτωση της Επίπολης και που δέχτηκα να σε βοηθήσω, να σκοτώσουμε τον Παλαμήδη χωρίς αίμα στα χέρια μας. Ιδού, τώρα, πώς θα αποπληρωθούν όλα ως αρμόζει, γιατί, αν δε μου δώσεις τα όπλα του Αχιλλέα, θα δηλώσω αμέσως στο Συμβούλιο πώς πέθανε ο Παλαμήδης και κανένας δε θα με αμφισβητήσει, εφόσον θα μας καταδικάσουν αμφότερους!»
«Δε θα σε πιστέψει κανένας,» έτρεμε ακόμη περισσότερο το χέρι κι ο οίνος περιφερόταν κι άφριζε σαν πέλαγος ανταριασμένο. «Όλοι τους λιθοβόλησαν τον Παλαμήδη· όλοι τον σκοτώσαμε μαζί· το αίμα του έχει πέσει σε όλους μας και δε θα παραδεχτούν ποτέ ότι εγκλημάτησαν.»
«Με πρόσταξες κι εκτέλεσα την αποστολή μου,» δεν έμοιαζε να παύει η λαλίστατη γλώσσα του Λαερτιάδη. «Σκότωσα τον αγγελιαφόρο του Πριάμου, πήρα τον χρυσό και τον έκρυψα στη σκηνή του Παλαμήδη, με το γράμμα που είχα γράψει εγώ ο ίδιος μέσα. Εγώ ήμουν το εκτελεστικό όργανο κι εσύ ο ενορχηστρωτής· είμαστε κι οι δυο εξίσου ένοχοι.»
«Οδυσσέα, ας είμαστε λογικοί,» σταύρωσε τα χέρια πάλι μήπως έπαυε το τρέμουλο. «Αν κάνεις αυτήν την εξομολόγηση ενώπιον όλων, θα σε κατηγορήσω ευθύς για προδότη και θα έχεις την ίδια μοίρα με τον Παλαμήδη. Δε θα κερδίσεις τίποτα.»
«Θα έχω καταστρέψει εσένα, αυτό μου αρκεί.»
«Δε θα καταστραφώ ποτέ εγώ, να είσαι βέβαιος,» κάγχασε ο Αγαμέμνων. «Επιβίωσα της σφαγής του θείου μου, επιβίωσα εκστρατειών, επιβίωσα ακόμη και της φιλονικίας μου με τον Αχιλλέα και βγήκα αλώβητος. Θαρρείς θα έρθει ο όλεθρος τώρα κι από εσένα, που με βεβαιότητα σε μισεί το μισό στράτευμα; Άλλωστε, με την επικράτηση του Αίαντα, θα τον έχω στο πλευρό μου· τον δυνατότερο Οπλαρχηγό μας. Δε θα με αμφισβητήσει κανείς, δε θα το διανοηθεί καν. Οπότε, πράξε όπως λαχταράς κι απλούστατα, θα πεθάνεις.»
Περίμενε να τον σιγήσει, να τον τρομάξει, να τον διώξει, για να αναπαυθεί, επιτέλους. Αντί αυτών, ο Οδυσσέας σηκώθηκε κι άρχισε να περιφέρεται σε κύκλους γύρω από το δώμα σκεπτικός, προτού αναλυθεί στον πιο ανατριχιαστικό, τραχύ, ζοφερό γέλωτα που είχε ακούσει ποτέ του. Προς στιγμήν, αναδύθηκε στον νου η ανάμνηση της σφαγής του Ατρέα από τον Θυέστη κι αναγούλιασε. Έτσι ακριβώς γελούσε τότε κι ο θείος του.
«Όχι, Αγαμέμνων,» δήλωσε και κάθισε ξανά, απλώνοντας αέρινα τον μανδύα. «Θα μου αποδώσεις τα όπλα και δε θα συμβεί τίποτα δυσάρεστο.»
«Τα όπλα θα δοθούν όπου θεωρήσει ο Κάλχας. Δικαιότερη κατάληξη δεν υπάρχει.»
«Θυμάσαι τον Ακάμαντα, τον νεαρό που κόντεψε να νικήσει τον Επειό στην πάλη;»
«Τον Ακάμαντα;» Δεν έκρυβε τη σύγχυση του. Αδυνατούσε να ακολουθήσει τον ειρμό της σκέψης και το ανέκφραστο πλην δυσοίωνο μειδίαμά του δε βοηθούσε ιδιαίτερα.
«Ορθώς, διότι δε θεωρείται νεαρός,» γέλασε πάλι ο Άναξ της Ιθάκης. «Συνομήλικος μου είναι, άρα, γέροντας.»
«Το γεγονός ότι δίνεις βάση στα λόγια του ανόητου Μενεσθέα, που νομίζει ότι είναι ο δεύτερος Θησέας μόνο και μόνο επειδή μαθαίνει τους στρατιώτες του ακροβατικά προς τέρψη του όχλου, δεν τιμά την ευφυΐα σου,» ανασήκωσε το φρύδι ο Αρχιστράτηγος, χαλαρώνοντας ελάχιστα.
«Θαυμάσια, το είπες πριν από εμένα. Για τον Θησέα, τον πατέρα του Ακάμαντα, σκεφτόμουν. Δεν τον γνώρισα ποτέ αλλά αυτή η μορφή μου φάνηκε εξαιρετικά οικεία, όπως θα έπρεπε να φανεί και σε εσένα.»
«Δε μας συνδέει καμία συγγένεια με τον Θησέα, πέρα από αγχιστεία. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε την ανιψιά της Φαίδρας μα δεν έχει σημασία, αφού βασιλεύει πια ο Μενεσθέας στην Αθήνα,» υποκρίθηκε τον αθώο κι ανήξερο ο Αγαμέμνων, ελπίζοντας με σιωπηλές προσευχές να μην είχε λειτουργήσει άψογα το μυαλό του Οδυσσέα και τα είχε συνδέσει όλα.
«Παράδοξα, ξέρεις, ο Ακάμας μου θύμισε φοβερά την κόρη σου, την Ιφιγένεια, την πρώτη που με έστειλες να προετοιμάσω για θάνατο.»
«Δεν το ήθελα αυτό και μην το λες τόσο ανενδοίαστα,» ένιωθε την κούραση να τον καταβάλει πια. Έπαψε να πίνει. «Κι ούτε πέθανε η Ιφιγένεια· το διαπιστώσαμε μαζί.»
«Δεν είναι ολόιδιοι; Τούτο παρατήρησα, Αγαμέμνων. Αν ήταν αγόρι η Ιφιγένεια, θα έμοιαζε δίδυμη του Ακάμαντα, το δίχως άλλο. Το πρόσωπο της δε θα το ξεχάσω ποτέ, το πρώτο πρόσωπο που κλήθηκε να πληρωθεί τα λάθη άλλων από εμένα, μέσα στην εντελή του αθωότητα. Όχι, το πρόσωπο της Ιφιγένειας με στοιχειώνει σαν τον Παλαμήδη κι όταν αντίκρισα τον Ακάμαντα, νόμιζα ότι έβλεπα εκείνη.»
«Εμφανώς, το αίμα του Μίνωα είναι ισχυρό,» μετέτρεψε την ανησυχία του σε προσποιητή αδιαφορία.
«Εμφανώς, με μια απλή αναδρομή στο παρελθόν, συμπεραίνουμε ότι η Ιφιγένεια είναι κόρη του Θησέα.»
Η επαγωγή ήρθε ταχεία, ορμητική και τόσο σίγουρη που προς στιγμή, ο Αγαμέμνων κλονίστηκε, ζαλίστηκε, ένιωθε ότι θα λιποθυμούσε, σαν να του είχε πετάξει κατακέφαλα έναν βράχο κι όχι λόγο. Το χέρι του έπεσε νεκρωμένο, παρέσυρε το κύπελλο και χύθηκε ο ερυθρός οίνος στο πάτωμα, σαν αίμα φερόμενος.
«Δεν έχω ακούσει μεγαλύτερη ανοησία στη ζωή μου και λυπάμαι που έρχεται από εσένα,» κατάφερε να απαντήσει, καλύπτοντας το ξάφνιασμα με απογοήτευση κι αποδοκιμασία.
«Μα είναι απολύτως λογικό, αν το αναλύσει κανείς ορθά. Ο Θησέας απήγαγε την Έλενη και την έκρυβε στην Τροιζήνα, έγινε Πόλεμος για αυτό, επιστρέφοντας η Ελένη κρυβόταν, όπως κι η Κλυταιμνήστρα, τι κι αν δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος από τον γάμο σας. Υιοθετήσατε το παιδί του Θησέα, για να τη σώσετε από τον στιγματισμό και την κατακραυγή, εφόσον ανέκαθεν ο Τυνδάρεως ενδιαφερόταν για την υπόληψη παρά για την ουσία. Εξάλλου, ο ίδιος μεγάλωσε τρία παιδιά του Δία και τέσσερις μονάχα κόρες δικές του.»
«Το γεγονός ότι θα υπέπεφτες σε τόσο κατάφωρο, αδιανόητο ψεύδος, για να πετύχεις τον σκοπό σου, με αηδιάζει.»
«Φαντάσου τον εξευτελισμό που θα υποστείς μόνο,» ούτε ένα ξίφος κατάκαρδα δεν τον σταματούσε πια. Άπλωσε τα χέρια στην τράπεζα κι ορθώθηκε πάνω από τον Αρχιστράτηγο σαν αετός με ανοιχτά, μεγαλειώδη φτερά, πάνω από το αδύναμο φίδι που θηρεύει. «Ο Μέγας Άναξ των Μυκηνών, που καμάρωνε την Ιφιγένεια, την πρωτότοκη του και την προόριζε για σύζυγο του Αχιλλέα, ανέθρεψε απλώς το νόθο του Θησέα, απότοκο του αρρωστημένου έρωτα ενός γέροντα για ένα κοριτσάκι. Θα στιγματιστεί, για άλλη μια φορά, ο φοβερός και τρομερός Οίκος των Ατρειδών, θα γίνεις περίγελος για όλους αυτούς που περιμένουν το ελάχιστο παραστράτημα, την παραμικρή αφορμή, για να απειλήσουν την κυριαρχία σου.»
«Με την Κλυταιμνήστρα έχουμε έξι υπέροχα παιδιά, δε με ενδιαφέρει αν μιλήσεις, εσύ θα φανείς ο ανίδεος και μικροπρεπής, αυτό το ανθρωπάκι που στηλίτευε ο Αίας.»
«Αλήθεια, δε θα σε ενδιαφέρει;»
Ο Οδυσσέας γνώριζε να διαβάζει τα ανείπωτα, τα σιωπηλά λόγια των ανθρώπων εξίσου καλά με εκείνα που εξέφεραν. Ήξερε, σχεδόν από τις πρώτες ημέρες που είχε ενταχθεί στους Αρχηγούς του Πολέμου, ότι ο Αγαμέμνων είχε αναπτύξει ατσάλινη αντοχή και ψυχραιμία. Δεχόταν προσβολές για τον εαυτό του και δεν τον άγγιζαν· ο Αχιλλέας τον είχε αποκαλέσει δημόσια μέθυσο, φιλόπλουτο, άπληστο, πανούργο, σκυλοπρόσωπο κι αχάριστο και παρέμενε φονικά ψύχραιμος, οδηγώντας τη διαφωνία όπως επιθυμούσε. Μα, εάν κάποιος κακολογούσε τον πατέρα ή τον αδελφό του, εξοργιζόταν εκτός εαυτού κι έχανε κάθε έλεγχο. Είχε διατάξει μαστιγώματα σε μερικούς στρατιώτες που χλεύαζαν τον Μενέλαο, είχε επιπλήξει και τιμωρήσει δημόσια όσους έριχναν παράξενα βλέμματα στην Ιφιγένεια ή στην Κλυταιμνήστρα, είχε γρονθοκοπήσει ο ίδιος τον Θερσίτη, όταν, κάποτε, είχε υβρίσει τον Ατρέα. Έτσι ήταν οι Ατρείδες, είχε καταλήξει· αδίστακτοι, σκληραγωγημένοι, ραδιούργοι, αμείλικτοι κι ευέξαπτοι αλλά δεμένοι σαν γροθιά και παντοτινά ενωμένοι, θέτοντας πάνω από όλα την οικογένειά τους. Συνεπώς, ο Αγαμέμνων δε θα άντεχε, δε θα ανεχόταν ποτέ να αμαυρωθεί η τιμή κι η υπόληψη της Ιφιγένειας, την οποία αποδεδειγμένα λάτρευε σαν δική του κόρη. Με αυτή τη στρατηγική κίνηση, ο εγγονός του Αυτόλυκου ήταν πεπεισμένος ότι θα πετύχαινε τον σκοπό του.
Ο Αγαμέμνων έσκυψε το κεφάλι, οι περήφανοι ώμοι έπεσαν κι απλώθηκε μια εκκωφαντική σιγή. Όταν, αρκετή ώρα μετά, σήκωσε το σώμα και πάλι, δε φαινόταν παρά ηττημένος κατά κράτος.
«Δεν μπορώ να σε ανακηρύξω έτσι απλά, μπροστά σε όλους. Δεν πρέπει να φανείς προσωπική μου επιλογή,» είπε βραχνά, αποκαμωμένα.
«Υπάρχει ένας τρόπος,» είχε εκμεταλλευτεί τη σιγή ο Οδυσσέας κι είχε σκεφτεί τη λύση ήδη.
Λίγες στιγμές αργότερα, έφυγε από την καλύβα του Ατρείδη, με το κεφάλι ψηλά, σαν κυρίαρχος θριαμβευτής. Ο Ταλθύβιος έσπευσε γρήγορα στον Άρχοντα του, αναμένοντας υποδείξεις.
«Τρέξε και φέρε τον Μενέλαο. Πρέπει να οργανωθούμε για την αυριανή δοκιμασία,» τον διέταξε, ενώ γέμιζε και πάλι το κύπελλο με οίνο κι ύδωρ. «Κι ας έρθει κάποια δούλα να μαζέψει το κρασί που χύθηκε· η οσμή σκοτώνει τα ρουθούνια μου.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Μεγάλος Αίας πέρασε όλη την υπόλοιπη ημέρα με τον γιό και τον
αδελφό του. Όταν απάντησε τον Μενεσθέα στον διάβα του, δεν τον χαιρέτησε. Αφού κοίμισε τον Ευρυσάκη, επέλεξε να μην αναζητήσει το πλευρό της Τέκμησσας ακόμα, γεμάτος άγχος και σύγχυση καθώς ήταν για την επερχόμενη ημέρα. Τα βήματά του τον οδήγησαν στην ακροθαλασσιά, στα πλοία των Σαλαμινίων, στων οποίων την κατασκευή είχε ηγηθεί αυτοπροσώπως. Ανέμενε εκεί να βρει την πολυπόθητη γαλήνη του νου κι αντί αυτού, βρήκε τον τελευταίο άνθρωπο που επιθυμούσε να αντικρίσει.
Ο Οδυσσέας είχε ανάψει φωτιά κι έψηνε δυο ψάρια, ενδεδυμένος μονάχα με έναν χιτώνα καφετή και τον σκούφο του. Κάποτε, του είχε εκμυστηρευτεί ότι εκείνος ο σκούφος αποτελούσε το πιο πολύτιμο ένδυμα· του τον είχε χαρίσει η μητέρα του σαν ενηλικιώθηκε και τον φορούσε πάντα, όταν έβοσκε τις αίγες και τα ερίφια στους βράχους της Ιθάκης. Δεν τον είχε δει ποτέ να τον φορεί στην Τροία.
Τον είδε και χαιρετήθηκαν με τα μάτια. Του ένευσε να καθίσει δίπλα του. Του πρόσφερε ψάρι και το δέχτηκε με ένα νεύμα ευγνωμοσύνης. Έφαγαν μαζί, αντάλλασσαν βλέμματα μα όλα τούτα, χωρίς καμία λέξη. Πολλάκις στο παρελθόν συνυπήρχαν σιωπηλά, δεν ήταν η πρώτη φορά. Ωστόσο, αυτή ήταν η πρώτη που κανένας δεν είχε να πει τίποτα ή μάλλον, δε γνώριζε πώς και τι να πει. Η σιγή τους σκέπασε όμορφα για αρκετή ώρα, ώστε η νύχτα έπεσε εντελώς και σκοτείνιασε η πλάση, με τη Σελήνη στο στερέωμα περήφανη και τους αστερισμούς να προσφέρουν λιγοστό φως. Ο Αίας έριξε ένα κούτσουρο στη φωτιά και την αναζωπύρωσε.
«Αναμένω την απολογία σου,» έσπασε τη σιωπή, επιτέλους.
«Την απολογία μου; Μήπως εγώ σε αποκάλεσα δειλό και μηχανορράφο;» Ανταπάντησε ο Οδυσσέας απορημένος.
Η φωτιά δημιουργούσε στα μάτια αμφοτέρων μια αλλόκοτη οπτασία· σαν να είχαν ενωθεί και καίγονταν μαζί, ομού με το ξύλο.
«Αμφιβάλλω ότι τα σκέφτηκες μοναχός σου όλα αυτά τα αδιανόητα που ξεστόμισες. Ποιός σε δασκάλεψε, αναρωτιέμαι· ο Μενεσθέας ή ο Πηνέλαος ή μήπως ο Ιδομενέας, γιατί εσύ δεν μπορείς να τα σκεφτείς αυτά.»
«Τώρα με αποκαλείς ευθαρσώς ηλίθιο κι όλα αυτά που είπα σου φαίνονται αδιανόητα;» Πετάχτηκε έξαλλος ο Αίας κι η φλόγα του προσέδιδε όψη Τιτάνα. «Λυπάμαι, διότι σε λάτρευα σαν Θεό και περίμενα κάθε λόγο σου σαν ευλογία. Θαύμαζα την ευφυΐα σου και τώρα, ανακαλύπτω με θλίψη ότι δεν ήταν παρά μια καλά στολισμένη με ψεύδη πονηριά.»
«Οι έξυπνοι άνθρωποι αποδέχονται τα σφάλματα τους. Εσύ αδυνατείς να ομολογήσεις ακόμη κι ότι έχεις καταντήσει φερέφωνο του κάθε φιλόδοξου τυχοδιώκτη. Δεν το βλέπεις, Αία; Πέθανε ο Αχιλλέας, είσαι εσύ πια ο ισχυρότερος πολεμιστής και συρρέουν όλοι οι κόλακες κι οι συκοφάντες να σε πάρουν με το μέρος τους!» Ο Οδυσσέας σηκώθηκε κι αυτός και στάθηκε απέναντι του, πλησιάζοντας βαθμιαία. «Θα στο πω μια μόνο φορά και θέλω να το κατανοήσεις· τα όπλα επιθυμώ· ούτε να σου κλέψω κανέναν τίτλο μηδέ να σε καταστρέψω, όπως λες. Λαχταρώ τα όπλα, γιατί δεν έχω λάβει ποτέ ένα βραβείο ισάξιο της προσφοράς μου στον Πόλεμο κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με εσένα. Δε σου φτάνουν τα όπλα του Μέμνονα, του γιού της Αυγής; Θέλεις κι αυτά; Τόσο άπληστος έγινες άξαφνα; Μα πώς θα τα φορέσεις τούτα εσύ, ο γίγας; Αν τόσο λαχταράς, παράγγειλε στον Ήφαιστο μια πανοπλία δική σου!»
«Οδυσσέα, φύγε από μπροστά μου, χάσου,» πρόσταξε ο γιός του Τελαμώνα, χωρίς να πείθει ούτε τον εαυτό του για την αυστηρότητα. Λύγισαν τα γόνατα, δεν τον βαστούσαν πια. Τα μάτια γέμισαν δάκρυα. «Χάσου, γιατί... γιατί...» Η φωνή έσπασε ολότελα, ράγισε.
«Τι θα κάνεις;» Έγινε προκλητικός αιφνιδίως. «Θα με προκαλέσεις σε μονομαχία πάλης; Κι εκεί, σε έχω κερδίσει, όπως θα σε κερδίσω κι αύριο και θα πάρω τα όπλα-»
Δεν ολοκλήρωσε τη φράση, εφόσον η σιδερένια γροθιά του Αίαντα έπεσε στο πηγούνι του και τον έστειλε αρκετά μέτρα μακριά, φαρδύ πλατύ στην άμμο. Σηκώθηκε γρήγορα, όμως και του όρμησε, για να συναντήσει άλλη μια γροθιά, που τον πέτυχε στο δεξί ζυγωματικό. Ύψωσε τα χέρια στα τυφλά σχεδόν κι άρπαξε ένα χέρι του Αίαντα, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δημιουργήσει αιφνιδιασμό. Με το ανάλογα δυνατό τράβηγμα, ο τελευταίος έχασε την ισορροπία του και σείστηκε κι όπως έπεφτε πάνω του, ο Οδυσσέας έγειρε κι άρτια τον κάρφωσε στην άμμο. Μα αυτός δεν ήταν αγώνας παγκρατίου μηδέ πάλης μηδέ πυγμής.
Ο Μεγάλος Αίας χτυπιόταν, σπαρταρούσε σαν το ψάρι, για να χαλαρώσει τη λαβή ο κτήτορας του μα εκείνος, αντίθετα, έψαχνε τρόπο να τον κλωτσούσε στην κοιλιά και να τον αναισθητοποιούσε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν.
«Βδέλυγμα. Τέρας,» έφτυσε τις λέξεις ο γιός του Τελαμώνα, πιο αποτελεσματικές κι από χίλια βέλη.
Ο Οδυσσέας είχε το πάνω χέρι αλλά τα λόγια τον διέλυσαν· σχεδόν ένιωσε να νεκρώνουν τα χέρια του κι εξαφανίστηκε το όποιο πλεονέκτημα. Ο Αίας αμέσως ελευθέρωσε ένα χέρι και τον χτύπησε με όλη τη δύναμη στο πλευρό. Ο γιός του Λαέρτη με το αιμόφυρτο πρόσωπο γύρισε και του απάντησε με μια γροθιά καταπρόσωπα, όπου είχε διοχετεύσει όλη του τη δύναμη. Έτσι, άρχισε και στο πρόσωπο του γίγαντα να τρέχει αίμα, το οποίο ευχαριστούσε μακάβρια τον Οδυσσέα· πλέον, είχαν πονέσει αληθινά ο ένας τον άλλον. Πριν το συνειδητοποιήσουν, είχαν πέσει μαζί και κυλιόντουσαν στην άμμο, αναμειγνύοντας με αίμα, για ένα παράδοξο μείγμα.
Ο Οδυσσέας δεν άφηνε καμία από τις ακριβείς, βάναυσες και μανιασμένες επιθέσεις του Αίαντα αναπάντητες, αντλώντας δύναμη από συναισθήματα που είχε θάψει βαθιά μέσα του· θυμό, φόβο, αγανάκτηση, όλα αυτά που ποτέ δεν εξέταζε μα τώρα, τον ενεργοποιούσαν αφάνταστα. Χτυπούσαν κι οι δυο οπουδήποτε ευκαιρούσαν· στο πρόσωπο, στο στομάχι, χωρίς διάκριση. Ο γιός του Λαέρτη αισθάνθηκε μια γλυκιά πλησμονή κι αυτήν ακριβώς εντόπισε και στο βλέμμα του Αίαντα, με το αίμα να βροντά στα αυτιά και την αδρεναλίνη της μάχης να τους έχει ενθουσιάσει. Τελικά, κατάφερε να προσγειώσει μια αποφασιστική κλωτσιά στην κοιλιά του Οδυσσέα και να τον κλείσει από τον λαιμό ανάμεσα στα στιβαρά του μπράτσα.
«Ηττήθηκες,» αναφώνησε, χωρίς να ακούγεται θριαμβολόγος.
Ανάσαιναν κι οι δυο βαριά, εξαντλημένοι ολότελα.
«Τι σημασία έχει;» Αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας -πιότερο στον εαυτό του- δίνοντας κάπως το έναυσμα κι ο Αίας τον άφησε.
Σύρθηκαν και κάθισαν πάνω στην άμμο δίπλα δίπλα, αμίλητοι ξανά. Στα βλέμματα είχε ζωγραφιστεί πίκρα πια, θλίψη, απογοήτευση κι ανείπωτες παραδοχές λαθών. Πρώτος, σηκώθηκε κι αποχώρησε ο Άναξ της Ιθάκης, ωστόσο μαζί, ταυτόχρονα είπαν αυτό που δεν μπορούσαν όσο κάθονταν γύρω από τη φωτιά. Δεν ακούστηκαν, όμως, γιατί τα δάκρυα που κυλούσαν ως ποταμοί δε φώναζαν.
Συγγνώμη, φίλε μου. Λυπάμαι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όπως εξεπλάγη ο Αίας που απάντησε τον Οδυσσέα στην ακροθαλασσιά, έτσι κι εκείνος αιφνιδιάστηκε, θωρώντας την Τέκμησσα να τον αναμένει στην είσοδο της σκηνής του.
«Τόσο πολύ λαχταράς να σε συζητούν και σχολιάζουν;» Τη χαιρέτισε με ένα μειδίαμα.
«Οι μοναδικοί άνθρωποι που με ενδιαφέρουν δε νομίζω να βρίσκονται κάπου κοντά σου. Όχι πια.»
Πέρασαν μαζί έσωθεν κι ο Οδυσσέας αποδέσμευσε την Υακίνθη για τη νύχτα, αγνοώντας πλήρως τις εξεταστικές, παραξενευμένες κι ανήσυχες συνάμα ματιές.
«Να υποθέσω ότι ευθύνεται ο σύζυγος μου για την κατάντια σου;» Υπέδειξε με τα μάτια τα τραύματα η Τέκμησσα.
«Πρέπει να δεις πώς είναι κι αυτός, βέβαια,» την πείραξε ο Οδυσσέας.
«Ξέσπασε, απλά, να είσαι σίγουρος. Δεν ήθελε να σε βλάψει, όπως κι εσύ δε θέλεις, θαρρώ. Ίσως βαρέθηκε τόσες ημέρες να χτυπά τα τομάρια που έχουμε στη σκηνή και του κορμούς των δένδρων και θέλησε να χτυπήσει την πηγή της οδύνης του μα κι έτσι, δε δικαιολογείται. Δεν έπρεπε να σε χτυπήσει.»
Κάθισαν μαζί στα δυο καθίσματα που είχε πρόχειρα ο Άναξ της Ιθάκης και της προσέφερε γάλα.
«Πώς ξέρεις ότι αυτός ξεκίνησε την πάλη κι όχι εγώ;» Τη ρώτησε, γεμίζοντας γάλα και το δικό του κύπελλο.
«Απλώς, γνωρίζω τους χαρακτήρες σας. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα, για να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα.»
«Ίσως έχεις δίκιο,» βρήκε μερικά αποξηραμένα φρούτα και της τα προσέφερε κι αυτά. «Ίσως, πάλι, δεν είμαι παρά αυτός ο απατεώνας που περιέγραψε ο Αίας, αυτός που υφαίνει μυστικά ολέθρους και δεινά, χωρίς να μιλά άλλη γλώσσα πέραν αυτής του ψεύδους και της πανουργίας.»
«Όπως δεν εισακούς τους ανόητους που σε αποκαλούν γέροντα, έτσι επιβάλλεται να μην ακούς και τις γνώμες που ενστάλαξαν στον νου του Αίαντα ο Μενεσθέας κι οι Βοιωτοί Άνακτες. Χθες, ολονυχτίς, έμειναν στη σκηνή μας. Ο Αίας με είχε διώξει, για να αναπαυθώ και κοιμόμουν μα -από τα ελάχιστα που έπιασαν τα ώτα μου- είμαι σίγουρη ότι σε διέβαλαν κι ήθελαν να στρέψουν τον άνδρα μου εναντίον σου, για να τον έχουν υπό τον έλεγχό τους.»
«Ήρθες, γιατί θέλεις να εκδικηθείς αυτούς;»
«Ήρθα, γιατί δε θέλω να σε χάσει ο Αίας. Σε αγαπούσε βαθιά και σε αγαπάει, σαν τον μεγάλο αδελφό που δεν είχε. Δε θέλω να λησμονήσεις όσα συνέβησαν ή θα συμβούν αύριο ούτε καν να τα συγχωρήσεις· απλώς, να προχωρήσεις και να μην τον εγκαταλείψεις.»
Η Τέκμησσα, ακόμη και στην προχωρημένη εγκυμοσύνη και θλιμμένη στάση της, διατηρούσε μια αρχοντική υπερηφάνεια και πριγκιπικό ύφος, σαν να διαπραγματευόταν αυτή πολεμικά λάφυρα κι όχι ο Αγαμέμνων.
«Ελπίζω μονάχα, να μην έχεις εσύ λησμονήσει τον Αίαντα ήδη,» συνέχισε να μιλάει, μετά από μια αναγκαία παύση, γιατί είχε στεγνώσει το στόμα της. «Εσύ γνωρίζεις ποιός πραγματικά είναι, τα πάντα απολύτως και πρέπει να καταλάβεις. Όπως σου είπα, τα μάτια του σκοτείνιασαν και πάλι και τρέμω για αυτόν. Απεύχομαι με όλη μου την ψυχή να καταντήσει πάλι όπως ήταν σαν τον γνώρισα και πλέον ξέρω ότι δεν αρκώ εγώ για να είναι πλήρης μα κι εσύ. Χρειαζόταν έναν φίλο επιστήθιο, μακριά από το μαρτύριο που ονόμαζε οικογένεια και τον βρήκε σε εσένα. Αν σε χάσει, δεν μπορώ να προβλέψω τις συνέπειες. Οδυσσέα, φοβάμαι για τον άνδρα μου· θάψαμε τον γιό μας πριν σαράντα ημέρες, το τραύμα δεν έχει επουλωθεί κι ούτε θα το κάνει ποτέ. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να φερω στον κόσμο ένα παιδί χωρίς τον Αίαντα, Οδυσσέα, πόσω μάλλον να συνεχίσω να ζω, με τον Ευρυσάκη. Συνεπώς, θα εκφραστώ λακωνικά κι απόλυτα, διότι ξέρω ότι με κατανοείς· εάν γίνεις εσύ η αιτία να χάσω τον άνδρα μου, δε θα σε γλιτώσει από την εκδίκηση μου ούτε ο ίδιος ο Ζεύς, αν κατεβεί από τον Όλυμπο.»
Φυσικά, αντιλαμβανόταν την υπόνοια των λόγων της, των ανείπωτων ψιθύρων που φοβόταν να εκφράσει η γυναίκα εκείνη, με την ατσάλινη ψυχή και τη χρυσή καρδιά. Δεσμεύτηκε να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Αίαντα, όπως κι αν εξελίσσονταν τα γεγονότα· το έπραξε αρκετές φορές, ήπιαν λίγο ακόμη γάλα κι ύστερα -παρά τις αντιρρήσεις της- τη συνόδευσε ως την είσοδο της σκηνής του Αίαντα, για να βεβαιωθεί για την ασφάλεια της.
«Να σπεύσεις στον Μαχάονα, τώρα, να σου περιποιηθεί τα τραύματα. Εφόσον δε μου το επέστρεψες, οφείλεις να τον επισκεφτείς. Δε γίνεται να εμφανιστείς αύριο με μώλωπες άσχημους ούτε εσύ ούτε ο Αίας μου.
Ο γιός του Λαέρτη έπεσε για ύπνο τη νύχτα εκείνη, την τελευταία σχετικά ήσυχη νύχτα της ζωής του, νιώθοντας δικαιωμένος. Είχε ορθώς υποπτευθεί ότι οι κατηγορίες του Αίαντα ήταν προϊόν συκοφαντίας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο τρίτο και τελευταίο μοιραία Συμβούλιο των Αρχηγών για την απόδοση των όπλων, όλοι έμοιαζαν κουρασμένοι, βαριεστημένοι, μάλλον αδιάφοροι. Όταν, βέβαια, ήρθαν ο Τελαμώνιος κι ο Λαερτιάδης χτυπημένοι φανερά, με ράμματα, μώλωπες κι επιδέσμους ολούθε, άναψαν οι ψίθυροι, οι εικασίες, οι πάσης φύσεως θεωρίες κι οι ερωτικοί γέλωτες. Ο Αγαμέμνων αγνόησε τις παιδιάστικες συμπεριφορές κι υπέδειξε στους υποψήφιους να καθίσουν εκατέρωθεν του τιμητικά.
«Κατέληξα, πιστεύω, στον μόνο τρόπο που μας απομένει, για να προσφέρουμε τα όπλα του Αχιλλέα επάξια κι αδιαμφισβήτητα,» ανακοίνωσε με τα χέρια υψωμένα, σαν τον ρήτορα. «Εφόσον οι άνθρωποι απέτυχαν να αποφασίσουν, θα αποφασίσουν οι Θεοί. Θα αφήσουμε στην εύνοιά τους την κατάληξη, μέσα από τον κλήρο.»
Ο κλήρος, όπως πολύ καλά γνώριζαν ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσέας και πολύ άλλοι Αργείοι, αποτελούσε την πιο εύκολη πορεία για να στηθεί μια απόφαση κατά τα συμφέροντα που επιθυμούσε αυτός που τον οργάνωνε. Μολαταύτα, δεν αντιστάθηκε κανένας· όχι μόνο γιατί είχαν κουραστεί με την υπόθεση των όπλων αλλά και γιατί η μόνη λύση που απέμεινε ήταν ο Κάλχας. Κι αν ανέφεραν και το όνομά του ενώπιον του Αρχιστράτηγου, έτρεμαν τις συνέπειες και την οργή.
Δεν έφεραν κράνος μα έναν σάκο κι εκεί μέσα, έθεσε ο Οδυσσέας ένα κλωναράκι βαμμένο κόκκινο κι ο Αίας ένα άλλο βαμμένο γαλανό. Ο Αγαμέμνων βάλθηκε να τα ανακατέψει, αφού, βέβαια, είχε γεμίσει προηγουμένως τον σάκο με αρκετά κόκκινα κλωνάρια, ώστε να μην κάνουν θόρυβο. Όταν ήρθε ο Μενέλαος και τράβηξε ένα από αυτά, η ετυμηγορία ήταν σαφής.
«Οι Θεοί μίλησαν κι επέλεξαν τον Οδυσσέα,» ανακοίνωσε ο Μέγας Άναξ με ένα τυπικό χαμόγελο. «Εύγε, γιέ του Λαέρτη, εσύ τώρα θα φορείς την πανοπλία από τα χέρια του Ηφαίστου και θα λέγεσαι Πρώτος των Αχαιών!»
«Ευχαριστώ πολύ, είναι τεράστια η τιμή που λαμβάνω σήμερα,» πήρε τον λόγο εθιμοτυπικά ο Οδυσσέας. «Μονάχα θα αιτηθώ να μη λάβω τον τίτλο εγώ μα ο Αίας, ως ένδειξη καλής θέλησης κι ενότητας. Είναι αποτρόπαιο να υφίστανται έχθρες και διχόνοιες μεταξύ συμμάχων και φίλων.» Έπειτα, στράφηκε αποκλειστικά στον παγωμένο, νεκρωμένο σχεδόν γίγαντα. «Δε σε θεώρησα ποτέ ανόητο κι ανεγκέφαλο. Επιμένω σε αυτό που σου είχα πει· είσαι απλώς φοβερά αθώος για αυτόν τον κόσμο. Παραδόξως, δεν κατάφερε η ζωή να δες μετατρέψει σε τέρας ή σε έναν ψυχρό εκτελεστή, χωρίς συναισθήματα. Δεν είναι βλακώδες· είναι σπάνιο και μοναδικό.»
Ο Αίας δε φάνηκε να τον είχε ακούσει· δεν ανοιγόκλεινε καν τα μάτια. Όλοι οι άλλοι, ξέσπασαν σε ειρωνικά γέλια, περιπαικτικά.
«Τι ανοησίες είναι αυτές;» Ξεχώρισε η φωνή του Μενέλαου. «Οδυσσέα, πάψε να σκέφτεσαι έτσι· είναι δυνατόν να δεχτείς τη μια τιμή και να αρνηθείς την άλλη; Όλα δικά σου είναι, οι Θεοί το αποφάσισαν!»
Αυτό αφύπνισε τον Μεγάλο Αίαντα, που στράφηκε απότομα στον Μενέλαο, έκθαμβος. Ο Μενέλαος τον είχε στηρίξει και τώρα, διατράνωνε την αξία του Οδυσσέα. Ο Μενέλαος, το κατά πολλούς φερέφωνο του Αγαμέμνονα.
Η οδυνηρή απελπισία τον χτύπησε σαν θεόρατο κύμα· ένιωσε το αίμα να βράζει σε όλο του το σώμα, να χτυπά στα μηνίγγια και να πονά, να του φέρνει ζαλάδα, να θολώνει η όραση, να χάνεται η ακοή του. Ξεχύθηκε η χολή και τρύπησε το συκώτι· όλο του το κορμί σειόταν και δεν του απέδιδε παρά μόνο μια αίσθηση, μια ιδέα· τον είχαν προδώσει. Είχαν καπηλευτεί και συνταράξει την Τιμή του, του είχαν ληστέψει τη Δόξα σαν ποταποί, θρασύδειλοι πειρατές.
Χωρίς να κοιτάζει κανέναν ή να αρθρώσει λέξη, πέταξε το κύπελλο του στον τοίχο με όλη τη δύναμη, θρυμμάτισε τον πηλό και γέμισε γάλα και τυρί το πάτωμα, σηκώθηκε αστραπιαία κι έφυγε, με τον Τεύκρο να τρέχει ξοπίσω του αναστατωμένος. Με μια και μόνο ματιά στο αλαφιασμένο του πρόσωπο, ο Ποδαλείριος συγκλονίστηκε, σάστισε κι έφυγε κι αυτός μα όχι, για να κυνηγήσει τον Αίαντα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν... Κυριολεκτικά, αυτό ήταν.
Πώς σας φάνηκε εκτός από μαραθώνιο και παλαβιάρικο; 😅
Έλεγα ότι θα είχε τη μισή έκταση από αυτή που είχε αλλά δεν υπολόγισα τη δυναμική που θα είχε ο διάλογος του Αγαμέμνονα και του Οδυσσέα, ο πιο σημαντικός που έχω γράψει μέχρι ώρας στο βιβλίο κι ο δεύτερος σημαντικότερος γενικά. Έρχεται κι άλλος ένας αργότερα, αυτός που θα καθορίσει τον τέλος και την έκβαση των πραγμάτων αλλά έχουμε δρόμο...
Ο Αίας του Σοφοκλή κατά την ταπεινή μου γνώμη, αποτελεί το κορυφαίο έργο του κορυφαίου αυτού δημιουργού και συνάμα την αρτιότερη Αρχαία Τραγωδία. Κρίμα που δε σώθηκαν και τα sequels αλλά τι να κάνουμε;
Σε αυτό το θαυμαστό έργο θα βασιστούν τα επόμενα δυο κεφάλαια, τρομερά οδυνηρά για την υποφαινόμενη τρελή.
Έχω άλλη μια σημείωση. Η εκλογή των Όπλων του Αχιλλέα περιγράφεται από κάθε ποιητή/ιστορικό εντελώς διαφορετικά. Ο Σοφοκλής λέει ότι έστησαν μια κλήρωση κατευθείαν. Στο χαμένο έπος Ιλίου Περσις λέει ότι κατασκοπεύσαν τις Τρωαδίτισσες. Ο Κόιντος ο Σμυρναίος λέει ότι εβαλαν τους Τρώες αιχμάλωτους να διαλέξουν. Όσο κι αν έχει ενδιαφέρον η κατασκοπεία κι η βάση στην άποψη των γυναικών της Τροίας (!) δε νομίζω ότι υπήρχε περίπτωση να γινόταν δεκτή από όλους. Τη συμπεριέλαβα μεν αλλά έβαλα και τη στημένη κλήρωση, την πλέον πιθανή έκβαση.
Επίσης, η λογομαχία του Αίαντα και του Οδυσσέα αναφέρεται -πολύ πιο εκτενώς- στον Κόιντο. Η συνθέτη σκέψη του Αίαντα αποδεικνύει ότι σίγουρα επαναλάμβανε λόγια που είχε ακούσει από συκοφάντες. Τώρα, Ποιοί ήταν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, αλλά έφερα στο προσκήνιο τον Μενεσθέα, γιατί περιγράφεται και σαν λαοφιλής και σαν εξαιρετικός στρατάρχης και σαν λίγο rogue, καιροσκόπος. Άρα, μάλλον άδραξε την ευκαιρια. Τη σκηνή της συκοφαντίας δεν την έγραψα, γιατί δε θέλω να του δίνω και παρα πολλά λόγια, δεν τον χωνεύω 😁
Μέχρι το επόμενο, Παναγία βοηθά κεφάλαιο, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε του εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας.
ΥΓ: Κάποτε είχα πει στη λατρεμένη the_girl_who_knew_ ότι ο χαρακτήρας με τον οποίο ταυτίζομαι απόλυτα είναι μια από τις Έξι Αδελφές μου, ένα βιβλίο Φαντασίας. Τώρα, αγαπημένη Μαρια, θα σου πω ότι δε θα μπορούσα να ταυτιστώ ποτέ περισσότερο με άλλον από τον Τελαμώνιο Αίαντα.
Σας παραθέτω κάτωθεν ένα αριστουργηματικό τραγούδι, αυτό που άθελα του ταιριάζει άψογα στον χαρακτήρα του τον μοναδικό κι αξιοθαύμαστο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top