LIV~Ο Ζόφος του Φωτός
«Με παρακούς, Θρασυμήδη. Με παρακούς και με αψηφάς. Πού είναι η αγάπη του γιού προς τον πατέρα; Γιατί στέκεσαι, αγόρι μου, τόσο αυθάδης;»
«Πατέρα,» αναστέναξε ο νέος διάδοχος της Πύλου, κοιτώντας το ανέγγιχτο αρνί στο πήλινο πιάτο του σαν το πιο αηδιαστικό θέαμα. «Έχει παρέλθει ένα φεγγάρι σχεδόν από τον θανάτου του Αντίλοχου και κάθε μέρα, έχουμε την ίδια συζήτηση. Απλώς, κατανόησε ότι δεν μπορώ να αποχωρήσω από τη μάχη ή το στρατόπεδο, όπως εσύ, που έχεις κλειστεί στη σκηνή και δεν έχεις καν αντικρίσει τον ήλιο. Δεν είμαι πια ανήλικος νεανίας ούτε παιδάκι, για να κυριεύεις τον εαυτό και τη σκέψη μου· θα πράξω αυτό που θεωρώ σωστό.»
«Εσύ, Θρασυμήδη, οφείλεις να καταλάβεις ότι πια είσαι ο διαδοχός μου. Εσύ θα γίνεις Άναξ της Πύλου κι ήδη επιδεικνύεις εγωισμό, υπεροψία, αδιαλλαξία, τόσα αταίριαστα για το ευγενές μας όνομα.»
«Μας δίδαξες να ακούμε πάνω από όλα τη συνείδηση μας κι αυτό εφαρμόζω,» διατήρησε την ακεραιότητα του ο Θρασυμήδης. Η φριχτή επανάληψη κι η τελματώδης κατάσταση του πατέρα του είχαν εξαφανίσει κάθε ίχνος ιερού φόβου που ένιωθε άλλοτε για εκείνον. «Απλώς, τουλάχιστον για να μην τρέμουν οι στρατιώτες μας και να μη φουντώνουν φήμες ότι πέθανες, θα πρότεινα να βγαίνεις ενίοτε έξω, να σε βλέπουν άνθρωποι. Η σκηνή άδειασε· πέθανε ο αδελφός μου, πέθανε η Εκαμήδη, οι άλλες δούλες είναι σιωπηλές, δεν ακούγεται τίποτα πια εδώ.»
Για λίγο, ο γέροντας σιώπασε· κοιτούσε το υπερπέραν, τη σκόνη που χόρευε γύρω τους, τις σκιές του φωτός στις γωνιές, έμοιαζε να έχει χαθεί στον νου του, ώσπου μίλησε απότομα ξανά.
«Έχει γίνει κάποια άλλη μάχη; Πολέμησες;»
«Από τότε που χάθηκε κι ο Μέμνων, πάλι κλείστηκαν στο Ίλιον και δε φαίνεται να επιθυμούν να βγουν ξανά. Νιώθουν παντελώς αδύναμοι απέναντι στον εγγονό του Αιακού,» αποκρίθηκε πρόθυμα ο γιός. «Θα βγουν, όμως, αναγκαστικά, κάποια στιγμή. Τότε, θα τους διαλύσουμε ολοσχερώς.»
«Μοιράζονται πολλοί την αισιοδοξία σου; Τι λέει ο Πηλείδης;»
Είχε σχεδόν ξεχάσει εκείνο το πύρινο βλέμμα του πατέρα του, το γεμάτο ενδιαφέρον και σοφία. Για όσο κρατούσε, θα το ενίσχυε.
«Δε μιλά ο Πηλείδης, πατέρα. Αναμένει μόνο την επόμενη μάχη και τον ερχομό του παιδιού του.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, προτού συνεχίσει. «Πόσο παράξενα κυλά αυτός ο Πόλεμος. Σαν οι παλιές μας ζωές, στην πατρίδα, να έχουν εξαϋλωθεί και μόνο αυτά τα εννιά χρόνια να έχουν σημασία. Έχουμε φτιάξει όλοι νέες ζωές εδώ, μιας και μπορούμε να χαθούμε ανά πάσα στιγμή. Αναρωτιέμαι, ειλικρινά· τι θα απογίνουμε, μόλις τελειώσει ο Πόλεμος;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Βρυσηίδα βρισκόταν αισίως στον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης της. Πλέον, μιας και διαφαινόταν κάπως το παιδί να μεγαλώνει μέσα της, καθόταν με τις ώρες και κοιτούσε την κοιλιά της, θαυμάζοντας το θαύμα που τους είχε χαριστεί στην πιο ζοφερή τους ώρα. Ο Αχιλλέας ήταν μαζί της, αδημονούσε, χαιρόταν μα η ευτυχία δεν έφτανε ποτέ στα θλιμμένα του μάτια. Ήλπιζαν κι οι δυο ότι με την έλευση του παιδιού θα άλλαζαν όλα.
Με την πρώτη νέα, αγνή αυγή, η Θέτις κάλεσε τον γιό της στην ακροθαλασσιά κι εκείνος γλίστρησε ανάλαφρα από την κλίνη που μοιράζονταν, αφήνοντας τη Βρυσηίδα να κοιμάται, ακόμη σε μια γλυκιά, απονήρευτη λήθη.
Είχε ζητήσει, προς τιμήν του ευγενούς Αντίλοχου, να θαβόταν δίπλα στον Πάτροκλο κι η μητέρα του παιδιού του τον είχε επιδοκιμάσει εντόνως, χαμογελώντας.
Βγήκε στην ακροθαλασσιά ελαφροπατώντας, με έναν πράσινο μανδύα, που τόνιζε τα φωτεινά του μάτια. Η Θέτις αναδύθηκε από τον αφρό, άψογη και πανώρια, αθάνατη καλλονή, μα το πρόσωπο ήταν αυλακωμένο από δάκρυα, γεμάτο σκιές θλίψης και σκοτεινά σημάδια στα μάτια. Έκλαιγε, πλάνταζε, θρηνούσε, σαν να είχε χάσει αυτή το αγαπημένο της παιδί κι όχι η Ηώς.
«Τι σε θλίβει τόσο μητέρα;» Τη ρώτησε ευθέως, αντί χαιρετισμού. «Μήπως συμφορά επήλθε στον πατέρα και στον Οίκο μας;»
«Εσύ, αγόρι μου, είσαι η ευλογία και η συμφορά του Οίκου,» απάντησε βραχνά, εξαντλημένα η Νηρηίδα, σαν το πρώιμο πένθος να είχε απομυζήσει όλη της την ενέργεια και το σθένος. «Τι κι αν καμαρώνει ο πατέρας σου με τα νέα που του πηγαίνω για τα κατορθώματα σου, τι κι αν έχεις φέρει στους Τρώες και στους συμμάχους τους όσα δάκρυα κι οιμωγή όσα όλοι οι άλλοι Αχαιοί μαζί, η ώρα σου η μαύρη φτάνει και δεν μπορώ να το αποτρέψω.»
«Μητέρα, αυτό είναι γνωστό,» της απάντησε με έξοχη ψυχρότητα ο Αχιλλέας. «Δε μου λες τίποτα εκπληκτικό και τα δάκρυα σου μάταια φαίνονται για το αναπόφευκτο. Μονάχα, ελπίζω να δω το παιδί μου να γεννιέται πρώτα, το παιδί μου από τη Βρυσηίδα. Ας το ονομάσω, να το ευλογήσουν οι ιερείς κι ύστερα, ας πεθάνω.»
«Αν θέλεις να ζήσεις, να απέχεις από τις μάχες, γιέ μου,» τον διέταξε επιτακτικά εκείνη. «Είναι βέβαιο πια· μετά τον Μέμνονα, πλησιάζει ο χαμός σου. Προστατεύσου και μην πολεμάς· μια χαρά θα υπερασπιστούν και θα εκδικηθούν οι υπόλοιποι. Έπραξα όσα μπορούσα, για να σε προστατεύσω μα τώρα τρέμω ότι δε θα είναι αρκετό.»
«Τι έπραξες;» Τη ρώτησε απότομα, με τον θυμό του ήδη να ανάβει. «Μητέρα, επενέβης στη μάχη μου;» Σκέφτηκε για λίγο, υπολόγισε τα παράξενα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα κι οδηγήθηκε στο επαγωγικό συμπέρασμα. «Έτσι, εξηγείται γιατί δεν πήρα είδηση ότι η Πανθεσίλεια είχε επιτεθεί και πολεμούσε, όπως κι ότι ο Μέμνων κατέσφαζε Δαναούς. Μα τω Δία, σκότωσε τον Αντίλοχο και δεν είχα καταλάβει τίποτα, μέχρι που ήρθε ο Νέστωρ και μου το ανακοίνωσε τρέμοντας! Μητέρα, εσύ με κώφευσες, εσύ θόλωνες τις αισθήσεις μου, για να απέχω άθελα μου από μάχες και συγκρούσεις και παρόλα αυτά, τολμάς να έρθεις εδώ, να με καλέσεις, για να υποκριθώ τον δειλό, στις τελευταίες μου ημέρες;»
«Πάψε να μιλάς με τόση απρέπεια και θρασύτητα, νεαρέ!»
«Εσύ πάψε να παλεύεις να ελέγξεις το ανεξέλεγκτο! Δε γνωρίζεις κιόλας ότι από την ημέρα που χάθηκε ο Πάτροκλος, δεν επιθυμώ παρά να πεθάνω, για να τον ανταμώσω ξανά; Μα να, που ήρθε το δώρο της ζωής μέσα από τη Βρυσηίδα και κάτι μένει να με κρατά επιτέλους!»
Η Νηρηίδα δε μιλούσε πια· είχε κλονιστεί ολάκερη, γονάτισε στην άμμο και βαστούσε το κεφάλι με τα δυο χέρια, παλεύοντας να παραμείνει δυνατή και να μην αναλυθεί ξανά σε λυγμούς.
«Αχιλλέα! Αχιλλέα!»
Αναγνώρισε ευθύς τη φωνή του Αυτομέδοντα, που τον αναζητούσε φρενήρως.
«Πες μου ότι ετοιμαζόμαστε επιτέλους για μάχη, να αγαλλιάσω!» Του φώναξε γελώντας.
«Έλα γρήγορα πίσω στη σκηνή σου!» Απάντησε, ανατριχιαστικά ανήσυχος εκείνος.
Προτού σπεύσει, ο Πηλείδης στράφηκε στη μητέρα του, για να μην αντικρίσει παρά τη γαλήνια θάλασσα και πάλι, χωρίς ίχνος της ορατό.
«Αν επέμβεις ξανά, θα δώσω εντολή να μη σε αφήσουν να με πλησιάσεις στην κηδεία μου!» Φώναξε εξαγριωμένα στον αέρα, απόλυτα βέβαιος ότι τον είχε ακούσει.
Όταν, όμως, εισήλθε στη σκηνή του, τη φωτισμένη ελάχιστα και πλημμυρισμένη με μια οσμή απαίσια, που προσιδίαζε σε θάνατο παρά στην ευχάριστη μυρωδιά του Οίκου -με το ζεστό φαγητό και την ευωδία των μυρωδικών που έκαιγαν- έχασε κάθε οργή, πάθος και μένος, για να γεμίσει αυτοστιγμεί ανησυχία, προσπαθώντας να μη λογίζεται το χειρότερο. Ο Μαχάων αυτοπροσώπως τον περίμενε.
«Αχιλλέα, ο Ποδαλείριος είναι μέσα, με τη Βρυσηίδα,» του ανακοίνωσε θλιβερά. «Εγώ ανέμενα εσένα.»
«Πες μου, καταραμένε, τι συνέβη!»
«Η Βρυσηίδα έχασε το παιδί,» ήρθε η ζοφερή ανακοίνωση ψυχρά, απότομα, σαν κεραυνός εν αιθρία.
Ο Αχιλλέας χαμήλωσε τα μάτια με πόνο ανείπωτο. Έτρεμε πως δε θα είχαν άλλη ευκαιρία, όχι προτού χαθεί, προτού πάψει η ζωή του για πάντα.
«Παραμέρισε, Μαχάων, πρέπει να τη δω,» τον πρόσταξε, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, θέλοντας κάπως να κρύψει το τρέμουλο από τη φωνή.
«Φυσικά, μα αφού σε προετοιμάσω,» αποκρίθηκε μαλακά ο γιός του Ασκληπιού. «Δε μοιάζει αυτή η αποβολή με τις άλλες· είναι πολύ χειρότερη. Αιμορραγεί διαρκώς, δεν μπορούμε να σταματήσουμε το αίμα κι υπολογίζω ως το τέλος της ημέρας-»
«Μην τολμήσεις να το πεις αυτό!» Γρύλισε ο Πηλείδης, που είχε λάβει ήδη το τραγικό μήνυμα που φοβόταν να ξεστομίσει ο ιατρός. «Η Βρυσηίδα δε θα πεθάνει, δεν μπορεί να πεθάνει, δε θα το επιτρέψω!»
«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Αχιλλέα, όπως κι όλοι μας,» κούνησε το κεφάλι με λύπη ο Μαχάων.
Δεν του απάντησε. Μονάχα, τον παραμέρισε μάλλον βίαια κι έτρεξε στην κάμαρή του, εκεί όπου η ανυπόφορη οσμή της σήψης και του αίματος φαινόταν εντονότερη και πιο αποτρόπαια.
Η Βρυσηίδα κειτόταν ξαπλωμένη, αποκαμωμένη, με μάτια μισόκλειστα, πιότερο αναίσθητη παρά με επίγνωση χώρου και χρόνου, φοβερά χλωμή, ωχρή και πνιγμένη στο αίμα, το οποίο συνεχώς οι δούλες μάζευαν κι απομάκρυναν σε μουλιασμένα, βαθυκόκκινα πανιά. Εμφανώς, της είχαν χορηγηθεί ισχυρά παυσίπονα, για να μην καταλαβαίνει το μαρτύριό της τόσο βασανιστικά. Ήταν σίγουρος πως θα σφάδαζε από οδύνες νωρίτερα· το πρόσωπο της πρόδιδε αντάρα και τρόμο. Οι τύψεις τον έζωσαν· έλειπε, δε βρισκόταν δίπλα της κι είχε βιώσει την απώλεια μόνη.
Πλησίασε αργά, κάθισε στο προσκεφάλι της κι έπιασε το άλλοτε στιβαρό χέρι της, το οποίο πια έμοιαζε νεκρωμένο. Το θώπευε διακριτικά, ανάλαφρα, με αγάπη και σεβαστική λατρεία. Στα αριστερά, ο Ποδαλείριος τον χαιρέτησε με ένα σιωπηλό νεύμα και δακρυσμένα μάτια.
«Θα ήθελες να δεις το παιδί σου, πριν το θάψουμε;» Τον ρώτησε, προσπαθώντας να φανεί τυπικός.
«Όχι,» αποκρίθηκε μηχανικά. «Τη γυναίκα μου θέλω να σώσετε.»
«Αχιλλέα, δε μας κάλεσαν για ιατρούς γυναικών μα ανδρών,» απάντησε ντροπιασμένα ο νεότερος γιός του Ασκληπιού. «Δεν περιμέναμε ότι θα χρειαζόταν να γιατρεύσουμε έγκυες, δεν έχουμε φέρει τα ειδικά μας σκευάσματα για αυτές τις περιπτώσεις.»
«Δε με νοιάζει. Πες μου τι θέλεις να κάνω, τι πρέπει να βρω και θα το βρω.»
«Είναι πάρα πολύ αργά,» άφησε έναν λυγμό απελπισίας ο Ποδαλείριος. «Έχει χάσει αίμα άπλετο. Οι ελπίδες λιγοστεύουν κάθε λεπτό. Μείνε καλύτερα δίπλα της, να τη στηρίξεις. Χίλιες φορές περισσότερο θα βοηθήσει.»
«Είστε οι γιοί του Ασκληπιού, του ισόθεου, που ανάσταινε νεκρούς με την ιατρική του και τολμάτε να μου πείτε ότι δεν μπορείτε να σώσετε τη γυναίκα μου;»
Ήθελε να σηκώσει το χέρι και να τον ραπίσει με όλη του τη δύναμη, ώσπου να ησύχαζε το θηρίο μέσα του που ωρυόταν, βρυχούταν, αδημονούσε να ξεσπάσει την καταπιεσμένη του, νεοσύστατη οργή από τη θλίψη και την αίσθηση της ανικανότητας, της αδράνειας μπροστά στο μοιραίο.
«Αχιλλέα,» ακούστηκε η εξασθενημένη φωνή της Βρυσηίδας, που είχε ανοίξει κάπως τα μάτια και τον κοίταζε παρακλητικά.
«Εδώ είμαι, αγάπη μου,» είπε και της φίλησε το ιδρωμένο μέτωπο.
«Έχασα κι αυτό το παιδί,» ομολόγησε κι ένα δάκρυ κύλησε στο κάτωχρο μάγουλο. «Λυπάμαι και σου ζήτω συγγνώμη· δεν είμαι άξια να γίνω μητέρα του παιδιού σου.»
«Όχι, Βρυσηίδα, μην το ξαναπείς αυτό,» την αποδοκίμασε αγρίως, τι κι αν έλαμπαν τα μάτια του από αγάπη. «Εγώ δεν αξίζω την πατρική ευλογία, είναι σίγουρο πια. Σε άρπαξα από τον πατέρα και τον άνδρα σου. Ήσουν Βασίλισσα και σε έκανα σκλάβα, δε σε νυμφεύθηκα, δε σε τίμησα, έσφαλα ανεπανόρθωτα.»
«Έπραττες απλώς αυτό που όριζε η καρδιά σου,» αποκρίθηκε με απέραντη κατανόηση, όπως πάντα, εκείνη. «Δε θα μπορούσες ποτέ να με νυμφευθείς, όχι όσο ζούσε ο Πάτροκλος κι ύστερα, μέσα στη θλίψη που ζούσαμε και ζούμε, δε χωρούν πια χαρές. Γίναμε δυο καταδικασμένα σαρκία κι αυτή ακόμα η ελπίδα έμοιαζε ύβρις.» Η φωνή της έτρεμε μα δεν έχανε τη δυναμική της. «Το παιδί αυτό αποτέλεσε την ύστατη ειρωνεία των Μοιρών εναντίον μας. Κρίμα, λυπάμαι, γιατί είχα πραγματικά πιστέψει ότι θα λυτρωθούμε.»
«Σε αγαπώ, Βρυσηίδα, ειλικρινά, σε αγαπώ,» βούρκωσε ο γιός της Θέτιδας. «Αγαπώ τη ζωντάνια σου, την άσβεστή σου διάθεση να μαθαίνεις, την υπέροχη στρατηγική σου σκέψη, τη λάμψη των ματιών σου, την παιδική σου αθωότητα και σοβαρότητα, τη σοφία σου, την αρχοντική σου ευγένεια. Δεν μπορώ να σε χάσω.»
«Μην ξεγελάς τον εαυτό σου, Αχιλλέα,» χαμογέλασε πικρά. «Όσο κι αν σε αγάπησα, πάντοτε το έβλεπα και ποτέ δεν κατέκρινα· δε με αγάπησες ποτέ όσο τον Πάτροκλο και μόλις σκοτώθηκε αυτός, ένα μέρος του εαυτού σου πέθανε μαζί του. Σε παρακαλώ, τώρα που θα χαθώ κι εγώ, μην αφήσεις τίποτα από εσένα να με ακολουθήσει. Δεν επιθυμώ τίποτα τέτοιο ούτε έχω αξίωση. Μη με θρηνήσεις· συνέχισε τη ζωή σου, όση σου μένει πλέον, χωρίς τύψεις και πένθος. Το ίδιο θα ήθελε κι εκείνος, είμαι βέβαιη.»
«Όχι, Βρυσηίδα, δε θα πεθάνεις, αγάπη μου,» την έσφιξε στην αγκάλη του και πάλευε να αγνοήσει τη δύναμη και τη ζωή που ένιωθε να την εγκαταλείπουν σταδιακά και μαρτυρικά.
Τότε, μπήκε στο νεκρικό δωμάτιο η Τέκμησσα, με την έξι μηνών κοιλιά της ολοφάνερη, απίστευτα ανήσυχη.
«Μόλις το έμαθα, συγχωρέστε με,» δήλωσε θλιμμένα, αντί χαιρετισμού. «Ο Μαχάων με ενημέρωσε για την κατάσταση της και θαρρώ πως έχω μια ιδέα, για να τη σώσουμε, έστω και τώρα.»
«Πράξε αυτό που ξέρεις, Τέκμησσα, οτιδήποτε κι αν είναι,» την ενθάρρυνε ο Αχιλλέας, εντελώς αποφασισμένος. «Οτιδήποτε, για να σωθεί η Βρυσηίδα.»
Ο Ποδαλείριος ένευσε στη συμβία του Αίαντα να προχωρήσει κι εκείνη γονάτισε δίπλα στην κάτισχνη κοπέλα, αγγίζοντας το μέτωπο της εξεταστικά.
«Έχει λάβει κάτι για τον πυρετό;» Ρώτησε κι ο Ποδαλείριος κατένευσε. «Έφτιαξα το πιο δυναμωτικό σκεύασμα που γνωρίζω, με βάση κι αυτά που έμαθα στην πατρίδα μου. Όσο περισσότερο ενισχυθεί, τόσο πιθανότερο είναι να σταματήσουμε την αιμορραγία.»
Ο ίδιος ο Αχιλλέας άνοιξε το στόμα της και την πότιζε γουλιά γουλιά με το αφέψημα της Τέκμησσας. Πράγματι, φάνηκε μια απειροελάχιστη διαφορά, καθώς μια αχτίδα ροδαλού αναδύθηκε στο πρόσωπό της κι αφύπνισε μέσα του την ελπίδα.
«Τώρα, τι κάνουμε;» Ρώτησε τους γιούς του Ασκληπιού και την Τέκμησσα.
«Προσευχόμαστε,» του ήρθε η πιο σκοτεινή, απεγνωσμένη απάντηση, η μόνη που αρνούταν να δεχτεί. «Προσευχόμαστε στον Απόλλωνα να τη σώσει, αν δεήσει.»
«Ο Απόλλων, πράγματι,» έφτυσε το όνομα ο Πηλείδης. «Έχω σκοτώσει τόσους γιούς του, εμφανώς στηρίζει τους Τρώες και θα με βοηθήσει τώρα;»
Δεν άφησε το πλευρό της Βρυσηιδας· το ορκίστηκε ενδόμυχα στον εαυτό του κι έμεινε ακλόνητος σε εκείνη τη σιωπηλή δέσμευση. Οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες κυλούσαν με την πιο αλλόκοτη ταχύτητα στην κλίνη του θανάτου, εκεί όπου η γυναίκα πάλευε να κρατηθεί στη ζωή κι ο άριστος των Αχαιών της κρατούσε τα χέρια, την αγκάλιαζε, της ψιθύριζε λόγια αγάπης κι υποστήριξης, για να παίρνει κουράγιο. Μαζί με την Τέκμησσα, την τάισαν δυο δυναμωτικές σούπες που η ίδια είχε παρασκευάσει. Τι κι αν ήταν έξι μηνών έγκυος, τι κι αν ίδρωνε διαρκώς και βαριανάσαινε από τη μυρωδιά του αίματος που την έπνιγε, η σύζυγος του Αίαντα δεν εγκατέλειπε στιγμή τη φροντίδα της Βρυσηίδας, ήδη γεμίζοντας τον Αχιλλέα ατέρμονη ευγνωμοσύνη και περηφάνεια, γιατί ο ξάδελφος του είχε αληθινά, νυμφευθεί έναν θησαυρό.
Όταν η Ίφις μάζεψε ένα πανί κατάλευκο, άπαντες έκλαιγαν από χαρά κι αισιοδοξία. Η αιμορραγία είχε πάψει κι η Βρυσηίδα φαινόταν να ανακτά το χρώμα της κάπως, αργά και σταθερά.
«Κοιμήσου, αγάπη μου,» την ορμήνεψε ο Αχιλλέας. «Κοιμήσου κι εγώ δε θα φύγω από δίπλα σου.»
Του χαμογέλασε ευγενικά, νοσταλγικά, με άπειρη ευγνωμοσύνη. Τις προηγούμενες αποβολές τις είχε βιώσει μόνη, μιας κι εκείνος είτε βρισκόταν σε επιδρομή είτε σε πολύωρο συμβούλιο είτε σε μάχη στην πεδιάδα της Τρωάδας. Ήταν η πρώτη φορά που η παρουσία του τη στήριζε, την καθησύχαζε, την τροφοδοτούσε ελπίδα. Έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε γλυκά, γαλήνια.
Δεν ξύπνησε ποτέ.
Δεν είχαν δει, κάτω από τα σκεπάσματα, τα άκρα της που μελάνιαζαν· είχαν χαρεί τόσο με εκείνη την ύστατη ροπή της στη ζωή, την απατηλή αχτίδα ελπίδας και φωτός στον ζόφο. Η Βρυσηίδα ξεψύχησε ανώδυνα κι ειρηνικά, στον ύπνο της, χωρίς κύκνεια άσματα και λόγια μεγαλεπήβολα· απλώς έσβησε. Η ανάσα της έπαψε να ζεσταίνει περιοδικά τα χέρια του Πηλείδη κι έτσι, εκείνος πρώτος το πήρε είδηση.
«Δεν ανασαίνει,» δήλωσε ενεός, αρνούμενος να συνειδητοποιήσει το γεγονός.
Οι γιοί του Ασκληπιού όρμησαν πάνω της ταυτόχρονα, τον απομάκρυναν με το ζόρι κι όλα όσα ακολούθησαν του φάνηκαν τρομερά, εξωπραγματικά αργά. Απλά παρατηρούσε, καθώς πετούσαν τα σκεπάσματα και την εξέταζαν από την κορυφή ως τα νύχια, αναζητώντας μια ελάχιστη ένδειξη ζωής, ότι δεν είχε χαθεί κάθε ενδεχόμενο. Σαν ανακοίνωσαν τον θάνατο της επίσημα, ο Πηλείδης κατέρρευσε στον θρονίσκο του κι η Τέκμησσα, πάντοτε αξιοπρεπής, έφυγε σιωπηλά, για να αφήσει τους δικούς της ανθρώπους να τη θρηνήσουν πρώτοι. Ταυτόχρονα, ανέλαβε το βάρος να ανακοινώσει την είδηση σε όσους κι όσες θα την άκουγαν πρόθυμα. Εξάλλου, ποιός θα λυπόταν για μια τιποτένια σκλάβα, η οποία, μάλιστα, είχα γίνει κι αφορμή διχασμού του στρατοπέδου και διχόνοιας θανάσιμης;
Προς θετική της έκπληξη, στην κλειστή, σιγανή κηδεία της, παρευρέθησαν όλες οι δούλες των Αχαιών, κλαίγοντας αληθινά, ακόμη κι η επηρμένη Διομήδη, που τη μισούσε ζωντανή. Η Τέκμησσα, έσφιγγε στην αγκαλιά την απαρηγόρητη Ίφιδα, που δεν έπαυε στιγμή να μοιρολογεί, να κλαίει, να χτυπιέται, για την πιο αγαπημένη της φίλη. Είχε κόψει τα μαλλιά της, ως ανώτατη ένδειξη πένθους και τα είχε αφήσει πάνω στην κλίνη του Αχιλλέα, η οποία κάηκε αμέσως μετά την ταφή της πάλαι ποτέ Βασίλισσας της Λυρνησσού. Εκείνη τη μαρτυρική κλίνη δεν ήθελε να αντικρίσει ποτέ ξανά ο γιός της Θέτιδας, για αυτό κι είχε διατάξει να καεί. Ο Τελαμώνιος Αίας, φυσικά, παρευρέθηκε, για στήριξη στον ξάδελφο και στη σύζυγό του, όπως κι αμφότεροι οι Ατρείδες, που είχαν σκύψει την κεφαλή με σεβασμό. Ακόμη, είχαν προσέλθει ο Διομήδης και ο Οδυσσέας, πίσω από όλους του Μυρμιδόνες, που έκλαιγαν μαζί με τον πρίγκιπα κι Αρχηγό τους. Ο δε Άναξ της Ιθάκης δε γνώριζε αν έπρεπε να λυπηθεί περισσότερο για τη Βρυσηίδα ή για τον ίδιο τον Αχιλλέα μα κράτησε τη σκέψη για τον εαυτό του, ελπίζοντας μοναχός ο Πηλείδης να κατανοούσε το τρομερό του ατόπημα, επιτέλους.
Έθαψαν τη Βρισηίδα δίπλα στο μνήμα του Πάτροκλου, ενώ ακόμα φρέσκο κειτόταν το χώμα του Αντίλοχου. Ο Αχιλλέας αδημονούσε πια να τους ξαναδεί στον Κάτω Κόσμο, μολονότι τον κατέβαλε ένα νέο αίσθημα· το αίσθημα του καθήκοντος. Ένιωθε σίγουρος ότι παρέμενε ακόμη ζωντανός για έναν μοναδικό λόγο, που δεν είχε εξακριβώσει.
Επανέφερε στον νου του την προηγούμενη ημέρα, την ημέρα του θανάτου της Βρυσηίδας. Την είχε αφήσει το πρωί να κοιμάται δίπλα του, πανώρια, πανευτυχής, γαλήνια κι επιστρέφοντας, πνιγόταν στο αίμα και στον πόνο. Άρχισε να αναλύει τι είχε συμβεί, να προσπαθήσει να εξηγήσει τι της είχε προκαλέσει κι επιφέρει το τραγικό τέλος.
Χτυπώντας τον η φοβερή ιδέα, σχεδόν μάργωσε· οι γιοί του Ασκληπιού, αυτοί οι ασυναγώνιστοι ιατροί, αυτοί, που είχαν σώσει αμέτρητες φορές στρατιώτες από βέβαιο θάνατο, στέκονταν άπραγοι, κοιτούσαν και προσεύχονταν με θλίψη. Αδρανείς. Έπειτα, η Τέκμησσα, η γυναίκα του ξαδέλφου του, είχε σπεύσει με τα δικά της σκευάσματα, προτείνοντας λύσεις και δεν είχε καταφέρει τίποτα· με τα σκευάσματα.
Πόσο απείχε το φάρμακο από το φαρμάκι; Αναρωτήθηκε εσωτερικά. Πόσο εύκολα δύναται ένα ιατρικό να γίνει φονικό δηλητήριο;
Οι σκέψεις τον έζωσαν επίμονα, ενόσω ένιωθε ότι επιτέλους, έλυνε το απίστευτο μυστήριο. Η Βρυσηίδα είχε δηλητηριαστεί· είτε από τους γιούς του Ασκληπιού είτε από κάποια δούλα που τη φθόνου σε, λίγη σημασία διέθετε. Όπως είχε εκδικηθεί, λοιπόν, για τον Πάτροκλο, για τον Αντίλοχο, έτσι θα εκδικούταν και για εκείνη, όπως όφειλε.
«Ίφις!» Φώναξε βροντερά κι αμέσως, άκουσε τα διακριτικά, ανάλαφρα βήματα της κοπέλας, που εν ριπή οφθαλμού βρέθηκε εμπρός του.
«Διάταξε, Άρχοντα μου.»
Το πρόσωπό της, όσο δουλοπρεπές κι αν φερόταν, δεν έκρυβε τα δάκρυα, τα πρησμένα από το κλάμα μάτια. Ίσως εκείνη να είχε συνθλίβει για τον θάνατο της Βρυσηίδας περισσότερο κι από αυτόν.
«Κάλεσε τη Διομήδη, θέλω να της μιλήσω. Πίσω από τη σκηνή, πες της, προς τα πλοία.»
Ο τόνος του δεν εξέφραζε κάτι, παντελώς ψυχρός κι αδιάφορος. Η Ίφις ένευσε κι έφυγε αστραπιαία.
Τη συνάντησε, εκείνη με απίστευτη περιέργεια και προσδοκίες, βέβαιη πως αποζητούσε παρηγοριά στην πρόθυμη, πάντα ανοιχτή αγκάλη της, χωρίς να αναμένει τον πραγματικό του σκοπό.
Δεν της άφησε καν περιθώρια απολογίας. Ελευθέρωσε το ξίφος του και της έκοψε τον λαιμό με μια ξαφνική, αλάνθαστη κίνηση.
«Όπως θανάτωσες εν ψυχρώ τη Βρυσηίδα, έτσι κι εσύ, τώρα, πληρώνεις το αίμα του παιδιού και της γυναίκας μου, σκύλα,» ψυθίρισε, με το πιο άκαρδο ύφος, καθώς εκείνη πνιγόταν στο αίμα της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Οδυσσέας έγινε δεκτός στη σκηνή του Αγαμέμνονα σε κατάσταση φρενήρη, σχεδόν παράφρων.
«Έχεις ενημερωθεί για όσα απίθανα συμβαίνουν στη σκηνή του Πηλείδη;» Φώναξε εκτός εαυτού στον Αρχιστράτηγο. Λαμβάνοντας αρνητική απάντηση, προχώρησε, με ακατάπαυστη σφοδρότητα. «Έχει τρελαθεί· παρενόησε, δεν εξηγείται διαφορετικά. Σέρνει μια προς μια τις δούλες του έξω από τη σκηνή και τις εκτελεί· τις σφάζει, σαν αρνιά για θυσία!»
«Σου υπενθυμίζω ότι και στην κηδεία του Πάτροκλου είχε θυσιάσει δώδεκα αιχμάλωτους Τρώες,» φάνηκε ψύχραιμος ο Ατρείδης. «Ίσως ακολουθεί το ίδιο τυπικό και για τη Βρυσηίδα.»
«Σήμερα σφάζει τις δούλες του κι αύριο, θα μπορούσε να στραφεί εναντίον μας! Μα την Αθηνά, μονάχα εγώ βλέπω ότι έχει απωλέσει κάθε λογική και φρόνηση πλέον; Δεν υπολογίζει τίποτα και κανέναν, μήτε Θεό μηδέ άνθρωπο. Σκότωσε τον ασύγκριτο Μέμνονα κι ίσως πια θαρρεί πως είναι Θεός παρά θνητός. Σου θυμίζω κι εγώ, Ατρείδη, ότι δεν εξαγνίστηκε από τον φόνο του Θερσίτη, δεν έδειξε καν στοιχειώδη μεταμέλεια και συστολή. Ποιός μας εγγυάται ότι δεν περιμένει κι εμάς η ίδια μοίρα;»
«Ίσως και να έχεις δίκιο. Ας μη ριψοκινδυνεύουμε,» συμφώνησε απρόθυμα ο Αγαμέμνων, εν τέλει.
Δεν ενόχλησε πάλι τον μεγάλο Αίαντα, που ακόμη θρηνούσε τον γιό του κι όφειλε να παρηγορήσει την Τέκμησσα. Μήνυσε ευθύς, όμως, στους αμέσως επόμενους δυνατότερους Δαναούς· τον Επειό, τον Θόαντα και τον Λοκρό Αίαντα, για να φέρουν εμπρός του τον Αχιλλέα τάχιστα και χωρίς πολύ, αχρείαστο θόρυβο.
«Άκουσα πως μακελεύεις τις δούλες σου και δεν ήθελα να το πιστέψω,» σχολίασε πικρά με το φρύδι ανασηκωμένο ο Αρχιστράτηγος, με το που βρέθηκε ο ημίθεος εμπρός του, γεμάτος αίματα, σαν να είχε σφάξει μια εκατόμβη ζώα. «Με μια ματιά, όμως, πάνω σου, πείθομαι. Αχιλλέα, ποτέ δεν ήσουν τόσο απρόσεκτα άγριος, πάντα δάμαζες και περιόριζες τα φονικά σου ένστικτα για την ώρα της μάχης.»
«Εσύ, πάλι, τα ληστρικά σου ένστικτα δεν τα καταπίεσες ποτέ,» αντιμίλησε, εντελώς προκλητικά, ο γιός της Θέτιδας.
«Καταλαβαίνω πόσο σπουδαίο κατόρθωμα είναι ο φόνος μιας κόρης του Άρη και του μεγαλύτερου πολέμαρχου των καιρών μας μα δεν μπορώ να καταλάβω πώς αυτό σου δίνει το δικαίωμα να σκοτώνεις κατά βούληση, ακόμη και τις δούλες σου, ακόμη και το άχθος αρούρης, τον Θερσίτη.»
«Δε δέχομαι επιπλήξεις από κανέναν, Αγαμέμνων, δεν είσαι ανώτερος μου,» παρέμεινε υπερήφανα στητός ο νεότερος άνδρας, μολονότι κρατούταν από τρεις. «Θα εκδικηθώ τον φόνο της Βρυσηίδας, όπως κρίνω εγώ.»
«Η Βρυσηιδα απέβαλε και δεν άντεξε. Αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει πολύ συχνά στις εγκύους, Αχιλλέα,» επενέβη ο Οδυσσέας, βγαίνοντας από όπισθεν του θρόνου του Αγαμέμνονα, όπου στεκόταν ως παρατηρητής. «Δεν τη σκότωσε κανείς και πολύ αμφιβάλλω ότι η ευγενής της ψυχή θα λαχταρούσε να σκορπάς τόσο θάνατο στο όνομά της.»
«Εσύ, πονηρέ και δόλιε μηχανευτή συμφορών, δεν αξίζεις ούτε το μίσος μου,» στράφηκε απότομα στο μέρος του ο Πηλείδης, χωρίς να του προκαλεί, πάντως, τον ελάχιστο φόβο. «Μονάχα, σύρε και πες στους γιούς του Ασκληπιού και στον καταραμένο μου ξάδελφο, τον γιό του Τελαμώνα, να μην εμφανιστούν ποτέ ξανά εμπρός μου, γιατί θα τους ξεσκίσω με γυμνά χέρια. Αυτοί φέρουν το αίμα της Βρυσηίδας στα χέρια τους· οι Ασκληπιάδες και η γυναίκα του Αίαντα, που την πότιζαν δηλητήρια, ενώ θα μπορούσαν να τη σώσουν!»
«Μέτρησε τα λόγια σου, Πηλείδη, δεν μπορείς να κατηγορείς τους πιο σεβαστούς άνδρες στον στρατό μας απροκάλυπτα!» Τον επέπληξε ο Θόας.
«Ξέρετε ότι είμαι άτρωτος. Δεν μπορείτε να με βλάψετε αμέσως, οπότε, σκοτώσατε τη Βρυσηίδα, για να με διαλύσετε έμμεσα!» Γύρισε κι αντίκρισε άγρια τη λίθινη, επιβλητική έκφραση του Ατρείδη. «Ακόμη και δική σου διαταγή θα μπορούσε να ήταν, ενορχηστρωμένη από αυτόν!» Έδειξε τον Οδυσσέα με ευθεία κατηγορία. «Δε δίστασε να με αρραβωνιάσει εν αγνοία μου με την κόρη σου, θα δίσταζε να οργανώσει τον φόνο της Βρυσηίδας;»
«Της γυναίκας που με φρόντιζε, ενώ ήμουν ετοιμοθάνατος;» Εξερράγη ψύχραιμα ο γιός του Λαέρτη, μα τα γκρίζα του μάτια έφεραν ανεξέλεγκτη, πύρινη οργή. «Επιτρέπω να με προσβάλεις ασύστολα μα δε θα επιτρέψω να με ψέξεις για τον θάνατο της Βρυσηίδας, Αχιλλέα! Αν δεν ήσουν τόσο φανερά παράφρων και παρανοϊκός, θα διχογνωμούσα μαζί σου, μα σε λυπάμαι, σε οικτίρω κι εύχομαι να μην αισθανθώ ποτέ την οδύνη της απώλειας σου.»
Εξήλθε της σκηνής κατευθείαν, συγκρατώντας τον εαυτό του μετά βίας. Καθώς περνούσε δίπλα του, ο Πηλείδης τον έφτυσε κατά πρόσωπο μα πάλι, δεν έλαβε καμία αντίδραση. Ο Οδυσσέας εξαφανίστηκε από τα μάτια τους τάχιστα κι άηχα.
«Αχιλλέα, θα σε συμβουλεύσω να σταματήσεις να ματώνεις τα χέρια σου και να πενθήσεις γαλήνια, όπως αρμόζει στους νεκρούς,» μίλησε ευθύς ο Αγαμέμνων. «Αν, όμως, συνεχίσεις τους φόνους ή υψώσεις το σπαθί ενάντια σε άλλον Δαναό, θα τεθείς υπό κράτηση και θα δικαστείς. Δεν μπορώ να επιτρέψω αυθαιρεσίες.»
Ζήτησε από τους τρεις πολέμαρχους να τον επιστρέψουν στη σκηνή του κι ανέμενε να μάθει νέα. Ήλπιζε να συνετιζόταν, διότι γνώριζε πως καμία φυλακή και καμία τιμωρία δε θα ενέκλειναν ή συγκρατούσαν αποτελεσματικά τον Αχιλλέα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όλες οι δούλες του, επιστρέφοντας στη σκηνή, είχαν εξαφανιστεί, με μόνη εξαίρεση την Ίφιδα, που τον καρτερούσε, καθισμένη σε ένα θρονί, γνέθοντας με τη ρόκα.
«Κρύβονται στα πλοία σου, κύριε μου,» απάντησε τη σιωπηλή του ερώτηση, η οποία χαρακτηριζόταν παραπάνω από πρόδηλη. «Θα ήθελες να τις καλέσω, όπως τη Διομήδη;»
Για λίγο, επικράτησε σιωπή. Ο γιός της Θέτιδας παρατηρούσε την άψογη στάση της Ίφιδας, συγκροτημένη, καταδεκτική, ήρεμη, σαν να μην κινδύνευε από την οργή του ή απλά, δεν ενδιαφερόταν αν ζούσε ή πέθαινε.
«Αν καλέσω εσένα, Ίφις, πώς θα αντιδράσεις;» Η απορία του ξέφυγε, προτού το καταλάβει.
Ακόμη κι έτσι, η δούλα φαινόταν ατάραχη.
«Έχεις απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου πάνω μου, όπως και σε όλους τους δούλους σου. Μπορείς να με καλέσεις οποτεδήποτε θελήσεις.»
«Δε φοβάσαι διόλου;»
Μέχρι και στα δικά του ώτα, ακούστηκε αξιολύπητος.
«Δε φοβάμαι,» δήλωσε επίπεδα η Ίφις, συνεχίζοντας το γνέσιμο. «Σε όλα είμαι κατώτερη σου μα σε ένα, είμαστε ίδιοι· αφότου πέθανε ο Πάτροκλος, χαθήκαμε μαζί του κι οι δυο. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του απέλπιδα, γνωρίζω ότι σου το είπε η Βρυσηίδα, άρα δεν κρύβομαι. Πλέον, δε νιώθω ότι έχω λόγο ζωής, μιας κι η φίλη μου χάθηκε κι αυτή. Ειλικρινά, αισθάνομαι ότι έχω πολύ πιο αγαπημένα πρόσωπα στον Κάτω Κόσμο και δε θέλω να ζήσω άλλο εδώ, μαζί με εσένα και τα αλαζονικά σου σφάλματα.»
Ο Αχιλλέας σήκωσε τα φρύδια, με οξυμένη περιέργεια πια. Ο Πάτροκλος και η Βρυσηίδα δεν του είχαν μιλήσει ποτέ τόσο όξινα· μόνο ο Οδυσσέας είχε τολμήσει μια φορά και καταλυτική. Μπορούσε αυτή η αμόρφωτη, ασήμαντη, μηδαμινή σκλάβα, να συγκριθεί με εκείνον, τον πολυμήχανο γιό του Λαέρτη; Μπορούσε να σταθεί ο μέρμηγκας ίσος και όμοιος με τον τιτάνα ελέφαντα;
«Σφάλματα, είπες,» εξέπνευσε θυμωμένα. «Εξηγήσου.»
Η θυμωμένη του εκπνοή, έγινε στα ρουθούνια της εισπνοή γαλήνια.
«Δε θα είμαι τόσο σκληρή, ώστε να υποστηρίξω ότι ευθύνεσαι για τον θάνατο της Βρυσηίδας, αφού εσύ την άφησες έγκυο, δε θα το υπαινιχθώ καν, διότι κι η ίδια λαχταρούσε να σου χαρίσει ένα παιδί,» ξεκίνησε, σταυρώνοντας τα χέρια στην αλέκιαστη, φρεσκοπλυμένη ποδιά. «Ωστόσο, δεν είναι άκαρδο ή άδικο να επιρρίψω ευθύνη στην αλαζονική, κωφή σου στάση. Σε προειδοποίησαν να επιστρέψεις στη μάχη, δεν το έπραξες και χάθηκε ο Πάτροκλος. Αντί να διδαχθείς, επανέλαβες το ολέθριο ολίσθημα· σκότωσες τον Θερσίτη, δεν εξαγνίστηκες, κατέρριψες τους ιερούς νόμους και χάθηκε η Βρυσηίδα. Στη θέση σου, δε θα σκότωνα αθώους μα θα αποζητούσα κάθαρση και συγχώρεση. Σίγουρα, θα έχει μείνει κάποιος που αγαπάς ακόμη και θα μπορούσε να πέσει θύμα της αναλγησίας σου.»
Άθελα του, ο νους ταξίδεψε πέρα από την Τρωάδα, στο θαυμάσιο Αιγαίο καταμεσής, στο πανώριο, ήσυχο νησί της Σκύρου, όπου μεγάλωνε κι ανδρωνόταν πια ο μοναχογιός του, ο Πύρρος.
«Είναι πιθανότερο, θαρρείς, να φταίω εγώ κι η υποτιθέμενη ιεροσυλία μου από ένα ανθρώπινο χέρι;» Της επιτέθηκε με ειρωνεία ο κύριος της.
«Η μοναδική ευθύνη που μπορούμε να αποδώσουμε σωστά και να ξεπληρώσουμε είναι η δική μας, αυτό γνωρίζω και πιστεύω,» σηκώθηκε όρθια, για να τακτοποιήσει στη θέση της τη ρόκα. «Τι κι αν κυνηγάς φανταστικούς δολοφόνους, τι κι αν αγωνίζεσαι να εκδικηθείς, δε θα πετύχεις τίποτα. Δε θα φέρεις πίσω τη νεκρή. Φρόντισε μόνο να λυτρώσεις την ψυχή σου, αυτό θα ήθελε κι εκείνη.»
Εξαφανίστηκε από τα μάτια του, σχεδόν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ· ίσως ήταν όραμα, ίσως ένας Θεός ήθελε να του κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Γέμισε το κύπελλό του με οίνο ανέρωτο. Πήρε τη λύρα του κι άρχισε να παίζει δυνατά, για να μην ακούγεται τίποτα άλλο γύρω. Βρισκόταν στην ανώτατη στιγμή του, είχε νικήσει τους πάντες και παρέμενε αήττητος, αλώβητος, διαρκώς νικηφόρος, δεν είχε ποτέ του λάμψει τόσο. Ταυτόχρονα, δεν έβλεπε παρά ζόφο και θάνατο, αφού μιλούσε μόνο με νεκρούς και δε θα έβλεπε τον πατέρα και τον γιό του ποτέ ξανά. Είχε χάσει καθετί σπουδαίο και κερδίσει όλα τα ανούσια, το θωρούσε ωμά πια.
Ήπιε δυο πλούσιες γουλιές και συνειδητοποίησε πως μισούσε τον εαυτό του. Αν αδυνατούσε να προστατεύσει τους αγαπημένους του, γιατί τον ονόμαζαν Άριστο των Αχαιών; Γιατί τον εξυμνούσαν και παρακαλούσαν να στέκεται πάντα Αρχηγός τους; Γιατί τον έτρεμαν πιο εχθροί; Είχε αποτύχει· όσο θόλωνε η όραση, η σκέψη κατέρρεε, ξύλωνε, έχανε ροή, δομή και λογική. Η λύπη τον πλάκωνε για τη Βρυσηίδα, για τον Αντίλοχο, για τον Πάτροκλο, για τον ίδιο του τον εαυτό, που δεν ήξερε να μιλά παρά μόνο με βία και να δρα παρά μόνο με επίθεση. Ενόσω αισθανόταν τη σωφροσύνη να εξασθενεί, με κάθε αίσθηση να νεκρώνεται, να αργοσβήνει, η ζωή του περνούσε εμπρός του σαν διαλείψεις φωτός στο απόλυτο έρεβος.
Δε βρισκόταν στο απόγειό του, όπως πίστευαν οι Μυρμιδόνες. Μέσα του, ήδη είχε ξεκινήσει το τέλος να ανατέλλει κι απλά το παρακολουθούσε, μουδιασμένα. Το μόνο που έμενε ήταν να σχεδιάσει τον κρότο και την έκρηξη, με το απότοκο προδιαγεγραμμένο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν η πόρτα του Οδυσσέα χτύπησε, η Ηώς είχε μόλις αρχίσει το θαυμάσιο ταξίδι της, φέρνοντας και πάλι το Φως έναντι του σκότους της Νύχτας. Αφυπνίστηκε κατευθείαν, μιας και παιδιόθεν κοιμόταν άστατα κι επαγρυπνούσε, όμως, επέβαλε το πρωτόκολλο. Σηκώθηκε σιγανά και κάθισε, φορώντας πάνω από τη νυχτικιά του μια χλαμύδα κίτρινη, στον ξύλινο θρόνο του, ως συνήθιζε, όταν δεχόταν επισκέπτες. Θωρώντας, ωστόσο, τον ίδιο τον Αχιλλέα, μόνο, με έναν απλό χιτώνα χωρίς καν ζώνη, συγκράτησε την έκπληξη του δύσκολα. Όταν, όμως, γονάτισε κι άρχισε το τελετουργικό της ικεσίες, σάστισε απροκάλυπτα.
Ταπείνωσε τον εαυτό του, ο μέγας, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος γιός της Νηρηίδας, γονάτισε εμπρός στον θνητό, που, πριν τον πόλεμο, έβοσκε κατσίκες στη βραχώδη Ιθάκη. Με το ένα χέρι, αγκάλιασε τα γόνατα, ως όφειλε και με το άλλο, ακούμπησε το γένι του Οδυσσέα, που παρακολουθούσε με ανασηκωμένα φρύδια, χωρίς να δύναται να προβλέψει τη συνέχεια και τα κίνητρα της εντελούς αυτής ικεσίας.
«Μόνο εσύ μπορείς να με λυτρώσεις, Οδυσσέα. Είσαι η τελευταία μου ελπίδα,» ψέλλισε ο Πηλείδης, ωσάν να φώναζε το πιο τραχύ μυστικό. «Σε ξορκίζω, στο όνομα του Ικέσιου Διός, να με ακούσεις και να με δεχτείς στο σπίτι σου, ως φίλος και προστάτης.»
«Αχιλλέα, θα έπρεπε, θαρρώ, να αποφασίσεις τι με θεωρείς, επιτέλους. Μολονότι ποτέ δεν έχω εκδιώξει άνθρωπο από το σπίτι μου εδώ ή στην Ιθάκη, το ένστικτο μου διατάζει να σε εκδιώξω βίαια,» απάντησε ο γιός του Λαέρτη ανερυθρίαστα, χωρίς καμία διάθεση να κρύψει τη σκέψη του. «Πριν τρία και πλέον φεγγάρια, με θεωρούσες τον καλύτερο φίλο ανάμεσα στον στρατό. Λίγο αργότερα, απείλησες να με σκοτώσεις, με εξύβρισες και με αποκήρυξες, αρνήθηκες να εισακούσεις τις συμβουλές μου και τώρα, στο λυκαυγές το απατηλό, με ονομάζεις τελευταία σου ελπίδα. Κουράστηκα, πραγματικά, με την κυκλοθυμικότητά σου, που πληρώνουμε ακριβά όλοι εδώ και χρόνια.»
«Σε ικετεύω, Οδυσσέα, σε εκλιπαρώ.» Η φωνή του Πηλείδη ράγισε. «Μόνο εσύ θα με λυτρώσεις πια. Πρέπει να εξαγνιστώ για τον φόνο του Θερσίτη.»
«Μετά από σαράντα ημέρες, θυμήθηκες τον εξαγνισμό σου;» Αυθόρμητα σηκώθηκε το μελαχρινό φρύδι.
«Έχασα τη Βρυσηίδα από τη βρωμιά του φόνου αυτού. Μόνο εσύ ξέρεις, Οδυσσέα, ότι στη Σκύρο μεγαλώνει ο γιός μου. Αν χαθεί κι αυτός από την ακάθαρτη ψυχή μου, δε θα είμαι παρά ένα τέρας, ολέθριος για φίλους κι εχθρούς.»
Ο Άναξ της Ιθάκης τον παρατήρησε για μια στιγμή, δίχως να απαντά. Μα, στη μνεία του μακρινού γιού, λύγισε.
«Ελπίζω να μην ψεύδεσαι, γιατί ο πόνος αυτός κι η ανησυχία του πατέρα αποτελούν κάτι που τρέμω και να φανταστώ. Αν ο γιός μου πάθει το καθετί εν απουσία μου, θα γύρω κι από τον Άδη ακόμα, να τιμωρήσω τους αυτουργούς.» Αγνόησε επιδεικτικά τη στιβαρή πλην απεγνωσμένη του λαβή, σίγουρος ότι θα μπορούσε να τον συνθλίψει ωσάν μέρμηγκα, αν το επιθυμούσε. «Θα δεχτώ την ικεσία σου, στο όνομα της αλλοτινής μας φιλίας.»
«Της τωρινής κι αιώνιας φιλίας μας, Οδυσσέα,» τον διόρθωσε αυτόματα ο Πηλείδης, ενώ σηκωνόταν ξανά όρθιος, με μια ανακούφιση έκδηλη. «Πού πιστεύεις ότι είναι ορθότερο να πάμε, για να καθαριστώ; Μήπως να φτιάξουμε ένα νέο θυσιαστήριο εδώ;»
«Η πιο κοντινή πόλη, με ίδια ομορφιά και σημασία όπως η Τροία, είναι η Θερμή της Λέσβου. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τον πιο φιλόξενο ναό και να προσευχηθούμε με όλο μας τον ζήλο,» απάντησε, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, ο Οδυσσέας.
«Λοιπόν, την κυριεύσαμε πριν έξι έτη, τι ευκολότερο από την εύρεση ενός ιερού;»
Ο Αχιλλέας φαινόταν εξαιρετικά ανέμελος κι αιθεροβάμων, σαν να μην ενδιαφερόταν πραγματικά ή ελάχιστα για το απότοκο του μυστικιστικού τελετουργικού. Ο γιός του Λαέρτη αισθάνθηκε την περιέργεια να εντείνεται, ερωτήματα να αναδύονται από τα έγκατα του νου και το προαίσθημα του βαρύ, δυσοίωνο να καιροφυλακτεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μετά τη μάχη του Μέμνονα και την κηδεία του Αντίλοχου, οι Ατρείδες είχαν ιδωθεί κατ'ιδίαν μόνο μια φορά και πλέον, μετά από μύριες αποτυχημένες απόπειρες, τα αδέλφια βρήκαν χρόνο συντονισμένο, για να προδειπνήσουν και συνομιλήσουν ελεύθερα.
«Εύγε, αδελφέ μου,» τσούγκρισε παραδοσιακά τα κύπελλα τους ο Αγαμέμνων. «Συμπεριφέρθηκες ως άψογος ηγέτης στη μάχη για τον Αντίλοχο. Σε θαύμασα, πραγματικά.»
«Ποιός σου το αφηγήθηκε;» Αναρωτήθηκε αυθόρμητα ο νεότερος. «Δεν ήσουν παρών, για να το δεις.»
«Μα ήμουν,» αποκάλυψε απλά, επίπεδα. «Κρυβόμουν ταπεινά, δε με ακολούθησε κανείς Μυκηναίος μα ήρθα, για να σε θαυμάσω και δε θεώρησα απαραίτητο να φανερωθώ. Θα σε αδικούσα.» Αναστέναξε και του χάιδεψε ασυναίσθητα τα μαλλιά. «Μενέλαε, δικαίως ένιωθες υποτιμημένος. Πλέον, θα σε αφήσω να αναλαμβάνεις πρωτοβουλίες· δεν μπορείς άλλο να ζεις ούτε στη δική μου σκιά ούτε με σκιές άλλων. Πρέπει να ωριμάσεις απολύτως. Και πράγματι, απεδείχθης άξιος, λειτούργησες πολύ σωστά υπό πίεση και ψύχραιμα. Μπορείς να σταθείς στα πόδια σου μόνος, ως σοφός και γενναίος Άναξ.»
Ο Μενέλαος, ακούγοντας λόγια τόσο όμορφα κι ενθαρρυντικά, λόγια που δεν είχε ακούσει ποτέ από τον αδελφό του, πόσω μάλλον σε τέτοιο πλήθος, εξεπλάγη τόσο που γέμισαν τα μάτια του δάκρυα και το κύπελλο αφέθηκε να πέσει στο πάτωμα. Δεν έσπασε μα ο γλυκός οίνος χύθηκε, σαν μια πληγή χαίνουσα. Τουναντίον, η πληγή μέσα του επουλωνόταν, γιατρευόταν και ξεχνούσε αυτοστιγμεί κάθε στιγμή που είχε λυπηθεί, είχε περιοριστεί, είχε αισθανθεί υποταγμένος στον Αγαμέμνονα. Ο αδελφός του, που εχθροί και φίλοι ονόμαζαν Μεγάλο Άνακτα, τον αγαπούσε, τον στηρίζε, τον εκτιμούσε κι έμοιαζε ένα μεγάλο του παιδικό όνειρο να πραγματωνόταν πια. Για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε ότι θωρούσε έναν άνδρα ίσο του, όχι ανώτερο κι ανώτατο όλων.
Έσπευσε και τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που ίσως τον έπνιγε, γιατί πάντοτε οι ρίζες ανθίζουν σε γη βαθιά και φιλόξενη. Σάστισε αρχικά ο Αγαμέμνων, προτού ανταποδώσει την αγκάλη, με τα στιβαρά, σημαδεμένα του χέρια από αμέτρητους αγώνες για την οικογένεια και το αίμα του.
«Άρχοντά μου, σε ζητά ο Οδυσσέας, ο γιός του Λαέρτη,» εισήλθε βιαστικά ο Ταλθύβιος κι ενόχλησε τη στιγμή οικογενειακής θαλπωρής που έσβησε τόσο απότομα όσο είχε ξεκινήσει.
«Φυσικά και με ζητά,» αναστέναξε πάλι ο Αρχιστράτηγος, ελευθερώνοντας τον αδελφό του μάλλον απρόθυμα. «Ταλθύβιε, είναι τραγελαφικό. Μολονότι πια ο στρατός δεν έχει έγνοιες εχθρών, ταλανιζόμαστε από τις δικές μας, εσωτερικές, φαινομενικά δισεπίλυτες έγνοιες. Φέρε τον Οδυσσέα, μην περιμένει αδίκως.»
Αφότου χαιρετήθηκαν εγκάρδια και τυπικά συνάμα, ο Άναξ της Ιθάκης δεν αναλώθηκε σε ανιαρές πολυλογίες.
«Αγαμέμνων, ο Αχιλλέας μου εξέφρασε την επιθυμία να εξαγνιστεί, επιτέλους, από τον φόνο του Θερσίτη. Ζήτω την άδεια σου να ναυλώσω το πλοίο μου, για να τον πάω στη Λέσβο, να τελεστεί το έθιμο.»
«Την έχεις, Οδυσσέα, βέβαια. Η απόφαση αυτή του Πηλείδη μας ανακουφίζει όλους.»
«Και κάτι ακόμα, Αρχιστράτηγε,» συμπλήρωσε λίθινα και προχώρησε, μόνο σαν ένευσαν αμφότεροι οι Ατρείδες. «Επιθυμώ άδεια ελευθερίας, να δράσω κατά βούληση σε όλα όσα αφορούν τον Αχιλλέα εφεξής. Πρέπει να παρακολουθείται διακριτικά μα μονίμως. Θα το αναλάβω προσωπικά.»
Τα αδέλφια κοιτάχτηκαν στιγμιαία, με νόημα κι ανησυχία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ταξίδι ήταν ήσυχο, διαρκώντας λιγότερο από μισή ημέρα. Ο άνεμος, ένας ευγενής, ούριος Ζέφυρος, τους ευνόησε και πορεύθηκε αρμονικά το μαύρο πλοίο πάνω στο κρυστάλλινο πέλαγος του Αιγέα. Στην αρχή, ο Οδυσσέας κι ο Αχιλλέας, τυλιγμένοι με τους μανδύες τους, είχαν σταθεί σαν άψυχα αγάλματα, σαν στήλες άλατος, ο ένας στην πλώρη κι ο άλλος στην πρύμνη, χωρίς καμία επικοινωνία. Παρόλα αυτά, προς έκπληξη του πρώτου, ο ημίθεος τον πλησίασε, με αναπάντεχη ανησυχία και τρόμο.
«Πιστεύεις το άργησα πολύ; Μήπως, επειδή έχει περάσει καιρός, δεν μπορώ πια να καθαρθώ;»
«Δεν το πιστεύω,» κούνησε αρνητικά το κεφάλι ο γιός του Λαέρτη. «Η Μήδεια, έχοντας σκοτώσει τον ίδιο της τον αδελφό, χρειάστηκε πολλούς μήνες, για να εξαγνιστεί τελικά από τη Μάγισσα Κίρκη.»
Δεν έλαβε καμία ανταπόκριση, μολονότι φάνηκε να ανακουφίζεται από τον λόγο του. Στάθηκαν πλάι πλάι σε εντελή σιωπή.
Έφτασαν στη Λέσβο προς το απόγευμα. Κινήθηκαν διακριτικά μήπως τους αναγνώριζαν. Αδυνατούσαν να προβλέψουν την αντίδραση των Λεσβίων. Αναζητώντας μέσα στις σκιές όπου κινούνταν έναν ναό, βρήκαν μονάχα έναν, φτωχικό μα περήφανο, αφιερωμένο στον Σμινθέα Απόλλωνα.
«Εδώ θα γίνει η τελετή,» ανακοίνωσε με σιγουριά ο Οδυσσέας, νεύοντας στον Αχιλλέα να τον ακολουθήσει.
Τους υποδέχτηκαν τρεις γέροντες ιερείς, που δύσκολα έβλεπαν κι ακόμη δυσκολότερα άκουγαν μα που ήταν πρόθυμοι να τους βοηθήσουν και να ακούσουν το βάσανο τους. Πράγματι, με το που ειπώθηκε η λέξη φόνος, η ψυχή τους πιάστηκε, από συμπόνοια πιότερο παρά φόβο.
«Από πού έρχεστε, γιοί μου;» Αναρωτήθηκε ο γηραιότερος.
«Από τη Σκύρο, σεβαστέ ιερέα,» αποκρίθηκε ο Άναξ της Ιθάκης, που είχε αναλάβει πλήρως τη συνεννόηση. Είχε δώσει σαφείς οδηγίες στον Αχιλλέα να σιωπήσει, για να επιδείξει αληθινή ταπεινοφροσύνη κι ανάγκη μετανοίας. «Είμαστε αδέλφια κι ήρθαμε να εξαγνιστεί, όπως αρμόζει. Έχουμε φέρει κι αναθήματα και προσφορές για τον σεπτό Θεό της Ιατρικής.»
Οι προσφορές του Πηλείδη, όλα αντικείμενα χρυσού, με πολύτιμες πέτρες, εντυπωσίασαν τους ιερείς, οι οποίοι άρχισαν να τους θωρούν πια κάπως επίφοβα· τους θεώρησαν πειρατές.
«Δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε από εμάς, το ορκίζομαι,» τους καθησύχασε κρυπτικά ο Οδυσσέας. «Ας επισπεύσουμε μόνο το τελετουργικό· αφήσαμε τον γέροντα πατέρα μας μόνο στο σπίτι, για να έρθουμε εδώ.»
Δε χρειάστηκαν άλλη παρότρυνση. Ετοίμασαν όλα τα απαραίτητα τάχιστα και ξεκίνησαν την τελετή εκτός του ναού, στον προαύλιο χώρο, όπου βρισκόταν ένας εύμορφος βωμός. Εκεί, θυσίασαν έναν ταύρο θεόρατο κι ολόμαυρο σαν το έρεβος, ενώ διαρκώς οι ιερείς έκαιγαν μύρα και λίβανο, για κάθαρση ψυχής και νου, ψέλνοντας ανεπαίσθητα, σχεδόν άηχα. Όταν, όμως, ήρθε η ώρα της κορύφωσης του τελετουργικού, έπαψε κάθε ομιλία, ύμνος και κίνηση.
Ο Αχιλλέας απεκδύθη όλα του τα ρούχα, έμεινε γυμνός, προτού τον ράνουν με έλαια και θειάφι, το πλέον διαδεδομένο υλικό εξαγνισμού. Σαν τελείωσε η τελετή πια, του είπαν να πλυθεί στη θάλασσα, προτού δεχόταν το γλυκό, αρωματικό νερό.
«Αυτό ήταν,» δήλωσε ο γιός της Θέτιδας, μιλώντας πρώτη φορά μέσα στην ημέρα ξανά. «Τελείωσε.» Στράφηκε στον Οδυσσέα, παντελώς καθαρός πια και μοσχομυριστός, από την επιμελή φροντίδα των υπηρετών του ναού. «Σε ευχαριστώ, Οδυσσέα, ειλικρινά· κι απολογούμαι για κάθε συμφορά που ενδεχομένως σου προκάλεσα. Για αυτή τη συγχώρεση, σου προσέπεσα ικέτης.»
«Την έχεις, Αχιλλέα,» ένευσε σίγουρα εκείνος. «Μην ταλανίζεσαι άλλο. Πένθησε όπως ποθείς τη Βρυσηίδα, με γαλήνη και περίσκεψη, μη χύσεις άλλο αίμα αθώων κι η ψυχή σου θα ελευθερωθεί.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πέντε περίπου ημέρες μετά, στη ραστώνη του εξαιρετικά ζεστού μεσημεριού, ο Οδυσσέας αποδειπνούσε στη σκηνή του Τελαμώνιου Αίαντα, μολονότι είχε περάσει όλο το πρωινό με τον Αχιλλέα.
«Ακόμη δεν έχω τολμήσει να τον επισκεφτώ, μετά την κηδεία της Βρυσηίδας. Δε σου κρύβω, φίλε μου, ότι οι απειλές του χαράχτηκαν με φόβο βαθύ στην καρδιά μου.»
«Αία, πράττεις ορθώς,» τον επικρότησε αμέσως ο Οδυσσέας, σβήνοντας το βλέμμα μεταμέλειας αγόγγυστα. «Ούτε αυτός θαρρώ είναι έτοιμος να σε δεχθεί μα ούτε κι αξίζει να ταράζεις την Τέκμησσα στην εγκυμοσύνη της.»
«Η ταραχή μου ανήκει και θα την αισθανθώ όποτε επιθυμώ,» διέκοψε τον διάλογο η σύζυγος, πλησιάζοντας με τυρί και φρούτα, για να συνοδεύσουν τον οίνο. «Στον Αίαντα άπτεται το ιερό καθήκον και του έχω επισημάνει να το θέτει πάνω από όλους, Οδυσσέα. Ο Αχιλλέας είναι πρώτος του εξάδελφος· όσο παραμένουν εχθρικοί, αμαρτάνουν στο θείο τους αίμα. Το συντομότερο οφείλουν να συμφιλιωθούν, όπως έκανες εσύ.»
«Φρόνιμη όπως πάντα, Τέκμησσα θαυμαστή,» την επιδοκίμασε ο γιός του Λαέρτη, με το βλέμμα του να πέφτει αυθόρμητα στην εξέχουσα κοιλιά της. «Πώς βαίνει η εγκυμοσύνη;»
«Ο Μαχάων με καθησυχάζει,» κάθισε στο κενό θρονί η γυναίκα, ξεφυσώντας από την αφόρητη ζέστη, που την είχε λούσει στον ιδρώτα. «Πιστεύει πως οι τελευταίες μήνες θα είναι πολύ ευκολότεροι από τους προηγούμενους. Ωστόσο, ορισμένες ημέρες, δεν μπορώ καν να σταθώ όρθια και τις περνώ κλινήρης.»
«Και πώς είναι ο Ευρυσάκης; Προχωρά τα μαθήματα του;»
«Αστραπιαία,» απάντησε με πασιφανές καμάρι η Τέκμησσα, προτού γελάσει περιπαικτικά. «Πριν μια εβδομάδα, τις ίδιες ερωτήσεις μας έκανες, Οδυσσέα, γίνε πιο πρωτότυπος.»
«Πριν μια εβδομάδα, δεν είχα κληθεί να ταξιδέψω στη Λέσβο,» ανταπάντησε ετοιμόλογα. «Ένιωσα ότι ταξίδεψα στην άλλη άκρη του Κόσμου μα πλεύσαμε ελάχιστα. Είναι παράδοξα αλλόκοτο· η Τροία έχει γίνει σπίτι μας κι αυτές οι ξύλινες σκηνές ανάκτορά μας. Μου φάνηκε εξωφρενικό που σάλπαρα μακριά· όταν είχα συνοδεύσει τη Χρυσηίδα, πριν λίγα φεγγάρια, δεν το είχα αισθανθεί. Η Χρύσα, άλλωστε, δεν απέχει πολύ από την Τρωάδα.»
«Σχεδόν έχω λησμονήσει τη ζωή μου πριν την Τροία,» ομολόγησε ο Αίας. «Πράγματι, τα χρόνια πριν την Τέκμησσα και τα παιδιά μου φαντάζουν ασήμαντα, τιποτένια, σαν να μη λογίζονται καν στη δική μου ζωή.»
Η Τέκμησσα έγειρε και τον φίλησε απαλά στο μάγουλο, συγκινημένη από τη μνεία του. Ο Οδυσσέας πήρε μια βαθιά πλην κόφτη ανάσα.
«Δε θα χαλούσα το θαυμάσιο κλίμα μας, αν δεν επρόκειτο για κάτι εξαιρετικά σοβαρό. Αία, μπορώ να μιλήσω μπροστά στη γυναίκα σου;»
«Μα φυσικά.»
Ο Οδυσσέας καθάρισε τον λαιμό του, σαν να αναζητούσε τα κατάλληλα λόγια, να εκφραστεί, πράγμα ανήκουστο, σπανιότατο για εκείνον.
«Ο Αχιλλέας πρέπει να παρακολουθείται στενά από τούδε και στο εξής,» ψιθύριζε πρακτικά. «Ήμουν μαζί του όλη την ημέρα εσκεμμένα και τώρα, που έφυγα, άφησα τον Θρασυμήδη πίσω, να επιβλέπει, προτού αναλάβει ο Μηριόνης. Τον φοβάμαι, δεν το κρύβω· άλλαξε ραγδαία σε πολύ σύντομο διάστημα ή απλώς, αποκαλύφθηκε παντελώς η πραγματική του ταυτότητα. Νιώθω πως επιθυμεί να βλάψει, να κάνει κακό ξανά· είτε στον εαυτό του είτε σε εμάς, δεν έχει σημασία· σε αμφότερα τα ενδεχόμενα θα υπάρξουν τραγικές συνέπειες για εμάς.»
«Επομένως, θέλεις να μένω κι εγώ μαζί του, να τον προσέχω, αφού κι αν συμφιλιωθούμε;»
«Όχι, Αία,» τον εφησύχασε μα δεν ηρέμησαν τα συνοφρυωμένα του χαρακτηριστικά. «Από εσένα, θέλω μονάχα να επαγρυπνάς, διότι, αν χρειαστεί να τον παρακολουθήσουμε εκτός σκηνής, θα σε χρειαστώ σίγουρα για σύντροφο κι αρωγό. Ξέρω ότι ζήτω πολλά, μιας κι η οικογένεια σου δοκιμάζεται μα ο άλλος άνθρωπος που εμπιστεύομαι τυφλά, ο Διομήδης, δε θέλει να ξαναδεί τον Πηλείδη ποτέ, έχει θυμώσει και πεισμώσει αμετάκλητα.» Πήρε μια βαθιά, συγχυσμένη ανάσα, σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να γυροφέρνει το δώμα νευρικά, ανορθόδοξα. «Εξάλλου, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα προς το παρόν παρά να περιμένουμε και να υπομένουμε. Όσο κι αν εκτιμώ την αρετή και την αξία της υπομονής, η αδράνεια κι η απραγία με σκοτώνουν. Πόσω μάλλον τώρα, που δεν ξέρουμε καν τι περιμένουμε.»
«Μη φοβάσαι, Οδυσσέα και μην άγχεσαι,» τον νουθέτησε ο Αίας γαλήνια. «Θα είμαι δίπλα σου πάντοτε, όποτε με καλέσεις.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Πάρις είχε ξυπνήσει πολύ άσχημα, με ένα κεφάλι θολό, σε πλήρη σύγχυση, από το μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς. Μολονότι ο πατέρας του είχε απαγορεύσει τις γιορτές στο παλάτι, δεν του είχε απαγορεύσει να παρευρίσκεται στα γλέντια που οργάνωναν τα καπηλειά, εξαιρετικά κοντά στο παλάτι. Συνεπώς, πήγαινε εκεί πανεύκολα και ξεφάντωνε όποτε ήθελε, απολαμβάνοντας την προσοχή και φροντίδα όλων των συνδαιτυμόνων και λοιπών θαμώνων, κυρίως θυλάκων. Παρόλα αυτά, βέβαια, είχε ξυπνήσει άθλια, γιατί είχε σωριαστεί σε ένα θρονί κι είχε πιαστεί όλο του το σώμα. Αισθανόταν πιο γηραιός κι από τον Πρίαμο. Και σαν να μην επαρκούσαν αυτά, έλαβε ειδικό κάλεσμα, επίσημο, για ακρόαση στην Αίθουσα του Θρόνου. Πλένοντας το πρόσωπο του υποτυπωδώς, υπάκουσε, ως όφειλε.
Στον διάδρομο, απάντησε τον Έλενο.
«Πάρι, είσαι ο μεγαλύτερος αδελφός μας και χρειάζομαι την άποψή σου για ένα πρωτοφανές ζήτημα,» του είπε βιαστικά, χωρίς χαιρετισμούς.
«Άφησε με, Έλενε, με τις ανοησίες σου,» γρύλισε ως απόκριση. «Αν είναι τόσο τρομερό πια, ανάμενε να τελειώσω την ακρόαση με τον πατέρα.»
Τον προσπέρασε άτσαλα και μηχανικά, βρέθηκε εμπρός στις πύλες της Αίθουσας του Θρόνου. Του άνοιξαν οι σκοποί στρατιώτες, ώστε πέρασε μέσα μαζί με τριγμούς ασήμου σε μάρμαρο. Ανατρίχιασε άθελα του από τον αλλόκοτο ήχο.
Δε θυμόταν ποτέ μυών αίθουσα τόσο άδεια· κοιτώντας γύρω του δεν έβλεπε κανέναν γέροντα της πόλης, πλην του Πριάμου. Μα, δίπλα του, στον θρόνο που τελευταία ήταν μονίμως άδειος, καθόταν ο ύστατος άνθρωπος που υπολόγιζε να αντικρίσει, η μητέρα του.
«Πάρι, θλίβομαι που είσαι γιός μου, θλίβομαι που σε γέννησα και που ήμουν τόσο άτυχη, να θρηνήσω τον Έκτορα, μόνο και μόνο για να θωρώ εσένα να σπαταλάς τη ζωή και την κληρονομιά σου.»
Τα πικρά λόγια ανήκαν στην Εκάβη, που καθόταν ωσάν πνεύμα απόκοσμο στο χρυσό κάθισμα, ενδεδυμένη ένα μουντό γκρίζο, που έμοιαζε να απομυζά όλη τη δίψα για ζωή που της απέμενε. Δε θύμιζε τη Βασίλισσα της Τροίας, εκτός από τα μάτια και την ανέκαθεν σταθερή, επιβλητική φωνή της. Δύσκολα πια την αναγνώριζε κι ακόμα δυσκολότερα θα μπορούσε να κατανοήσει αυτά που είχε ξεστομίσει· το μυαλό του παρέμενε θολωμένο κι επιβραδυμένο.
«Μητέρα, έχω να σε δω από την κηδεία του Έκτορα. Στην κηδεία του Μέμνονα, ήρθες ελάχιστα, σε αντίκρισα από μακριά μόνο.»
«Δείξε σεβασμό στη μητέρα σου, άξεστε! Υποκλίσου στη Βασίλισσα σου!» Φώναξε ο Πρίαμος τόσο δυνατά, όσο χρειαζόταν, για να ενεργοποιηθεί ο προπέτης γιός.
Αληθινά, ο Πάρις έγειρε κι υποκλίθηκε βαθιά στη μητέρα του, προτού καθίσει στο πρώτο σκαμνί που βρήκε, γιατί ξεκινούσαν επικίνδυνες ζαλάδες.
«Πάρι, χθες σε έψαχνα ολημερίς κι ολονυχτίς κι ήσουν άφαντος,» ξεκίνησε η Βασίλισσα, με το πλέον αυστηρό της ύφος. Θέλησε να της απαντήσει μα τον σταμάτησε. «Μην προσπαθήσεις να δικαιολογηθείς, γνωρίζω πού βρισκόσουν και τι έκανες. Ρωτώ· είναι δυνατόν ένας πιθανός Αντιβασιλέας ή Βασιλέας να φέρεται σαν παιδάριο κι οι μικρότεροι αδελφοί σου να ξαγρυπνούν, για να υπηρετήσουν τους γονείς και την πόλη τους; Μα την Ήρα, νιώθω ότι ο μικρός Αστυάναξ είναι ωριμότερος και πιο υπεύθυνος από εσένα.»
«Πολύ καλά, τότε,» ανασήκωσε τους ώμους, υποκρινόμενος τον αδιάφορο. «Στέψτε το μωρό διάδοχο κι αφήστε εμένα να ζήσω όπως θέλω. Μην επεμβείτε ξανά.»
«Διάγουμε ακόμα πολεμικούς καιρούς κι ακόμα, βρισκόμαστε σε θέση μειονεκτική, Πάρι. Ο κίνδυνος είναι ισχυρότερος από ποτέ κι εσύ γλεντοκοπάς!» Ήρθε ταχεία απάντηση από τον Πρίαμο, του οποίου το πρόσωπο κοκκίνιζε επικίνδυνα. «Θα πάψεις να σπαταλάς τον χρόνο σου σε συμπόσια και ντροπιαστική μέθη· αν το επαναλάβεις, θα σε πετάξω στα μπουντρούμια, στο ορκίζομαι στον τάφο του Έκτορα. Είτε το επιθυμείς είτε όχι, είσαι τόσο αναγκαίος πλέον όσο όλα σου τα αδέλφια κι είναι αδιανόητο να τους εγκαταλείπεις. Νηφάλιος και συγκροτημένος, θα επανέλθεις πλήρως στα καθήκοντα σου κι αυτό είναι διαταγή από τον Βασιλιά σου.»
«Δεν μπορείτε να με διατάσσετε σαν να είμαι δούλος, πατέρα! Τον Έκτορα δε θυμάμαι ποτέ να τον επιπλήττατε και προστάζατε τόσο σκληρά, ούτε εσύ ούτε η μητέρα!»
«Ο Έκτωρ, ανάξιε, ήταν ευλογημένος από τους Θεούς με οξύνοια, αντίληψη, ηγετικό τάλαντο κι αξιοπρέπεια, στα οποία εσύ, δεδομένου του έκλυτου βίου σου, υστερείς δραματικά. Δε σου ζήτω να γίνεις σαν τον Έκτορα, αυτό είναι αδύνατον, αλλά να κατανοήσεις την ευθύνη που σου αναλογεί και να την αναλάβεις. Δεν είμαι αθάνατος.»
«Πάρι, σπαταλάς τον χρόνο του πατέρα σου,» επενέβη ξανά η Εκάβη, αγγίζοντας το χέρι του άνδρα της στοργικά. «Είναι πολύ απλό το αίτημα μας· είτε συμμορφώνεσαι επιτέλους είτε φυλακίζεσαι. Είναι αδιανόητο το παιδί που μας έφερε τη γυναίκα του ωσάν λάφυρο κλοπιμαίο στο παλάτι, μαζί με έναν πόλεμο που σκότωσε χιλιάδες κι ακόμη μαίνεται, αυτό το παιδί να έχει αξιώσεις και να ζει σαν παράνομος!»
Έκθαμβος από την ανάλγητη ματιά της, ο Πάρις απλώς στράφηκε κι έφυγε τρέχοντας από την Αίθουσα του Θρόνου. Εξήλθε έξαλλος, ακόμα πιο θολωμένος και συγχυσμένος από όσο είχε εισέλθει.
Ποτέ δεν του είχαν μιλήσει έτσι οι γονείς του· ποτέ δεν του είχαν απαιτήσει τίποτα, δεν τον είχαν επιπλήξει, δεν τον είχαν απειλήσει. Ως χαμένος και σχεδόν σκοτωμένος, ένιωθαν τύψεις για την ολέθρια μοίρα που τον είχαν καταδικάσει και πάλευαν να ισορροπήσουν την άθλια παιδική ηλικία του Πάρι με μια πλήρως ξέγνοιαστη ζωή στο παλάτι, η οποία πια έπρεπε να λάβει οριστικά τέλος. Δεν τον είχαν επιπλήξει ποτέ που απείχε από τις μάχες ως το ένατο έτος του πολέμου, δεν τον είχαν κακολογίσει επειδή είχε χάσει τη μονομαχία με τον Μενέλαο, δεν τον είχαν ποτέ καν ρωτήσει για την αρπαγή της Ελένης και τη ληστεία του σπαρτιάτικου θησαυροφυλακίου. Συνεπώς, αισθανόταν παραπάνω από έκπληκτος κι αιφνιδιασμένος. Όταν, μάλιστα, τον πλησίασε ο Έλενος ξανά, το σάστισμα γιγαντώθηκε.
«Αδελφέ μου, σε περίμενα κι επιβάλλεται να με ακούσεις. Προ ολίγου, έλαβα το πιο απίθανο μήνυμα, με την πιο απίστευτη σφραγίδα. Είναι τόσο αδιανόητο που αμφιβάλλω ότι είναι ψευδές.»
«Δηλαδή;» Κατάφερε να τον ρωτήσει ο μεγαλύτερος αδελφός.
«Έλαβα γράμμα, σφραγισμένο από τον ίδιο τον Αχιλλέα. Τον Αχιλλέα, Αλέξανδρε, που σκότωσε με μένος τους αδελφούς και τον ξάδελφο μας, που έβαψε τον Σκάμανρο με αίμα. Θέλει να συναντηθούμε σε τέσσερις μέρες, στην Πανσέληνο.»
«Είναι παγίδα, το δίχως άλλο.»
«Δεν ξέρω. Δε διακρίνω δόλο μονάχα απαίτηση. Όρισε σημείο συνάντησης το πλέον ασφαλές, τον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, στο ξέφωτο της Ίδας, μακριά από τα τείχη κι από το στρατόπεδό τους. Το πιο παράξενο είναι ότι ζήτησε να φέρουμε μαζί την Πολυξένη.»
Δεν κατάφερε να πει κάτι άλλο. Η φωνή του μάργωσε, καθώς αντήχησε τραγική, έσκισε τη σιγή, η ολόψυχη κραυγή της Κασσάνδρας, που σπάραζε κι έμοιαζε, για άλλη μια φορά να κατέρχεται στην παραφροσύνη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χριστός Ανέστη!
Χρόνια Πολλά σε όλους, αγαπημένα μου παιδιά! Εύχομαι ολόψυχα το Φως της Αναστάσης να φωτίσει τις καρδιές, να προσφέρει πραγματική αγάπη, ευτυχία, ελπίδα, αισιοδοξία, γαλήνη, σε καιρούς που τη χρειαζόμαστε οικτρά...
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Εδώ πρέπει να πω κάτι, που σίγουρα θα αναρωτηθείτε: Από όλο αυτό που διαβάσατε, το μόνο γεγονός που κατέβασα από το κεφάλι μου είναι ο θάνατος της Βρυσηίδας και οι ζωντανές θυσίες των σκλάβων, which I wouldn't put past Achilles αλλά τέλος πάντων. ΟΛΑ και το τονίζω ΟΛΑ τα άλλα γεγονότα είναι καταγεγραμμένα από ιστορικές/επικές πηγές.
Ομολογώ δεν ήθελα να κρατήσω ζωντανή τη Βρυσηίδα, όταν έρθει ο Νεοπτόλεμος, θα δημιουργούσε μια παράξενη δυναμική. Έδιωξα κι αυτήν και την άλλη τη Διομήδη, να «ξεμπουκώσει» λίγο η σκηνή του Αχιλλέα 😂
Τώρα, στο επόμενο κεφάλαιο, έρχεται σεισμούλης και το πιο δυσοίωνο προοίμιο που έχουμε δει, γιατί η Κασσάνδρα θα αφηνιάσει, πραγματικά, για αυτό που περιμένει την Πολυξένη...
Δεν μπορώ να πιστέψω Ότο θα γράψω αυτό που θα γράψω, ειλικρινά. Περιμένω οχτώ ολόκληρα χρόνια να το γράψω κι ελπίζω να αξίζει όλων μας την αναμονή 😂
Θα χαρούμε, θα λυπηθούμε, δεν ξέρω μα σίγουρα θα πρέπει μετά να ετοιμαστούμε για τα μεγάλα τέρατα...
Σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ που είστε μαζί μου στην τρέλα αυτή.
Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας! 🖤✨
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top