LIIβ~Η Παλιά Πανοπλία
«Είναι κανείς εδώ;»
Η ερώτηση της Εκαμήδης επήλθε αναπάντητη. Ήταν εύλογο· κανένας δε θα τολμούσε ποτέ να πλησιάσει τη σκηνή του Πηλείδη Αχιλλέα, συνεπώς, η φύλαξή της κατά την απουσία του, κρινόταν αχρείαστη. Εισήλθαν άνετα στο κύριο δώμα και στάθηκαν στην πιο σκοτεινή, ανήλιαγη μεριά του, για να οργανώσουν τις κινήσεις τους.
«Εξήγησε μου τι θέλεις να πάρεις από εδώ. Τι μπορεί να έχει ο Αχιλλέας που δεν έχεις εσύ;»
«Εκαμήδη, σήμερα πρέπει να πολεμήσω,» έπιασε τους ώμους της κι ένωσε τα μέτωπά τους με όλη την απελπισία της αγωνίας του. Όσο βυθιζόταν στην αναμονή κι απραγία, τρελαινόταν. «Αν απλά φορέσω την πανοπλία μου και σπεύσω, θα με σταματήσει ο πατέρας μου εν ριπή οφθαλμού. Αν, όμως, εμφανιστώ μεταμφιεσμένος, αλλαγμένος, να μη θυμίζω τον εαυτό μου, δε θα με γνωρίσει κανείς και θα βρεθώ στην πρώτη γραμμή, όπου ανήκω, ανενόχλητος.»
Η σκλάβα από την Τένεδο έσκυψε το κεφάλι προβληματισμένη, έχοντας κατανοήσει πλήρως πια ποιός ήταν ο σκοπός του ερχομού τους.
«Θαρρείς πως, αν φορέσεις την παλιά πανοπλία του Αχιλλέα, θα μοιάζεις με εκείνον;»
«Ή σε εκείνον ή στον Πάτροκλο,» ανασήκωσε τους ώμους· εμφανώς, δεν το είχε σκεφτεί ιδιαίτερα. «Ούτως ή άλλως, θα φανώ τρομακτικός για τους Τρώες. Είτε το πνεύμα του Πάτροκλου θα νομίσουν ότι βλέπουν ή έναν δεύτερο Πηλείδη στο πεδίο της μάχης. Μετά βίας και κόπων μυρίων συγκρατούν τον έναν· στους δυο, δε θα έχουν καμία ελπίδα.»
«Και δε θα σου θυμώσει ο Αχιλλέας για αυτό που πρόκειται να πράξεις; Θα του αρπάξεις την πανοπλία του, χωρίς να του ζητήσεις την άδεια, πιότερο σαν κλέφτης παρά σαν καλοθελητής.»
«Η πανοπλία που φορεί τώρα είναι έργο του Ηφαίστου, αριστούργημα μοναδικό. Η παλιά, του Πηλέα, μπροστά της είναι μεσοφόρι.»
«Και δε σε φοβίζει καθόλου;»
«Τι να με φοβίσει;» Σάστισε με την απορία. «Ότι ανήκε στον Πηλέα;»
«Ότι τη φόρεσε ο Πάτροκλος και σφαγιάστηκε, ίσα για να την αρπάξει σα λάφυρο αίματος ο Έκτωρ και να σκοτωθεί κι αυτός φορώντας την,» εξήγησε, απροσδόκητα ανήσυχη η Εκαμήδη. «Ίσως, επειδή με αυτήν ο Αχιλλέας πόρθησε τόσες και τόσες πόλεις, να έχει συγκεντρώσει κατάρες αμέτρητες, να είναι στιγματισμένη με αίμα αθώων.»
«Αν ισχύει αυτό που λες, τότε, όλοι εμείς, που ακολουθήσαμε τους Ατρείδες ως εδώ, για τους οποίους τόσες και τόσες κατάρες έχουν ακουστεί πως τους ακολουθούν, θα έπρεπε να είμαστε πιο βαριόμοιροι κι από τον Οιδίποδα,» απέρριψε τη δυσοίωνη της άποψη.
«Ίσως να είστε και να αρνείστε να το συνειδητοποιήσετε,» ψέλλισε παραιτημένη η δούλα, σίγουρη πια πως δε θα του άλλαζε γνώμη. «Γιατί ήθελες να έρθω μαζί σου, τέλος πάντων; Δυο άνθρωποι είναι πολύ πιο εύκολο να εντοπιστούν από έναν.»
Έπιασε το ροζιασμένο χέρι της, που του φαινόταν πάντοτε αλαβάστρινο, για να αισθανθούν τους παλμούς τους. Οι ματιές τους κλείδωσαν· έτρεμε.
«Σε χρειάζομαι, για να μην τρέμω και τη σκιά μου,» της ομολόγησε ταπεινωμένα, «μα και γιατί μονάχα εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Πού βρίσκεται η πανοπλία του Πηλέα;»
Απέστρεψε το βλέμμα της με φόβο, γιατί η πρώτη της αντίδραση ήταν να του υποδείξει ευθύς το σημείο. Προσπάθησε να συνετιστεί, σκεπτόμενη ότι ο αληθινός της κύριος ήταν ο Άναξ Νέστωρ, ο οποίος θα εξοργιζόταν, μόλις μάθαινε τη συμβολή της στην αποκοτιά του γιού του.
«Είναι δύσκολο, απλησίαστο μέρος,» ψέλλισε αδύναμα μια αλήθεια πελεκυμένη. «Αγνοώ αν μπορώ να σε οδηγήσω εκεί-»
«Είσαι η τελευταία μου ελπίδα,» η λαβή του δυνάμωσε, απεγνωσμένη και καταπιεσμένη. «Αν σήμερα δεν πολεμήσω, δε θα απαγκιστρωθώ ποτέ από την υποτίμηση του πατέρα μου, Εκαμήδη. Αέναα, θα είμαι ο ανίκανος, ανίδεος, τιποτένιος γιός. Δεν μπορώ να το αντέξω άλλο αυτό.»
Βούρκωσε, άθελά της. Αισθάνθηκε την ψυχή της την ίδια να υποτάσσεται, να λαχταρά να τον ανακουφίσει. Ήξερε ακριβώς πού βρισκόταν η πανοπλία, διότι η Βρυσηίδα κι η Ίφις, ειδικά τον καιρό της κηδείας του Πάτροκλου, ήταν εξαιρετικά ομιλητικές. Σχεδόν δεν έλεγχαν τα λόγια τους και μιλούσαν ακατάπαυστα, για να μη σκέφτονται.
«Βγες έξω, κρύψου όπισθεν, σε περίπτωση που έρθει κάποιος,» του ψιθύρισε εν τέλει, αγγίζοντας τους κροτάφους του, μάταια προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. «Θα πάω μόνη και θα σου φέρω αυτό που επιθυμείς.»
Αφότου ο Αντίλοχος χάθηκε εκτός της περίλαμπρης, ξύλινης σκηνής, η Εκαμήδη μπόρεσε να κινηθεί ελεύθερα. Με τάχιστες, ακριβείς κινήσεις, έφτασε στην κάμαρη του Αχιλλέα, που ανέμενε άδεια μα εξεπλάγη, βλέποντας τη Βρυσηίδα, με μάτια μισόκλειστα να φαίνεται κοιμισμένη. Δεν επρόκειτο να διακινδύνευε εκείνη τη στιγμή, που βρισκόταν τόσο κοντά στην επίτευξη του στόχου της. Αδυνατούσε να προβλέψει την αντίδρασή της, οπότε, βάλθηκε να περπατήσει όσο πιο άηχα γινόταν.
Η αληθινή πρόκληση βρισκόταν στο μπαούλο του Αχιλλέα, το οποίο έπρεπε να ανοιχτεί και ψαχτεί αθόρυβα. Το άνοιξε αργά κι ανασήκωνε τους χιτώνες και χλαμύδες έναν προς έναν, ώστε να βρει αυτό που έψαχνε κι ήταν σίγουρη ότι θυμόταν ολόσωστα. Δε λάθεψε· όταν τα χέρια της έφτασαν στον ειργασμένο σίδηρο, στα όπλα τα τρανά, που είχαν γαλβανιστεί με άργυρο λαμπρό κι έφεραν αναρίθμητα σημάδια μάχης, χαμογέλασε θριαμβευτικά. Με εντελή προσοχή, σήκωνε ένα προς ένα τα μέλη της πανοπλίας, για να τα κουβαλήσει ως έξω, να τα μοιραστεί με τον Αντίλοχο. Και τότε, στράφηκε προσεκτικά, για να αντικρίσει τη Βρυσηίδα με μάτια ορθάνοιχτα να την παρατηρεί.
Επέβαλε τον αυτοέλεγχο και δεν άφησε τίποτα να ξεφύγει από τα χέρια της και να πέσει, για να προκαλέσει ανησυχητικό θόρυβο κι ανεπιθύμητη προσοχή.
«Εκαμήδη, κλέβεις την πανοπλία του Αχιλλέα,» δεν ήταν ερώτηση διόλου. «Μόλις το δει, θα σε σφάξει και γδάρει ζωντανή. Έσπασε το σαγόνι του Θερσίτη για λιγότερα.»
«Δεν είσαι ανόητη, κατανοείς ότι δεν την παίρνω για τον εαυτό μου,» της απάντησε αργά και σταθερά, για να αποκρύψει το άγχος που την κατέβαλε. Με μια φωνή της Βρυσηίδας, όλα θα γκρεμίζονταν. «Ο Αντίλοχος τη ζήτησε και τον υπακούω.»
«Αυτός, λοιπόν, είναι ο ανόητος,» μειδίασε με εξαίσια ειρωνεία η κλινήρης γυναίκα. «Δεν καταλαβαίνει, ο τυφλός, πόσο αίμα κουβαλά αυτή η πανοπλία. Με αυτήν ο Αχιλλέας κούρσεψε πόλεις πλείστες, σκότωσε αθώους, έσφαξε τον άνδρα, τον πατέρα μου και τους αδελφούς μου. Μη του τη δώσεις, αν θέλεις να γυρίσει σώος από τη μάχη.»
«Δεν μπορώ,» πήρε μια βαθιά ανάσα η Εκαμήδη. «Εγώ είμαι η δούλα του και πρέπει να τον υπακούσω.»
Δεν της έριξε δεύτερη ματιά, κίνησε να φύγει κατευθείαν.
«Έχε γεια, Εκαμήδη. Θυμήσου, μονάχα, τι έπραξες εσύ και μέτρησε την ευθύνη σου,» κατέληξε δυσοίωνα η Βρυσηίδα, προτού βυθιστεί και πάλι στη λήθη των ηρεμιστικών βοτάνων που της χορηγούσε σωρηδόν ο Μαχάων.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αντικρίζοντας τη με την πανοπλία του Πηλέα στην αγκάλη, ο Αντίλοχος ένιωσε να ερωτεύεται την Εκαμήδη ακόμη περισσότερο, αν ήταν δυνατόν. Η υπέροχη εκείνη γυναίκα παρουσίαζε λύσεις και συμβουλές για καθετί.
«Λόγια δε βρίσκω να σε ευχαριστήσω.»
«Δε χρειάζεται,» απέρριψε κάθε απόπειρα στην κολακεία. «Ζώσου γρήγορα την πανοπλία κι όρμησε. Πρόλαβε τη μάχη από την αρχή της, να δρέψεις όση περισσότερη δόξα μπορείς, να ευφρανθείς.»
«Σωστά,» αναστέναξε χαρούμενα εκείνος, ενώ έπαιρνε ένα προς ένα τα περίτεχνα μέλη και τα φορούσε, με κινήσεις μεθοδικές και ήσυχες.
Τελειώνοντας, έμοιαζε με Θεό Ολύμπιο· τόσο θαυμάσιος, τόσο μοναδικά μεγαλοπρεπής και ρωμαλέος· τόσο φαινομενικά ανίκητος. Η Εκαμήδη παραδόθηκε στην αγκαλιά και στο φιλί του.
«Υποσχέσου μου ότι θα δεχτείς να γίνεις γυναίκα μου,» της ψιθύρισε. «Μετά από σήμερα, ο πατέρας μου δε θα αρνηθεί τίποτα πια, το βεβαιώνω.»
«Ναι,» απάντησε ευθύς εκείνη, γνωρίζοντας ότι η άρνηση στους ανθρώπους που αγωνίζονταν και προστάτευαν τους αδύναμους έδειχνε απανθρωπιά. «Θα σε παντρευτώ, αν είναι δυνατόν.»
Χάθηκε πετώντας πρακτικά από μπροστά της, σαν αερικό, ωσάν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Το φιλί του παρέμενε στα χείλη της, πικρό κι αγωνιώδες, με άπειρη λατρεία κι αδημονία. Όρθωσε την πλάτη της στητή κι έγειρε στη σκηνή τους, για να πάει, να φέρει νερό και να ποτίσει τα ζώα τους, προτού τα ταΐσει και συγυρίσει, όπως έπραττε καθημερινά. Πίστευε πράγματι ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα κι ότι όλα μπορούσαν πια να θεωρηθούν νόρμες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Ακολουθήστε με, φίλοι μου, αδελφοί μου και σας ορκίζομαι να πατάξω για πάντα τους θρασείς Αχαιούς! Θα δώσω και τη ζωή μου για αυτόν τον σκοπό!»
Η βροντερή φωνή του Μέμνονα αντηχούσε χωρίς καν την ανάγκη κηρύκων ανάμεσα στις ορδές Τρώων, Λυκίων, Δαρδάνων, Θρακών και κυρίως, Αιθιόπων. Τους γέμισε τα στήθη με ορμή απερίγραπτη, σθένος, θάρρος, που λησμόνησαν ότι είχε πεθάνει ο Έκτωρ και πως εκείνος τους οδηγούσε.
Εφόρμησαν στην πεδιάδα κι επιτέθηκαν σε πλήρη ευθεία στοίχιση, με τους Αργείους να τους καρτερούν και τον Αχιλλέα στη μέση, με τους Ατρείδες.
«Μη φοβάστε κανέναν, όσο έχετε εμένα επικεφαλής! Κανείς δε θα μείνει αλώβητος από το ξίφος και το δόρυ μου!» Φώναζε στους Μυρμιδόνες κι όχι μόνο εκείνος, για να εισπράττει μύριες ιαχές κι αλαλαγμούς ευδαιμονίας.
Ο στρατός τον λάτρευε, τον πίστευε, τον ακολουθούσε πρόθυμα κι ένθερμα· όταν, όμως, αντίκρισαν τον γίγαντα μα την ολόχρυση, αστραφτερή πανοπλία να πλησιάζει επικεφαλής των Τρώων, μάργωσαν.
Το είχαν ακούσει μα δεν το πίστευαν· όχι μόνο η πανοπλία του Μέμνονα δεν είχε τίποτα να φθονήσει από του Αχιλλέα, καθότι κι οι δυο έργα του Ηφαίστου μα και το τεράστιο ύψος του, το τρομερό του βλέμμα, το γεμάτο αποφασιστικότητα, ανδρεία και θάρρος, τους γέμιζε ρίγη. Ήταν ψηλότερος ακόμη κι από τον μεγάλο Αίαντα, θύμιζε Τιτάνα παρά άνθρωπο, ενώ η φήμη του και μόνο, ως γιός της Ηούς, φαινόταν να του προδίδει θεία λάμψη κι αίγλη ακαταμάχητη. Ο Ηρακλής και ο Άρης μαζί φάνταζε, ο Βελλερεφόντης και ο Ιάσων, μαζί με τους γιούς του Βορέα κι όλους τους Διόσκουρους. Και το πιο εντυπωσιακό· για πρώτη φορά, οι Τρώες έδειχναν μηδενικό φόβο απέναντι στη μεγαλεπήβολη θωριά του Αχιλλέα.
Η σύγκρουση έγινε με απαράμιλλη σφοδρότητα και κατευθείαν, ξεχώρισε η ισχύς των Αιθιόπων, που πολεμούσαν με δίψα, μένος κι εκδικητικότητα, σαν όλοι να ταυτίζονταν με τον Βασιλιά τους. Μέσα στις ημέρες διαμονής κι ησυχίας τους, οι Αχαιοί είχαν μάθει επαρκώς ότι ο Μέμνων συνδεόταν με συγγένεια άμεση με τους Πριαμίδες κι αδημονούσε να διαλύσει τους φονιάδες των ξαδέλφων του και δη, τον γιό της Θέτιδας.
Σαν κύματα συνέκλισαν, λοιπόν κι άρχισε η μάχη αγρίως, με τα δόρατα και τα ξίφη να ανταλλάσσονται ωσάν κεραυνοί σε ομοβροντία, σαν ο Κρονίδης να είχε ξεσπάσει καταιγίδα θρυλική. Θρυμματίζονταν τα σώματα, κομματιάζονταν, σωριάζονταν εκατέρωθεν, πιο πολύ σαν βροντές παρά σαν κόκαλα και δέρμα. Κι ακόμα και μέσα στον κονιορτό, στον κυδοιμό και στους πίδακες αίματος, ξεχώρισε η σπίθα των ημίθεων.
Ο Αχιλλέας, μπροστάρης των Δαναών, σκορπούσε ανηλεώς τον θάνατο, χωρίς να βιάζεται να συναντήσει κανέναν· στεκόταν απλώς και δεχόταν ως επικείμενους νεκρούς όσους του επιτίθονταν. Έκοβε κεφαλές, διαπερνούσε κορμιά, κάνοντας τις ορδές του εχθρού να τρέμουν σαν από σεισμό, την υπόγεια θύελλα, την τρικυμία της γης, που ξεσπά και θερίζει όσα κι όποτε επιθυμεί. Έτσι, έπεσαν γρήγορα από το χέρι του δυο Θράκες, από το γένος των Κικόνων· ο Θάλιος κι αυτός, ο Μέντης, που κάποτε ήταν στενός σύντροφος του Έκτορα στη μάχη. Από την ημέρα της θανής του πρίγκιπα, όλοι οι φίλοι του είχαν υποβαθμιστεί κι εξαφανιστεί πρακτικά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Κασσάνδρα, ενόσω οι Τρώες κι οι Αργείοι πολεμούσαν εκ νέου, υπό την ηγεσία του θείου Μέμνονα, βρισκόταν σε σπάνια και πλήρη ηρεμία, σωματικά και πνευματικά, μετά από πολλές εβδομάδες ταραχής κι απομόνωσης. Για να διακόψει, πια, τη μοναξιά της, είχε καλέσει τις αδελφές κι ανιψιές της στο δώμα της, μεταξύ αυτών και την Ελένη, για να πλέξουν και κεντήσουν όλες μαζί ειρηνικά. Τι κι αν τρόμαζαν, τι κι αν φοβούνταν και λυπούνταν την πύρινη γλώσσα της, οι αδελφές της δεν έπαυαν να την αγαπούν κι ήλθαν όλες. Η Ανδρομάχη, μάλιστα κι η Κρέουσα έφεραν τα παιδιά τους, ενώ η Λαοδίκη την Πολυξένη, το στερνοπούλι της Εκάβης. Καθώς τα παιδιά του Αινεία έπαιζαν με τον μικρό Αστυάνακτα, η Κασσάνδρα είχε πάρει την Πολυξένη αγκαλιά και την είχε καθίσει στα πόδια της πάνω, γνέθοντας παράλληλα στον αργαλειό μια κουβέρτα για τη μητέρα της.
«Νομίζω έχω βελτιωθεί στον αργαλειό, Κασσάνδρα. Δώσε μου λίγο το στημόνι, να δοκιμάσω,» έλεγε επανειλημμένως στη θεία της η Πολυξένη, θαυμάζοντας τα επιδέξια, μεθοδευμένα χέρια της να τρέχουν, να υφαίνουν αρμονικά.
«Όχι, αγάπη μου, αυτό πρέπει να το υφάνω όλο μόνη, για να το δωρίσω στη μητέρα,» τη φίλησε στο κεφάλι η μάντισσα με όλη της τη στοργή.
«Ποιός αργαλειός σου είναι τούτος, αδελφή; Νιώθω ότι όποτε έρχομαι εδώ, σε βλέπω και με νέο,» θέλησε να αστειευτεί η Κρέουσα, που θήλαζε ακόμη την περίπου τριών ετών κόρη της, που είχε επιμείνει να λάβει το όνομα της μητέρας της· Εκάβη η νεότερη, πριγκίπισσα των Δαρδάνων.
«Ο έκτος, Κρέουσα,» απάντησε στωικά εκείνη. «Οι άλλοι δεν επιβίωσαν.»
Κατάπιε τη γλώσσα η αδελφή της και δεν της ξαναμίλησε. Αναγνώρισε την αστοχία της ερώτησης, γιατί αμέσως σκοτείνιασαν τα μάτια της ευαίσθητης αδελφής της, που σπάνια πλέον φανέρωναν αχτίδες φωτός. Ήταν κρίμα· από το πρωί, φαινόταν πιο εύχαρη από ποτέ. Έπιασε, έτσι, κουβέντα με την Ανδρομάχη, για να ξεχαστεί το συμβάν.
«Έχω σχεδόν ένα φεγγάρι να σε δω,» στράφηκε ψιθυριστά στην Ελένη η Κασσάνδρα. «Έχεις δυναμώσει, αναμφίβολα.»
«Έχω γίνει καλή σύζυγος,» απάντησε με χίλια νοήματα η Σπαρτιάτισσα. «Μένω μόνιμα στο δώμα μου, τρώω όλο το φαγητό μου και δεν προκαλώ την προσοχή κανενός. Επιδίδομαι ανενόχλητη στις ασκήσεις μου.»
«Σε συγχαίρω, αδελφή μου,» ένευσε επιδοκιμαστικά. «Ο καιρός, άρα, εγγύς;»
«Εγγύτερα από όλα,» κατένευσε κι η Ελένη. «Αισθάνομαι απολύτως έτοιμη να φερω εις πέρας το έργο που δεσμεύτηκα και θα γίνει. Τίποτα δε θα με σταματήσει.»
«Αν έχει μείνει λίγη θεία εύνοια ακόμη πάνω μου, σου τη χαρίζω όλη, μαζί και κάθε ευχή για επιτυχία.»
Της έπιασε το χέρι και κοιτάχτηκαν κατάματα, καθότι μόνο με τα μάτια μπορούσαν να συνεννοηθούν πλήρως. Η Ελένη φοβόταν και δεν το έκρυβε· δεν είχε σκοτώσει ποτέ άνθρωπο, πόσω μάλλον τον άνδρα της, τι κι αν ήταν σε κάθε νόμο, γραπτό κι άγραφο, έκνομος. Μα, βέβαιη πως έτσι θα λυτρωνόταν, υπέμενε και επέμενε. Χρωστούσε τον θάνατο εκείνο στον αληθινό της άνδρα, στα νεκρά και ζωντανά της παιδιά, στην οικογένεια της μα κυρίως, στον εαυτό της. Δε θα έκανε πίσω, δε θα δείλιαζε άλλο.
«Κασσάνδρα, σταμάτησες. Γιατί δε συνεχίζεις; Είναι τόσο όμορφο το σχέδιό σου.»
Η αγγελικά παιδική φωνή της Πολυξένης τις επανέφερε στην πραγματικότητα απότομα.
Η Ελένη σηκώθηκε από το σκαμνί της και πλησίασε τα παιδιά που έπαιζαν. Προτιμούσε τα αθώα παιδιά από τους φιλύποπτους ενήλικες κι εκείνα, τη λάτρευαν. Όπως μαγνήτιζε όλους με την απαράμιλλη ομορφιά της, έτσι και τα παιδιά θαμπώνονταν κι ήθελαν να βρίσκεται κοντά τους. Ο Αστυάναξ και ο Ασκάνιος, γιοί του Έκτορα και του Αινεία, ρίχτηκαν στην ανοιχτή αγκαλιά της με θέρμη, ξέχειλοι αγάπης κι η καρδιά της μάτωσε.
Η Κασσάνδρα, από την άλλη, αγκάλιασε σφιχτά την Πολυξένη και ξέσπασε σε σιγανό κλάμα, το οποίο κανένας δεν πρόσεξε, πλην της Ελένης.
«Κορίτσι μου, αγάπη μου,» της είπε, χαϊδεύοντας τα θαυμάσια μαλλιά της, στο χρώμα του μελιού. «Άμοιρό μου πλάσμα, που σε ανέστησε στα γηρατειά η μητέρα κι εμείς σε αναθρέψαμε.»
«Γιατί κλαις;» Γέλασε η Πολυξένη, που έβρισκε την αντίδραση παράλογη. «Επειδή επαίνεσα το εργόχειρό σου;»
«Αγαπημένη μου, όλη σου η ζωή βρίσκεται κάτω από την απειλή του Πολέμου. Την ειρήνη δεν τη χάρηκες κι ούτε θα τη χαρείς εσύ, το πιο αθώο κι άμεμπτο παιδί του Πριάμου.»
Το γέλιο της Πολυξένης εντάθηκε.
«Κασσάνδρα, μην είσαι τόσο απαισιόδοξη,» τη μάλωσε παιδικά. «Τώρα, με τον Μέμνονα ως Αρχηγό μας, δε θα φοβηθούμε ποτέ τίποτα.»
«Σωστά, αγάπη μου. Είμαι ανόητη, που σκέφτομαι έτσι,» της έδωσε την απάντηση που περίμενε, μολονότι ήταν ψευδής. «Έχεις δίκιο να με επιπλήττεις.»
Συνέχισε το εργόχειρο, που παρίστανε την Εκάβη με όλες της τις κόρες, αλλά τα δάκρυα δεν έπαψαν να κυλούν, σιωπηλά και με αδιόρατο πόνο, απίστευτο και καταραμένο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στη μανία του Αχιλλέα δεν άργησε καθόλου να ανταποκριθεί ο Μέμνων, που ξεκίνησε να μοιράζει τον θάνατο όπως ποτέ δεν είχαν δει Αχαιοί και Τρώες. Και τότε, ωστόσο, ο Πηλείδης δεν τον πλησίαζε, να τον αντιμετωπίσει.
«Αχιλλέα, φύγε από εμάς,» του είπε ο Διομήδης, που ηγούταν μαζί του στο μέτωπο κατά των Τρώων και Δαρδάνων. «Πήγαινε στους Αιθίοπες, εκεί φοβάμαι ότι θα αποδεκατιστούν οι δικοί μας.»
«Οι Αιθίοπες και ο Μέμνων δεν είναι εχθροί μου, γιέ του Τυδέα,» του απάντησε κατηγορηματικά. «Οι Τρώες είναι, άπαντες και σε αυτούς χρωστώ σφαγές. Θα μείνω να πολεμήσω μόνο αυτούς κι εσείς, πηγαίνετε όπου θέλετε.»
Ο Αργίτης πρίγκιπας δεν του μίλησε ξανά, απογοητευμένος με την εμμονική του στάση.
Μα στο κέντρο της διένεξης, ο γίγαντας Μέμνων, σαν το ψαλίδι της αμείλικτης Ατρόπου, είχε ορμήσει κι έκοβε νήματα ζωών Αχαιών μυρίων με κυρίους, τους Πύλιους.
Να βρίσκεσαι πιο μπροστά από όλους, μικρέ, για να σε βλέπουν οι Ατρείδες και ο Αχιλλέας, να ξεχωρίσεις ως ήρωας κι όχι ως γιός μου.
Έτσι τον είχε νουθετήσει ο Νέστωρ κι αναλόγως έπραττε ο πρίγκιπας Θρασυμήδης, που ηγούταν ακατάπαυστα κι αλύγιστα της μετωπικής επίθεσης στους Αιθίοπες. Ακόμη κι όταν τα παλικάρια τους πότιζαν με το αίμα τους τη γη, δεν υποχωρούσε ούτε φόβος απειλούσε την καρδιά του.
Ο τρανός Μέμνων σκότωσε πρώτο εξαίρετο πολέμαρχο τον Φέρονα, τρυπώντας τον κατάστηθα με το δόρυ και, χωρίς να χάνει την ορμή, σχεδόν αμέσως έκοψε το κορμί του Έρευθου στο δυο, με το άρτια ακονισμένο του ξίφος, έργο κι εκείνο του Ηφαίστου, τόσο μεγάλο και βαρύ, που μονάχα ο ίδιος μπορούσε να το σηκώσει και χειριστεί.
Ο Θρασυμήδης, έξαλλος από τον χαμό των δυο πολεμάρχων του, ετοιμάστηκε να προκαλέσει αυτοπροσώπως τον Μέμνονα, όταν μια φωνή απίστευτα διαπεραστική, σαν να ανερχόταν από τον ζοφερό Άδη, έσκισε τον άνεμο.
«Έλα να με αντιμετωπίσεις, γιέ της Ηούς, άφησε τους άμοιρους Πυλίους. Δεν είναι παρά μαλθακοί θνητοί!»
Όταν στράφηκαν και κοίταξαν τη μορφή που είχε εμφανιστεί αιφνίδια ανάμεσα στους Αχαιούς, μέχρι κι ο Αχιλλέας μούδιασε.
«Ο Πάτροκλος!» Αναφώνησε ο Αυτομέδων, ο ηνίοχος του. «Ο Πάτροκλος γύρισε από τους νεκρούς, για να εκδικηθεί!»
«Κι αν είναι ο Έκτωρ;» Αναρωτήθηκε δίπλα του ο Διομήδης, απροκάλυπτα ανήσυχος. «Αυτός, άλλωστε, ήταν ο τελευταίος κτήτορας της πανοπλίας αυτής, σωστά;»
«Τι είδους ειρωνικά παίγνια έστησαν πάλι οι Θεοί κι οι ανάλγητες Μοίρες;» Ψιθύρισε ο Πηλείδης, μην πιστεύοντας τα μάτια του πλέον. «Δε γίνεται να αναστήθηκαν οι νεκροί.»
«Ο Ηρακλής το είχε κατορθώσει, γιατί όχι, λοιπόν;» Επέμενε στο δίκαιό του ο Αυτομέδων. «Έχε πίστη, Αχιλλέα πανίσχυρε, διότι, ίσως, το αδύνατον γίνει δυνατόν!»
«Γιατί φοβάστε τόσο όλοι;» Απόρησε ο Μέμνων, από την άλλη πλευρά, κοιτώντας τον Αινεία και τον Έλενο.
«Αυτή είναι η πανοπλία για την οποία σου μίλησα, ξάδελφε,» ήρθε απόκριση από τον τελευταίο. «Η πανοπλία που φορούσε ο Αχιλλέας και τελικά, ο Πάτροκλος, μέσα στην οποία πέθανε ο Έκτωρ. Τρέμουν, αναρριγούν και μόνο στη θέα της οι άνδρες μας κι όχι άδικα.»
«Πλησίασε με εσύ, όποιος κι αν είσαι,» φώναξε στον άγνωστο, που προκαλούσε τόση εντύπωση και φόνο, ο Μέμνων γενναία. «Μεγάλωσα στον Κήπο των Εσπερίδων· σύντροφο στα παιχνίδια είχα τον Λάδωνα, τον Δράκοντα με τις χίλιες κεφαλές. Όποιος κι αν είσαι, δε σε φοβάμαι.»
Ο Αντίλοχος δεν πτοήθηκε ή έπαψε να προχωρά, του αρκούσε το γεγονός ότι όλος ο στρατός των Τρώων πλην των Αιθιόπων τον θωρούσε με τρόμο κι οι Δαναοί με θαυμασμό κι ελπίδα. Αγνοούσε, βέβαια, επιδεικτικά ότι δε θωρούσαν τον Αντίλοχο Νεστοριάδη μα κάποιον που φορούσε την παλιά, καταραμένη πανοπλία το Αχιλλέα. Στην ουσία, παρέμενε ο ίδιος, θνητός κι ευάλωτος άνδρας, με τα κομμένα κοντά μαλλιά και τα ξυρισμένα μούσια, για να δείχνει νεότερος από αυτό που ήταν.
«Όπως προστάζεις, αχρείε επηρμένε, που νομίζεις ότι με μερικά χρυσά όπλα και πλουμιστά κράνη, θα ταράξεις τον κραταιό στρατό των Δαναών!»
Ενόσω ορμούσε στον Μέμνονα από τη θέση του, ο Νέστωρ κατάλαβε. Μέσα στην οχλαγωγία και στην εκκωφαντική παρέμβαση, αναγνώρισε τη φωνή, μετά από αστραπιαία μα στοχευμένη σκέψη, μιας και του φαινόταν τρομακτικά γνώριμη, για να την παραβλέψει.
«Θρασυμήδη!» Φώναξε στον δευτερότοκό του, που γύρισε και τον κοίταξε απορημένος. «Σπεύσε γρήγορα στο πλευρό του πολεμιστή, με τα όπλα του Αχιλλέα, είναι ο αδελφός σου!»
«Πατέρα, σε παρακαλώ, ησύχασε. Έχεις συγχυστεί από την εύλογη παραφροσύνη της μάχης και δε σκέφτεσαι ορθώς. Ο Αντίλοχος δεν μπορεί να βρίσκεται στη μάχη!»
«Άκουσε με, μικρέ, δεν έχουμε χρόνο!»
Μα ο Θρασυμήδης κώφευσε επιτηδευμένα κι απομακρύνθηκε, για να μην τον ακούει πια, υποκρινόμενος ότι έτρεχε να δώσει θάρρος στους άνδρες του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Νέστωρ ανέβηκε στο άρμα του κι έσπευσε ο ίδιος να συντρέξει τον γιό του.
Με το που τον εντόπισε ο Μέμνων, απροστάτευτο και ευάλωτο στόχο, σήκωσε το δόρυ του και το πέταξε. Ο Αντίλοχος, που βρισκόταν ανάμεσα τους ακριβώς, το αντιλήφθηκε την ύστατη ώρα και κατευθείαν έριξε ακόντιο, για να αποπροσανατολίσει το δόρυ του Αιθίοπα και τα κατάφερε· τα δυο όπλα έπεσαν άκακα στο χώμα. Δεν τους έδωσε σημασία· πέταξε άλλο ένα ακόντιο, σημαδεύοντας τα μάτια του Μέμνονα. Ο ημίθεος, όμως, με τα άψογα αντανακλαστικά του, το είδε να τον πλησιάζει κι έγειρε, αποφεύγοντας το. Μολαταύτα, πέτυχε και σκότωσε ακαριαία τον Πυρρασίδη, τον Στρατηγό του, το δεξί του χέρι. Τότε, εξοργίστηκε.
«Βγάλε το κράνος σου, δειλέ, ή τουλάχιστον πες το όνομά σου, για να ξέρω ποιόν θα στείλω στον Κάτω Κόσμο σήμερα!» Γρύλισε θηριωδώς, παγώνοντας το αίμα των Πυλίων. «Σκότωσες τον Στρατηγό μου, καταραμένο ερπετό και θα το πληρώσεις με τη ζωή σου!»
«Πολύ καλά!» Συμφώνησε ο Αντίλοχος, χωρίς, βέβαια, να σκοπεύει να αποχωριστεί την περικεφαλαία και την προστασία του κρανίου του. «Είμαι ο Αντίλοχος, γιός του Νέστορα, Άνακτα της Πύλου και σου αποκαλύπτομαι, για να μάθεις το όνομα του φονιά σου!»
Έκπληξη ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα όλων των Αργείων πλην του Νέστορα, που μονάχα πια αγωνιούσε και δαγκωνόταν, για να μην ουρλιάξει.
«Φύγε! Γύρισε πίσω στη σκηνή!» Φώναζε στον γιό του πολλάκις.
«Εδώ ανήκω, πατέρα. Η αξία μου κι η δόξα μου πλέον είτε θα θαφτούν είτε θα λάμψουν. Δεν αντέχω άλλο να ζω στη σκιά σου,» αποκρίθηκε απόλυτος ο νέος, προτού εφορμήσει στον Μέμνονα με ρίψη νέου δόρατος.
Αστόχησε κι εκείνο, ενόσω ο Άρης κι η Ηώς παρακολουθούσαν με εξαιρετική αγωνία, αβέβαιοι για την έκβαση της μονομαχίας, γιατί ο Αντίλοχος παιδιόθεν ξεχώριζε για ένα πράγμα· την εύνοια της Τύχης του, ακριβώς αυτού που χρειαζόταν, για να νικήσει τον Μέμνονα.
Σαν κάπρος μανιασμένος, σαν λέων τρανόψυχος επιτέθηκε στον γιό του Νέστορα ο γίγαντας με το ξίφος του και για λίγο, ο κοντύτερος άνδρας απλώς πάλευε να αμύνεται στα αλλεπάλληλα χτυπήματά του. Ώσπου, ο Μέμνων, με μια επιδέξια κίνηση, τράβηξε και πέταξε μακριά την περικεφαλαία του, για να δουν όλοι πόσο θνητός, τρωτός και γνωστός ήταν σε όλους ο αντίπαλος του.
«Ο Αντίλοχος!» Αναφώνησε σχεδόν όλος ο Αχαϊκός στρατός, άναυδος, γεμάτος αγωνία για τη συνέχεια της μονομαχίας.
Εξίσου έπαψαν κι οι Τρώες, που ήθελαν να παρακολουθήσουν τον Μέμνονα να εξοντώνει τον πρώτο του επιφανή Δαναό. Φυσικά, τον γνώριζαν· είχε ηγηθεί πολλάκις μόνος, ανεξάρτητος, ειδικά στις μάχες του γκρεμισμένου Τείχους. Τον γνώριζαν και τον φοβούνταν.
Ο Αντίλοχος, πάλι, τι κι αν δεν είχε πια κράνος κι είχε χάσει κάθε κλέος της πανοπλίας, παρέμενε ανδρειωμένος κι αλύγιστος. Στη σκηνή, τον περίμενε η Εκαμήδη, ενώ έπιασε τις ματιές πατέρα κι αδελφού να βρίθουν θαυμασμού. Είχε επιτύχει τον σκοπό του και συνέχιζε. Σήκωσε το σπαθί θαρραλέα και κατάφερε χτύπημα στον ώμο του Μέμνονα.
Ευθύς, οι Τρώες μάργωσαν. Ο Αιθίοπας γίγαντας έμοιαζε να τρεκλίζει, να λυγίζει, να ταράσσεται. Έτρεμαν μήπως έχανε το χέρι του και γινόταν από αήττητος αρχηγός, εύκολη λεία και λάφυρο. Αν έχαναν τον Μέμνονα, ίσως έχαναν και τον Πόλεμο αυτοστιγμεί. Για αυτούς, η ανακούφιση ήρθε γρήγορα, γιατί ο γιός της Ηούς ορθώθηκε ξανά, ρωμαλέος κι αλώβητος φανερά· η πληγή έγιανε, το αίμα του στέρεψε. Σε πλήρη αντίθεση με την αιμοβόρα του ματιά, που λαχταρούσε να κονιορτοποιήσει τον Αντίλοχο, που είχε καταφέρει εκείνο που μύριοι δεν είχαν καν τολμήσει να ονειρευτούν.
«Είσαι ευγενής, αληθινά ανδρείος άνδρας, οπότε, σου αρμόζει ένας θάνατος έντιμος,» ήταν τα μόνα λόγια που ξεστόμισε, προτού σηκώσει το δόρυ, ωσάν ρομφαία δίκαιης αντεκδίκησης.
«Αντίλοχε, φύγε, να σωθείς!» Ούρλιαξε ο Νέστωρ μα ο γιός τον αγνόησε παντελώς. Ήταν αποφασισμένος να πεθάνει στη μάχη ή να θριαμβεύσει. Κόχλαζε ατέρμονα η δύναμη κι η θέληση στην ψυχή του, δεν τον άφηνε να κουνηθεί σπιθαμή.
Με μια δυνατή γροθιά καταπρόσωπα, ο Μέμνων τον ζάλισε κι εν ριπή οφθαλμού, βύθισε το αιχμηρό, αλάνθαστο δόρυ του στο στήθος του κεντρικά, να διακορεύσει και συνθλίψει την καρδιά του.
«Ο Αντίλοχος έπεσε,» ψιθύρισε έντρομος και καταβεβλημένος ο Θρασυμήδης, ξεχνώντας επιτόπου τη λογομαχία τους, που τον είχε πληγώσει βαθειά. «Ο αδελφός μου είναι νεκρός.»
Ο Νέστωρ έπεσε από το άρμα κατευθείαν στο έδαφος κι έκλαιγε, πιότερο για να μη βλέπει το πτώμα του παιδιού που σκοτώθηκε εμπρός του παρά για να μην το βλέπουν να θρηνεί. Με κόπο, έπνιξε τους λυγμούς του, επειδή δεν ήταν εκείνη η ώρα των σπαραγμών και σηκώθηκε ξανά, για να οδηγήσει τους άνδρες του, με τα δάκρυα να συνεχίζουν να κυλούν ως σιωπηλά ρυάκια.
«Θρασυμήδη!» Φώναξε κι ήρθε σιμά του αμέσως το παιδί. «Δράμε τάχιστα και διώξε τον φονιά από τον αδελφό σου! Θα μας τον πάρει, θα τον σκυλεύσει, θα χάσουμε τα όπλα που δεν είναι καν δικά του, μαζί και τον Αντίλοχο! Σπεύδε, τώρα!»
«Μάλιστα, πατέρα,» κατένευσε κι ήδη ένιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν από άγχος ακατάβλητο. Δεν ήξερε αν ήταν αρκετά ικανός, για να φέρει εις πέρας το σπουδαίο έργο της διάσωσης· ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι ήταν οπουδήποτε ίσος πόσω μάλλον καλύτερος από τον Αντίλοχο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Σκοτώθηκε ο Αντίλοχος, ο γιός του Νέστορα!»
Το νέο διαδόθηκε γρηγορότερα στο στρατόπεδο παρά στο πεδίο της μάχης, δεδομένης της απίστευτης βοής και θορύβου που επικρατούσε. Μονάχα η κεντρική μοίρα γνώριζε για το τραγικό γεγονός, ενώ, την ίδια στιγμή, το είχε μάθει ολάκερο το στρατόπεδο.
Η Εκαμήδη βρισκόταν στην έρημη σκηνή του Νέστορα κι ετοίμαζε φαγητό, για να φάνε οι δούλοι. Είχε καθαρίσει τους στάβλους, ήταν κατάκοπη κι είχε ξαποστάσει, καθώς ανακάτευε τη σούπα στον κρατήρα, σε ένα λιτό μα αρκετά ψηλό σκαμνί. Έτσι, τη βρήκε η ίδια η Βρυσηίδα να κάθεται, ανέμελη, χωρίς ίχνος έγνοιας. Ήταν τόσο σίγουρη για τη σταθερότητα των πραγμάτων, στην πιο ασταθή και ταραχώδη γωνιά του Κόσμου.
Στράφηκε και την κοίταξε, για μια στιγμή έκθαμβη· όρθια θύμιζε πιότερο σκοτεινή Νύμφη ή Θεά τιμωρό, τη Νέμεση, την Πείνα, την Άτη, μιας που φαινόταν εξαιρετικά χλωμή, σκελετωμένη, ανήμπορη. Τουναντίον, τα μάτια της άστραφταν, σαν μονάχα τους να ετοίμαζαν την πιο απαρέγκλιτη ετυμηγορία.
«Λυπάμαι για εσένα, Εκαμήδη,» της είπε θλιβερά. «Δυστυχώς, σε είχα προειδοποιήσει.»
Η δούλα σηκώθηκε, ανήσυχη κιόλας.
«Ο Αντίλοχος πέθανε. Τον σκότωσε ο Μέμνων. Λυπάμαι, γιατί τώρα, δε θα σου δείξει οίκτο κανείς.»
Η γυναίκα συνετρίβη στο άκουσμα της αδιανόητης είδησης. Τα γόνατά της λύθηκαν, σωριάστηκε στο δάπεδο, κρατώντας το κεφάλι της, σειόμενη κι απελπισμένη, χωρίς να βγάζει λαλιά. Δεν μπορούσε καν να κοιτάξει τη Βρυσηίδα ούτε να κλάψει ούτε να μιλήσει, όλο της το σώμα είχε μουδιάσει και νεκρωθεί.
Η δούλα του Αχιλλέα της άγγιξε το κεφάλι στιγμιαία, σαν ένδειξη συλλυπητήρια κι αποχώρησε, για να την αφήσει να πενθήσει όπως πίστευε και να ετοιμαστεί για τη μεγάλη δοκιμασία που ανέμενε την οικογένεια του Νέστορα.
Η Εκαμήδη βυθίστηκε στην απόγνωση. Η ζωή της είχε τελειώσει πια. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πόσο μεγάλη θα ήταν η τιμωρία της, σαν μάθαινε ο Νέστωρ ότι εκείνη είχε φέρει την πανοπλία στον Αντίλοχο και τον είχε βοηθήσει να παρακούσει την εντολή του. Εκείνη τον είχε στείλει στον θάνατο κι η ζοφερή συνειδητοποίηση τη γέμισε ανείπωτη οδύνη, οιμωγή και θλίψη.
Δεν ήξερε αν τον αγαπούσε ούτε καν αν ήταν ερωτευμένη. Αν μη τι άλλο, παρόλα αυτά, έτρεφε μεγάλη στοργή για εκείνο το υπέροχο αγόρι, που της φερόταν σαν να ήταν Θεά, που τη λάτρευε και λαχταρούσε να νυμφευθεί, σαν να άξιζε κάτι, σαν να μην επρόκειτο για μια τιποτένια, ανύπαρκτη δούλα. Πλέον, τον είχε χάσει.
Ο νους της θόλωσε. Η σκέψη της θρυμματιζόταν από την ολέθρια, ζοφερή καταιγίδα που μαινόταν στο κεφάλι της και ξεσπούσε στα μηνίγγια της. Ο Αντίλοχος είχε πεθάνει· χωρίς τον Αντίλοχο, ήταν ένα τίποτα, δεν μπορούσε να βρει καμία αξία, κανέναν λόγο ύπαρξης και ξεθώριαζε. Ένιωσε να χάνεται κι αυτή μαζί του κι άξαφνα, ένας πυρετώδης συλλογισμός ανέτειλε στο συγχυσμένο της μυαλό· δεν ήταν μαζί του στη μαύρη ζωή, έπρεπε, συνεπώς, να τον ακολουθούσε πιστά στον θάνατο. Έπρεπε να του αφοσιωθεί στη σκοτεινιά του Κάτω Κόσμου.
Λησμόνησε τα πάντα· τη ζωή της πριν την αιχμαλωσία, τη ζωή με τις άλλες αιχμάλωτες φίλες της, τα εννέα έτη που πέρασε στην υπηρεσία του Νέστορα· όλα χάθηκαν, μεμιάς σβήστηκαν και κάηκαν. Όλα όσα όριζαν την Εκαμήδη εξαϋλώθηκαν κι ο Θάνατος την καλούσε, ως ο ωραιότερος δρόμος που της είχε ανοιχτεί ποτέ.
Έσβησε τη φωτιά κάτω από τον κρατήρα, για να μην έμεναν νηστικοί οι άνθρωποι του νοικοκυριού. Έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, προτού ερχόταν κάποιος και διατάρασσε το έργο της.
Φόρεσε τον ωραιότερο χιτώνα της, πράσινο του κέδρου, με μια μαύρη χλαμύδα και τα μοναδικά κοσμήματα που διέθετε, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια σε σχήμα φιδιών. Άφησε τα μαλλιά της ξέπλεκα, διότι έτσι μονάχα της άρεσαν μα απαγορευόταν μια δούλα να εμφανιστεί με την κώμη φανερή. Έβγαλε ένα κίτρινο πέπλο και το κρέμασε στην οροφή γερά, που ήταν γεμάτη πρόκες, γιατί εκεί κρεμούσαν τα σκεύη της μαγειρικής. Ύστερα, ανέβηκε στο σκαμνί που την ξεκουράζεσαι προηγουμένως και, χωρίς κανέναν δισταγμό, έθεσε το κεφάλι στο πέπλο που περίμενε και κλώτσησε ελαφρά το σκαμνί.
Ήδη αισθανόταν τον Αντίλοχο να την αναμένει με αγκάλη ανοιχτή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
4730 λέξεις, σφηνάκι αυτό για τον Τρωικό αλλά, αν δεν έσπαγε το κεφάλαιο του Αντίλοχου, ίσως έβγαινε υπερβολικά μεγάλο.
Ήταν δίκαιο κι έγινε πράξη, λοιπόν. Σας το είχα πει· εφεξής, θα πηγαίνει το θανατικό σύννεφο, εφόσον και το βιβλίο οδεύει στο τέλος...
Το επόμενο κεφάλαιο, τώρα, είναι ΟΛΟ ΜΕΜΝΩΝ ΕΠΑΞΙΑ. Το αγόρι θα ΔΙΚΑΣΕΙ, θα δούμε πώς έφυγε από την Αιθιοπίδα, τι παίχτηκε, θα κάνουμε ολόκληρη μελέτη χαρακτήρα για πάρτη του, γιατί αγάπες είναι αυτές 😂😂
Και μετά... αρχίζουν τα πολύ δύσκολα... Ήδη κλαίω για όσα έχουν να γίνουν. Εγώ κι η Κασσάνδρα, apparently.
Σας το λέω από τώρα, δεν το κόβω το επόμενο κεφάλαιο. Δεν ξέρω πόσο θα βγει. Δείξτε κατανόηση 😂😂
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είστε εδώ, με τιμάτε τρομερά.
Καλή Σαρακοστή σε όλους, με υγεία, αγάπη και αληθινή νηστεία ψυχής.
Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top