LIII ~ Η Συντριβή της Εξύψωσης
Ο Μέμνων, για πρώτη φορά στη μακρά ζωή του, είχε αποφασίσει να θέσει τη δική του θέληση και όραμα πάνω από εκείνα της Τιτανίδας μητέρας του. Όσο κι αν επέμενε, όσο κι αν τον πίεζε για το αντίθετο η Ηώς, δε θα έμενε αμέτοχος, δε θα επέτρεπε η Αιθιοπίδα να μη συμμετάσχει στον Πόλεμο της Τροίας και να μη δώσει τον προσωπικό του αγώνα για την εκδίκηση του Έκτορα. Ακόμη κι ο ίδιος εκπλησσόταν με το θάρρος και θράσος του, που δεν υπολόγιζαν μητρική και θεία διαφωνία. Έθετε το ήθος και το φρόνημα του πάνω από όλα και για αυτό, ήταν υπερήφανος. Μολαταύτα, όπως κάθε άλλη φορά που έφευγε για μακρινή εκστρατεία, επιβαλλόταν να τακτοποιήσει μια σειρά εκκρεμοτήτων, για να μην επιβληθεί ποτέ χάος στην αγαπημένη του πατρίδα, το όνομα της οποίας έπαιρνε μαζί του σαν ευλογία, ταξιδεύοντας τον Κόσμο και συσσωρεύοντας κλέος.
Αμέσως αφού έλαβε την απόφαση του, ζήτησε να δει τον αδελφό του. Ο Ημαθίων, μονίμως διασκεδάζοντας με φαγητό, ποτό και κάθε λογής απόλαυσης, δεν είχε αρνηθεί ποτέ να τον δει ή είχε καθυστερήσει σε συνάντησή τους. Έφτασε στο δώμα του Βασιλικού Συμβουλίου σχεδόν αμέσως μετά το κάλεσμα, με μαλλιά βρεγμένα, μοσχομυριστός και ρούχα ολοκάθαρα.
«Συγχώρεσε μου την περιβολή, Μέμνων,» τον χαιρέτησε ντροπαλά. «Ήθελα να συνέλθω από το μέθη μα οι δούλες άδραξαν την ευκαρία και με γυαλίσαν για τα καλά.»
«Δεν υπάρχει τίποτα να συγχωρήσω, αδελφέ μου,» σηκώθηκε και τον υποδέχτηκε με θερμό εναγκαλισμό, προτού του υποδείξει να καθίσει δίπλα του. «Πώς είναι τα παιδιά σου; Οι σύζυγοι σου;»
«Δε θα έπρεπε να ρωτάς, αφού βλέπεις τα παιδιά μου πολύ συχνότερα από ό,τι εγώ,» αποκρίθηκε χαμογελαστά ο Ημαθίων, απολαμβάνοντας την πάντοτε χαλαρή και ζέστη ατμόσφαιρα. Ανέκαθεν, έτσι του φερόταν ο Μέμνων, ακόμα κι αν είχε διαπράξει την πιο παράλογη, ανόητη και διαβόητη πράξη. Εφόσον δε συνιστούσε έγκλημα, ο Μέμνων δεν τον επέπληττε καν, αφήνοντας το έργο αυτό στους γονείς τους. «Αν κι είμαι βέβαιος ότι η σεβαστή μητέρα θα επιθυμούσε να κρατάς συντροφιά στις συζύγους μου παρά στα παιδιά μου.»
«Θαρρείς ότι έχω τόσο έκπτωτες κι ανύπαρκτες αρχές, σαν εσένα;» Ανασήκωσε το φρύδι ο γίγαντας με προσποιητή αυστηρότητα.
Ξέσπασαν κι οι δυο σε γέλωτες τρανταχτούς, γάργαρους, παιδικούς, σαν να μην είχε περάσει ημέρα από όταν κυνηγούσαν ο ένας τον άλλον γύρω από τα πόδια του Βασιλιά πατέρα τους.
«Να είμαι ειλικρινής, Ημαθίων, για τα παιδιά σου ήθελα να σου μιλήσω,» είπε ο μεγαλύτερος, σαν καταλάγιασε η ευθυμία.
«Έχουν μήπως κάνει κάτι που σε δυσαρέστησε;»
«Όχι, βέβαια, είναι όλα εξαίρετοι πρίγκιπες και πριγκίπισσες,» τον καθησύχασε ευθύς. «Για αυτό, θα ήθελα να ορίσω τον μεγάλο σου γιό, τον Τιθωνό τον νεότερο, διάδοχο μου κι εσένα, φυσικά, Αντιβασιλέα.»
«Τι είδους καινούρια ανοησία είναι ετούτη;» Έλαβε ένα βλέμμα απόλυτης αποδοκιμασίας από τον μικρότερο. «Έχουμε κάνει παλιότερα την ίδια συζήτηση. Θα κάνεις δικούς σου γιούς, Μέμνων, οι δικοί μου δεν έχουν αξίωση στον θρόνο.»
«Δε θα κάνω παιδιά, Ημαθίων, είναι σίγουρο,» απάντησε ευγενικά μα αμετάκλητα. «Δίκαιο και ορθό είναι να γίνει ο γιός σου διάδοχος μου. Θα φύγω για την Τροία, το αποφάσισα κι αν δε γυρίσω, θα στέψεις το αγόρι κατευθείαν, μαζί και τον εαυτό σου. Αυτή είναι η αυθεντική μου επιθυμία και βασιλική προσταγή. Θα σου αφήσω γραπτό διάταγμα, ως διαθήκη, για να μην συναντήσεις καμία διαφωνία.»
«Συνεχίζω να μη συμφωνώ. Η μητέρα σπάνια έχει δίκιο κι αυτή είναι μια από αυτές τις ακριβοθώρητες φορές. Δε γίνεται να αφήσεις την υπέροχη χώρα μας και να πας με διάθεση θυσίας στην Τροία, που πρόδωσε τον πατέρα μας.»
«Για τον Έκτορα πηγαίνω, το γνωρίζεις. Αρκετά έμεινε εδώ και κωλυσιεργούσε ο εξάδελφος Πάμμων. Ο καιρός διατάζει επιτακτικά δράση κι εκδίκηση. Αν πρόκειται να πεθάνω για τόσο όμορφο κι ιερό σκοπό, ας πεθάνω. Δε φοβάμαι ούτε θλίβομαι.»
Ο Ημαθίων, απροκάλυπτα συγκινημένος, που δεν άντεχε ούτε στην ιδέα να χάσει τον αδελφό του, πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν αποκριθεί.
«Σε θαυμάζω, Μέμνων. Σε θαυμάζω, γιατί ποτέ δε θα σκεφτόμουν τόσο ψύχραιμα και γαλήνια τον θάνατο ούτε θα εγκατέλειπα την ειδυλλιακή, ανέμελη ζωή μου, για να υπερασπιστώ τα ιδανικά και το δίκαιο της οικογένειάς μου. Συνεπώς, πράττεις σωστά που παραδίδεις τον θρόνο στον μικρό Τιθωνό.»
Το αμοιβαίο γέλιο που ακολούθησε, αυτή τη φορά, ήταν πικρό, μάλλον εξαναγκασμένο, σαν να είχαν απότομα κουραστεί.
«Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι θα πεθάνεις κι αγωνιάς για τον θρόνο;» Απόρησε εύλογα ο Ημαθίων. «Διαθήκη δε μου έχεις αφήσει ποτέ πρωτύτερα.»
«Η μητέρα, αδελφέ μου, με προβληματίζει με την επίμονη στάση της. Αντί να χαίρεται, όπως συνήθιζε, που θα πάω να δοξαστώ στο πεδίο της μάχης, προσπαθεί διαρκώς να με εμποδίσει. Είτε γνωρίζει κάτι που αγνοώ είτε τρέμει αφύσικα αυτόν τον γιό της Θέτιδας. Όσο με αφορά, δε φοβάμαι τίποτα και κανέναν, γιατί δεν έχω αδικήσει ούτε χρωστώ τίποτα σε κανέναν.»
«Δεν ξέρω αν μπορώ να επιβιώσω χωρίς εσένα,» του ομολόγησε ωμά ο μικρότερος. «Είμαι ανεύθυνος και νωθρός· πώς να διοικήσω στη θέση σου και να φανώ άξιος αντικαταστάτης;»
«Ξεκίνησες από το σπουδαιότερο· την αυτογνωσία. Έχεις κατακτήσει το πιο δύσκολο και με αυτό ως θεμέλιο, θα καταφέρεις τα πάντα, είμαι σίγουρος.»
Έμοιαζε πραγματικά υπερήφανος κι ήρεμος. Ο Ημαθίων κουνούσε το κεφάλι σκωπτικά.
«Αδελφέ μου, ήλπιζα και πίστευα ότι, δεδομένου του σπάταλου, επιπόλαιου τρόπου ζωής μου, θα πέθαινα πρώτος και τυχερός. Τώρα, μόνος μου, πώς θα αποφεύγω τη μητέρα, με τα ατέλειωτα ηθικολογικά της παραληρήματα;»
«Να θυμάσαι αυτό μόνο,» αγκάλιασε τους ώμους του με το θεόρατο χέρι του ο Μέμνων. «Όπου κι αν βρίσκομαι, νεκρός ή ζωντανός, θα σε αγαπώ και δε θα παύω να είμαι περήφανος για εσένα.»
Αγκαλιάστηκαν εγκάρδια, αποχαιρετίστηκαν ανάλαφρα, μιας και θα υπήρχε κι ο επίσημος αποχαιρετισμός, σαν αποχωρούσε με τον στρατό για το Ίλιον και τον επευφημούσε κι έρρανε με δάφνες ο λαός.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συζήτηση με τον Ημαθίωνα αποτελούσε την ευκολότερη εκ των δυο υποχρεώσεών του· η επόμενη χαρακτηριζόταν πολύ πιο επώδυνη, θα δοκίμαζε την ευαισθησία και την ευσπλαχνία του Μέμνονα ολωσδιόλου.
Δεν επισκεπτόταν συχνά τον πατέρα του, όχι γιατί δεν το επιθυμούσε μα επειδή λάτρευε τη σιωπή κι εκείνη δεν υπήρχε με τον γέροντα Τιθωνό. Ανέκαθεν τον θυμόταν φλύαρο μα πια, που είχε περάσει έναν αιώνα ζωής, δεν έπαυε ούτε στον ύπνο του σχεδόν να μιλά, να αναλύει και να σχολιάζει όσα γνώριζε και δε γνώριζε, τους ανέμους και τα ύδατα των πάντων. Ακόμη κι έτσι, παρόλα αυτά, υπέργηρο, ζαρωμένο και γεμάτο παραξενιές τον αγαπούσαν υπέρμετρα τόσο οι γιοί του όσο κι η ίδια η Ηώς, που δεν έλειπε ποτέ από την κλίνη τους.
Είχε ζητήσει από τον Δία να τον κάνει αθάνατο κι είχε εισακουστεί· μονάχα, είχε λησμονήσει να ζητήσει κι αιώνια νεότητα.
«Μόλις αποκαμωθεί πλήρως ο πατέρας σας κι έχετε κι οι δυο αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, θα τον απαλλάξω από το άθλιο αυτό σώμα, που τον καταδίκασα,» είχε εκμυστηρευτεί στους γιούς τους. «Θα τον μεταμορφώσω σε κάτι που θα μου κρατά πάντα συντροφιά και θα χαίρεται την αιώνια ζωή του όμορφα.»
Ο Μέμνων αδυνατούσε να φανταστεί καν σε τι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί ο πατέρας του, με τόση πολυλογία, ωσάν ζουζούνι με ακατάπαυστο βόμβο.
Μα μόλις εισήλθε στο πολυτελές, θαυμάσιο δώμα του, λησμόνησε κάθε αρνητική σκέψη και χαμογέλασε στον γέροντα, που καθόταν σε ένα θρονί και μονολογούσε σε έναν υπηρέτη για τις αλλαγές του καιρού, προτού αρχίσει να διηγείται αναλυτικά τις ζωές των Ανέμων, που ήταν όλοι γιοί της συζύγου του. Αντικρίζοντας τον πρωτότοκό του, σταμάτησε για λίγο και του χαμογέλασε ζεστά.
«Μέμνων, παλικάρι μου, έλα να σε δω,» του έκανε νόημα με χέρια ανοιχτά. «Έχει περάσει καιρός από τότε που σε είδα τελευταία φορά, αιώνες μου φαίνονται. Κατάρα, έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου πια. Ας όψεται η μητέρα σου, που έρχεται πάντοτε και ξέρω πότε έρχεται η ώρα της Ανατολής του ηλίου κάθε μέρα.»
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, πατέρα, πάντοτε ακμαίο,» του χαμογέλασε κι εκείνος, προτού καθίσει στο θρονί δίπλα του. «Ήρθα να σε χαιρετήσω, πριν φύγω για νέο πολεμικό ταξίδι. Με κάλεσαν στην Τροία, να συντρέξω στον Πόλεμο με τους Αχαιούς και θα ανταποκριθώ.»
«Στην Τροία;» Συνοφρυώθηκε ο γέροντας κι οι αυλακώσεις του προσώπου γιγαντώθηκαν. «Γιατί να γυρίσεις σε εκείνη τη σκωληκότρυπα, από την οποία η μητέρα σου με λύτρωσε; Από την τυραννίδα του Λαομέδοντα ούτε οι Θεοί δε γλίτωσαν.»
«Πέθανε ο Λαομέδων, εδώ και χρόνια. Ο Πρίαμος, ο αδελφός σου, βασιλεύει τώρα.»
«Ο Ποδάρκης, εννοείς, ο μικρός και μαλθακός,» συνέχισε την αποδοκιμασία ο Τιθωνός. «Αυτός θα παραδώσει την Τροία αμαχητί, στο τέλος. Αφού έχασε όλους τους γιούς του και του έμειναν οι άχρηστοι, ποιά είναι η κληρονομιά του; Δέκα τοίχοι από χρυσό κι άλλοι τόσοι από ασημί; Δεν ευτύχησε αυτός όπως εγώ, να θαυμάζω τους γιούς μου να ακμάζουν και να μεγαλουργούν, τι κι αν είναι μόνο δυο κι όχι πενήντα.»
«Δεν ήρθα να σου ζητήσω νουθεσία, πατέρα. Ανακοίνωση σου κάνω· τα χρόνια που ζητούσα συμβουλές για αποφάσεις έχουν παρέλθει. Την ευλογία σου θέλω μονάχα, όπως κάθε φορά που πηγαίνω στη μάχη.»
Ο Τιθωνός θέλησε να σηκωθεί, για να αγκαλιάσει τον γιγαντόσωμο γιό του· με δυσκολία, γραπώνοντας το κάθισμα με μένος, για να σταθεί σε τρεμάμενα καλάμια, που κανείς δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα σήκωναν το παραπαίον σώμα του. Πονούσε, το δίχως άλλο αλλά επιβίωνε και θα ζούσε αέναα. Ο Μέμνων τον πλησίασε και στήριξε στα στιβαρά του μπράτσα, για να μην γκρεμιστεί και σειστεί σαν χορταράκι στον αγέρα.
«Έχεις την ευχή μου, παλικάρι μου,» του είπε, βαριανασαίνοντας, λαχανιασμένος. «Μονάχα για ένα τρέμω πια· την ώρα που θα γίνω σαν τον Ποδάρκη και θα θάψω τα παιδιά μου. Τότε, η αθανασία μου θα γίνει κατάρα. Όσο σαν καμαρώνω, δε με ενδιαφέρει για εμένα, ακόμη και να συρικνωθώ σε ζωύφιο.»
«Οι ζοφερές σκέψεις δεν ωφελούν, πατέρα,» προσπάθησε να τον γαληνεύσει ο Μέμνων. «Δεν είμαστε αθάνατοι, φυσικά και θα πεθάνουμε κάποτε. Πάψε να σκέφτεσαι τις μαύρες εκείνες ώρες κι αφοσιώσου στο παρόν, που είσαι περήφανος κι ευτυχής. Το αύριο ούτε να το προβλέψουμε μπορούμε ούτε να είμαστε βέβαιοι ότι θα υπάρχουμε, για να το δούμε.»
Τον κοίταξε κατάματα, με τα αιωνόβια μάτια, που έμοιαζαν να διατηρούν αναλλοίωτη τη νεανική λάμψη τους, την πρώτη λάμψη που είχε αντικρίσει ο νεογέννητος Μέμνων.
«Απλά δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσάς, αγόρι μου.»
Δεν του απάντησε· μονάχα κατένευσε ότι τον είχε ακούσει και κατανοήσει και τον αγκάλιασε σφιχτά, για να τον σηκώσει και στριφογυρίσει στον αέρα, όπως συνέβαινε αντίστροφα στην παιδική του ηλικία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Πατέρα,» ψιθύρισε ο Θρασυμήδης στον σεβάσμιο Νέστορα, «φοβάμαι.»
«Μην το ξαναπείς αυτό,» τον επέπληξε με μάτια και φωνή επικριτική ο γέροντας πατέρας και τον χαστούκισε μήπως συνερχόταν. «Δε μένει τίποτα παρά να σώσουμε το σώμα του αδελφού σου ή να πεθάνουμε στην προσπάθεια. Πήγαινε, Θρασυμήδη, ηγήσου και πάψε να φοβάσαι· ειδάλλως, δεν είσαι γιός μου, από την ένδοξη γενιά του Περικλύμενου, που αντιτάχθηκε στον ίδιο τον Ηρακλή! Βιάσου και θυμήσου· η ανάγκη πολλές φορές δίνει δύναμη ακόμη και στους πιο λιπόψυχους!»
«Πάμε, Θρασυμήδη, κάθε στιγμή είναι πολύτιμη!» Έσπευσε δίπλα του ο Φηρέας, ο δεύτερος καλύτερος πολέμαρχος της Πύλου αποδεδειγμένα.
«Σωστά, Φηρέα,» πήρε την οριστική του απόφαση ο δευτερότοκος γιός.
Κι ενόσω ορμούσαν στους Αιθίοπες οι δυο νέοι επικεφαλής με τους Πυλίους στα μετόπισθεν, η Ηώς δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Ο Ήλιος πια επέλαυνε στο στερέωμα με το χρυσό του άρμα μα κι εκείνος είχε πάψει για λίγο, για να παρακολουθήσει την κρίσιμη μάχη, δίπλα στην αδελφή του, που καθόταν σε ένα νέφος κι από το άγχος της, περιφερόταν αδιάκοπα. Η δε Σελήνη, αδρανής κι αυτή, στεκόταν πλάι της, διερωτώμενη πώς θα την ηρεμούσε.
«Το όνομα του γιού μου αποτελεί θρύλο σε όλο τον κόσμο! Οι Αιγύπτιοι του έχουν φτιάξει κολοσσούς, θυσιάζουν σε αυτόν και τώρα κινδυνεύει από μια ομάδα θνητών ανώνυμων!»
«Αδελφή, υπερβάλλεις και παραφέρεσαι,» της είπε στωικά ο Ήλιος. «Είναι δυνατόν να κινδυνεύει ο Μέμνων, όταν οι πραγματικά επικίνδυνοι Αχαιοί δεν τον προκαλούν, αφού πολεμούν μακριά του;»
«Δεν είναι δικός σου γιός, Ήλιε, για αυτό υποκρίνεσαι τον ανώτερο,» γρύλισε εκνευρισμένη η Ηώς. «Έχουν χαθεί στον καταραμένο αυτόν Πόλεμο αναρίθμητοι πανάξιοι άνθρωποι, που, δέκα χρόνια πριν, δε θα φανταζόμασταν καν νεκρούς, σαν τον Ρήσο, τον Έκτορα, την Πανθεσίλεια τον Κύκνο. Τρέμω για το παιδί μου κι όχι άστοχα.»
«Όσο θνητός είναι ο Μέμνων, εξίσου είναι όλα τα πρωτοπαλίκαρα των Δαναών, ακόμη κι ο γιός της Θέτιδας,» ψιθύρισε η Σελήνη. «Ας είμαστε ειλικρινείς, μόνο αθάνατος μπορεί να δαμάσει τον ανιψιό μου, Ηώς και κανείς δε θα τολμήσει. Το ισχυρό αίμα μας δε θα δοκιμαστεί. Όχι από τα ποταπά παιδιά του Κρόνου.»
Ακουγόταν εντελώς βέβαιη κι ήσυχη, καταφέρνοντας κάπως να γαληνέψει τα φρενήρη βήματα της μεγάλης αδελφής.
«Ίσως έχεις δίκιο. Ακόμη κι έτσι, δε θα επιτρέψω να πλησιάσουν καν το παιδί μου.»
Πριν ολοκληρώσει καν τη φράση, άνοιξε τα πανώρια φτερά της και πέταξε κάτω, για να φτάσει στο πεδίο της μάχης και να βρίσκεται όσο πιο κοντά στον Μέμνονα μπορούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Επιτέλους, μια αληθινά ενδιαφέρουσα μάχη. Από τότε που πέθανε ο μέγας Έκτωρ, είχαμε καταβληθεί από πλήξη.»
Το σαρκαστικό σχόλιο του Ποσειδώνα απέσπασε μια εξαιρετικά μοχθηρή ματιά από τον Φοίβο και τον Άρη, οι οποίοι αγωνιούσαν περισσότερο από κάθε άλλον Ολύμπιο εκείνη την ημέρα.
«Είναι η τελευταία μας ευκαιρία,» δήλωσε στους προσφιλείς του Θεούς ο Άρης. «Αν δεν ηττηθούν ούτε σήμερα κατά κράτος οι Αχαιοί, δε θα τους εμποδίσει κανείς πλέον.»
«Ήδη χάθηκε ο Αντίλοχος, σημαντικό πλήγμα,» πρόσθεσε ο Απόλλων, σιμά του. «Αν μπορέσει και σφάξει ακόμη τον Διομήδη και τον Αχιλλέα, θα είναι ιδανική ημέρα. Οι Αργείοι θα τσακιστούν ανεπανόρθωτα.»
«Δεν πρέπει να προεξοφλούμε τίποτα, είναι πάρα πολύ νωρίς. Οι ισχυροί αντίπαλοι δεν έχουν καν συναντηθεί,» θέλησε να τους χαλιναγωγήσει κάπως η Άρτεμις. «Δυστυχώς, εξίσου μεγάλες ελπίδες είχαμε για την ένδοξη Πανθεσίλεια και ναυάγησαν.»
«Επίσης, ούτε μεμψιμοιρία μας αξίζει μα μας την επιβάλλεις,» κάθισε δίπλα στον Άρη η Αφροδίτη, με καθαρή ανία απέναντι στη μετριοπάθεια της Αγραίας Κυνηγού. «Άφησε τον Θεό του Πολέμου να μιλά, που γνωρίζει. Εσύ δεν έχεις ιδέα από αληθινές μάχες.»
«Σίγουρα μεγαλύτερη ιδέα από εσένα,» ψιθύρισε ενοχλημένη η Άρτεμις μα δεν της απάντησε απροκάλυπτα. Ήταν ήδη αρκετά τεταμένη η ατμόσφαιρα στον Όλυμπο, δεν χρειάζονταν και μικροδιενέξεις με ανόητους.
Κι όσο μουρμουρητά και ψίθυροι πάσης φύσεως επικρατούσαν στη δική τους μεριά, για να αντικατασταθούν από αλαλαγμούς για την ανδρεία του Μέμνονα, τόσο σιγή νεκρική βασίλευε στη μεριά των Θεών που στήριζαν τους Δαναούς.
«Ο Αχιλλέας τον αγνοεί, είναι απίστευτο,» είπε κάποια στιγμή η Ήρα. «Δεν αντιλαμβάνεται την πολεμική πρόκληση; Αν σκοτώσει τον Μέμνονα, θα ονομαστεί κι επίσημα, ατράνταχτα ανίκητος. Δε θα υπάρχει θνητός που να μπορεί να τον βλάψει.»
«Δε με εισακούσατε,» μονολογούσε η Αθηνά. «Σας είχα προειδοποιήσει ότι ο στήριξη στον ασταθή, απρόβλεπτο, ανερμάτιστο Αχιλλέα, θα μας κοστίσει και δε λάθεψα, ως συνήθως.»
«Τα πλοία θα καούν, δε θα μείνει ζωντανός κανείς κι ο Αχιλλέας ακόμη θα μάχεται τους Τρώες, επειδή σκότωσαν τον Πάτροκλο,» συμπλήρωσε με την ίδια δυσαρέσκεια η Εστία. «Ανέκαθεν έλεγα ότι οι έρωτες προορίζονται για ανόητους και διαρκώς επαληθεύομαι.»
«Τελικά, η μικρή Ίφις είχε δίκιο,» κατέληξε η Παλλάς. «Εφεξής, οι νεκροί θα είναι οι τυχεροί κι οι ζωντανοί θα υποφέρουν.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ωσάν τους κυνηγούς που θηρεύουν ατέρμονα, με ζήλο κι απίστευτη σφοδρότητα, έτρεχαν προς τον Μέμνονα ο Θρασυμήδης και ο Θηρέας, ενώ έσπευσαν κοντά τους ο Θόας, ο Ευρύπυλος και ο Πολυποίτης, μαζί με τον Λεοντέα. Έξι πανίσχυροι πολεμιστές εναντίον ενός και πάλι, άφοβα δεν πλησίαζε κανείς. Ο γιός της Ηούς, από πλευράς του, δεν αποπειράθηκε καν να τους αποφύγει, παραμένοντας στη θέση του.
«Όπως πέθανε ο Αντίλοχος, έτσι κι όλοι σας θα υποταχθείτε στη δύναμη των Τρώων!» Φώναζε και βροντούσε η γη, με τις ιαχές που μετέφεραν τα αδέλφια του, οι Άνεμοι.
«Μη φοβάστε για τον Μέμνονα! Πάμε γρήγορα να πάρουμε το σώμα του Αντίλοχου!» Κραύγαζε από δεξιά στους Τρώες ο Διήφοβος.
Με το που πλησίασαν, ωστόσο, τους επιτέθηκαν ως βροχή τα βέλη και τα ακόντια των Πυλίων. Ο Θρασυμήδης έλαμπε ως ηγέτης, σκοτώνοντας τον κάθε Αιθίοπα που έκανε την αποκοτιά να συρθεί στον νεκρό αδελφό του. Σιμά του, ο Φηρέας ακόντισε τον Τρώα πολέμαρχο Πολύμνιο και τότε, βρήκε ευκαιρία ο Λαομέδων από την Αιθιοπία να τρέξει στον Αντίλοχο και να του βγάλει την πανοπλία. Ο Θρασυμήδης έπεσε πάνω του με το ξίφος αστραπιαία και του έκοψε τα χέρια και το κεφάλι.
Τότε, ξεσηκώθηκαν οι Αιθίοπες κι όρμησαν στον Θρασυμήδη κατά δεκάδες, αναγκάζοντας τον να οπισθοχωρήσει κι έδωσαν ευκαιρία στον Βασιλιά τους, που πήγε αυτοπροσώπως και γύμνωσε τον Αντίλοχο από τα καταραμένα όπλα του Έκτορα, του Πάτροκλου, του Αχιλλέα.
Όταν ύψωσε ξανά τα μάτια, αντίκρισε το πιο απίθανο θέαμα· ο ίδιος ο γέροντας Νέστωρ, πάνω στο μεγαλοπρεπές άρμα του, είχε σπεύσει να υπερασπιστεί το νεκρό του παιδί, για να γλιτώσει την ταπείνωση. Μάργωσε, συγκινήθηκε· θυμήθηκε τον αιωνόβιο γέροντα στο ανάκτορο του Μεμνόνιου, που δε θα αντίκριζε ποτέ πια, αφού ορκίστηκε να μην επιστρέψει.
«Στάσου, Νέστωρ!» Του φώναξε, τείνοντας ένα χέρι στιβαρό ψηλά. «Δεν μπορώ να σε πολεμήσω, είσαι μεγαλύτερος μου και σεβάσμιος. Θαυμάζω το σθένος και το θάρρος σου, να μαχηθείς, ωστόσο και σε παρακαλώ, μείνε μακριά από τη μάχη, συγκρατήσου, γιατί μπορεί από ανάγκη να σε χτυπήσω και να πέσεις ως άμυαλος, τρελός, που πολεμάς απελπισμένα.»
«Μέμνων, τρελός κι άμυαλος είναι αυτός που πολεμά, για να σώσει το παιδί του; Ο ένας μου γιός σκοτώθηκε κι ο άλλος κινδυνεύει· δε με ενδιαφέρει πια η ζωή μου παρά η σωτηρία τους. Μιλάς ρηχά κι επηρμένα όχι μόνο γιατί δεν μπορείς να γνωρίσεις το δόρυ μου και κι επειδή γεύεσαι νίκη μεγάλη, προς το παρόν. Του νέου ο νους είναι ρηχός, επιπόλαιος, θρασύς κι ανάλαφρος. Ας όψεται, λοιπόν, η αδυναμία των γηρατειών μου.»
Αγέρωχος, ατρόμητος φανερά, υποχώρησε με θλίψη κι άφησε τον Αντίλοχο να κείτεται στο αίμα και στη σκόνη, έρμαιο λάφυρο, πολύτιμο. Βλέποντας τον πατέρα του να φεύγει, ο Θρασυμήδης διέταξε τακτική οπισθοχώρηση και το μέτωπο ενάντια του Μέμνονα κατέρρευσε.
Αυτό που ακολούθησε, δεν το είχαν δει ποτέ ξανά οι Αχαιοί· ο Μέμνων κι οι ξεκούραστοι, αιμοχαρείς Αιθίοπες, έπεσαν στα τάγματα, τα κυνηγούσαν, τα ακόντιζαν και θέριζαν ζωές ως στάχυα. Σε λίγες στιγμές, γέμισε ο κάμπος νεκρούς, πτώματα εκατοντάδες, αίμα έβαψε το χώμα απανταχού, αφού ο γιός της Ηούς είχε δεσμευτεί να μην αφήσει ζωντανό κανέναν κι έμενε πιστός στην υπόσχεση. Το αίμα κόχλαζε ζεστό, ανέβλυζε ατμούς και με το χώμα που αναδευόταν δημιουργούσε την πιο μακάβρια ομίχλη που είχαν αντικρίσει. Ο γίγαντας Μέμνων, σαν στυγερός εκδικητής, σαν τον ίδιο τον αδάμαστο Θάνατο, δε σταματούσε να καταδιώκει, μα σφάζει και να διατάζει όλους τους συμμάχους του να τον μιμηθούν. Οι Δαναοί, πάλι, είτε προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα πλαϊνά μέτωπα άτεγκτα είτε έτρεχαν, να σωθούν.
Στην παράνοια του απέραντου μακελειού, ο Οδυσσέας διάβαινε φρενήρως, ώσπου συνάντησε τον γιό του Τελαμώνα.
«Αία,» έπιασε τα θεόρατα μπράτσα του με επείγουσα διάθεση. «Θυμάσαι τι συζητήσαμε, πριν τη μάχη;» Αφού έλαβε το απαραίτητο νεύμα, συνέχισε. «Ετοιμάσου. Με το σήμα μου, θα προχωρήσεις. Δεν υπάρχει πια άλλη λύση, για να γλιτώσουμε από τον τυφώνα αυτόν.»
«Θα αναμένω,» τον βεβαίωσε. «Ως τότε, θα κρατώ το δυτικό μέτωπο, γιατί οι Τρώες μας πιέζουν επικίνδυνα. Το ηθικό τους, θαρρώ, δεν ήταν ποτέ υψηλότερο.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον Μέμνονα ακολουθούσαν ατέρμονα στο σαρωτικό του αιματοκύλισμα οι πιο τρανοί πολέμαρχοι των Αιθιόπων· ο Ασιάδης, ο Μένεκλος, ο Κλύδων, ο Αλέξιππος και ο Αλκυονέας, που εκπαιδεύονταν για μάχη από παιδιά κι είχαν μεστώσει μαζί με τον Βασιλιά τους σε πάμπολλους πολέμους. Κανένας δεν τους αντιστεκόταν, δεν είχε πιθανότητα καν να τους πλευρίσει· τόξευαν, ακόντιζαν σωρηδόν, θρυμμάτιζαν κεφαλές με ρόπαλα χρυσά, έκοβαν μέλη και διχοτομούσαν σώματα τόσο σφόδρα, που η φάλαγγα του Διήφοβου, η οποία είχε ταχθεί μαζί τους, είχε πάψει να πολεμά κι απλά, τους κοιτούσαν, θαύμαζαν κι ευχαριστούσαν τους Θεούς που τους ονόμαζαν συμμάχους κι όχι εχθρούς. Δεν είχαν θέσει οφθαλμούς ποτέ άλλοτε σε τόσο θανάσιμους κι ακούραστους μαχητές.
Όταν, άξαφνα, έπεσε νεκρός ο Μένεκλος, ως κι ο Μέμνων αιφνιδιάστηκε. Συνειδητοποιώντας ότι τον είχε ακοντίσει με άψογο σημάδι ο ίδιος ο Νέστωρ, εξαγριώθηκαν αλλά το αίμα είχε χυθεί κι αρκούσε, για να αναπτερώνουν στοιχειωδώς οι τσακισμένοι Αργείοι.
«Ανασυντασσόμαστε και προτάσσουμε τις ασπίδες μας, συντονισμένα!» Πρόσταξε ο Θρασυμήδης, με τον Θόαντα, τον Πολυποίτη, τον Ευρύπυλο να τον μιμούνται.
Είχαν σπεύσει στο πλάι τους και οι Κρήτες, με τον Ιδομενέα και τον Μηριόνη επικεφαλής πάντα, που βγήκαν μπροστά και με ιαχές τρομερές και τους διπλούς τους πέλεκεις, έμοιαζαν με τέρατα του Κάτω Κόσμου ή τους Κήρες του Άρη.
Και τότε, όπως ο Μέμνων προέλαυνε προς τα πλοία και διέταζε για δαυλούς να ετοιμάζονται ήδη, ο Οδυσσέας έκραξε.
«Τώρα!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σουρούπωνε· το ανάκτορο του Μεμνόνιου βρισκόταν στην πιο γαλήνια ώρα του, χωρίς σχεδόν κανέναν ήχο να διακόπτει την αρμονική σιγή. Ο Μέμνων επέστρεφε νωχελικά από το δώμα του πατέρα του, ήδη αδημονώντας να γυρίσει από την Τροία και να του διηγηθεί τα κατορθώματά του, τις ιστορίες που θα είχε μάθει από τους συγγενείς τους, να τον μεταφέρει για λίγο πίσω στη γενέτειρα, που τον είχε τόσο πληγώσει μήπως απάλυνε ο πόνος της θύμησης.
Περνώντας από τη θύρα του αδελφού του, εντυπωσιάστηκε που άκουσε φωνές· ανέμενε να κοιμόταν, για να συγκέντρωνε αντοχές για το βραδινό συμπόσιο. Ωστόσο, όχι μονάχα ήταν ξυπνητός μα ακουγόταν και θορυβημένος, αν όχι εκνευρισμένος.
«Αυτό που σκέφτεσαι, ξέχασε το. Ο Μέμνων δε θα το δεχτεί ποτέ.»
«Μου λες πως είναι αποφασισμένος πια. Μονάχα έτσι θα μπορέσω να τον προστατεύσω πραγματικά.»
Η θεσπέσια φωνή της μητέρας τους. Συζητούσαν για εκείνον. Σιχαινόταν να κρυφακούει μα το ένστικτό του μούγκριζε πως επρόκειτο για φοβερά σοβαρό ζήτημα, δεδομένης και της όχλησης του Ημαθίονα.
«Μητέρα, ήδη σου έχει συγχωρήσει πολλές αστοχίες ο Μέμνων και νιώθω ότι ως αστοχία θα λάβει κι αυτό.»
«Έχω λάβει την απόφασή μου και θα ζητήσω ακρόαση από τον Δία. Ο γιός μου δε θα κινδυνεύσει στην Τροία. Είτε θα του δωρίσει την αθανασία που του αρμόζει είτε θα τον απειλήσω ανοιχτά.»
«Μήπως να φανείς πιο προσεκτική;»
«Τελεσίδικα· είτε θα σώσει το παιδί μου είτε θα ξεσηκώσω όλους τους ελεύθερους Τιτάνες και δεν είμαστε διόλου λίγοι.»
Πριν καν ελέγξει τον εαυτό του, βρέθηκε να ανοίγει διάπλατα την πόρτα και να οδεύει στη Θεά με ασυγκράτητη οργή.
«Σου το έχω απαγορεύσει άπειρες φορές, μητέρα. Δεν επιθυμώ να γίνω αθάνατος. Ούτε τη σκληρότητα του κόσμου θα αντέξω ούτε το αέναο γήρας, το μαρτύριο που βιώνει ο πατέρας.»
«Μέμνων, άκουσε με-»
«Υποβάλλοντας με στο ίδιο βασανιστήριο που υπέβαλες τον πατέρα, σημαίνει ότι δε σέβεσαι την επιλογή μου, θέτεις τη δική σου, εγωιστική ευτυχία πάνω από τη δική μου. Αν αυτή η αναλγησία κι αδιαφορία αποτελούν γνώρισμα των αθανάτων, τους αποστρέφομαι κι απεχθάνομαι!»
«Είναι τόσο ανήθικο να επιθυμώ να μη σε χάσω, γιέ μου;»
«Ανήθικη είναι η αλαζονική σου στάση, που απαιτείς να σε υπακούω τυφλά ακόμη, σαν να είμαι νεανίας! Σε οικτίρω και δεν επιθυμώ να σε αντικρίσω ξανά.»
Πήρε μια ανάσα, προσπαθώντας να επαναφέρει την όραση του που είχε θολώσει επικίνδυνα. Δεν την κοίταξε πάλι· στράφηκε στον Ημαθίονα.
«Δε θα επιστρέψω στην Αιθιοπία, αδελφέ μου. Τελειώνοντας το καθήκον μου στο Ίλιον, θα φύγω, για να μην μπορέσει να με βρει ποτέ η Ηώς και να κατανοήσει, επιτέλους, ότι τα σφάλματα έχουν συνέπειες και κόστος. Ανάλαβε τον θρόνο, μεγάλωσε τον μικρό Τιθωνό, για να γίνει Βασιλιάς και θα μαθαίνω με υπερηφάνεια τα λαμπρά σας νέα.»
Έκτοτε, όσες φορές κι αν εμφανιζόταν η Ηώς ικετεύοντας για ένα βλέμμα, για όσο χρειάστηκε να συγκεντρωθεί ο στρατός και να αναχωρήσει, ουδέ την κοίταζε μηδέ τις μιλούσε. Ο Μέμνων ζούσε ακλόνητα για την τιμή και το ήθος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Ω Μέμνων, δειλέ, γιατί φοβάσαι να με πλησιάσεις και να αντιμετωπίσεις επιτέλους κάποιον αντάξιό σου; Έτσι, με κυνήγια λαγών, ο πας εις δύναται να υποκρίνεται τον παντοδύναμο!»
Ο γιός του Τελαμώνα βροντοφώναζε κι υπερέβαινε όπλων κλαγγές και πολέμου ιαχές. Πανεύκολα, τον αντιλήφθηκε ο ημίθεος Βασιλιάς. Στη θέα του, μειδίασε.
«Εσύ πρέπει να είσαι ο Μεγάλος Αίας, που λένε ότι σε ευλόγησε ο Ηρακλής κι ο πατέρας σου νυμφεύθηκε τη θεία μου. Η ασπίδα σου ομοιάζει με πύργο κι αδημονώ να τη συνθλίψω, όπως και το κεφάλι σου.»
Ο Αίας ένιωσε τα σωθικά του να σφίγγονται. Στον νου, εικόνες της μοναδικής Τέκμησσας και των παιδιών του, έφεραν κόμπους στον λαιμό. Τι κι αν φοβόταν, δε θα του έδινε την τέρψη να το φανερώσει.
«Η προσπάθεια ανήκει σε όλους μα η επιτυχία μόνο σε εμένα. Θα πετάξω το κεφάλι σου στα σκυλιά και τα όπλα που σου έφτιαξε ο Ήφαιστος θα είναι δώρο στον γιό μου!»
Συγκρούστηκαν πρώτα με τις ασπίδες, απελευθερώνοντας ωστικό κύμα, που έγινε αισθητό σε ολάκερο το πεδίο της μάχης, προτού ξεκινήσουν σώμα με σώμα μονομαχία, με τα τεράστια ξίφη.
Όσο οι Αχαιοί τριγύρω συντάσσονταν, να παρακολουθήσουν τη μονομαχία, ο Νέστωρ έφυγε με το άρμα, για να βρει τον Αχιλλέα, τον όποιον θεωρούσε ύστατη ελπίδα πριν τον αφανισμό.
Στην πλευρά που πολεμούσε ο γιός της Θέτιδας, επικρατούσε η αντίθετη κατάσταση· οι Μυρμιδόνες προέλαυναν, θερίζοντας δεκάδες ψυχές Τρώων και Δαρδάνων στο πέρασμά τους, ενώ κανένας πολέμαρχος δε φαινόταν ζωντανός. Διόλου δε δυσκολεύτηκε να φτάσει δίπλα στον θυελλώδη ημίθεο ο γέροντας.
«Αχιλλέα, προπύργιο των τρανοδύναμων Αργείων από τη γενιά του Αιακού, έλα να σώσεις το σώμα του παιδιού μου! Ο Μέμνων σκότωσε τον Αντίλοχο και κινδυνεύει να διαλύσει λαό και πλοία μαζί!»
«Τι λες, σεβαστέ Νέστωρ;»
Τα λόγια του πρεσβυτέρου έμοιαζαν να συντριβούν έναν τοίχο άγνοιας στον νου του Πηλείδη, να εξατμίζουν ένα νέφος που του έκρυβε τη θεά. Αισθάνθηκε ότι δεν είχε ακούσει, δεν είχε δει, δεν είχε αντιληφθεί ίχνος από την καταστροφή που συνέβαινε παραπέρα και δεν το πίστευε. Μούδιασε για λίγο και πάγωσε ολόκληρος, ψυχή και σώμα. Αμέσως μετά, τον χτύπησε η άγρια συνειδητοποίηση του θανάτου του Αντίλοχου. Ο φίλος του, ο συνομήλικός του, εκείνο το αγόρι που ένιωθε ότι έπρεπε να προστατεύει, διότι του έμοιαζε αθωότερος όλων, τι κι αν όλοι οι άλλοι διαφωνούσαν, εκείνος που είχε γίνει ο καλύτερος του φίλος μετά τον θάνατο του Πάτροκλου και τη ρήξη με τον Οδυσσέα, είχε χαθεί και δεν το είχε δει καν.
Οι αισθήσεις του νεκρωθήκαν. Με μοναδική ενεργή την όραση, έστρεψε το βλέμμα εκεί που του έδειχνε ο γιός του Νηλέα. Χάος· μονάχα έτσι μπορούσε να περιγραφεί η τραγική, αιματηρή, βάναυση εικόνα που άφηνε στον διάβα του ο Μέμνων. Αίμα, μέλη σκόρπια, σώματα κατακρεουργημένα, ένας ορυμαγδός κραυγών κι επιθανάτιων ρόγχων, ένα πλήθος ατελείωτο Αχαιών που υπέφεραν, πέθαιναν, με τον Οδυσσέα να συντονίζει τις μεταφορές τραυματιών και κάπου, στο βάθος, τον γίγαντα Αίαντα να μάχεται ηρωικά τον γίγαντα Μέμνονα.
Εκείνο ήταν αληθινά ένα θέαμα απίστευτο, μοναδικά λαμπρό, έξοχο και παράδοξο συνάμα. Η μονομαχία του Τελαμώνιου με τον Έκτορα εμπρός της ωχριούσε, αφού τότε, ένας λέων πολεμούσε έναν πάνθηρα και πλέον, δυο ίδιοι λέοντες προσπαθούσαν να ξεσκίσουν ο ένας τον άλλον. Το πιο εντυπωσιακό, ωστόσο, ήταν ότι ο Αίας υποχωρούσε τακτικά και στρατηγικά προς τα πλοία.
Το απότοκο της αντάξιας θρύλων μονομαχίας παρέμεινε μυστήριο για πάντα, μιας κι ο Πηλείδης εισήλθε ενεργά στο μέτωπο. Εξαπέλυσε πρώτα μια πολεμική κραυγή, έναν θηριώδη αλαλαγμό, για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Στη θεά του και μόνο, το τρωικό τάγμα του Διήφοβου διαλύθηκε κι έμειναν μόνο οι Αιθίοπες στοιχισμένοι.
«Φύγε, εξάδελφε, άφησε να αποτελειώσω εγώ τον φονιά του Αντίλοχου!»
«Είναι η ευκαιρία μας να πάρουμε τώρα το σώμα,» έσπευσε στους Ατρείδες ο Οδυσσέας. «Όσο ασχολούνται οι Αιθίοπες με τον Αχιλλέα και τους Μυρμιδόνες, προτού ανασυνταχθούν οι Τρώες, να ορμήσουμε, να πάρουμε τον Αντίλοχο.»
«Ορθώς, γιέ του Λαέρτη,» συμφώνησε ο Μενέλαος. «Μείνε στη μεριά μας με τους Μυκηναίους, Αγαμέμνων κι εγώ θα φέρω τον πρίγκιπα της Πύλου.»
Ο ίδιος ο νεότερος Ατρείδης συγκέντρωσε μια ομάδα εφτά Σπαρτιατών, τους καλύτερους πολέμαρχους του, που εμπιστευόταν και τη ζωή του, για να εκπληρώσει την ιερή διάσωση.
«Τελείωσε η επέλαση κι η σφαγή σου, Μέμνων!» Αντηχούσε βροντερή η φωνή του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης ολούθε. «Τώρα, θα πληρώσεις με τη ζωή και την τιμή σου όχι μόνο για τον γιό του Νέστορα που σκότωσες μα και για όλους τους Δαναούς που κατέσφαξες ανελέητα!»
Δε χρειάστηκε καμία μαντεψιά, για να αναγνωρίσει τον εξίσου ημίθεο με εκείνον ο Μέμνων. Παράτησε εντελώς τον Αίαντα, ο οποίος έπιασε με την άκρη του ματιού τον Οδυσσέα να του κάνει χίλια παλαβά νοήματα κι έτρεξε κοντά του. Ο δε Μέμνων πέταξε πρακτικά, να αντιμετωπίσει τον αυθάδη πρίγκιπα που είχε σκοτώσει τον ξάδελφό του.
«Μην πλησιάσεις ξανά τον Αιθίοπα, γιατί δε θα σου χαριστεί, θα σε λιώσει. Ας τον αναλάβει τώρα ο Αχιλλέας,» τον νουθέτησε ο Άναξ της Ιθάκης, σαν τον έφτασε. «Πάμε να βρούμε τον Διομήδη και τον άλλον Αίαντα, να είμαστε έτοιμοι, σε περίπτωση που ο Αχιλλέας πέσει.»
Στο ανοιχτό πεδίο, ο Μέμνων υποδέχτηκε τον Αχιλλέα με τη ρίψη μιας πέτρας, που κάθε θνητός θα ονόμαζε βράχο. Ο Βασιλιάς τη σήκωσε με θαυμαστή ευκολία και την πέταξε στον πρίγκιπα της Φθίας, ο οποίος την απέφυγε την ύστατη στιγμή. Απαντώντας, σήκωσε το δόρυ του Πηλέα και το πέταξε προς το μέρος του, καταφέρνοντας το πρώτο χτύπημα στον ώμο. Οι Αιθίοπες έχασαν την ανάσα τους, μέχρι να βεβαιωθούν ότι ο Βασιλιάς τους δεν είχε πτοηθεί καν.
Πράγματι, ο Μέμνων φάνηκε να μην ενδιαφέρεται για το τραύμα κι ως αντίποινα, πέταξε το δικό του, μακρόισκιο δόρυ και κατόρθωσε αυτό που κανείς πριν από αυτόν δεν είχε καν φανταστεί· τραυμάτισε τον Αχιλλέα. Στον ώμο τον βρήκε κι αυτόν το δόρυ μα με μεγαλύτερη σφοδρότητα και προκάλεσε πληγή βαθύτερη.
Οι Μυρμιδόνες πάγωσαν, μαζί κι όλοι οι Αχαιοί που παρακολουθούσαν. Οι Τρώες κι οι Αιθίοπες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
«Δε θα γλιτώσεις, Αχιλλέα, γιέ της Θέτιδας! Μονάχα νεκρός θα φύγεις από τα χέρια μου!» Φώναζε υπερήφανα ο Μέμνων, ήδη ευτυχής, που τον δάμαζε. «Επιτέλους, θα λογοδοτήσεις για όλους τους Τρώες, τους Δάρδανους, τους αμέτρητους άνδρες που φόνευσες μα και τους γιούς του Πριάμου, τους ομοαιματούς μου! Καμαρώνεις και θαρρείς πως είσαι ανώτερος όλων, επειδή είσαι γιός μιας Νηρηίδας; Εμένα μητέρα μου είναι η ίδια η Ηώς, αδέλφια μου οι Άνεμοι και με ανέθρεψαν οι Εσπερίδες στον Κήπο τους! Η μητέρα μου φωτίζει την πλάση, σκορπά λάμψη και ζωή σε θνητούς κι αθάνατους, από αυτήν εκτελούνται όλα τα θεία έργα, ενώ η δική σου διαμένει στα ατρύγητα έγκατα της θάλασσας, ανάμεσα σε κήτη κι άπραγη, νωθρή καμώνεται την πανίσχυρη, με το καύχημα και την έπαρση του Νηρέα! Τέτοιες θεότητες δε λογίζονται ούτε καν ίσες με τις Θεές του Ολύμπου και τις Τιτανίδες!»
Βράζοντας από θυμό και προσβεβλημένος πολλαπλά, του αποκρίθηκε ο Πηλείδης, ενώ κινούνταν αρμονικά σε κύκλο, αναζητώντας ο ένας το αδύναμο σημείο στην πανοπλία του άλλου· εγχείρημα δύσκολο, μιας κι αμφότερες οι πανοπλίες αποτελούσαν αριστουργήματα του Ηφαίστου.
«Μέμνων, πόσο ανόητα ξεσηκώθηκες να με αντιμετωπίσεις. Σε όλα σε υπερβαίνω, όπως και στη γενιά, μιας κι ο πατέρας μου είναι εγγονός του Δία κι η μητέρα μου κόρη του μέγα Νηρέα. Τις Νηρηίδες όλες τιμούν κι αγαπούν οι Θεοί στον Όλυμπο κι εξέχουσα τη μητέρα μου, που ανέθρεψε τον Ήφαιστο κι έσωσε τον Διόνυσο από την οργή του Λυκούργου και τον ίδιο τον Δία από εκθρόνιση! Θα καταλάβεις πτηνό ανωτερότητα της πολύ καλά, σαν σου τρυπήσω το συκώτι με το δόρυ μου. Όπως σκότωσα τον Έκτορα, για να εκδικηθώ τον Πάτροκλο, έτσι θα στείλω στον Άδη κι εσένα για τον Αντίλοχο, τον καρδιακό μου φίλο. Τέρμα, όμως, τα λόγια για μητέρες και γενιές, δεν είμαστε παιδιά. Θα μιλήσουν τα όπλα μας εφεξής!»
Ελευθέρωσε το ξίφος του κι ο Μέμνων τον μιμήθηκε άφοβα, ενώ οι ώμοι τους αιμορραγούσαν απροκάλυπτα και λέρωναν τους χρυσούς θώρακες. Συναντήθηκαν τάχιστα κι άρχισαν μονομαχία τρομερή, χτυπώντας διαρκώς τις υπέροχες ασπίδες, τα θεϊκά μεγαλουργήματα και τα σπαθιά δεν έπαυαν στιγμή να λικνίζονται και να διψούν για αίμα. Οι δε περικεφαλαίες, όποτε πλησίαζαν επικίνδυνα, ενώνονταν με κρότους, σαν να αγκαλιάζονταν, σαν να έλκονταν τα έργα του Ηφαίστου με την πιο μακάβρια τάση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Επιτέλους, ο Αχιλλέας θα πέσει και θα επιβληθεί ειρήνη ανάμεσα σε Δαναούς και Τρώες,» σχολίασε εύθυμα η Άρτεμις.
«Θα φύγουν με την ουρά στα σκέλια από την Τροία, για να θριαμβεύσει το Ίλιον!» Φώναξε ο Άρης.
Προτού προλάβουν να τους απαντήσουν οι υποστηρικτές των Αργείων, φάνηκαν ταυτόχρονα δίπλα στον Δία η Θέτις και η Ηώς, με αδιαφιλονίκητη αίσθηση δικαίου. Εξαρχής, μιλούσαν ανυπόφορα δυνατά, ασταμάτητα και ταυτόχρονα, ώστε ήταν αδύνατον να γίνουν αντιληπτές.
«Σιωπή!» Πρόσταξε ο Ζεύς κι εισακούσθηκε αμέσως. «Αδυνατώ να σας κατανοήσω. Μίλησε πρώτη εσύ, Θέτις.»
Μολονότι έλαβε μια αιχμηρή ματιά από την Ήρα, δε νοιάστηκε ούτε εκείνος ούτε η Νηρηίδα που αγωνιούσε.
«Δία, γνωρίζω ότι ο γιός μου θα πεθάνει στον Πόλεμο, είναι γραμμένο κι αποφασισμένο αναπόδραστα. Παρόλα αυτά, δε γίνεται να επιτρέψω να τον σκοτώσει ο γιός της Ηούς, αυτός ο Βασιλιάς της υπεροψίας, που καυχιέται πιότερο για τη μητέρα του παρά για τον εαυτό του-»
«Μην τολμήσεις να αναφέρεις ξανά το όνομα του παιδιού μου, γιατί το αμαυρώνεις!» Της αντιμίλησε εκρηκτικά η Ηώς.
«Ο γιός μου, ο ευλογημένος από τη Στύγα, δεν μπορεί να υποταχθεί από έναν απλά τυχερό, τιποτένιο, που χαίρει εύνοιας κι αδυναμίας της μητέρας του!»
«Ωστόσο, του αξίζει να πεθάνει, διότι φόνευσε τον Θερσίτη εν ψυχρώ και δεν έχει εξαγνιστεί. Ο Μέμνων είναι καθαρός, αγνός, απόλυτα έντιμος κι αξιοπρεπής στα μάτια θνητών και Θεών,» επισήμανε ο Άρης, που λαχταρούσε τον θρίαμβο του Μέμνονα.
«Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο, Θέτις;» Ρώτησε τυπικά ο Δίας και, λαμβάνοντας νεύμα άρνησης, έδωσε τον λόγο στην Ηώ.
«Δία, εξάδελφε, δεν ξέρω αν πέρασε ποτέ από τη γη άνδρας δυνατότερος από τον γιό μου ή καλύτερος πολεμιστής μα σίγουρα εντιμότερος κι ηθικότερος δεν υπήρξε. Ο Μέμνων δεν έχει ποτέ του χρησιμοποιήσει δόλο, ψεύδος, απάτη, δεν έχει εκμεταλλευτεί άνθρωπο ή ζώο, δεν έχει κακομεταχειριστεί, δεν έχει υβρίσει, δεν έχει αδικήσει ποτέ κανέναν. Τα ηρωικά του κατορθώματα σε όλον τον κόσμο, οι Κολοσσοί του στην Αίγυπτο, δεν είναι παρά ίχνη της δόξας που του αρμόζει απολύτως. Όπως ο δικός σου τέλειος γιός, Δία, ο Ηρακλής, έγινε αθάνατος, αιτούμαι κι εγώ το ίδιο· να αποκτήσει την αθανασία ο Μέμνων, που αξίζει δικαιωματικά.»
Οι Θεοί που υποστήριζαν τους Αχαιούς, πλην της Αθηνάς που προβληματίστηκε έντονα, αναλύθηκαν σε ατέρμονες φωνές διαμαρτυρίας, μην πιστεύοντας ότι είχε αιτηθεί κάτι τόσο σοβαρό η Ηώς.
«Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο πάλι, Ηώς,» αποκρίθηκε διπλωματικά, ήρεμα ο Ζεύς. «Ήδη μια φορά σου δόθηκε αυτή η χάρη, με τον σύζυγό σου, τον Τιθωνό.»
«Δε θα έπρεπε καν να το αναφέρεις αυτό, γιατί με εξαπάτησες! Λυμαινόμενος το γεγονός ότι δε σου ζήτησα ακριβώς και νεότητα, έκανες τον άνδρα μου να υποφέρει παρά να απολαμβάνει την αθανασία του! Αυτή τη φορά, θα λάβω αυτό που θέλω, όπως το θέλω!» Δε δίστασε να τον ψέξει ευθέως η Τιτανίδα.
«Η αλαζονεία σου δε γνωρίζει όρια,» ήρθε και στάθηκε δίπλα στον συμβίο της η Ήρα. «Πρόσεξε τα λόγια σου, μπροστά στον Άνακτα των πάντων. Απαιτείς παράλογα πράγματα, Ηώς, δε γίνεται να χαρίζεται συνέχεια η αθανασία, όπως σκορπάς εσύ την πρωινή δροσιά.»
«Ίσως δε θα έπρεπε να είμαστε τόσο αρνητικοί κι αδιάλλακτοι,» επενέβη η Αθηνά, με εντελή ψυχραιμία. «Η Ηώς δεν αποτελεί ουδέ δευτερεύουσα Θεά μηδέ έχει προκαλέσει ποτέ αμφιβολίες για την αφοσίωση ή την άψογη εργασία της. Οι γιοί της, οι Άνεμοι, δεσπόζουν τον Κόσμο. Δεν ακούγεται τόσο εξωφρενικό να δοθεί αθανασία στον αγαπημένο της γιό, που μας τιμά και μας σέβεται όλους. Εξάλλου, αθανασία έχει δωριστεί για πολύ πιο ασήμαντους λόγους, όπως στην περίπτωση της Ψυχής ή του Γανυμήδη. Δε βρίσκω τον λόγο να δυσαρεστήσουμε τους Τιτάνες που φυλούν το στερέωμα του Ουρανού, πατέρα.»
«Ορθώς μιλάει η κόρη σου, Δία,» έδραμε να την υποστηρίξει η ίδια η Θέμις. «Όσο υπερφίαλος και μοχθηρός στάθηκε ο Υπερίων, τόσο πιστά κι αφοσιωμένα αποδείχτηκαν και τα τρία, πανίσχυρα παιδιά του. Εμείς, οι ελεύθεροι Τιτάνες, αναμένουμε πάντοτε να θυμούνται οι Θεοί την απέραντη στήριξη που έλαβαν και λαμβάνουν από εμάς.»
«Η αθανασία του Μέμνονα αποτελεί δευτερεύον ζήτημα, αυτήν τη στιγμή,» απάντησε, εν τέλει, ο Ζεύς, φανερά προβληματισμένος. «Κυρίως, οφείλουμε να αποφασίσουμε την έκβαση της μονομαχίας κι αυτό δεν άπτεται στη δικαιοδοσία μου μα στων Μοιρών τα χέρια. Όπως και με τον Έκτορα, θα επικαλεστώ τον ζυγό.»
Με ένα νεύμα του, εμφανίστηκε ο βαρύς, ολόχρυσος ζυγός, φαινομενικά από το πουθενά και τοποθετήθηκε εμπρός του. Στη μια μεριά, έθεσε το χέρι της η Θέτις και στην άλλη η Ηώς, αφήνοντας αποτύπωμα αίματος και τραβήχτηκαν ταυτόχρονα, για να γείρει το Πεπρωμένο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν πρόλαβαν. Μολονότι προσπάθησαν, δεν κατάφεραν να φτάσουν τον νεκρό Αντίλοχο ανεμπόδιστοι. Ταυτόχρονα, επιτίθονταν εκ νέου οι Τρώες, με αρχηγό τον Διήφοβο, μαζί με τους Αιθίοπες, για να τον πάρουν εκείνοι. Ο Μενέλαος, ο Διομήδης, οι δυο Αίαντες, ο Θόας, ο Ευρύπυλος κι ο Οδυσσέας έπρεπε να πολεμήσουν άγρια.
Άναψε νέα μάχη, τόσο εκκωφαντική κι απάνθρωπη, που σχεδόν κανείς πια παρά οι Μυρμιδόνες κι οι διαλεχτοί πολέμαρχοι του Μέμνονα, για να παρακολουθούν τη μονομαχία των δυο ημίθεων θρύλων. Ο γιός της Ηούς έφερε πια τέσσερα ακόμη τραύματα· στο πηγούνι, στο δεξί μπράτσο και στους δυο μηρούς, όπου τυχερά ακόντια τον είχαν πετύχει. Ο γιός της Θέτιδας, πάλι, είχε ένα μάγουλο σκισμένο, μια ωλένη τρυπημένη και το αριστερό του μπράτσο αιμορραγούσε αδιάκοπα. Κανένας δε φαινόταν υπερτερεί, καθώς τα δόρατα δεν έπαθαν στιγμή να γυροφέρνουν και να καταδιώξουν σάρκα κι αίμα· είτε ορμούσαν στις πανέμορφες ασπίδες είτε στα κράνη είτε μελετούσαν αδύναμα σημεία στα πόδια.
Ο Όλεθρος, ο Μόρος, η Έρις και η Ενυώ συμποσίαζαν στο αίμα, στον κονιορτό, στον ατελείωτο θάνατο που συντελούταν κι όμοιο του είχαν να δουν από όταν ζούσαν ο Σαρπηδών κι ο Έκτωρ. Έτρεμε η γη, αντιλαλούσε στον αιθέρα βοή απίστευτη, ενώ ο Πρίαμος κι η Γερουσία παρατηρούσαν από τα τείχη κι οι Θεοί από τον Όλυμπο. Μα, για τους τρανούς ημίθεους, είχαν στηθεί δυο χωριστά στρατόπεδα· βόρεια σε νέφος καθόταν η Θέτις με τις αδελφές της, τις υπέροχες κόρες του Νηρέα και νότια η Ηώς, με τη Σελήνη και τις δώδεκα Ηλιάδες, τις κόρες του Ήλιου, εκείνες που σε κύκλο σηματοδοτούσαν τους μήνες και το ετήσιο ταξίδι της Γης στον Κόσμο.
Ο ζυγός έγειρε, βαρύς και σκοτεινός, υπέρ του Μέμνονα. Στη θέα του, πριν προλάβει κανείς να μιλήσει, η Ηώς κατέρρευσε. Η Θέτις, όμως, ανακουφίστηκε, το μέτωπο της γαλήνεψε, τα δάκρυα στέρεψαν για λίγο.
Ο Μέγας Ζεύς, τότε, ύψωσε τα χέρια κι έκλεισε τα μάτια, ωσάν να σκεφτόταν βαθιά. Όταν τα άνοιξε, εμφανίστηκαν εμπρός του οι οχτώ Άνεμοι, οι οχτώ αρχέγονοι, άναρχοι κι αυθύπαρκτοι γιοί της Ηούς και του Τιτάνα Αστραίου. Ο Βορέας, ο βόρειος· ο Καικίας, ο βορειοανατολικός· ο Απηλιώτης, ο ανατολικός· ο Εύρος, ο νοτιοανατολικός, ο Νότος, ο νότιος· ο Λιψ, ο νοτιοδυτικός· ο Σκίρων, ο βορειοδυτικός και ο Ζέφυρος, ο δυτικός. Ταυτόχρονα, σαν ένα σώμα, πιο Θεοί έκλιναν το γόνυ και υποκλίθηκαν ευσεβώς στον Πατέρα Θεών κι Ανθρώπων.
«Ακούστε με, Άνεμοι, της πλάσης Άρχοντες και του ορίζοντα κυρίαρχοι,» τους απευθύνθηκε με το πιο μεγαλειώδες του ύφος και βλέμμα. «Σήμερα, ο αδελφός σας, ο Μέμνων, θα σκοτωθεί από τον Αχιλλέα· έτσι έκριναν οι Μοίρες. Ωστόσο, η μητέρα σας μου αιτήθηκε την αθανασία του και δύναμαι να την παραχωρήσω, χωρίς να προκαλέσω την ταραχή της Τάξης και του Κράτους. Ο Μέμνων θα σκοτωθεί μα ποτέ δε θα αντικρίσει τον ζόφο του Κάτω Κόσμου. Ιδού, λοιπόν, τι θα γίνει.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Μέμνων αριθμούσε δέκα πληγές· όλο του το σώμα αιμορραγούσε. Ο Αχιλλέας, καθότι γρηγορότερος, βρισκόταν σε ελάχιστα καλύτερη κατάσταση. Όταν κουράζονταν με τα ξίφη, πετούσαν ο ένας στον άλλον πέτρες, για να ανακτήσουν τα ξίφη αργότερα κι έτσι, επί ώρες μάχονταν, φαινομενικά ατέλειωτες, ποτίζοντας την πολυστέναχτη γη της Τρωάδας αίμα κι ιδρώτα. Όταν, εξαντλημένα κι αυτά, τα σπαθιά στράβωσαν πάνω στις ασπίδες, ελευθέρωσαν εγχειρίδια και με αυτά πολεμούσαν πια, σε απόσταση αναπνοής, με τον Θάνατο πια να παραμονεύει ως ζοφερός θεριστής.
Τότε, ο Μέμνων έκανε το ολέθριο λάθος· μετακίνησε την ασπίδα περισσότερο από όσο έπρεπε, αφήνοντας λίγο το στέρνο του ακάλυπτο. Άδραξε την ευκαιρία ο Αχιλλέας και βύθισε το εγχειρίδιο εκεί, στο διάφραγμα, όπου τελείωναν οι πνεύμονες. Έστριψε το όπλο, το βύθισε κι άλλο, ώστε το χέρι του γέμισε σάρκα κι αίμα, για να διαπεράσει το σώμα η λεπίδα. Ο Μέμνων γκρεμίστηκε· έπεσε στα γόνατα κι αισθάνθηκε τα μέλη του μάνα νεκρώνονται βασανιστικά.
«Ο Μέμνων έπεσε!» Σύριξε ο Πάρις κι οι Τρώες έσπευσαν να τον προστατεύσουν.
«Δε θα μας πάρουν τον νεκρό! Αν πάρουν αυτόν, θα πάρουν και τον Αντίλοχο, εμποδίσετε τους!» Διέταξε ευθύς ο Μενέλαος, ακολουθούμενος από τους Αχαιούς Στρατηγούς κι Άνακτες σύσσωμους.
«Πάρτε τα όπλα κι αφήστε μου το σώμα,» πρόσταξε τους Μυρμιδόνες ο Πηλείδης. «Εγώ θα αναλάβω να διώξω τους Τρώες.»
Επιτέθηκε και σκόρπισε με τη μανία του Τρώες κι Αιθίοπες ολούθε, ώστε ο γιός της Ηούς έμεινε ολομόναχος, να αργοσβήνει και να νιώθει ήδη εκτός του σώματός του, σαν να μη γύμνωναν τον ίδιο μα κάποιον άλλον, σαν να μη χανόταν η ρώμη και το κλέος του κάθε βασανιστική στιγμή. Ανέμενε να πεθάνει απόλυτα μουδιασμένος, με το βλέμμα στον γαλανό ουρανό του απογεύματος. Αντίκρισε τον Αντίλοχο που είχε σκοτώσει· κοίταξε καλύτερα μήπως ονειρευόταν· ανοιγόκλεισε τα μάτια, γιατί νόμιζε ότι μάτωναν, όπως το στόμα του. Δεν ήταν ο Αντίλοχος μα μάλλον κάποιος νεότερος, ο αδελφός του, που είχε δει να παλεύει να τον σώσει.
«Εσύ,» του μίλησε με απερίγραπτη δυσκολία μα επίμονα. «Τα όπλα του αδελφού σου είναι στο άρμα μου, λίγο πιο πέρα. Πήγαινε να τα ανακτήσεις, όπως πρέπει.»
Ο Θρασυμήδης στιγμιαία πάγωσε, μην πιστεύοντας την παράδοξα σοφή σκέψη του άνδρα εκείνου. Αμέσως, αφού συνήλθε, με πόδια φτερωμένα έτρεξε, για να φέρει πίσω τα όπλα του Αχιλλέα.
Ύστερα, ο Μέμνων δεν αναγνώρισε άλλο πρόσωπο. Θόλωσε τρομερά η όρασή του, έβλεπε σκιές, κόκκινες κηλίδες μέσα στον ουρανό που άλλαζε παρανοϊκά χρώματα κι εγκατέλειψε την προσπάθεια να διακρίνει οτιδήποτε πλέον. Το σκοτάδι, η σκόνη, η λάσπη της μάχης τον αγκάλιαζαν, του έπαιρναν την ανάσα, τον νέκρωναν. Με ήταν περήφανος· πέθαινε ένας έντιμος, αξιοπρεπής άνδρας, που είχε τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες του κι είχε αγωνιστεί ένδοξα για την οικογένειά του. Αναρωτήθηκε πόσοι άλλοι θα μπορούσαν να φέρουν εκείνοι την υπερηφάνεια.
Χαμογέλασε αχνά και ξεψύχησε.
Η θεϊκή μητέρα, η Τιτανίδα Ηώς, η αλύγιστη, στέναξε βαθιά· σύναξε τα σύννεφα, κάλυψε τον Ήλιο, σκορπώντας μια γκρίζα, θλιβερή λάμψη, σαν να νύχτωνε μα μόλις είχε παρέλθει το μεσημέρι. Έμοιαζε ξαφνικά όλη η πλάση να θρηνεί τον Μέμνονα, τον γίγαντα της Αιθιοπίας, που είχε ταξιδέψει και διαπρέψει σε όλον τον κόσμο.
Σαν πλησίασε ο Αυτομέδων, υπαρχηγός πια των Μυρμιδόνων, να πιάσει τον νεκρό ημίθεο, έπεσε ένας κεραυνός κατευθείαν πάνω του και τον πέτρωσε. Ευθύς, κατέφθασαν οι οχτώ Άνεμοι, οι αδελφοί του, με επικεφαλής τον Βορέα, τον τύλιξαν σε ομίχλη σκοτεινή και τον σήκωσαν ψηλά, για να τον μεταφέρουν μακριά από την Τροία, την Αιθιοπία, τον θνητό, μετωμένο κόσμο.
Οι Τρώες, οι Δαναοί, άπαντες κοιτούσαν άναυδοι, με δέος κι απορία, μα οι Αιθίοπες, συντετριμμένοι, λαχταρούσαν να ακολουθήσουν τον Βασιλιά τους και πηδούσαν, έδραμαν, προσπαθούσαν να τον φτάσουν. Έτσι, ο Ζέφυρος, ο Καικίας και ο Εύρος φύσηξαν πάνω τους με θυμίαμα, μύρο και θειάφι, μεταμορφώνοντας τους όλους σε πουλιά, εφεξής γνωστά ως Μεμνωνίδες Όρνιθες, τα οποία βρίσκονταν πάνω από τον τάφο του κάθε χρόνο και τον θρηνούσαν.
Η Ηώς έκλαιγε αδιάκοπα και τα δάκρυα της έπεφταν ως τόσες η βροχή στη γη. Η Σελήνη κατέβηκε, μάζεψε μια μια τις σταγόνες του αίματός του και τις έχυσε στην Ίδα, δημιουργώντας ένα νέο ποτάμι, το Παφλαγόνειο, το οποίο κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου, κοκκίνιζε σαν αίμα κι απελευθέρωνε μια αφόρητη οσμή, ωσάν σαρκίο που σάπιζε ή πληγή αέναα χαίνουσα.
Οι Άνεμοι σήκωσαν τον αδελφό τους προσεκτικά και τον μετέφεραν, εν τέλει, στον αρχέγονο ποταμό Αίσηπο, στον Ελλήσποντο, για να συναντηθούν με τη μητέρα και την πένθιμη ακολουθία της· τις Ηλιάδες, τις Ώρες, τις Πλειάδες· όλες είχαν σπεύσει στο πλευρό της, για να θρηνήσουν τον λαμπρό αυτόν άνθρωπο. Ναϊάδες Νύμφες έφτιαξαν τον τάφο του από πέτρες και χώμα ζεστό, ετοιμάζοντας και τη σκέπη του, από δέντρα και φυτά κάθε λογής, για να έχει σκιά, δροσιά κι ησυχία.
Τον έκλαιγαν ώρες πολλές, μητέρα, γιοί κι είχε απλωθεί σιωπή, γιατί κανένας άνεμος δε φυσούσε πια. Η Ηώς δεν είχε μιλήσει, παρά μόνο όταν πήρε το νεκρό της παιδί στην αγκαλιά, σπάραξε.
«Αγόρι μου αγαπημένο, χάθηκες, έσβησες για πάντα, φως του φωτός μου. Την ψυχή σου ποθώ να ακολουθήσω στα βάραθρα, στα τρίσβαθα της γης, στο μαύρο σκοτάδι κι ας η φωτιστεί ποτέ ξανά η πλάση. Καταραμένα ας είναι όλα, δε με ενδιαφέρει πλέον. Ας βασιλέψει ξανά το Χάος, να χαθεί η Τάξη μήπως λυπηθεί λίγο ο Ζεύς, που δεν ήθελε έγκαιρα να σε σώσει, Αυγερινέ μου έκπτωτε. Δε σεβάστηκε το έργο μου, δεν το εκτίμησε· θεώρησε την κόρη του Νηρέα ανώτερη μου. Ας αναλάβει αυτή, λοιπόν, το άρμα μου κι ας μείνω εγώ αιώνια χαμένη μαζί σου.»
Οι Άνεμοι δε μιλούσαν, ενώ γύρω οι Θεές και οι Νύμφες μοιρολογούσαν αδιάκοπα. Κανένας δεν της έφερε αντίρρηση, κανένας δεν την κάκιωσε ή θεώρησε υπερβολικό τον λόγο της. Ώσπου, σηκώθηκε και πλησίασε ο μεγάλος γιός της.
«Μητέρα,» τη σκούντησε απαλά ο Βορέας, «μην εγκαταλείψεις το έργο σου, διότι μονάχα έτσι, θα μπορείς να βλέπεις τον αδελφό μας.»
Την πήρε από το χέρι και πέταξαν μαζί με τα πανώρια, μεγαλειώδη φτερά τους ως την άλλη άκρη της θάλασσας, από τον Ελλήσποντο, στην Αίγυπτο, εκεί όπου είχαν χτίσει τους δυο Κολοσσούς για τον Μέμνονα. Τα θεόρατα αγάλματα στέκονταν με αθάνατο καμάρι και πέτρινη ομορφιά, τόσο απλά και φοβερά μοναδικά. Στα μάτια τους, η Ηώς αναγνώριζε τον γιό της.
«Εφεξής, μητέρα, όποτε ανατέλλεις με το άρμα σου, οι Κολοσσοί θα σε χαιρετούν. Θα ακούς να σου τραγουδά η φωνή του Μέμνονα, για να μην τη λησμονήσεις ποτέ.»
«Ούτως ή άλλως, δε θα την ξεχνούσα,» ψιθύρισε η Ηώς, προτού πέσει στα γόνατα, στην άμμο, στηριζόμενη σε ένα άγαλμα, για να δακρύσει και πάλι.
Ο Βορέας την αγκάλιασε και περίμενε υπομονετικά να ξεσπάσει, να χορτάσει προσωρινά η ψυχή της θρήνο. Όταν, όμως, σήκωσε το βλέμμα η Τιτανίδα, πάλι μαρμάρινο ήταν, ακλόνητο, αποφασισμένο.
«Δε θα επιστρέψω στα καθήκοντα μου, αγόρι μου,» δήλωσε πύρινα. «Δε δέχομαι να φωτίσω ποτέ ξανά το πρόσωπο του φονιά του Μέμνονα, μαζί κι αυτών που τον σκύλευσαν στη μάχη!»
Κατά τη Νύχτα, σύννεφα και πάλι σκέπασαν τον έναστρο ορίζοντα. Όλοι οι Τιτάνες του στερεώματος, μαζί και ο αρχέγονος πατέρας, ο Ουρανός, συνέπασχαν για τον Μέμνονα, επιδείκνυαν το πένθος τους. Εξίσου κι οι Τρώες έκαναν θυσίες, για την ανάπαυση της ψυχής του κι ο Πρίαμος διέταξε δεκαήμερο πένθος, κατά το έθιμο. Θρήνησαν το παλικάρι σαν να είχαν χάσει δικό τους Πρίγκιπα, σαν να έχαναν ξανά τον Έκτορα. Τον τρανό κι ασύγκριτο Μέμνονα, που μονάχα με τον Ηρακλή μπορούσε να εξισωθεί, θρήνησαν ακατάβλητα θνητοί, Θεοί, Τιτάνες, ο Ουρανός, η Γη και ο Αιθέρας.
Τις επόμενες ημέρες, ημέρες ζόφου φοβερού, καταχνιάς, ομίχλης και αχλής, ο Αγαμέμνων παρέθεσε δείπνο στην αυτοκρατορική του σκηνή.
«Αδυνατώ να εκφράσω ούτε τα δικά μου συναισθήματα μηδέ του στρατού,» ξεκίνησε διστακτικά, όχι μόνο επειδή ήταν ο Θρασυμήδης παρών μα και γιατί ο Νέστωρ, από την ημέρα της κηδείας του Αντίλοχου, είχε εξαφανιστεί. «Αφενός, είμαστε ευτυχείς για την τεράστια επιτυχία του Αχιλλέα, που κατόρθωσε να σκοτώσει τον Μέμνονα σε μια μονομαχία που όμοια της δε θα ξαναδούμε.» Επέτρεψε να χειροκροτήσουν όσοι επιθυμούσαν τον Πηλείδη, που ένευσε σιγανά. Δεν υπήρχε πια ίχνος πληγής πάνω του, σαν να μην είχε τραυματιστεί ποτέ από τον ημίθεο. «Αφετέρου, ο χαμός τόσων στρατιωτών μας, όπως και του ήρωα πρίγκιπα Αντίλοχου, δε μας επιτρέπουν να χαιρόμαστε και να ζητωκραυγάζουμε. Ήταν μεγάλη δυστυχία κι ας δεήσουν οι Θεοί να μη μας ξαναβρεί όμοιά της.»
Ομόφωνα συμφώνησαν μαζί του όλοι οι Στρατηγοί και Άνακτες.
«Μια πρόποση, υπέρ της μνήμης του Αντίλοχου,» ύψωσε το κύπελλο του ο μεγάλος Ατρείδης κι όλοι τον μιμήθηκαν. «Είθε να μην ξεχαστεί ποτέ και να φανούμε αντάξιοι της παρακαταθήκης του.»
Καθώς έπιναν όλοι μαζί, τον εξαίρετο νερωμένο οίνο, που είχε κάποτε αρπάξει ο Αχιλλέας από τη Λυρνησσό, εισήλθε στη σκηνή ο γέροντας Νέστωρ, ενδεδυμένος απλώς με έναν λευκό χιτώνα και σκούρα χλαμύδα, καμία πανοπλία. Το πρόσωπό του, εντελώς παγερό, ανέκφραστο, επέβαλε σιωπή στο ακροατήριο κι όλα τα βλέμματα πάνω του, ενώ όλοι σηκώθηκαν όρθιοι, προς ένδειξη σεβασμού.
«Τι σέβεστε εμένα, τον γέρο και τιποτένιο, όταν δε σεβαστήκατε το παιδί που έθαψα, νέο και γεμάτο ζωή;» Τους ρώτησε αυστηρά μα χωρίς να υψώνει τη φωνή. «Ο Αντίλοχος πέθανε, η σκλάβα που αγαπούσα σαν κόρη μου αυτοκτόνησε και την έθαψα δίπλα στα πλοία, ως σκυλί. Πού ήσαστε όλοι σας, όταν το παιδί μου σφάχτηκε; Οι προπόσεις και τα εγκώμια δεν κάνουν ούτε για τροφή στα γουρούνια! Έδωσα τα πάντα στον Πόλεμο αυτόν, εγκατέλειψα τον Οίκο μου, τις κόρες μου, τα μικρά μου παιδιά, ήλθα εδώ, σας προσέφερα τις συμβουλές μου πάντοτε και σας προφύλασσα σαν παιδιά μου μα κανείς δε βρέθηκε να βοηθήσει το δικό μου παιδί. Θυσιάστηκε και αυτός για εσάς και θα είναι η τελευταία προσφορά μου. Εγώ και ο στρατός της Πύλου, μέχρι τη λήξη του Πολέμου, δε θα συμμετέχουμε ξανά σε καμία μάχη ούτε Συμβούλιο. Μην προσπαθήσετε να μου αλλάξετε γνώμη, θα είναι μάταιο.» Ύστερα, η ματιά του έπεσε στον αμετακίνητο Θρασυμήδη, που καθόταν, τιμητικά, ανάμεσα στους Ατρείδες. «Έλα, γιέ μου.»
Έφυγε δίχως να κοιτάξει πίσω, βέβαιος ότι ο Θρασυμήδης θα ακολουθούσε. Οι Στρατηγοί, ακόμη κι ο Αρχιστράτηγος, είχαν μείνει εμβρόντητοι, ενεοί, σαν πάλι να κατέβαιναν οι Άνεμοι και να σήκωναν στα χέρια κάποιον.
«Ζήτησα να οργανώσω αγώνες νεκρικούς για τον Αντίλοχο, όπως έπραξα με τον Πάτροκλο,» ψιθύρισε ο Αχιλλέας, σχεδόν φοβισμένος να σπάσει τη σιωπή. «Ο Νέστωρ αρνήθηκε. Δεν ήθελε ούτε αγώνες ούτε τιμές, μου είπε· μόνο το παιδί του θέλει πίσω κι αυτό είναι αδύνατον.»
Κανείς δεν του απάντησε· όσοι ήταν πατέρες, αισθάνθηκαν μια αναπόφευκτη ταύτιση. Όσοι ήταν γιοί, έστεκαν αμίλητοι.
«Πράγματι, ο αδελφός μου σκοτώθηκε από τον Μέμνονα και τους Αιθίοπες του,» πήρε τον λόγο ο πρίγκιπας Θρασυμήδης. «Ωστόσο, οι Πύλιοι στρατιώτες σκοτώθηκαν και σκοτώνονταν επί εννέα χρόνια από τους Τρώες. Δεν μπορούμε να μην εκδικηθούμε για αυτούς.» Έστρεψε το σώμα και κοίταξε κατάματα τον Αγαμέμνονα. «Ας απέχουν όλοι, εγώ δεν μπορώ να αφήσω τη μνήμη του Αντίλοχου να σβήσει. Θα σας ακολουθήσω ως απλός στρατιώτης, δε με ενδιαφέρουν οι τίτλοι κι οι τιμές. Η Πύλος δε θα φανεί νωθρή και δειλή, όσο ζω.»
Ο Αρχιστράτηγος, χωρίς καμία απόπειρα να κρύψει τη συγκίνησή του, αγκάλιασε τον νέο και τον φίλησε πατρικά στο κεφάλι.
«Εύγε, Θρασυμήδη,» τον επιδοκίμασε υπερήφανα. «Εύγε και στον πατέρα σου, τι κι αν μας αποστρέφεται πια, που σε ανέθρεψε τόσο άψογα. Ο καθένας μας εύχεται να είναι οι γιοί του σαν εσένα.»
Άπαντες οι Άνακτες συμφώνησαν κι έκαναν άλλη μια πρόποση, στην υγεία του πρίγκιπα Θρασυμήδη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το σκότος συνεχίστηκε για όλες τις ημέρες που διήρκησε το πένθος του Μέμνονα. Η Ηώς στεκόταν ακλόνητη, σαν τον πένθιμο βράχο της Νιόβης στον Σίπυλο, πάνω από τον τάφο του κι έκλαιγε, μονολογούσε, θρηνούσε, τραγουδούσε θλιβερά, αναστέναζε και βροντούσε το αθάνατο σώμα.
«Γιατί, Ηώς, εγκατέλειψες το έργο σου; Γιατί λαχταράς να αναταράξεις τη Φύση και την Τάξη;»
Ο Ερμής, πάντοτε άηχος και φτερόποδος, βρισκόταν δίπλα της, σε πλήρη αιφνιδιασμό.
«Πήγαινε στον πατέρα σου και πες ότι το έργο μου τελείωσε. Εφεξής, θα τιμώ μόνο τα παιδιά μου. Είμαι Τιτανίδα, όχι Θεά και δε θα δεχτώ ποτέ ξανά εντολές από Θεούς.»
Ο Ερμής δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί στην ευθύβολη, υπερθετική αυθάδειά της. Η απάντηση ήρθε από τον Όλυμπο, καθώς ο Ζεύς εξαπέλυσε δέκα κεραυνούς ολόγυρά τους, για να τυλίξει το αλσύλλιο στις φλόγες. Ευθύς, έπιασε βροχή, που έπαψε αμέσως, αφού έσβησε τη φωτιά και πριν καν συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί, ο Δίας πρόσταξε με τα μάτια και τα δέντρα ξαναφύτρωσαν όλα, σαν να μην είχαν καταστραφεί ποτέ.
«Ηώς, θα επιστρέψεις στο καθήκον σου κανονικά, ως οφείλεις κι ορκίστηκες,» αντήχησε ως τα θεία τους αυτιά η Ολύμπια εντολή. «Δε νίκησαν οι Τιτάνες μα οι Θεοί κι οι Τιτάνες υποτάχθηκαν. Υπάκουσε, ειδάλλως θα δεχτείς τις συνέπειες.»
Η Θεά της Αυγής έσκυψε το κεφάλι με λύπη ανυπολόγιστη. Ήταν αδύναμη· απόλυτα ανίκανη πια να αντισταθεί. Όπως κι ο γέροντας Νέστωρ, έτσι κι εκείνη, το κατανοούσε πλέον· δεν μπορούσε να φέρει πίσω το παιδί της, έπρεπε να ζήσει αιώνια με την απώλειά του.
Σηκώθηκε, χωρίς καμία σημασία στον Ερμή, κάλεσε το άρμα της και, βλέποντας τη Σελήνη να αποχωρεί από τον Ουρανό, ξεκίνησε η ίδια το ταξίδι της. Οι Πλειάδες ηγούνταν, αυτή ακολουθούσε. Άνοιξε τις πύλες του Αιθέρα και γέμισε η πλάση Φως.
Όταν περνούσε από την Αίγυπτο, από τους πυργωμένους, στητούς Κολοσσούς του Μέμνονα, καθώς σκορπούσε μαγευτική λάμψη από τα ροδαλά της δάχτυλα, τα αγάλματα τη χαιρέτησαν, τραγουδώντας με την υπέροχη φωνή του γιού της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν!
8500 λέξεις, kept it simple
Ήταν κι άκρως συγκινητικό για εμένα το κεφάλαιο, διότι ενεπλάκησαν πολλά...
Από το επόμενο και για τα επόμενα πέντε κεφάλαια τουλάχιστον, ξεκινά η κατακόρυφη κατρακύλα, που έχει να καταστρέψει ολοσχερώς αυτό το συνονθύλευμα που ονομάζουμε Στρατόπεδο Αχαιών. Τώρα που πήραμε φόρα με τους θανάτους κιόλας...
Όσον αφορά στο υπέροχο παιδί που λέγεται Μέμνων ή στο παιδί που λεγόταν Παλαμήδης, θα υπάρξουν ωραίες μνείες τόσο εδώ όσο και στο sequel αλλά έχουμε καιρό.
Ετοιμαστείτε· it's going to be a tough ride ahead 😈
Να είστε καλά όλοι, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας! 🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top