LI ~ Ελπίδα στην Απελπισία

Η βοή που ξεσηκώθηκε από τον άνεμο, αποδόθηκε φυσικά στην απότομη αλλαγή του Ζέφυρου σε Εύρο. Μα, στην Ίδα, άκουσαν όλοι οι αθάνατοι τον βρυχηθμό του Άρη.

«Η ζωή του Πηλείδη τελειώνει εδώ! Θα τον λιώσω, θα τον στείλω κονιορτό στον Κάτω Κόσμο και δε θα βρει ποτέ ανάπαυση η ψυχή του!» Βροντούσε κι έκραζε, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει ότι η Πανθεσίλεια, η κόρη του, κειτόταν πια νεκρή.

«Ανέμενε ποτέ ότι ο όποιος ευνοούμενος σου θα επικρατήσει του Αχιλλέα;» Τον ειρωνεύτηκε κατάφορα η Ήρα. «Κάθησε στη θέση σου, Άρη και μην προκαλείς τόση παράλογη αναταραχή!»

«Δε θα σταθώ και δε θα αναπαυθώ, αν δεν εκδικηθώ τον θάνατο της κόρης μου. Όταν ο Τρίτων βίασε την κόρη μου, την Αλκίππη, τον σκότωσα χωρίς δισταγμό κι ήταν γιός του Ποσειδώνα, όχι μιας ασήμαντης νύμφης!»

«Κι έπειτα, επειδή ο Αλεκτρύων αμέλησε να σε ξυπνήσει μια ημέρα, τον μεταμόρφωσες σε αλέκτορα,» τον ακινητοποίησε με μια ανάλαφρη κίνηση η Ήρα. «Είσαι οξύθυμος κι άμυαλος, αυτό είναι γνωστό τοις πάσιν.»

Με το πρώτο του βήμα, σειόταν το νουνό, οι χαράδρες, τα φαράγγια, έτρεμε και στέναζε η γη, όπως κι η αθάνατη ψυχή του. Δε λογάριασε τη μητέρα του· ελευθερώθηκε από τα αόρατα δεσμά της και κίνησε να κατεβεί την Ίδα και να ορμήσει στον Αχιλλέα.

«Στάσου ακίνητος! Δε θα σκοτώσεις εσύ τον Πηλείδη ούτε κανένας Θεός, είναι αποφασισμένο!» Φώναξε ήρεμα μα μια απειλή σθεναρή ο Ζεύς και του πέταξε δυο αστραπές εμπρός του.

Ξέσπασε φωτιά ολόγυρά του, φράζοντας τον δρόμο. Κοντοστάθηκε· ο ταχύς νους του αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη λογική και το ιδεατό. Αν επέλεγε να υπακούσει τον πατέρα του, θα άφηνε το αίμα της κόρης του και την ατίμωσή της χωρίς αντίποινα. Το παιδί του δεν ήταν έρμαιο, δεν ήταν μια τιποτένια ύπαρξη, που θα σφαγιαζόταν άνευ τίσης. Αν, αντιθέτως, έσπευδε να αποτελειώσει την παρασιτική ζωή του Αχιλλέα, θα αντιμετώπιζε μετωπικά την οργή του Διός. Την προηγούμενη φορά, με τον Ασκάλαφο, δεν είχε αντιδράσει κι ακόμη, το μετάνιωνε.

«Ο Αχιλλέας δε θα διστάσει να σε πολεμήσει, όπως και οι Αίαντες και ο Διομήδης. Θα εξευτελιστείς πάλι,» αντήχησε πομπώδης η μητρική αδιαφορία.

«Ενυώ, ετοίμασε το άρμα. Φεύγουμε!» Διέταξε, αγνοώντας την κι έκανε το πρώτο βήμα, για να διαβεί τις φλόγες των αστραπών, πιότερο συμβολικά.

«Ο Ζεύς, όταν σκοτώθηκε ο Μέγας Σαρπηδών, δεν αντέδρασε, δεν εκδικήθηκε,» είπε η Αθηνά χωρίς ιδιαίτερο συναίσθημα στη φωνή. Μιλούσε με αυστηρά γεγονότα. «Πάμπολλοι γιοί του έχουν σκοτωθεί κι άλλοι ακόμη έπονται, το δίχως άλλο. Αν εσύ, ο πλέον μισητός του, χαθείς, δε θα υπάρξουν αντίποινα, είναι βέβαιο.»

Όταν στράφηκε να την κοιτάξει με σκεπτικισμό, είχε εξαφανιστεί. Γρύλισε, κραύγασε απελπισμένα, σαν τραυματισμένος λέων και, όταν η Ενυώ του έφερε το άρμα, πέταξε όχι προς την Τρωάδα μα προς τον Όλυμπο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Μελανίππη δεν είχε χρόνο να θρηνήσει τις νεκρές κόρες της καν. Είχε φτάσει στην Τροία, για να βοηθήσει την αδελφή της, αψηφώντας κάθε κύρωση από την Ιππολύτη, ηγούταν του στρατού με αναζωογονημένη όρεξη μα είχε συναντήσει ένα μακελειό, μια ανυπέρβλητη τραγωδία. Όλες οι Αμαζόνες που αδημονούσε να αγκαλιάσει αδελφικά και μητρικά ήταν νεκρές και μονάχα τα σαρκία τους της είχαν φέρει. Δεν επρόκειτο, ωστόσο, για δεκατρία σώματα, όπως θα έπρεπε, μα για δώδεκα.

«Απαιτώ να επιστραφεί το σώμα της αδελφής μου!» Φώναζε στην Αίθουσα του Θρόνου του Πριάμου, ώστε, αναμφίβολα, ακουγόταν καθαρά σε όλο το Ίλιον. «Δεν είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει η αχάριστη Τρωάδα για την Πριγκίπισσα Πανθεσίλεια, που την υπηρέτησε πιστά για δεκαπέντε έτη;»

«Πριγκίπισσα Μελανίππη, ίσως θα έπρεπε να μη μιλάς τόσο δυνατά. Είναι πρακτικά αδύνατον να διασωθεί τώρα η Πανθεσίλεια. Ο Αχιλλέας τη σήκωσε και την πήρε ως λάφυρο στη σκηνή του. Ίσως έχει πεταχτεί ήδη στους κύνες των Αχαιών,» της απάντησε ο Διήφοβος, μιας κι ο Βασιλιάς είχε σκύψει το κεφάλι σε σιωπηλό θρήνο και δεν τολμούσε καν να την κοιτάξει.

«Για το οποίο φταίτε εσείς μόνο, που δεν υπερασπιστήκατε το σώμα της, όπως ούτε και το σώμα του Έκτορα, που τον εγκαταλείψατε ολομόναχο έξω από τα τείχη!»

«Προσπαθήσαμε μα οι Αίαντες, ο Διομήδης κι ο Οδυσσέας δεν αποτελούν μικρές απειλές,» αποκρίθηκε πάλι ο Διήφοβος. «Θα σε συμβούλευα, Πριγκίπισσα να λησμονήσεις την αδελφή σου, να πάρεις τις δώδεκα Αμαζόνες που διασώσαμε, μεταξύ αυτών και τις κόρες σου και να φύγεις, να γλιτώσεις από τον Πηλείδη, εφόσον δεν επιθυμείς να μας συντρέξεις στον Πόλεμο.»

«Μετά από τη σφαγή που προκαλέσατε, ζητάτε κι ευγνωμοσύνη, επειδή μου παραδίδετε τις κόρες μου νεκρές;» Η Μελανίππη πλέον εξοργιζόταν και καμία πολέμαρχος δε διέθετε αρκετό θάρρος ή θράσος, για να τη σταματήσει. «Σας δώσαμε δεκατρείς παντοδύναμες πολεμίστριες και τις θυσιάσατε σαν αίγες, χωρίς να περιμένετε το στράτευμα που σας υποσχέθηκε η αδελφή μου! Η Πανθεσίλεια ήρθε, για να εκδικηθεί τον Έκτορα, γεμάτη δίκαιο θυμό κι εσείς, την παρατήσατε, να καταντήσει λάφυρο· η αθάνατη κόρη του Άρη έγινε καύχημα του ανίερου Αχιλλέα, κατάπτυστοι όνοι!»

«Η αυθάδειά σου μετά βίας γίνεται αποδεκτή εδώ, Πριγκίπισσα Μελανίππη. Μη μας προσβάλεις άλλο, σε προειδοποιώ,» έπιασε τη λαβή του ξίφους του ο Διήφοβος μα ο Έλενος έδραμε δίπλα του.

«Πάψε, αδελφέ μου. Τι κι αν ο Πάρις λείπει, δεν μπορούμε να εξοργίζουμε μια φιλοξενούμενη μας, πόσω μάλλον μια Αμαζόνα κόρη του Ενυάλιου.»

Τον έσπρωξε, να καθίσει στο θρονί του και να σιγήσει. Ύστερα, απηύθυνε μια ψύχραιμη ερώτηση στη Μελανίππη.

«Αναρωτιέμαι εντόνως γιατί καθυστερήσατε τόσο πολύ να φτάσετε. Η Πανθεσίλεια κι η Τροία σας περίμεναν επί πολλά μερόνυχτα. Οι Αχαιοί επιτέθηκαν και δεν μπορούσαμε να αναμένουμε άλλο.»

«Η Θάλασσα δεν αποτέλεσε ποτέ φίλη μας κι ελπίζαμε να διαψευδόμασταν,» συνοφρυώθηκε με βλέμμα σκοτεινό η περήφανη Αμαζόνα. «Φουρτούνα μας έπιασε, καθώς φύγαμε από τη Θεμίσκυρα και μας πέταξε στα άκρα του Ελλήσποντου. Μέχρι να κοπάσει η καταιγίδα, ήμαστε καθηλωμένες σε σπηλιές ελέω Θεών. Όταν μπορέσαμε να εξέλθουμε, κινήσαμε από στεριά, αγοράζοντας άτια στο πρώτο χωριό που απαντήσαμε, για τις άμαξες μας κυρίως. Θαρρήσατε, μήπως, ότι οι πολεμοχαρείς Αμαζόνες θα δείλιαζαν μπροστά στην όποια μάχη;»

Ο Έλενος φάνηκε παραπάνω από ευχαριστημένος από την απάντηση. Κατένευσε κι επέστρεψε στη θέση του.

«Σήκωσε τα μάτια, Βασιλιά Πρίαμε και μίλησε μου εσύ, όχι οι άμυαλοι γιοί σου!» Επικεντρώθηκε στον πατέρα τους η μανιασμένη Αμαζόνα. «Πόσους γιούς έχασες σήμερα; Πόσους γιούς έσωσε σήμερα η αδελφή μου; Γνωρίζω ότι δεν έχασες κανέναν, εγώ, όμως, έχασα δυο κόρες, μια ανιψιά και μια αδελφή! Ορθώς ντρέπεσαι να με αντικρίσεις αλλά το όνειδος δε βοηθά τους νεκρούς. Δε ζήτω τίποτα, καμία ανταμοιβή, καμία αποζημίωση για τις νεκρές μου. Ήρθα, για να πολεμήσω γενναία και θα φύγω άπραγη, με πτώματα. Το μόνο που αιτώμαι είναι το σώμα της Πανθεσίλειας. Χωρίς την αδελφή μου, δε θα αποχωρήσω μα ούτε και θα στείλω ούτε μια Αμαζόνα να πολεμήσει για χάρη σας, για τον ανεκδιήγητο γιό σου, που ζει εις βάρος τόσων αξιών νεκρών και που δεν είχε καν την αξιοπρέπεια να φανεί εμπρός μου σήμερα!»

Ο γέροντας Βασιλιάς ύψωσε το πρόσωπο και το βλέμμα βασανιστικά αργά, για να φανούν τα δάκρυα που έβρεχαν όλη του την όψη μαβιά. Έμοιαζε ακόμα πιο γερασμένος, ακόμη πιο απεγνωσμένος και τσακισμένος.

«Δε βρίσκω άδικο ούτε υπερβολή στα λόγια σου, Πριγκίπισσα Μελανίππη,» δήλωσε σθεναρά, μεγαλοπρεπώς, τόσο αντιθετικά με τη μορφή του. Το υπέροχο στέμμα φάνταζε ωσάν τον Ουρανό στις πλάτες του Άτλαντα. «Προτίθεμαι να σας φιλοξενήσω στο Ίλιον όσο επιθυμείτε μα δε γνωρίζω αν μπορεί να σωθεί το σώμα της Πανθεσίλειας, ειλικρινά. Ο Αχιλλέας δεν έχει καλό παρελθόν με τα σώματα των εχθρών του κι εγώ, όταν πήγα στη σκηνή του, είχα αρωγό τον Ερμή και τον πατέρα Δία. Αν σε συντρέξει ο θεϊκός πατέρας σου, ίσως έχεις μια ελπίδα να την ανακτήσεις.»

Χωρίς καμία ανταπόκριση, η Μελανίππη ένευσε στις πολεμάρχους της κι έφυγε από την Αίθουσα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η σκηνή του Αχιλλέα αποτελούσε ανέκαθεν σημείο πολυσύχναστο, μιας και πολλοί έρχονταν -ειδικά στις αρχές του Πολέμου- να θαυμάσουν, να χαζέψουν, να εξετάσουν με τα μάτια τους αν αυτός ο λεγόμενος ημίθεος ήταν αληθινά άτρωτος ή άμα έφερε κι άλλες απίστευτες, μαγικές, ανεξήγητες δυνάμεις. Έπειτα, έρχονταν, για να μετρήσουν τις γυναίκες σκλάβες του κι, αφότου είχε τη φιλονικία με τον Αγαμέμνονα κι είχε αποτραβηχτεί, έφταναν, για να δουν αν ετοιμαζόταν να αποχωρήσει. Πλέον, το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, έτρεφε περιέργεια ανείπωτη, για να δει το σαρκίο της Αμαζόνας που είχε σκοτώσει και φέρει ως τρόπαιο. Την είχε σηκώσει στα χέρια του, την είχε μεταφέρει και δεν είχε επιστρέψει στη μάχη, η οποία είχε τελειώσει γρήγορα, με τους Τρώες σε πλήρη υποχώρηση και τους Δαναούς σε σύγχυση με την αλλόκοτη συμπεριφορά του Πηλείδη.

Παρόλα αυτά, κανενός η νοσηρή περιέργεια δεν ικανοποιούταν, διότι νεκρή και φονιάς είχαν εξαφανιστεί στα ενδότερα της σκηνής, με μόνη συνοδεία τον Τελαμώνιο Αίαντα και τον Αντίλοχο, τον πρωτότοκο του Νέστορα. Ο δε Αίας, τυλιγμένος όπως ήταν με επιδέσμους και πανιά στις πληγές του, ανέδιδε φόβο κι απειλή· δεν τον είχαν δει ποτέ τόσο τραυματισμένο, ούτε καν σαν τα τρωικά βέλη τρυπούσαν το σώμα του ολούθε. Με τραυματισμένο, ραγισμένο Πύργο, η ανησυχία θα φούντωνε.

Η νεκρή Πανθεσίλεια είχε τοποθετηθεί πάνω σε μια κλίνη σκλάβων, στρωμένη με σινδόνες λευκές, ολοκάθαρες. Ο Αχιλλέας είχε διατάξει τη Διομήδη να την πλύνει και ντύσει επιμελώς, χωρίς διαθέσεις για ειρωνείες και αλαζονικά βλέμματα. Με το αίμα ξεπλυμένο, μαζί με τις λάσπες και τις πληγές της καλυμμένες από τα ενδύματα, η ομορφιά της Αμαζόνας ακτινοβολούσε ακόμη περισσότερο.

Ο Αχιλλέας της έπιασε το χέρι· ήταν ακόμη ζεστή, παραδόξως. Την περιεργάστηκε με τα μάτια αργά, για να αποτυπώσει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει πόση απαράμιλλη, ασυναγώνιστη ομορφιά διέθετε εκείνο το αγρίμι που είχε αντικρίσει κι είχε αφυπνίσει μέσα του μένος και μίσος, χωρίς καν να γνωρίζονται ή να τους δένει έχθρα. Αναμφίβολα, στα μάτια του, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από την Αρτέμιδα ή την Αφροδίτη. Η ιδέα ότι εκείνη η απίστευτη γυναίκα θα γινόταν η ιδανική σύζυγος για αυτόν, η απόλυτη σύντροφος διά βίου, είχε σκαλώσει στον νου του και τον ταλάνιζε, γαλβανισμένη με την πικρή, όξινη γεύση της ματαιότητας. Όσο για τους δυο φίλους του, αυτοί θωρούσαν άλαλοι και θαύμαζαν, ακόμη αδυνατώντας να πιστέψουν ότι η γυναίκα επρόκειτο για απλή ημίθεη, με σάρκα κι οστά ανθρώπου κι όχι μακάρια Θεά του Ολύμπου. Στη σιωπηλή, ημισκότεινη γωνία της, δίπλα στον αμφορέα του Πάτροκλου, καθόταν η Βρυσηίδα κι έγνεθε, χωρίς να φανερώνει το βλέμμα.

Θλιβόταν εμφανώς ο Αχιλλέας. Μετά την κηδεία του Πάτροκλου, έκλαψε για πρώτη φορά· δεν ήξερε, άλλωστε, πώς αλλιώς να τιμήσει τη σπουδαία νεκρή.

Η Ίφις εμφανίστηκε διακριτικά στο δώμα, για να πλησιάσει τον κύριο της και να του ψιθυρίσει στο αυτί. Με ένα νεύμα του, έφυγε βιαστικά, για να επιστρέψει λίγο αργότερα, με εκπληκτική συντροφιά.

Μια ολοζώντανη Αμαζόνα, με πύρινη και ψυχρή μαζί ματιά, ξανθούς βόστρυχους και την πιο αυστηρή έκφραση που είχαν δει ποτέ τους, εισήλθε μαζί με την Ίφιδα κι όταν αντίκρισε την Πανθεσίλεια στο νεκροκρέβατο, χαλάρωσε ελάχιστα, ανακουφίστηκε.

«Είμαι η Μελανίππη,» είπε χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. «Κόρη του Άρη και της Αρμονίας, αδελφή της Πανθεσίλειας και της ένδοξης Βασίλισσας Ιππολύτης. Ποιός είναι ο Αχιλλέας, ο γιός της Θέτιδας;»

«Εγώ,» σηκώθηκε ο τελευταίος, με το πιο επιτηδευμένα υπεροπτικό του ύφος και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, να διπλασιάζουν τον όγκο του κορμού.

Χωρίς δισταγμό, η Μελανίππη του όρμησε, τον έπιασε από τον χιτώνα και τον σήκωσε στον αέρα, σαν να σήκωνε ένα πανάλαφρο παιδί.

«Δώσε μου την αδελφή μου, τέρας, ειδάλλως, θα σε σφάξω, μαζί κι όλους σου τους Μυρμιδόνες! Πέρασα πρώτα από τη σκηνή του Αρχιστράτηγου και μου έδωσε την άδεια να πάρω το σώμα. Δε θα με εμποδίσεις εσύ, ζωύφιο!»

«Αν το κάνεις, θα πυροδοτήσεις την εκδίκηση τιμής όλων των Αχαιών, Μελανίππη,» έτρεξε να ηρεμήσει τα αίματα ο Αίας, ο οποίος φαινόταν ο πλέον ενήλικας, μιας κι ο Αχιλλέας με τον Αντίλοχο ετοίμαζαν τα αιμοβόρα ξίφη τους. «Άφησε τον και κάθισε, να μιλήσετε ήρεμα, ειρηνικά, χωρίς αιματοχυσίες.»

«Στους φονιάδες των παιδιών μου, δε θα χαριστώ,» έσφιξε τα δόντια η Αμαζόνα και πέταξε τον Πηλείδη στο δάπεδο απρόθυμα. «Δε θα καθίσω στα σκαμνιά που κέρδισες με αίμα. Σήμερα, έχασα τις δυο νεότερες κόρες μου, την ανιψιά και την αδελφή μου. Παίρνω πίσω στη Θεμίσκυρα δώδεκα σώματα και το δέκατο τρίτο το έχεις εσύ. Δώσε μου πίσω την αδελφή μου. Αν αρνηθείς, σε προκαλώ σε μονομαχία μέχρι θανάτου, με όποιο όπλο θέλεις.»

«Μελανίππη, θα σε προσκαλούσα σε δείπνο, όπως προστάζουν οι νόμοι του Ξένιου Δία μα θα αρνηθείς και θα προσβληθώ,» σηκώθηκε αγέρωχα ο Αχιλλέας, με εξευγενισμένο ύφος. «Αντί αυτού, σε προσκαλώ να δεχτείς ένα κύπελλο οίνο από τον φονιά της αδελφής σου και να μοιραστείς την τράπεζά μου, για να ακούσεις το μόνο αντάλλαγμα που επιθυμώ, για να σου δώσω το σώμα της Πανθεσίλειας.»

Για λίγο, η Αμαζόνα Πριγκίπισσα τον κοιτούσε επίμονα και θυμωμένα, σφίγγοντας τις γροθιές της, αλλά, τελικά, επέδειξε τακτική υποχώρηση και τράβηξε ένα σκαμνί, για να καθίσει.

«Πιες όσο οίνο λαχταράς εσύ, εγώ από εσένα δε θα δεχτώ τίποτα. Πες μου πόσο χρυσό θέλεις και θα τον έχεις. Η Βασίλισσα Ιππολύτη δε φάνηκε ποτέ παρά γενναιόδωρη.»

Ο γιός του Τελαμώνα κίνησε να φύγει, να τους άφηνε μόνους, τραβώντας και τον Αντίλοχο μα το βλέμμα του Αχιλλέα διαφώνησε.

«Μείνετε, φίλοι μου,» τους είπε ευγενικά. Είτε επιθυμούσε τη συντροφιά τους είτε την αρωγή τους για μια πιθανή συμπλοκή, παρέμενε μυστηριώδες. Έπειτα, στράφηκε αποκλειστικά στην Αμαζόνα. «Θέλω να μάθω ποιά ήταν η Πανθεσίλεια. Τη ζωή της, τι την έφερε εδώ, αν είχε κάποιο κρίμα να τη βαραίνει.»

«Έχεις παιδιά, γιέ της Θέτιδας;» Ήταν η πρώτη φράση που πρόφερε η Μελανίππη.

Αν ήταν μόνοι, θα απαντούσε ευθύς θετικά. Ωστόσο, ένευσε αρνητικά, ξεχνώντας ότι μιλούσε σε μια μητέρα. Η Μελανίππη χαμογέλασε πικρά.

«Αν σκότωναν τον γιό που δεν έχεις, θα είχε όρια ή πέρατα η εκδίκησή σου;»

«Όχι, βέβαια,» αποκρίθηκε αυτόματα.

«Ο Έκτωρ, για την αδελφή μου, ήταν ωσάν γιός κι αδελφός, τον λάτρευε, τον είχε αναθρέψει, είχε ζήσει μαζί του δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.»

Του διηγήθηκε όλα όσα γνώριζε για τη διαμονή της Πανθεσίλειας στην Τροία μα και για τη ζωή στη Θεμίσκυρα κι όλες τις κοινές τους περιπέτειες με τους Σκύθες, τους Χρυσοφύλακες Γρύπες, τους Θράκες, τον Ηρακλή, τους Αθηναίους. Όταν τελείωσε, έπρεπε να αναλάβει τα δύσκολα έργα. Του μίλησε για την Αντιόπη και τον φόνο της, το έγκλημα που επωμίστηκε οδυνηρά η Πανθεσίλεια, την ελπίδα εξιλέωσης που βρήκε, τελικά, όπως την είχε βεβαιώσει ο Πρίαμος με όρκο.

«Έφυγε, λοιπόν, από αυτόν τον ζοφερό κόσμο του φωτός λυτρωμένη η αδελφή μου κι αυτό είναι το μόνο που με χαροποιεί,» κατέληξε γλυκόπικρα.

Δεν τολμούσε κανείς από τους τρεις άνδρες να μιλήσει, ύστερα. Είχαν εντυπωσιαστεί, ο καθένας για άλλον λόγο, από την ιστορία μιας αθάνατης, αγέραστης Αμαζόνας, που είχε επιβιώσει από τόσους αγώνες, περιπέτειες, Πολέμους, για να δαμαστεί από το χέρι του ξανθού ημίθεου που καθόταν δίπλα τους.

«Μόλις συναντηθήκαμε στη μάχη, πράγματι, φαινόταν να με στοχοποιεί,» είπε δειλά, κάποια στιγμή ο Αχιλλέας, θαυμάζοντας τη στωική στάση της. «Ωστόσο, μόλις σκότωσα μια συγκεκριμένη Αμαζόνα, στην οποία μάλιστα είχε φωνάξει και να μη με πλησιάσει, εξαγριώθηκε. Αν δεν απατώμαι, την αποκάλεσε Αρμοθόη.»

Κατάπιε τους λυγμούς της από υπερηφάνεια η Μελανίππη.

«Η Αρμοθόη ήταν η πιο αγαπημένη της σύντροφος. Την ειρωνευόμουν συχνά, ομολογώ, για αυτό, αλλά έβλεπα ότι της έδενε μια βαθειά αγάπη, πολύ πιο ουσιώδης από καθετί σαρκικό ή προφορικό. Δεν πιστεύω ότι τα λόγια φέρουν μεγάλη βαρύτητα κι η Πανθεσίλεια συμφωνούσε. Ο θάνατος της, πρέπει να υπήρξε η ύστατη αναγγελία του τέλους για την αδελφή μου. Πέθαναν σχεδόν μαζί· ποιητικό και δίκαιο, διότι δε νομίζω να μπορούσε να ζήσει η Αρμοθόη χωρίς την Πανθεσίλεια.»

Η ματιά του Αχιλλέα έτρεξε ασυναίσθητα στον Αμφορέα με τις στάχτες του Πάτροκλου. Δίπλα του, η σιωπηλή Βρυσηίδα έμοιαζε άγαλμα άψυχο.

«Τα είχε χάσει όλα πια,» ψιθύρισε, πονώντας ακόμη περισσότερο για μια γυναίκα που δεν είχε καν γνωρίσει. «Πριγκίπισσα Μελανίππη, ίσως ακουστεί παρανοϊκό, μα ποτέ δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου οικογενειάρχη στο ανάκτορο του πατέρα μου, στη Φθία. Τον γάμο τον είχα σκεφτεί μα την οικογενειακή θαλπωρή ποτέ δεν είχα λαχταρήσει. Όταν αντίκρισα για πρώτη φορά την αδελφή σου, ετοιμοθάνατη πλέον, ένιωσα ότι δε θα μπορούσα άλλη γυναίκα να στέψω Άνασσα στο πλευρό μου εκτός αυτής.»

Σιγή απλώθηκε. Οι άνδρες παρόντες φαίνονταν έκπληκτοι μα η Μελανίππη παρέμενε εντελώς ήσυχη κι ανέκφραστη.

«Αναμφίβολα, αν συνέβαινε αυτό που ανέφερες, θα είχαμε άλλον έναν πόλεμο σαν αυτόν με τους Αθηναίους,» σχολίασε, επικίνδυνα μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Αν, όμως, δε θα ήθελες για Άνασσα μια νεκρή, επιθυμώ να την πάρω μαζί μου, να θαφτεί όπως της αξίζει στην πατρίδα της.»

Ένευσε ο Αχιλλέας κι αμέσως, σηκώθηκε ο Τελαμώνιος Αίας ο γίγας, για να δοκιμάσει πώς θα έπιανε το νεκροκρέβατο, για να το κουβαλήσει, με μικρή βοήθεια από τον Αντίλοχο. Οι δυο τους το σήκωσαν, το κρατούσαν σταθερό και το έφεραν εμπρός στην αδελφή και στον Αχιλλέα. Η πρώτη έμοιαζε ασυγκίνητη, ενώ ο δεύτερος συγκλονισμένος.

«Ομορφιά αιώνια, μαχητικότητα, άγρια θέληση κι άσβεστο πάθος, χάθηκαν τόσο άδοξα,» ψιθύρισε έναν επικήδειο αυτοσχέδιο, για να γείρει πάνω από τη νεκρή και να τη φιλήσει στα χείλη, ωσάν να αποχαιρετούσε σύζυγο.

Οι αχθοφόροι ξαφνιάστηκαν και πάλι, η Μελανίππη διατήρησε μονότονη ψυχραιμία, παρατηρώντας μονάχα αν κρατούσαν καλά την αδελφή της ή αν κινδύνευε να πέσει.

«Οι Αμαζόνες μου μας περιμένουν στη βόρεια άκρη του στρατοπέδου. Θα φύγουμε αμέσως,» ανακοίνωσε ψυχρά.

«Πρέπει να λάβεις και τα όπλα της,» συμπλήρωσε ο Πηλείδης, προτού της παραδώσει άγαρμπα έναν σάκο που ηχούσε μεταλλικά, άσχημα.

Του έριξε μια γρήγορη ματιά κι έβγαλε το πιο ξεχωριστό όπλο· τον εβένινο διπλό πέλεκυ, το δώρο της Εκάτης.

«Κράτησέ τον,» του τον έδωσε πίσω, τελετουργικά σχεδόν. «Πρέπει να κρατήσεις κάτι ως αντάλλαγμα κι αφού δε θα δεχτείς τίποτα άλλο, πάρε ένα όπλο της.»

Το δέχτηκε απρόθυμα κι είπε στη Βρυσηίδα να ακολουθήσει, για να συνοδεύσουν μαζί το σώμα της Πανθεσίλειας. Εκείνη σηκώθηκε, άφησε τη ρόκα της, φόρεσε το σκούρο γαλάζιο της πέπλο και βρέθηκε στο πλευρό του χωρίς λέξη.

Φτάνοντας στο πέρας του στρατοπέδου, περπάτησαν λίγα μέτρα και συνάντησαν τις Αμαζόνες, που περίμεναν εναγωνίως. Όταν είδαν το πτώμα της Πανθεσίλειας, έσκυψαν δωρικά το κεφάλι, υποκλίθηκαν και με το χέρι στην καρδιά, άρχισαν να ψέλνουν έναν παιάνα για τον πατέρα Άρη. Δεν ούρλιαξαν, δεν ξερίζωσαν μαλλιά, δεν έγδαραν το πρόσωπο, δεν πενθήσαν υστερικά, όπως τον Έκτορα οι Τρώες. Οι Αμαζόνες δεν απέλυαν την περηφάνια τους ούτε στη θλίψη.

«Χαίρε, Αχιλλέα, Αίαντα, Αντίλοχε κι όλοι σας οι τιμημένοι Δαναοί,» τους χαιρέτησε η Μελανίππη, χωρίς ψευδείς ευχαριστίες. Ύστερα, στράφηκε στις γυναίκες της, παραδίδοντας το νεκροκρέβατο πάνω σε δυο άτια. «Το έργο μας εδώ τελείωσε. Φεύγουμε.»

Έφυγαν με βήμα οργανωμένο, συντονισμένο, επιταχυμένο, μην παύοντας να υμνούν τον Άρη στιγμή. Τελειώνοντας τον πρώτο παιάνα, η Μελανίππη ξεκίνησε έναν νέο κι ώσπου να χαθούν από τα μάτια τους, οι άνδρες θαύμαζαν άφωνοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Επιστρέφοντας, στη σκηνή του Αχιλλέα, είχε μαζευτεί πλήθος ακόμη μεγαλύτερο, αναμείκτων διαθέσεων, μιας κι οι χλευαστές δεν έλειπαν, με παντοτινό επικεφαλής τον αυθάδη Θερσίτη. Αφότου είχε χτυπηθεί από τον Οδυσσέα, ο πολεμιστής με την οξεία γλώσσα και τον εμπαθή λαϊκισμό, δεν είχε εμφανιστεί ξανά σε επιφανή θέση, για να μην προκαλέσει. Μαθαίνοντας, όμως, όπως κι όλο το στρατόπεδο, ότι ο Οδυσσέας κι ο Πηλείδης είχαν διακόψει κάθε σχέση, αναθάρρησε. Ο μοναδικός φίλος, φαινομενικά, του μισητού του Λαερτιάδη ήταν ο ακόμα πιο μισητός του Διομήδης. Στη θέα του τεθλιμμένου Αχιλλέα, γέλασε χαιρέκακα.

«Αχιλλέα, ανεγκέφαλε, φριχτέ στο μυαλό, τι λυπάσαι για τη φριχτή Αμαζόνα, που ήθελε να μας σφάξει και να κάψει τα πλοία μας; Τη θρηνείς, ωσάν να έχασες σύζυγο αγαπημένη και άξια, ποθητή. Είθε να είχε προλάβει να σε σκοτώσει, ανόητε, γιατί πάνω από όλα, εμφανώς, βάζεις τις γυναίκες· τις βλέπεις και ξεχνάς πολέμους, έχθρες, ανδρείες. Για μια γυναίκα μας εγκατέλειψες και μας καταράστηκες πριν λίγους μήνες και για μια γυναίκα τώρα, μας εξευτελίζεις! Τρισάθλιε, πού είναι η ισχύς σου κι η ορμή του αψεγάδιαστου πρίγκιπα; Βάζεις κι εσύ, όπως κάθε δειλός, το κρεβάτι σου πάνω από την τιμή σου και τον χορό του Άρη!»

«Πάψε, ζώο, επιτέλους!» Ξέσπασε ο γιός της Θέτιδας και η γροθιά του όρμησε ανεξέλεγκτη. Τον βρήκε στο σαγόνι, το έσπασε και τον πέταξε ολάκερο κατάχαμα, πνιγμένο στο αίμα και αυτοστιγμεί σκοτωμένο.

«Πέθανε, αλόγιστε!» Του φώναξε, σείοντας τη ματωμένη του γροθιά. «Ένας τιποτένιος είσαι και προκάλεσες εμένα, άμυαλε! Καρτερικός στάθηκε ο Οδυσσέας, τότε και δε σε σκότωσε μα εγώ δεν είμαι ίδιος! Πήγαινε τώρα να προσβάλλεις και να υβρίζεις τους κατοίκους του Άδη, σκύλε!»

«Ποτέ δεν πρέπει να προσβάλλει ο κατώτερος έναν Άνακτα,» κατάφερε να μιλήσει, με φωνή τρεμάμενη ο κήρυκας Ταλθύβιος του Αγαμέμνονα. «Μονάχα δεινά τον περιμένουν, καθώς η Άτη τιμωρεί κάθε γλώσσα κακόβουλη, είτε φανερή είτε κρυφή. Η δικαιοσύνη, έτσι, φέρνει βάσανα αλλεπάλληλα.»

Κι ενώ το πλήθος διαλυόταν μουδιασμένα, έφτασε ο Διομήδης, έχοντας μάθει τα νέα του θανάτου του Θερσίτη από τον Σθένελο. Μανιασμένος κι ανείπωτα εξαγριωμένος με την αναίδεια του Αχιλλέα, λαχταρούσε να εκδικηθεί ο ίδιος, επιτόπου, πριν καν συλλεχθεί το πτώμα.

«Αιακίδη, αισχρή πράξη τόλμησες με τόσο θράσος μπροστά στους άνδρες μας!» Φώναξε πιότερο σαν θηρίο παρά σαν άνθρωπος. «Μα τον Άρη και την Ήρα, ο Θερσίτης υπήρξε υβριστής, κυνικός, αδιάντροπος κι είχε υποθάλψει την ένδοξη οικογένειά μου, άπαντες το ξέρουν. Μα δεν παύει να είναι εξάδελφος μου, γιός του θείου μου κι η τιμή μου επιβάλλει να τον εκδικηθώ.»

Ξεθηκάρωσε το σπαθί του, χωρίς ίχνος φοβου.

«Δε σε τρέμω, Διομήδη. Μπροστά στον Έκτορα και στην Πανθεσίλεια που σκότωσα νωρίτερα, είσαι ένα μηδενικό. Αλλά, ακόμη κι αν είναι γραφτό να πεθάνω από το χέρι σου, σας γίνει έτσι,» γύμνωσε και το δικό του ξίφος ο Αχιλλέας, σηκώνοντας τη θαυμάσια ασπίδα του Ηφαίστου.

«Έχω πολεμήσει και τραυματίσει Θεούς. Δεν είσαι παρά ημίθεος. Ας αρχίσει να θρηνεί η θαλάσσια μητέρα σου.»

Πρώτος επιτέθηκε ο Τυδείδης, για να συναντήσει τελικά όχι τον ημίθεο μα τον θνητό Μενέλαο. Με την ασπίδα του, σταμάτησε αναίμακτα την ορμή.

«Πάψε και λογικέψου, Διομήδη!» Τον ικέτευσε πρακτικά, γεμάτος ένταση κι αγωνία. «Την τελευταία φορά, που συνέβη διένεξη μεταξύ του Αχιλλέα και του αδελφού μου, θυμάσαι πόση καταστροφή επήλθε. Δεν αντέχουμε να χυθεί κι άλλο αίμα σήμερα!»

«Αχιλλέα, συγκρατήσου πια!» Ακουγόταν απέναντι ο Τελαμώνιος Αίας, που έσφιγγε από τη μέση τον Πηλείδη, όσο ο Αντίλοχος βαστούσε τα πόδια. Τον είχαν σηκώσει ψηλά, οριζόντια, για να τον ελέγχουν. «Θα χύσεις αίμα άτιμο, ηρωικό και σπουδαίο, για έναν άθλιο;»

«Σκότωσε τον Θερσίτη εκτός μάχης, επιτέθηκε άνανδρα κι άτιμα, σαν να έσφαζε αρνί για θυσία! Αν αυτό δεν αποτελεί ιεροσυλία, τότε τι;» Παραπονιόταν στον Μενέλαο ο Διομήδης.

«Πόσο άλλο θαυμάσιο αίμα πρέπει να χυθεί σήμερα, απορώ,» αναφώνησε εξουθενωμένα ο μεγάλος Αίας. «Χάσαμε τον Ποδάρκη κι αντί να ετοιμάζουμε την κηδεία του, πολεμάμε μεταξύ μας ως αλέκτορες!»

«Πέθανε ο Ποδάρκης;»

Από την έκπληξη αμφοτέρων, τα ξίφη έπεσαν ταυτόχρονα στο χώμα.

«Υπέκυψε στο τραύμα από την Πανθεσίλεια,» έσκυψε το κεφάλι λυπημένα ο μικρός Ατρείδης. «Έσβησε η νιότη του αδίκως μα ηρωικά, τουλάχιστον.»

«Αντί να κλαίμε αυτόν, θέλετε να κλαίμε κι εσάς, αναίσχυντοι,» συμπλήρωσε με πόνο ο Αντίλοχος. «Βανδαλίζουμε τη μνήμη του νεκρού μας αμέριμνα, λες κι η διαμάχη του Ατρείδη με εσένα, Αχιλλέα, δε μας δίδαξε τίποτα.»

Ο γιός της Θέτιδας συμμορφώθηκε.

«Πάρτε το σώμα του Θερσίτη, να μην το βλέπω καν και κάνετε όπως νομίζετε, δε με νοιάζει.»

Εκείνη την ώρα, έφτασε, μάλλον αργοπορημένα, ο Οδυσσέας, με μια ζοφερή έκφραση που δεν του ταίριαζε διόλου. Κοιτώντας τον Αίαντα, το έρεβος του θέριεψε. Έσπευσε κοντά του.

«Πού ήσουν, Οδυσσέα; Σε χρειαζόμασταν, για να συγκρατήσεις την τρέλα του Θερσίτη, που του κόστισε τη ζωή.»

«Καλώς πέθανε· όσοι μιλούν πριν σκεφτούν, ζουν από τύχη,» παρέβλεψε το γεγονός χωρίς εντυπωσιασμό ο γιός του Λαέρτη. «Ήμουν με την Τέκμησσα, στη σκηνή σου. Θέλησα να την επισκεφτώ κι έζησα τον εφιάλτη που ο κάθε γονιός απεύχεται. Ο γιός σου, Αίαντα, ο Φύλαιος, είναι νεκρός.»

Ανέκφραστος, αμίλητος και χωρίς καμία αντίδραση, πορεύτηκε ως τη σκηνή του ο μεγάλος Αίας κι αφού εισήλθε, για να δει τη γυναίκα του να κλαίει πάνω από το μικροσκοπικό σώμα, το αμόλυντο, κατέρρευσε.

Με το δειλινό να πλησιάζει, τέλεσαν τις κηδείες όλων των νεκρών τους, που θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους πλην του ήρωα Ποδάρκη, που τάφηκε δίπλα στον αδελφό του, τον Πρωτεσίλαο, σε μνήμα ξεχωριστό και μοναδικό, για να μη λησμονηθεί ποτέ η προσφορά του. Ήταν τόση η θλίψη, που δεν ακούστηκαν παιάνες παρά μόνο για τον Αχιλλέα, τον στρατηγό που είχε και πάλι λυτρώσει τον στρατό από τεράστιο κίνδυνο.

Ο Αγαμέμνων παρέθεσε γεύμα πλούσιο στη σκηνή του προς τιμήν του Αχιλλέα. Ο Διομήδης είχε καθίσει όσο μακρύτερα του μπορούσε, ενώ ο Αίας κι ο Οδυσσέας έλειπαν. Βρίσκονταν κι οι δυο στη σκηνή του πρώτου, για να παραστούν στον θρήνο του Φύλαιου, στη στωικά θλιμμένη Τέκμησσα, που είχε αναλάβει να παρηγορεί τον άνδρα και τον γιό της παρά τον εαυτό της. Η Νύχτα προχώρησε, οι Αργείοι γιόρταζαν, οι Αμαζόνες επέστρεφαν με δεκατρείς νεκρές στη Θεμίσκυρα κι οι Τρώες επέστρεφαν στην απελπισία.

Προχωρώντας η Νύχτα γοργά κι η Σελήνη ασημένια βασίλευε στον ουρανό, ο Αγαμέμνων αυτοπροσώπως βρέθηκε στη σκηνή του μεγάλου Αίαντα, μαζί με τον Μενέλαο ως σιωπηλό ακόλουθο.

Δυο λυχνίες μονάχα έκαιγαν στο δώμα, αφήνοντας ελάχιστο φως να απλωθεί και προσιδίαζε σε σπηλιά παρά σε κατοικήσιμο οίκο, με παιδιά. Ο Οδυσσέας στεκόταν κάτω από μια, ο μόνος που φαινόταν καθαρά μέσα στο ημίφως. Η γιγαντιαία μορφή του Αίαντα διαφαινόταν κάπου στα αριστερά του, καθιστή και σειόμενη από σιγανούς λυγμούς, ενώ στα χέρια κρατούσε τον ζωντανό γιό, τον Ευρυσάκη, τον μόνο λόγο πια που τον κρατούσε ζωντανό κι εχέφρονα. Η Τέκμησσα καθόταν παράμερα μόνη, ολόρθη κι έσφιγγε ένα κομμάτι ύφασμα στα τρεμάμενα χέρια της. Δίπλα, ο Τεύκρος έκλαιγε άηχα, κουλουριασμένος κατάχαμα.

«Να σε συλλυπηθούμε ήρθαμε κι επίσημα, γιέ του Τελαμώνα, για την απώλεια σου,» μίλησε ο Αγαμέμνων κι έμοιαζαν όλοι να ξυπνούν από έναν νεκρικό λήθαργο.

«Ω,» αναφώνησε έκθαμβη η Τέκμησσα κι έσπευσε να τους φέρει σκαμνιά. «Καλώς ήλθατε, Ατρείδες Άνακτες. Να σας φιλέψω οίνο ή γάλα;»

«Τίποτα, ευγενή Τέκμησσα,» απάντησε ο Μενέλαος. «Κάθισε και γαλήνευσε· ως μητέρα, σου αξίζει.»

Πάγωσε στη θέση της. Μηχανικά, έφερε άλλους δυο λύχνους και τους άναψε, για να έχουν περισσότερο φως κι εν τέλει, στάθηκε δίπλα στον Οδυσσέα, για να φανεί αυτό που έσφιγγε στα χέρια ανεπαίσθητα· ένα πάνινο άλογο, παίγνιο του νεκρού Φύλαιου.

«Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε,» είπε, με φωνή βραχνή ο Αίας. «Με τιμάτε δεόντως κι απολογούμαι που δεν παρευρέθηκα στο δείπνο προς τιμήν των νεκρών και του Αχιλλέα.»

«Μην το συζητάς αυτό. Κόντεψα να θυσιάσω την κόρη μου και πάλι, δεν μπορώ να φανταστώ τον δικό σου πόνο,» τον καθησύχασε ο Αγαμέμνων.

Κι ενόσω πάλι η Τέκμησσα έπιασε έναν σκοπό πένθιμο και τραγουδούσε μοιρολογώντας, καθώς ο Αγαμέμνων συνομιλούσε χαμηλόφωνα με τους γιούς του Τελαμώνα, ο Μενέλαος πλησίασε τον Οδυσσέα.

«Ο Αχιλλέας σκότωσε τον Θερσίτη, το ξέρεις, θαρρώ. Ο Διομήδης είχε δίκιο, ο φόνος είναι ανίερος. Φοβάμαι μήπως προκληθεί δίκαιη τιμωρία από τους Θεούς και πέσει στις κεφαλές όλων μας. Μονάχα εσύ μπορείς να πείσεις τον Πηλείδη να εξαγνιστεί. Τα λόγια τα δικά μου και του Αγαμέμνονα φάνηκαν άκαρπα.»

Ο γιός του Λαέρτη δεν απάντησε. Ωστόσο, ο μορφασμός προβληματισμού του βάθυνε και σκοτείνιασε. Άλλο ένα βαρύ φορτίο του καθήκοντος τον ανέμενε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Την αμέσως επόμενη ημέρα, ο Πρίαμος συγκάλεσε συμβούλιο, στο οποίο απλώθηκε μια σιωπή πρωτοφανής· ούτε οι πιο εύγλωττοι ή φλύαροι δεν έβρισκαν λέξεις. Τελικά, τον λόγο πήρε ο τελευταίος άνθρωπος που ανέμενε· ο ανδράδελφος του, ο Θυμοίτης.

«Τρώες, Δάρδανοι, αγαπητοί σύμμαχοι του ιερού Ιλίου, δε θαρρώ πως βρίσκεται πια λύση στο τεράστιο πρόβλημα που λέγεται Αχιλλέας. Άμυνα δεν απαντάται ικανή για αυτόν πια· ο Έκτωρ, ο τρανός μας κι άψογος στρατηγός μας χάθηκε από αυτόν, που και Θεό ακόμη πιστεύω θα τραυμάτιζε. Ήρθε, έπειτα, η κόρη του Άρη, η ανυπέρβλητη Πανθεσίλεια και δαμάστηκε κι αυτή ανηλεώς. Τη θαυμάζαμε, είχαμε αποθέσει όλη την ελπίδα μας στις πλάτες της κι όλα χάθηκαν. Ας αναλογιστούμε, τώρα, αν αξίζει να συνεχίσουμε τον απέλπιδο Πόλεμο ή να εγκαταλείψουμε την πόλη, για να σώσουμε τις ζωές μας, τουλάχιστον.»

Η βοή πανικού που ξεσήκωσε ο λόγος του, δεν μπορούσε να περιοριστεί παρά από τον ίδιο τον Πρίαμο, που χτύπησε το μακρύ του σκήπτρο στο χρυσό του θρόνου του κι ο οξύς, μεταλλικός κρότος κατόρθωσε να επιφέρει μια ησυχία.

«Φίλε μου, Θυμοίτη, η ελπίδα δεν έχει σβήσει,» δήλωσε με αξιοσημείωτη σιγουριά. «Δεν εγκαταλείπουμε την πόλη μας, το κάστρο των προγόνων μας, αυτό αποτελεί την εσχάτη λύση, του εντελούς κινδύνου. Μπορούμε, μέχρι να έρθει ο επόμενος ισχυρός μας σύμμαχος, να πολεμάμε από τα τείχη και τους πύργους, αν επιτεθούν ξανά οι Αχαιοί.»

«Και ποιός είναι ο νέος μας σύμμαχος; Δεν πέθαναν όλοι οι σπουδαίοι;» Απόρησε ο Θυμοίτης.

«Ο ανιψιός μου, ο Βασιλιάς Μέμνων της Αιθιοπίας,» αποκρίθηκε ο Πρίαμος υπερήφανα. «Όπως εστάλη ο Πολίτης στη Θεμίσκυρα, έτσι ο Πάμμων εστάλη στην Αιθιοπία. Εφόσον δεν έχει επιστρέψει ακόμα, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι, όταν γυρίσει, θα έχει μαζί του τον Μέμνονα και τους Αιθίοπες του. Ο Μέμνων, ο γιός του μεγάλου αδελφού μου, του Τιθωνού, είναι ο σπουδαιότερος μαχητής που γεννήθηκε ποτέ στην Ανατολή. Δε θα δαμαστεί ποτέ από κανέναν, μονάχα θα κερδίζει μάχες για εμάς!»

«Πατέρα, επίτρεψε μου να εκφράσω τον δισταγμό μου,» πήρε τον λόγο ο Έλενος, ο πρώτος που μιλούσε από τους Πριαμίδες εκείνη την ημέρα. Ο Πάρις πάλι απουσίαζε. «Η Πανθεσίλεια ήταν Αμαζόνα, κόρη του Άρη, ημίθεη και δεν κατόρθωσε τίποτα ενάντια στον Αχιλλέα.»

«Ο Μέμνων, πρίγκιπα Έλενε, είναι γιός της Αυγής της ίδιας, της Ηούς,» ανέλαβε να απαντήσει ο Αντήνωρ. «Ο αγαπημένος της γιός, λέγεται κι ευλογημένος από όλους τους Θεούς ξεχωριστά· ένα αγόρι λαμπρό κι ασύγκριτο, που δεν υστερεί σε τίποτα από τον Αχιλλέα. Αν μη τι άλλο, μπορούμε να πούμε ότι είναι καθ'όλα όμοιός του.»

«Ας αναμένουμε, λοιπόν και να είστε βέβαιοι ότι ο Άναξ της Αιθιοπίας θα φανεί αντάξιος κι ανώτερος των προσδοκιών σας,» κατέληξε ο Πρίαμος κι η σιγουριά του σκορπούσε απανταχού εφησυχασμό.

Μολαταύτα, μια φωνή αντίρρησης κατόρθωσε εκπληκτικά να ξεχωρίσει.

«Βασιλιά Πρίαμε, ο σεβασμός και το καθήκον με ωθούν στη σιωπή μα η καρδιά μου προστάζει να αντιταχθώ,» μίλησε επιβλητικά ο Πολυδάμας, ο βασικός υπασπιστής του εκλιπόντος Έκτορα, ο ανδρείος οιωνοσκόπος. «Ας έρθει, με τις ευλογίες των Θεών που μας προστατεύουν, ο Μέμνων και θα τον υποδεχτούμε με τιμές αντάξιες της γενιάς και της συγγένειας σας. Όμως, αν οι Μοίρες μας γελάσουν ξανά κι αποδειχτούν φρούδες οι ελπίδες μας, θα βρεθούμε σε δυσμένεια απερίγραπτη. Οι Δαναοί είναι παντοδύναμοι πια κι εμείς είτε θα κλειδωθούμε στην πόλη με δειλία ώσπου να αφανίσουμε ο ένας τον άλλον είτε θα πολεμήσουμε και θα αφανιστούμε, διότι η πόλη θα πέσει, το δίχως άλλο. Δε μας μένει άλλη λύση, λοιπόν, από αυτό που έπρεπε να είχαμε κάνει από την πρώτη στιγμή· να δώσουμε πίσω την Ελένη στον άνδρα της κι όλα όσα λήστεψε ο Πάρις από τον Ατρείδη Μενέλαο, για να λήξει ο Πόλεμος κι η Τροία να σωθεί. Ακούστε με, σας παρακαλώ. Είχα ικετεύσει τον Έκτορα να μείνει στην πόλη, να μη στρατοπεδεύσει εκτός των τειχών κι αν με είχε ακούσει, θα ζούσε ακόμη.»

Σιωπηλά, άπαντες συμφωνούσαν μαζί του αλλά δε μιλούσαν, γιατί ο Βασιλιάς παρέμενε στωικός και βλοσυρός στον θρόνο του. Αντί, ωστόσο, να απαντήσει εκείνος, ξεπρόβαλε άλλος από τις σκιές και βροντοφώναξε.

«Πολυδάμα, ότι είσαι άνανδρος και φυγοπόλεμος, αν όχι ρίψασπις, ας το μάθουν τώρα όλοι,» ο ίδιος ο Πάρις προκάλεσε όλα τα βλέμματα πάνω του, περπατώντας προς τον πολέμαρχο με όλη την υπεροψία του χρυσού που τον στόλιζε. «Στα στήθη σου, η καρδιά δεν καρτερά τον Πόλεμο, τεμπέλα κι ασυγκίνητη, φυγόπονη. Καυχιέσαι ως σοφός σύμβουλος και μόνο μωρείες βγαίνουν από το στόμα σου! Εσύ, λοιπόν, να απέχεις μόνος, γιατί όλοι οι άλλοι θα οπλιστούν μαζί μου και θα αναμένουν τη μάχη, για να βρούμε άλλη λύση στον Πόλεμο, έντιμη και δίκαιη. Μην τον ακούτε· μυαλό που λαχταρά φυγές και συνθηκολογήσεις, είναι μυαλό γυναίκας φοβιτσιάρας! Δε σε εμπιστεύομαι ξανά Διοικητή ανδρών, μειώνεις τη δύναμή τους!»

Ψίθυροι ξεσηκώθηκαν και πάλι, με ταραχή και μουρμουρητά ανεξέλεγκτα, που κόπασαν με την άμεση, απροκάλυπτη ανταπάντηση του έξαλλου Πολυδάμαντα.

«Αθλιότερε των άθλιων, αχρειότερε όλων των θνητών, το θράσος σου μας γέμισε συμφορές κι απείχες από τις μάχες μέχρι πρότινος, γιατί τόσο επιθυμείς να δεις την πόλη σου να λεηλατείται! Όταν σε έψαχνε στους γυναικωνίτες ο Έκτωρ και σε ονείδιζε δίκαια, ήθελες να πολεμάς; Ας με φυλάει η Αθηνά από ανδρεία σαν τη δική σου, ας κλειστώ στο σπίτι μου από το να με διατάζεις εσύ!»

Ο Πάρις, παρατηρώντας το προειδοποιητικό βλέμμα στον πατέρα και τα αδέλφια του, ακόμη και στον Διήφοβο, έκανε μια δραματική, επιτηδευμένη στροφή κι εξήλθε της αίθουσας, υποκρινόμενος τον θιγμένο.

Μολαταύτα, όταν λίγο αργότερα, ψηφίστηκε με αισθητή διαφορά να μην υπάρξει καμία συνθηκολόγηση από Γερουσία κι Άριστους, ο Έλενος κι ο Πολυδάμας βγήκαν μαζί, ωσάν στηριζόμενοι ο ένας στον άλλον, συντετριμμένοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Πηνελόπη συγκράτησε τον εαυτό της μια ολόκληρη ημέρα, παλεύοντας να ηρεμήσει την ταραγμένη της συθέμελα ψυχή, που παλλόταν και σειόταν, διότι ήταν υπερβολικά νέα, για να αντέξει την αδικία. Είχε πια αρχίσει να ενστερνίζεται ότι, όσο οξύνους και σοφή κι αν ήταν, ο ζόφος του κόσμου δε θα έπαυε ποτέ να τη συνθλίβει και μονάχα όταν θα στεκόταν ψυχρή κι αγέρωχη εμπρός του, θα γινόταν πραγματική γυναίκα. Τι κι αν διοικούσε μόνη πρακτικά το βασίλειο του άνδρα της, με έναν γιό παιδί να αναθρέφει, αισθανόταν ακόμη η παιδούλα που είχε συναντήσει μια άνοιξη στη Σπάρτη τον Οδυσσέα κι είχε πεισμώσει να γίνει γυναίκα του, ενστικτωδώς, αναγνωρίζοντας την ευφυΐα της στα μάτια του.

Νοσταλγούσε τη φιλήσυχη Ιθάκη, με τους βοσκούς και τους εμπόρους της, με τους ιδιόρρυθμους αριστοκράτες και τις πειρατικές επιδρομές που απαιτούσαν διηνεκή άμυνα. Χίλιες φορές να αντιμετώπιζε καθημερινά πειρατές παρά να συνέχιζε να διαμένει στις πολύχρυσες Μυκήνες.

Ένα λαγούμι σκελετών είναι, θεία, ένα χρυσό κλουβί, που όλοι εισέρχονται, για να βγουν νεκροί, της είχε πει με τα πιο στοιχειωμένα μάτια η Ηλέκτρα την προηγούμενη ημέρα. Ανατρίχιαζε στη σκέψη, γνωρίζοντας πλέον πως είχε απόλυτο δίκιο.

Όταν χτύπησε τη θύρα της Άνασσας ξαδέλφης της, άνοιξε μια θεραπαινίδα ευθύς, ωσάν να την περίμεναν, ωσάν να γνώριζαν τι θα επακολουθούσε.

Βλέποντας την, η Κλυταιμνήστρα χαμογέλασε γλυκόπικρα.

«Αφήστε με μόνη με την εξαδέλφη μου. Θα σας καλέσω ξανά, όταν θελήσω,» έδιωξε αμέσως τις δούλες της, μαζί και τις τροφούς με τα μικρά παιδιά της, τα άνομα, τα ανίερα, εκείνα που προκαλούσαν αισχύνη στην Πηνελόπη κι αηδία στην Ηλέκτρα.

«Εγκατάλειψε κάθε ηλίθια δικαιολογία,» τη διέταξε απροκάλυπτα, αρνούμενη και να την αντικρίσει. «Μίλησα με την Ηλέκτρα, επιτέλους κι όλες μου οι υποψίες επιβεβαιώθηκαν με τον πιο άθλιο τρόπο.» Άκουσε την Κλυταιμνήστρα να ανασαίνει κοφτά και την αγνόησε πλήρως. «Μονάχα μια ερώτηση απομένει· γιατί θρηνείς την -κατά πάσα πιθανότητα ζωντανή- Ιφιγένεια κι εθελοτυφλείς στην τραγωδία της Ηλέκτρας;»

«Λησμονείς κάτι νευραλγικό εδώ, Πηνελόπη,» ακούστηκε μάλλον απεγνωσμένη παρά αυστηρή. «Η Ηλέκτρα με μισεί. Της πρόσφερα τη λύση· θα πάρω το παιδί της για δικό μου κι όλα θα τακτοποιηθούν. Το παιδί μου δε θα καταστραφεί· και πάλι, δε θέλει να με βλέπει. Η Ιφιγένεια, όταν της είπα την αλήθεια για τους γονείς της, επέλεξε να μείνει μαζί μας στις Μυκήνες, με αγαπούσε τόσο, που με διάλεξε ως μητέρα της! Για πάντα, λοιπόν, θα τη θρηνώ και θα ζητώ να πληρωθεί το αίμα της με το αίμα του Αγαμέμνονα.»

«Πάψε να σκέφτεσαι τόσο αχρεία,» την κάκιωσε η Πηνελόπη. «Θα μετά μορφωθείς σε τέρας, στο τέλος, δε θα σε ενδιαφέρει τίποτα παρά η εκδίκηση και μάλιστα, για κάποιον που βρίσκεται τόσο μακριά και δεν μπορεί να σε βλάψει διόλου. Ο αληθινός εχθρός σου είναι ο Αίγισθος, Κλυταιμνήστρα, που διέλυσε την Ηλέκτρα κι έχει καταντήσει στοιχειό.»

«Ο Αίγισθος είναι εχθρός του Αγαμέμνονα, Πηνελόπη και δη, ο χειρότερος. Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου και με βοηθήσει να συντελέσω την εκδίκηση άψογα.»

«Ονομάζεις διαρκώς τον Αγαμέμνονα εχθρό σου. Όμως, σε θυμάμαι πάντοτε ευτυχή κι ερωτευμένη στο πλευρό του· όχι βουτηγμένη στη μοχθηρία που σου γέννησε η πικρία.»

«Φυσικά κι είναι εχθρός μου, σκότωσε το παιδί μου, το σπλάχνο μου, για δεύτερη φορά!» Την άκουγε πλέον εγγύτερα της, όπως και τη χλαμύδα της να σέρνεται στο δάπεδο. «Την πρώτη, τον συγχώρεσα, γιατί κρυβόμουν πίσω από έναν νεανικό, ηλιθιο έρωτα. Ήμουν τόσο τυφλωμένη και πικραμένη που δεν ένιωθα τίποτα για τον ομόκλινό μου και τα πάντα για αυτόν, που πέρασα την κατακτητική του μανία για αγάπη.»

«Ακόμη και τώρα, βρίσκεσαι σε σύγχυση,» κάγχασε η Άνασσα της Ιθάκης. «Αγαπάς τον Αγαμέμνονα και λαχταράς να τον σκοτώσεις. Δεν είσαι καν σίγουρη ότι θυσίασε την Ιφιγένεια.»

«Αυτό ήταν ανέκαθεν το πρόβλημα με εμένα και αυτόν, Πηνελόπη,» ένιωσε ένα παγωμένο χέρι στον ώμο της και στράφηκε, για να αντικρίσει το λίθινα ανέκφραστο πρόσωπο της Κλυταιμνήστρας. «Ότι ένιωθα και νιώθω τα πάντα για εκείνον. Η σκέψη κι η ανάμνηση του μου προκαλούν ταυτόχρονα μίσος, έρωτα, αποστροφή, αγάπη, νοσταλγία, εκδίκηση, θυμό, λατρεία, τα πάντα! Κάθε δυνατό συναίσθημα που μπορεί να ανθίσει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους μου το προκαλεί.»

Αυθόρμητα, η Πηνελόπη έγειρε και την έκλεισε σε μια ζεστή αγκάλη που έβριθε αγάπης, όπως παλιά, που μεγάλωναν μαζί στην Αυλή του Τυνδάρεω. Μόλις άρχισε η περήφανη Άνασσα να τραντάζεται από λυγμούς και δάκρυα αναρίθμητα, ανακουφίστηκε κι η ξαδέλφη.

«Νομίζεις ότι αρέσκομαι να μοιράζομαι την κλίνη μου με αυτόν, που μαζί με τον πατέρα του αφάνισε την οικογένεια του Αγαμέμνονα;» Ρώτησε, ξεσπώντας όλη την οδύνη της πια, η Κλυταιμνήστρα. «Το ξέρω, λαχταρά να λουστεί στο αίμα των παιδιών μου. Αν δεν τον ικανοποιώ, αν δεν τον ελέγχω έστω κι επίπλαστα, θα εξαπολυθεί άγρια το θηρίο κι εγώ θα είμαι εντελώς αδύναμη, ανίκανη να προστατεύσω τα σπλάχνα μου. Εφόσον του δίνω γιούς, ο Ορέστης μου θα είναι ασφαλής εκεί που κρύβεται. Κάλλιο να πουληθεί το δικό μου κορμί και η ψυχή παρά να κινδυνέουν τα παιδιά μου. Μονάχα, η Ηλέκτρα μου,» πήρε μια βαθιά ανάσα, για να αντλήσει αντοχή. «Δεν μπόρεσα να την προστατεύσω. Είχαμε μια έντονη διαφωνία και λογομαχία, τότε, ώστε όλο λιποθυμούσα, ζαλιζόμουν, δεν μπορούσα να σταθώ όρθια. Επηρεάστηκε η καταραμένη εγκυμοσύνη, το δίχως άλλο. Κι αυτός, το εκμεταλλεύτηκε τόσο άρτια, που ακόμη δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πόσο καταστράφηκε το παιδί μου.»

«Όπως κι εσύ κι η Ελένη καταστραφήκατε,» σχολίασε πικρά η Πηνελόπη. «Τους Θεούς ευγνωμωνώ που δεν έχω κόρες, πλέον.»

«Ακριβώς επειδή κατανοώ το μαρτύριό της, έπρεπε να την είχε προφυλάξει, να μη βίωνε ποτέ αυτά που έζησα εγώ,» βυθίστηκε κι άλλο στην αγκαλιά της ξαδέλφης της, σαν τρομαγμένο μωρό.

«Τα παιδιά του Αγαμέμνονα κινδυνέουν εδώ, Κλυταιμνήστρα, είναι προφανές. Άφησε με να πάρω την Ηλέκτρα και τα κορίτσια στην Ιθάκη, να τις προστατεύσω. Κανένας δε θα τολμήσει να τους κάνει κακό στο ανάκτορο του Λαέρτη και θα τις φυλούν οι φρουροί μου.»

«Αδύνατον αυτό,» κάγχασε με μια αλλοπρόσαλλη μελαγχολία. «Είναι τα παιδιά μου, δεν μπορώ να τα αποχωριστώ. Για τον Ορέστη πονώ κάθε μέρα, δεν μπορώ να διανοηθώ την οδύνη του χωρισμού από όλα τους. Κι ύστερα, είναι όλες κόρες του πατέρα τους, ειδικά η Ηλέκτρα κι η Χρυσόθεμις, οι μεγαλύτερες. Δεν αφήνουν τις Μυκήνες, την πατρογονική γη, που κτήθηκε με τόσο αίμα και θυσίες. Παρακάλεσα την Ηλέκτρα να επισκεφθεί την Ερμιόνη στη Σπάρτη κι ήταν κατηγορηματικά αρνητική.»

«Το ίδιο μου απάντησε κι εκείνη, σαν της το πρότεινα,» εξέπνευσε κουρασμένα η κόρη του Ικάριου. «Προτιμά να μείνει στις Μυκήνες και να υποφέρει, να βασανίζεται, παρά να τις εγκαταλείψει. Οι Ατρείδες, είπε, ανήκουν στις Μυκήνες τους, ειδάλλως ο τύμβος του Ατρέα θα κατακρημνιστεί.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ηώς ξεκινούσε το καθιερωμένο της ταξίδι από την Ανατολή, έσπερνε το λευκό της φως με τα ροδαλά δάχτυλα σε όλη την πλάση που οριζόταν, έσταζε τη δροσιά της στη φύση κι έπειτα, έγερνε στη Δύση, για να ετοιμαστεί ο Ήλιος με το πύρινο άρμα και τον ολόφωτο δίσκο, που ακτινοβολούσε φως εκτυφλωτικό και φωτιά άσβεστη. Εκείνη του άνοιγε πάντοτε τη Θύρα της Ανατολής, για να ξημερώσει η Ημέρα στον Αιθέρα. Στεφανοφορούταν με άνθη που την εφοδίαζαν πτηνά και με πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της, ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη, της οποίας οι σταγόνες άστραφταν ως αδάμαντες στις πρώτες ακτίδες του Ήλιου.

Ωστόσο, κάθε ημέρα, αντί να επιστρέψει στο ανάκτορό της, που κάποτε κατοικούσαν οι Τιτάνες γονείς της, στην Όσσα, έσπευδε στην Αιθιοπία, για να αφυπνίσει τον γιό της. Ο Μέμνων δεν αποτελούσε τον μοναδικό της γιό, άλλωστε όλοι οι Άνεμοι ήταν γιοί της, μεταξύ πολλών άλλων, μα ο Μέμνων ήταν ο τελευταίος κι ο πιο αγαπημένος της.

Τον λάτρευε, κυρίως επειδή λάτρευε τον πατέρα του, τον Τιθωνό, τον οποίον από έφηβο είχε πάρει από το Ίλιον κοντά της, για να παντρευτούν και του είχε παραχωρήσει το βασίλειο της Αιθιοπίας. Ως κι αθάνατο είχε μεριμνήσει να τον κάνει, μετά από παράκληση στον Δία. Ο Μέμνων, στα μάτια του λαού του και τα δικά της, ήταν καθόλα τέλειος· εγγενώς ευγενής, μειλίχιος, δίκαιος, με αλάνθαστη κρίση, επιβλητικά εύμορφος και με φυσικό τάλαντο στην πολεμική τέχνη. Γέμιζε υπερηφάνεια τους γονείς του αμφότερους, γιατί δεν υστερούσε σε τίποτα ούτε αλαζονεία τον χαρακτήριζε μηδέ νωθρότητα ή απληστία. Ήταν υποδειγματικός γιός, Βασιλιάς, δικαστής και στρατάρχης.

Το μόνο που διατάρασσε την Ηώ ήταν ότι, όποτε εισερχόταν στο δώμα του, για να τον αφυπνίσει γλυκά, τον έβρισκε πάντοτε ολομόναχο στην κλίνη να κοιμάται.

Το ανάκτορο βρισκόταν στην πόλη που είχε ο ίδιος ιδρύσει, το Μεμνόνιο, που αργότερα θα ονομαζόταν Σούσα. Είχε γυρίσει όλη την Ανατολή ο Μέμνων, είχε ταξιδέψει στην υπέρλαμπρη Αίγυπτο, για να αναπτύξει φήμη φοβερή, ως αήττητος και ξακουστός ήρωας, εξαίρετος τοξοβόλος, δορυφόρος και ξιφομάχος. Στην Αίγυπτο δε, τιμόταν κι ως Βασιλεύς Ήλιος, ο δικός τους ονομαστός Φαραώ.

Ωστόσο, μπαίνοντας στην κάμαρή του με τα φτερά ανοιχτά κι ένα ολόλαμπρο χαμόγελο στα χείλη η υπέροχη Ηώς, τον βρήκε ήδη ξυπνητό, να ακονίζει ένα τεράστιο ξίφος με μια εβένινη πέτρα και τρομερή προσήλωση. Χρειάστηκε το ζωογόνο της φως, για να τον αποσπάσει. Ύψωσε το βλέμμα και της χαμογέλασε γλυκά, παιδικά, ώστε η αθάνατη καρδιά της έλιωνε από λατρεία.

«Καλώς ήρθες, μητέρα,» άφησε απαλά το ξίφος παράμερα κι έτρεξε να την αγκαλιάσει.

Τον έκλεισε στα μπράτσα της ένθερμα, καλύπτοντας τον με τα χρυσά φτερά σαν ευλογία.

«Καθόλου δεν κοιμήθηκες, αγάπη μου,» κοίταξε τα κουρασμένα του μάτια με πόνο η Ηώς. «Ξενύχτησες πάνω από τα όπλα σου, πάλι;»

«Εφόσον ασχολήθηκα με κάτι που με ευχαριστεί, θα έπρεπε να χαιρόσουν, μητέρα,» φάνηκε να μην κατανοεί την ανησυχία της, ενώ ετοίμασε να της προσφέρει ανάλαφρο οίνο με χυμούς φρούτων. «Θεωρώ πολύ πιο παραγωγικό να ασχολούμαι με τα όπλα μου και με την επιμόρφωσή μου, έναντι των ασχολιών του Ημαθίωνα, που είτε τρωγοπίνει είτε χασομερά με γυναίκες κι ερωτοτροπίες. Σπαταλά τον χρόνο του με ανούσια πράγματα.»

«Ελπίζω να μιλάς έτσι, για να με πειράξεις κι όχι ειλικρινά,» η ανησυχία της γιγαντώθηκε. Δέχτηκε το επίχρυσο κύπελλο εναγωνίως.

«Ποτέ δε μιλώ ανέντιμα, μητέρα, το γνωρίζεις,» πέταξε τον νυχτικό του χιτώνα ο Μέμνων, για να ενδυθεί έναν άλλον, πιο επίσημο, βαθυκόκκινο, με χρυσή χλαμύδα, την περιβολή του Βασιλέως. «Αγαπώ τον αδελφό μου όσο τίποτα κι όσα έχω, του ανήκουν αλλά δε συμφωνώ με τον τρόπο ζωής του και του το έχω επισημάνει πολλάκις.»

«Χίλιες φορές να ήσουν κι εσύ περιπετειώδης, όπως ο Ημαθίων παρά τόσο ήρεμος,» αναστέναξε η Ηώς κι άδειασε το κύπελλο με μια γουλιά. «Ο Ημαθίων έχει έξι γιούς κι εσύ ανύπαντρος κι άτεκνος μαραίνεσαι.»

«Από τότε που ενηλικιώθηκα, κάνουμε την ίδια συζήτηση και πάντοτε, αναγκάζομαι να απαντώ το ίδιο, μητέρα,» αποκρίθηκε με θαυμαστή ηρεμία ο επιβλητικός Μέμνων. «Δε με ενδιαφέρει να νυμφευθώ, δεν έχω νιώσει ποτέ έλξη για κανέναν και πιστεύω ότι, αν το κάνω από υποχρέωση, η σύζυγος μου θα δυστυχήσει μαζί μου. Είμαι ευτυχής που ο Ημαθίων έχει τόσους γιούς, συνεπώς, αυτοί θα είναι οι κληρονόμοι μου.»

«Είσαι ένα θαύμα της φύσης, αγόρι μου, ο καρπός ενός υπέροχου έρωτα και θέλεις να χαθεί η γενιά σου μαζί με εσένα,» κατέληξε περίλυπη η Θεά της Αυγής. «Τέλος πάντων, μήπως ο επισκέπτης σου έφυγε, επιτέλους;»

Ήταν η σειρά του Μέμνονα να αναστενάξει.

«Μητέρα, η συμπεριφορά μου απέναντι στον Πάμμονα είναι επιεικώς άθλια.»

«Ουδόλως,» διαφώνησε εκείνη ευθύς. «Βρίσκεται εδώ μια εβδομάδα, τρώει και πίνει άφθονα, έχει κάθε άνεση, τα πηγαίνει θαυμάσια με τον Ημαθίονα στα γλεντοκοπήματα· πολύ αμφιβάλλω ότι στην πολιορκούμενη Τροία διάγει τόσο χαρισάμενη ζωή και ξέγνοιαστη.»

«Μα δεν ήρθε, για να καλοπεράσει, μητέρα,» διαφώνησε έντονα μα ευγενικά ο γιγαντόσωμος γιός. «Ο θείος Πρίαμος τον έστειλε, για να μας φέρει νέα ζοφερά και να μας καλέσει εκ νέου για βοήθεια. Όταν είχε έρθει το πρώτο κάλεσμα πριν έναν χρόνο, είχα αρνηθεί κατόπιν εντολής σου αλλά τώρα, που ο ξάδελφος μου, ο Έκτωρ, ο αγαπημένος, κείτεται νεκρός σε τύμβο, δεν επιβάλλεται να τρέξω στο Ίλιον και να τον εκδικηθώ;»

«Αγάπη μου,» έπιασε τα χέρια του με ξέχειλη στοργή η Ηώς και τα φτερά της πετάρισαν, «δε σε ανέθρεψα με το θείο μου γάλα των Τιτάνων, για να γίνεις εκδικητής θνητών. Δε σε έστειλα να μεγαλώσεις στον Κήπο των Εσπερίδων, για να σπεύδεις όπου καλεί ο κάθε αδύναμος κι ανίκανος συγγενής του πατέρα σου. Αγαπώ τον Τιθωνό μου αλλά η οικογένεια του πάντοτε με απωθούσε, ως άξεστη κι ανίερη, ειδικά ο ιταμός πατέρας του, ο Λαομέδων.»

«Ξέρεις ότι ούτε ο Πρίαμος ούτε ο Έκτωρ ομοίασαν στον Λαομέδοντα, όπως κι εγώ, άλλωστε. Ωστόσο, εσύ, που εξ απαλών ονύχων μου δίδασκες πόσο σπουδαία είναι η τιμή, η αξιοπρέπεια, ο δεσμός του αίματος, οι ιεροί όρκοι, που με ώθησες να αγαπώ τον αδελφό μου παρά τα παραπτώματα του, τώρα επιμένεις να αγνοήσω προδοτικά την ύβρη που υπέστη η οικογένεια μου. Πίστευα ότι εσύ, μητέρα, δεν ήσουν αντιφατική, όπως τα αδέλφια σου.»

«Βασιλιάς είσαι, Μέμνων, όχι θεματοφύλακας και, πάνω από όλα, οφείλεις να θέτεις το συμφέρον του λαού σου και το δικό σου,» επέμεινε η Ηώς, με τα τεράστια, αμυγδαλωτά μάτια. «Στείλε τον Πάμμονα πίσω στην Τροία με φρουρά, δώρα και συλλυπητήρια και το καθήκον σου θα τελέψει.»

«Φοβάσαι,» συμπέρανε, με οξυμένη περιέργεια. «Δεν έχεις ποτέ άλλοτε φοβηθεί για εμένα;»

Άφησε τα χέρια της να πέσουν στο πλάι, ηττημένη.

«Αδίκως τρέμω για σένα, αγόρι μου ακριβό;» πάλευε να διατηρήσει αυστηρότητα στη φωνή. «Τόσο απλά, να σε στείλω να αντιμετωπίσεις τον γιό της Θέτιδας; Τα νέα είναι ζοφερά, Μέμνων. Έπεσε νεκρή και η Πανθεσίλεια από αυτόν· η κόρη του Άρη! Πριν εννιά χρόνια, κόντεψε να σκοτώσει τον Τήλεφο, τον γιό του Ηρακλή κι ευνοούμενο του Απόλλωνα, ύστερα, έκοψε το νήμα της ζωής του μεγάλου Έκτορα και ποιός θα μου εγγυηθεί ότι εσύ θα γλιτώσεις;»

Ο Μέμνων έσκυψε το κεφάλι ταπεινά, θέλοντας να της παρασταθεί.

«Δεν μπορώ να σε αποτρέψω από τον εύλογο φόβο, όπως κι εσύ δεν μπορείς να με αποτρέψεις από το να σκεφτώ, τουλάχιστον, σοβαρά την πρόταση που μου έφερε ο Πάμμων. Μου ζητάς κάτι που αντιβαίνει στα διδάγματα της ζωής μου, τον κώδικα τιμής και την ιδιοσυγκρασία μου, όλα αυτά για τα οποία είμαι περήφανος να ονομάζομαι Βασιλιάς της Αιθιοπίας.»

«Έχει απόλυτο δίκιο ο θνητός γιός σου, Ηώ,» αντήχησε μια φωνή από τον άνεμο, για να υλοποιηθεί στον επιβλητικό Θεό Άρη, στον οποίον ο Μέμνων ενεός υποκλίθηκε. Ωστόσο, εκείνος κοιτούσε μόνο την Τιτανίδα ξαδέλφη του. «Εκπλήσσομαι που παρουσιάζει τόση σύνεση κι εντιμότητα, ενώ εσύ, κόρη του Υπερίωνα, τον ωθείς στην αμαρτία.»

«Εσύ, που ενσαρκώνεις κάθε αμάρτημα κι ατιμία, φύγε από το ανάκτορο του άνδρα και των γιών μου, το αμαυρώνεις!» Του έδειξε την έξοδο ευθαρσώς, εξοργισμένη με την απότομη εμφάνισή του. «Παράσιτα και μιάσματα σαν εσένα, δεν έχουν θέση στη θέα του Μέμνονα!»

«Προσβάλλεις Ολύμπιο Θεό, Τιτανίδα, πρόσεξε τα λόγια σου,» άδραξε το σπαθί του με μάτια κατακόκκινα.

«Κινούμενη προσβολή, δε θα σε φοβηθώ. Υπήρχα πριν καν μπει η ιδέα για τη μητέρα σου στο μυαλό του Κρόνου,» άνοιξε τα φτερά της η Ηώς.

«Μητέρα, φύγε, σε παρακαλώ,» επενέβη με έναν ψύχραιμο λόγο ο Μέμνων. «Ο Θεός Άρης με τιμά με την παρουσία του και θα τον φιλοξενήσω. Πήγαινε στον πατέρα, πάντοτε του λείπεις.»

«Σωστά, ο γέρος Τιθωνός πλέον είναι ανήμπορος για όλα,» σχολίασε με όλη την πικρία του ο Άρης, για να εισπράξει ένα βλέμμα ωμού μίσους από την Ηώ, η οποία, μολαταύτα, υπάκουσε τον γιό της κι αποχώρησε.

«Υποψιάζομαι ήδη για ποιόν λόγο βρίσκεσαι εδώ, σεβαστέ Θεέ,» υποκλίθηκε και πάλι ο Βασιλιάς, σαν έμειναν μόνοι. «Για την Τροία και το κάλεσμα που μου έφερε ο Πάμμων.»

«Εύγε· σωστά,» κατένευσε ο Άρης, προτού καθίσει στο εξαιρετικά αναπαυτικό ανάκλιντρο. «Ας μην κρυβόμαστε από την αλήθεια, Μέμνων· είσαι ο μοναδικός που μπορεί να σκοτώσει το θηρίο που λέγεται Αχιλλέας. Έχει σφάξει και σκυλεύσει δεκάδες γιούς του θείου σου, πρότινος την κόρη μου, την Πανθεσίλεια, δυνητικά τον Βασιλιά Αινεία και παραμένει ατιμώρητος. Δε δύναται κανείς να πατάξει τη μανία του εκτός από εσένα, είμαι βέβαιος πια.»

Του πρόσφερε ταπεινά τον φρουτώδη του οίνο και κάθισε απέναντι, σκεπτικός.

«Το γνωρίζω και συμφωνώ ότι δεν πρέπει να αγνοήσω την κλήση για βοήθεια. Αλλά ποτέ δεν έχω παρακούσει τη μητέρα μου ούτε την έχω δει τόσο φοβισμένη όσο τώρα.»

«Μπορείς να λιώσεις ένα κρανίο με γυμνά χέρια, τοξεύεις μόνο ισάξια του Φοίβου, στο άρμα είσαι άφταστος και δειλιάζεις στη μητέρα σου;» Εξερράγη εκνευρισμένος ο Θεός του Πολέμου. «Δεν έδωσα ποτέ σημασία στη μητέρα μου και νιώθω τυχερός.»

«Για αυτό, σε μισούν όλοι οι αθάνατοι και σε συνδέουν με κάθε φαυλότητα, άραγε;» Αναρωτήθηκε ο πάντοτε ευθύβολος, ειλικρινής Μέμνων.

Αν δεν τον χρειαζόταν, θα τον είχε διχοτομήσει στη στιγμή.

«Δεν είσαι παρά ένας νεαρός θνητός, δεν έχεις ιδέα από την πολυπλοκότητα των Θεών,» έστρεψε το βλέμμα υπεροπτικά, για να επανέλθει γρήγορα. «Ποθώ όσο τίποτα να συνθλίψω τον γιό της Θέτιδας, όπως κι άλλοι αθάνατοι, μα μας εμποδίζει η προστασία του Δία. Εσύ θα γίνεις το ξίφος μου, Μέμνων και θα σε δοξάσω, ενώ θα φροντίσω το αίτημα της μητέρας σου για αθανασία να εγκριθεί.»

«Θα σε βοηθήσω, όπως διατάζεις, διότι έτσι απαιτεί η τιμή και το δίκαιο, η δόξα μου περισσεύει,» ένευσε πρόθυμα. «Κι όσο για την αθανασία, δεν τη θέλω. Αν είναι σαν του πατέρα μου, αποτελεί βάσανο αιώνιο.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Αχιλλέας ξύπνησε απότομα το πρωινό εκείνο. Είχε αισθανθεί ένα αλλόκοτο σπρώξιμο μα δεν έβλεπε τον θύτη. Δίπλα του, η Βρυσηίδα κοιμόταν γαλήνια και κανείς άλλος δε φαινόταν. Συμπέρανε ότι επρόκειτο για κάλεσμα της μητέρας του σε συνάντηση. Απομακρύνθηκε από την κλίνη προσεκτικά, για να μην ξυπνούσε την εγκυμονούσα κι εξήλθε, πετώντας πάνω του έναν γκρίζο μανδύα.

Δεν είχε προλάβει να κάνει δέκα βήματα, όταν αντίκρισε τον τελευταίο που ανέμενε. Η Ηώς δεν είχε φανεί ακόμη μα δε θα συγχύζε ποτέ τα χαρακτηριστικά εκείνα, που πλέον δεν ήθελε να ξαναδεί.

«Σε εσένα ερχόμουν, γιέ του Πηλέα,» είπε ο Οδυσσέας χωρίς χαιρετισμούς.

«Λαχτάρησες τον θάνατο κιόλας;» Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος ανυπόμονα.

«Με διέταξαν οι Ατρείδες να σε συναντήσω· πιστεύουν ότι μόνο εμένα θα ακούσεις.»

«Οι ανόητοι δεν αλλάζουν ποτέ, λέει ο Φοίνιξ και τους ταιριάζει απόλυτα,» έφτυσε στο χώμα περιφρονητικά. «Αν μου έλεγες ότι ο ουρανός είναι σκοτεινός, θα ύψωνα το βλέμμα, για να βεβαιωθώ. Τίποτα δεν εισακούω.»

«Ο Διομήδης δίκαια σε κατηγόρησε και το ξέρεις,» μίλησε απτόητα ο γιός του Λαέρτη. «Σκότωσες τον Θερσίτη άτιμα, ενώ ήταν άοπλος κι ανυπεράσπιστος. Έπρεπε να τον είχες προκαλέσει σε μονομαχία. Έχεις στιγματιστεί με αθώο αίμα στα χέρια. Πρέπει να εξαγνιστείς άμεσα· την τελευταία φορά που συνέβη ύβρις στο στρατόπεδο, ο Σμινθέας θέριζε ψυχές στρατιωτών. Δε θα αντέξει άλλον λιμό ο στρατός.»

«Συμβουλές από εσένα δε θα δεχτώ ποτέ ξανά, τούτο να μηνύσεις στους Ατρείδες φίλους σου,» αποκρίθηκε κατευθείαν ο Αχιλλέας, χασκογελώντας ειρωνικά στα μαυρισμένα του μάτια από την αϋπνία. Εμφανώς, η συνάντηση τους τον είχε απασχολήσει εντόνως. «Ο Θερσίτης δεν ήταν παρά ένα αμάρευμα, που ζούσε και βάραινε τη γη, στην οποία έχουν θαφτεί τόσοι σπουδαίοι όπως ο Ποδάρκης, η Πανθεσίλεια κι ο Πάτροκλος. Δε θα εξαγνιστώ από τον φόνο του, γιατί δεν ήταν ανίερος. Να είστε ευγνώμονες που δεν τον τάισα στα άλογά μου.»

Τον προσπέρασε επιδεικτικά, χωρίς μια ματιά, αφήνοντας τον να βράζει σύγκορμος και να τρέμει από οργή.

«Πόσους ακόμη θανάτους μπορεί να μας φέρει αυτό το αρρωστημένο πείσμα;» Ψιθύρισε στον άνεμο απογοητευμένα και κίνησε να γύρει στη σκηνή του, προτού του φωνάξει: «Σε προειδοποίησα· μονάχα τούτο να θυμάσαι.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφάλαιο!

Πώς σας φάνηκε; 🖤

Η Μελανίππη έλαμψε, ο Φύλαιος πέθανε (ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ😭) ένεκα του plotline του μπαμπά, ΑΛΛΑ τι να τα κάνεις όλα αυτά όταν έχεις ένα κουκλί, αλάνι, μια κινούμενη τσαχπινιά σαν τον ΜΕΜΝΟΝΑ;

Ό,τι είναι ο Θόριν ο Δρυασπις για τον Tolkien είναι για μένα ο Μέμνων κι επειδή έχει ΤΕΡΑΣΤΙΟ, επικών διαστάσεων και συναρπαστικό στορυ, θα τον βάλω και σε μελλοντικό βιβλίο, για να του δοθεί η προσοχή που του πρέπει. Και θα (προσπαθήσω να) τον κάνω και asexual icon γιατί του πάει γάντι· δε βρήκα καμία μνεία σε γυναίκα ή άνδρα ή οτιδήποτε τριγύρω του κι έψαξα τα μάλα, οπότε, ΝΑΙ, άδραξα την ευκαιρία.

This is Memnon
Son of Tithonus, son of Laomedon
King under the Mountain of Ethiopia

Ναι, δεν κρατιέμαι 😂

Στο επόμενο κεφάλαιο, τώρα, θα δούμε λοιπές τσαχπινιές, γιατί ο Μέμνων έχει να ζήσει ένα επικό ταξίδι μέχρι την Τροία, μαζί με το ζουζούνι που λέγεται Πάμμων, ενώ θα δούμε λίγο καλύτερα την οικογένεια του φίλου Νέστορα, γιατί πρέπει να του δώσω τιμητική 😂

Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας 🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top