IX-Όρκος στην Πίστη και στον Γάμο

Καλή Ανάγνωση!

Ο Τυνδάρεος όμως φοβόταν. Φοβόταν πως είχε έρθει η ώρα να βγει αληθινός ο χρησμός του μαντείου των Δελφών και πως ο φοβερός πόλεμος που προφήτεψαν ήταν προ των πυλών.

"Χίλιες φορές καλύτερα, να είχα μια κόρη άσχημη κι άχαρη σαν γυμνό βουνό, που να μην τη θέλει κανένας, παρά που έχω την Ελένη της οποίας η ομορφιά πρόκειται να ανάψει φωτιά μεγάλη," έλεγε και ξαναλέγε ο βασιλιάς και βρισκόταν σε πραγματικό αδιέξοδο, μιας και δεν ήξερε πως να χειριστεί την κατάσταση χωρίς να δυσαρεστηθεί κάποιος. Ωστόσο, μέχρι να αποφασίσει, δεν τόλμησε να δεχθεί κανένα από τα δώρα των υποψηφίων γαμπρών, φοβούμενος μην προσβληθούν αν δεν επιλέγονταν εν τέλει.
Υπήρχε όμως κι κάποιος που κατάφερε να τον βγάλει από το αδιέξοδό του....

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο γιος του βασιλιά της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, είχε καταφθάσει στην Σπάρτη μεταξύ των πρώτων μνηστήρων για την Ελένη. Ωστόσο, δεν ήταν αιτία του ερχομού του η ωραιότητα της κόρης του Τυνδάρεω.

Ο εξαίρετος νέος με το κοφτερό μυαλό και το διαπεραστικό βλέμμα έγινε βασιλιάς σε πολύ νεαρή ηλικία, πριν καλά καλά βγάλει μούσια· όταν ο πατέρας του, ο σεβαστός Λαέρτης, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη διακυβέρνηση των Ιονίων Νήσων που έδρευαν στην Ιθάκη και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην ειρήνευση του πνεύματός του καλλιεργώντας τα κτήματά του.

Ο Οδυσσέας ανέλαβε τα ηνία χωρίς αντίλογο και μέχρι στιγμής έμοιαζε κυβερνήτης με προοπτικές.

Ο Τυνδάρεος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελό του όταν ο νέος, που μόλις είχε ξεκινήσει να βγάζει τρίχες στο πηγούνι του, ζήτησε ακρόαση ένα από τα πολλά απελπισμένα πρωινά εκείνων των ημερών.

"Ζήτησες να με δεις, κραταιέ Λαερτιάδη;" Τον ρώτησε σαν χαιρετισμό όταν οι φρουροί του τον οδήγησαν στην Αίθουσα του Θρόνου του.

"Πράγματι, Εξοχότατε, και θα φροντίσω να φανώ όσο πιο φειδωλός στα λόγια μπορώ, μια που γνωρίζω ότι οι βασιλείς γεμίζουν τα κεφάλια τους με χίλια δύο ζητήματα," έκανε τον πρόλογό του ο Οδυσσέας και υποκλίθηκε, κίνηση γεμάτη σεβασμό και υποταγή· στο κάτω κάτω στο δικό του βασίλειο βρισκόταν.

"Άκουσε αγόρι μου," ξεκίνησε βιαστικά ο Τυνδάρεος πιστεύοντας πως γνώριζε γιατί ήθελε να του μιλήσει ο γιος του Λαέρτη. "Θέλω να ξέρεις ότι σε σέβομαι και σε υπολείπομαι όσο κανέναν άλλον πρίγκιπα. Ωστόσο, η Ελένη χρειάζεται να-"

"Μην σπαταλάς τα λόγια σου άσκοπα," τον σταμάτησε ο Οδυσσέας ευγενικά. "Δεν είναι η Ελένη για την οποία ήρθα ως εδώ. Παρόλα αυτά θα ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις μου για εκείνη μαζί σου."

Στο άκουσμα της ξεκάθαρης δήλωσης του νέου ότι δεν ενδιαφέρονταν για την κόρη του, ο βασιλιάς της Σπάρτης αμέσως χαλάρωσε, χαμογέλασε πλατιά και τα σκοτεινόχρωμα μάτια του έλαμψαν.

"Μίλησε ελεύθερα, παιδί μου· αν και σε εσένα οι Θεοί ευχήθηκαν πάντα να σπέρνεις τη Σοφία με κάθε σου λέξη."

"Την Ελένη θα την πάρει ο Μενέλαος. Αυτός θα την κερδίσει. Είναι σαν να ήταν γραφτό. Και μόνο να λογιστεί κανείς πως είναι ο ομορφότερος και ο πλουσιότερος των μνηστήρων αρκεί. Πόσο μάλλον που έχει και τη στήριξη του αδερφού του, του Αγαμέμνονα, του συζύγου της μεγάλης σου κόρης, της Κλυταιμνήστρας. Εκείνος λοιπόν θα είναι ο τυχερός."
Εκεί ο νεαρός οξύνους άφησε μια εσκεμμένη παύση και το μυαλό του ταξίδεψε.
"Αν πραγματικά αποδειχθεί τυχερός βέβαια θα το δείξει ο χρόνος και το θέλημα των Θεών."
Κι ύστερα, ο Οδυσσέας γνώριζε πως η Ελένη θα προτιμούσε τον Μενέλαο. Άθελά του τους είχε ακούσει να περπατούν μια μέρα στους κήπους του παλατιού της Σπάρτης και να ανταλλάσσουν λόγια που μόνο φιλικά δε λογιάζονταν.

Στα λόγια του ο Τυνδάρεος έγνεψε καταφατικά, επιτρέποντάς του να προχωρήσει στο λόγο του. Και έτσι έγινε.

"Εδώ όμως δε βρίσκομαι για να διεκδικήσω την κόρη σου, ούτε για να σου προτείνω τον καλυτερο γαμπρό και πάρε το όπως θέλεις, ποτέ δεν είχα τη φιλοδοξία να κάνω ταίρι μου την ομορφότερη γυναίκα στην οικουμένη," συνέχισε ο Οδυσσέας.

"Το να σε επιπλήξω για τη σοφή κι ώριμή σου κρίση, θα καθιστούσε εμένα μωρό και οίκτερο," τον ενθάρρυνε ο Τυνδάρεος, φανερά χαρούμενος με τη διορατικότητα του νέου. Αμέσως, όμως, το πρόσωπό του σκοτείνιασε. "Και δε σου κρύβω πως το Μαντείο μου προφήτεψε και δεύτερο πόλεμο για χάρη της Ελένης. Και τρέμω αλήθεια να τον δω."

"Δεν μου χρειάζεται χρησμός για να το προφήτεψω κι ας μην κατέχω την ευλογία του Απόλλωνα," συμφώνησε ο Οδυσσέας.

"Τότε γιατί ήρθες από την Ιθάκη ως εδώ;" Αναρωτήθηκε ο Τυνδάρεος.

"Για δύο πράγματα. Πρώτον και κύριον, για να με βοηθήσεις να νυμφευθώ την κόρη του αδερφού σου, την Πηνελόπη. Και το δεύτερο θα σου το πω μονάχα αν με διαβεβαιώσεις ότι θα τηρήσεις το πρώτο," ξεκίνησε ο βασιλιάς της Ιθάκης και η φωτιά της σπιρτάδας που έκαιγε στα κατάμαυρα μάτια του έμοιαζε να θεριεύει.

"Σου ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερότερο, στη γυναίκα μου τη Λήδα, στους γιούς μου, στις κόρες μου και στους παντοδύναμους Θεούς που από τον Όλυμπο εποπτεύουν τους πάντες και τα πάντα, ότι θα κανω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να καταλήξεις με την κόρη του Ικάριου βασίλισσα στο πλευρό σου, μολονότι γνωρίζω πως δε θα είναι εύκολο," ορκίστηκε ο Τυνδάρεος με το χέρι στο μέρος της καρδιάς του. "Όμως, σε παρακαλώ, ξεστόμισε τον δεύτερό σου λόγο, διότι αδημονώ να τον ακούσω. Από το στόμα του σοφού μόνο σοφίες βγαίνουν."

"Ξέρω έναν τρόπο, άρχοντα, με τον οποίο θα παντρευτεί η Ελένη χωρίς φόβο για συμπλοκή ή διχόνοια αλλά και η πόλη σου θα επωφεληθεί εις το έπακρον, μια που συμμάχους ανεκτίμητους θα εξασφαλίσει," συνέχισε ο Οδυσσέας, τώρα τόσο αναζοπυρωμένος από τα λόγια του σεβαστού βασιλιά και την υπόσχεσή του που αν ήταν λαγός δεν θα υπήρχε κυνηγός ικανός να τον πιάσει.

"Να τον ακούσω," τον προέτρεψε ο Τυνδάρεος.

"Όρκο θα τους βάλουμε να δώσουν, ενώπιον θεών και ανθρώπων, να ορκιστούν ότι όποιον σύζυγο και να επιλέξει η Ελένη θα το σεβαστούν και ότι εάν ποτέ πόλεμος γενεί από εκείνη προκληθείς, τότε όλοι μαζί θα πολεμήσουν, πιστοί σύμμαχοι της Σπάρτης και των ηγεμόνων της!"

"Εύγε νέε μου! Τέτοια σοφή λύση ούτε δέκα φιλόσοφοι μαζί δεν θα σκαρφίζονταν," φώναξε ο Τυνδάρεος κι έπειτα κάλεσε έναν υπηρέτη.

"Σπεύδε και φέρε μου εδώ όλους τους πρίγκιπες που διεκδικούν την πριγκίπισσα. Έχω μια σημαντική ανακοίνωση που τους ενδιαφέρει."

Σε μηδενικό χρόνο, όλοι οι μνηστήρες είχαν συγκεντρωθεί στην Αίθουσα του Θρόνου, μαζί και η ίδια η Ελένη, η οποία προσπαθούσε να κρατήσει το κεφάλι της ψηλά και να κρύψει τα ροδαλά της μάγουλα που τόσο εύκολα δημιουργούνταν από τις ματιές των νέων πάνω της, μα πάνω από όλα του Μενελάου.

Ο βασιλιάς Τυνδάρεος πήρε τον λόγο κι αμέσως επικράτησε απόλυτη ησυχία.

"Άρχοντες αξιοσέβαστοι, σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου για την παρουσία σας. Επιθυμώ εκ των προτέρων να γνωρίζετε πως για όσα συμβούν απόψε σε αυτήν εδώ την αίθουσα δεν ευθύνομαι εγώ. Είναι έργα και μηχανεύματα του ευφυούς γιου του Λαέρτη, του Οδυσσέα, που παρά το νεαρό της ηλικίας του, με συμβούλεψε σαν γέροντας πάνσοφος. Ακολουθώντας, λοιπόν, πιστά τη νουθεσία του, θα σας ζητήσω να ορκιστείτε στο όνομα των Θεών και του πανίσχυρου Διός να τιμήσετε και να σεβαστείτε τον άνδρα που θα παντρευτεί η αγαπημένη μου κόρη, τον οποίο η ίδια θα επιλέξει αμέσως μετά την ορκωμοσία σας. Εξαρχής δεσμεύομαι ότι όποιον και να επιλέξει το σπλάχνο μου, εγώ θα τον αγαπήσω σαν γιο μου κι ό,τι κι αν συνέβη μεταξύ μας στο παρελθόν ευθύς θα το ξεχάσω!"

Μετά τον λόγο αυτό, που είχε τέλεια συνθέσει ο Οδυσσέας κι εισέπραξε πολλές ιαχές συμφωνίας, δόθηκε ο όρκος που επισφράγισε τη συμφωνία των μνηστήρων.

Ορκίζομαι στον Δία, στην Ήρα και σε όλους τους θεούς του Ολύμπου πως θα σεβαστώ την οποιαδήποτε απόφαση του βασιλιά της Σπάρτης και της ζηλευτός κόρης του εφόσον είναι δίκαιη και ορθή. Ορκίζομαι επιπλέον να μην αφήσω άνθρωπο να προσβάλλει το ιερό παλάτι της Σπάρτης κι αν γίνει ποτέ αυτό, δεσμεύομαι να τιμωρήσω παραδειγματικά τον παραβάτη. Έως και τη ζωή μου θα δώσω για την τιμή των πιο αξιών μου συμμάχων.
Να με τιμωρήσουν οι Θεοί αν αθετήσω τον όρκο τούτο τον ιερό.
Κατάρα να πέσει πάνω μου αν γίνω επίορκος και λιποψυχίσω.

Τρείς φορές αντήχησε το παλάτι από τις βροντερές φωνές των ευγενών και τρεις φορές αντάριασε ο Ταΰγετος από το βάρος του όρκου.

Ο Οδυσσέας στάθηκε σε μια πλευρά και παρατηρούσε τους άνδρες γύρω του. Όλοι τους νέοι, μενομένοι, διψασμένοι για μάχες και πόλεμο. Για δόξα και τιμές. Για υστεροφημία.
Και προσεύχονταν μοναχός στους Θεούς να τους κρατήσουν μακριά τους πολέμους και τις συμφορές.
Κι ατένιζε τα μήρα και τους καπνούς από τη θυσία του βοδιού που έσφαξαν ως δέηση προς τους Ολύμπιους πριν ψάλλουν όλοι μαζί τον όρκο, εκτός από τον Οδυσσέα.

"Ποιόν θες λοιπόν για άντρα σου, κόρη μου Ελένη;" Ρώτησε στο πέρας της τελετής ο Τυνδάρεος.

"Τον Μενέλαο!" Φώναξε η νεαρή καλλονή, η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο.

Ο νεαρός πρίγκιπας πλησίασε μετά από κάλεσμα του Τυνδάρεω και υποκλίθηκε μπροστά στους άρχοντες της Σπάρτης. Ο Τυνδάρεος πήρε τα χέρια των νέων και τα ένωσε.

Ο ήλιος έδυσε στον ορίζοντα.
Μια νέα εποχή ξεκινούσε.
Μια εποχή ευτυχίας και ευημερίας.

Την επόμενη εβδομάδα έγιναν οι γάμοι και όλοι οι βασιλικοί μνηστήρες ήταν εκεί. Το ζεύγος έλαμπε και η Ελένη έμοιαζε σαν οπτασία στο πάλλευκο φόρεμά της, το νυφικό, και ο Μενέλαος δεν χόρταινε να την κοιτάζει.

Το επόμενο πρωί οι μνηστήρες αποχαιρέτησαν τον βασιλιά, ευχήθηκαν για πολλοστή φορά στο ζευγάρι τα κάλλιστα και βέλτιστα και τράβηξαν ο καθένας για το βασίλειό του.

Μόνο ο Οδυσσέας έμεινε για να συζητήσει με τον Τυνδάρεω για τον γάμο του με την Πηνελόπη, ενώ ο αδερφός του γαμπρού, ο Αγαμέμνονας, έφυγε πρώτος από όλους, βιαστικός να επιστρέψει στην σύζυγό του και στην κόρη του πλέον την Ιφιγένεια.

Η νέα εποχή, η εποχή της ευημερίας, είχε μόλις ξεκινήσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Να μαι!!!!

Να και το κεφάλαιο!!!

Είμαι ενθουσιασμένη μόνο και μόνο επειδή επιτέλους μπήκε η αδυναμία μου ο Οδυσσέας!!!

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε την επιστροφή του Πάρη στο παλάτι της Τροίας αλλά και την αρπαγή της Ωραίας Ελένης.

Ετοιμαστείτε, διότι τώρα μπαίνουμε στο ζουμί της υπόθεσης.

Υ.Γ. Μην ξεχάσατε σχόλια (ειδικά για το καστ)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top