Κεφάλαιο 9 - Λαχάρ


Αφού η Άλιμα έβαλε τον αποκοιμισμένο Λαχάρ σε μια αυτοσχέδια κούνια πήγε με κόπο στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι που ήταν τοποθετημένο απέναντι από την κλίνη της. Τα πόδια της δε τη βαστούσαν μα δε μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Πήρε την πένα και έσυρε ένα κομμάτι μισοφαγωμένο χαρτί στην επιφάνεια του τραπεζιού.

Έπρεπε να γράψει στον αδερφό της. Εκείνος θα τη βοηθούσε. Είχαν καιρό να μιλήσουν από τότε που την έστειλε νύφη στο καταραμένο εκείνο Βασίλειο. Δεν επιτρεπόταν να στέλνει γράμματα σε κανέναν. Η επικοινωνία ήταν ένα όνειρο ανάμεσα στους εφιάλτες της. Αν ήξερε, αν μάθαινε την κατάστασή της..... Θα έκρυβε την ταυτότητα του Λαχάρ της. Ο γιος της δεν έφταιγε σε τίποτα. Αν μεγάλωνε με ένα σωστό πατέρα, μακριά από ό,τι τους κυνηγούσε θα ήταν το καλύτερο δώρο. Θα είχε μια φυσιολογική ζωή.

Τα χέρια της έτρεμαν και τα δάκρυά της σκόρπισαν λίγη μελάνη στο κιτρινισμένο της χαρτί. Με κόπο συγκράτησε τα υπόλοιπα και κατάπιε την θλίψη της. Κοίταξε άλλη μια φορά το μωρό της που κοιμόταν στη μικρή του κούνια. Για εκείνον τα έκανε όλα. Εκείνος ήταν το φως της. Η πένα γρατζούνισε το χαρτί ανυπόμονα.

Αγαπητέ αδελφέ μου,

Επιτέλους μπορώ να σου γράψω ελεύθερη. Τα γράμματα που έστελνα τόσο καιρό σε εσένα δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια σου. Καίγονταν πριν βγουν στο φως του ηλίου που είχα χρόνια να δω. Διατρέχουμε κίνδυνο, Χακίμ. Οι μεγάλοι θεοί ζουν και βασιλεύουν. Σχεδιάζουν επίθεση στα τέσσερα βασίλεια και τους άκουσα να λένε για την Πρώτη Κόρη. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, αδελφέ μου.

Μα δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος που σου γράφω. Έχω ένα γιο ο οποίος χρειάζεται τη βοήθειά σου. Πρέπει να με βοηθήσεις να τον κρύψω, Χακίμ. Το παιδί αυτό είναι ο πρώτος τους πρίγκιπας, μελλοντικός βασιλιάς του Βασιλείου των Καταραμένων. Μην τον αφήσεις στα χέρια τους, Χακίμ. Μην αφήσεις τον Λαχάρ μου να υποφέρει. Μεγάλωσέ τον σα να ήταν δικός σου γιος. Μην πεις σε κανέναν ότι είναι παιδί μου. Δώσε τους τις αρχές με τις οποίες μεγαλώνεις τα δικά σου παιδιά. Μάθε του να πολεμάει, να είναι δυνατός. Μάθε του να αγαπάει και να σέβεται τον κόσμο. Μάθε του να βοηθάει τους αδύναμους και να είναι σωστός και καλός άνθρωπος. Μάθε του να ονειρεύεται.

Αν διαβάζεις το γράμμα, αυτό σημαίνει πως θα είμαι ήδη νεκρή και εκείνοι με βρήκαν. Πες στον Λαχάρ μου ότι τον αγαπώ και ότι θα τον προσέχω από ψηλά. Μάθε του να διαβάζει τα αστέρια για να με βρίσκει ανάμεσά τους.

Σε φιλώ, Χακίμ.
Σε αγαπώ πολύ.

Αντίο

Η Άλιμα σκούπισε τα δάκρυά της και έκλεισε το γράμμα προσεκτικά, βάζοντάς το μέσα σε ένα πρόχειρο φάκελο. Έπειτα έσταξε λίγο κερί πάνω του και το πίεσε με το δαχτυλίδι της αποτυπώνοντας την σφραγίδα της Ινάλ.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και αφού σηκώθηκε όρθια, έφτασε τρεκλίζοντας στην κούνια του Λαχάρ. Χάιδεψε το απαλό του μάγουλο και το μωρό χασμουρήθηκε ελαφρώς κάτω από το γλυκό της χάδι. Η Άλιμα έφερε το χέρι της στο στόμα της παγιδεύοντας τους λυγμούς της, προσπαθώντας να τους κρατήσει μέσα της, καίγοντας το λαιμό της και πνίγοντας τον πόνο στην καρδιά της.

Έφυγε με δυσκολία από κοντά του και στράφηκε προς το κρεβάτι της. Ήταν τόσο κουρασμένη. Θα ξάπλωνε για λίγο. Έστω για λίγο. Να ξεκουράσει το κορμί της και αύριο θα έφευγε. Αύριο θα πήγαινε σπίτι. Στο δικό τους σπίτι.

Την ξύπνησαν τα ουρλιαχτά που έσκισαν τη νύχτα και έπειτα η μυρωδιά της φωτιάς και της στάχτης που πετούσε γύρω τους. Ο Λαχάρ ξύπνησε και άρχισε να τσιρίζει ενοχλημένος από τη φασαρία και την απαίσια μυρωδιά που ανέπνεαν οι μικροί του πνεύμονες. Η Άλιμα πετάχτηκε όρθια και πήρε το μωρό στα χέρια της, προσπαθώντας να το ηρεμήσει, ενώ παράλληλα έβρεξε ένα λινάρι και το τοποθέτησε με προσοχή στο προσωπάκι του Λαχάρ, για να αναπνέει καλά και καθαρά. Έπρεπε να κινηθεί πιο γρήγορα.

Έβαλε το ανήσυχο μωρό πάλι στην κούνια και μάζεψε μερικά σκεπάσματα και τα έδεσε μεταξύ τους. Μετά το έπιασε με το ένα της χέρι και με στο άλλο στήριξε τον Λαχάρ. Έτρεξε προς την πόρτα και την άνοιξε με προσοχή, ώστε να βλέπει από μια μικρή σχισμή.

Οι χωρικοί έτρεχαν πέρα δώθε φοβισμένοι, άλλοι καιόμενοι, άλλοι πληγωμένοι και πολλοί βρίσκονταν αιμόφυρτοι στο λασπωμένο έδαφος. Δεν έβλεπε πουθενά τους άλλους. Μα το σημαντικότερο ήταν ότι δεν έβλεπε εκείνον.

Βγήκε με προσοχή από το καλυβάκι, με το κορμί της να πονάει φρικτά και έτρεξε στο σπίτι της Σιλά. Ήταν η μόνη που γνώριζε για την κατάστασή της και είχε προσφερθεί να την βοηθήσει. Είχε αποδειχθεί πραγματική της φίλη. Άπλωσε το χέρι της να χτυπήσει την ξύλινη πόρτα μα ένα χέρι την σταμάτησε. Η καρδιά της Άλιμα έχασε τους χτύπους της.

«Άλιμα!» αναφώνησε η Σιλά.

Η Άλιμα γύρισε και είδε την τρομαγμένη φίλη της. Δεν είπε τίποτε άλλο. Παρά μόνο της έδωσε τον Λαχάρ που τώρα είχε σταματήσει να κλαίει και η Σιλά τον πήρε με προσοχή στα χέρια της. Έβγαλε το πανάκι από το πρόσωπό του και τον κοίταξε με συμπόνοια. Έπειτα η Άλιμα της έδωσε το γράμμα.

«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.» είπε.

Η Σιλά ξεροκατάπιε και έπιασε ξανά το χέρι της φίλης της. «Έλα μαζί. Θα ξεφύγουμε και θα μπορέσεις να ζήσεις μαζί με το παιδί σου.»

Η Άλιμα ανταπέδωσε τη χειρονομία και ήρθε πιο κοντά στη φίλη της. «Αν έρθω μαζί, θα μας σκοτώσουν και τις δύο και θα πάρουν τον Λαχάρ. Φύγε όσο είναι νωρίς Σιλά. Θα τους καθυστερήσω.» της είπε και τα γκριζογάλανα μάτια της Σιλά βούρκωσαν. Η Άλιμα ξεροκατάπιε και γύρισε στιγμιαία πίσω της. Το χωριό φλεγόταν και οι κραυγές είχαν σταματήσει. «Μια ζωή δεν φτάνει για τη συγγνώμη που σου χρωστώ και το ευχαριστώ που οφείλω να σου δώσω.»

Η Σίλα άρχισε να πισωπερπατά, αφήνοντας το σκοτάδι να την καταπιεί. «Αντίο Άλιμα.»

Η Άλιμα δεν άπλωσε το χέρι της στο μωρό της. Δεν το φίλησε για μια τελευταία φορά. Τον θάνατο τον άντεχε. Τον αποχωρισμό από το παιδί της, όχι. Μόνο όταν η Σιλά έγινε ένα με το σκοτάδι και η μορφή της δεν ξεχώριζε από αυτό, μόνο τότε γύρισε στο φλεγόμενο χωριό.

Περπάτησε αργά αργά, όσο το σώμα της ακόμα την κρατούσε και στήριξε στο χέρι της τα σκεπάσματα που είχε δέσει νωρίτερα. Χάθηκε ανάμεσα στους καπνούς και τις φλόγες, μπήκε πιο βαθιά στο δάσος, προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πήγαινε η Σιλά. Τα χρυσόξανθα μαλλιά της Άλιμα είχαν πάρει το χρώμα της φωτιάς και η στάχτη τα στόλιζε σαν στεφάνι του θανάτου.

Τα βήματά της την έσυραν ως ένα ξέφωτο και εκεί έπεσε αδύναμη πια στα γόνατα. Και περίμενε, περίμενε μέχρι να την βρει εκείνος. Περίμενε μέχρι να συμβεί το αναπόφευκτο.

Και ύστερα άκουσε τα βήματα. Μετά από λίγο είδε και αυτούς στους οποίους ανήκε η καταπάτηση του εδάφους γύρω της. Την είχαν κυκλώσει. Δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι της ψηλά. Το μόνο που θα έβλεπε θα ήταν το σκοτάδι που επί χρόνια αντιμετώπιζε. Οι μαυροντυμένοι στρατιώτες του με το χάος για οφθαλμούς έστεκαν ακίνητοι σε έναν τέλειο κύκλο που της έκοβε την ανάσα και της ρουφούσε τη ζωή. Έσφιξε πιο γερά τα σκεπάσματα πάνω της.

Τα βήματά του έκαναν τη ραχοκοκαλιά της να αναριγήσει. Κύματα φόβου, άγχους, οδύνης, μίσους, λύπης, οργής, όλα την χτύπησαν μαζί και το σώμα της άρχισε να τρέμει. Ένιωθε ένα τίποτα μπροστά του, ένα γυμνό τίποτα. Όταν το χέρι του ακούμπησε τον λεπτό της ώμο η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά και η ανάσα της κόπηκε.

«Λατρεμένη μου, Άλιμα. Αγαπημένη μου σύζυγε.» ψιθύρισε στο αυτί της και ένιωσε την ανάσα του να στρέφεται γύρω από το λαιμό της πνίγοντάς την.

Τα βήματά του μετρημένα και σταθερά. Το χέρι του έφυγε από τον ώμο της και είδε τις μπότες του να ευθυγραμμίζονται με το γονατισμένο της σώμα. Γονάτισε και εκείνος μπροστά της και έφερε τα σκελετωμένα του δάχτυλα κάτω από το σαγόνι της, αναγκάζοντάς της να κοιτάξει ψηλά. Τα δάκρυά της ήταν εδώ και ώρα ελεύθερα να χαράσσουν καυτά μονοπάτια στα κάποτε ροδαλά μάγουλά της. Οι λυγμοί της τράνταξαν το σώμα της τόσο έντονα σα να έτρεμε από το κρύο.

Τα μάτια της βρέθηκαν αντιμέτωπα με τα γαλάζια δικά του. Τα ασημένια μακριά μαλλιά του έπεσαν μπροστά από τους ώμους του, ενώ το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του έμενε κενό από κάθε συναίσθημα. Μια γνώριμη αηδία περιπλανήθηκε στο στομάχι της. Ο τρόπος που την ακουμπούσε της πάγωνε τα σωθικά και όταν είχε βεβηλώσει το σώμα της το ένιωθε πιο ξένο από ποτέ, σα να μην της ανήκε. Το ίδιο ένιωθε και τώρα.

«Γιατί το έσκασες, γλυκιά μου; Το έσκασες παίρνοντας μαζί και το παιδί μας.» αναρωτήθηκε κοιτάζοντας τα δεμένα σκεπάσματα με ένα δείγμα υποψίας να σκοτεινιάζει το βλέμμα του.

Έφερε τα χέρια του στα φασκιωμένα ρούχα και όταν τα ακούμπησε, έσφιξε τη γροθιά του γύρω από αυτά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πέταξε μακριά τα ρούχα λύνοντάς τα και αφήνοντας να πέσουν κενά στο χώμα. Σηκώθηκε όρθιος και χάνοντας την υπομονή του χαστούκισε με όλη του την δύναμη την Άλιμα ρίχνοντάς τη στο έδαφος.

Εκείνη δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί, ούτε να κλάψει. Απλά υπέμενε το βασανιστήριο που σύντομα θα τελείωνε.

«ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΧΕΙΣ, ΗΛΙΘΙΑ;» φώναξε και έπιασε απότομα τα μαλλιά της Άλιμα αναγκάζοντάς τη να κοιτάξει το τρομακτικό του πρόσωπο. Αρκέστηκε στο να μαζέψει το θάρρος και να τον φτύσει στο πρόσωπο. Εκείνος την πέταξε με δύναμη στο χώμα ξανά σκίζοντάς της το χείλος και έπειτα σκούπισε το πρόσωπό του.

Ύστερα γονάτισε πάλι μπροστά της και έφερε το κεφάλι του στο ίδιο ύψος με το δικό της. «Δε μπορείς να τον κρύψεις από εμένα. Ούτε από το μέλλον του.»

Η Άλιμα πήρε μια σύντομη ανάσα. «Μπορώ να τον πάρω μακριά σου και να του χαρίσω ένα άλλο μέλλον.»

Ο σύζυγός της γέλασε και έκανε νόημα σε δυο από τους στρατιώτες του. Εκείνοι γρήγορα πήγαν κοντά της και πιάνοντας ένα χέρι ο καθένας τους την σήκωσαν όρθια. Η καρδιά της σφυροκοπούσε, αλλά δε φοβόταν πια. Όχι. Είχε καταφέρει να σώσει το παιδί της.

«Ένα ολόκληρο χωριό κάηκε σήμερα εξαιτίας της ανυπακοής σου. Θες να κάψω όλο τον κόσμο;» τη ρώτησε πλησιάζοντάς την.

«Μπορείς να κάψεις και τον ουρανό, μα το παιδί μου δε θα το ακουμπήσεις.» έφτυσε η Άλιμα.

Ο σύζυγός της γέλασε δυνατά ρίχνοντας το κεφάλι του πίσω σα να γελούσε με τον ίδιο τον ουρανό. Όταν χόρτασε το γέλιο του, άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και χάιδεψε το κεφάλι της συζύγου του. «Ωωω και μόνο να ήξερες που τον έστειλες, Άλιμα. Νομίζεις πως το παιδί μας είναι ασφαλές στην Ινάλ; Μακριά από τους αθάνατους θεούς μας; Μακριά από το καθήκον του;»

Η Άλιμα γούρλωσε τα μάτια της και ο σύζυγός της έπιασε το πρόσωπό της με τα δυο του χέρια χαμηλώνοντας το κεφάλι του, ώστε να τον κοιτάζει όσο της μιλά. «Ειλικρινά νόμιζες ότι δεν ήξερα ποιος ήταν ο προορισμός σου; Τον έστειλες στη φυλακή του, Άλιμα. Καλύτερα να τον είχες σκοτώσει παρά να μου τον παρέδιδες τόσο απλά. Γνωρίζεις για την ιστορία της Ινάλ, ανόητη σύζυγε;» ρώτησε και χωρίς να την αφήσει να απαντήσει συνέχισε. «Φυσικά και δε γνωρίζεις. Με είχε εκπλήξει η άγνοια σου στην ιστορία της Ινάλ. Οι συγγραφείς σας αποσιώπησαν πολλά. Πίστεψαν πως αγνοώντας το παρελθόν μπορείτε να δημιουργήσετε ένα νέο.»

Η Άλιμα κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε και ένα ουρλιαχτό ανέβηκε στο λαιμό της και ξέφυγε στην καιόμενη νύχτα. «Λες ψέματα! Ο λαός μου δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο!!!»

«Μα ο λαός σου το κάνει εδώ και αιώνες, Άλιμα. Εν αγνοία σας τρέφεστε με ελπίδες του θανάτου. Οι προσευχές σου γίνονται κατάρες.»

Εκείνη έπεσε στα γόνατα και οι στρατιώτες δεν έκαναν τον κόπο να την σηκώσουν όρθια ξανά. Δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο. Όχι. Δε το δεχόταν. Δε μπορούσε να δεχτεί πως αντί να ξεφεύγει, μπλεκόταν πιο πολύ στους σάπιους ιστούς τους. Αντί να ξεφεύγει από τον απέθαντο σύζυγό της, έπεφτε στην νεκρή του αγκαλιά ξανά και ξανά.

Ο Λαχάρ της. Το παιδί της. Το έστελνε μέσα στα χέρια του;

Το σπαθί που έβγαινε από το θηκάρι του έσκισε το κροτάλισμα της φλόγας που είχε αρχίσει να σβήνει γύρω τους. Κοίταξε τον σύζυγό της με μίσος και απέχθεια.

«Με συγκινεί η αγάπη σου προς το πρόσωπό μου, Άλιμα.» της είπε και σήκωσε ελαφρά το σπαθί του ώστε η αιχμή του να κοιτάζει την καρδιά της. Ζύγιασε το βάρος του στο χέρι του και έπειτα την κοίταξε ξανά. «Αν σε παρηγορεί αυτό, έχε στο νου σου ότι δε μπορώ να τον αγγίξω. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα.»

Και χωρίς προειδοποίηση τέντωσε το χέρι του και άφησε το σπαθί να σκίσει την καρδιά της διαπερνώντας τη. Με την ίδια απότομη κίνηση τράβηξε το σπαθί από το σώμα της. Οι στρατιώτες την άφησαν ελεύθερη και το κορμί της έπεσε στο μαύρο χώμα.

Τα λιγοστά δάκρυα που κρατούσαν τα μάτια της κύλησαν προς το κενό. Λίγο πριν σβήσουν τα καταγάλανα μάτια της και η τελευταία της πνοή φύγει από τα πνευμόνια της, κοίταξε τον σύζυγό της.

«Καταραμένος να είσαι........Ράμα.»

Ίσως αυτή η κατάρα της, γινόταν ευχή.

Με αυτή την ελπίδα πέθαινε.

.......................................................................................................................

Δε λέω τίποτα!! Αναμένω τα σχόλιά σας!! Ως τότε ας καώ στην Κόλαση!! χοχοοοοο

Δυστυχώς, εδώ τελειώνει και η ιστορία διότι δεν έχω σκοπό να την συνεχίσω μιας και δεν θυμάμαι πώς θα την προχωρούσα και πώς θα την τελείωνα. Οπότε, αφήστε την φαντασία σας να δουλέψει και τελειώστε το βιβλίο αυτό με ένα προσωπικό σας σενάριο! Σας ευχαριστώ που με ακολουθήσατε ως εδώ και πιστέψατε σε εμένα!

Τα λέμε σε κάποιο άλλο βιβλίο....σύντομα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top