Κεφάλαιο 42


Τα όπλα όλων ήταν στραμμένα στη μορφή του Ράμα ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή. Τα γερασμένα του κόκαλα κροτάλιζαν κάτω από τη σαπισμένη πανοπλία που κρεμόταν χαλαρή επάνω του. Το δέρμα του, σταχτί και τραβηγμένο πάνω στο σκελετό του σαν να μην έφτανε να καλύψει κάθε ίχνος του, σκιζόταν και επανερχόταν την επόμενη στιγμή στη θέση του. Τα μάτια του συνέχιζαν να μην εστιάζουν πουθενά και απλά να κινούνται άτακτα. Το σκοτάδι γύρω του απλωνόταν και έθαβε μέσα του ό,τι άγγιζε, διαγράφοντας την ύπαρξή του.

Ενώ η παρουσία του έκανε την εμφάνισή της τόσο αθόρυβα όσο ένα φάντασμα, ο Ράμα ήταν θορυβώδης. Ήχοι σαν χαρτιά που σκίζονται, αναμειγνύονταν με το σύριγμα ενός φιδιού και τον ήχο ενός κορμιού που το διαπερνά μια λόγχη και έπειτα χύνει το εσωτερικό του στο έδαφος.

Η Αλιάνα τράβηξε τα χείλη της αηδιασμένη. Ακόμα και τώρα που ήταν πιο αδύναμος, δεν έλεγε να τα παρατήσει. Αντί να μείνει κλειδωμένος στο παλάτι, είχε αποφασίσει να κατέβει εμπρός τους. Αυτό έκανε την Αλιάνα να απορεί. Η Λίσσυα της επισήμανε να προσέχει. Για ποιο λόγο είχε επιλέξει ο Ράμα να τους βρει εκείνος, ενώ ήταν σε μια κατάσταση που δεν του επέτρεπε τη νίκη, εκτός και αν είχε κάποιο σχέδιο.

Ο Ράμα σήκωσε κουρασμένα το ένα του χέρι και το έφερε επάνω στο μενταγιόν του, στη σφραγίδα των ψυχών. «Υποθέτω πως θέλετε αυτό, σωστά;» ρώτησε αδύναμα.

Πριν προλάβει κανείς τους να μιλήσει ή έστω να γυρίσει να κοιτάξει το διπλανό του, ο Ράμα είχε κόψει το σκοινί του μενταγιόν, αφήνοντας τη σφραγίδα να πέσει με φόρα στο έδαφος. Με έναν πνιγηρό ήχο κύλησε στη σκληρή πέτρα πριν καταλήξει λίγο πιο μακριά από τα πόδια της Αλιάνα.

«Είναι όλο δικό σας» τους είπε, απλώνοντας τα σκελετωμένα του χέρια μπροστά του. Το σκοτάδι πετάρισε και επιδόθηκε σε ένα δικό του χορό. Τα μάτια του επιτέλους σταμάτησαν να τρέχουν στις κόγχες τους και κοίταξαν την Αλιάνα. Έπειτα στράφηκαν στους υπόλοιπους που κοιτούσαν φευγαλέα το μενταγιόν και ύστερα επανάφεραν το βλέμμα τους στο Ράμα χωρίς να χαμηλώνουν τα όπλα τους.

Ο Ράμα άρχισε να τρέμει πριν αφήσει το τραχύ του γέλιο να σπάσει τη σιωπή που τους περίβαλλε. Άφησε τα χέρια του να πέσουν δίπλα του σχεδόν άψυχα. «Πέντε έτη τώρα με κυνηγάτε για αυτή τη σφραγίδα και τώρα που σας τη δίνω δεν την θέλετε;»

«Γιατί μας τη δίνεις τώρα;» ρώτησε η Αλιάνα, βγαίνοντας ελάχιστα βήματα πιο μπροστά από τους υπόλοιπους, δίνοντας έτσι σήμα στη Λαγιάλι. Θα ακολουθούσαν το σχέδιο. Ο Λαχάρ πισωπάτησε, αφήνοντας τον εαυτό του να καλυφθεί στο σκοτάδι, κρατώντας γερά τη μαχαίρα της Αμάιγια.

«Δεν μπορώ να κάνω ένα δώρο στα παιδιά μου;»

«Γιατί τώρα; Τί έχεις κάνει, Ράμα;» συνέχισε να πιέζει για απαντήσεις η Αλιάνα, ενώ χόρευε προσεκτικά πάνω στο έδαφος, έτοιμη να επιτεθεί τη στιγμή που θα έβλεπε πως κάτι δεν ταίριαζε. Ήδη είχε καθυστερήσει.

Ο Ράμα συνέχισε να χαμογελά και εστίασε το βλέμμα του στην Αλιάνα. Η νεαρή απέθαντη είχε προχωρήσει αρκετά ώστε να βρίσκεται σε ακτίνα άμεσης επίθεσης και τη σφραγίδα ακριβώς μπροστά της. Αν ήταν πολύ γρήγορη θα μπορούσε να αρπάξει το μενταγιόν και να καρφώσει ένα μαχαίρι στο λαιμό του Ράμα.

«Αυτό θα σας κέρδιζε λίγο χρόνο» ψιθύρισε ο Ράμα και έπειτα έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε ξανά, το δεξί του είχε γίνει ένα γλυκό καφέ χρώμα σε αντίθεση με το αριστερό του που το είχε καταπιεί το μαύρο της κόρης του. Τα χέρια της Αλιάνα άρχισαν να μουδιάζουν.

Ο Ράμα ακούμπησε με το δεξί του χέρι το μάτι του στοργικά. Το μάτι που δεν ανήκε στον ίδιο. Η Αλιάνα στράφηκε ξανά στην σφραγίδα στα πόδια της και με μια απότομη κίνηση την πάτησε με την μπότα της δυνατά. Η σφραγίδα έσπασε κάτω από την πίεση και έγινε σκόνη που ρούφηξε το σκοτάδι του Ράμα.

Η Λίσσυα μέσα της της έλεγε να κάνει πίσω. Η Αλιάνα την άκουσε.

«Τί έκανες;» ρώτησε ξανά μα με φωνή τρεμάμενη.

Οι υπόλοιποι από πίσω της είχαν αρχίσει να ξεχνούν τις μετρημένες τους κινήσεις και το σχέδιο που είχαν καταστρώσει. Η σφραγίδα είχε σπάσει μπροστά στα μάτια τους και δεν είχε χρειαστεί η μαχαίρα της Αμάιγια για να την καταστρέψει.

Ο Ράμα ξεφύσηξε, σαν να βαριόταν που τον ανάγκαζαν να απαντήσει σε κάτι τόσο απλό. Σε κάτι που όλοι τώρα καταλάβαιναν, αλλά δεν ήθελαν να παραδεχτούν. «Κάτι πολύ απλό. Γιατί να αφήσω το μέλλον όλων των σχεδίων μου και όλων των αιώνων που πατάω σε αυτή την καταραμένη γη προσπαθώντας να την κατακτήσω να εξαρτώνται από ένα παλιό αντικείμενο; Γιατί να στηρίζομαι σε κάτι άλλο, ενώ μπορώ πολύ απλά να γίνω εγώ αυτό το κάτι;»

Η Αλιάνα πισωπάτησε. Το δεξί μάτι του Ράμα την ακολουθούσε πιστά. Σίγουρα είχε κάνει κάποιο λάθος. Η Λίσσυα την διαβεβαίωνε πως είχε μαντέψει σωστά. Εξάλλου το ένιωθε μέσα της. Το πώς την τραβούσε σε εκείνον. Το πώς της ψιθύριζε ήδη.

Ο Ράμα της χαμογέλασε. «Γιατί να μην γίνω εγώ ο οίκος των ψυχών; Γιατί να μην έχω μαζί μου την πρώτη ψυχή που η κόρη μου τόσα χρόνια έθρεψε, στέλνοντας το άλλο της μισό στα άδυτα του κάτω κόσμου; Γιατί να μην αναγκάσω αυτή την ψυχή να συνυπάρξει με εμένα, ώστε αν πεθάνω να μπορώ να την πάρω και να την θάψω μαζί μου;»

Ο λαιμός της Αλιάνα είχε στεγνώσει και ένιωθε ένα χέρι να της φράσσει την δίοδο της αναπνοής της. Της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει πως το δικό της χέρι την πίεζε. Το τίναξε μακριά της, σαν να μην της ανήκε. Την ίδια στιγμή το χέρι του Ράμα κατέβηκε από το λαιμό του.

Για άλλη μια φορά του ανήκε, λοιπόν. Έστω και λίγο, μπορούσε να την ελέγξει. Είχαν κάνει τόσο κόπο να του ξεφύγει μαζί με τη Λίσσυα και να που το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να τρέχουν σε κύκλους γύρω του, μέχρι να τον συναντήσουν ξανά.

Είχε κλέψει την ψυχή της, την είχε κουράρει ώστε να ακολουθεί πιστά τις διαταγές που της γάβγιζε, να σκοτώνει χωρίς έλεος, να συνεχίσει τον πόλεμο που εκείνος είχε ξεκινήσει, να την έχει δέσμια μαζί με μια άλλη άτυχη ύπαρξη που βρέθηκε στο δρόμο του. Και τώρα η Αλιάνα είχε ξανά να διαλέξει ανάμεσα στο να ακολουθήσει τον Ράμα παρά τη θέλησή της ή να καταστρέψει ό,τι αυτός έχτισε, μαζί και εκείνη, χωρίς να προλάβει να πει έστω ένα αντίο.

Γύρισε το κεφάλι της πίσω, για να βρει τον Λαχάρ. Τον άντρα που είχε αγαπήσει τόσο, που κάποτε ονειρευόταν ένα μέλλον μαζί του, μια ζωή ιδανική. Τον άντρα που τώρα την κοιτούσε χωρίς να έχει καταλάβει πλήρως τα λόγια του Ράμα, αλλά είχε κατανοήσει το νόημά τους.

Και ο Λαχάρ κοιτούσε την Αλιάνα του. Τη γυναίκα για την οποία θα κινούσε τον κόσμο και τα βασίλειά του. Τη γυναίκα την οποία ήθελε στο πλάι του και ας ήταν μόνο, για όσο προλάβαινε να δύσει ένας ήλιος. Τη γυναίκα που αγαπούσε. Τη γυναίκα την οποία θα έχανε νωρίτερα από όσο είχαν υπολογίσει.

Η Αλιάνα διάβασε αυτό που ψέλλισαν τα χείλη του Λαχάρ και αντέγραψαν τα δικά της πριν γυρίσει ξανά στον Ράμα. Η Λίσσυα της έδωσε την ώθηση που της έλειπε και με ένα σάλτο η Αλιάνα βρέθηκε να πετά το ένα στιλέτο στοχεύοντας στο κεφάλι του Ράμα και με το άλλο υψωμένο να κλειδώνει το βλέμμα της στο λαιμό του. Θα το τελείωνε εδώ και τώρα. Θα τους έσβηνε και τους τρεις τους και ύστερα θα περίμενε το κενό που τόσα χρόνια απέφευγε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top