Κεφάλαιο 4 - Ο πατέρας
Το φεγγάρι ήδη στόλιζε με τις παχιές του ακτίνες το μισογκρεμισμένο κάστρο. Είχαν περάσει χρόνια και δεν είχε απομείνει κανείς ζωντανός να δει την κατάντια του παλιού παλατιού με την ξεφτισμένη αίγλη. Είχε σχεδόν διαγραφτεί από τις μνήμες και όσοι το θυμούνταν προσπαθούσαν να το ξεχάσουν. Να ξεχάσουν εκείνη την καταραμένη στιγμή που όλα άλλαξαν. Ο κόσμος άλλαξε μέσα σε ένα βράδυ, μέσα σε μια στιγμή που κράτησε όσο ένας επιθανάτιος ρόγχος. Σήμερα η νύχτα φαινόταν διαφορετική, αλλά δεν ήξερε το γιατί. Τόσα χρόνια μάζευε όλα τα «γιατί» και τα μετέτρεπε σε σκόνη. Δε χρειάστηκε ποτέ ξανά να αναρωτηθεί και ο Μεγάλος Πατέρας την καθοδηγούσε βήμα βήμα, λύνοντας κάθε απορία της. «Είναι φυσιολογικό να αναρωτιέσαι ποια είσαι και να σκέφτεσαι πράγματα που η λογική δεν μπορεί να εξηγήσει. Είσαι ζωντανό δημιούργημα, παιδί μου.» της είχε πει και εκείνη τον άκουγε, απορροφούσε τα λόγια του και τα άφηνε να τριβελίζουν το μυαλό της.
Στάθηκε και αγνάντεψε το ανοιχτό τοπίο. Δέντρα δεν φύτρωναν πια εδώ, ούτε ζωντανά περνούσαν. Η γη είχε στερέψει. Την είχαν φάει. Λίγες σκιές εδώ και εκεί φρόντιζαν να γεμίζουν το κενό του σκοταδιού. Δεν σου μιλούσαν, μα τις άκουγες να ψιθυρίζουν στον αέρα, σαν ένα γλυκό σκοπό που λες για προσευχή. Μερικές φορές προσευχόταν και η ίδια και ας μην είχε Θεούς να πιστέψει. Όταν σταματούσαν η σιωπή ήταν νεκρική, όπως και το βασίλειο που την διοικούσε. Και έκανε τόσο κρύο που κάθε βράδυ της φαινόταν σαν το πρώτο βράδυ που άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε σε ένα άγνωστο, παγωμένο τοπίο. Συνέχισε να προχωρά. Ο πατέρας θύμωνε όταν αργούσε.
Πατούσε προσεκτικά ανάμεσα στα σπασμένα λιθάρια και τους γεμάτους μούχλα τοίχους με σχεδόν χορευτικές κινήσεις και χωρίς να κοιτά το έδαφος. Είχε συνηθίσει πια. Της άρεσε να βλέπει τον Μεγάλο Πατέρα στο δωμάτιό του. Τις έλεγε ιστορίες που κανένα αυτί δεν είχε ξανακούσει και κανένα βιβλίο δεν ανέφερε ποτέ. Και είχε πολλά βιβλία. Μια μέρα βρήκε ένα έξω από μια καμένη θύρα και ακολούθησε τα σκισμένα φύλλα του. Κάπως έτσι βρήκε την βιβλιοθήκη με τα πολλά μυστικά και τις αθάνατες γνώσεις. Ο χρόνος της ήταν πλέον άπλετος. Δεν κοιμόταν. Μπορούσε να διαβάζει συνέχεια. Πολλές φορές κρυφά από τον πατέρα. Δεν του άρεσε να φορτώνει το μυαλό και τις σκέψεις της με χαζά ερωτήματα, όπως εκείνο της αναζήτησης.
Δεν ήξερε ποια ήταν.
«Α, Σελήμ!» φώναξε κάποιος, βγάζοντάς την από τις ανησυχίες της και σκίζοντας τις βραδινές εκκλήσεις στα δύο. Στο άκουσμα του ονόματος που της είχαν δώσει, πάντα απαντούσε.
Καθάρισε τα μάτια της πεταρίζοντάς τα μερικές φορές και στράφηκε στην γνώριμη μορφή που στεκόταν λίγα βήματα πιο μπροστά της. Ο Σόλας έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, αφήνοντας τα ασημένια του μαλλιά να κυματίσουν παιχνιδιάρικα στους ώμους του και να κυλήσουν ως την μέση του. Τα περίεργα πράσινα, σαν το γρασίδι, μάτια του την κάρφωσαν περιμένοντας μια απάντηση.
«Γεια σου Σόλας.» είπε εκείνη ήρεμα προσπαθώντας να μη κάνει εμφανές το γεγονός ότι δεν ήθελε να τον βλέπει. Την τρόμαζε η εμφάνισή του και ο τρόπος που μιλούσε. Ήταν επικίνδυνος και δεν τον ήθελε κοντά της.
«Μόνο ένα απλό γεια σου;» παραπονέθηκε ψεύτικα εκείνος και έμπλεξε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του. «Τόσα χρόνια εδώ και ακόμα να συνηθίσεις την παρουσία μας! Δεν ξέρω γιατί ο πατέρας έφερε μια σαν και εσένα ανάμεσά μας, μα μην ξεχνάς ότι είμαστε ίδιοι. Όσες φορές και να σε διαγράψει.»
«Να με διαγράψει;» αναρωτήθηκε εκείνη. Τι εννοούσε ο Σόλας;
«Σόλας.....πρέπει να πω στον πατέρα να διορθώσει το ελάττωμα που έχεις να λες πράγματα που δεν επιτρέπεται να ειπωθούν. Κάτι τέτοιο μπορεί να σε σκοτώσει μια μέρα.» είπε μια άλλη φωνή με την μορφή της να προβάλλει από τα σκοτάδια του δωματίου.
Η γυναίκα με τα μακριά μαλλιά που είχαν το χρώμα του ηλιοβασιλέματος, χαμογέλασε. Τα γαλάζια της μάτια θάμπωναν ακόμα και τα πιο λαμπερά αστέρια και ο τρόπος που μιλούσε σε έκανε να ζαρώνεις, όχι από φόβο, μα από ντροπή. Πως ένα τέτοιο πλάσμα μπορούσες να το θεωρήσεις μια ταπεινή δημιουργία. Μα δεν ήταν και τυχαίο που ο πατέρας την αποκαλούσε Πρώτη Κόρη. Ήταν η αρχή όλων.
Ο Σόλας υποκλίθηκε βαθιά. Μόνο μπροστά της και στον πατέρα υποκλινόταν με τόσο ζήλο. Ήξερε που στεκόταν ιεραρχικά αν και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον είχα κρυφακούσει να λέει ότι θέλει να επαναστατήσει και να πάρει την θέση της. Μα τι νόημα έχουν τα κενά λόγια που δε γίνονται πράξεις. Γνωρίζαμε καλά όλοι τι γινόταν σε αυτούς που επαναστατούσαν. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δε γύρισαν από την άβυσσο για λιγότερα.
«Δεν το ήθελα, Κάλιντα.» απολογήθηκε εκείνος και η φωνή του έσπασε φοβισμένη.
Η Κάλιντα ξεφύσηξε και κοίταξε την κοπέλα μπροστά της. Άλλη μια χαμένη υπόθεση. Της έκανε νόημα να προχωρήσει και να την ακολουθήσει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Μετά από λίγα βήματα το τρίξιμο της πόρτας την έκανε να γυρίσει στιγμιαία πίσω. Στην μικρή σχισμή της, λίγο πριν κλείσει πίσω της, μόνο τότε είδε το λεπτό μειδίαμα του Σόλας. Και δεν ήξερε πως να το ερμηνεύσει.
Μα δεν της άρεσε.
Έπλεξε νευρικά τα δάχτυλά της και περίμενε στο σκοτάδι. Τα βήματα της Κάλιντα δεν άργησαν να εξαφανιστούν στην ηχώ των γεμάτων υγρασία τοίχων και των αφρόντιστων δαπέδων.
Ξάφνου μια φλόγα έσκισε το σκοτάδι και απλώθηκε σε δάδες κρεμασμένες πάνω στις υγρές πέτρες. Κάπου κάπου μπορούσες να ξεχωρίσεις μερικές τοιχογραφίες με εξωτικά ζώα και φυτά, μαυρισμένα από τα χρόνια και σπασμένα σε σημεία που δεν μπορούσες να επαναφέρεις. Ανεπαίσθητα τα δάχτυλά της ακούμπησαν το διακριτικό έμβλημα του πρώην βασιλείου. Χάρασσαν τον δρόμο των μαραμένων κλαδιών του κάποτε χρυσού δέντρου και κατέληξαν στις δυο μορφές με τα μακριά μαλλιά που το υμνούσαν και άφηναν την κόμη τους να μπλεχτεί στις περίτεχνες ρίζες του δέντρου. Η παλιά αίγλη του βασιλείου της Ινάλ, κειτόταν νεκρή στα ακροδάχτυλά της.
«Σελήν; Μην καθυστερείς.» την διέταξε η Κάλιντα και εκείνη υπάκουσε πιστά.
Έτρεξε προς το μέρος της Πρώτης Κόρης και όταν την έφτασε, η Κάλιντα έστρεψε την πλάτη της προς το μέρος της και προχώρησε γρήγορα προς το τέλος του διαδρόμου. Μόλις σταμάτησε ξανά, γύρισε εκείνη να την κοιτάξει.
Η Κάλιντα έπιασε το πόμολο της ξύλινης πόρτας. «Ο πατέρας σε περιμένει.» είπε με την άχρωμη φωνή της και έσπρωξε την θύρα. Εκείνη άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο και άφησε να αποκαλυφθεί το δωμάτιο στο οποίο ερχόταν μια φορά το μήνα για τα τελευταία δυο χρόνια.
Ήταν ένα από τα δωμάτια που ο πατέρας είχε φροντίσει και δεν άφησε τα χρόνια να το ερημώσουν. Το δωμάτιο φώτιζε ένα μεγάλο φανάρι που κρεμόταν από το κέντρο του ταβανιού και έδινε μια μελαγχολική νότα στον χώρο. Ένιωθε ένα βαθύ δέσιμο με τον χώρο και δεν ήξερε το γιατί. Άλλο ένα ερώτημα που θα έδινε στον πατέρα. Οι τοίχοι με τις ταπετσαρίες άφηναν τα χρυσά γράμματα πάνω σε αυτές να ταξιδέψουν στο χρόνο, όταν σε αυτό το δωμάτιο κατοικούσαν οι ζωντανοί. Ήξερε ότι δεν ανήκε σε αυτούς. Είχε πεθάνει καιρό τώρα, μα δεν πέθανε ολότελα. Και αυτό το όφειλε στο Μεγάλο Πατέρα.
Η πόρτα έκλεισε και εκείνος τράβηξε τις κουρτίνες του κρεβατιού με τους τέσσερις γερούς πασσάλους στο σχήμα γέρικων κλαδιών γρήγορα. Όσες φορές είχε έρθει εδώ, δεν είδε ούτε μια φορά τις βαριές κουρτίνες τραβηγμένες. Δεν ήξερε τι κρυβόταν εκεί πίσω και κανείς από εκείνους δεν τολμούσε να ρωτήσει.
Ο πατέρας γύρισε προς το μέρος τους χαμογελώντας. Έστρωσε τα γκρίζα μαλλιά του αφήνοντάς τα να σκεπάσουν τους ώμους του και τα μαύρα στο χρώμα του κάρβουνου μάτια του, την κοίταξαν εξεταστικά. Οι μύες του προσώπου του σφίχτηκαν, κάνοντας τις γωνίες του να ακόμα πιο έντονες. Ντυμένος στα μαύρα δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις που τελείωνε το σώμα του και που άρχιζε το σκοτάδι. Μόνο η χρυσή πέτρα που είχε περασμένη στο λαιμό με μια λεπτή αλυσίδα να την κρατά, του φώτιζε λίγο το σχεδόν άυλο κορμί του.
«Πλησίασε Σελήν. Μη φοβάσαι.» είπε και η βαθιά του, γερασμένη φωνή έστειλε παγωμένα κύματα στη σπονδυλική της στήλη. Η Κάλιντα ξεφύσηξε εκνευρισμένη και της έδωσε μια μικρή σπρωξιά ώστε να προχωρήσει.
Ο πατέρας χαμογέλασε και έδειξε μια καρέκλα δίπλα από το γεμάτο έγγραφα γραφείο του. Προχώρησε προς τα εκεί και ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο κρεβάτι, έκατσε σε εκείνη με προσοχή. Η Κάλιντα είχε μεταφερθεί δίπλα στην μεγάλη κλίνη και έστρεψε το κεφάλι της στιγμιαία σε αυτή αγγίζοντας ελαφρά τις κουρτίνες. Θα ορκιζόταν πως την είδε να χάνει την αυστηρή της αυτοσυγκράτηση για ελάχιστους κτύπους της δανεισμένης της καρδιάς.
Τα χέρια του πατέρα στάθηκαν στους ώμους της και το αίμα πάγωσε στις κρύες της φλέβες. Ήξερε πως ο πατέρας κάποτε θα το μάθαινε, μα ήλπιζε σε κάποιο θαύμα. Σε μια εξαίρεση της καταραμένης της ύπαρξης.
«Σελήν.....πόσο καιρό είσαι έτσι;» ρώτησε ήρεμα ο πατέρας.
Η Σελήν ξεροκατάπιε και μη μπορώντας να κρύψει άλλο την κατάστασή της απάντησε με κομμένη ανάσα. «Περίπου μισό μήνα.»
Το χαλαρό κράτημα του πατέρα στους ώμους της μετατράπηκε σε πιο δυνατό, επώδυνο. Άφησε μια μικρή κραυγή που έμοιαζε με λυγμό να της ξεφύγει. Φοβόταν.
«Μη φοβάσαι, Σελήν. Θα το διορθώσουμε.» είπε καθησυχάζοντάς την και την άφησε ελεύθερη.
Σηκώθηκε όρθια και κοίταξε την Κάλιντα που το βλέμμα της ήταν πλέον φλογερό μα δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα.
«Σας ευχαριστώ, πατέ......»
Πριν προλάβει η Σελήν να ολοκληρώσει την φράση της, ο πατέρας είχε σκίσει ήδη το λαιμό της. Το αχνό φως χάθηκε από τα μάτια της και η Σελήν έπαψε να υπάρχει. Το κουφάρι της έσκασε στο πάτωμα με ένα δυνατό γδούπο και έμεινε κοκκαλωμένο εκεί.
Η Κάλιντα το πλησίασε και γονάτισε δίπλα του. Σήκωσε την βρώμικη πουκαμίσα της κοπέλας και μόνο τότε είδε το σαπισμένο της δέρμα που πριν είχε τόσο καθαρά μυρίσει. Η ψυχή ήταν ασύμβατη με το ανθρώπινο πτώμα και είχε ήδη αρχίσει η αργή του σήψη.
«Άλλη μια άχρηστη απώλεια.» μουρμούρισε ο πατέρας και πέταξε εκνευρισμένος το στιλέτο του μακριά. Εκείνο έπεσε στο παγωμένο έδαφος και η αιχμή του τραγούδησε πάνω στο λείο πάτωμα. Ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι και προσπάθησε να ηρεμήσει.
Η Κάλιντα άφησε την πουκαμίσα να γλιστρήσει από τα δάχτυλά της, έπιασε το πτώμα από το χέρι και σέρνοντάς το άρχισε να το πηγαίνει προς την άλλη μεριά του δωματίου. Ο πατέρας έκοψε τον δρόμο της και στάθηκε μπροστά της.
«Μπορώ να το μυρίσω πάνω σου, Κάλιντα.» έφτυσε με μίσος «Η λύπηση είναι για τους ζωντανούς και εσύ δεν είσαι μια από αυτούς. Μη ξεχνάς ποιος σε δημιούργησε, λατρεμένο μου παιδί. Δε θες να περάσεις λίγο χρόνο εκεί, ξανά.»
Στο άκουσμα αυτής της πρότασης το σώμα της έγινε άκαμπτο και τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Τώρα....μάλιστα.» ψιθύρισε εκείνος και η άρρωστη φωνή του έκανε την ατμόσφαιρα να μυρίζει τη σαπίλα της. Λίγο μετά έκανε στην άκρη και την άφησε να συνεχίσει να χαράζει το ματωμένο περίπατο πάνω στο λείο μάρμαρο.
Όταν έχασε τα μάτια του μόνο τότε κατάφερε να αναπνεύσει. Άνοιξε βίαια την πόρτα που ήταν κρυμμένη στους πίσω τοίχους του δωματίου και έτριξε τα δόντια της. Η δυσωδία την γονάτιζε.
Πέρασε το πτώμα πάνω από τον ώμο της και κατέβηκε με προσοχή τα γλιστερά σκαλοπάτια. Οι δαυλοί είχαν σβήσει και μια της κίνηση επανέφερε το φως τους. Κατέβηκε και το τελευταίο σκαλί και μπροστά της άνοιξε το θολωτό δωμάτιο. Νεκρά, σαπισμένα και σκελετωμένα κορμιά στοιβαγμένα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο κοσμούσαν το κρύο δάπεδο. Η Κάλιντα προχώρησε λίγο ακόμα και απόθεσε το άψυχο σώμα που κουβαλούσε δίπλα τους σε μια νέα στοίβα. Χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της, έστρεψε την πλάτη της σε αυτά και έφυγε.
Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της ένα βαρύ κύμα ανακούφισης και θλίψης την κατέβαλε. Δεν ήξερε γιατί ένιωθε αυτά τα πράγματα. Σκόρπιες εικόνες τυραννούσαν την αϋπνία της από μια ζωή που δε θυμόταν να είχε ζήσει, μα ένιωθε τη ζεστασιά των αναμνήσεων. Μερικές φορές ευχόταν να μπορούσε να ονειρευτεί.
Ύψωσε το βλέμμα της στο δωμάτιο και δεν είδε πουθενά τον πατέρα. Της φάνηκε παράξενο. Εκείνος δεν έφευγε ποτέ από το πλάι της. Δεν εγκατέλειπε ποτέ αφύλακτο εκείνο το κρεβάτι. Ξεφύσηξε και προχώρησε προς την έξοδο. Έπρεπε να φέρει την επόμενη ψυχή.
Μα ξαφνικά τα πόδια της δίπλωσαν και τα γόνατά της ακούμπησαν με φόρα το πάτωμα. Δεν πρόλαβε να δαμάσει την σκέψη της όταν δυο χέρια ακούμπησαν το λαιμό της και ανάγκασαν το κεφάλι της να κοιτάξει ψηλά.
Ο πατέρας έφερε το ένα του χέρι στην χρυσή πέτρα που κρεμόταν στο λαιμό του και έπειτα με το άλλο έπιασε γερά το σαγόνι της.
«Μην προσπαθήσεις να με καθυστερήσεις ξανά, καταραμένη μου θυγατέρα.» ψιθύρισε και το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν μια χρυσή λάμψη και έπειτα .............τίποτα.
................................................................................................................
Τι να πω και εγώ......
Enjoy! xx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top