Κεφάλαιο 2 - Τα αστέρια


Το ελαφρύ κύμα που νανούριζε το πλοίο, τον είχε ξυπνήσει. Άνοιξε με κόπο τα μάτια του και γύρισε το κεφάλι του στο πλάι, εστιάζοντας στο σχεδόν σβηστό κερί που το αγκάλιαζε ένα χρυσό κηροπήγιο. Το μοναδικό φως της ευρύχωρης καμπίνας. Λίγο πιο πέρα, η Λαγιάλι είχε αφήσει ένα κύπελλο γεμάτο με νερό και ξαφνικά ένιωσε το στόμα του να ξεραίνεται. Ανασηκώθηκε στον αγκώνα του, το πήρε και κατέβασε αχόρταγα τις γουλιές, ώσπου δεν έμεινε ούτε μια σταγόνα. Σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του το στόμα του και δοκίμασε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η πληγή τον έτσουξε, αλλά όχι τόσο όσο χθες. Η βελτίωση ήταν τρομερή και αναρωτήθηκε τί ήταν εκείνα τα βότανα που τον έβαλε να πιει η καπετάνισσα. Τέτοιες πληγές δεν έκλειναν σε τόσο μικρό διάστημα.

«Ο πόνος είναι εμπόδιο του μυαλού σου, Λαχάρ.» μονολόγησε στεκόμενος γερά στα πόδια του. Ήθελε να πάρει λίγο αέρα και να βρει και άλλο νερό. Δεν είχε ξεδιψάσει εντελώς.

Κρατώντας τα πλευρά του, άνοιξε την πόρτα και αμέσως το βραδινό αγέρι δρόσισε το πρόσωπό του, κάνοντας το σώμα του να ανατριχιάσει. Έκανε μερικά βήματα και άφησε το βλέμμα του να χαθεί στο ολόγιομο φεγγάρι που σκίαζε το πλοίο και την μαύρη θάλασσα που διέσχιζε. Τράβηξε το αγουροξυπνημένο του σώμα προς την κουπαστή και έκατσε επάνω στο χαμηλό και γυαλισμένο ξύλο της. Το μυαλό του ξαφνικά γέμισε με κάθε λογής σκέψεις και αναμνήσεις του παλιού του εαυτού. Ο χρόνος δεν είναι ο καλύτερος γιατρός, ε πατέρα; Γιατί εκείνον τον βασάνιζε ακόμη το παρελθόν και οι αναμνήσεις ήταν η χειρότερη εκδίκηση. Σκότωναν κάθε τι καλό και χαρούμενο. Μα πάλι άρχισα να νοσταλγεί.

«Δεν είναι πανέμορφο το βράδυ;» ρώτησε η Λαγιάλι.

Το κεφάλι του τινάχτηκε προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή της. Τα καταπράσινα μάτια της κόντραραν το σκοτάδι και έμοιαζαν με φανταχτερούς πολύτιμους λίθους. Τα μαλλιά της χόρευαν με τις εντολές του αέρα που τα μπέρδευε, μα εκείνη δεν την ένοιαζε. Στεκόταν περήφανη πίσω από το τιμόνι του πλοίου με μόνη έγνοια τον θαλάσσιο δρόμο.

«Τι κάνεις εδώ έξω;» ρώτησε απορημένος. Τα πλοία δεν τα οδηγούσε ποτέ ο καπετάνιος μόλις ο ήλιος έδυε. Οι περισσότεροι έβαζαν το πλήρωμα να το προσέχει, όσο εκείνοι επιδίδονταν σε άλλες δραστηριότητες.

«Σαν τι μοιάζει να κάνω, πρίγκιπα; Μήπως χτύπησες και το κεφάλι σου;»

Δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα ελαφρύ μειδίαμα και σηκώθηκε από την θέση του για να πάει προς το μέρος της. Η μυρωδιά της θάλασσας χτυπούσε τα ρουθούνια του και ο ήχος των κυμάτων που πάφλαζαν στο λουστραρισμένο ξύλο δημιουργούσε μια άλλη, πιο γαλήνια εικόνα. Σχεδόν ξεχνούσε την καταστροφή που τον κυνηγούσε.

Στάθηκε μπροστά της και περίμενε την ερώτησή της.

«Αν περιμένεις να σε ρωτήσω κάτι, καλύτερα να φύγεις. Δεν με ενδιαφέρει το παρελθόν σου, ούτε το μέλλον σου» του είπε και έριξε το έντονο βλέμμα της πάνω του.

«Για άτομο που δεν ενδιαφέρεται, ξέρεις πολλά για εμένα» είπε σκεπτικός, ίσως περισσότερο περίεργος. Η αλήθεια είναι ότι ήθελε πολύ να μάθει πως ήξερε την γλώσσα του, μιας και δεν έμοιαζε με άτομο κύρους ή έστω βασιλικής προελεύσεως. Αυτοί μόνο μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα για διδασκαλία γλωσσών των Βασιλείων. Και σίγουρα δεν ήταν έμπορας. Οπότε τί ακριβώς γνώριζε και πώς το έμαθε;

«Μου κάνει πραγματικά εντύπωση το πόσο εύκολα ξεχνάτε εσείς του βασιλικού είδους» απάντησε και ύστερα κάγχασε. Στράφηκε ξανά στο τιμόνι κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε και έπειτα τον κοίταξε πάλι. Το βλέμμα της δεν πρόδιδε την λύπη που διέτρεχε την φωνή της. Τι του διέφευγε;

«Ξεχνάμε;» απόρησα.

Η Λαγιάλι χτύπησε απαλά το τιμόνι της Μάντελιν και το έστριψε ελάχιστα προς τα δεξιά, συνεχίζοντας την ρότα της. «Και να σου πω δεν θα καταλάβεις, πρίγκιπα. Δεν έχει νόημα.»

«Γιατί δεν με βοηθάς λίγο; Και σταμάτα να με αποκαλείς πρίγκιπα. Δεν μου αρμόζει τέτοιος τίτλος.»

«Προτιμάς το λέων της Ινάλ; Έχει την ίδια βαρύτητα. Σε κάνει και ξεχωρίζεις.»

Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι μα το έκλεισε την ίδια στιγμή. Δεν είχε όρεξη να τσακωθεί με κανέναν απόψε και μάλιστα με το άτομο που του χρωστούσε την ζωή του. Όσο και αν δεν το ήθελε, θα υποχωρούσε. Μόνο για αυτή τη φορά.

«Δεν είναι κάτι που διάλεξα και σίγουρα δεν είναι κάτι που επιδίωξα να με συνοδεύει.» είπε σχεδόν ψιθυριστά κοιτώντας τον ουρανό. «Μόνο να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω.»

Μερικά κενά σιωπής χώθηκαν ανάμεσά τους και ο αέρας που περνούσε τα ανακάτευε ξανά και ξανά. Ύστερα από λίγο άκουσε τη Λαγιάλι να εκπνέει ηττημένη και την κοίταξε ερωτηματικά.

«Τι έκανες στη Ζάκρα, ενώ ήξερες για την έφοδο; Τι περίμενες εκεί;» ρώτησε.

Δεν ήθελε να της πει τον λόγο για τον οποίο έψαχνε τα κοπάδια των απέθαντων για έναν αξιωματικό τους, κάποιον που μπορούσε να δώσει απάντηση στο ερώτημά του. Δεν ήθελε να μοιραστεί το μόνο μυστικό που του απέμενε. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν. Δεν ήθελε να ανακατέψει κανέναν σε αυτό. Περισσότερα άτομα σημαίνει και περισσότερο βάρος στο κεφάλι του.

«Ακολουθώ κάποιες φήμες.» απάντησε κοφτά γυρνώντας το κεφάλι του στο πλάι, διαλύοντας όποια άλλη προσπάθεια της Λαγιάλι να ρωτήσει περισσότερα.

Ένα αχνό γελάκι έφτασε στα αυτιά του και γύρισε το βλέμμα του ξανά προς το μέρος της. Τα μάτια της είχαν θολώσει και πήραν το χρώμα της νύχτας, συννεφιάζοντας. Χαμογέλασε. Χαμογέλασε σαν να ήξερε τι εννοούσε και στήριξε το σώμα της πάνω στο πηδάλιο, κρεμώντας τα χέρια της ανάμεσα στα χωρίσματά του.

«Δεν υπάρχει γυρισμός, Λαχάρ. Ό,τι άφησε την γη που πατάμε, δεν ανήκει πλέον εδώ.» είπε εκείνη και το στομάχι του σφίχτηκε, ενώ η καρδιά του έχασε μερικούς χτύπους.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Και μου το έχεις ξαναπεί αυτό.»

«Νομίζω πως καταλαβαίνεις πολύ καλά τι εννοώ. Δεν μπορείς να αποφύγεις το βάρος των τύψεων και του θανάτου. Έτσι δεν είναι;» ρώτησε, μα δεν το έθεσε σαν ερώτημα.

Ο Λαχάρ κινητοποίησε το τιμόνι με το ένα του χέρι και πλησίασε το σώμα του προς τα εκείνη. «Μην προσπαθείς να σκάψεις το μυαλό μου και μην κάνεις τον κόπο να με μάθεις.» της είπε απειλητικά.

Τα μάτια της δεν έχασαν την σπίθα τους και δεν τραβήχτηκε πίσω. Αντιθέτως, σήκωσε διστακτικά το χέρι της και ακούμπησε το μάγουλό του απαλά, θάβοντάς το στην παλάμη της. Χαμογέλασε συμπονετικά. Εικόνες της Αλιάνας πετάχτηκαν μπροστά στα μάτια του και σαν υπνωτισμένος υπέμεινε το χάδι της. Ένιωθε σχεδόν την ζεστασιά της και οι άμυνές του άρχισαν να ραγίζουν. Ξεροκατάπιε και το χέρι του σηκώθηκε αντανακλαστικά για να αγγίξει το δικό της.

Ένας δυνατός παφλασμός τον ξύπνησε από τον εφιάλτη αυτό. Το χέρι του χτύπησε τον βραχίονα της Λαγιάλι και απομακρύνθηκε από κοντά της.

«Τι μου έκανες;» απαίτησε να μάθει, ενώ η οργή του φούντωνε.

Εκείνη έτριψε το χέρι της και αφού κοίταξε τον βραδινό ουρανό έστριψε ελάχιστα το τιμόνι στα αριστερά.

«Απάντησέ μου!» φώναξα.

«Οι υπόλοιποι κοιμούνται. Σεβάσου την ώρα της ησυχίας τους.» απάντησε ήρεμη.

Την πλησίασε ξανά γρήγορα, πιάνοντάς την γερά από τον γιακά και την τράβηξε τόσο, ώστε το σώμα της χτύπησε πάνω στο τιμόνι.

«Τι παιχνίδι παίζεις; Τι στους θεούς μου έκανες;»

«Σου έδειξα τον μεγαλύτερό σου εφιάλτη και την αιώνια κατάρα σου. Το μυαλό σου παίζει παιχνίδια, Λαχάρ και εσύ το αφήνεις να σε καταστρέφει.»

Χαλάρωσε το κράτημά του και την έσπρωξε προς τα πίσω. «Μην με ξανακουμπήσεις. Την επόμενη φορά θα δεν θα διστάσω να σου κόψω το χέρι.»

«Την επόμενη φορά θα μου ζητήσεις να το κάνω ξανά.» είπε με βραχνή φωνή και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Όταν τα άνοιξε ξανά, είχαν πάρει το γνώριμο χρώμα τους.

«Μείνε μακριά μου!» της είπε και επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην καμπίνα, ξεχνώντας την δίψα του. Έκατσε με φόρα στο κρεβάτι και όλο το βάρος των πέντε χρόνων έπεσε να τον πλακώσει. Η αναπνοή του έγινε πιο γρήγορη και έθαψε το κεφάλι του μέσα στις παλάμες του ρίχνοντάς το βάρος μπροστά. Στήριξε τους αγκώνες του στα γόνατά του και προσπάθησε να ηρεμήσει. Οι εικόνες που είδε πριν να σχηματίζονται μπροστά του, ζωντάνεψαν ξανά και σφάλισε τα μάτια του προσπαθώντας να διώξει την ανεπιθύμητη αίσθηση της αδυναμίας. Δεν ήταν αδύναμος πια. Είχε αλλάξει. Δεν ήταν το παιδί του παρελθόντος. Δεν ήταν ο ίδιος.

Τότε γιατί δεν τον άφηνε ήσυχο; Γιατί συνέχιζε να τον στοιχειώνει; Έπαιρνε γρήγορες, άτακτες ανάσες από το στόμα και ο θυμός του δεν άργησε να ξεσπάσει. Πέταξε το τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι πέρα, σπάζοντάς το και ρίχνοντας το κερί στο ξύλινο δάπεδο, σβήνοντας το αχνό του φως. Σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε στα τυφλά προς το μεγάλο παράθυρο της καμπίνας. Έκανα πέρα τις βαριές κουρτίνες και άφησε το φως του φεγγαριού να εισβάλλει στο μικρό χώρο.

Το ίδιο αναθεματισμένο φεγγάρι έβλεπε και σήμερα.

Πώς να καταραστεί την φύση; Πώς να καταραστεί τα πάντα;

Κοπάνησε τη γροθιά του στο ξύλινο δοκάρι ξανά και ξανά, ώσπου δεν είχε πια το κουράγιο να συνεχίσει. Το μουδιασμένο χέρι του σύρθηκε πάνω στο ξύλο και έπεσε αδύναμο στο πλάι του σώματός του. Άφησε τα γόνατά του να λυγίσουν και έπεσε στο πάτωμα με ένα ελαφρύ γδούπο. Τα δάκρυά του δεν άργησαν να ακολουθήσουν και δεν έκανε τον κόπο να τα σταματήσει. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που έκλαψε σαν παιδί και άφησε όλη μου τη λύπη να τον κατακλύσει. Οι λυγμοί που έφραζαν τον λαιμό του και ο αέρας ξαφνικά τον πονούσαν. Ήθελε να σταματήσει αυτό. Δεν άντεχε άλλο. Δεν ήθελε να μισήσει την ύπαρξή της.

«Μη με τυραννάς άλλο, Αλιάνα.....» ψιθύρισε και ευχήθηκε να μπορούσε το φεγγάρι να τον ακούσει και να μεταφέρει την ευχή του στα ουράνια. Ίσως τον άκουγε.

Η πόρτα πίσω του έτριξε δυο φορές και ο ήχος βημάτων συνόδεψε τον τελευταίο θόρυβο. Σκούπισε το πρόσωπό του και εκείνη έκατσε δίπλα του, σταυρώνοντας τα πόδια της. Οι άκρες των μαλλιών της χάιδεψαν το μπράτσο του κάνοντάς τον να ανατριχιάσει ελαφρώς.

«Ο πατέρας μου έλεγε πως οι θεοί της νύχτας ακούνε κάθε μας προσευχή και κλαίνε για εμάς. Οι σταγόνες τους μένουν ψηλά στον ουρανό για να μας δίνουν κουράγιο και μας δείχνουν με αυτό τον τρόπο ότι είναι δίπλα μας. Γι' αυτό τα αστέρια είναι κάθε βράδυ τόσο λαμπερά. Μοιράζονται το βάρος μας και έτσι δεν χρειάζεται να υποφέρουμε.» μουρμούρισε τόσο αθόρυβα ώστε με δυσκολία να την ακούσει. Ένιωθε πως μόλις μοιράστηκε ένα μυστικό μαζί του, μα η ιστορία της είχε κάτι το γνώριμο.

«Κάποιος μου το έχει πει ξανά αυτό, μα δε θυμάμαι ποιος...» είπε χωρίς να την κοιτάξει. Όχι επειδή ντρεπόταν, αλλά για κάτι άλλο που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Για κάποιο λόγο, δεν ένιωθε άβολα δίπλα της. Όχι. Ένιωθε πως μπορούσε να της πει το οτιδήποτε και να μην κριθεί για αυτό. Και αυτό τον φόβιζε. Δεν ήθελε να με δει κανείς να είναι σε τέτοια κατάσταση, μα με εκείνη δεν τον πείραζε.

Το γέλιο της έστειλε μια ανατριχίλα να τον διαπεράσει και μια σκηνή από όταν ήταν μικρό παιδί ταξίδεψε στο μυαλό του.

Ένα κοριτσάκι καθόταν δίπλα του, στο δωμάτιο όπου είχε δολοφονηθεί η μητέρα μου και σε εκείνο που με απομόνωσε η Βασίλισσα. Το κοριτσάκι με τα εβένινα κοντά μαλλιά που είχε υψώσει το κεφάλι της προς το μικρό παράθυρο σκαλισμένο στον τοίχο. Όταν γύρισε το κεφάλι της σε εκείνον, δεν μπόρεσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτα, μα μόνο το απόλυτο κενό.

«Ξέρεις πως γεννήθηκαν τα αστέρια;» ρώτησε η μικρή.

Το ζεστό άγγιγμα της Λαγιάλι τον επανάφερε στο τώρα και την κοίταξε περίεργος. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε σαν να προσπαθούσε να ξεμπλέξει ιστούς που μπέρδευαν τις σκέψεις του.

Απομάκρυνε το χέρι του από το κράτημα της Λαγιάλι και έτριψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. «Συγγνώμη για το τραπέζι. Θα το φτιάξω αύριο. Μην αφήνεις το πλοίο ακυβέρνητο.» απολογήθηκε βιαστικά και ετοιμάστηκε να σηκωθεί από το ξύλινο πάτωμα.

«Άφησα τον Ούντο να το κουμαντάρει. Όσο για το τραπέζι, μην σε απασχολεί. Έτσι και αλλιώς ήθελα να πάρω ένα καινούριο. Πριν την Καέλια θα σταματήσουμε στη Ζιφάρι. Είναι από τις μεγαλύτερες εμπορικές πόλεις της Ανατόλια. Δεν την έχει αγγίξει η καταστροφή και ούτε πρόκειται. Δεν υπάρχουν πια ισχυρά τείχη από τα δικά της.» είπε η Λαγιάλι, αλλάζοντας θέμα.

«Κανένα τείχος δεν μπορεί να κρατήσει τους απέθαντους μακριά.» δήλωσε ο Λαχάρ αφήνοντας το κρύο να χρωματίσει την φωνή του.

«Η Ανατόλια δεν είναι αδύναμη όπως ο Βορράς, πρίγκιπα. Ξέρουμε να φυλάμε καλύτερα τους εαυτούς μας.»

«Η αυτοπεποίθηση είναι κάτι που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην καταστροφή, Λαγιάλι. Μην είσαι ποτέ σίγουρη για τίποτε. Παρά την αργοπορημένη προετοιμασία μας και την προδοσία, καταφέραμε να κρατήσουμε τον Βορρά για πέντε έτη.»

«Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;» με ρώτησε περίεργη.

Συνάντησε τα πράσινα μάτια της και χαμογέλασε λυπημένα. «Ο θάνατος. Χάσαμε τα πάντα. Οι απέθαντοι κατέλαβαν κάθε τι ζωντανό. Η...» διέκοψε εγκαίρως τον εαυτό του και έστρεψε το βλέμμα του προς το παράθυρο. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε μια εξίσου βαθιά εκπνοή.

«Δεν έχασες τα πάντα.» τον διόρθωσε εκείνη. «Οι φήμες που έλεγες; Εκείνες που ακολουθούσες;»

Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και την κοίταξε. «Ανόητες φήμες που ακολουθεί ένας απελπισμένος πρίγκιπας.»

....................................................................................................................

Άργησα, αλλά ανέβασα!! Το να γράφω για έναν Λαχάρ πληγωμένο και στενοχωρημένο, μόνο, χωρίς κανένα στο πλάι του είναι πολύ δύσκολο, πιστέψτε με!
xoxo
Enjoy!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top