Κεφάλαιο 11 - Να θυμάσαι


Η Κάλιντα δεν ήξερε τί να κάνει, παρά μόνο να κοιτάζει την Αλιάνα που τώρα επεξεργαζόταν τον εαυτό της. Είχε στρέψει το ασημένιο της βλέμμα στα χέρια της. Στριφογύριζε τους καρπούς της, έγερνε το κεφάλι της, κλοτσούσε χαλαρά με τα πόδια της, προσπαθώντας να επανασυνδεθεί με το κορμί της. Ο Ράμα στεκόταν λίγα μέτρα μακριά από τις δυο τους και παρατηρούσε την καθυστερημένη σμίξη των δυο καλύτερων δημιουργημάτων του ευτυχισμένος.

Όταν η Αλιάνα σταμάτησε να κινείται και απλά να κοιτάζει το κενό, τότε μόνο την πλησίασε. Κοίταξε την κόρη του και χαμογέλασε με την έκφραση τρόμου της. Χαιρόταν που έβλεπε στα μάτια της Κάλιντα να γκρεμίζονται όνειρα και σχέδια που έκανε πίσω από την πλάτη του, θεωρώντας πως δεν θα τα ανακαλύψει ποτέ του. Χαιρόταν που είχε φέρει πίσω εκείνη που τόσο απεγνωσμένα έψαχνε η Πρώτη Κόρη. Τώρα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την Αλιάνα όπως ήθελε· πάντα προς όφελός του.

Η Κάλιντα έκανε ένα βήμα μπροστά, μειώνοντας την απόστασή της από την Αλιάνα. Τα ακροδάχτυλά της συσπάστηκαν αμήχανα μόλις σήκωσε το δεξί της χέρι προς την πρώην μισθοφόρο. Η Αλιάνα δεν την κοιτούσε. Κοίταζε κάπου πίσω από εκείνη, τις υγρές πέτρες που ήταν παραδομένες στην υγρασία σαν να της φαινόταν ενδιαφέρον το κενό. Ή της ήταν το μόνο γνώριμο πράγμα, αφού τριγύριζε χαμένη σε ένα άχρωμο τοπίο ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Η Κάλιντα άγγιξε τα μαλλιά της Αλιάνα και κάγχασε από το πόσο απαλή ήταν η ασημένια κόμη. Ο Ράμα δεν είχε αφήσει το κορμί αφρόντιστο τόσο καιρό. Κατέβασε το χέρι της στο πρόσωπο της κοπέλας, αφήνοντάς το να σταθεί στο κρύο της μάγουλο. Το πρόσωπο της Αλιάνα ήταν κατάλευκο. Κάθε ίχνος ζωής χανόταν κάτω από το παγωμένο της δέρμα και τα ασημένια της μάτια· ομιχλώδη και άγνωστα. Οι κόρες των οφθαλμών της έμοιαζαν να κολυμπούν σε μια θάλασσα καταραμένων ψυχών, έτοιμες να κατασπαράξουν οτιδήποτε ζωντανό.

Ένας λυγμός, πρόλαβε να φύγει από τα χείλη της Πρώτης Κόρης. Ο Ράμα είχε φέρει πίσω κάτι ξένο που δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί. Δεν ήξερε ποιο κομμάτι της Αλιάνα είχε επιστρέψει και αν ήταν αρκετά δυνατό για να βγει στην επιφάνεια, ακόμη και αν δεν βρεθεί το υπόλοιπο κομμάτι της ψυχής της. Θα της έπαιρνε χρόνο και ο χρόνος της ήταν πολύτιμος. Ήδη είχε χάσει τον Λαχάρ. Τελευταία φορά που έμαθε νέα του ήταν από μια έφοδο των στρατηγών στην Ζάκρα. Εκεί ο ανόητος, ενώ ήταν ήδη τραυματισμένος, είχε προσπαθήσει να τα βάλει με τον Σίθαελ· έναν από τους πιο επικίνδυνους απέθαντους που είχε δημιουργήσει ο Ράμα. Ψυχή σαπισμένη, απόκομμα ενός δολοφόνου και ενός πειρατή. Ψυχή που κατάφερε με ιδιαίτερη ευκολία να θερίσει μια άγνωστη γυναίκα, σώζοντας τον Λαχάρ και παίρνοντάς τον μακριά. Έκτοτε δεν ήξερε πού ήταν. Το σημαντικό ήταν πως ζούσε. Βουτηγμένος μέσα στην στενοχώρια, στην απομόνωση, κυνηγώντας την ίδια ελπίδα με εκείνη.

«Και τώρα που η επανασύνδεσή σας ολοκληρώθηκε, έχω ένα δώρο για την γλυκιά μας Αλιάνα. Νομίζω πως αξίζει κάποια επιβράβευση.» διέκοψε τις σκέψεις της ο Ράμα.

Η Κάλιντα απομακρύνθηκε από την Αλιάνα, διπλώνοντας τα χέρια πάνω στην κοιλιά της, σε μια προσπάθεια να κρατήσει την θύμηση του αγγίγματος τους παιδιού που μεγάλωσε. Κοίταξε τον Ράμα που χτύπησε τα χέρια του, δίνοντας σήμα στον Σόλας να μπει στο δωμάτιο, φέρνοντας μαζί του ένα κλουβί.

Το γεράκι μέσα σε αυτό, έκρωξε και κρεμάστηκε από τα κάγκελα του κελιού του, ανοίγοντας τα φτερά του όσο περισσότερο μπορούσε. Τιναζόταν νευρικό και είχε ανοίξει το ράμφος του, έτοιμο να επιτεθεί σε όποιον τολμούσε να το αγγίξει. Μόλις η προσοχή του έφτασε στην Αλιάνα, έπαψε να τινάζεται και έκατσε ήρεμο πάνω στο ξύλο στήριξης.

«Ο Χάρου;» ρώτησε η Κάλιντα παραξενεμένη. Ο πιστός σύντροφος της Αλιάνα είχε ακολουθήσει τον Λαχάρ και νόμιζε πως είχε μείνει μαζί του. Αλλά όχι...

«Επέστρεψε πριν λίγους μήνες. Είχε μείνει στην περιοχή, αισθανόμενο μάλλον, την αφέντρα του. Πήρε καιρό στον Σόλας να το πιάσει. Είναι πανέξυπνο πλάσμα, δεν συμφωνείς, κόρη μου;» απάντησε ο Ράμα με το γνώριμο γλοιώδες του χαμόγελο να παραμορφώνει το πρόσωπό του. Έπειτα έγνεψε στον απέθαντο μπροστά τους.

Ο Σόλας άνοιξε την πόρτα του κλουβιού και το γεράκι δίχως να χάσει καιρό, πέταξε έξω από αυτό και έκανε έναν γύρο στο δωμάτιο που κάποτε είχε φιλοξενηθεί. Στάθηκε στον ουρανό του κρεβατιού και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, προσπαθώντας να κατανοήσει το πρόσωπο που αντίκριζε. Ήταν η Αλιάνα ή κάποια που της έμοιαζε; Είχε βρει την αφέντρα του; Έκρωξε δυνατά και περίμενε.

Η Κάλιντα κοιτούσε το γεράκι. Ξεροκατάπιε όταν είδε και την Αλιάνα να στρέφεται προς την κατεύθυνση του θορύβου. Τα μάτια της δεν πρόδιδαν κανένα σημάδι αναγνώρισης. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Μόνη κίνηση του σώματος ήταν το δεξί της χέρι που το έφερε μπροστά της και έπειτα το λύγισε, ώστε να κοιτάζει τον βραχίονά της.

Η δανεισμένη καρδιά της Κάλιντα σκίρτησε. Ίσως ο Χάρου κατάφερνε να δημιουργήσει κάποια σύνδεση με παλαιότερες μνήμες της Αλιάνα. Έβλεπε κάποια αχτίδα ελπίδας.

Το γεράκι με έναν σάλτο και ένα τίναγμα των φτερών του, ακούμπησε απαλά στον βραχίονα του αφεντικού του και έγειρε ξανά το κεφάλι του· ίσως προσπαθώντας να συνηθίσει στην νέα εικόνα της Αλιάνα. Έπειτα έκρωξε και χαμήλωσε το κεφάλι του, δείχνοντάς της το ότι ήθελε να χαϊδέψει το πουπουλένιο του κεφάλι.

Η Αλιάνα έφερε το ελεύθερό της χέρι στο κεφαλάκι του Χάρου. Με την άκρη του ματιού της, η Κάλιντα, είδε τον Ράμα να χαμογελά και γρήγορα επέστρεψε στην κοπέλα. Η πρώην μισθοφόρος έπιασε με τον αντίχειρα και τον δείκτη της το λαιμό του ζώου και με μια απότομη κίνηση έσπασε τον λαιμό του. Ύστερα πέταξε το κουφάρι του στο πάτωμα. Ο γδούπος ταίριαξε με τον κούφιο χτύπο της καρδιάς της Κάλιντα.

Ο Ράμα γέλασε και άρχισε να χειροκροτά. Πλησίασε την Αλιάνα και έκλεισε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του. Φίλησε το κούτελό της φρενιασμένος.

«Πες μου γιατί σκότωσες το γεράκι που σου έφερα ως δώρο.» της ψιθύρισε.

Η Αλιάνα, κοίταξε τον Ράμα αφήνοντας τα νεκρά της μάτια να συναντήσουν τις πύλες των δικών του. «Ήταν ταγμένο σε άλλη αφέντρα και δεν θα ήταν ποτέ πιστό σε εμένα.» του απάντησε, αφήνοντας την σπασμένη, αχρησιμοποίητη για πέντε έτη, φωνή της να ταξιδέψει στα αυτιά των παρευρισκόμενων.

Ο Ράμα άφησε την Αλιάνα ελεύθερη και άρχισε να γελά. Γελώντας έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, πριν πιάσει με τα χέρια του το πρόσωπό του, τραβώντας το προς τα κάτω· παραμορφώνοντάς το και άλλο.

«Είναι υπέροχη.» μουρμούρισε.

Ο Σόλας, που τόση ώρα κοιτούσε την έντρομη Κάλιντα, στράφηκε στην Αλιάνα· τη νέα προσθήκη στην στρατιά τους. Δεν ήξερε γιατί, μα την φοβόταν αυτή την απέθαντη. Την φοβόταν περισσότερο από τον Ράμα και την Κάλιντα μαζί. Αυτό που εξέπεμπε ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Ήταν σαν να έπεφτε επάνω του η οργή του ίδιου του Θανάτου, τον οποίο τόσο έντονα είχε ζήσει. Το βλέμμα του κατέληξε στιγμιαία στο γεράκι. Ήταν ωραίο πλάσμα, έντιμο και αγνό. Δεν του άξιζε τέτοια μεταχείριση.

«Σόλας, πέρασε έξω. Δεν σε χρειάζομαι άλλο.» τον διέταξε ο Ράμα και δεν περίμενε να το ακούσει ξανά. Όλοι γνώριζαν πού κατέληγαν οι ψυχές που δεν υπάκουαν αμέσως στις εντολές του.

Μόνο όταν ο Σόλας βγήκε από το δωμάτιο συνειδητοποίησε η Κάλιντα πως δεν ανέπνεε. Τα μάτια της, που είχαν μείνει ώρα ορθάνοιχτα, μάζευαν δάκρυα στις άκρες τους και ήδη την έτσουζαν. Ο Ράμα, με βήμα σταθερό, στάθηκε ανάμεσα σε εκείνη και την Αλιάνα.

«Ξέρεις ποιο είναι το πραγματικά ενδιαφέρον, γλυκιά μου θυγατέρα;» την ρώτησε, πιάνοντας τα τρεμάμενα χέρια της και φέρνοντάς τα στα χείλη του απίθωσε ένα φιλί στις παλάμες της. Ύστερα τα άφησε και πισωπατώντας έφτασε δίπλα στην Αλιάνα.

Η Κάλιντα τα κράτησε στο στήθος της, τρίβοντας τα χέρια της μεταξύ τους, σε μια προσπάθεια να διώξει κάθε ίχνος του πατέρα της από πάνω τους. Ο Ράμα αγνόησε την κίνησή της και έφερε το δεξί του χέρι στα μαλλιά της νέας απέθαντης, παραμερίζοντάς τα.

«Ότι η Αλιάνα είναι μέσα εδώ. Ένα κομμάτι της τέλος πάντων. Ένα κομμάτι της που βλέπει και ζει κάθε κίνηση που κάνει η ψυχή που ελέγχει το σώμα της. Ένα κομμάτι που ούρλιαξε τόσο δυνατά όταν ο λαιμός του γερακιού έσπασε. Ένα κομμάτι που προσπαθεί να σε κοιτάξει.» άρχισε να λέει ο Ράμα, συνεχίζοντας να παραμερίζει τούφες μαλλιών της Αλιάνα.

Η Κάλιντα ξεροκατάπιε και σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να κυλήσουν από τα μάτια της. Αυτό σήμαινε πως δεν είχαν όλα χαθεί. Μπορούσε να συνεχίσει τις έρευνές της και να βρει μια λύση πριν να είναι πολύ αργά. Όσο περισσότερο η νέα ψυχή έμενε στο σώμα της, τόσο λιγότερες ήταν οι πιθανότητες να επαναφέρει την Αλιάνα.

Ο Ράμα σαν να διαισθάνθηκε το κύμα ελπίδας της, χαμογέλασε και την γύρισε να την κοιτάξει. «Ξέρεις, όμως, ποιο είναι το πιο τρομερό από όλα;» ρώτησε, πιάνοντας τον λαιμό της Αλιάνα. «Ότι, όπως εκείνη το γεράκι, έτσι και εγώ μπορώ να την εξαφανίσω όποτε το επιθυμώ αν καταλάβω πως δεν μου είναι πια πιστή.»

Και με το στιλέτο που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, με μια επιδέξια και γρήγορα κίνηση, έσκισε το λαιμό της Αλιάνα. Το αίμα τινάχτηκε από την πληγή και άρχισε να κυλάει στο στέρνο και τα χέρια της. Η Αλιάνα, έφερε τα χέρια στο λαιμό της και έπειτα μπροστά της. Τα κοίταξε για μια στιγμή, πριν στραφεί στην Κάλιντα· πριν πέσει στα γόνατά της. Πριν δει την Πρώτη Κόρη να τρέχει προς το μέρος της. Πριν σβήσει ξανά.

Η Κάλιντα άγγιξε το λαιμό της Αλιάνα, βουτώντας τα χέρια της στο αίμα, νιώθοντάς την να εξαφανίζεται. Δεν μπορούσε να την χάσει πάλι. Δεν έπρεπε.

«Μείνε μαζί μου.» ψέλλισε η Κάλιντα, προσπαθώντας να ελέγξει την αιμορραγία.

Ο Ράμα στάθηκε από πάνω τους για μερικούς χτύπους. Άγγιξε τον ώμο της Κάλιντα και ύστερα άρχισε να τον σφίγγει, θρυμματίζοντας τα κόκαλα μέσα στο χέρι του, κάνοντας την κόρη του να ουρλιάξει δυνατά και να αφήσει την Αλιάνα να πέσει στο πάτωμα. Αυτό δεν τον έκανε να απομακρύνει το χέρι του από πάνω της όσο την τραβούσε μακριά από την απέθαντη.

Χαμήλωσε το κεφάλι του, ώστε τα μάτια τους να βρίσκονται σε μια αιώνια ευθεία, κρύβοντας την Αλιάνα πίσω από την φαρδιά του πλάτη. «Να θυμάσαι ότι μπορώ να κάνω το ίδιο και σε εσένα αν τολμήσεις να ανακατευτείς ξανά με τις ψυχές μου.» είπε μέσα από τα δόντια του. Ύστερα έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του πανωφοριού του και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό που ανακατευόταν με δάκρυα.

«Και τώρα σήκω όρθια, μάζεψε και το μικρό μου κατοικίδιο πριν πεθάνει και συναντήστε με στις πύλες. Έχουμε να κάνουμε μια επίσκεψη στον βασιλιά Κάιν.»


...............................................................................................

Άργησα; Δεν άργησα!
Χοχο

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top