Κεφάλαιο 6 : Συζήτησης γύρο απο την φωτιά part 2
Προτεύουσα.
Η μεγάλη πόρτα της αίθουσας του θρόνου άνοιξε και μπήκε μέσα η εξοργισμένη βασιλισσα του Νέφθυς.
Τα κόκκινα σαν το αίμα μάλια της και το καταπράσινο μακρί της φόρεμα ανεμηζαν στο διάβα της και σκόρπισε ενα έντονων αρωμα μεντας.
Ραβένα : Βασιλια μου εντόπισα και την τελευταία απο της αδερφές μου, μετακινητε απο την Μπελαντονα προς τον δρόμο τον εμπόρων στα ανατολικα.
Ο βασιλιάς Μορζαν κοίταξε την σύζυγο του έχοντας ενα βλέμμα που πρόδιδε οτι είχε ακούσει αυτη την ιστορία πολλές φορες και της περισότερες απο αυτές δεν είχε δώσει και πολύ μεγάλη σημασία.
Μορζαν: ελπειζω να εχει κατι αλλο περα απο τα συνηθισμένα να μου πεις Ραβέννα και οχι να σπαταλάς έτσι άσκοπα τον χρόνο μου.
Η γυναίκα έσφιξε σε γροθιές τα χέρια της και του χαμογέλασε.
Ραβένα : Η Αμπεκε εχει περίπου είκοσι χρονια να μετακινηθεί απο την Μπελαντονα, υποψιάζομαι πως κατι ετοιμάζει, αλλα δεν ξερω ακομα τι.
Ειπε περισότερο στον εαυτό της παρα στον άντρα που είχε απέναντι της. Ο Μορζαν σηκώθηκε απο τον χρυσό του θρόνο, την πλησίασε και έβαλε το χερι του στο πηγούνι την, αναγκάζοντας την να τον κοιτάξει στα ματια.
Τα μαύρα του ματια πετούσαν φωτιές σημάδι οτι κατι τον εξόργισε.
Μορζαν: και αυτή η κίνηση της αδερφής σου, που δεν μπορέσεις να πιάσεις, μας απειλή ;
Ραβένα: τιποτα δεν μας απειλή άρχοντα μου.
Η φωνη της σκληρινε και τα ματια της έλαμψαν καταπράσινα μέσα στην φωτεινή αίθουσα κανοντας προς στηγμη τον άντρα να πησοπατιση.
Ραβενα : Η Αμπεκε είναι... διαφορεκη, για αυτον τον λογο και δεν μπόρεσα να την παγιδεύσω ακόμα. Όμως θα τα καταφέρω αυτη την φωρα.
Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του και συκονωντας το μαύρο φρύδι του της ειπε :
Μορζαν : αυτο ειπες και της προιγουμενες φορές, αγαπητή μου, αλλα έχουν περάσει δεκαπέντε χρονια απο τοτε που σε εκανα βασίλισσα μου και ακόμα δεν εχω και της τρεις αδερφές σου στο μπουντρούμι μου. Μην ξεχνάς την σύμφωνια μας Ραβένα.
Ενα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της και αυτη την φορά ηταν εκείνη που τον ανάγκασε να την κοιτάξει στα ματια.
Ραβένα : μην ξεχνάς όμως αγαπημένε μου σύζυγε οτι τα παιδιά δεν ηταν μεσα στην σύμφωνια.
Εκεινος απομακρινθηκε και σήκωσε το χερι του για να την χτυπήσει οταν μια απο της υπηρέτριες της μπήκε στην αίθουσα.
Υπηρέτρια : κύρια μου, ο πρίγκιπας Άντριαν σας χρειάζεται.
Ραβένα : έρχομαι.
Γύρισε την πλάτη της στο Μορζαν και άρχισε να περπατάει προς το δωμάτιο του μωρού της, οταν η φωνή του άντρα της την σταμάτησε.
Μορζαν : Μην με απογοήτευσεις Ραβένα. Θα είναι η τελευταία φορά.
Έφυγε εξαλλη και σχεδόν τρέχοντας ανέβηκε τα σκαλιά για φτάσει το συντομότερο στο πλάι του μωρού της.
Τα βασιλικά διαμέρισμα βρίσκονταν στους επάνω ορόφους και το μπροστινό μπαλκόνι είχε θεα όλοι την πολη της Προτεύουσας.
Το κλάμα το νεογέννητου πρίγκιπα γεμίζε το δωμάτιο και η ανήσυχη ντάνα που προσπαθουσε να τον ηρεμήσει τον κουνουσε έντονα, ενω η ίδια φενωταν αρκετά ανχωμενει.
Η βασίλισσα πήρε το μωρο στην αγκαλιά της και έδιωξε την υπηρέτρια απο το δωμάτιο.
Το μωρο σταμάτησε να κλαίει και η Ραβέννα άρχισε να του σιγοτραγουδαει ενα νανούρισμα.
Τα βλέφαρα του άρχισαν να βαρενουν και σε λίγο, κρατώντας σφηχτα το χερι την μαμάς του τον είχε πάρει ο ύπνος.
Η Ραβέννα καθόταν και τον παρατηρούσε καθώς ο μικρός πρίγκιπας που και που γελούσε στον ύπνο του.
"Κοιμησου αγγελάκι μου και η μαμά θα φροντίσει να είσαι παντα καλά "
Τον έβαλε στην κούνια και η ίδια βγήκε στο μεγαλο μπαλκόνι του παλατιού που απο κατο απλωνόταν ο τεράστιος κήπος του.
Ενα δροσερό αεράκι παρέσυρε τα κόκκινα μακρια μαλιά της και εκείνη εκλησε τα ματια της.
" Γιατί έφυγες απο την Μπελαντονα Αμπεκε; Ήσουν ασφαλείας εκεί. Ελπίζω να μην έρθεις να με βρεις γιατι θα καταλήξεις όπως η Λυσάνδρα και η Ρενάτα. "
Ο νους της ταξίδεψε στους καιρους που αυτή και η τρεις αδερφές της ηταν αγαπημένες και όλες μαζι προστάτευαν τα δάση και τα πλάσματα που ζούσαν σε αυτο, θημοταν τον καλόκαρδο βασιλιά Ριχάρδο και την αγαπημένη του σύζηγό που εαν και ηταν άνθρωποι σεβόταν ολα τα πλάσματα που ζούσαν στο Νευθης και κάθε φορά που είχαν κάποιο προβλήμα δεν δίσταζαν να της συμβουλευτούν παρα την διαφορετικότητα τους.
Ο μόνος που ηταν απόμακρος ηταν ο Μορζαν , απο μικρό παιδι φαίνονταν πως έβλεπε διαφορετικά τον κόσμο γύρο του.
Αυτο ηταν που είχε σαγηνέψει την Ραβέννα απο την αρχή.
Ο τροπος που ζούσε και σκεφτόταν, το χαμόγελο και ο ήχος τον βημάτων του την έκανε να τον σκέφτεται και να λαχτάρα να τον κλήσει στην αγκαλιά της, να του δείξει τον κοσμο της και να του δώσει όλη την αγάπη που του έλειπε.
Και τα κατάφερε οταν ο Μορζαν ηταν μολις δεκαεφτά χρόνων. Σε μια απο της μεγαλες περιπλανησεις τους τον πηγε την λυμνη με τα τριαντάφυλλα και στο δάσος που κατηκουσαν η νεράιδες και τα ξωτηκα και στο τέλος στο σπίτι της, στο δέντρο της ζωής, και καθώς τελείωσε η ξεναγήση και τον γύρισε στο παλάτι της Πρωτεύουσας , μπροστά στην πόρτα του δωματίου του της είχε δώσει ενα γλυκό φυλή, το πρωτο του φυλη, και εκείνη του είχε υπόσχεθει πως θα την ξανά έβλεπε πολυ σύντομα.
Και εκεί ηταν που τα πραγματα άρχισαν να περνούν άσχημη τροπή. Λίγο καιρό μετα εξομολογήθηκε τον ερωτα της για τον τοτε πρίγκιπα στην αδερφές της και ενω στην αρχή η Ρενάτα φάνηκε να ειναι θετική απέναντι στον ερωτα της μηκρης της αδερφής, η Αμπεκε και η Λυσάνδρα προσπάθησαν να της αλλάξουν γνώμη.
Όμως ολο αυτο τελικα κατέληξε σε εναν μεγάλο καυγά με την Ραβέννα να φεύγει απο το δέντρο με προορισμό το παλάτι, λίγο καιρό μετα ο Ριχάρδος και η Μάρσια χάσανε μιστηριοδος της ζωή τους ενω η τύχη της κόρης τους αγνωουνταν.
Ο Μορζαν στέφθηκε βασιλιάς την επομενη κιολος μέρα και την εκανε βασίλισσα του.
Η γιορτή του γάμου τους, παρα το πένθος, κράτησε δέκα ολόκληρες μέρες .
Τα πραγματα όμως πολυ σύντομα άρχισαν να αλλάζουν και πάλι και αυτή την φώτα δεν είχε γυρισμό , ο σύζυγος της εγυνε αδίστακτος, έδιωξε ολά τα πλάσματα απο της πολης και σκότωνε οποίων τα υπεράσπιζοταν, ρήμαξε τους πύργους των στοιχείων και σκότωσε τον μοναχογιό την Ρενάτας, τον Λόρεν.
Συντετριμμένη η αδερφή της ήρθε να της ζητήσει τον λογο και εκείνη την παγίδεψε φυλακίζοντας την για λογαριασμό του.
Όσο για την Λυσάνδρα δισκολευτικε λίγο παραπάνω να την παγυδευσει αλλά ήξερε την αδιναμια της για την οικογένεια και τους φυλους της και αυτο ηταν το κλειδί για να την παγυδευσει . Η Αμπεκε τελικα αποδείχτηκε και η ποιο εξυπνη απο της τρεις τους μιας που μετακινούνταν συνέχεια και έκανε δύσκολο τον εντοπισμό της απο τον στρατό του βασιλιά.
Δακρια κυλούσαν απο τα ματια της, μετάνιωνε που είχε κάνει τόσο κακό σε αυτους που αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε να κανει πισο τώρα για χάρη του μωρού της.
Ο θόρυβος της πόρτας που ανοίγει την τρόμαξε κάνοντας την να σκουπίσει τα ματια της βιαστικά.
Ο Μορζαν την πλησίασε και άρχισε να της δείνει παθιασμένα φιλία στο λεμό ενω η ανάσα του μειριζε αλκοόλ, τα χέρια του κατέβαιναν ολο και ποιο χαμιλα διμιουργοντας της μια αίσθηση ασφιξιας.
Ραβέννα : ΟΧΙ... Όχι απόψε άρχοντα μου.
Τον πήρε αγκαλιά και τον οδήγησε στο μεγαλο κρεβάτι τους και εκεί του πήρε ο ύπνος αγκαλιά.
Μπελαντονα
Η ακτίνες του ήλιου περνούσαν αναμεσα απο τα κλαδιά τον φυλών στο ξέφωτο με την κόκκινη σημαία καθως δεν ήθελε και πολυ ωρα για να βραδιάσει.
Είχα φτασει πρώτη απο τα παιδιά και βρήκα σχετικά εύκολα την είσοδο εαν και αναγκάστηκα να την ανοιξω λίγο παραπάνω για να μπορέσει να περάσει το αλογο με ευκολία. Για να περάσει η ωρα αποφάσισα να μαζεψω μερικά ξύλα για να αναψουμε φωτιά μολις θα μαζευομασταν όλοι μαζι.
Ιρελια: τι λες να συναντήσουμε στον δρόμο για τον πύργο Σκαι;
Σκαι: υπάρχουν πόλα πλάσματα που ζούνε στο δάσος Ιρελια. Εκτός απο τα κοινά ξωτηκα και της νεράιδες μπορεί να συναντήσουμε κένταυρους, δριαδες και ελπιζω να δούμε και το μεγάλο ελάφι της κυράς της γης. Γιατί ρωτάς ;
Ιρελια : είμαι πολυ περίεργη για το τι θα ακολούθησει. Η μάντισσα φαινόταν πολυ συγουρη για αυτά που μας είπε, ίσως να πειστευε σε εμάς περισότερο απο οτι εμείς στους εαυτούς μας.
Η μικρη μου νεράιδα στρειφογυρεισε τα ματια της και με αγκάλιασε.
Σκαι: Πόσες φορες θα σου πω οτι πρεπει να εχεις πίστη. Ακόμα δεν καταλαβες πως εισαι προορισμένη για μεγαλα πράγματα ;
Ιρελια : αυτο ειναι που με τρομάζει Σκαι. Το τι πρεπει να περάσουμε για να φτάσουμε στον πύργο είναι μονο η αρχή.
Σκαι : κάποιος έρχεται.
Άκουσα βήματα να πλησιάζουν και αμέσως πήρα θέση άμυνας, οταν κατάλαβα πως τα παιδιά προσπαθούσαν να βρουν την είσοδο, πετάχτηκα εξω με αποτέλεσμα ο Σιμ να πεταχτεί και η Κενά να τσηριξει.
Σιμ: πως πεταγεσε έτσι. Καρδιακόυς θα μας κατακτήσεις.
Αρχεισαμε να γελαμε και τελικα μπεικαμε στο ξέφωτο και καθησαμε όλοι γύρο απο την σβηστεί ακόμα φωτιά.
Κενά : Βραδιάζει.
Ιρελια : άρχισε να κανει κριό.
Σιμ : παω να βρω κατι για να αναψουμε την φωτιά.
Καθώς το αγόρι απομακρύνθηκε μια αμήχανη σιωπή έπεσε ανάμεσα μας, η Κενά κοιτούσε γύρο της και ένιωθα λες και κατι την εκανε να μελανχωλει.
Ιρελια : εχεις ξανα ερθει εδω ;
Κενά: ναι ερχομασταν με τους γονείς μου πριν.... φύγουν.
Ιρελια : λυπάμαι πολυ.
Κενά : με άφησαν σε πολυ καλά χέρια. Οι θείοι μου ειναι η δεύτεροι γονείς μου αλλα υπαρχουν ωρες σαν και αυτη που μου λειπουν. Εσύ;
Ιρελια : τι εγω ;
Κενά : η Αμπεκε ανέφερε πως θέλεις να ξεφύγεις απο κανονισμένο γάμο, σε ανάγκασαν οι δικοί σου να παντρεύτεις ;
Ιρελια : Όχι οι γονείς μου, ο αδελφός μου και η γυναίκα του. Η Σειρά πιστεύει πως κορίτσια στην ηλικία μου πρέπει να έχουν κάνει ηδη παιδιά. Όμως εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτο όχι προς το παρόν τουλάχιστον. Εγω θέλω να γύρισω τον κοσμο, να δω παράξενα πράγματα και να αποκτήσω εμπερίες που κανένας απλός ανθρώπος δεν θα έχει φανταστεί.
Ο Σιμ ήρθε και έκατσε δίπλα μας κρατώντας δύο πέτρες στο μέγεθος τον χεριών του.
Σεμ: μπράβο και δεν σε εχει για περιπετειώδες άτομο.
Άρχισε να τρίβει της πέτρες μετάξι τους προσπαθώντας να δημιουργείσει φλωγα στην εστία που ειχαμε φτιαξει.
Σιμ: τι κάνουμε τωρα ;
Κενά : πρεπει να μπούμε πρωτα στο δάσος και να βρούμε το καταφύγειο της βασιλικής οικογένειας.
Ιρελια : τι κάνουμε τώρα Σκαι ;
Σκαι: θα ακολούθησουμε τον δρόμο των εμπόρων και όταν δουμε τα πρωτα δέντρα θα ξέρουμε οτι το καταφύγειο δεν ειναι μακρια.
Κενά : τι σου ειπε ;
Ιρελια : θα ακολούθησουμε τον δρόμο των εμπόρων και μετα βλέπουμε τον χάρτι.
Μια ζεστασιά απλώθηκε απο την φωτιά που μολίς είχε ανάψει ο Σιμ και όλοι μαζί πλησιάσαμε λίγο ποιο κοντά για να ζεσταθουμε.
Σιμ : πως μοιάζει ;
Ιρελια : Η Σκαι ;
Σιμ : Ναι, παντα ήθελα να δω μια νεράιδα απο κοντά.
Η Σκαι γύρισε ταραγμένη και με κοίταξε.
Ιρελια: θα την δεις καποια στηγμη, όταν το θελήσει αυτή
Σιμ : νομίζεις οτι με συμπαθεί;
Σκαι : ναι, αλλα πρέπει να πηστεψει πρωτα.
Ιρελια : ναι πολύ, και την Κενά απλα περιμένει την κατάλληλη στηγμη.
Ενα δυνατό χασμουρητό ακούστηκε απο την μεριά της Κενά που είχε βολευτει και κοιτούσε της χυσοκοκκινες φλωγες να κατασπαράζουν τα κλαδία κανοντας λεμαργα.
Σκαι. : ωρα για ύπνο, αύριο ειναι μεγάλη μέρα.
.................................................................
Άργησα αλλα..... 😊
Veil Spaß
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top