Κεφάλαιο 5 : Συζητήσεις γύρο από την φωτιά. Part 1
Κενά
Καβάλα επάνω στα άλογο της Ιρελίας διασχίζαμαι την πόλη χωρις να έχουμε ανταλλάξει κουβέντα απο τοτε που φύγαμε απο το σπιτι της Μάντισσας.
Τα λόγια της τριγυρνούσαν στο μιαλο μου αλλα όσο και να έσπαγα το καιφαλι μου δεν μπορουσα να βγάλω κανένα λογικό σημπερασμα.
Ολα οσα μας είχε πει για τον πύργο του Νότου και για το δέντρο της ζωής τα ακουγα απο την θεια μου οταν ειμουν παιδι και τωρα απλα ξεκινούσα με τρεις άγνωστους - εαν βάλεις και το ξωτικό της Ιρελιας μεσα - για να πάω να βρω "τα παραμύθια " της.
Σιμ: κοιτάξτε εκεί.
Εδυξε ενα μαζεμένο πλιθος σε μια απο της πολλές πλατιές που είχε η Μπελαντονα να ακούει εναν στρατιώτη του βασιλιά να φωνάζει με στόμφο.
Στρατιοτης: .....Αυτή και η οικογένεια της καταζειτητε για φοροδιαφυγή οποιος πιάσει αυτην η την αλλη γυναικα και το παιδι που ειναι μαζι τους θα ανταμηφθη πλουσιοπάροχα απο τον ίδιο τον βασιλιά....
Σταμάτησα να ακούω γιατι είχα ασπρισει ολόκληρη και σηνηλθα μονο οταν ενα κριό χερι με σκουντιξε.
Ιρελια: βάλε την κουκούλα σου Κενα.
Κενα: την βαψαμε τι θα κάνουμε τωρα πως θα βγούμε απο την πόλη θα εχει παντού φρουρά.
Σιμ : Εχω μια ιδαία.... Θα παμε υπόγειος.
Ιρελια : Με το άλογο δεν θα καταφέρουμε ουτε να μπούμε στον υπόνομο χωρίς να μας πάρουν είδηση.
Σιμ: τοτε μάλλον πρεπει να χωρίσουμε.
Κενα : εξω απο τα τοίχοι εχει τρεία δέντρα που σχιματηζουν τρήγορο είναι περιπου μια ωρα περπάτημα και αρκετά μακρια απο την πόλη
Ιρελια : πως θα τα βρω. Δεν έχω ιδαία απο αυτην την περιοχή.
Κενα : επανω στο ενα δέντρο ανεμίζει μια κόκκινη σημαία που φενετε απο πολυ μακριά και η είσοδος για το ξέφωτο ειναι κριμενη κάτο απο τα κλαδιά τον δέντρων.
Σιμ: και πως θα ξέρουμε οτι η άλλοι ειναι καλα;
Ιρελια : δεν θα ξέρουμε
Σιμ : θα εχουμε ενα χρονικό περιθώριο μέχρι αύριο το πρωί, εαν δεν φτάσουμε όλοι μέχρι αύριο στα δέντρα οι υπόλοιποι θα ξεκίνησουν χωρις αυτον.
Κενα: οχι ακουσες τι είπε η Αμπεκε ή όλοι μαζι η κανένας, οποίος μείνει πίσω οι άλλοι δυο θα τον ψάξουν μέχρι να τον βρουν.
Ιρελια: Νωμιζω οτι η Κενα εχει δίκιο δεν μπορουμε να ρισκάρουμε να χάσουμε ο ενας τον άλλον.
Σιμ: έτσι όπως τα λέτε έχετε ένα δίκιο.
Η Ιρελια αναστεναξε και μας γύρισε την πλάτη για να φύγει, οταν ξαφνικά σαν να θημηθικε κατι γυρησε προς το μέρος μας λέγοντας
Ιρελεια : Περπατάτε γρήγορα, δεν εχω καμια απόλυτος όρεξη να σας ψάχνω.
Έφυγε με τον αέρα ένως πλουσιοκόριτσου ενω εμεις την κοιτούσμε και περιμέναμε να απομακρυνθεί αρκετά πριν ο Σιμ μουρμουρισει ενωχλημενως.
Σιμ: δεν μας τα λεει καλα.
Με πείασει απο το χέρι και ξεκίνησαμε να περπατάμε προς μια απο της ανοιχτές πύλες που οδηγούσαν στην μεγάλη αγορά.
Κενα: που παμε , Γύρναμε πίσω;
Σιμ : οχι, ψάχνω να βρω μια απο της εισόδους για τα τούνελ.
Κενα : ενωης εκείνες της τρύπες με τα σίδερα στα τοίχοι απάνω ;
Με κοίταξε με γυρλομενα ματια κανοντας με να γελασω δυνατά.
Κενα: τι ;
Σιμ: τιποτα, απλα σε είχα για ποιο καλο παιδι.
Κενα : τα φαινόμενα απατουν.
Σιμ: λιπών που θα βρούμε αυτο το πολυπόθητο χαντάκι;
Ερηξα μια γρήγορη ματια κοιτοντας ποιο προσεχτικά και μολις βρήκα την είσοδο που ψαχναμε παγωσα.
Σιμ: Κενα είσαι καλα ;
Δεν του απάντησα απλα του εδειξα μια εσοχή σαν μικρή πόρτα, με μαύρα κάγκελα που ξεχώριζε απο το έδαφος και καμια δεκάρια άντρες της φρουράς του Μορζαν να στέκονται απο δίπλα.
Ιρελια
Ιρελια: Σταματά να τσιριζεις μεσα στο αυτί μου Σκαι και κατσε φυσιολογικά για ενα λεπτό.
Το γαλάζιο ξωτικό απο την ωρα που ξεκηνισαν το ταξίδι τους δεν είχε κάτσει ήσυχο, χόρευε και γελούσε δυνατα με αποτέλεσμα τα νεύρα της Ιρελια να έχουν γίνει κροσια.
Σκαι: το καλο με εσάς τους ανθρώπους ειναι οτι οι περισσότεροι είστε τόσο τυφλοί και κουφοι που ειμαι αόρατη για εκείνους.
Ιρελια: ναι αλλα οχι σε εμένα. Είχε συνιθήσει τα πικροχωλα σχολεία του ξωτικού εδώ και πολυ καιρό.
Άρχησε λυπων να κοιτάει την πόλη. Στο σημείο οπου βρησκωταν υπήρχαν όλων τον κοινωνικών τάξεων άνθρωποι. Με μια πρώτη ματια έβλεπε κανείς άντρες της μεσαίας τάξης - στην οποία ανήκε και η ιδια - να έχουν μαζευτεί σε πηγαδακια και να μειλούν έντονα λες και προσπαθούσαν να κλησουν καμια μεγάλη συμφωνία για τους ανώτερους τους.
Μεσα στα σοκάκια του λιμανιού υπάρχαν παιδιά που έψαχναν στα σκουπίδια για λίγω φαει απο τους κάδους των "μεσαίων " Και τον πλούσιων. Γυναίκες με κουρελιασμενα ρούχα και βρόμικα μαλιά να ζητιανεβουν με βρεφοι η μικρά παιδιά στην αγγαλια τους και ξερακιανοι άντρες να μαλονουν για ενα κομάτι ψωμί.
Ιρελια : πως κατάντησαμε έτσι!
Γύρισε απότομα το κεφάλι της και είδε εναν γεροδεμένο άντρα της φρουράς να την κάνει νωημα για να τον πλησιάσει.
Σκαι : αυτο μας έλειπε τωρα.
Φρουρος : Δεσπινεις Ιρελια τι γυρευετε στην Μπελαντονα ;
Ιρελια : γεια σου Μουρ πως και απο εδω ;
Ο φρουρος σήκωσε το ενα του φρύδι ενω η Ιρελια έτρεμε ολόκληρη.
Μουρ: τι κανει μια κύρια σαν και εσάς μονη σε μια τόσο μεγάλη πόλη σαν και αυτή.
Ήξερε οτι θα κοινουσε υποψίες οποτε απάντησε ναζιαρικα.
Ιρελια : πάω να συναντησω τον σύζηγό μου εξω απο τα τοίχοι σε ενα μικρό ξέφωτο εδω κοντά και εαν αργεισω θα θυμώσει πολύ.
Στην αρχή νωμιζε οτι ο φρούρος την είχε πάρει χαμπαρι και πως είχε μπλέξει για τα καλα, οταν όμως είδε οτι ο άντρας την άφησε να περασει χωρις να κανει περετερο ερωτήσεις ψελησε ενα ευχαριστώ και προχορισε προσπαθώντας να μην δείξει την ανακούφιση της.
Βγενοντας απο την μεγάλη πύλη της πολης έριξε μια ματια τριγύρω και εντόπισε την κόκκινη σημαία που της είχε πει η Κενα. Έριξε μια δυνατή κλοτσιά στο άλογο που άρχισε να καλπάζει προς το ξέφωτο καθώς η κοπελα γελούσε
" επιτέλους ελεύθερη "
Κενα
Περιμένανε περίπου μια ωρα για να φύγουν οι φρουροί μπροστά απο την είσοδο στα υπόγεια του τοίχους αλλα κανένας απο αυτους δεν έδειχνε διατεθημένος να αφήσει το πόστο του.
Καθως η ωρα περνούσε ο Σιμ δίπλα μου γινόταν όλο και ποιο νευρικός.
Κενα: σταματά να κανείς έτσι θα μας πάρουν χαμπαρι.
Σιμ: πρεπει να κάνουμε κατι, δεν εχω καμια απόλυτος όρεξη να δω την ξυνομουρα να περιφανευεται οτι έφτασε ποιο νωρίς απο εμας.
Κενα : εδω ο κόσμος κέγεται και εσυ σκευτεσε τι θα πει η Ιρελεια ; Καλα ξεκινήσαμε.
Ξαφνικά απο την μεριά τον πάγκων στην αρχή της αγοράς ακουστικε ενας άντρας να φωνάζει δυνατα.
Άντρας : βοήθεια καποιος με έκλεψε τα πραγματα μου.
Η φρουρά αναδευτικε και τελικα οταν είδαν μια φιγούρα να τρέχει προς την αντίθετη μεριά, πήραν τα όπλα τους και ξεκηνησαν να την κυνηγάνε.
Σιμ : έλα τωρα ειναι η ευκερια μας.
Με άρπαξε απο το χερι και τρέχοντα πλισιασαμε τα σιδερένια καγγελα. Ο Σιμ τα κλοτσισε με διναμη και καταφερε να βγάλει ενα απο την θέση του, διμιουργοντας έτσι ενα αρκετά μεγαλο κενό για να χορεσουμε να περάσουμε.
Σιμ: Εσυ πρώτη.
Εκλησα τα ματια και πέρασα περιμένοντας να νιοσω τον υγρό βούρκο, οταν όμως ένιωσα το χώμα κατο απο τα πόδια μου άνοιξα τα ματια μου παραξενεμενη.
Σιμ
Καθως περνουσα τα καγγελα η μπότα μου σκαλωσε στο κενό που είχε διμιουργισει το καγγελο που έλειπε και βρέθηκα ξαπλωμενως επανο στην Κενα και για πρωτη φορα μεσα στην ημερα είδα τα υπεροχα πράσινα ματια της κανοντας την να κοκκινησει. Αμεσως σηκώθηκε και αρχεισε να ξεσκονιζει τα ρούχα της.
Κενα : ήμαστε ασφαλείς ;
Σιμ: πρως το παρών ναι αλλα εαν μείνουμε εδω το ποιο πηθανο ειναι να μας ανακάλυψουνε.
Κενα: η θάλασσα βρίσκεται προς τον βορά εαν ακολούθησουμε τον ήχω της θα βρεθούμε κοντα στο λιμανι και στην κεντρική πύλη. Μπορουμε να βγούμε απο την εξωτερικη πλευρα του τοίχους και μετα έιναι περιπου μια ωρα περπατιμα μεχρι το ξέφωτο.
Εγνεψα καταφατικά και ξεκίνησα να περπατάω προς την κατεύθυνση που μου ειπαδιξε η Κενα. Κανένας μας δεν μειλούσε καθώς χαζεύαμε τα ανοίγματα που καταδιαστηματα εμφανιζόταν μπροστά μας προσπαθώντας να καταλάβουμε σε ποιο μέρος της πόλης ειχαμε φτάσει.
Κατα διάστηματα κοιτούσα το κοριτσι και την επεξεργαζομουν. Ειχε μακρια κάστανα μαλιά που κατέληγαν σε σπαστες μπούκλες, το κορμη της ηταν στειτο και καλογυμνασμένο. Τα ματια της ηταν καταπράσινα και τα χείλη της κόκκινα και γεμάτα.
Κενα: φτασαμε, απο εδω ειναι η εξωδος
Σιμ: πάω πρώτος εσυ περιμενε εδω μέχρι να σου πω
Εγνεψε και ακουμπήσε στο τοίχο, εγω ανέβηκα και όπως και πριν εψαξα να δω ποιο καγγελο θα μας βοηθούσε να βγούμε.
Για καλη μας τύχη εδω η έξοδος ηταν σε κακά χαλιά τα σίδερα ηταν σκουριασχεμα και δεν δισκολευτικα να τα βγάλω. Εκανα νωημα στην Κενα και της άπλωσα το χερι για να ανέβει.
Αφου περπατισαμε περίπου μισή ωρα και απομακρινθηκαμε αρκενα με κοιταξε στα ματια και χαμόγελοντας μου ειπε
Κενα : επειτελους ελεύθεροι.
Ενα πονηρό χαμόγελο απλοθηκε στα χείλη της γυνεκας , και τα τρεία παιδιά είχαν βγει απο την πολη σώα και αβλαβής, και παρόλο που είχαν πολύ δρόμο ακομα μέχρι τον πύργο, μετά απο σχεδόν είκοσι χρονια σκλαβιάς η ελπίδα αρχεισε να αχνοφενετε.
Οτι ηταν να κανει το έκανε τωρα λιπων ηταν ωρα να σηγγαλεση την μεγαλη συνεδρίαση στη δέντρο της ζωής , στο κεντρο του Νέφθυς.
" Ολλα τωρα αρχηζουν" σκευτικε και ξεκίνησε να σηγοσφιριζει καθως έφευγε απο την Μπελαντονα.
........,..........,......................,...........
Στην είκονα επανω η Σκαι
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top