Κεφάλαιο 3 : Σιμ
Τα αυστηρό βλέμμα του Λόρδου Μορις έπεσε επιβλητικό επάνω στον Σιμ , αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε είχε συνηθίσει τους τσακωμούς με τον πατέρα του εδώ και πολύ καιρό .
Λ.Μορις: πάλι σε βρήκαν να εξασκησε με αυτό το... πράγμα. Πόσες φορές Θα σου πω ότι τα όνειρα σου να γίνεις ιππότης θα Μας βάλουν σε μπελάδες εξάλλου ...
"Ο βασιλιάς χρειάζεται μορφωμένους άντρες που του χαρίζουν της συμβουλές και την σοφία τους"
Από τότε που ο Σιμ είχε ανακοινώσει στον πατέρα του, την επιθυμία του να γίνει αξιωματικός, εκείνος δεν έχανε την ευκαιρία να του υπενθυμίζει ότι ο στρατός δεν χρησίμευε σε τίποτα τώρα ποιά αφού πλέων υπήρχε ειρήνη και στης τέσσερις μεγάλες πόλις του Νευθις.
Ο Σιμ ήταν απόγονος οικογένειας ιπποτών από την μεριά της μητέρας του , ενώ από την μεριά του πατέρα του όλοι οι πρόγονοι του ήταν σοφοί και μορφωμένοι , και για αυτό ο Λόρδος πίστευε ότι ο γιος του θα ακολουθούσε τα βήματα του. Το μυαλό του Σιμ όμως μόνο βιβλία και γνώσεις για τον νόμο του βασιλείου δεν περιλαμβάνε.
Εκείνος ήταν άνθρωπος της πράξης και το μόνο που σκεπτόταν τώρα ήταν πώς θα ξεμπερδεύει από εδώ και θα συναντησεί τα δίδυμα.
Λ.Μορις: Ελπίζω να διάβασες το διάταγμα για την κατάσχεση περιουσίας λόγο χρεών!
Σημ: την μελετάω.
Λ.Μορις: Καλά πήγαινε να συνεχίσεις την μελέτη σου και θα τα πούμε αργότερα .
Ο Σιμ υποκλίθηκε ευγενικά και γύρισε να φύγει , περπατώντας έκανε μια παράκαμψη και πήρε τον δρόμο για τους στάβλους του αρχοντικόυ του.
Μέσα στο μποξ μια ξανθιάς φοράδας τον περίμεναν οι δύο καλοί του φίλοι , ο Τζος και ο Μπεν . Όταν ο Σιμ τους πλησίασε εκείνοι πετάχτηκαν επανό τρομαγμένοι αλλά του χαμογέλασαν και τον χαιρέτησαν ενθουσιασμένοι.
Σιμ: Σσσ θα μας πάρουν χαμπάρι.
Μπεν : νόμιζα ότι έχουν διαταγές να μην ενοχλήσουν.
Σημ : και φυσικά έχουν , αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν τον μπαμπά μου από το να εισβάλει μέσα.
Ο Τζος έκανε μια γκριμάτσα και αρχεισε να μελετά ξανά τους χάρτες του ενώ ο Μπεν χρειάστηκε λίγη ώρα για να καταλάβει αυτά που του είπε ο Σιμ. Τα δυδιμα πάντα ήταν διαχιτηκα αλλά πρόσεχαν και την παραμικρή τους κίνηση σε ότι αφορούσε τον σχεδιασμό και στην εκτέλεση μιας τετιας επιχείρησής όπως αυτή πού θα πραγματοποιουσαν το βραδύ, για αυτό και πάντα γλίτωναν
χωρίς να τους πάρουν
χαμπάρι. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό είχε διαδοθεί μια φήμη ότι κάποιος έκλεβε από τις αποθήκες του οχυρού , κάνοντας κατ'επέκταση μεγάλη ζημιά σε πλούσιους και άρχοντες , και έδινε σε οικογένειες που είχαν ανάγκη. Κανένας όμως δεν φενετε να είχε την παραμικρή ιδέα ποιος μπορεί να είναι αφού τα αγόρια δρούσαν μυστικά και με πολύ προσοχή .
Ο Τζος απλωσε ακόμα έναν χαρτί στο πάτωμα , που είχε φτιάξει την διαδρομή προς την μεγάλη αποθήκη που θα χτυπούσαν σήμερα και έτριψε τα χέρια του με ένα πονηρό χαμόγελο .
Τζος: Απόψε όλος ο στράτος θα γλεντάει για χάρη του βασιλιά και δεν θα έχουν τα μάτια τους ανοιχτά . Δεν θα ξέρουν από που τους ήρθε .
Σιμ: για ποιο πράγμα γλεντάνε πάλι;
Μπεν: Για την κατάντια του λαού μας .
Τζος : Ο τύραννος και η γυναίκα του σύντομα θα αποκτήσουν διάδοχο .
Σιμ: ακόμη ένας που θα πρέπει να βγάλουμε από την μέση.
Τα δυδιμα γέλασαν και μαζί τα τρεια αγόρια έσκυψαν επανο στον χαρτί και οργανώσαν προσεχτικα το σχέδιο για το βράδυ.
Πρώτος θα περνούσε ο Σιμ , γιατί χάρη στον μπαμπά του είχε πρόσβαση σε πολλά μεροι στο Μεγαλο Παλάτι , και θα φιλούσε την καταπακτή για να περάσουν τα δυδιμα , εαν δεν τους καταλάβαιναν οι φρουροί, θα διέσχιζαν την αρένα προπονήσεις που δεν θα τους επερνε πανό από δέκα λεπτά και ηστερα από την στιγμή που θα έμπαιναν στην αποθήκη απαρατήρητοι θα είχαν περίπου μια ώρα για να αρπάξουν όσα μπορούν και να φύγουν πριν ξημερώσει.
Τζος: βραδιάζει , είναι ώρα να ξεκινάς Σιμ.
Ο Σιμ σηκώθηκε μουδιασμένος και προχώρησε προς την πόρτα, πρίν βγει κοίταξε τους φίλους του και τους έγνεψε ενθαρρυντικά , πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπαθεισε να χαμηλώσει τους χτύπους της καρδιάς του που χτυπούσε σαν τρελή .
Πέρασε την βαριά ξύλινη πύλη που οδηγούσε στο πρώτο κύριο κομμάτι του παλατιού , χαιρέτισε τους φρουρούς - παίζοντας όσο ποιο άνετος μπορούσε - και πήγε και στάθηκε επάνω από το φρεάτιο όπου θα έμπαιναν τα δίδυμα.
Πέρασε περίπου μια ώρα μέχρι να φύγουν οι φρουροί για την γιορτή και οταν ο Σιμ σιγουρευτείκε πώς το πεδίο ήταν ελεύθερο κατέβηκε από το φρεάτιο και άφησε τα δίδυμα να περάσουν. Ο Τζος και ο Μπεν φορούσαν μαύρους μανδύες με κουκούλες που έκρυβαν τα πρόσωπα τους . Ο Μπεν έβγαλε ένα κλειδί πασπαρτου - που είχε φτιάξει μόνος του - ψαχουλεψε για λίγα λεπτά την κλειδαριά και μόλις ακουστικέ το χαρακτηριστικό τσικ η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα.
Στα ράφια της ξύλινης αποθήκης υπήρχαν ότι φαγώσιμα μπορούσες να φανταστείς . Μεγάλα κεφάλια τυρί στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο , πλεξουδες σκόρδου και κόκκινης πιπεριάς που κρεμόταν από το ταβάνι , μεγάλα τσουβάλια με πατάτες και δημητριακά και μπαουλα με παστό κρέας και ψάρια γέμιζαν την ατμόσφαιρα με μια αποπνικτική μυροδια .
Άρχισαν να παίρνουν λίγο από όλα προσέχοντας να τα αφήνουν στην θέση τους έτσι ώστε με μια πρώτη ματιά να μην φαίνετε ότι λυπεί κάτι.
Βαριά βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν προς τα εκεί , τα παιδιά αποφασίσαμε πως ειχαν πάρει αρκετά πράγματα και βάλανε τα σακίδια στην πλάτη τους κλησανε προσεκτικά την παρτα της αποθήκης και φύγανε τρέχοντας προς την καταπακτή.
Σταματήσαμε για να πάρουν ανάσα και λίγο πριν χωρίσουν ο Σιμ τους είπε
Σιμ : ξέρετε τι πρέπει να κάνετε
Τα δίδυμα του χαμογέλασαν και ξεκίνησαν για το σπίτι τους .
Τα βήματα ακολουθούσαν τον Σιμ που βρισκόταν υπόγεια , σταματισε και αφουγκράστηκε το τοποιο μετά συνέχισε να τρέχει ώσπου τελικά έφτασε στου στάβλους , έκρυψε τα τρόφιμα που είχαν έντονη μηροδια και μπορούσαν να τον προδώσουν και ανέβηκε στο δωμάτια του .
Υπηρέτρια: Κιριε Σιμ σας ζητάει ο πατέρας σας στο γραφειο.
Σημ : Καλώς ! Πηγενε
Είχε περάσει περίπου μια ώρα που είχε γυρίσει από τον στάβλο και έκρυψε τα κλοπιμαία σε μια μικρή κρυψώνα πίσω από την ντουλάπα του που την είχε φτιάξει μόνος του όταν ήταν ακόμα παιδί , έκανε ένα μπάνιο , άλλαξε ρούχα και κατέβηκε στο γραφείο του πατέρα του περνοντας ένα κουρασμένο υφος.
Τα γραφείο του πατέρα του ήταν και το ποιο μεγάλο δωμάτιο της επαύλεις και είχε ένα εξίσου μεγάλο μπαλκόνι με θέα την πόλη.
Το εσωτερικό του όμως δεν ήταν και τόσο εντυπωσιακό , μεγάλες βιβλιοθήκες βρισκόταν στην σειρά γεμάτες με βιβλια και περγαμηνές ενώ στην μέση του δωματίου υπήρχε ένα ευρύχωρο ξύλινο γραφείο με μια καρέκλα με ψηλή ράχη .
Λ.Μορις: είναι περασμένη η ώρα , δεν περίμενα να έρθεις τόσο σύντομα !
Σιμ: μελετούσα πατέρα , μόλις με καλεσες βρήκα την ευκαιρία να κάνω διάλειμμα.
Λ.Μορις: μάλιστα , έχω να σου ανάθεσω μια σημαντική δουλειά .
Ο Σημ πήρε ένα υπεροπτικό ύφος σαν να μην τον ένοιαζε .
Σημ: κατάσχεση;
Λ.Μορις: όχι αλλά εκεί πάει το πραγμα. Είναι μια γρια , μια θεραπευτήρια που ζει στο τέλος της αγοράς της Μπελαντόνα και ονομάζετε Αμπέκε . Θέλω να της πας αυτο.
Του έδωσε έναν φάκελο με την βασιλική σφραγίδα και του έκανε νόημα να φύγει , πρίν κλισει όμως την πόρτα ο πατέρας του τον σταμάτησε .
Λ.Μορις: Όσο ποιο νωρίς το παραδώσεις , τόσο το καλύτερο για την γριά μέγερα.
Ο Σιμ δεν του απάντησε , του γυρισε την πλάτη και έφυγε νευριασμένος από την βιβλιοθήκη. Σχεδόν τρέχοντας έφτασε στο δωμάτιο του και χάθηκε κατο από τα σκεπάσματα του μεγάλου κρεβατιού του.
" πώς μπορεί να το κάνει αυτό στους ανθρώπους!" σκεφτόταν εξοργισμένος " Αυτός και ο τυρανος θα αφήσουν μια ανυπεράσπιστη γριά γυναίκα στο δρόμο" το πρόσωπο του είχε γίνει κόκκινο από την ένταση και το μόνο που κατάφερνε ήταν να ανακατέψει τα σκεπάσματα του . Κάθισε στο κρεβάτι ιδρωμένος και τότε μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του " Εγώ δεν θα γυνω ποτέ σαν και αυτόν "
Βγήκε στο μπαλκόνι του και μόλις των χτύπησε το βραδινό αεράκι άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο του "Θα της πηγαίνω τα φαγώσιμα που πήραμε από την αποθήκη μέχρι να μπορέσει να δωσει τα χρήματα και μετά βλέπουμε "
Ικανοποιημένος από το σχέδιο που είχε καταστρώσει προχώρησε με βαριά βήματα στο κρεβάτι του , έφτιαξε τα σκεπάσματα και μπήκε από κατο , κατάκοπος όπως ήταν δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος
Δεν είχε πολύ ώρα από τότε που χάραξε και ο Σιμ βρισκόταν κιόλας στην τραπεζαρία για πρωινό . Έφαγε γρήγορα και σε λιγότερο από δύο ώρες βρισκόταν στην αγορά της Μπελαντόνα καβαλα στο άλογο του. Ένας μαύρος καπνός απλωνόταν στο γαλάζιο πρωινό ουρανό και ο Σιμ δεν δυσκολεύτηκε να βρει το φλεγόμενο ταβερνάκι κοντά στο λιμάνι. Μπήκε στην αγορά και προσπέρασε βιαστικά τους πάγκους με τα φρούτα και τα λαχανικά και έφτασε επιτέλους στο τέλος της αγοράς όπου και βρήκε κατευθείαν αυτό που έψαχνε: Μια πόρτα που ήταν διακοσμημένη με κοχύλια και αποξηραμένα φυτά. Έβγαλα από το σακίδιο του το πακέτο με τα τρόφιμα και το γράμμα και ετοιμάστηκε να χτυπήσει την πόρτα όταν ενα κορίτσι να μακριά κάστανα μαλια και πράσινα μάτια του άνοιξε. Έκπληκτος από την παρουσία της κοπέλας έμεινε να την κοιτάζει για μερικά λεπτά και πριν προλάβει να πει κατι ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
Αμπέκε: πέρασε Σιμ , άργησες λίγο και κριωσε το τσάι.
.....................................................
Να με και εγω ! Τι μου κάνετε ;
Άργησα να ανεβάσω αλλά άξιζε τον κόπο .
Τέλος με τους πρωταγωνιστές - προς το παρόν
τι είναι αυτή η μαντησσα ; θα το μάθετε στο επόμενο κεφάλαιο
Και τώρα μια αφιέρωση στον mitsikos που είναι καινούριος στο wattpad
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top