Κεφάλαιο 2 : Ιρελία
Καθόμουνα μπροστά στον καθρέφτη και έκανα τα μάλια μου πλεξούδα όταν ο αδερφός μου ο Όλιβερ εισέβαλε μέσα στο δωμάτιο.
Όλιβερ: Ιρελία εξηγήσου , τη συμβαίνει εχθές με τον γιό του αρχιστράτηγου Μοργκαν;
Γύρισα και τον κοίταξα απευθείας στα μάτια, προσπαθώντας να κρατήσω μια ουδέτερη εκφράσει , καθώς του ειπα αυτο που έλεγα πάντα καθε φορά που η γυναίκα του μου έστελνε έναν ακόμα μνηστήρα.
Ιρελία: Εαν η Σειρα δεν τον είχε φέρει εδω εξάρχεις , τίποτα από τα χθεσινά δεν θα είχε συμβεί.
Ο Όλιβερ εξερράγη , χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και με αγριοκοιταξε .
Όλιβερ: δεν μπορείς να κατηγορείς την Σειρα συνέχεια για της αποτύχεις σου να βρείς σύζυγο...
Ιρελία: ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ, κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Απο τότε που την παντρεύτηκες θέλεις να με διώξεις λες και δεν είμαι και εγω οικογένεια σου. Εαν ενοχλώ μπορώ να φύγω και χωρίς να παντρευτώ ξέρεις.
Όλιβερ: Αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αύριο ο αρχιστράτηγος Μορκγαν και ο γιός του θα ξανάρθουν και αυτή την φορά θα είναι για να αρραβωνιαστιτε.
Οσο απότομα ειχε εμφανιστεί τοσο απότομα είχε φύγει απο το δωμάτιο χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Ενα δροσερό αεράκι φύσηξε και πρίν ακόμα την δω ένιωσα την επιβλητική παρουσία της Σκαι.
Σκαι : Ουου... Φοβερός καβγάς , τι θα κάνεις τώρα;
Ιρελία: αυτό που έπρεπε να κάνω εδώ και πολυ καιρό.
Η Σκαι σήκωσε το ενα της φρύδι και περίμενε μια έξυπνη απάντηση που δεν κατάφερα να βρώ.
Ανυπόμονη σηκώθηκε και άρχισε να κάνει μικρά βήματα επάνω στο έπιπλο πατώντας πότε πότε μέσα στην πούδρα και ύστερα άφηνε τα αποτυπώματα της επάνω στο σκούρο ξύλο της τουαλέτας.
Σκάι: για να μην απαντάς αυτο σημαίνει οτι πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζομαι για τον γάμο;
Ενα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της και εγω γύρισα την πλάτη μου εκνευρισμένη κάνοντας μερικα βήματα έφτασα στο διπλό - γεμάτο μαξιλάρια , με ουρανό - κρεβάτι μου και ξάπλωσα στο μαλακό στρώμα.
Ιρελία: Γιατί να συμβαίνουν αυτά σε εμένα , δεν μπορούσα να εχω μια φυσιολογική οικογένεια , να ήμουν και εγω φυσιολογική και οταν έφτανε η ώρα να παντρευωμουν αυτόν που αγαπάω.
Ενα δάκρυ ξέφυγε απο τα μάτια μου και μόνο οταν το δροσερό χέρι της Σκάι το σκούπισε κατάλαβα ότι καθόταν και με παρακολουθούσε. Η Σκάι κόλλησε της γαλάζιες παλάμες της στα κόκκινα μάγουλα μου και με κοιτούσε με σοβαρό ύφος και βουρκωμένα μάτια.
Σκάι: Εάν ήσουν φυσιολογική ίσως και να μην ήμουν εγώ εδώ Ιρελία. Και μάλλον είναι όντως ώρα να φεύγεις από αυτό το αχουρι για να βρεις αυτό που σε κάνει ξεχωριστή.
Ιρελία: Σκάι όταν μιλάς έτσι δεν σε καταλαβαίνω.Σταματά της φιλοσοφίες επιτέλους.
Σκάι: Σσσσ κάποιος έρχετε.
Πράγματι πριν προλάβω να σηκωθώ από το κρεβάτι , η πόρτα άνοιξε και μια στρουμπουλή γυναίκα μπήκε μέσα τρέχοντας.
Ήταν η Μαίρη η προσωπική μου υπηρέτρια με καθαρά σεντόνια και μια κουβέρτα στο χρώμα της θάλασσας. Υποκλίθηκε και χωρίς να πει κουβέντα άρχισε να συμμαζέβει τα πράγματα που κρατούσε στο χέρι της. Η Σκάι - αόρατη για την Μαίρη - την παρατηρούσε και καθώς περνούσαν τα λεπτά μου φαίνονταν σαν να προσπαθούσε να λύσει ένα γρίφο.
Σκάι: Ο αδερφός σου την έκανε παρατήρηση.
Ιρελία: τη συμβαίνει Μαίρη.
Μαίρη: Ο αδερφός σας , δεσποινίς Ιρελία , μου είπε ότι θα με διώξει εάν σας βάζω ιδέες .
Κατέβασε το κεφάλι και δεν είπε τίποτα άλλο, άρχισα να περπατάω πέρα δώθε προσπαθώντας να βρώ μια λύση.
Η Σκάι είχε δίκιο , ο μόνος τρόπος να γλιτώσω από τον Όλιβερ και την κακιασμενη την Σειρα ήταν να φύγω από εδώ μέσα.
Ιρελία: Μαίρη είσαι ελεύθερη,μπορείς να πηγαίνεις
Μόλις η Μαίρη έκλεισε την πόρτα πίσω της γύρισα και κοίταξα την Σκάι , που είχε ένα μεγάλο χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο της.
Ιρελία: ποτέ φεύγουμε;
*****
Λίγες ώρες αργότερα βρισκόμουνα καβάλα στο άλογο μου και έτρεχε στος άδειους τώρα δρόμους του Σεριλ , μαζί με την Σκάι να κάθετε στην σέλα και να την χτυπάει ο δροσερός απογευματινός αέρας ανακατεύοντας της τα μαλλιά.
Ιρελία: που πάμε ;
Σκάι: περιμένε να βγούμε από την πόλη και θα σου πω μετά.
Έδωσα εντολή στο άλογο να καλπασει ακόμα ποιο γρήγορα και λίγα λεπτά αργότερα περνούσαμε την ξύλινη πύλη των τοίχων του Σεριλ. Τα χωράφια ήταν άδεια και απλώνονταν ως εκεί που φτάνει το μάτι , από πάνω μας το γεμάτο ασημένιο φεγγάρι μας φώτιζε των δρομο. Ένα αίσθημα ελευθερίας με πλυμηρισε και συνέχισα να αναπνέω λεμαργα των καθαρό αέρα .
Η Σκάι με σκουντηξε ξαφνικά για να μου τραβήξει την προσοχή, πήρε ένα δασκαλιστικο ύφος και άρχισε να μου δίνει οδηγίες.
Σκάι : Πάμε στην Μπελαντόνα να συναντήσουμε μια μαντεισα
Ιρελία: μαντεισα ; ξέρεις δεν τα πολύ πιστεύω αυτά.
Σκάι: Η Αμπέκε θα μας βοηθήσει να βρούμε ένα ασφαλές μέρος για να μείνουμε.
Ιρελία: και με τα τι θα κάνουμε , θα ακούσουμε μια ξένη έτσι απλά;
Σκάι : εγώ της έχω απόλυτη εμπιστοσύνη , εξάλλου δεν έχεις και τίποτα να χάσεις εάν την ακούσεις.
Συνεχίσαμε τον δρόμο μας χωρίς να μιλάμε , κοιτούσα των ουρανό και ο νους μου ταξίδευε στο σπίτι μου. Αναρωτιόμουν που θα πηγαίναμε και τι θα αντιμετωπίζαμε από εδώ και στο έξεις, εάν θα έβλεπα ξανά τον Όλιβερ και το σπίτι μας η εάν θα του έλειπα καθόλου.
Σκάι: τι σκέφτεσαι ;
Ιρελία : διάφορα
Σκάι: ξέρω πώς είναι να φεύγεις από το σπίτι σου , μην ανησυχείς Ιρελία θα την βρούμε την άκρη .
Μετά από λίγη ώρα σταματήσαμε στην κορυφή ενως μεγάλου λόφου έξω από τα τοίχοι της πόλης Ναελ. Πανό από το σημείο που βρισκόμασταν φαινόταν τα Τελευταία αναμμένα φώτα από τους λίγους ξύπνιους κατοίκους της πόλης. Έδεσα το άλογο στο μοναδικό δέντρο που υπήρχε εκεί κοντά και ξάπλωσα με την Σκάι στο παχύ χορτάρι κοιτάζοντας τα αστέρια προσπαθώντας να μην την ακούω μιας και μονολογούσε κάνοντας σχέδια για την αυριανή μέρα.
Ιρελία: γιατί έφυγες από το σπίτι σου;
Σταμάτησε απότομα να μιλάει και γύρισε από την άλλη μεριά ώστε να μην μπορώ να την κοιτάω.
Σκάι: Είναι μεγάλη ιστορία.
Ιρελία: έχουμε χρόνο μέχρι να ξημερώσει.
Κάθισε ωκλαδον και ξεροκαταπιε προσπαθοντας να κρύψει τα συναισθήματά της.
Σκάι: και να σου πω δεν θα καταλάβεις και πολλά. Η δομή της κοινωνίας μας δεν είναι τόσο απλή όσο η δικιά σας .
Ιρελία : δηλαδή;
Σκάι : οι οικογένειες μας έχουν αυστηρούς κανόνες συμπεριφορας σε ότι αφορά το είδος μας και της σχέσης μας με τα άλλα πλάσματα του Νευθις, μερικές φορές και η παραμικρή παραβίαση τους φτάνει για να εξωρισουν ένα μέλος της οικογένειας τους.
Ιρελία: Αυτό σημαίνει ότι εισαι και εσύ επαναστάτρια ;
Σκάι : εξόριστη επαναστάτρια Ναι. Τουλάχιστον όμως έκανα αυτό που μου λέει η καρδιά μου .
Από τον τόνο της φωνής της κατάλαβα πως την είχα πίεση πολύ ενώ όταν την κοίταξα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα - και χωρίς να θέλω να την κάνω να νιώσει ακόμα ποιο άσχημα- της είπα.
Ιρελία: Ότι και να έχει συμβεί θα έχεις εμένα δίπλα σου.
Μου χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη και σκουπίζοντας τα μάτια της ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου , σε λιγότερο από μια ώρα μας είχε πάρει ο ύπνος.
********
Το επόμενο πρωί σηκώθηκαμε πριν ακόμα χάραξη , τα λιγοστά αστέρια και τα πορτοκαλί χρώματα στον ουρανό μαρτυρούσαν οτι το ξημέρωμα δεν ήταν μακριά. Στα τοίχοι της πόλης φαινόταν οι φρουροί με της κόκκινες ενδυμασίες τους να πηγαίνουν πέρα δοθε κάνοντας περιπολίες.
Σκάι: Εάν ξεκινήσουμε τώρα θα είμαστε στην Μπελαντόνα το μεσημέρι.
Ιρελια: Ναι αλλά δεν ξέρω για εσένα εγώ όμως πεθαίνω της πείνας. Φαντάζομαι πώς δεν θα καθυστερήσουμε παρά πολύ εάν σταματήσουμε για πρωινό.
Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και θυμωμένη εξαφανίστηκε για να εμφανιστη ξανά επάνω στην σέλα του άλογου μου περιμένοντας υπομονετικά να φύγουμε.
Δύο ώρες αργότερα με τα χαλινάρια στα χέρια , γεμάτο στομάχι και συγοτραγουδοντας διέσχιζαμε ένα στενό δρομάκι πηγαίνοντας για την πόλη , όταν η Σκάι χαρούμενη φώναξε
Σκάι: Να η Μπελαντόνα μετά από τόσο ταξίδι φτασαμε.
Ο ενθουσιασμός της ήταν μεταδοτικός έτσι ανέβηκα στο άλογο και άρχισαμαι να καλπάζουμαι προς την πόλη .
Παίρνοντας τα τοίχοι της πόλης - πολύ μεγαλύτερα από αυτά του Σερίλ και της Ναελ - το πρώτο πράγμα που αντίκρισα εκτός από τα φτωχικά στιτια και το μεγάλο λιμάνι - ήταν ένα ταβερνάκι που καιγόταν.
Σκάι: Μάλλον αυτός ο κακομοίρης δεν είχε να πληρώσει τους τους φόρους του .
Ιρελία: τα καθάρματα.
Ακολουθήσαμε τον κεντρικό δρόμο που έσφυζε από ζωή και βγήκαμε στην ξακουστή αγωρα της πολης. Καταστηματάρχες όλων των ηλικιών πουλούσαν τα εμπορεύματα τους χαμογελώντας. Λίγο πριν το τέλος της αγοράς ή Σκάι μου έδειξε μια πόρτα μέσα σε ένα στενό, άφησα το άλογο λίγο ποιο εκεί και με την Σκάι στον ωμό προχωρούσαμε προς το παράξενο κτίριο. Η πόρτα ξεχώριζε γιατί επάνω της υπήρχαν κοχύλια σε διάφορα σχήματα και χρώματα που την κάνανε να ξεχωρίζει στον μεσημεριανό ήλιο.
Σκάι : άντε τη περιμένεις χτυπά.
Σήκωσα το χέρι μου να χτυπήσω την πόρτα.
Αμπέκε: πέρασε καλή μου Ιρελία , σε περιμέναμε.
......................................................
Να ακόμα μια πρωταγωνίστρια ελπίζω να σας αρέσει. :-) Υπάρχει ακόμα ένα βασικό πρόσωπο και μετά ξεκινάει η ιστορία.
Σας ευχαριστώ που την διαβάζετε και θέλω να μου πείτε εντοπίσεις για το μικρό μου ξοτικο την Σκάι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top