Φίλος·Φίλιος·Φίλτατος

Η Ήρα δεν αγάπησε τίποτα στη ζωή της περισσότερο από τον Δία. Κι από τότε που το συνειδητοποίησε, κατάλαβε ότι ήταν χαμένη για πάντα.

Ήταν ευτυχής και τυχερή από μωρό. Σαν γεννήθηκε, η μάνα της θέλησε να τη σώσει από τη μαύρη μοίρα που ακολουθούσε τη γέννα κάθε παιδιού της. Είπε στον Κρόνο ότι το παιδί τους είχε πεθάνει, γιατί είχε γεννηθεί παραμορφωμένο. Την είχε γεννήσει στο πιο απομονωμένο και ταυτόχρονα πιο όμορφο μέρος της Γης· τον Κήπο των Εσπερίδων. Εκεί ακριβώς άφησε το σπλάχνο της, στις Εσπερίδες, τις κόρες του ανιψιού της Άτλαντα, τις τέσσερις αθάνατες, πανώριες και φερέγγυες αδελφές· την Αίγλη, την Αρεθούσα, την Ερύθεια και την Εστία.

Στα παραδεισένια, απέραντα δάση του Κήπου μεγάλωσε η κορούλα της, την οποία ονόμασε Ήρα, μαζί με τις Εσπερίδες και τους δυο αρχέγονους και δυνατότερους Τιτάνες, τον Ωκεανό και την Τηθύ, αναπτύσσοντας πανίσχυρες φιλίες με τις ξαδέλφες της, τις Ωκεανίδες. Μεγάλωσε κι έγινε εξαίρετη κοπέλα· σώφρων, συνετή, λυγερή, πανέμορφη, ευφυής, αξιοθαύμαστη πολεμίστρια και το μόνο παιδί του Κρόνου που κληρονόμησε το αστείρευτό του πείσμα.

Μόλις έφτασαν στο Νησί τα νέα της επανάστασης του Δία ενάντια στους Τιτάνες, η Ήρα άρπαξε τα όπλα της και πρώτη έσπευσε να βοηθήσει τα αδέλφια της στην ευγενή τους απόπειρα για εκδίκηση και διεκδίκηση όσων τους ανήκαν δικαιωματικά. Έφτασε κατά τη διάρκεια της πρώτης μάχης και δε δυσκολεύτηκε να εντοπίσει τα αδέλφια της, αναγνωρίζοντας τους Τιτάνες θείους και θείες της που πολεμούσαν στο πλευρό τους. Τότε, συνάντησε τον Δία. Οι πλάτες τους ακούμπησαν και πολεμούσαν ενωμένοι, με μια αποτελεσματικότητα που έκανε τους παντοδύναμους Τιτάνες να φοβούνται. Κανένας δε χειριζόταν το ακόντιο καλύτερα από την Ήρα· κανένας δεν προκαλούσε σοβαρές βλάβες στους Τιτάνες με γυμνά χέρια όπως ο Δίας. Ένα δίδυμο θανατηφόρο, που είχε δημιουργηθεί αστραπιαία από μια έλξη ανεξήγητη κι όμως τόσο φυσική, λες κι είχαν γεννηθεί ο ένας για τον άλλον.

Η Ήρα δεν ήταν εύκολη να κατακτηθεί, διότι η σύνεσή της την απέτρεπε να συνάψει ερωτικές σχέσεις εκτός γάμου, που τον θεωρούσε ιερό. Εκείνη την εποχή, κρυφά από όλους πέραν ελαχίστων, ο Δίας είχε παντρευτεί την Ωκεανίδα Μήτιδα, που ήδη περίμενε τα πρώτα τους παιδιά. Ωστόσο, σαν έληξε ο πόλεμος που μετέπειτα ονομάστηκε Τιτανομαχία, η Μήτιδα είχε χαθεί, ο γάμος της με τον Δία είχε λήξει και ο νέος Κύριος του κόσμου ονειρεύονταν και σκεφτόταν μόνο την υπέροχη αδελφή του. Ακόμα και μετά τη στέψη του, η Ήρα αρνούταν να ανεβεί στον Όλυμπο με τα υπόλοιπα αδέλφια και παρέμενε στη γη και συγκεκριμένα πότε στην Εύβοια και πότε στο Άργος.

Τριακόσια ολόκληρα χρόνια κράτησε η πολιορκία του Δία στην Ήρα· τρεις αιώνες οπότε έκαναν οι δυο τους ατέλειωτους περιπάτους σε δάση, πεδιάδες, βουνά ή πετούσαν στους αιθέρες πάνω στην πλάτη του Αετού του Δία. Η Ήρα, όμως, παρέμενε ανένδοτη κι αν δεν άκουγε την επίσημη πρόταση γάμου από το στόμα του άνδρα που είχε πλέον λατρέψει, δε θα τον άφηνε ούτε να τη δει γυμνή.

Οι ημέρες που ακολούθησαν την γαμήλια πρόταση ήταν οι πιο ευτυχισμένες όλης της της ζωής. Δεν είχε τίποτα να επιθυμεί· είχε στο πλευρό της τη μητέρα της, τα αδέλφια της, όσους την αγαπούσαν και τους αγαπούσε, τον αγαπημένο της Δία και σύντομα στέφθηκε επίσημα Βασίλισσα των Θεών πλάι στον σύζυγό της. Όταν μάλιστα, έφερε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, τον Άρη, η ευτυχία γιγαντώθηκε. Ακολούθησε μια εγκυμοσύνη· μια κόρη ανέμεναν· την Ειλύθεια. Πάντοτε λαχταρούσε κόρες η Ήρα κι ως μάνα και σύζυγος ζούσε ονειρεμένα.

Αυτή την ουτοπική της ζωή ήρθε να διαταράξει η ξαφνική αδιαθεσία του Δία. Σφάδαζε από πόνους στο κεφάλι του τόσο πολύ που βροντούσε όλος ο Ολύμπος και σείονταν οι βράχοι, ενώ κεραυνοί μαστίγωναν τη γη. Η Ήρα κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία της για την τύχη του λατρεμένου της συζύγου· πώς θα μπορούσε να ζήσει αν δεν τον είχε δίπλα της; Στην ιδέα μονάχα ένιωθε τα πόδια της να κόβονται και τον έμφυτο δυναμισμό της να εξατμίζεται. Οι πόνοι ήταν ανεξήγητοι κι όλοι οι Θεοί παρέμεναν άπραγοι απέναντι στον Βασιλιά τους που υπέφερε.

"Με τιμωρεί η Γη κι ο Ουρανός!" Ούρλιαζε ανάμεσα στα βογκητά του πόνου. "Με τιμωρούν, γιατί σκότωσα τη Μήτιδα και τα παιδιά μου!"

Η Ήρα τότε δεν είχε δώσει καμία σημασία, πιστεύοντας ότι δεν επρόκειτο παρά για παραλήρημα που έγερνε η οδύνη. Όταν, όμως, ο φιλεύσπλαχνος Προμηθέας πλησίασε τον Δία και -ύστερα από εντολή του- τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα τσεκούρι, όλοι τους έγιναν μάρτυρες της γέννησης της τρανής απόδειξης ότι ο γάμος της Ήρας και του Δία ήταν κάλπικος· της Θεάς Αθηνάς. Πετάχτηκε το νόθο του Δία και της Μήτιδας από το ανοιγμένο κεφάλι του πατέρα της και ήταν τόσο το μένος, η οργή και η απορία στα μάτια της Βασίλισσας, ώστε κανείς δεν τόλμησε να ξεστομίσει ποτέ ότι η Αθηνά ήταν γόνος γάμου κι έτσι αυτή η λεπτομέρεια θάφτηκε στις μνήμες των Θεών και των Τιτάνων που τη γνώριζαν για πάντα. 

Μετά τη γέννηση της Αθηνάς, ξεκίνησαν να εμφανίζονται κι άλλα νόθα από Θεές και Τιτανίδες· ο Απόλλων κι Άρτεμη ήταν τα πρώτα· ο Ερμής ακολούθησε και λίγο αργότερα ο Διόνυσος μαζί με τις Μούσες, τις Χάριτες, τον Περσέα και τόσους άλλους. Το μοναδικό νόθο που η Ήρα όχι μόνο δεν πείραξε μα και αγάπησε σαν παιδί της ήταν η Περσεφόνη, η μοναχοκόρη της αδελφής της Δήμητρας.

Με τα χρόνια, τους αιώνες, τις χιλιετίες, από αθεράπευτα ερωτευμένη με τον Δία η Ήρα εξελίχθηκε σε μια φθονερή, μνησίκακη, παράλογη γυναίκα που έβλεπε παντού εχθρούς και στο πρόσωπο κάθε θηλυκού μια πιθανή ερωμένη του άνδρα της. Διαβρώθηκαν ο νους κι η ψυχή της, έλιωσε αγάλι αγάλι η δυναμική της φύση. Κι όταν κατάλαβε πόσο είχε αλλοτριωθεί, κλείστηκε στον εαυτό της και δεν καταδέχτηκε ούτε να κοιτάξει πια τον άνδρα της.

Άλλαξε η εξουσία. Ήρθαν άλλοι να συμπορευθούν με τις καρδιές των πιστών τους. Οι Θεοί άφησαν τον Όλυμπο, έπαψε πια να ακούγεται το τραγούδι των Μουσών ή των Ωρών. Έμεινε μόνο το άτυχο ζευγάρι, μέσα στη ζοφερή μουντάδα του βουνού, που γέμισε ομίχλη και άγρια ζώα. Η Ήρα δε μιλούσε πια παρά μόνο με την Εστία κι αυτό γινόταν σπάνια. Ο Δίας της μιλούσε σχεδόν συνέχεια. Ήταν ό,τι του είχε απομείνει. Ήταν πάντοτε δική του κι ολότελα χαμένη ταυτόχρονα. Ώσπου έφτασε εκείνη η καταραμένη ή ευλογημένη ημέρα που έπεσε επάνω του η κατάρα του Κρόνου...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Νέμεσις ταξίδεψε από το Σούνιο ως τη Σπάρτη μεταμορφωμένη σε γύπα, προσκολλημένη στο σμήνος του Άρη και η καρδιά της χτυπούσε με αγωνία, γιατί δεν ήταν βέβαιη αν βρισκόταν στο σωστό σμήνος ή αν είχε γίνει αντιληπτή και τα αθάνατα αποκρουστικά πτηνά την αποπροσανατόλιζαν. Μονάχα όταν σταμάτησαν στον επιβλητικό μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής Πύργο του Θεού κι ένιωσε τη θεϊκή αύρα, σιγουρεύτηκε ότι όλα πήγαιναν καλά.

Έφερε μερικούς γύρους το κτίριο, για να το παρατηρήσει κατάλληλα και λεπτομερώς. Έπρεπε όχι μόνο να παραδώσει ακριβή τοποθεσία για επίθεση μα και μια όσο το δυνατόν πραγματική εικόνα του μέρους που θα γινόταν το πεδίο μάχης τους. Μόλις αισθάνθηκε ικανοποιημένη, ανέκτησε ύψος για να επιστρέψει στο Σούνιο και στον Ποσειδώνα, μα διέκοψε το πέταγμά της, διότι ένιωσε μια σαΐτα να διαπερνά το δεξί φτερό της και έναν οξύ πόνο να εμποδίζει ακόμα και τη σκέψη της.

Γύρισε και κοίταξε προς το μέρος από που είχε έρθει η ξαφνική επίθεση κι αντίκρισε μια γυναίκα, την οποία σχεδόν αμέσως αναγνώρισε ως την κάποτε Βασίλισσα Πηνελόπη.

Αναγκάστηκε να προσγειωθεί και να επανέλθει στην κανονική της μορφή, ώστε να ενδυναμωθεί γρήγορα. Η Πηνελόπη εξεπλάγη στη θέα της κι έτρεξε προς τον Πύργο, για να ενημερώσει προφανώς τους Θεούς της συμμαχίας. Η Νέμεσις δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει μόνη -πόσο μάλλον πληγωμένη- και συγκέντρωσε όλη τη στη δύναμη για να μεταμορφωθεί σε κουνέλι και να εξαφανιστεί σαν αστραπή από τα μέρη τους. Σαν ξεμάκρυνε αρκετά, επανήλθε στη γυναικεία μορφή της και κρατώντας σφιχτά το πληγωμένο δεξί της χέρι, κάλεσε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της. Ο ταξιτζής την κοιτούσε παράξενα -μιας και αιμορραγούσε και είχε λερωθεί με λάσπες- αλλά όταν του έδωσε τρία χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ για να την πάει στο Σούνιο, έχασε κάθε κάθε αίσθηση απορίας και χαμογελαστός άναψε τη μηχανή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Άδης άνοιξε την αποθήκη όπου φυλούσαν τα όπλα -όχι τα εκπαιδευτικά μα αυτά που τους συντρόφευαν από τις απαρχές της ζωής τους- και άφησε πρώτο τον Διόνυσο να περάσει και να βρει τα δικά του. Εκεί τα είχαν εναποθέσει όλοι· ο Άρης, η Ιππολύτη, η Αντιόπη, η Ανδρομάχη, η Πηνελόπη, η Έρις, ο Δείμος, ο Φόβος, ο Έκτορας κι οι δυο τους. Ο Διόνυσος ξέθαψε από βαθιά τους δυο χρυσούς θυρσούς του.

"Έχω να τους χρησιμοποιήσω από τη Γιγαντομαχία," είπε με κάποια μελαγχολία, αναπολώντας τις παλιές εποχές που η δύναμή τους ήταν ανυπολόγιστη κι απέραντη, τότε που οι θνητοί τους λάτρευαν και αφιέρωναν τον πρώτο μούστο στον βωμό του. "Δεν έχουν καν σκουριάσει. Άξιος ο Ήφαιστος που τους έφτιαξε."

"Ίσως χρειαστεί να θρυμματίσεις και το δικό του κεφάλι κάποια στιγμή με αυτούς," εξέφρασε τη μακάβρια σκέψη του ο Άδης, καθώς αναζητούσε τα δικά του όπλα. "Προς το παρόν αρκέσου στον Απόλλωνα, που δεν άφηνε την εκλεκτή της καρδιάς σου να φύγει."

"Μόνο και μόνο στη σκέψη του κορώνει ο θυμός μου," συνέχισε εκνευρισμένος ο Διόνυσος. "Έπρεπε να σεβαστεί την απόφαση της Αριάδνης κι όχι να επιτεθεί στην Αφροδίτη."

"Αν μη τι άλλο, η απόφαση της Αριάδνης δημιουργήθηκε εξαιτίας της Αφροδίτης," σκέφτηκε λογικά ο Πλούτωνας, βγάζοντας από τον σωρό τα δυο του σπαθιά από ασημί με τις κεφαλές του Κέρβερου για λαβές, το πεντάμετρο δόρυ του και τον περίφημο σκούφο του. "Τον θυμάσαι;" Υπέδειξε το τελευταίο στον ανιψιό του.

"Γίνεται να μην τον θυμάμαι; Ο περιβόητος σκούφος του Άδη, που όποιος τον φορά γίνεται αόρατος από Θεούς κι Ανθρώπους."

Ο Πλούτωνας ένευσε καταφατικά περήφανος.

"Είναι το πιο πολύτιμο δώρο που έλαβα ποτέ μου. Μου το έφτιαξαν οι τρεις πρωτογενείς Κύκλωπες, για να νικήσουμε στην Τιτανομαχία, μαζί με την Τρίαινα του Ποσειδώνα και τους Κεραυνούς του Δία."

"Αλήθεια, πού είναι τώρα οι Κεραυνοί που πέθανε ο Δίας;" απόρησε ο Διόνυσος.

"Δε σου κρύβω ότι μετά την κηδεία του τους αναζήτησα. Θα σταθούν σημαντικοί αρωγοί σε αυτόν που θα τους εξασφαλίσει για να πάρει τον θρόνο του Δία. Δεν τους βρήκα πουθενά σε όλο τον Όλυμπο. Αυτό σημαίνει ότι είτε η Ήρα είτε η Αθηνά με πρόλαβαν."

"Γιατί αποκλείεις τον Ποσειδώνα;"

"Γιατί ο αδελφός μου γνωρίζει τους θανάσιμους κινδύνους του να διαθέτεις δυο κυκλώπεια όπλα στην κατοχή σου. Εγώ αν τους έβρισκα, θα τους έδινα κατευθείαν στον Άρη ως γνήσια παρακαταθήκη του πατέρα στον πρωτότοκο γιο."

Ο Διόνυσος δεν ξαναμίλησε παρά μόνο όταν έβγαλαν κι οι δυο τους θώρακες τους και τους φόρεσαν.

"Ας φύγουμε από εδώ. Να πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πότε θα επιτεθούν."

"Στάλθηκε ειδοποίηση στον Άρη;"

"Το ανέλαβε η Ιππολύτη, μα δε νομίζω να γυρίσει αν δεν πείσει τον Ήλιο και τη Σελήνη να τον ακολουθήσουν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στην Ανταρκτική επικρατούσε πολικό ψύχος όπως ήταν αναμενόμενο, μα κανείς από τους τρεις δεν έμοιαζε να πτοείται ιδιαίτερα, εξαιτίας της εκ φύσεως αντίστασης τους στο υπερβολικό κρύο και στην υπερβολική ζέστη. Μονάχα η Περσεφόνη άφηνε κανένα τουρτούρισμα να της ξεφύγει πού και πού και το κατέπνιγε αμέσως, μη θέλοντας να δείξει αδυναμία.

"Ανόητο εκ μέρους τους να έχουν διαλέξει ένα τέτοιο μέρος για καταυλισμό," σχολίασε η Αφροδίτη αποδοκιμαστικά. "Μπορούσαν να επιλέξουν κάτι πιο ζεστό ή τουλάχιστον κάτι με πιο πλούσια αξιοθέατα. Έχω πλήξει βλέποντας τόσα παγόβουνα και παγωμένες λίμνες εδώ πέρα!"

"Το αεροπλάνο έκανε ανταπόκριση στο Παρίσι," τόνισε η Περσεφόνη, που είχε απηυδήσει με την ανυπομονησία και το συνεχές της παράπονο. "Μπορούσες να μείνεις εκεί, να έβλεπες όσα αξιοθέατα επιθυμούσες και θα γυρνούσαμε κάποια στιγμή να σε πάρουμε."

"Μάζεψε τη γλώσσα σου, κακομαθημένο!" Αντιμίλησε κατευθείαν η Θεά της Ομορφιάς. "Έγινες αυθημερόν Βασίλισσα του Κάτω Κόσμου και ξέχασες ότι δεν είσαι παρά άλλο ένα νόθο του Δία. Μόνο ο Άρης μου αξίζει να λέγεται παιδί του νεκρού μας βασιλιά και κανείς άλλος!"

"Δεν προτίθεμαι ούτε να διεκδικήσω θρόνους ούτε καν εκμεταλλεύτηκα ποτέ τη θέση του πατέρα μου!" Αντιτάχθηκε αγέρωχα η Περσεφόνη. "Το μόνο που ζητώ είναι λίγη ησυχία κι αυτή εσύ τη διαταράσσεις αδιάκοπα!"

"Σιωπή, γυναίκες! Καλύτερα να βρισκόμουν σε κοτέτσι παρά κοντά σας!" Επενέβη ο Άρης και της σώπασε. "Πάψτε επιτέλους! Παλεύω να συγκεντρωθώ για να νιώσω την παρουσία του Ήλιου ή της Σελήνης κι εσείς μαλώνετε σαν παιδίσκες!"

Αμέσως, οι δυο Θεές σταμάτησαν να λογομαχούν και ακολούθησαν τον Άρη με απόλυτη ησυχία, προσπαθώντας να μην κάνουν καν θόρυβο πατώντας στο χιόνι. Συνέχισαν έτσι για πάρα πολλή ώρα, ώσπου κι οι τρεις έχασαν την αίσθηση του χρόνου.

Κάποια στιγμή, ο Άρης σήκωσε το χέρι του και σταμάτησε, υποδεικνύοντας ότι έπρεπε κι εκείνες να σταματήσουν. Έκλεισε τα μάτια του κι αφουγκράστηκε την ηχώ του αιθέρα, τον παγωμένο άνεμο, το νερό που έρρεε πολλά μέτρα κάτω από τα πόδια τους κι ίσως κρατούσε συντροφιά σε κάτι ή σε κάποιους άλλους.

"Εδώ βρίσκονται," είπε τελικά, δείχνοντας προς τα κάτω.

"Κάτω από το χιόνι και τον πάγο;" Απόρησε η Αφροδίτη.

"Ίσως έχουν βρει κάποια υπόγεια σπηλιά και διαμένουν," υπέθεσε η Περσεφόνη.

"Πρέπει να κατέβουμε," συμπέρανε το προφανές ο Άρης κι αμέσως έχωσε τα χέρια του στο χιόνι κι άρχισε να το παραμερίζει, σκάβοντας με όση δύναμη κι αντοχή διέθετε.

Η Περσεφόνη έτρεξε να τον βοηθήσει, σκάβοντας κι εκείνη με τα νύχια και τις χούφτες της. Η Αφροδίτη στη σκέψη της μούχλας και των υπόγειων σκουληκιών που μπορούσαν να βγουν μαζί με το χιόνι αηδίαζε τόσο πολύ που αποφάσισε να καθήσει παράμερα και να τους κοιτάζει. Η κόρη της Δήμητρας επέλεξε αυτή τη φορά να την αγνοήσει.

"Ίσως χρειαστεί να σκάβουμε για μέρες," ξεφύσηξε ο Άρης, ήδη λαχανιασμένος από την προσπάθεια. "Δεν ξέρω σε πόσο βάθος βρίσκονται."

"Θα τους βρούμε, αδελφέ μου," τον εμψύχωνε η Περσεφόνη. "Πιστεύω σε εσένα με όλη μου την ψυχή."

Η θεότητα του έπιασε υποστηρικτικά το χέρι κι ο Άρης ένιωσε μια παράξενη δύναμη να ξυπνά μέσα του· μια αρχαία ορμή που είχε θάψει τόσο βαθιά μέσα του που είχε σχεδόν λησμονήσει. Ξάφνου, ένιωσε ξανά όπως εκείνος ο παλιός του εαυτός, που έπεφτε στα πεδία των μαχών και σκορπούσε οδύνη, θάνατο και πτώματα βορά για τους Κήρες και τους γύπες του.

Αφήνοντας το χέρι της αδελφής του πάνω στο δικό του, κάρφωσε το ελεύθερο χέρι με δύναμη στο έδαφος και το τράβηξε απότομα, καταφέρνοντας να ξεριζώσει μια τεράστια έκταση χώματος και χιονιού, τόση πολλή που έκανε ορατό ένα παράξενο εξόγκωμα βράχου, που δημιουργούσε ένα κοίλωμα το οποίο έμοιαζε επικίνδυνα με...

"Μια σπηλιά!" Αναφώνησε η Περσεφόνη, που συνήλθε πρώτη από την έκπληξη της απρόσμενης δύναμης του Άρη.

"Ελάτε!" Διέταξε ο Θεός του Πολέμου , πετώντας μακριά το κομμάτι γης που είχε αφαιρέσει και βούτηξε προς τον βράχο. Οι δυο Θεές τον ακολούθησαν χωρίς δεύτερη σκέψη, καμαρώνοντας με τον τρόπο τους την ολική επιστροφή του Θεού.

Η σπηλιά στα ενδότερα της ήταν αλλόκοτα σκοτεινή και γεμάτη με μια πηχτή ομίχλη, που προκαλούσε δυσφορία στην Αφροδίτη.

"Δεν μπορώ να αναπνεύσω με αυτή την ομίχλη! Θα σας περιμένω πάνω!" Αποφάσισε αυτόβουλα και επέστρεψε στην επιφάνεια προτού προλάβει οποιαδήποτε να αρθρώσει λέξη. Έτσι, ο Άρης κι η Περσεφόνη έμειναν μόνοι.

"Εσύ δεν ενοχλείσαι από την ομίχλη;" Απόρησε εκείνος.

"Ζω στον Κάτω Κόσμο τη μισή μου ζωή," του υπενθύμισε εκείνη με μια κάποια υπερηφάνεια. "Υποθέτω δεν έχεις επισκεφθεί το δωμάτιο που μαρτυρούσε ο Σίσυφος. Αυτή η σπηλιά μοιάζει με δάσος μπροστά στην ομίχλη που υπήρχε εκεί μέσα."

Ο Άρης γέλασε, υποδεικνύοντας έτσι τον θαυμασμό του στο πρόσωπό της.

"Δε σου κρύβω ότι όταν ήρθες στη Συμμαχία μου εξαιτίας του Άδη, δεν ήξερα αν θα μπορούσες να προσφέρεις κάτι στον αγώνα μου," της εκμυστηρεύτηκε, καθώς προχωρούσαν πιο μέσα στη σπηλιά. "Κι όμως, ήξερες πού θα βρούμε τον Ήλιο και τη Σελήνη, με συντροφεύεις εδώ με θάρρος και μου έδωσες τόση πίστη ώστε ανέκτησα την παλιά μου δύναμη σχεδόν αυτοστιγμεί. Αυτό δεν μπορούσα ούτε να το σκεφτώ."

"Μην κάνεις ποτέ το λάθος να υποτιμήσεις κάποιον, ειδικά μια γυναίκα," του είπε συμβουλευτικά η Περσεφόνη. "Μια απλή αδελφική νουθεσία."

Ο Άρης ετοιμάστηκε να της απαντήσει μα σταμάτησε ξαφνικά, διότι ένιωσε μια απότομη ζέστη να τον καταβάλει. Μια πραγματική θέρμη, αυτή που πηγάζει από το αληθινό κι ασίγαστο φως. Κοίταξε την Περσεφόνη κι από το βλέμμα της συμπέρανε ότι κι εκείνη την είχε νιώσει. Ένευσε να προχωρήσουν κι αυτό έκαναν. Ώσπου, σε κάποιο σημειο λίγα μέτρα πιο μακριά, τους επιτέθηκε ένα εκτυφλωτικό φως που τους τύφλωσε και τους τύλιξε ολοκληρωτικά, τραβώντας τους κάπου που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν.

"Δε σας περιμέναμε," άκουσαν μια καθάρια ανδρική φωνή. "Μα λίγοι είναι αυτοί που περνούν την ομίχλη της Σελήνης."

"Παρεβήκατε το ησυχαστήριο μας. Ας ελπίσουμε ότι έχετε σοβαρό λόγο για αυτό," συμπλήρωσε μια απόλυτα γυναικεία.

Ο Άρης στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του και κατάφερε να συνηθίσει τα μάτια του στη μια πλευρά του δωματίου που ήταν κατάφωτη και στην άλλη τη θεοσκότεινη. Η Περσεφόνη έμοιαζε αναίσθητη δίπλα του. Η δίνη του φωτός τους είχε πετάξει κάτω.

"Ήλιε, Σελήνη, ήρθα γιατί ζητώ τη βοήθειά σας για να αναλάβω τον θρόνο του πατέρα μου που δικαιωματικά μου ανήκει."

"Δεν ανήκει σε εσένα," απάντησε κοφτά η Σελήνη. "Δεν είσαι ο πρωτότοκος γιος του Δία ούτε διεκδικείς τον θρόνο με τον πατροπαράδοτο τρόπο."

"Τι ανοησίες είναι αυτές;" Απόρησε έκπληκτος ο Άρης. "Φυσικά και είμαι ο πρωτότοκος!"

"Υπάρχω πριν γεννηθείς εσύ!" Επέμεινε ο Ήλιος. "Εγώ, η Σελήνη κι η Ηώς βλέπουμε τα πάντα που συμβαίνουν στη γη."

"Για άλλον θα παλέψεις. Δε θα καθίσεις ποτέ στον θρόνο του πατέρα σου και βαθιά μέσα σου το ξέρεις ήδη," πρόσθεσε η Σελήνη.

"Ακόμα κι αν το ξέρεις, θα πολεμήσεις, γιατί το θέλεις. Εκείνη θέλεις," κατέληξε ο Ήλιος.

Ο Θεός του Πολέμου υπέμεινε σιωπηλός κι αγέρωχος το παράλογο λογύδριο τους και τελικά ξέσπασε.

"Δεν ξέρω τι βλέπετε και πώς, μα λαθέψατε με εμένα! Αν είναι η μοίρα μου να πάρω τον θρόνο που μου ανήκει, θα γίνει! Αν πάλι όχι, θα πεθάνω για αυτό μου το δικαίωμα, πολεμώντας για εμένα και για κανέναν άλλον!"

"Μην προσπαθείς να ξεγελάσεις τους Παντεπόπτες και Παντογνώστες," είπε η Σελήνη αποδοκιμαστικά. "Πες μας τι θέλεις πραγματικά."

"Βοηθήστε με να κερδίσω τον θρόνο μου," επέμεινε κι ο Άρης. "Αυτό και μόνο αυτό επιθυμώ."

"Πολύ ωραία," σχολίασε ο Ήλιος με ένα νεύμα. "Ας γίνει. Πού είναι το αρχηγείο σου;"

"Στη Σπάρτη, " αποκρίθηκε ο Άρης. "Σε έναν πύργο διατηρημένο από την εποχή του Βυζαντίου."

Προτού συνεχίσει ο Άρης, ο Ήλιος κι η Σελήνη ένωσαν τα χέρια του κι αμέσως βρέθηκαν οι τρεις μαζί με τη λιπόθυμη Περσεφόνη μπροστά στον πύργο στη Σπάρτη. Η Ιππολύτη που βρισκόταν στον κήπο έτρεξε να τους προϋπαντήσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αθηνά στάθηκε στη ράχη του σφαγμένου πια Κήτους θριαμβευτικά μα και εξαντλημένα. Η μάχη ήταν εξαιρετικά δύσκολη στο νερό, χρειάστηκε να βουτήξει όσο πιο βαθιά γινόταν και να του σκίσει τα σωθικά, ενώ πάλευε να γλιτώσει από τα σουβλερά του δόντια και κέρατα, που κάποιες φορές κατάφεραν χτυπήματα πάνω της. Το αίμα είχε βάψει πορφυρά τα ρούχα της από τις δεκάδες πληγές στα χέρια, πόδια και στη μέση της. Η ταχεία ανάρρωση είχε επανέλθει, αλλά ο πόνος ήταν αφόρητος και χρειαζόταν όλη της η θέληση για να μην υποκύψει στους σπασμούς που απειλούσαν να πάρουν τον έλεγχο. Δάγκωνε τη γλώσσα της δυνατά, τη μάτωσε, για να μη σκέφτεται τα μέλη της που σφάδαζαν.

Όσο ένιωθε τις πιο επιφανειακές πληγές να επουλώνονται πλήρως, είδε πως πλησίαζε δυο ξερονήσια, το ένα απέναντι από το άλλο. Ετοίμασε τα όπλα της ξανά, αφήνοντας τον πόνο στα δευτερεύοντα.

"Φανερωθείτε! Ό,τι κι αν είστε!" Ούρλιαξε, για να τραβήξει την προσοχή και προς έκπληξη της το πέτυχε. Από το νησί στα δεξιά της φάνηκαν τρεις αποκρουστικές μάζες· τρία πλάσματα που από τη μέση και πάνω έμοιαζαν με γυναίκες, ενώ από τη μέση και κάτω έμοιαζαν με αρπακτικούς γύπες κι είχαν φτερά αετού.

Οι Άρπυιες, στέφθηκε η Αθηνά κι ετοίμασε το τόξο της. Έπρεπε να βιαστεί, διότι δε θα σταματούσαν στις τρεις.

Εκείνη τη στιγμή, ενώ εφάρμοζε τα πρώτα τρία βέλη στη χορδή, ένας οξύς και κοφτερός ήχος τρύπησε τα αφτιά της και την αποσυντόνισε τόσο που σωριάστηκε στο πτώμα που επέπλεε. Γύρισε ξαφνιασμένη κι αντίκρισε τις περίφημες, τρομακτικά γοργόνες, τα ωραιότερα και πιο θανάσιμα πλάσματα που συναντούσε κανείς στη θάλασσα, με την πιο κελαρυστή και πιο φονική φωνή.

Οι Σειρήνες, συμπέρανε χωρίς δυσκολία η Θεά. "Κρίμα που δεν έφερα λίγο κερί μαζί μου," ψιθύρισε και γέλασε με το αστείο της, θυμούμενη κάτι που μετρούσε τρεις χιλιετίες πια.

Οσο οι Άρπυιες την πλησίαζαν, πέταξε από πάνω της όλη την πανοπλία και τα σκισμένα ρούχα, μένοντας με τα εξίσου ματωμένα εσώρουχα. Χρειαζόταν όλη της την ευελιξία για να φύγει από εκεί μέσα ζωντανή κι ένα μάτσο πανιά θα στέκονταν εμπόδια δε αυτό. Κρατώντας στο ένα χέρι το δόρυ και στο άλλο το σπαθί της, όρμησε στις εχθρούς της με μια ιαχή που θα τρόμαζε και το πιο ψύχραιμο ον.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Νέμεσις προσγειώθηκε άτσαλα στην αυλή του σπιτιού του Ποσειδώνα, χτυπώντας με το πρόσωπο στην τζαμαρία κι ενισχύοντας την ήδη ματωμένη της κατάσταση. Η πληγή της ως γύπας βρισκόταν στο χέρι και στο πόδι της ως γυναίκα και είχε κακοφορμίσει μέσα σε ελάχιστη ώρα.

Ο Απόλλων, ο Τρίτων κι ο Ποσειδώνας βρίσκονταν πολύ κοντά κι έτρεξαν αμέσως να τη βοηθήσουν. Ο Απόλλωνας άνοιξε τη τζαμαρία, ώστε ο Τρίτωνας κι ο Ποσειδώνας να μεταφέρουν ευγενικά τη Νέμεση ως τον καναπέ. Την εναπόθεσαν απαλά εκεί κι ο Φοίβος έτρεξε κι έφερε το φαρμακείο, για να καθαρίσει και να εξετάσει τις πληγές της.

"Ξέρω πού είναι," ψιθύριζε εκείνη, προσπαθώντας να φωνάξει. "Στη Σπάρτη, κοντά σε ένα παλαιοχώρι της Μάνης."

"Σε εντόπισαν;" Αναρωτήθηκε το προφανές ο Απόλλωνας.

"Η Πηνελόπη, η γυναίκα του Οδυσσέα, έτυχε να βρίσκεται στον κήπο καθώς εγώ έλεγχα την περιοχή. Με χτύπησε προτού προλάβω να απομακρυνθώ."

"Αυτός ο καταραμένος γιος του Λαέρτη πάντοτε βρίσκει τρόπο να μας βλάψει!" Δεν άντεξε να μην ξεσπάσει ο Ποσειδώνας.

"Η Πηνελόπη έδρασε μάλλον αυτόβουλα," παρατήρησε ο Τρίτωνας. "Ο Οδυσσέας βρίσκεται στο πλευρό της Αθηνάς κι αφού εκείνη δεν τον ακολούθησε εμφανώς, υποστηρίζει με δική της επιλογή τον Άρη."

"Ποσώς με ενδιαφέρει η οικογενειακή κατάσταση αυτού του αγρίκου!" Τον σταμάτησε ο Ποσειδώνας επιδεικτικά. "Μας πλήγωσαν μια δική μας, δε θα μείνει ατιμώρητο! Αύριο το πρωί, μόλις ξημερώσει, θα ξεκινήσουμε από εδώ για τη Σπάρτη. Το γοργόν και χάριν έχει!" Εξέφρασε τη διαταγή του και στράφηκε στον γιο του. "Βρες τον Θησέα και μετέφερε του την είδηση."

Ο Τρίτωνας ένευσε υποτακτικά κι έφυγε τρέχοντας να εκτελέσει την προσταγή.

"Θαρρώ βιάζεσαι," είπε ο Φοίβος, μόλις έμειναν μόνοι. "Η Νέμεσις είναι πληγωμένη, η Αμφιτρίτη δε θα πολεμήσει κι ο Θησέας είναι ένα ψυχικό ράκος, ενώ ο Τρίτωνας δεν έχει πολεμήσει ποτέ του στη στεριά."

"Μήπως να περιμένω να λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα;" Ξέσπασε ξανά ο Ποσειδώνας. "Ή μήπως να περιμένω να έρθουν αυτοί πρώτοι; Το επόμενο που θα μου πεις είναι να τους συγχωρήσω που προσέβαλαν εσένα, τον γιο μου κι εμένα;"

"Δεν μπορώ να στο ζητήσω αυτό," επέμεινε ψύχραιμα ο Απόλλωνας. "Η νίκη δεν ευνοεί ποτέ τους βιαστικούς."

"Ευνοεί, όμως, τους τολμηρούς. Κι αυτό είμαστε," τόνισε ο Θεός της Θάλασσας.

"Ίσως," ήταν η μόνη απάντηση του Φοίβου. "Ανέβα πάνω και συζήτησε μα την Αμφιτρίτη. Εκείνη σίγουρα θα γνωρίζει να σε συμβουλέψει ανάλογα με τον χαρακτήρα σου πολύ καλύτερα από όσο γνωρίζω εγώ," τον προέτρεψε κι ο Ποσειδώνας αποφάσισε να τον ακούσει.

Καθώς προχωρούσε στη σκάλα, έδειξε με τη ματιά του την ημιλιπόθυμη Νέμεση.

"Περιποιήσου την όσο καλύτερα μπορείς," τον παρακάλεσε σχεδόν. "Πάλεψε ηρωικά για να μας βοηθήσει σήμερα."

Ο Θεός της Θάλασσας δε συνέχισε τον δρόμο του, παρά μόνο όταν έλαβε ένα συγκαταβατικό νεύμα ως απάντηση.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το σπαθί της Αθηνάς, βουτηγμένο στο ιώδες αίμα των Σειρήνων και των Αρπυίων, πέρασε σαν σουβλί μέσα από τα σώματα των δυο τελευταίων γοργόνων που ήταν ακόμα ζωντανές, κόβοντας το νήμα της ζωής τους ακαριαία. Καθώς τις παρακολουθούσε να σωριάζονται στο πτώμα του Κήτους και να γλιστρούν προς τα μαύρα νερά, πήρε βαθιές ανάσες, για να επαναφέρει τους χτύπους της καρδιάς της στο κανονικό και να αγνοήσει τις γραντζουνιές στην πλάτη της.

Κάθησε ανακούρκουδα στη φολιδωτή ράχη του Κήτους, περιμένοντας το επόμενο τέρας που θα πολεμούσε, για να ξεκουράσει τους μύες της κι αξιοποίησε τις λίγες στιγμές χαλάρωσης που της επιτρέπονταν, για να ντυθεί κάπως πιο κόσμια. Έδεσε κομμάτια του σκισμένου της χιτώνα γύρω από το στήθος, πάνω από τον στηθόδεσμο και σφιχτά γύρω από το εσώρουχο. Όσο κι αν είχε απολαύσει κι αξιοποιήσει την ελαστικότητα της έλλειψης των ρούχων, μισούσε να κυκλοφορεί τόσο προκλητικά, ακόμα κι αν οι συναναστροφές της ήταν κυριολεκτικά τέρατα.

Ένιωσε το νερό να αλλάζει ροή, να στρίβει προς τα δεξιά και έπειτα να στρίβει ξανά, περιστρεφόμενο από κάποιου είδους ρουφήχτρα ή ακόμα χειρότερα, στόμα.

Η Αθηνά σηκώθηκε αμέσως όρθια κι ύψωσε τα μάτια της, αντικρίζοντας το φοβερότερο και πρακτικά ανίκητο θεριό που έφερε το όνομα Χάρυβδη. Θυμόταν τα άχρωμα και τρομακτικά του μάτια, που της έφεραν ανατριχίλα τώρα που τα αντίκριζε ξανά. Πιο πέρα από το στόμα με τα σουβλερά δόντια βρισκόταν ακόμα η ξερή αγριοσυκιά με το κλαδί που εξείχε. Ακόμα και μετά από τόσες χιλιετίες, παρέμενε εκεί.

Την ώρα που το τέρας καταβρόχθιζε το κουφάρι του Κήτους, η Αθηνά με ένα σάλτο πήδησε και γαντζώθηκε στο κλαδί της αγριοσυκιάς, με τα ζώα και τα όπλα της ασφαλή στον σάκο στον ώμο της, όπως είχε κάνει κι ο Οδυσσέας κάποτε.

Κρατώντας το κλαδί με όση δύναμη διέθετε, έστρεψε τη ματιά της στο απέναντι νησάκι, με την υπερυψωμένη σπηλιά και χωρίς καθόλου προσπάθεια μάντεψε ότι εκεί ελόχευε η Σκύλλα. Το τέρας κατά πάσα πιθανότητα κοιμούνταν, μόνο αυτό δικαιολογούσε το ότι δε βρισκόταν έξω από τη σπηλιά. Η Αθηνά σκέφτηκε ότι αν τη σκότωνε στον ύπνο θα τελείωνε γρηγορότερα. Όμως, αν πηδούσε στο νερό τώρα, που η Χάρυβδη ρουφούσε το νερό, δε θα γλίτωνε. Έτσι, αποφάσισε να περιμένει μέχρι να αρχίσει να ξερνά το τέρας πίσω της, για να κυνηγήσει εκείνο που κοιμόταν μπροστά της.

Μετά από αρκετή ώρα σιωπής, ένας μπάσος ήχος έσκισε τον αέρα, το νερό ανέβηκε σαν καταρράκτης και πετάχτηκε από το στόμα της Χάρυβδης, βρέχοντας την Αθηνά ως το κόκκαλο. Κοίταξε γύρω κι αντίκρισε παθητικά κομμάτια από το δέρμα του Κήτους και από τα κέρατα και τα δόντια του.

Όσο το ξερατό συνεχιζόταν, η Αθηνά βούτηξε στο νερό και κολύμπησε ως το νησάκι της Σκύλλας. Εκεί, βρέθηκε σε ένα εμπόδιο που δε γνώριζε πώς θα υπερπηδούσε. Η σπηλιά ήταν υπερυψωμένη και κάτωθεν της βρισκόταν ένας απόλυτα λείος βράχος, χωρίς ούτε μια εσοχή για να πιαστεί και να σκαρφαλώσει η Θεά. Το μόνο που θα τη βοηθούσε ήταν η πτήση, μα δεν την είχε πια.

Ωστόσο, μετά από τόσες μάχες με θηρία, είχε ανακτήσει πολλές ικανότητες της. Εφόσον μπορούσε να μετατρέπεται σε πύρινη θύελλα, ίσως μπορούσε να πετάξει ξανά. Μια δοκιμή θα την έπειθε.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, εισέπνευσε τη μυρωδιά του θειαφιού και φαντάστηκε τον εαυτό της σας ένα ανάλαφρο φτερό, όπως την είχε διδάξει ο Προμηθέας πριν από πάρα πολύ καιρό. Έδωσε όλο το βάρος στις μύτες των ποδιών της και πήδηξε προς το πάνω, ανοίγοντας τα χέρια της σαν φτερά πουλιού. Ενάντια στις προσδοκίες, τις ελπίδες και τα πιο τρελά της όνειρα, ισορρόπησε στον αέρα και δίνοντας μια ώθηση πέταξε ψηλότερα. Με λίγες επαναλήψεις, βρέθηκε στην κορυφή.

Ήταν τόση η χαρά της που μπορούσε ξανά να πετάξει, που μόλις πάτησε το πόδι της στην είσοδο της σπηλιάς, άφησε ένα παιδικό γέλιο να ηχήσει, γεμάτο με την πιο αθώα, καθαρή και ειλικρινή μορφή ευτυχίας. Για λίγο η θεά έγινε το παιδί που δεν έζησε ποτέ ως παιδί, διότι ανέκαθεν έπρεπε να συμπεριφέρεται ως ώριμη γυναίκα. Καθώς πετούσε, ζούσε στιγμές αληθινής ελευθερίας και ξεγνοιασιάς κι όταν αυτή της η δυνατότητα είχε χαθεί πριν δυο χιλιάδες χρόνια περίπου, ένα κομμάτι μέσα της είχε πεθάνει και πλέον αναγεννούνταν.

Τη στιγμή της αγαλλιασης και της ευφορίας διέλυσε η ανατριχιαστική κραυγή της Σκύλλας, η οποία προφανώς είχε ξυπνήσει από τα γέλια και αναζητούσε την πηγή τους. Αμέσως το παιδί έπεσε στη νάρκη του κι επανήλθε η θεά, για να σκότωσε τη Σκύλλα και να πάψει να ηχεί αυτό το ουρλιαχτό που θύμιζε γαύγισμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πέμπτος είναι το άλογο που γέννησε η πιο θανατηφόρα ματιά της γης, μόλις διαμελίστηκε και βγήκε από τον λαιμό της.

"Ο Πήγασος είναι!" Μάντεψε αστραπιαία ο Περσέας. "Με τα μάτια μου τον είδα να πετιέται από τον λαιμό της Μέδουσας, όταν την αποκεφάλισα!"

"Χαμένος κόπος να τον ψάξουμε," είπε ο Σίσυφος. "Είναι γιος του Ποσειδώνα. Σίγουρα θα τον έχει επιστρατεύσει."

Η έκτη είναι η εγγονή των δυο εκ των τριών Βασιλέων του Κόσμου, η μάνα της κόρη του Νεφεληγερέτη κι ο πατέρας της γιος του Κοσμοσείστη. Έζησε κάποτε ως ιέρεια μιας Θεάς.

"Ποιά είναι αυτή;" Απόρησε αμέσως ο Σίσυφος. "Είναι προφανές ότι παππούδες της είναι ο Δίας και ο Ποσειδώνας, μα ποιά κοπέλα μπορεί να είναι;"

"Δεν πρόκειται να τη βρούμε απόψε," είπε η Ανδρομέδα. "Εδώ και εφτά σχεδόν ώρες παλεύουμε να ερμηνεύσουμε μια πανάρχαια περγαμηνή. Είναι λογικό να έχουμε εξαντληθεί."

"Ας αναπαυθούμε και συνεχίζουμε αύριο," πρότεινε ο Διομήδης κι όλοι εκτός από έναν συμφώνησαν.

"Καλή ανάπαυση σας εύχομαι," ευχήθηκε ο Οδυσσέας. "Εγώ θα μείνω να συνεχίσω."

"Έλα, παλιόφιλε, δε θα καταφέρεις τίποτα κουρασμένος," προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη ο Διομήδης.

"Μη σπαταλάς ώρα του ύπνου σου για να με μεταπείσεις. Δε θα πιάσει τόπο," του είπε επιτακτικά ο γιος του Λαέρτη και τον έπεισε να φύγει. Μόλις έμεινε μόνος του, έστυψε το μυαλό του για να καταστρώσει ένα σχέδιο διάσωσης της Αθηνάς. Ας αντιδρούσαν οι αθάνατοι, ακόμα και μόνος του θα πήγαινε για να τη σώσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το σπαρταριστό, γάργαρο κι αβίαστο γέλιο ευφορίας της Ήρας έσπασε τη σιωπή του λυκόφωτος στη βίλα στη Ζαρό της Κρήτης. Μονάχα εκείνη κι οι αδελφές της ήταν ξύπνιες εκείνη την ώρα κι αυτές έτρεξαν κοντά της σαν άκουσαν το γέλιο, για να τη βρουν να κάθεται στο χώμα, δίπλα στο αιωνόβιο κι αγαπημένο της παγώνι.

"Ακούστε, αδελφές μου!" Τους είπε εύχαρα μόλις τις είδε. "Το παγώνι μου έφερε τα ωραιότερα νέα που θα μπορούσα να ακούσω ποτέ!"

"Μα τι συνέβη;" Απόρησε η Δήμητρα.

"Το μπάσταρδο βρίσκεται εκεί που του αξίζει!" Αναφώνησε ευτυχισμένη η χήρα του Δία. "Πήγε στον Τάρταρο η τρελή και φυσικά παγιδεύτηκε! Απαλλάχθηκα από τον πιο υπολογίσιμο εχθρό μου!"

"Ποιόν εννοείς;" Ρώτησε η Εστία και με ελάχιστη σκέψη μάντεψε και τρόμαξε. "Πήγε η Αθηνά στον Τάρταρο;"

"Μα ναι! Δεν είναι υπέροχο;" Επιβεβαίωσε η Ήρα.

"Ω Μεγάλη Μάνα Γη και μάνα μου Ρέα, σώστε το κορίτσι αυτό," προσευχήθηκε ειλικρινά η Θεά του Σπιτιού. "Δεν ξέρω γιατί πήγε εκεί κάτω, μα μακάρι να γυρίσει σώα!"

"Σου έχω κι άλλα ευχάριστα!" Συνέχισε το ντελίριο η Ήρα. "Η Αφροδίτη, η γνωστή άμυαλη, προκάλεσε τον Ποσειδώνα και τώρα αυτός σχεδιάζει επίθεση στον Άρη. Αυτοί θα αλληλοσκοτωθούν κι εγώ απλά θα προσπεράσω τα πτώματα, ώσπου να φτάσω στον θρόνο μου!" Πριν συνεχίσει, έκανε μια μικρή παύση, σκεπτόμενη τις συνέπειες αυτής της διαμάχης. "Βέβαια, θα με πονέσει ο θάνατος του Άρη, όπως και να έχει παραμένει σπλάχνο μου, αλλά αφού θέλησε να εναντιωθεί στη θέλησή μου, ας πληρώσει το τίμημα!"

"Αδελφή παραλογίζεσαι," την προειδοποίησε η Δήμητρα. "Χαίρεσαι που θα πεθάνουν συγγενείς μας;"

"Όχι βέβαια!" Απάντησε εκείνη. "Λυπάμαι και μάλιστα πολύ, διότι δεν πρόκειται να πεθάνουν όλοι σε μια μόνο μάχη. Κι αμέσως μετά όλοι εναντίον μου θα στραφούν, αφού η Αθηνά πάει! Πρέπει να επεκτείνω τη συμμαχία! Θα καλέσω τις κόρες μου και θα ζητήσω ξανά τον Αχιλλέα!"

"Ίσως θα έπρεπε να μη βιαζόμαστε τόσο," ξεκίνησε η Δήμητρα.

"Αφού ο Αχιλλέας αρνήθηκε, γιατί να προσπαθείς άσκοπα;" Συνέχισε η Εστία.

"Με λίγο παραμύθι και υποσχεσιολογία όλοι πείθονται," επέμεινε η Ήρα, καθώς ετοίμαζε γράμματα για τις κόρες της και τα έδενε στα πόδια του παγονιού. "Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι οι αμέτρητες ερωμένες του αποθανόντος συζύγου μου!"

Κι αφότου είπε αυτά κι ένευσε στο παγώνι να πετάξει, πέταξε κι εκείνη πίσω του, για να εντοπίσει τον Αχιλλέα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφαλαιο!

Στο επόμενο, περιμένετε ΧΑΜΟ. Τι λέτε να γίνει;;;;

Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά και μα προσέχετε τους εαυτούς σας!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top