Τα Πέντε Ποτάμια

Τα Πέντε Ποτάμια του Κάτω Κόσμου, με τα πέντε διαφορετικά χρώματα στα νερά και τις πηγές στα Τάρταρα. Τα Πέντε Ποτάμια, των αστείρευτων οδυρμών, που στεγάζουν όλες τις συμφορές και τα δεινά του Κόσμου, όταν ξέφυγαν από το Κουτί της Πανδώρας. Τα Πέντε Ποτάμια, που όταν διασχίζονται σημαίνουν βέβαιο χαμό και κάθε ελπίδα χαμένη· η πράσινη Λήθη της Λησμονιάς, όπου έπιναν νερό οι νεκροί που ήθελαν να ξεχάσουν τα πάντα από τη θνητή ζωή· ο γαλάζιος Αχέροντας της Θλίψης· ο κίτρινος Κωκυτός του Θρήνου· ο άλικος Φλεγέθων της Φωτιάς και η εβένινη Στυξ του Μίσους. Τα Πέντε Ποτάμια διέβαιναν μόνο οι νεκροί. Ο πρώτος θνητός που τα διαπέρασε ζωντανός ήταν ο Ορφέας. Γιος αγαπημένος του Άνακτος των Κικόνων Οιάγρου και της Μούσας Καλλιόπης, υπήρξε ο σπουδαιότερος μουσικός, ποιητής, συνθέτης και υμνογράφος που γεννήθηκε ποτέ, ώστε η θείες μελωδίες των οργάνων του εξημερώναν άγρια θηρία, κοπάζαν καταιγίδες στη θάλασσα, ακόμα και τον άνεμο γαλήνευαν. Η Φύση υποκλινόταν ταπεινά στην ασύγκριτή του αρτιότητα και δεξιοτεχνία. Η μητέρα του, η σοφή και αστείρευτα μεγαλειώδης Καλλιόπη, τον είχε γεννήσει στην Πίμπλεια, κοντά στον Όλυμπο και του μετέδωσε αιώνια νεότητα κι αγέραστη μορφή. Εκεί, ξεκινούσε το βασίλειο που κληρονόμησε από τον πατέρα του κι εκτεινόταν στη χερσόνησο του Άθω, στον Αίμο το επιβλητικό βουνό συνέχιζε και κατέληγε στον Βόσπορο. Βοσκοί κατοικούσαν κυρίως τις περιοχές εκείνες κι υπό τον ειρηνικό, ευγενή και πράο Ορφέα, αναπτύχθηκαν και μεγαλούργησαν.

Άνθρωπο άλλον δεν αγάπησε ο Ορφέας περισσότερο από την Ευρυδίκη. Επρόκειτο για νύμφη Ναϊάδα, των πανέμορφων δασών της Ροδόπης. Είχαν γνωριστεί κι ερωτευτεί τυχαία, όταν ο μέγας μουσικός περιδιάβαινε αμέριμνος κι οι ματιές τους συναντήθηκαν σε κάποιο ξέφωτο. Παντρεύτηκαν σχεδόν αμέσως και ζούσαν ιδανικά, υπέροχα, μέσα στην απόλυτη ευτυχία, γαλήνη και πλησμονή. Την ειδυλλιακή αυτή αρμονία, διέλυσε ένας καρδιακός φίλος του Ορφέα, ο Αρισταίος, Θεός νησιώτης, γιος του Απόλλωνα, ο οποίος είχε μαγευτεί από την ομορφιά της Ευρυδίκης και την κυνηγούσε ξέφρενα, για να την κάνει δική του ακόμα και με τη βία. Η νύμφη του ξέφευγε μα η δυστυχία τη χτύπησε, όταν, στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, ένα φίδι τη δάγκωσε και τη σκότωσε ακαριαία.

Ο Ορφέας ένιωσε ευθύς τον θάνατο και τα πουλιά του μετέφεραν την τραγική είδηση. Η λύπη κι ο θρήνος τον κατέβαλαν ολοκληρωτικά, έχασε τα λογικά του από την αβάσταχτη οδύνη και περιφερόταν στον κόσμο μόνος, με τα μουσικά του όργανα ως μόνη συντροφιά και δε μιλούσε, μονάχα έπαιζε μουσική θλιβερή και έψαλλε άσματα σπαρακτικά, γοερά, μελαγχολικά, ώστε ακόμα κι οι Θεοί δάκρυζαν, ακούγοντας την οιμωγή του μαθητή του Φοίβου. Τότε, έστειλε ο Ζεύς τον Ερμή με την ορμήνεια να κατέβει στον Κάτω Κόσμο και να αναζητήσει την αγαπημένη του.

Δε δίστασε στιγμή. Δεν τον πτοούσε ο κίνδυνος. Κάποτε, ανήκε στο μοναδικό, απαράμιλλο πλήρωμα της Αργούς που έβριθε ήρωες και με την κιθάρα του είχε νικήσει το τρομακτικά σαγηνευτικό τραγούδι των Σειρήνων, είχε κοιμήσει τη Σκύλλα. Δε φοβόταν πλέον τίποτα, πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για τον έρωτα της ζωής του που είχε στερηθεί βάναυσα.

Πέρασε ανάμεσα από νεκρούς, τέρατα, πλήρωσε τον Χάροντα, νανούρισε τον Κέρβερο γλυκά, διάβηκε τα Πέντε Ποτάμια ψύχραιμα και βρέθηκε μπροστά στους Άρχοντες, τον Άδη και την Περσεφόνη. Στο άκουσμα του αιτήματος του με ειλικρίνεια και απεγνωσμένη θρασύτητα, οι δυο Θεοί γέλασαν. Μα ο ερωτευμένος χήρος δεν είχε πλέον να χάσει τίποτα• ούτε τιμή, ούτε υπόληψη, ούτε γυναίκα. Ζήτησε την Ευρυδίκη ξανά, δίχως λόγια τούτη τη φορά. Τραγούδησε και στο τραγούδι εκείνο διοχέτευσε όλο τον πόνο, τον χαμό, τον οδυρμό, την απώλεια, την απελπισία και παράφορη λαχτάρα για επανένωση.

Είσαι μέσα μου σιωπή
Είσαι η Ευρυδίκη
Δεν μπορώ να'ρθω ως εκεί
μα σ' αναζητώ
Τα δυο χέρια μου σου λένε
Θα ΄ρθω να σε πάρω
Μα τα μάτια μου κοιτούν μόνο μια σκιά

Πόσο σ΄ αγαπώ
Όταν σ΄αγαπώ
Και δε μου μιλάς
Και σ' αναζητώ
Θέλω να σε βρω
να παραμιλάς
Γύρω απ΄το νερό
και να μου μιλάς

και να σου ζητώ
να σ' αναζητώ
θα σ' αναζητώ
Για να μην σε βρω

Είσαι μακριά
Είμαι εδώ κοντά
εδώ

Ήρθα ως εδώ
Για να σε κοιτώ
Κι ώσπου να σε βρω
Θα σε κυνηγώ
Από τη φυγή
Σου 'δωσε φιλί
μέσα απ' την πληγή
μέσα απ τη φωνή
Βγήκε η μουσική...

Έψαλλε ο Ορφέας, θρηνούσε η λύρα του, έτρεχαν τα μάτια του αδιάκοπα δάκρυα ωσάν ποτάμια και γύρω οι νεκροί κι οι υπηρέτες του Άδη, έκλαιγαν με λυγμούς. Το ίδιο ακριβώς και το θεϊκό ζευγάρι, είχαν συγκινηθεί βαθιά από το δράμα του, την αβάσταχτη και άδικη τραγωδία, τον ολότελα χαμένο έρωτα που μετά βίας είχε ξεκινήσει, τον βασανιστικό κλαυθμό της ανικανότητας να αλλάξει τα πράγματα, εκτός από αυτή την ύστατη, παράλογη απόπειρα. Δεν είχαν ξαναδεί εραστή να κατέρχεται στα έγκατα του Κάτω Κόσμου με τέτοιο αλλόφρον πείσμα. Η κόρη της Δήμητρας ένευσε κι ο Πλούτωνας κατάλαβε.

Άφησαν την Ευρυδίκη ελεύθερη. Θα τον ακολουθούσε πίσω στη γη κι όταν ο Ήλιος την αντίκριζε, θα έπαιρνε ζωή ξανά. Η μόνη ρήτρα ήταν να μην την κοιτάξει, προτού ανέβουν, προτού γίνει γυναίκα ξανά. Δεν κατάλαβε το νόημα του όρου αλλά συμφώνησε, πλημμυρισμένος από ευτυχία καθώς ήταν. Το μόνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να τη νιώσει ολοζώντανη, να πάψει να ζει με το άψυχο, άυλο, φαντασιακό πνεύμα της που τον στοίχειωνε ως Ερινύα σχεδόν.

Ο δρόμος της επιστροφής στη γη ίσως κράτησε χρόνια ολόκληρα· αιώνες του φάνηκαν. Προχωρούσε μπροστά και πίσω ακολουθούσε η Ευρυδίκη. Έτσι του είχαν πει, τουλάχιστον, διότι ο ίδιος ούτε την είχε δει ούτε ακούσει ούτε αγγίξει ούτε συνομιλήσει. Θα είχαν χρόνο άπλετο για αυτά αργότερα, όταν πατούσαν στερεά στο έδαφος των ζώντων. Ανέμενε να τον ζώσουν οι αμφιβολίες, η αδημονία κι η βιασύνη κι έτσι τους αντιστεκόταν σθεναρά, με εκπαιδευμένη αντοχή κι εγκράτεια μα δεν επρόκειτο για απλό πειρασμό. Ο Έρως, η αρχέγονη Δύναμη, η σκοτωμένη του αγάπη, εκείνη διακυβευόταν. Τι θα συνέβαινε, αν δεν την έβρισκε κοντά του κι οι Θεοί τον είχαν εξαπατήσει, για να τον περιγελάσουν; Το γέλιο της, η κελαρυστή φωνή της, το ανάλαφρο βήμα της, πού ήταν; Η απόλυτη σιγή τον συντρόφευε και δυσκολευόταν απίστευτα να συγκρατηθεί.

Φτάνοντας επιτέλους στην επιφάνεια, θωρώντας το φως της ημέρας να τους περιμένει, γεμάτος χαρά κι ελπίδα ο Ορφέας αναφώνησε στην αγάπη του ότι τα βάσανα τους είχαν τελειώσει κι αυθόρμητα γύρισε να την κοιτάξει. Την είδε· ένα αιωρούμενο φάντασμα, όπως όλοι οι νεκροί που είχε συναντήσει, ανέκφραστο εκτός από τη μελαγχολία, την οδύνη και τον οδυρμό του αποχωρισμού που άστραφταν στα λαμπερά της μάτια. Αυτοστιγμεί, ο ίδιος ο Θεός Θάνατος έσπευσε, την άρπαξε στα χέρια του και την πήρε μαζί του στον Κάτω Κόσμο.

Η Ευρυδίκη είχε χαθεί για πάντα. Το ίδιο κι η ψυχή του Ορφέα. Την ημέρα εκείνη, ο σπουδαιότερος μουσικός, πέθανε στο πνεύμα και στην καρδιά. Κατελήφθη. Μαράζωσε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έθαψαν την Αφροδίτη, λίγο αφότου αναχώρησαν ο Άρης κι όσοι συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν στον Κάτω Κόσμο. Με το πρόσχημα ότι πήγαιναν να ταΐσουν τους δράκοντες, τύλιξαν το πτώμα της με δυο σεντόνια και το έσυραν πέρα από τον Πύργο, σε μια ξερή πλαγιά. Στοιβάξαν οι δυο τους μόνοι, ο Άδης κι η Περσεφόνη, μερικά δεμάτια ξύλα φτωχικής ελιάς κι εκεί εναπόθεσαν το άψυχο σώμα της Θεάς του Έρωτα. Με ένα διακριτικό Πυρ του γιου του Κρόνου, φύσησαν τα πελώρια πλάσματα κι άναψε η πυρά ορμητική και τρομερή, καίγοντας βραδύτερα από το αναμενόμενο, την αθάνατη, αγέραστη σάρκα. Το ζεύγος κάθισε και παρακολουθούσε σε απόλυτη σιωπή, εις μνήμη της νεκρής.

«Δε θα μου λείψει,» παραδέχτηκε ξερά η Περσεφόνη. «Τον μαρασμό του Άδωνι, δε θα της τον συγχωρήσω ποτέ.»

«Ήταν ανόητο εκ μέρους σας,» σχολίασε ανέκφραστος ο Πλούτωνας. «Κατανοώ ότι καμία σας δεν επιθυμούσε να τον αποχωριστεί, μα μοιράζοντας τον έξι μήνες η μια κι έξι μήνες η άλλη, δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Στα Ηλύσια Πεδία, βρήκε τη γαλήνη.»

«Έτσι ακριβώς μοιράστηκα κι εγώ,» του ψιθύρισε, χωρίς ίχνος μομφής ή πικρίας. Μονάχα έθετε ένα γεγονός. «Γνώριζες για τον Άδωνι από την πρώτη στιγμή και ποτέ δε με έκρινες ούτε ρώτησες για αυτό.»

«Σε στερούσα έξι μήνες από τη μητέρα σου κι εκείνη άλλους έξι από εμένα,» της απάντησε επίπεδα. «Δεν ήθελα να βιώσεις τον πόνο με τον οποίο συμβίωνα. Εξαιτίας εκείνου του άνδρα, αυτό που φοβόμουν συνέβη· πληγώθηκες, αγάπη μου. Δεν είχα παρά να εγκρίνω τις προτάσεις σου. Μου έλειπε η αδιάκοπη στοργή σου κι η προσοχή, πράγματι, όμως κατανοούσα ότι τα αισθήματα σου για εκείνον ήταν βαθιά κι αληθινά. Τον επισκεπτόσουν με τη θέληση σου και δε σε κρατούσε με όρκους ή αρπαγές ή ρόδια

Ακούμπησε το μάγουλο του με τα δάχτυλα της, νωχελικά κι αισθησιακά, θέλοντας να νιώσει όλη του την ψυχρότητα που τόσο αγαπούσε. Μετά από άπειρους αιώνες στον Κάτω Κόσμο, ο άνδρας της ήταν ανίκανος σωματικής ζεστασιάς μα δεν την πείραζε. Του χαμογέλασε πλατιά και γύρω τους άνθισαν μαργαρίτες.

«Ανόητε, στα αλήθεια το πιστεύεις αυτό;» Τον μάλωσε με υποκριτική προσβολή. «Θαρρείς μένω μαζί σου, επειδή με κρατούν τα ρόδια που με τάισες πριν χιλιάδες χρόνια; Νομίζεις δε σε αγαπώ αρκετά ή απεγνωσμένα, για να μην αντέχω μακριά σου; Είσαι ο άνδρας μου, Άδη. Δέχτηκα να σε παντρευτώ, δε μου επέβαλες ποτέ τίποτα. Σου ανήκω, όπως μου ανήκεις.»

Τον φίλησε απαλά, με όλη τη λατρεία και στοργή της κι ήταν έτοιμη να τον τραβήξει από το χέρι για να απομονωθούν, όταν άκουσαν την Έριδα να καθαρίζει τον λαιμό της.

«Όλα εντάξει κι ασφαλή,» πρόσφερε την προγραμματισμένη αναφορά της. Είχε μείνει πίσω, για να βεβαιωθεί ότι κανένας δε θα τους ακολουθούσε ή κατασκόπευε. Τους πλησίασε και στάθηκε δίπλα στον δράκοντα της Κολχίδας, χαϊδεύοντας τις τραχιές του φολίδες που κάλυπταν το δέρμα ωσάν πανοπλία.

«Είσαι τόσο ψύχραιμη, όπως όταν μας είπες την αλήθεια για τον Άρη κι όμως κι εσύ η ίδια δεν πάει καιρός που τη γνωρίζεις,» παρατήρησε η Περσεφόνη τον παραλογισμό της απάντησης. «Κηδέψαμε τον Δία παρουσία όλων των αθανάτων, με τιμές και θρήνους. Για αυτήν, ούτε δάκρυα χύθηκαν ούτε ψαλμοί ακούστηκαν ούτε κανείς θα μάθει ότι χάθηκε.»

«Φυσικά και θα γίνει αισθητή η απουσία της Ομορφιάς και της Αγάπης, για αυτό πρέπει να οριστεί καινούρια Θεά το συντομότερο και θα το φροντίσω,» δήλωσε αποφασιστικά η θεά της Διχόνοιας. Μετά από μια εσκεμμένη παύση, συνέχισε. «Πλέον, γνωρίζετε όλη την αλήθεια. Δεσμευτήκατε αφοσίωση στον Άρη κι εκείνος δρα με την ευθύνη που τον βαραίνει. Πιστεύετε πως εμένα μου άρεσαν όσα άκουσα ή ότι εγκρίνω πώς επέτρεψε σε αδύναμα συναισθήματα να κυριαρχήσουν στις πράξεις του; Χιλιάδες χρόνια πριν, ορκίστηκα να μην τον αφήσω ποτέ κι αυτό θα πράξω. Οι επιλογές από εδώ και στο εξής του ανήκουν μα εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να τον ακολουθήσουμε.»

«Δεν μπήκα σε αυτόν τον πόλεμο για να υποστηρίξω την αγαπημένη του Δία, την κόρη που διόρθωνε τους πάντες κι υποκρινόταν την άμεμπτη κι αλάνθαστη!» Τόνισε ο Άδης εκνευρισμένος.

«Αυτό θα κάνεις, ωστόσο, όπως κι εγώ, αν χρειαστεί,» αποκρίθηκε η Έρις και το βλέμμα της ταξίδεψε στον ορίζοντα, μαζί με τους καπνούς της πυράς. «Είναι αφοσιωμένος σε εκείνη, αναμφίβολα. Κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, για να σώσει έναν δικό της, παρέα με εκείνο το βδέλυγμα τον Σίσυφο, να τον επιβλέπει.» Πλατάγισε τη γλώσσα αποδοκιμαστικά. «Η θέση μας είναι δίπλα του κι αν η δική του είναι δίπλα της, ας είναι. Εμφανώς, μπορείς να δεις τι συμβαίνει σε αυτούς που τον εμποδίζουν ή διαφωνούν.» Το ενδεικτικό νεύμα στην παρακμάζουσα φωτιά, φάνταζε πλεονασμός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τι είναι ο Κάτω Κόσμος; Μονάχα η πεδιάδα των Πέντε Ποταμών και των ζοφερών ασφόδελων; Το Βασίλειο όσων δεν είναι ευτυχείς για να βρεθούν στα Ηλύσια Πεδία ή δυστυχείς για να βρεθούν στην Κόλαση; Είναι, μήπως, οι Βασιλείς του οι άφαντοι ή ο φύλακας του ο Κέρβερος;

Οι μόνοι που δεν άφησαν ποτέ τη μαύρη εκείνη γη, τη θαμμένη στα βάθη της Γης, είναι οι τρεις Κριτές, οι πυλώνες, οι βλοσυροί, παντοτινά δίκαιοι άνδρες, οι ημίθεοι που έλαβαν μετά θάνατον την υπέρτατη τιμή· να αποφασίζουν τις τύχες κάθε νεκρού, που κατέχουν την εξουσία να στείλουν κάποιον στα Τάρταρα ή στα Ηλύσια Πεδία.

Ο Μίνωας. Ο πρωτότοκος του Δία και της Ευρώπης, ο Άναξ των εκατό πόλεων της Κρήτης και των Μινωϊδών, μετέπειτα Κυκλάδων. Ο ημίθεος που έχαιρε μεγάλης αγάπης κι εύνοιας από τον Δία, που παντρεύτηκε την Πασιφάη, ημίθεη κόρη του Ηλίου, που ελάμβανε τους νόμους του κάθε εννέα έτη από τον ίδιο τον Δία στο περίφημο Δικταίον Άντρον· το μέρος όπου ο Πατέρας Θεών κι Ανθρώπων αντίκρισε τον κόσμο για πρώτη φορά. Ο Μίνωας υπήρξε ιδιαίτερα σοφός, διορατικός κι αξιόλογος κυβερνήτης, μαζί κι ο σπουδαιότερος νομοθέτης που είχε γεννηθεί ως τότε. Η παροιμιώδης δικαιοσύνη του, η ανθρωπιστική του διάθεση και προσέγγιση, τον έχρισαν Κριτή του Άδη μα και επικεφαλής των Κριτών, διότι οι τελικές αποφάσεις είναι μόνο δικές του.

Ο Ραδάμανθυς. Δευτερότοκος του Δία και της Ευρώπης, υπήρξε ο μεγαλύτερος αρωγός κι αξιότερος σύμβουλος του Μίνωα, συντάκτης του Κρητικού Κώδικα, εξίσου σοφός και δίκαιος, όπως ο αδελφός του. Είχε ταξιδέψει πολύ με τα πλοία του, ενώ με τους συμμάχους Φαίακες είχε φτάσει ως την Εύβοια, οπου ανακάλυψε τον τάφο του Γίγαντα Τιτυού. Τελικά, έγινε σύζυγος της μοναδικής Αλκμήνης, μετά τον θάνατο του Αμφιτρύωνα, κι απέκτησαν δυο γιούς. Πεθαίνοντας, ως ο δικαιότερος άνδρας της γενιάς του και της ηπειρωτικής Ελλάδας, ορίστηκε  Κριτής από τον Άδη.

Ο Αιακος. Γιος του Δία κι αυτός και της νύμφης Αίγινας, παντρεύτηκε την κόρη του Πελοπίδα ληστή Σκίρωνα, την Ενδήιδα, από την οποία απέκτησε τον Πηλέα και τον Τελαμώνα, που έπλευσαν στην Αργώ με τον Ιάσονα. Από τη σχέση του με τη Νηρηίδα Ψαμάθη, απέκτησε τον Φώκο. Την καθαρή του ψυχή, ευνοούσε ο Δίας δεόντως, ώστε μεταμόρφωσε όλα τα μυρμήγκια του ερήμου νησιού της Αίγινας σε ανθρώπους, για να το κατοικήσουν. Εκείνος ο ισχυρός, διά μαγείας λαός, ονομάστηκε Μυρμιδόνες.

Η μεγάλη δοκιμασία της ψυχής του ήρθε, όταν ο Τελαμώνας φόνευσε κατά λάθος τον Φώκο. Τον ζήλευε, είπαν οι Μυρμιδόνες, διότι ήταν καλύτερος αθλητής από εκείνον. Μολονότι ο Τελαμώνας υποστήριξε ενώπιον γονέων και σύσσωμου του λαού την αθωότητά του με κάθε ειλικρίνεια, ταπεινότητα και μεταμέλεια, ο λαός δεν τον έστεργε και ζητούσε δημόσια θανάτωση. Ο δε Πηλέας, υπερασπιζόταν απροκάλυπτα τον αδελφό του μα ο Αιακός βρισκόταν σε δίλημμα τρομερό· την πατρική αγάπη και τη λαϊκή ετυμηγορία. Τελικά, έλαβε τη δικαιότερη απάντηση, θέτοντας την πατρότητα σε δεύτερη μοίρα. Εξόρισε αμφότερους τους γιούς του με πόνο ψυχής από την Αίγινα, για να κατευνάσει τον δύσπιστο λαό. Έτσι, ο Πηλέας κατέληξε στη Φθία με πολλούς Μυρμιδόνες κι ο Τελαμώνας στη Σαλαμίνα κι οι δυο τους έζησαν εντίμως ως Άνακτες. Για αυτό, ο Αιακός τιμόταν παντού ως ο πιο ευσεβής άνδρας και το απέραντο αίσθημα δικαίου του τον έκανε αγαπητό πάντων, εξυμνούταν και έχαιρε σεβασμού. Όταν πέθανε, όχι μόνο χρίστηκε Κριτής του Άδη μα και του χορηγήθηκαν τα θεία κλειδιά όλων των πυλών και μπουντρουμιών, αντίγραφο των οποίων έφερε μόνο ο ίδιος ο Πλούτωνας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μονάχα ως θριαμβευτική μπορούσε να χαρακτηριστεί η επιστροφή του Απόλλωνα και της Κασσάνδρας στο Σούνιο. Όχι μόνο είχαν πετύχει στον σκοπό να βρουν και να συμβουλευτούν την Ιφιγένεια μα την είχαν στρατολογήσει κιόλας, μαζί με τους δυο Ατρείδες. Την ώρα του ερχομού τους, τους προϋπάντησε η ίδια η Αμφιτρίτη, που προσφέρθηκε να συγκεντρώσει τους πάντες, για να ακούσουν όσα είχε να τους πει η πρότερη ιέρεια της Αρτέμιδας. Η Αρχόντισσα των Θαλασσών σκέφτηκε γρήγορα και τελέσφορα, αφήνοντας τον Θησέα στο δωμάτιο του να αναρρώσει. Δεν επιθυμούσε η πρώτη συνάντηση με την ισχυρή νέα να γινόταν άβολα ή άγαρμπα, για αυτό κράτησε τον πατέρα της κρυμμένο. Τέλος, οδήγησε η ίδια τον Ποσειδώνα στο καθιστικό, στηρίζοντας τον με τα χέρια της, διότι ακόμα δυσκολευόταν να σταθεί όρθιος πόσο μάλλον να περπατήσει.

Η Ιφιγένεια απευθύνθηκε στη Συμμαχία του Ύδατος θαρραλέα κι αποφασιστικά, μιλώντας τους προσεκτικά για το δυσάρεστο νέο· τους εξήγησε αναλυτικά και χωρίς καμία παράλειψη, όλα όσα αποκάλυπτε το όραμα της Κασσάνδρας. Όταν ολοκλήρωσε την αποκάλυψη του αληθινού τεχνάσματος που είχε επιφέρει τον θάνατο του Δία, όλοι είχαν μείνει άφωνοι.

«Είμαστε χαμένοι!» Κραύγασε πρώτος ο Βελλερεφόντης, πανικόβλητος, μην αντέχοντας το βάρος της αλήθειας. «Αν ο Άρης κι η Αθηνά είναι σύμμαχοι, μόνοι δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε!»

«Δεν έχει χαθεί τίποτα!» Πετάχτηκε αμέσως ο Απόλλων, προτού ξεσπούσε απελπισία. «Όλοι γνωρίζουμε πόσο άμυαλος κι απερίσκεπτος είναι ο Άρης. Η Αθηνά αγνοείται. Χωρίς εκείνη, είναι ακίνδυνος.»

«Μην τον υποτιμάς,» θέλησε να τον γειώσει η Κασσάνδρα, με ένα τολμηρό χέρι στον ώμο του. «Αγνοούμε πόσο καιρό το σχεδίαζαν αυτό.» Έπειτα, στράφηκε σε όλους. «Είναι βέβαιο ότι οι δυο Θεοί ξεγέλασαν τους πάντες και βρίσκονται πολλά βήματα μπροστά μας.»

«Ας μην ξεχνάμε, όμως, πού βρισκόμαστε και ποιοί είμαστε,» παρενέβη με ευγένεια, για να συμπληρώσει τα λεγόμενα της η Νέμεσις. «Ο Άρης έχει τις Αμαζόνες, εμείς έχουμε τους θαλάσσιους στρατούς, τους πολεμιστές από τα έγκατα των βυθών και την Ατλαντίδα, οι κρυμμένοι, οι ανίκητοι!»

«Κι όχι μόνο αυτό!» Έσπευσε να προσθέσει η Αμφιτρίτη, εμπνευσμένη από των δυναμισμό των προηγούμενων. «Έχουμε τον Απόλλωνα, τον αλάθευτο τοξότη, που όσο επιδέξιος μουσικός είναι, τόσο και θανάσιμος στρατηγός! Έχουμε τον Βελλερεφόντη, που νίκησε τη Χίμαιρα και συντροφεύει τον Πήγασο! Έχουμε τον Θησέα, τον μεγαλύτερο ήρωα που έβγαλε η σπουδαία Αθήνα! Τη Νέμεση, την ίδια την Εκδίκηση ενσαρκωμένη, που έτρεμαν κι οι Γίγαντες! Την Κασσάνδρα, την ακριβέστερη μάντισσα που γεννήθηκε ποτέ! Τον Τρίτωνα, Άρχοντα των Θαλασσών, που μετατρέπει το ύδωρ σε όπλο πανίσχυρο!»

Το πάθος κι η αποφασιστικότητα της μεταδόθηκαν στο μουδιασμένο πλήθος της συμμαχίας κι άρχισαν να χτυπούν τα πόδια στο δάπεδο, ως ένδειξη επιδοκιμασίας. Τότε, έριξε ένα βλέμμα σημαδιακό στον άνδρα της, που καθόταν σιωπηλός και παρακολουθούσε τα πάντα. Έσπευσε και τον βοήθησε να σταθεί όρθιος. Για πρώτη φορά από την ώρα που της τον είχαν φέρει αιμόφυρτο από τη μάχη, έμοιαζε να είναι ξανά ο θεός της Θάλασσας.

«Κι όχι μόνο αυτούς, φίλοι και παιδιά μου!» Βροντοφώναξε επιβλητικά ο Ποσειδών κι έμοιαζε ξανά μεγαλοπρεπής. «Είμαι υπερήφανος που σήμερα καλωσορίζω τους γιούς του Ατρέα και την εγγονή μου, την Ιφιγένεια. Μέσα στον ορυμαγδό των τρομερών, προφητικών ονείρων, θα παρέλειπα αυτό! Χαίρομαι ιδιαίτερα που αποκαλώ συμμάχους μου τα αδέλφια που κυρίευσαν την Τροία κι έζησαν για να το παινευτούν, όπως και τη μόνη θνητή που φέρει αίμα δικό μου και του Δία!» Μέσα στις πρόδηλες επευφημίες, εντόπισε τα καστανά μάτια της Αμφιτρίτης, που τον καμάρωναν. Πριν λίγες μονάχα ώρες του είχε ζητήσει να φανεί πιο διαχυτικός κι είχε εισακουστεί. «Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε από αυτούς, δυο κακομαθημένα παιδάρια! Είμαι γιος του Κρόνου και της Ρέας, διατηρώ αδιάσειστο δικαίωμα στον θρόνο και θα το διεκδικήσω μέχρι τελικής πτώσης! Θα ξεπλύνω την ιχώρα του αδελφού μου με τη δική τους, θα εκδικηθώ τον άδικο χαμό του και σας καλώ να με βοηθήσετε! Κι οι Αργοναύτες θα ωχριούσαν εμπρός μας, διότι εκείνοι ήταν θνητοί μα εμείς ως επί το πλείστον αθάνατοι και σας υπόσχομαι ότι όταν στεφθώ Άναξ των πάντων, όλοι θα είστε αθάνατοι και άτρωτοι! Είστε μαζί μου;»

«Ναι!» Φώναξαν οι πάντες μεθυσμένοι από τα λόγια του, ακόμα κι η Ιφιγένεια με την Κασσάνδρα.

«Μονάχα η Συμμαχία του Ύδατος θα κυριαρχήσει στο τέλος;»

«Ναι!» Γροθιές μαχητικές υψώθηκαν στον ουρανό κι ο Θησέας, που είχε συρθεί στο καθιστικό αθόρυβα, παρακολουθούσε και χαμογελούσε πλατιά.

«Φίλοι και παιδιά μου, μη φοβάστε κανέναν! Ακόμα κι αν πάρουν και την Ήρα με το μέρος τους, μπροστά στην ισχύ μας, θα γονατίσουν!» Κατέληξε ο Ποσειδώνας κι έλαβε ατελείωτα χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.

Η θάλασσα στο βραχώδες ακρωτήρι αντάριασε ενθουσιωδώς. Στον βυθό, τα πλάσματα του θεού αγαλλιάζαν, γιόρταζαν την επιστροφή του Άρχοντα τους, όπως κι η Συμμαχία στο Σούνιο. Μολονότι ήταν Ιούλιος, έπιασε βροχή αδιάκοπη, χωρίς ίχνος κεραυνού βέβαια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πρώτος έρωτας, λένε, είναι η βαθύτερη πληγή. Αυτή που σημαδεύει αιωνίως την ψυχή με γλυκόπικρες αισθήσεις, ρομαντικές ή κυνικές, θερμές ή ψυχρές μα παντοδύναμες, που με τον χρόνο δεν αλλοιώνονται. Στην αέναη, ατέρμονη ζωή ενός αθάνατου, η αξία του πρώτου έρωτα φαντάζει μηδαμινή, εκτός κι αν οδηγεί σε παντοτινό γάμο. Μια αθάνατη καρδιά θα σκιρτήσει αμέτρητες φορές, μια αθάνατη ψυχή μοιάζει άψογη, αμόλυντη, ανέγγιχτη από θνητούς πόνους ερωτικούς ή τέλος πάντων, οι ουλές τους τελικά ξεθώριαζαν για πάντα, ακόμα κι από τις μνήμες.

Ο πρώτος έρωτας του Απόλλωνα, του Θεού της Μουσικής, της Μαντικής, του Φωτός, ήταν η Νύμφη Δάφνη.

Στον Όλυμπο, την τοξοβολία αγαπούσε εξίσου με τον Απόλλωνα, ο Έρως, η φτερωτός, πανίσχυρος Θεός, που την είχε συνδέσει άρρηκτα και με το έργο του. Όντας νέος ο Απόλλων, εξασκούταν τακτικά, ώσπου μια σαΐτα του καρφώθηκε σε ένα κατακόκκινο, ώριμο, ζουμερό μήλο, μιας περήφανης μελιάς, στους αγρούς των Δελφών. Ο Έρως, τότε, για να αποδείξει την αξία του, στόχευσε το ίδιο ακριβώς μήλο κι ο Θεός της Μαντικής πειράχτηκε. Τον προκάλεσε. Τον προειδοποίησε να μην του αντιτίθεται, επηρμένος με την έμφυτη του αριστοτεχνία στην τοξοβολία.

Ο Έρως θύμωσε κι αποφάσισε να εκδικηθεί την απειλή του με μια τραυματική, πρώτη ερωτική εμπειρία. Πέταξε στην κορυφή του Παρνασσού με τα φτερά του κι ετοίμασε δυο βέλη· ένα αγάπης αχαλίνωτης, ατέρμονης και πάθους για τον Φοίβο κι άλλο ένα, της άρνησης κι απώθησης. Το πρώτο διαπέρασε κατάστηθα τον Θεό και το δεύτερο τη Δάφνη, κόρη του Θεού-Ποταμού Πηνειού, που τύχαινε να περνά από κοντά του.

Τρελάθηκε από την ομορφιά και το παράστημά της ο Απόλλων. Δεν είχε νιώσει έτσι ποτέ κι ήθελε απεγνωσμένα να της μιλήσει. Μόλις τον είδε να την πλησιάζει, αποτραβήχτηκε προσεκτικά μα στην επιμονή του, το έβαλε στα πόδια έντρομη. Έτρεχε με δρασκελιές μεγάλες ο Φοίβος μα η Δάφνη ωθούταν από φόβο κι αποστροφή. Αισθανόταν πως η ζωή της εξαρτιόταν από αυτό, αγνοούσε τα παρακάλια του διώκτη της κι έτρεχε αδιάκοπα, ελπίζοντας να του ξεφύγει ή εκείνος να παρατήσει την προσπάθεια.

Δε συνέβη τίποτα από τα δυο. Η επιμονή του κρατιόταν σθεναρή από το άσβεστο πάθος μα η Δάφνη κουραζόταν. Κλαίγοντας, σωριάστηκε στη γη κατάκοπη κι ικέτευε τον πατέρα της να τη σώσει. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδοθεί στον Θεό που της προκαλούσε δυσφορία.

Ο Απόλλων την έφτασε. Έτεινε το χέρι με λαχτάρα να την αγγίξει μα αντί για δέρμα, έπιασε φύλλωμα και ξύλο. Ο Πηνειός είχε μεταμορφώσει το παιδί του σε ένα ψηλό, πανέμορφο δέντρο, με υπέροχα άνθη και ευωδιαστά φύλλα. Το δέντρο ονομάστηκε σαν εκείνη· Δάφνη.

Ο Θεός της Μουσικής λυπήθηκε πικρά που έχασε έναν έρωτα προτού καν ξεκινήσει μα θέλησε να τιμήσει τη μνήμη του αιωνίως. Η Δάφνη έγινε το ιερό του δέντρο, διαρκώς φορούσε φύλλα του στα μαλλιά. Δάφνες στόλιζαν τα μαντεία του, δάφνες μασούσε η Πυθία, δάφνες προσέφερε στους νικητές των μουσικών αγώνων ο ίδιος ή οι Μούσες. Δάφνες κοσμούσαν τη λύρα του, όταν τραγουδούσε θλιμμένα προς τιμή της χαμένης Νύμφης.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Αναρωτιέμαι πόσα χρόνια ονειρευόσουν να βρεθείς σε αυτή τη θέση ή μάλλον πόσες χιλιετίες,» κοιτούσε κατάματα την Ήρα η αιμόφυρτη Αθηνά, η δεμένη στο υπόγειο κελάρι της βίλας στην Κρήτη, με μόνιμους φύλακες τον Κράτο και τη Βία. Εκείνοι φρόντιζαν ώστε να μην επουλώσει καμία της πληγή, με ανάλογη χρήση λεπιδών μα φτάνοντας στο αυτοσχέδιο μπουντρούμι, η Ήρα την είχε αναλάβει προσωπικά κι ήταν μόνες τους, με σιωπηλό θεατή τον Άργο με τα εκατό μάτια. Η Αθηνά υπέμενε τα πάντα με επίμονη -αν όχι εμμονική- αντοχή και στωϊκότητα, χωρίς να φωνάζει ή να υποδεικνύει πόνο. «Κάνω λάθος; Δε λαχταρούσες να ξεσπάσεις πάνω μου, στο πρώτο παιδί του άνδρα σου, όλο το μίσος για τη μητέρα μου, που ήταν ο πρώτος του έρωτας και σύζυγος;»

Η Ήρα τη χτύπησε με τη γροθιά της κατακούτελα, χωρίς να συγκρατεί ρανίδα από τη θεϊκή της δύναμη. Η Αθηνά, μετά από αρκετά χτυπήματα, είχε συνηθίσει τη ζαλάδα μα όχι και τον πόνο. Η υπερηφάνεια, όμως, γιγάντωνε την καρτερία.

«Έχω τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να σου εκμαιεύσω τις πληροφορίες που θέλω μα δε θα το διασκέδαζα όσο αυτό,» αποκρίθηκε η θεά των Γυναικών. «Αισθάνομαι μεγάλη Δύναμη σε εσένα. Εμφανώς, πέρασες πολλές δοκιμασίες του Ταρτάρου, δεν είμαι τόσο αδαής για να μην το καταλάβω. Δε θέλω να μάθω αυτό.»

«Τότε τι;» Αναρωτήθηκε με την ίδια, επίπεδη, αδιάφορη φωνή η αιχμάλωτη.

Την είχαν δέσει χειροπόδαρα στον τοίχο, με μέλη ανοιχτά, σχηματίζοντας ένα «χ», ώστε η πλάτη και τα πλευρά της ήταν απόλυτα εκτεθειμένα, γεγονός που οι κρατούντες της εκμεταλλεύονταν κι απολάμβαναν στο έπακρο. Η δε Ήρα, ήταν αργή, σχολαστική κι άκρως βασανιστική. Αν τα δεσμά της επρόκειτο για θνητά, θα τα είχε διαλύσει σε δευτερόλεπτα μα προφανώς η Ήρα είχε φέρει τις ολόχρυσες αλυσίδες του Ηφαίστου, που κάποτε είχαν κρεμάσει και την ίδια από το ουράνιο στερέωμα.

«Η Εστία κι η Δήμητρα έλαβαν διαταγή από εμένα κι εκτέλεσαν μπροστά μου έρευνα στο σώμα σου,» εξήγησε ψυχρά η χήρα του Δία. «Εμφανώς, δε βρήκαν τίποτα πέρα από την πανοπλία σου. Πού είναι το δαχτυλίδι;»

«Ποιό δαχτυλίδι;»

«Μη με εμπαίζεις!»

Άλλη μια ηχηρή γροθιά στο δεξί της μάγουλο. Φορούσε επιμελώς κοσμήματα σε όλα της τα δάχτυλα, ώστε να μεγιστοποιεί τον πόνο κι η Αθηνά υπέφερε. Οι αλυσίδες συγκρατούσαν τις δυνάμεις της κι ένιωθε πιο αδύναμη κι από φύλλο σφενδάμου το φθινόπωρο, έτοιμο να πέσει ξεραμένο στο χώμα. Η αιχμάλωτη θεά δεν έβγαλε λαλιά, ούτε η ψύχραιμη έκφραση της άλλαξε. Μετά τα εφταετή βασανιστήρια στα Τάρταρα, τι κι αν είχαν περάσει χιλιετίες, είχε αναπτύξει αντοχές που ούτε η ίδια δε γνώριζε ότι διέθετε.

«Το δαχτυλίδι του Δία, υποχθόνια νυφίτσα! Μην υποκρίνεσαι την αδαή, δεν είσαι η Αφροδίτη!» Σύριξε η Ήρα, βρίθοντας οργή και μένος. «Βγήκες λαθραία από τα Τάρταρα, χωρίς την άδεια του Ταρτάρου! Μόνο το δαχτυλίδι θα μπορούσε να ανοίξει πύλη ανενόχλητη! Πού είναι;»

«Αφού δεν το βρήκες πάνω μου, δεν το έχω,» δήλωσε ανασηκώνοντας τρεμάμενα τους ώμους. «Δεν αναρωτήθηκες μήπως το πρόλαβε κάποιος από τους πιστούς σου ακόλουθους;»

«Τα παίγνια σου δε με αγγίζουν, δε θα με εξαπατήσεις!» Άλλο ένα χτύπημα κι η Αθηνά ένιωσε το κεφάλι να μουδιάζει. Δεν πονούσε αισθητά πλέον, μονάχα τα αυτιά της βούιζαν και δε μύριζε παρά μόνο την ιχώρα της, που κυλούσε ανεξέλεγκτη από τη μύτη και μερικές πληγές στο πρόσωπο και στο σώμα. «Εγώ δίδαξα στους Ρωμαίους το διαίρει και βασίλευε

«Αφού δεν το βρήκαν, δεν το έχω,» επισήμανε το πασιφανές η θεά της Μάχης. «Σε διαβεβαιώ ότι δε θα κατάπινα το πολυτιμότερο κόσμημα, που υπήρχε πριν τους Τιτάνες και τους Κύκλωπες!»

«Τότε πώς στον Τάρταρο κατάφερες και βγήκες από εκεί κάτω;»

«Γιατί να σου πω;»

Η Ήρα έχασε την υπομονή της. Όσο κι αν διασκέδαζε να χτυπά αλύπητα την ανυπεράσπιστη νόθη του άνδρα της, αποζητούσε κυρίως να αποσπάσει σημαντικές πληροφορίες. Ήταν βέβαιη πως την αποκρύπτονταν εσκεμμένα γεγονότα κι εξίσου σίγουρη ότι θα τα μάθαινε όλα αδρομερώς, μόλις αποκάλυπτε το ύστατο, σκληρότερο και πιο λεπτολογικό βασανιστήριο.

Με ένα της νεύμα, ο Άργος άνοιξε την πανώρια του ουρά κι έκραξε με όλη του τη δύναμη. Ήταν συνθηματικό· σε μηδενικό χρόνο, φάνηκε από τον κήπο της έπαυλης κατευθείαν στο κελάρι, ο Αετός του Δία, περήφανος, ολόχρυσος κι έτοιμος να υπακούσει στις εντολές της χήρας του κύρη του, την οποία πολλάκις είχε ακόμα και κουβαλήσει στο ευρύ του φτέρωμα.

Η Αθηνά, θωρώντας την πείνα και βουλιμία στο βλέμμα του θεόρατου πτηνού, δε χρειάστηκε καθόλου, για να καταλάβει τι την περίμενε. Κράτησε την ανάσα της, ίσιωσε το κορμί όσο της επέτρεπαν τα δεσμά και περίμενε.

Το τέρας επιτέθηκε. Γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, ο Αετός ήξερε να τυραννά τη σάρκα με την ίδια αδρομέρεια κι αφοσίωση όπως εκτελούσε τις διαταγές του νεκρού Δία. Παρόλο που ο Προμηθέας της είχε περιγράψει την οδύνη που είχε βιώσει από τα νύχια και το ράμφος του γιγαντιαίου πλάσματος επί αιώνες αλυσοδεμένος στον Καύκασο, η Αθηνά ήταν βέβαιη ότι οι γλαφυρές του αναλογίες αδυνατούσαν να προσεγγίσουν το μαρτύριο που θα βίωνε. Ήλπιζε μονάχα να συγκρατούσε τα ουρλιαχτά, για να μην ευχαριστηθεί η Ήρα.

Απέτυχε παταγωδώς. Ο πόνος της επίθεσης, ωσάν χίλιες ατσάλινες αιχμές να μπήγονται στο δέρμα, την κατέβαλε. Ήδη ήταν εξαντλημένη από την ατελείωτη βία που δεχόταν από τους κρατούντες της κι αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το πιθάρι της θέλησης της κι αντοχής. Υποφέροντας από φρικτό, ανυπέρβλητο, απερίγραπτο πόνο, καθώς τα νύχια τρυπούσαν τη σάρκα και την έσκιζαν, ανοίγοντας την κοιλιά της διάπλατα, εκείνη ούρλιαζε, κραύγαζε, ωρυόταν με όλη της τη δύναμη, παλεύοντας να λησμονήσει το ανείπωτο βάσανο που περνούσε και να επικεντρώσει όλη της την ψυχή στην αέναη, σπαρακτική φωνή της. Ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή θα μάτωναν οι πνεύμονες της μα συνέχιζε, κρεμασμένη από μια φρούδα, παράλογη ελπίδα. Το γαλάζιο βλέμμα είχε καρφωθεί στο σκοτεινό ταβάνι, παρατηρώντας τις αράχνες που ύφαιναν τους ιστούς αμέριμνες και ζήλευε. Αν τα μουγκρητά της επέτρεπαν να γελάσει, θα ξεκαρδιζόταν με την ειρωνεία.

Ξαφνικά, το μαρτύριο έπαψε απότομα. Ο Αετός αποτραβήχτηκε και κάθισε στα δεξιά της Ήρας, που παρακολουθούσε με ένα πλατύ χαμόγελο ευδαιμονίας. Η Αθηνά δεν τόλμησε να κοιτάξει την κοιλιά της, όπου σίγουρα τα εντόσθια της θα βρίσκονταν σε πλήρη θέα. Ένας εμετός ιχώρας ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.

«Αν μου απαντήσεις, δε θα ξαναδείς τον Αετό ποτέ. Αν όχι, κάθε μέρα θα σου τρώει το συκώτι κι οτιδήποτε άλλο επιθυμεί. Είμαι πιο φιλελεύθερη από τον Δία,» προειδοποίησε χαιρέκακα η θεά του Γάμου. «Πώς βγήκες από τα Τάρταρα και πού είναι το δαχτυλίδι του Δία;»

«Δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά,» ψέλλισε ανήμπορα η θεά των Τεχνών και της ένευσε να πλησιάσει, τρέμοντας ανεξέλεγκτα πλέον.

Η Ήρα υπάκουσε πρόθυμα και βιαστικά, βέβαιη ότι θα λάμβανε τις απαντήσεις που απαιτούσε, εφόσον εμφανώς είχε διαλύσει κάθε υπομονή κι επιμονή πάνω της. Οι εκκωφαντικές κραυγές της, είχαν σίγουρα συνταράξει όχι μόνο την έπαυλη μα και το δασύλλιο που την περιέβαλλε. Μόλις έγειρε προς το στητό κεφάλι της Αθηνάς, δέχτηκε το πιο κατηγορηματικό, προκλητικό, δείγμα απόλυτης αψήφησης, φτύσιμο της ζωής της· ένα ειδεχθές μείγμα σάλιου, πύοντος και ιχώρας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Φαίνεται πολύ χειρότερο από όσο το θυμόμουν,» σχολίασε ο Έκτωρ, σπώντας την παράξενη σιωπή ανάμεσα στη συντροφιά του Άρη. «Ίσως απλώς τα ζωντανά μου μάτια δεν αντέχουν τόσο Έρεβος, όπως τα νεκρά.»

«Δίκιο έχει ο βάρβαρος,» τον επικρότησε ο Σίσυφος, που είχε δημιουργήσει προσωνύμια για τους πάντες σε μηδενικό χρόνο. Αυτή αποτελούσε μια κλασική προσφώνηση των καιρών του για τους μη-Έλληνες. «Έχοντας ζήσει εδώ χιλιετίες άνευ ησυχίας, διακρίνω ότι κάτι έχει αλλάξει. Περισσότερο σκοτάδι, περισσότερο θειάφι στον αέρα, μια αλλόκοτη σιγή σαν τα πάντα να κοιμούνται ή-»

«Ανά πάσα στιγμή θα εκραγούν,» συμπλήρωσε αποσβολωμένη από τη ζοφερή ατμόσφαιρα η Πηνελόπη, που περπατούσε δίπλα στον Άρη. «Είναι η νηνεμία πριν την καταιγίδα. Έτσι ήταν το παλάτι μας, προτού το καταλάβουν οι καταραμένοι μνηστήρες, έξι χρόνια πριν γυρίσει ο Οδυσσέας.»

«Εκπλήσσομαι που τον περίμενες, για να τους σκοτώσει και δεν το έπραξες μόνη,» αναφώνησε η Ανδρομάχη με ένα υπόκωφο γέλιο.

«Θα το έκανα, πράγματι,» συμφώνησε με σκοτεινιασμένη όψη και φωνή η κόρη του Ικάριου, «αλλά γνώριζα πως θα προκαλούσα αναταραχές κι ανταρσία ανάμεσα στις ισχυρές τους οικογένειες. Ο Οδυσσέας έδρασε υπό την ευλογία και την προστασία της Αθηνάς, εγώ δεν είχα τέτοια εύνοια.»

«Μην την υποτιμάς,» έσπευσε να αιτιολογήσει ο Άρης αυτοπροσώπως. «Αν σε αγαπούσε ως γυναίκα του Οδυσσέα δέκα φορές λιγότερο από όσο αγαπούσε εκείνον, σε διαβεβαιώ ότι θα σε προστάτευε ενάντια ακόμη και στον λατρευτό της πατέρα.»

«Χαριτωμένη η συζήτηση ευνοιών της Αθηνάς μα θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με το φλέγον ζήτημα;» Τράβηξε την προσοχή τους ο Σίσυφος. «Προχωρούμε άσκοπα. Πώς θα εντοπίσουμε τον Οδυσσέα;»

«Ο Κέρβερος, θωρώντας το δαχτυλίδι του Δία, μας επέτρεψε την είσοδο,» επισήμανε ο Έκτωρ. «Αν το παρουσιάσουμε στους Κριτές, ίσως μας υποδείξουν την τοποθεσία ή ακόμη και τον παραδώσουν αναίμακτα.»

«Θα χάσουμε τον χρόνο μας, βάρβαρε,» αποδοκίμασε ο Σίσυφος ξανά και ξεφύσησε εκνευρισμένος. «Αδυνατώ να κατανοήσω γιατί διάλεξες αυτούς για συνοδούς, Αρχηγέ, όταν είχες συμμάχους τους Άνακτες του Κάτω Κόσμου.»

«Δίκιο έχεις,» παραδέχτηκε ο Άρης. «Ωστόσο, δε θα εμπιστευόμουν την ταφή της Αφροδίτης σε κανέναν άλλον. Δεν πρόκειται για πεποίθηση μα για τιμή. Αυτοί της αρμόζουν.»

Κανείς δεν τόλμησε να του απαντήσει, ούτε ο μεγαλόστομος, αλλοτινός Άναξ της Κορίνθου.

Δε δυσκολεύτηκαν να βρουν τους τρεις θρόνους των Κριτών. Ξεχώριζαν μέσα στην καταχνιά, λουόμενοι από ένα σκούρο γαλάζιο, απόκοσμο φως. Ίσως έφταιγε ο Αχέρων που περνούσε κοντά.  Τρεις μεγαλοπρεπείς θρόνοι, στολισμένοι με κάθε λογής κι αμύθητης αξίας πετράδια κι οι τρεις αγέρωχοι άνδρες με τα μακριά μούσια, τους παρακολουθούσαν λες και θα τρυπούσαν τα κεφάλια τους, οι ματιές τους εξονυχιστικές και τρομακτικά αυστηρές.

«Τι ζητάς εδώ, Άρη;» Ρώτησε ο Μίνωας, με μια φευγαλέα ματιά στους θνητούς του ακόλουθους. «Η συνοδεία σου δε μας αφορά.»

«Αν ήρθες να πάρεις ψυχές, ατύχησες,» είκασε ο Ραδάμανθυς. «Ο Κάτω Κόσμος, στην απουσία του Άρχοντα Άδη και την αναταραχή που προκάλεσε ο θάνατος του Δία, παραπαίει. Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε άλλες χάρες.»

«Θαρρώ γνωρίζετε ότι εδώ μέσα έχει παγιδευτεί ένας ζωντανός,» ξεκίνησε σχεδόν δουλοπρεπώς ο Άρης, γονατίζοντας τιμητικά μπροστά τους κι οι θνητοί τον μιμήθηκαν. Τα βλέμματα τους έμειναν καρφωμένα στο κατάμαυρο μάρμαρο που κάλυπτε το δάπεδο, τόσο γυαλιστερό και φροντισμένο, που λειτουργούσε τέλεια ως καθρέφτης.

«Ο Οδυσσέας,» κάγχασε ο Αιακός. «Ο ίδιος ανόητος που τάραξε κάποτε τον Τειρεσία και αχόρταγα πέρασε στα ενδότερα μας, για να θυμηθεί τα παλιά με τους νεκρούς συμπολεμιστές του! Τι τον θέλεις, τον παραβάτη;»

«Θέλω να τον πάρω μαζί μου, πίσω στη γη,» ζήτησε ήρεμα ο Άρης. «Δε δικαιούστε να τον κρατάτε εδώ, δεν ανήκει στο Βασίλειο των Νεκρών.»

Αμφότεροι ο Ραδάμανθυς κι ο Αιακός στράφηκαν στον Μίνωα, κοιτώντας τον επίμονα. Του ανήκε η τελική απόφαση και στα βλέμματα τους δε διακρινόταν κανένα απολύτως συναίσθημα. Ο Μέγας Άναξ της Κρήτης, σηκώθηκε όρθιος και στερεώθηκε στο ολόχρυσο του σκήπτρο.

«Πράγματι, δεν έχουμε εξουσία στη μοίρα του πλέον, μα δεν μπορούμε να σου τον παραδώσουμε απλά,» εξήγησε με παράδοξη ψυχρότητα. «Είναι εγκλωβισμένος στη σπηλιά των Γιγάντων. Για να τον ελευθερώσετε, πρέπει να περάσετε μέσα από αυτούς.»

Πάγωσε το αίμα τους. Ακόμα κι ο Άρης φάνηκε να διστάζει για λίγο. Ήταν μονάχα πέντε κι οι τέσσερις θνητοί. Πώς θα αντιμετώπιζαν τους Γίγαντες, που απαριθμούσαν πάνω από εκατό, φάνταζε ουτοπικό.

«Πώς θα πάμε εκεί;» Ρώτησε, τελικά, ο θεός του Πολέμου και μέχρι κι οι Κριτές τον κοίταξαν απορημένοι.

Ο Αιακός, ο Κλειδοκράτορας, αποκάλυψε από τον κάστανο χιτώνα του μια βαριά, πυκνή αρμαθιά με κλειδιά όλων των σχεδίων και μεγεθών και του υπέδειξε ένα μπρούτζινο, σε σχήμα κοίλο και μυτερά εξογκώματα.

«Κλείσε τα μάτια, άγγιξε το κλειδί κι όταν τα ανοίξεις, θα βρεθείς στην είσοδο της σπηλιάς.»

Χωρίς δισταγμό, ο Άρης υπάκουσε. Θέλοντας και μη, οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν, για να μην παραμείνουν άλλο υπό το άγρυπνο, φοβερό βλέμμα των δικαίων Κριτών.

Ανοίγοντας τα μάτια τους, βρέθηκαν πράγματα μπροστά στο ρήγμα ενός βράχου, όπου ανοιγόταν μια σπηλιά.

«Μήπως να επανέλθουμε με λίγο περισσότερους συντρόφους;» Αναρωτήθηκε ο Σίσυφος. «Μπορώ να ανέβω και να φέρω όλους τους δικούς μας.»

«Ή τώρα ή ποτέ,» τον τράβηξε από τον ώμο γερά ο Άρης. «Διατρέχει τρομερό κίνδυνο και πιθανόν ήδη έχουμε αργήσει.»

«Μην υποτιμάς τον ψυχογιό της Αθηνάς,» μιμήθηκε το πρότερο ύφος του η Πηνελόπη. «Αν δεν έχει δραπετεύσει, σίγουρα έχει καταφέρει να κρατηθεί ζωντανός. Άλλωστε, αν είχε πεθάνει, οι Κριτές θα το γνώριζαν.»

«Πάμε,» ένευσε ο γιος της Ήρας και πέρασε την είσοδο πρώτος. Τον ακολούθησε η Πηνελόπη, τραβώντας από πίσω τον Σίσυφο και τελευταίος πέρασε ο Έκτωρ, φυλώντας τα νώτα της Ανδρομάχης.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Έρις δεν έχασε χρόνο. Ήθελε να προετοιμάσει το έδαφος για την επιστροφή του Άρη κι επειδή ήταν βέβαιη ότι εκείνος δεν τα κατάφερνε τόσο με τα λόγια όσο εκείνη, ανέλαβε τη δυσκολότερη δουλειά· την αλήθεια.

Με τους θνητούς, δεν είχε καμία δουλειά ούτε και το επιθυμούσε μα οι αθάνατοι ήταν δική της υπόθεση. Κάλεσε τις δυο κόρες του Άρη, την Ιππολύτη και την Αντιόπη, οι οποίες με τη σειρά τους έφεραν τους πολεμικούς συντρόφους του· την Ενυώ, τον Κυδοιμό, τον Δείμο, τον Φόβο και τον παράταιρο φαινομενικά Διόνυσο. Είχαν καθίσει κάτω από τον μεγάλο κισσό που αγκάλιαζε τη δυτική πλευρά του Πύργου και καρτερούσαν, καθώς εκείνη συγκέντρωνε ψυχραιμία. Επρόκειτο για θερμόαιμους, αιμοχαρείς θεούς, που θα αντιδρούσαν ακραία κι ήταν μόνο δικό της καθήκον να τους ηρεμήσει, για να μην προκαλέσουν θέαμα για τους θνητούς. Ούτε εκείνη διέθετε έμφυτη γαλήνη μα γνώριζε την πειθαρχία και τον έλεγχο του χάους που τη χαρακτήριζε.

Γύρισε προς το μέρος τους με μια βαθιά εισπνοή και ξεκίνησε το σοβαρό, βαρυσήμαντό της έργο.

«Ακολουθήστε με,» τους προέτρεψε, θέλοντας να τους οδηγήσει στον μυστικό τάφο της Αφροδίτης. «Όσα θα δείτε και θα ακούσετε από εμένα, δεν είναι παρά μόνο η γυμνή, σκληρή μα αναγκαία αλήθεια. Το ορκίζομαι στην αμείλικτη Στύγα, τον ποταμό του Μίσους.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα νέα του θανάτου της Αφροδίτης ταξίδεψαν μέσα από τις στάχτες της παντού, έφτασαν στα δέντρα και στον άνεμο, που τα μετέφερε μαζί με κελαήδησμα και φτερουγίσματα πουλιών, στα εκπαιδευμένα, έμπειρα αυτιά όσων δύναντο να τα ερμηνεύσουν. Μόλις άγγιξαν τα ώτα του Απόλλωνα και της Κασσάνδρας, εξεπλάγησαν τρομερά. Η ίδια η κόρη της Τροίας έσπευσε να τα μεταφέρει στον Ποσειδώνα, την Αμφιτρίτη και τη Νέμεση. Όταν ο Φοίβος έμεινε μόνος μπροστά στο πιάνο του, πάτησε νωχελικά μια δίεση.

Συνταράχθηκε. Το μυαλό του πέτρωσε. Τα μάτια του δεν έμοιαζαν παρά δυο κατάλευκες τρύπες κι ο ίδιος τρόμαξε. Δεν έβλεπε τίποτα παρά μια κενότητα. Όταν το τοπίο ξεκίνησε να ξεδιαλύνει, αναγνώρισε το μούδιασμα, την αναισθησία και το θολότητα του οράματος. Είχαν περάσει εκατοντάδες χρόνια από την τελευταία του προφητεία κι είχε σχεδόν λησμονήσει την αίσθηση.

Τα πουλιά τραγουδούσαν δυνατά παντού τριγύρω, τόσο ανάκατα που δε διέκρινε τίποτα από το συνονθύλευμα ήχων. Μπροστά του ορθόνωνταν δυο σκιές, δυο γυναικείες μορφές καλυμμένες με πέπλα. Σήκωσε το πέπλο εκείνης στα αριστερά του κι αντίκρισε προς μεγάλη του τέρψη τη Σίβυλλα, την αγαπημένη του μαθήτρια, την πιο φωτισμένη θνητή.

«Ξέχασες την Αλήθεια σου, διδάσκαλε. Η ώρα πλησιάζει και την αγνοείς. Όσα μου έστελνες προειδοποιητικά, τα ξέχασες. Πού είναι οι Καταλύτες, Άρχοντα μου; Πού είναι το Στέμμα των Αθανάτων; Γιατί σκοτεινιάζει ο Ουρανός κι αγριεύει η Φύση; Η Γη βρυχάται, θα εκδικηθεί. Δεν την ακούς; Δεν ακούς τις κραυγές των κρατουμένων;»

Η καρδιά του σκοτείνιασε στα δυσοίωνα λόγια της. Η χαρά του χάθηκε κι έμεινε μια αποκαμωμένη κατήφεια. Στράφηκε στην άλλη κρυμμένη γυναίκα, από καθαρή περιέργεια. Μα μόλις παραμέρισε το πέπλο της, έμεινε να την κοιτάζει έντρομος, κατακλυσμένος από σάστισμα και μια οδύνη που ακόμα πάλευε να καταπνίξει.

«Δάφνη,» ήταν το μόνο που μπορούσε να ψελλίσει.

Το όραμα χάθηκε. Εμπρός του έβλεπε ξανά μια σκονισμένη παρτιτούρα μα δεν τον ενδιέφερε. Μηχανικά, ξεκίνησε να παίζει έναν πανάρχαιο σκοπό μα το μόνο που μπορούσε να προφέρει ήταν εκείνο το όνομα, που πονούσε περισσότερο κι από τον ίδιο τον φόβο του Θανάτου. Τα λόγια της Σίβυλλας είχαν χαραχτεί στη μνήμη του μα η εικόνα της Νύμφης τον στοίχειωσε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όσο πλησίαζαν στο σημείο όπου είχαν εγκατασταθεί και φυλακιστεί αιωνίως οι Γίγαντες, τόσο περισσότερο δυνάμωναν οι φωνές, οι τρομερές κραυγές και οι ερπετώδεις συριγμοί τους.

«Δείξτε μου τα όπλα σας,» πρόσταξε χαμηλόφωνα ο Άρης.

Η Πηνελόπη έφερε τόξο με βέλη και πέντε μικρά εγχειρίδια· ο Έκτωρ, ασπίδα, τρία ακόντια και δίκοπο σπαθί· η Ανδρομάχη δυο σπαθιά και τρία ακόντια στην πλάτη· ο Σίσυφος τίποτα απολύτως.

«Δεν περίμενα ότι θα συναντούσαμε το τρίτο μεγαλύτερο κακό μετά τους Τιτάνες και τον Τυφώνα,» ανασήκωσε τα χέρια του σε αμυντική στάση. «Φύγαμε άρον άρον από την Κέρκυρα. Μετά βίας πρόλαβα να πάρω υποδήματα, πόσο μάλλον όπλα!»

Ο Άρης, χωρίς λέξη, του έδωσε ένα ξίφος και μια ασπίδα από την πλάτη του.

«Ελπίζω μόνο να πολεμάς καλά. Το θετικό με εσάς, τους ευνοούμενους της Αθηνάς, είναι ότι με την ευλογία της, ξεχωρίζατε ως σπουδαίοι μαχητές,» μουρμούρισε στο τέλος και δεν περίμενε απάντηση. Ένευσε να προχωρήσουν ενδότερα τάχιστα.

«Άρη,» είπε διακριτικά ο Έκτωρ κι εκείνος γύρισε ευθύς. «Εικάζω πως -εφόσον ο Οδυσσέας επιβιώνει κι οι Γίγαντες δεν έχουν φτερά- μάλλον βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα. Πετάς; Αν μπορείς, θα πετάξεις πάνω από αυτούς και θα τον διασώσεις, χωρίς τον κίνδυνο της μάχης.»

Ο Άρης χαμήλωσε το βλέμμα ενοχικά.

«Κάποτε, πετούσα, όπως όλοι οι Θεοί. Πλέον, μετά βίας τρέχουμε.» Άθελα του, χαμογέλασε, ευέλπις. «Η Αθηνά μου είπε, λίγο πριν τη χάσω, ότι ανέκτησε την πτήση της.»

«Η μάχη, λοιπόν, είναι η μόνη μας λύση,» μονολόγησε ο Έκτωρ κι ένευσε καταφατικά, αποφασισμένος. «Ας είναι. Άκουσα από τη μητέρα μου πως της φέρθηκε με σεβασμό κι ευγένεια, όσο παρέμεινε σκλάβα του. Συνεπώς, ίσως του χρωστώ.»

Οι πέντε σύντροφοι βρέθηκαν μπροστά σε άλλη μια σχισμή του βράχου, από όπου καθαρά φαινόταν το άντρο των Γιγάντων και τα πελώρια τέρατα, σε κατάσταση ύπνωσης. Στάθηκαν τυχεροί, μέσα στην ατυχία τους. Αν πρόσεχαν και παρέμεναν άηχοι, θα έφευγαν αναίμακτα.

Προέλαυναν μέσα στη σπηλιά, ανάμεσα στα κοιμώμενα πλάσματα κι ο Άρης διέταξε να μιμούνται ακριβώς α βήματα του.

Πρώτος τους εντόπισε ο Οδυσσέας και βγήκε στην άκρη του απόκρημνου βράχου του, κουνώντας σιγανά μα φρενήρως τα χέρια του, κυκλικά κι άστατα.

Σήκωσε το βλέμμα η Πηνελόπη και συνάντησε το δικό του. Σήκωσε το δεξί της φρύδι, μιμούμενη τέλεια τη συνήθεια του και μειδίασε με ανακούφιση. Με δυο σκουντήματα της, το πήραν είδηση όλοι.

Το ύψωμα απείχε πολύ από το έδαφος. Αν πηδούσε, όχι μόνο θα προκαλούσε θόρυβο μα και τραυματισμό. Για αυτό, ο Άρης στάθηκε, άνοιξε τα χέρια του και του ένευσε να κατέβει και να πέσει στους ώμους του. Ο Οδυσσέας φοβήθηκε μα δεν το έδειξε. Διατηρώντας την ψυχραιμία του, πήδηξε, συγκρατώντας τα μέλη του και προσγειώθηκε με τα πόδια ανοιχτά στον αυχένα του Άρη, ο οποίος εξεπλάγη στιγμιαία από το βάρος και λύγισε, παραμένοντας σιωπηλός.

Ο Οδυσσέας στάθηκε στα πόδια του και τους ευχαρίστησε με νεύματα. Ήταν πολύ έξυπνος, για να ζητήσει εξηγήσεις περί των λόγων για τους οποίους ένας εχθρός τους είχε έρθει να τον σώσει με μόνο έναν σύμμαχο. Εκείνη τη στιγμή, προείχε η επιβίωση κι η σώα τους έξοδος. Ωστόσο, δεν μπορούσε παρά να κοιτάζει με περιέργεια την Ανδρομάχη, τον Άρη και τον Έκτορα, ενώ την Πηνελόπη με θαυμασμό, καθώς στεκόταν πάνοπλη κι αγέρωχη.

Χωρίς χρονοτριβές, ο Άρης υπέδειξε την έξοδο από την οποία είχαν εισέλθει κι όλοι έτρεξαν προς το μέρος της, για να ξεφύγουν μια ώρα αρχύτερα. Τότε, έγινε το μοιραίο λάθος. Κανένας δε συνειδητοποίησε από ποιόν προήλθε το σφάλμα· μονάχα δυο πέτρες συγκρούστηκαν δυνατά από το βήμα κάποιου κι όλα τα φίδια στα μαλλιά των Γιγάντων αφυπνίστηκαν.

Η οχλαγωγία συριγμών τους ξύπνησε άπαντες. Βλέποντας τους, επιτέθηκαν ορμητικά, πρόθυμοι να τους καταβροχθίσουν ωμούς, ακόμα και ζωντανούς.

«Επίθεση!» Φώναξε ο Άρης, κραδαίνοντας το ξίφος του κι όρμησε πρώτος, μόνος να αντιμετωπίσει δέκα. Ξοπίσω του έτρεξαν ο Έκτωρ, με την Ανδρομάχη και τον Σίσυφο μα ο Οδυσσέας άρπαξε το μπράτσο της Πηνελόπης, προτού ακολουθήσει.

«Δώσε μου τα εγχειρίδια σου και μείνε πίσω μου, να τοξεύεις τους Γίγαντες,» την προέτρεψε. «Κάποια στιγμή, θα χρειαστεί εσύ να με καλύψεις. Έχω μια ιδέα για το πώς θα τους ξεφύγουμε.»

Έμπροσθεν, ο θεός του Πολέμου μαχόταν ακούραστα και ρωμαλέα, όπως κι ο Έκτωρ με την Ανδρομάχη. Ήταν μεγαλειώδες το θέαμα· αδίστακτοι, ανελέητοι, δεν άφηναν στους Γίγαντες ούτε χρόνο να ουρλιάξουν. Πετάγονταν παντού κομμένα κεφάλια, μέλη, αηδιαστικό πράσινο αίμα, φιδίσια σώματα μα δε σταματούσαν. Συνέχιζαν αδυσώπητα, μέχρι να σκότωναν όλα τα θηρία ή απλώς να τα έτρεπαν σε φυγή. Οι αλάνθαστες σαΐτες της Πηνελόπης βοηθούσαν σημαντικά, όπως κι ο Οδυσσέας, που λόγχιζε τακτικά και στα πιο αδύναμα, ευάλωτα σημεία, σκοτώνοντας ακαριαία Γίγαντες πολλούς.

Όταν έπεσε ο Άρης, οι πάντες μούδιασαν. Ο αθάνατος επλήγη από τέσσερα μανιασμένα τέρατα, που έπεσαν καταπάνω του και κατάφεραν χτύπημα βαρύ στα πλευρά του με τα κοφτερά τους νύχια και τα δηλητηριασμένα δόντια των ερπετών που είχαν στα πόδια και στα μαλλιά τους. Ο Άρης σωριάστηκε στο χώμα, ανήμπορος κι αιμόφυρτος.

«Έκτωρ, σήκωσε τον και με το σήμα μου, τρέξε προς την έξοδο! Ανδρομάχη, Πηνελόπη, καλύψτε με!» Πήρε τον έλεγχο ο Οδυσσέας, ο μόνος που μπορούσε να σκεφτεί μέσα στον πανικό κι εισακούστηκε. Ο Έκτωρ με τη βοήθεια του Σισύφου σήκωσαν τον Θεό, καθώς οι δυο εκπαιδευμένες Αμαζόνες συνέχισαν να θερίζουν τους Γίγαντες και να τους κρατούν ασφαλείς. Ο Οδυσσέας, απόλυτα ψύχραιμος, έκοψε μερικά νεκρά φίδια από πτώματα, τα έδεσε μεταξύ τους και με ένα σάλτο, βρέθηκε ανάμεσα στα θηρία και στις πολεμίστριες.

«Τώρα!» Φώναξε με όλη του τη δύναμη κι έτριψε τα φίδια μεταξύ τους. Σηκώθηκε καπνός μαύρος και θειάφι πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Οι Γίγαντες ξαφνιάστηκαν κι έτρεχαν να κρυφτούν φοβισμένοι στις τρύπες τους, ενώ ο Οδυσσέας έπιασε την Πηνελόπη και την Ανδρομάχη από τους ώμους, οδηγώντας τες στην έξοδο. Είχαν κι εκείνες εξίσου αιφνιδιαστεί από το τέχνασμα του.

Βγαίνοντας έξω, περνώντας τη σπηλιά, εντόπισαν τον Έκτορα και τον Σίσυφο με τον τραυματισμένο Άρη, λίγα μέτρα μπροστά τους.

«Πάμε να φύγουμε, γρήγορα!» Τους προέτρεπε διαρκώς ο Οδυσσέας. «Δεν ξέρω αν μπορούν να μας καταδιώξουν ακόμη.»

«Πώς ήξερες ότι τα φιδίσια μαλλιά τους είχαν αυτή τη δυνατότητα;» Απόρησε εύλογα η Πηνελόπη.

«Έμεινα περισσότερο από όσο χρειαζόμουν εδώ κάτω, για να τους παρατηρήσω και απομνημονεύσω κάθε δύναμη, αδυναμία και μαγική ικανότητα τους,» της απάντησε χαμογελώντας ο Οδυσσέας κι η γυναίκα του ανταπέδωσε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Χαίρετε, χαίρετε! Τι μου κάνετε;

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Να αναφέρω ότι η τραγουδάρα που έγραψα στο πρώτο flashback δε μου ανήκει, είναι της Κατερίνας Πολέμη για την παράσταση «Ευρυδίκη», την οποία είδα διαδικτυακά στην καραντίνα κι ερωτεύτηκα ταμάλα. Σας το έχω αφήσει και πάνω το τραγούδι. Κάντε στον εαυτό σας τη χάρη κι ακούστε το, σας εγγυώμαι 😉🖤

Λοιπόν, αν πω ότι τα πράγματα είναι καλά, θα πω ψέματα. Με δυο νεκρούς Θεούς άνευ αντικαταστατών, έναν τραυματισμένο κι έναν που ακροβατεί μεταξύ νεκρού και ζωντανού, δε θα έλεγα ότι η Ισορροπία βασιλεύει. Κι όταν κλονίζεται η αρμονία, το Χάος ορμά και τα διαλύει όλα. Ο αληθινός τρόμος που θα απειλήσει τους πάντες, δεν έχει ακόμα ξυπνήσει.

Σας υπόσχομαι ότι το επόμενο κεφάλαιο δε θα αργήσει τόσο! Το ξέρω, είμαι απαράδεκτη που γράφω τόσο αργά μα ειλικρινά, πιέζομαι και βάλλομαι από χίλιες πλευρές. Δείξτε κατανόηση, δεν ξεχνώ ούτε παρατώ κανένα βιβλίο!

Στο επόμενο κεφάλαιο, θα δούμε τα εξής:

·) Το τίμημα του φόνου μιας Θεάς

·) Η Ήρα μαθαίνει κάτι και προβληματίζεται

·) Η Αθηνά κρατά γερά (;)

·) Ο Οδυσσέας επιστρέφει στη δράση και παλεύει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα.

·) Ο Απόλλων κι η Κασσάνδρα σε νέες περιπέτειες...

·) Πολλά, πολλά ακόμη ;)

Μαζί και άλλα τρία, ενισχυμένα flashback που θα μας εξηγήσουν περαιτέρω κάποια πράγματα.

Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας. Καλή λευτεριά στους μαθητές μας και καλά αποτελέσματα στα παιδιά των Πανελληνίων. Στους υπόλοιπους, μαζί κι εμένα, που έχουν εξεταστική: Καλή δύναμη και κουράγιο, αδέλφια!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top