Τάξη Πραγμάτων

Η Ήρα κοιτούσε το ξαπλωμένο, ωχρό, ετοιμοθάνατο, σώμα του άνδρα της και μετρούσε τις ακαθόριστες ανάσες του που κάθε ώρα που περνούσε γίνονταν όλο και πιο βαριές. Ήταν πλέον σίγουρη για τη μοίρα του· κι ήταν κατάμαυρη, όπως ο λαιμός του Αετού του.

Το είχε δει στα μάτια της Αθηνάς. Με το που έριξε το βλέμμα της εκεί, σιγουρεύτηκε οριστικά για τον επικείμενο θάνατο του συζύγου της παρόλο που η μικρή αγαπημένη του προσπάθησε να πείσει τους πάντες για το αντίθετο.

"Ο Πατέρας Δίας χτυπήθηκε από την κατάρα που σας προανέφερα όπως ακριβώς μου την περιέγραψε η Γαία. Όμως, υπάρχουν ακόμα ελπίδες. Μπορεί και να ζήσει. Είναι δυνατός. Εγώ ακόμα πιστεύω σε αυτόν."

Είχε καταφέρει και είχε ξεγελάσει τους πάντες. Όχι όμως κι εκείνη.

Εξαιρετική η κίνησή της, να απευθυνθεί στη Μεγάλη Μητέρα των πάντων που γνώριζε όλα όσα συνέβαιναν πάνω στη γη. Μέσα στον πανικό και στην ανησυχία όλων των άλλων θεών, η Αθηνά διατηρούσε την ψυχραιμία της και δρούσε με μεθοδικότητα και λογική. Ανέκαθεν αυτό έκανε.

Κοιτούσε το στήθος του Δία να ανεβοκατεβαίνει αργά και να σωριάζεται στο κρεβάτι σαν σακί άμμου. Ο σύζυγός της πέθαινε. Ο άνδρας που πέρασε όλη της σχεδόν τη ζωή και απέκτησε τα παιδιά της μαζί του αργοπέθαινε σαν θνητός. Και κανένας δεν είχε τη δύναμη να τον σώσει.

Και εκείνη, η Ήρα η ατσάλινη, δεν ένιωθε τίποτα για αυτό. Ένα κενό συναίσθημα. Ούτε λύπη, ούτε χαρά, ούτε ανακούφιση, ούτε αγαλλίαση, ούτε καν αδιαφορία. Δεν ένιωθε απολύτως τίποτα.

Το είχε πλέον αποδεχτεί. Ο Δίας για αυτήν δεν αποτελούσε παρά μια συνήθεια. Όπως ο καθημερινός της καλλωπισμός, το μπάνιο της, η τροφή των ζώων, το σκληρό της πρόσωπο. Ανάμεσα σε όλα αυτά χωνόταν κι η συμβιώση με τον Δία.

Άθελα της, η μνήμη της ταξίδεψε σε μια ουτοπία, σχεδόν πέντε χιλιετίες νωρίτερα. Τότε, που την αγαπούσε πραγματικά και δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο παρά εκείνη· το ίδιο κι εκείνη ένιωθε. Τότε, που κοιτούσε στα μάτια του με έρωτα και λατρεία και έβλεπε δυο ολοκάθαρους καθρέφτες ειλικρίνειας. Τότε, που κυβερνούσαν τον κόσμο μαζί και πάντοτε τη ρωτούσε και ζητούσε τη συμβουλή της για οποιοδήποτε θέμα. Τότε, που πίστευε στα αλήθεια ότι ο γάμος -του οποίου ήταν προστάτιδα- αποτελεί χαρά και δώρο για τον καθένα.

Φυσικά, τίποτα όμορφο δεν κρατάει για πάντα. Στην αρχή, ξεκίνησε με αθάνατες παλλακίδες. Ύστερα, με θνητές. Και ξεκίνησαν και τα μπάσταρδα να καταφθάνουν· κάποια αθάνατα, κάποια θνητά. Στην αρχή δεν την είχε νοιάξει ιδιαίτερα γιατί θεωρούσε ότι δεν τους έδινε σημασία. Όταν, όμως, άρχισε να τα ευνοεί, να τους δίνει δυνάμεις, προνόμια, πόλεις και νησιά ολόκληρα δικά τους, τα θνητά να τα κάνει ημίθεα και πόσα άλλα... Τότε την ένοιαζε.

Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τη γιορτή για τη γέννηση του Ηρακλή την οποία είχε απαιτήσει να γίνει στον Όλυμπο. Κανένας δεν είχε γνώση του λόγου της γιορτής. Όταν αποκαλύφθηκε, η Ήρα είχε αισθανθεί χίλια ακόντια να της ξεσκίζουν το στέρνο και τα σωθικά. Πώς είχε τολμήσει; Πώς είχε τολμήσει να γιορτάσει τη γέννηση ενός μπάσταρδου με μια παρακατιανή από το Άργος. Έτσι όπως γιόρταζαν εκείνο το βράδυ δεν είχαν γιορτάσει ποτέ τη γέννηση κανενός παιδιού τους. Κανενός δικού της παιδιού.

Έτσι λοιπόν κι αυτή έβραζε από ζήλεια και δίψα για αντίποινα. Έβραζε ολοκληρη και μυστικά σχεδίαζε την εκδίκησή της.

Καμία παλλακίδα δεν της είχε ξεφύγει ποτέ. Τις περισσότερες φορές καταδίωκε και τα μπάσταρδα αλλά ο Δίας την τιμωρούσε σκληρά όποτε το έκανε κι έτσι το απέφευγε. Όμως, οι πόρνες πλήρωναν πάντα. Η Λητώ, η μητέρα των Δίδυμων Απόλλωνα και Αρτέμιδας, διώκονταν καθόλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της από τον Δράκοντα Πύθωνα και το κυνήγι συνεχίστηκε μετά τη γέννα. Για μια χιλιετία την κυνηγούσε αδιάκοπα, ώσπου στο τέλος η βλάσφημη πέθανε ουρλιάζοντας από τις φλόγες του πιστού της δολοφόνου. Η Ινώ, αυτή η τόσο νέα κι όμορφη πριγκίπισσα, μεταμορφώθηκε σε αγελάδα και τριγυρνούσε σε όλον τον κόσμο για πάρα πολύ καιρό μέχρι να λυτρωθεί. Η Αλκμήνη, η μητέρα του Ηρακλή, πέθανε μέσα στον κήπο της από δυο φίδια που της έστειλε δώρο.

Ο Ηρακλής ο ίδιος είχε υποφέρει τα πάντα από το χέρι της. Τον είχε μισήσει θανάσιμα πριν καν γεννηθεί. Ο πατερούλης του, ο Δίας, καυχιόταν σε όλους τους θεούς ότι αυτός ο γιος του θα γινόταν βασιλιάς των Μυκηνών. Κι έτσι, η Ήρα έστησε μια απάτη κι ο Ηρακλής δεν έγινε ποτέ βασιλιάς πουθενά. Έπειτα, όταν ο νέος είχε βρει την ευτυχία στη Θήβα, με σπίτι και πολλά παιδιά, φρόντισε να τα διαλύσει όλα από τα δικά του χέρια. Για να εξιλεωθεί έπρεπε σε δέκα χρόνια να εκτελέσει δώδεκα άθλους, διαταγές ενός ημίτρελου, κακομαθημένου βασιλιά. Ακόμα κι όταν αυτά τελείωσαν, ακόμα η ζήλια της τον καταδίωκε. Κι ο πατερούλης του, για να τον σώσει, τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον έκανε θεό.

Ηλιθιότητες.

Τώρα που το ξανασκέφτονταν κι αναλογίζονταν όλο αυτό το κακό που είχε προκαλέσει, όλη αυτή τη δυστυχία, την αδικία και την καταστροφή συνειδητοποίησε ότι ήταν όλα μάταια και χωρίς καμία σημασία. Τα έκανε όλα για να εξυπηρετήσει το γιγαντιαίο εγώ της και να συνεχίσει να αρνείται την πραγματικότητα. Όλες αυτές οι γυναίκες, όλα τα νόθα, αθώα παιδιά, δεν ήταν παρά η ένδειξη ενός κατεστραμμένου γάμου εδώ και χιλιετίες.

Θυμόταν ακόμα πως κάθε νύχτα ορκιζόταν σε όλα τα μπάσταρδα ότι δεν θα άφηνε τον Δία. Οτιδήποτε και να της έκανε. Όσα νόθα κι αν γεννιούνταν. Όσα δάκρυα κι όση ζήλεια έτρεχαν από μέσα της. Δεν θα τον άφηνε ποτέ. Γιατί καμία δεν άξιζε παραπάνω από αυτήν για να πάρει τη θέση της. Καμία τυχαία και παρακατιανή δεν άξιζε να γίνει βασίλισσα του Ολύμπου.

Δεν τον αγαπούσε πλέον τον Δία. Το ήξερε. Δεν θα έφευγε, όμως, στιγμή από δίπλα του μέχρι να άφηνε την τελευταία του πνοή.

Και να τη τώρα, μέσα στο ημίφως της κάμαράς τους, να του μετράει τις αναπνοές και να του βρέχει το μέτωπο με μεταξωτά μαντήλια, λες και θα συνέβαινε τίποτα. Πού και πού, τον άκουγε να παραμιλάει διάφορα. Σχεδόν πάντα είχαν να κάνουν με μάχες. Τη μεγάλη Τιτανομαχία και την αφάνταστη Γιγαντομαχία. Τη μάχη του με τον Γίγαντα Τυφώνα. Τόσα κατορθώματα. Ορισμένες φορές, φώναζε το όνομά της κι εκείνη έτρεχε και του έπιανε τα χέρια και του ψυθίριζε: Ηρέμησε. Εδώ είμαι και δε θα σε αφήσω.

Το βλέμμα της ήταν άκαμπτο, παγωμένο, ανέκφραστο. Μόνο τα μάτια της είχαν κοκκινίσει κι ήταν σίγουρη ότι ήταν από την αυπνία. Δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ να βρέξει τα αγέραστά της μάγουλα. Το πείσμα και η θέληση την είχαν κάνει ατσάλινη σαν πέτρα. Ποτέ δεν είχε νιώσει πραγματικό πόνο διότι ποτέ δεν είχε χάσει κάτι τόσο πολύτιμο.

Τώρα, απλά θα έκοβε μια συνήθεια. Δε θα έχανε τίποτα.

Η πόρτα χτύπησε τρεις φορές. Ο βηματισμός που είχε ακούσει ήταν σίγουρα ανδρικός.

Ήδη τρεις θεοί είχαν επισκεφτεί τον Μεγάλο Δία. Έμπαιναν ένας ένας κι εκείνη πάντα αποσυρόταν πιο πέρα για να τους δώσει ιδιωτικότητα, έχοντας πάντα ένα αυτί για να ακούσει οτιδήποτε λεγόταν.

Πρώτος από όλους είχε έρθει ο Πλούτωνας. Ο Άδης. Ο Θεός των νεκρών είχε πλησιάσει τον αδελφό του με σκυφτές πλάτες, μισόκλειστα μάτια και ξηρό στόμα. Πέρασε αρκετή ώρα να τον κοιτάζει προτού του μιλήσει.

"Αδερφέ μου, πάντα έλεγες -όταν με ειρωνευόσουν- τι ωραία δουλειά που κάνω κι ότι με ζηλεύεις και θέλεις να πάρεις τη θέση μου. Έλα τώρα στο βασίλειό μου. Δεν ξέρω καν αν θα 'ρθεις, αλλά αν έρθεις τελικά, θα σε φιλοξενήσω σαν Άρχοντα των πάντων. Τίποτα δε θα σου λείψει. Μόνο ένα πράγμα εύχομαι. Μη σώσεις κι έρθεις. Και πάνω από όλα, μη σώσεις και φύγεις από εδώ."

Δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα του Μαύρου Θεού και βγήκε από το δωμάτιο αφού έριξε μια ματιά συμπαράστασης στην αδερφή του, την Ήρα.

Έπειτα, είχε έρθει ο Ήφαιστος, ο μικρότερός τους γιος, το παιδί που η ίδια του η μητέρα είχε πετάξει από τον Όλυμπο επειδή δεν της άρεσε η μορφή του. Ακόμα και η Ήρα έκρινε από την εξωτερική εμφάνιση. Και καταράστηκε τον εαυτό της χίλιες φορές όταν αργότερα γνώρισε τον γιο της. Η καρδιά του ήταν από το ίδιο υλικό όσο και τα στέμματα που της έφτιαχνε. Ατόφιο χρυσάφι.

Ο Ήφαιστος έσυρε το κουτσό και ακανόνιστο σώμα του ως το κρεβάτι του πατέρα του. Τον παρατήρησε για λίγο και στο τέλος μίλησε ελάχιστα.

"Δία, πατέρα μου, ήσουν δίκαιος και άδικος. Δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι για την κατάστασή σου, όμως θαρρώ ότι αξίζεις τα δεινά σου, όχι επειδή εκθρόνισες τον παράφρονα Κρόνο, αλλά επειδή αδίκησες τόσους ανθρώπους. Και πρώτη από όλους την αθάνατη μητέρα μου και γυναίκα σου. Την Ήρα."

Κι ύστερα έφυγε χωρίς να κοιτάξει καν πίσω του. Η Ήρα, αν το μπορούσε, θα είχε συγκινηθεί από την τυφλή υπεράσπιση του γιου της.

Τρίτος κατέφτασε ο ξανθός Απόλλωνας. Δεν είχε αλλάξει καθόλου όλα αυτά τα χρόνια. Το δέρμα του δεν είχε καν μαυρίσει. Πλησίασε τον πατέρα του, του χάιδεψε απαλά το μέτωπο και του ψιθύρισε.

"Εύχομαι να μην είναι αυτή η τελευταία φορά που σε βλέπω να αναπνέεις. Να ξέρεις ότι πάντα σε αγαπούσα, πατέρα μου."

Η Ήρα κόντεψε να κάνει εμετό από την αηδία. Λάτρευε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη αλλά αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ήταν μπάσταρδα. Παιδιά μιας ασήμαντης -έστω κι αν ήταν κόρη Τιτάνων. Κι όμως, παρόλα τα βάσανα της μητέρας τους, ο Απόλλωνας της έστειλε ένα βλέμμα κατανόησης προτού εξέλθει του δωματίου.

Ποιος να ήταν τώρα στην πόρτα;

"Εμπρός;"

Προσπάθησε να κάνει τη φωνή της να τρέμει λίγο. Δεν έπρεπε να φαινόταν ότι όλο αυτό το Δράμα δεν την άγγιζε.

"Εγώ είμαι, μητέρα."

Ο Άρης. Ο πιο μισητός γιος και δικός της και του Δία. Κι ο πρωτότοκος παράλληλα. Όταν είχε δει το πρόσωπό του μετά τη γέννα του που κράτησε σχεδόν μια ολόκληρη μέρα, για λίγες στιγμές ένιωσε την απόλυτη ευτυχία να την πλημμυρίζει. Δεν κράτησε για πολύ. Όμως, ήταν ονειρεμένο για όσο κράτησε.

"Πέρασε, παιδί μου."

Η πόρτα άνοιξε δειλά. Ο Άρης μπήκε στο δωμάτιο με ευλάβεια και δεν τολμούσε να κοιτάξει το σώμα του πατέρα του. Κρατούσε τα μάτια προς τη μητέρα του. Ένιωθε απαίσια. Αισθανόταν ότι τους είχε απογοητεύσει.

Η Ήρα προχώρησε στον εξώστη του δωματίου, στο μπαλκόνι τους, χωρίς να χάνει ακουστική επαφή με όλα όσα λάμβαναν χώρα μέσα.

Ο Άρης κάθισε στο ανάκλιντρο δίπλα στο κρεβάτι κι έμεινε να αγναντεύει τον πατέρα του με θλίψη στο βλέμμα του. Δάκρυσε. Δεν τον ενδιέφερε. Κατάφερε να αρθρώσει μερικά λόγια με σταθερή σχετικά φωνή.

"Πατέρα μου, σε απογοήτευσα, το ξέρω. Όσο ήσουν ακμαίος και δυνατός, δεν αποζητούσα παρά το χάος και την οδύνη. Φύτευα μίσος και έριδα στις καρδιές των ηλιθίων θνητών, ανδρείκελων της δικής μου τρέλας και επιπολαιότητας, και χαιρόμουν όταν τους έβλεπα να αλληλοσκοτώνονται και να αφανίζονται. Θυσίες αίματος στο όνομά μου. Οι κραυγές τους μου έδιναν ζωή. Οι ιαχές τους με ευχαριστούσαν περισσότερο κι από όταν οι γύπες μου ξέσκιζαν τα άψυχα πτώματά τους. Για αυτό και δεν με αγάπησε ποτέ κανείς. Με μισούσατε όλοι. Με καταριόσασταν και με κακοτυχίζατε. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση σου, πατέρα. Εμένα κανένας δε με χρειάζεται. Εσύ είσαι ο Κύριος των Πάντων."

Η φωνή του αιώνιου νέου ράγισε και η Ήρα άκουσε τους λυγμούς του. Δεν άντεξε. Το μητρικό της ένστικτο ούρλιαζε να πάει στον γιο της.

Έτρεξε κοντά του και του αγκάλιασε τους ώμους. Ο μικρός της ακούμπησε στον δικό της ώμο και αμέσως ένιωσε τα δάκρυά του να μουσκεύουν το δέρμα της χωρίς να την πειράζει. Δάκρυα θεού. Για εκείνους δεν είχαν καμία σημασία. Για τους θνητούς όμως μπορεί να αποδεικνύονταν το μεγαλύτερο γιατρικό ή και δηλητήριο.

"Αγόρι μου, ο πατέρας σου σε αγαπούσε. Κι εγώ σε αγαπούσα. Πώς μπορεί να μην αγαπάει ο γονιός το παιδι του;" Προσπάθησε να τον καθησυχάσει με απαλή, μητρική φωνή.

Ο Άρης ύψωσε τα πρησμένα και δακρύβρεχτα μάτια του προς τα δικά της. Δε φανέρωναν τίποτα παρά σκληρότητα. Δεν του ταίριαζε ο ρόλος του πονεμένου γιου.

"Μητέρα, μην ξεστομίζεις ψέματα για τον πατέρα. Ποτέ του δε με αγάπησε. Ούτε κι εσύ. Κι όχι άδικα. Το μόνο καλό που έχω πάνω μου είναι η εξωτερική μου εμφάνιση. Όλα τα άλλα, δυστυχώς, αξίζουν αποστροφή. Ένα μυαλό διεστραμμένο, που χαιρόταν με τη φωτιά του πολέμου. Μια λογική ανύπαρκτη. Ένα πνεύμα που ηρεμούσε μόνο στην όψη και στη μυρωδιά του αίματος. Ένας μισητός θεός ήμουν, είμαι και θα είμαι για πάντα."

Η Ήρα του έσφιξε τους ώμους στις παλάμες της.

"Αγόρι μου, δεν ήσουν ποτέ διεστραμμένος. Ούτε αμοραλιστής." Το αριστερό της χέρι έτρεξε στον λαιμό και πλέχτηκε στα άγρια, κατάμαυρα μαλλιά του. "Απλώς δεν άκουγες τις συμβουλές των άλλων. Πεισματάρη θα σε αποκαλούσα." Χαμογέλασε ελάχιστα με νοσταλγία. Το ίδιο κι ο γιος της. Το δεξί της χέρι του έσφιξε τον ώμο περισσότερο. "Μην ξαναπείς ότι δε σε αγάπησα ποτέ. Όταν γεννήθηκες, ο Δίας γιόρταζε για τη γέννηση του πρωτοτόκου γιου του κι εγώ σε καμάρωνα όταν σε θήλαζα. Του ζήτησα να διαλέξω εγώ το όνομά σου. Έτσι κι έγινε. Χρειάστηκε απλώς να αντιστρέψω το δικό μου όνομα. ΑΡΗ. Με ένα αντρικό σίγμα, έτοιμο το όνομα του αγοριού του Δία. Σε λάτρευα τότε." Για λίγο έσκυψε τα μάτια της κι έπειτα τα ξανασήκωσε. "Ό,τι και να συμβεί, θέλω να φανείς δυνατός."

Ο Άρης ελευθερώθηκε από τη λαβή της και σηκώθηκε όρθιος. Κανένας από τους δυο δεν είχε καταλάβει ότι είχαν γονατίσει στο μαρμάρινο πάτωμα.

"Χαίρε μητέρα," την αποχαιρέτησε όσο πιο ξερά και άχρωμα μπορούσε. Έφυγε γρήγορα ενώ κατάφερε κι έκανε όλα τα δάκρυα να στεγνώσουν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Αμέσως επόμενος, κατέφτασε ο Ποσειδώνας. Ο Κοσμοσείστης.

Η Ήρα καλωσόρισε τον μεγάλο της αδερφό, τον πρωτότοκο του Κρόνου, με μια κίνηση του χεριού της. Είχε έρθει μόνος, χωρίς την Αμφιτρίτη. Αποχώρησε αμέσως χωρίς να ασχοληθεί περαιτέρω μαζί του.

Ο Ποσειδώνας δε φημιζόταν για τη σοβαρότητα ούτε για την ευγένειά του. Παρόλα αυτά, έδειξε απόλυτη στωικότητα απέναντι στον αδερφό του. Το βλέμμα του πάνω του ήταν τόσο έντονο που θα έλεγε κανείς ότι του μετρούσε τις αναπνοές. Ίσως και να το έκανε. Τα μάτια του έψαχναν για ένα σημάδι της παλιάς του αίγλης. Τότε που με τις κόρες των ματιών του έκανε τον ουρανό να βροντάει και τις αστραπές να σκίζουν το ουράνιο σώμα. Έτσι όπως ψυχορραγούσε ανάσκελα στο κρεβάτι δεν του θύμιζε τίποτα από τον αδερφό του που γνώριζε όλη του τη ζωή.

"Αδερφέ, το καλό που σου θέλω, μην τολμήσεις και πεθάνεις."

Ύστερα, ο θεός της θάλασσας προχώρησε με αργά βήματα προς την αδερφή του.

"Πώς είσαι;"

Ερώτηση ρουτίνας. Δεν έκρυβε ενδιαφέρον.

"Ετοιμάζω το σώμα μου και το πνεύμα μου για όλα τα ενδεχόμενα," του απάντησε η Ήρα και δεν του έλεγε ψέματα. Ήξερε ότι έπρεπε να φανεί συντετριμμένη μετά τον επικείμενο θάνατο του Δία.

"Έχε πίστη. Είναι δυνατός. Δε θα γονατίσει τόσο εύκολα," προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Ποσειδώνας.

"Μην προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα λέγοντας μου ψέματα που φανερά ούτε εσύ πιστεύεις," του απάντησε με σκληρότητα η Ήρα. "Αν δεν έχεις να πεις τίποτα άλλο, σε παρακαλώ φύγε. Περιμένουν κι άλλοι να τον δουν."

"Καλώς," αποκρίθηκε ο Ποσειδώνας κι αποχώρησε αθόρυβα από το δωμάτιο.

Επόμενη στη σειρά ήταν αυτή που η Ήρα περίμενε να έρθει πρώτη από όλους. Η Αθηνά. Η αγαπημένη κόρη του Δία. Η πρώτη κόρη του Δία. Το πρώτο παιδί του Δία. Από τον πρώτο έρωτα του Δία. Η αρχή του τέλους τους. Το παιδί που απέδειξε στην Ήρα ότι τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ονειρικά. Όταν είχε καταφθάσει η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, η Ήρα είχε ήδη γεννήσει όλα της τα παιδιά και ο Ήφαιστος βρίσκονταν στον Όλυμπο. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την ημέρα του γάμου τους. Η Αθηνά είχε γεννηθεί μέσα στο κεφάλι του πριν τριακόσια τριάντα χρόνια. Κι όμως, αυτό το κορίτσι που πετάχτηκε από τον πατέρα του δεν ήταν παρά μια νεαρή έφηβη, πάνοπλη, με περικεφαλαία και τρία δόρατα στην πλάτη. Η Μήτιδα, η μητέρα της, ζούσε μέσα στο κεφάλι του άντρα της και μάλιστα μεγάλωνε και το μπάσταρδό τους. Η Αθηνά ήταν το πρώτο παιδί του Δία. Όχι ο Άρης, όπως όλοι πίστευαν. Κι αφού ήταν η κόρη του πρώτου έρωτα του Δία, δεν της είχε γίνει ποτέ άδικο, ποτέ καμία χάρη που του ζητούσε δε γινόταν, ποτέ κανένας ευνοούμενος της δεν πάθαινε τίποτα. Ούτε εκείνος ο αχώνευτος ο Οδυσσέας, που τον καταδίωκαν ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας, η Αφροδίτη και ο Άρης. Μέχρι κι εκείνος είχε γυρίσει στην πατρίδα του.

Τη μισούσε την Αθηνά από την πρώτη στιγμή που την είδε. Το πρώτο επίσημο μπάσταρδο που έλαβε τα πάντα από τον Δία. Που δεν της αρνήθηκε ποτέ τίποτα. Ωστόσο, είχαν υπάρξει και στιγμές που την είχε συμπαθήσει. Την είχε κάποτε μάλιστα αποκαλέσει και παιδί της. Ήταν νέα, δεν είχε ακόμα κατανοήσει τη βαριά κι αδιατίμητη σημασία αυτής της φράσης.

"Αθηνά," της είπε έναντι χαιρετισμού.

"Ήρα," της απάντησε στον ίδιο τόνο η θεά της Σοφίας.

Η βασίλισσα των θεών δεν έμεινε παραπάνω. Χάθηκε στο μπαλκόνι της με τα αυτιά της τεντωμένα ως συνήθως.

Η Αθηνά κάθισε στο ανάκλιντρο που είχε κάθισε προηγουμένως κι ο Άρης. Κοιτούσε τον πατέρα της στοργικά. Του έπιασε το χέρι και του ψιθύρισε:

"Σ' αγαπώ, πατέρα μου. Αντίο."

Με δεν μπορούσε να τον αφήσει. Το χέρι της έσφιγγε το δικό του σταθερά. Μια ακτίνα ελπίδας πέρασε από τα μάτια της.

"Αθηνά..."

Η φωνή του ίσα που ακουγόταν. Η Ήρα γράπωσε τα κάγκελα του μπαλκονιού στην προσπάθειά της να μην ουρλιάξει από αγανάκτηση. Από όλους τους θεούς, στην μπάσταρδη υπερόπτρια είχε διαλέξει να μιλήσει;

"Κορίτσι μου..." Ακούστηκε πάλι η αδύναμη φωνή του άλλοτε κραταιού Δία.

"Εδώ είμαι πατέρα," τον καθησύχασε η κόρη του.

"Κορίτσι μου, θέλω να προσεχείς. Τον εαυτό σου και τα αδέρφια σου... Ξέρω ότι ο θάνατός μου θα φέρει χάος και διχασμό ανάμεσα στους θεούς... Θέλω εσύ να προσεχείς τα αδέρφια σου και να οδηγήσεις τους θεούς μακριά από την καταστροφή... Και να προσεχείς την Ήρα... Δεν μπορώ να φανταστώ τι είναι ικανή να κάνει."

"Σε παρακαλώ πατέρα μου, σώπασε," τον ικέτευσε η Αθηνά με σπασμένη φωνή. "Σώπασε, γιατί εξασθενείς τις δυνάμεις σου με την ομιλία."

"Ανοησίες," αντιτάχθηκε ο Δίας.

Η Ήρα γύρισε εντελώς προς το μέρος τους και παρακολουθούσε με τα μάτια και τα αυτιά της τι συνέβαινε. Ήταν πεπεισμένη ότι η Αθηνά την είχε αντιληφθεί παρόλη την απόσταση που τις χώριζε.

Ο Δίας, με χέρια τρεμάμενα και ακόμα πιο βαριές ανάσες, έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο δεξί του χέρι και το έκλεισε μέσα στην παλάμη της. Αυτό το δαχτυλίδι ήταν δώρο της Γαίας και του Ουρανού μετά την εξόντωση του Κρόνου. Αμέτρητες φορές τους είχε διηγηθεί την ιστορία του. Αυτό το δαχτυλίδι ήταν το μοναδικό που φορούσε στο δεξί του χέρι. Ούτε καν τη βέρα του δεν εκτιμούσε τόσο και τη φορούσε στο αριστερό.

Η Ήρα πάλευε να μη βάλει φωτιά στο μπαλκόνι από τον θυμό που έβραζε μέσα της. Πώς τόλμησε ο αχρείος να δώσει το δαχτυλίδι του στην Αθηνά; Στο μπάσταρδο μιας ανώνυμης νύμφης που χάθηκε πριν καν ξεκινήσει η Τιτανομαχία. Έβαζε αυτήν πάνω από τους νόμιμους γιούς του; Πάνω από τον Ήφαιστο; Πάνω ακόμα κι από τον Άρη -που ό,τι κι αν είχε κάνει παρέμενε ο πρωτότοκος;

Αν δεν πεθάνει σύντομα, θα τον σκοτώσω εγώ η ίδια.

Η Αθηνά έτρεμε ολόκληρη κι έσφιξε την παλάμη με το δαχτυλίδι χωρίς να ξέρει τι να πράξει έπειτα.

Ο πατέρας της αισθάνθηκε τη σύγχυσή της.

"Παιδί μου, μη φορέσεις ακόμα το δαχτυλίδι... Αν βγεις με αυτό θα σε υποψιαστούν... Κράτησέ το και δείξε το σε κάποιον που εμπιστεύεσαι... Μετά το τέλος, πράξε όπως σε συμβουλέψει ο νους σου."

Η Αθηνά έπνιξε έναν λυγμό. Ο Δίας της χάιδεψε τα μαύρα της μαλλιά που έπεφταν ως τους αγκώνες. Η θεά σηκώθηκε όρθια σιγά σιγά και ενώ απομακρυνόταν τον αποχαιρέτησε.

"Θα σε δω αργότερα, πατέρα."

Κι η απάντηση ήρθε, γοργά και καθαρά.

"Δε θα με ξαναδείς."

Η Ήρα δεν επέστρεψε στην κάμαρα μέχρι να βεβαιωθεί ότι η Αθηνά είχε φύγει.

Ένιωσε την ανάγκη να τον χτυπήσει. Όπως στη γιορτή για τον Ηρακλή, που είχε αρπάξει τα δόρατα και τα σπαθιά των θεών και των κυνηγούσε. Του είχε αφήσει σημάδια από τις πληγές τα οποία φυσικά εξαφανίστηκαν αυθημερόν.

Ήθελε τόσο πολύ να τον χτυπήσει. Να εκτονώσει τον θυμό και την αδρεναλίνη της. Ήθελε και να ουρλιάξει μήπως και καταλαγιάζει η φωτιά στους πνεύμονες της αλλά αν το έκανε, όλοι οι θεοί θα βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο σε μηδενικό χρόνο και σίγουρα θα την περνούσαν για τρελή.

Τελικά, απλά τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν νοητά λεπίδια και του μίλησε με φωνή που έσταζε δηλητήριο.

"Ώστε έτσι, ε; Όλα για την Αθηνά; Για την Αθηνά που μπήκε εδώ σαν πέτρα κι αν δεν της μιλούσες δε θα έκλαιγε για σένα; Όταν όμως ήρθε εδώ ο γιος σου, ο μέγας θεός του Πολέμου, κι έκλαιγε πάνω μου σαν μωρό παιδί, ούτε καν κουνήθηκες! Αντιθέτως, με την Αθηνά έπιασες ψιλοκουβέντα και της έκανες και αποχαιρετιστήριο δώρο! Σε μισώ, Δία. Τόσα χρόνια σε μισούσα μάταια αλλά τώρα ανακαλύπτω ότι όλα είχαν βάση. Διότι αυτή που έχεις στο κεφάλι σου μετρούσε πάντα πολύ περισσότερο από εμένα! Πέθανε τώρα, με εμένα δίπλα σου. Και μη σε νοιάζει, όλα θα γίνουν. Όπως τα θέλω εγώ. Καιρός για μια νέα τάξη πραγμάτων στην οποία η κορούλα σου δεν χωράει."

Ο Δίας ανοιγόκλεισε τα μάτια του ως απάντηση. Και δεν ξαναείπε τίποτα.

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

Η Αθηνά δεν έχασε χρόνο και -τη στιγμή που βγήκε από την κάμαρα- ένευσε στον Ερμή να την πλησιάσει.

Ο Ερμής υπήρξε πάντοτε ο αγαπημένος της αδερφός μαζί με τον Ηρακλή. Από τους νεότερους θεούς· εύχαρος, ζωηρός, είχε καταφέρει να μείνει για πάντα ένας έφηβος με μυαλό παιδιού. Τα μάτια του ανέβλυζαν χαρά οποιαδήποτε στιγμή και ελπίδα στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Σαν κι εκείνη τη στιγμή, που το μέλλον των αθανάτων έμοιαζε να εξαρτάται μονάχα από εκείνη.

Ο θεός των εμπόρων την πλησίασε με ελαφρύ βήμα και ένα μισό χαμόγελο.

"Αδερφή μου," τη χαιρέτησε πρόσχαρα. "Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος;"

"Θα ήθελα να κάνεις κάτι πολύ σημαντικό για όλους μας," αποκρίθηκε στωικά η Αθηνά.

"Τι;"

"Εσύ δεν είσαι ο Ψυχοπομπός των νεκρών; Ο μόνος που διασχίζει ανενόχλητα τον Κάτω Κόσμο εκτός του Πλούτωνα;"

"Αυτοπροσώπως."

"Ωραία, λοιπόν, θέλω να κατέβεις κάτω και να επαναφέρεις όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες των καιρών μας."

Ο Ερμής για λίγο έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος. Τελικά, έγνεψε και έφυγε τρέχοντας προς τον ποταμό Αχέροντα, την πιο ασφαλή είσοδο για τον Κάτω Κόσμο.

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

3615 λέξεις. Ένα δώρο επειδή είχα περίπου έναν μήνα να ενημερώσω την ιστορία.

Το επόμενο κεφάλαιο έρχεται πάρα πολύ σύντομα.

Καλή σας μέρα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top